×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 6. ΙΙ. Εκ του βίου του... α) Ολίγα τινά...

6. ΙΙ. Εκ του βίου του... α) Ολίγα τινά...

II. Εκ του Βίου του εις θεόν Αποδημήσαντος Ιερομονάχου Στάρετς Ζωσιμά

ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΑ ΚΑΤΑ ΤΑΣ ΙΔΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΥΠΟ ΑΛΕΞΕΙ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΙΤΣ ΚΑΡΑΜΑΖΟΒ

Βιογραφικές πληροφορίες

α) Ολίγα τινά περί του νεαρού αδελφού του στάρετς Ζωσιμά

Αγαπητοί μου πατέρες και δάσκαλοι. Γεννήθηκα σε μια μακρινή, βόρεια επαρχία, στην πολιτεία Β. O πατέρας μου ήταν ευγενής, μα όχι απ' τους εξέχοντες και χωρίς μεγάλους τίτλους. Πέθανε όταν εγώ ήμουν μόλις δυό χρονώ και δεν τον θυμάμαι καθόλου. Άφησε στην μητέρα μου ένα μικρό ξύλινο σπίτι κι ένα κεφάλαιο μικρό, αρκετό όμως για να ζήσει τα παιδιά της χωρίς στεναχώριες. Δυό μας είχε όλους κι όλους η μητέρα μου: εμένα, που με λέγανε Ζηνόβιο, και τον μεγαλύτερο αδερφό μου, τον Μάρκελο. Ήταν κάπου οχτώ χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Είχε παράφορο κι ευερέθιστο χαρακτήρα μα ήταν καλός, δεν κορόιδευε κανέναν, και παράξενα σιωπηλός, ιδιαίτερα σαν ήταν στο σπίτι, με μένα, με τη μητέρα ή τους υπηρέτες. Στο γυμνάσιο ήταν καλός μαθητής μα δεν έπιανε ποτέ του φιλίες με τ' άλλα παιδιά, αν και δε μάλωνε μαζί τους· έτσι τουλάχιστον θυμόταν η μητέρα. Μισό χρόνο πριν απ' το θάνατό του, όταν είχε πια κλείσει τα δεκαεφτά, άρχισε να πηγαίνει συχνά στο σπίτι ενός ανθρώπου που ζούσε ξεμοναχιασμένος και ήταν κάτι σαν πολιτικός εξόριστος στην πολιτεία μας. Τον είχαν εκτοπίσει απ' τη Μόσχα για τις φιλελεύθερες ιδέες του. Τούτος ο εξόριστος ήταν επιφανής επιστήμων, γνωστός καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. Άγνωστο γιατί, αγάπησε τον Μάρκελο κι άρχισε να τον δέχεται σπίτι του. O νέος καθόταν μαζί του ολάκερες βραδιές κι αυτό γινόταν όλο τον χειμώνα, ως την ώρα που διορίσανε τον εξόριστο σε μια κρατική υπηρεσία στην Πετρούπολη. Αυτό το 'χε ζητήσει ο ίδιος και το πέτυχε γιατί είχε υποστηριχτές. Άρχισε η Μεγάλη Σαρακοστή κι ο Μάρκελος δεν ήθελε να νηστέψει, έβριζε και κορόιδευε: «Όλα αυτά είναι βλακείες, έλεγε, κι ούτε υπάρχει κανένας Θεός», τόσο που 'κανε τη μητέρα και τους υπηρέτες να φρίξουν, μα και μένα τον μικρό, γιατί αν και ήμουν μόλις εννιά χρονώ, τρόμαξα πολύ σαν άκουσα εκείνα τα λόγια.

Οι υπηρέτες μας ήταν όλοι δουλοπάροικοι, τέσσερις όλοι κι όλοι, αγορασμένοι στ' όνομα γνωστού μας τσιφλικά. Θυμάμαι ακόμα πως πούλησε η μητέρα έναν απ' αυτούς, τη μαγείρισσα την Αφίμια, μια κουτσή γριά, για εξήντα ρούβλια σε χαρτονόμισμα και στη θέση της πήρε μια ελεύθερη. Ξαφνικά, την έκτη βδομάδα της νηστείας, ο αδερφός μου αρρώστησε, ήταν πάντα του δα φιλάσθενος, κάτι είχε το στήθος του, ήταν αδύνατος και σχεδόν προφυματικός. Ήταν ψηλός μα πολύ λεπτός κι αδύνατος. Το πρόσωπό του όμως ήταν πολύ όμορφο. Ίσως και να 'χε κρυολογήσει, όμως σαν ήρθε ο γιατρός ψιθύρισε στη μητέρα πως έχει καλπάζουσα και πως δε θα βγάλει την άνοιξη. Η μητέρα άρχισε να κλαίει και παρακαλούσε τον αδερφό μου με προφυλάξεις (ιδίως για να μην τον φοβίσει) να νηστέψει και να κοινωνήσει. Γιατί τότε δεν είχε πέσει ακόμα στο κρεβάτι. Όταν τ' άκουσε εκείνος, θύμωσε κι έβρισε το ναό του Κυρίου.

Ωστόσο έπεσε σε συλλογή: κατάλαβε πως η Αρρώστια του είναι επικίνδυνη και πως γι' αυτό τον στέλνει η μητέρα, όσο έχει ακόμα δυνάμεις, να πάει να κοινωνήσει. Εδώ που τα λέμε, το 'ξερε πια κι ο ίδιος πως από καιρό ήταν άρρωστος και μια φορά πριν από ένα χρόνο είχε πει σε μένα και στη μητέρα μου μ' όλη του την ψυχραιμία καθώς τρώγαμε:

— Λίγα είναι τα ψωμιά μου. Ίσως και να μην τον βγάλω τούτο τον χρόνο.

Και σάμπως να το 'χε προφητέψει. Πέρασαν δυο τρεις μέρες και μπήκε η Μεγάλη Βδομάδα. Και νά που ο αδερφός μου άρχισε να νηστεύει απ' την Τρίτη το πρωί.

— Για να πω την αλήθεια, μητερούλα, για σας το κάνω, για να ευχαριστηθείτε και να ησυχάσετε της είπε.

Η μητέρα άρχισε να κλαίει από χαρά μα κι από λύπη: «Πα να πει λοιπόν πως είναι κοντά το τέλος του, μια κι άλλαξε έτσι». Μα δεν πρόφτασε να πάει πολλές φορές στην εκκλησία, γιατί κρεβατώθηκε. Τον εξομολόγησαν λοιπόν και τον μεταλάβανε στο σπίτι. Οι μέρες ήταν φωτεινές, ασυννέφιαστες, μυρωμένες: το Πάσχα έπεφτε αργά εκείνο το χρόνο. Όλη τη νύχτα, θυμάμαι, έβηχε, ο ύπνος του ήταν ταραγμένος, μα το πρωί πάντα ντυνόταν και προσπαθούσε να κάτσει στη μαλακιά πολυθρόνα. Έτσι και τον θυμάμαι: κάθεται ήσυχος, σεμνός, χαμογελάει. Ήταν άρρωστος, μα το πρόσωπό του ήταν εύθυμο, χαρούμενο. Είχε αλλάξει ολόκληρος ψυχικά. Και πόσο αξιοθαύμαστη ήταν τούτη η ξαφνική αλλαγή! Έμπαινε στο δωμάτιό του η γριά παραμάνα:

— Άσε με, καλέ μου, ν' ανάψω και δω μέσα το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα.

Πρώτα δεν άφηνε να τ' ανάψουν, το 'σβηνε ο ίδιος μάλιστα.

— Άναψέ το, αγαπητή μου, άναψέ το. Ήμουν ένα τέρας όταν σας το απαγόρευα. Εσύ, καθώς ανάβεις το καντήλι στο Θεό, προσεύχεσαι. Εγώ, σε βλέπω, σε χαίρομαι και θωρώντας σε προσεύχομαι. Προσευχόμαστε λοιπόν και οι δυο στον ίδιο Θεό. Αυτά τα λόγια μας φαίνονταν παράξενα. Η μητέρα κλειδωνόταν στο δωμάτιό της κι όλο έκλαιγε· μονάχα όταν ερχόταν να τον δει σκούπιζε τα μάτια της κι έκανε τη χαρούμενη.

— Μην κλαις, μητερούλα, μην κλαις, καλούλα μου, της έλεγε καμιά φορά. Θα ζήσω πολύ καιρό ακόμα, έχω πολλές χαρές να δοκιμάσω μαζί σας και η ζωή, η ζωή είναι χαρούμενη, εύθυμη!

— Αχ, καλέ μου, τι χαρά είναι τούτη για σένα, όταν καίγεσαι όλη τη νύχτα στον πυρετό και βήχεις έτσι που λίγο ακόμα και θα ξεσκιστεί το στήθος σου;

— Μαμά, της απαντούσε, μην κλαις, η ζωή είναι Παράδεισος κι όλοι μας στον Παράδεισο βρισκόμαστε, μόνο που δεν θέλουμε να το καταλάβουμε. Μα αν το καταλαβαίναμε, αύριο κιόλας θα γινόταν ολάκερος ο κόσμος Παράδεισος.

Όλοι απορούσαν με τα λόγια του, τόσο παράξενα τα 'λεγε και με τόση σιγουριά. Συγκινιόνταν και κλαίγανε. Έρχονταν να μας επισκεφτούν οι γνωστοί μας:

— Αγαπημένοι μου, τους έλεγε, καλοί μου, τι έκανα και μ' αγαπάτε; Γιατί αγαπάτε έναν άνθρωπο σαν και μένα; Και γιατί δεν το καταλάβαινα πρωτύτερα, γιατί δεν το εκτιμούσα;

Στους υπηρέτες έλεγε κάθε ώρα και στιγμή:

— Καλοί μου, γιατί με υπηρετείτε; Μήπως τ' αξίζω τάχα να με υπηρετούν; Αν με λυπόταν ο Θεός και μ' άφηνε να ζήσω, εγώ θα σας υπηρετούσα, γιατί πρέπει οι άνθρωποι να υπηρετούν ο ένας τον άλλον.

Η μητέρα τον άκουγε και κουνούσε το κεφάλι:

— Αγαπημένε μου, η αρρώστια είναι που σε κάνει να μιλάς έτσι.

— Μαμά, χαρά μου, της έλεγε, δεν μπορεί να μην υπάρχουν δούλοι κι αφεντάδες, όμως ας γίνω λοιπόν και γω δούλος των δούλων μου, να γίνω γι' αυτούς αυτό που είναι και εκείνοι για μένα. Και πρέπει να σου πω ακόμα, μητερούλα, πως ο καθένας μας είναι ένοχος μπροστά στους άλλους, και πιο πολύ απ' όλους εγώ.

Η μητερούλα χαμογελούσε μ' αυτά τα λόγια του, έκλαιγε και χαμογελούσε:

— Και γιατί είσαι πιο πολύ απ' όλους ένοχος μπροστά σ' όλον τον κόσμο; Υπάρχουν φονιάδες, ληστές, μα συ τι αμαρτίες πρόφτασες να κάνεις που κατηγορείς τον εαυτό σου;

— Μητερούλα μου, σταγονίτσα του αίματός μου, της είπε, (άρχισε τότε αναπάντεχα να λέει κάτι τέτοια χαϊδευτικά κι απροσδόκητα λόγια), ακριβή μου σταγονίτσα, χαρούλα μου, μάθε πως ο καθένας είναι ένοχος μπροστά σ' όλους και για όλα. Δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω αυτό μα το νιώθω πως έτσι είναι, το νιώθω τόσο πολύ ως την οδύνη· και πώς μπορούσαμε λοιπόν να ζούμε και να τσακωνόμαστε και να μην ξέρουμε τίποτα;

Έτσι λοιπόν, σηκωνόταν κάθε μέρα απ' τον ύπνο όλο και πιο καλόκαρδος, όλο και πιο τρυφερός, χαρούμενος, πάλλοντας όλος από αγάπη. Ερχόταν ο γιατρός, ένας γέρος Γερμανός, Άιζενσμιτ τον λέγανε:

— Τι λέτε λοιπόν, γιατρέ; Θα ζήσω ακόμα καμιά μέρα; αστειευόταν αυτός.

— Όχι μονάχα μια, μα πολλές, απαντούσε ο γιατρός, και μήνες και χρόνια!

— Τί να τους κάνεις τους μήνες και τα χρόνια, αναφωνούσε αυτός. Για ποιο λόγο να μετράμε τις μέρες; Και μια μέρα φτάνει για να γνωρίσει ο άνθρωπος όλη την ευτυχία. Καλοί μου. Γιατί να μαλώνουμε και να παινευόμαστε ο ένας μπροστά στον άλλον και να μνησικακούμε; Ας πάμε στον κήπο κι ας παίξουμε αγαπώντας, επαινώντας και φιλώντας ο ένας τον άλλον κι ευλογώντας τη Ζωή.

— Δε θα ζήσει πολύ, ψιθύρισε ο γιατρός στη μητέρα όταν εκείνη τον συνόδευε ως την εξώπορτα. Αρχίζει να χάνει τα λογικά του.

Τα παράθυρα του δωματίου του έβλεπαν στον κήπο που τον σκίαζαν πελώρια γέρικα δέντρα, στα κλαδιά τους είχαν δέσει πια τα μάτια, ήρθαν τα πρώτα πουλιά απ' το χειμωνιάτικο ταξίδι τους, φτεροκοπούσαν και τραγουδούσαν κάτω απ' τα παράθυρά του. Και ξαφνικά, καθώς τα κοίταζε και τα χαιρόταν, άρχισε κι απ' αυτά να ζητάει συγχώρεση.

— Πουλάκια του Θεού, χαρούμενα πουλάκια, συγχωρέστε με και σεις γιατί κι απέναντί σας είμαι αμαρτωλός.

Αυτό πια κανένας δεν μπορούσε τότε να το καταλάβει, μα εκείνος έκλαιγε απ' τη χαρά του:

— Ναι, έλεγε, όλη η δόξα του Θεού ήταν γύρω μου: τα πουλάκια, τα δέντρα, τα λιβάδια, οι ουρανοί· μονάχα εγώ ζούσα στην ντροπή, μονάχα εγώ τα ατίμασα όλα και δεν μπόρεσα να δω την ομορφιά και τη δόξα.

— Σαν πολλά κρίματα να παίρνεις απάνω σου, έλεγε καμιά φορά η μητέρα κι έκλαιγε.

— Μητερούλα μου, χαρά μου, δεν κλαίω απ' τη λύπη μου, μα γιατί είμαι ευτυχισμένος. Εγώ ο ίδιος θέλω να φανώ ένοχος απέναντί τους, δεν μπορώ να στο εξηγήσω αυτό, γιατί δεν ξέρω και γω πώς να τ' αγαπήσω. Παραδέχομαι πως έκανα σ' όλους κακό. Όμως όλοι θα με συγχωρέσουν. Αυτό ίσα ίσα είναι ο Παράδεισος. Μήπως τάχα τώρα δεν είμαι στον Παράδεισο; Ήταν κι άλλα πολλά που δεν μπορώ να τα θυμηθώ. Θυμάμαι πως μια φορά μπήκα στο δωμάτιό του μονάχος μου, όταν δεν ήταν κανένας εκεί. Βράδιαζε, ο ήλιος έπεφτε κι όλο το δωμάτιο φωτιζόταν απ' τις πλάγιες αχτίδες του. Μου 'γνεψε να πάω κοντά του μόλις με είδε. Τον πλησίασα. Αυτός έβαλε τα δυο του χέρια στους ώμους μου και με κοίταξε με τρυφερότητα, με αγάπη. Δεν είπε τίποτα, μονάχα με κοίταξε έτσι για λίγο:

— Λοιπόν, μου λέει, πήγαινε τώρα να παίξεις. Ζήσε για μένα. Βγήκα τότε και πήγα να παίξω. Πολλές φορές στη ζωή μου θυμήθηκα αργότερα με δάκρια στα μάτια πως μ' είχε προστάξει να ζήσω γι' αυτόν. Έλεγε κι άλλα πολλά τέτοια υπέροχα και θαυμαστά λόγια, αν και τότε δεν τα καταλαβαίναμε. Πέθανε την τρίτη βδομάδα μετά το Πάσχα, διατηρώντας ως το τέλος τις αισθήσεις του και, αν και είχε πάψει πια να μιλάει, δεν άλλαξε όμως ως την τελευταία του στιγμή: μας κοίταζε χαρούμενος— στα μάτια του καθρεφτιζόταν η αγαλλίαση, μας αναζητούσε με τα βλέμματά του, μας χαμογελούσε, μας καλούσε. Ακόμα και στην πολιτεία μίλησαν πολύ για το θάνατό του. Όλα αυτά με συγκίνησαν τότε μα όχι και πάρα πολύ, αν κι έκλαψα πολύ όταν τον κηδεύανε. Ήμουν μικρός, παιδί ακόμα, όμως όλο αυτό το συναίσθημα φώλιασε στην καρδιά μου. Μα θα ερχόταν καιρός που θα ξυπνούσε και θ' αποκρινόταν στο κάλεσμα. Έτσι κι έγινε.

6. ΙΙ. Εκ του βίου του... α) Ολίγα τινά... 6. II. From his life... a) A few things...

II. Εκ του Βίου του εις θεόν Αποδημήσαντος Ιερομονάχου Στάρετς Ζωσιμά II. From the Life of the departed Hieromonk Starets Zosima

ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΑ ΚΑΤΑ ΤΑΣ ΙΔΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΥΠΟ ΑΛΕΞΕΙ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΙΤΣ ΚΑΡΑΜΑΖΟΒ COORDINATED ACCORDING TO THE SAME NARRATIVES BY ALEXEI FYODOROVICH KARAMAZOV

Βιογραφικές πληροφορίες Biographical information

α) Ολίγα τινά περί του νεαρού αδελφού του στάρετς Ζωσιμά α) A little about the young brother of the starlet Zosima

Αγαπητοί μου πατέρες και δάσκαλοι. Dear fathers and teachers. Γεννήθηκα σε μια μακρινή, βόρεια επαρχία, στην πολιτεία Β. O πατέρας μου ήταν ευγενής, μα όχι απ' τους εξέχοντες και χωρίς μεγάλους τίτλους. I was born in a far northern county, in the state of B. My father was a nobleman, but not one of the prominent ones and without great titles. Πέθανε όταν εγώ ήμουν μόλις δυό χρονώ και δεν τον θυμάμαι καθόλου. He died when I was only two years old and I don't remember him at all. Άφησε στην μητέρα μου ένα μικρό ξύλινο σπίτι κι ένα κεφάλαιο μικρό, αρκετό όμως για να ζήσει τα παιδιά της χωρίς στεναχώριες. He left my mother a small wooden house and a small capital, but enough for her children to live without sorrow. Δυό μας είχε όλους κι όλους η μητέρα μου: εμένα, που με λέγανε Ζηνόβιο, και τον μεγαλύτερο αδερφό μου, τον Μάρκελο. My mother had two of us: me, whose name was Zenobio, and my older brother, Marcellus. Ήταν κάπου οχτώ χρόνια μεγαλύτερος από μένα. He was about eight years older than me. Είχε παράφορο κι ευερέθιστο χαρακτήρα μα ήταν καλός, δεν κορόιδευε κανέναν, και παράξενα σιωπηλός, ιδιαίτερα σαν ήταν στο σπίτι, με μένα, με τη μητέρα ή τους υπηρέτες. He had an insane and irritable temper, but he was kind, made fun of no one, and strangely silent, especially when he was at home, with me, with mother or the servants. Στο γυμνάσιο ήταν καλός μαθητής μα δεν έπιανε ποτέ του φιλίες με τ' άλλα παιδιά, αν και δε μάλωνε μαζί τους· έτσι τουλάχιστον θυμόταν η μητέρα. In high school he was a good student but he never made friends with the other children, although he didn't fight with them; at least that's how his mother remembered it. Μισό χρόνο πριν απ' το θάνατό του, όταν είχε πια κλείσει τα δεκαεφτά, άρχισε να πηγαίνει συχνά στο σπίτι ενός ανθρώπου που ζούσε ξεμοναχιασμένος και ήταν κάτι σαν πολιτικός εξόριστος στην πολιτεία μας. Half a year before his death, when he was now seventeen, he began to go often to the house of a man who was living in solitary confinement and was something of a political exile in our state. Τον είχαν εκτοπίσει απ' τη Μόσχα για τις φιλελεύθερες ιδέες του. He had been expelled from Moscow for his liberal ideas. Τούτος ο εξόριστος ήταν επιφανής επιστήμων, γνωστός καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. This exile was an eminent scientist, a well-known professor of philosophy at the University. Άγνωστο γιατί, αγάπησε τον Μάρκελο κι άρχισε να τον δέχεται σπίτι του. Unknown why, he loved Marcellus and began to take him into his home. O νέος καθόταν μαζί του ολάκερες βραδιές κι αυτό γινόταν όλο τον χειμώνα, ως την ώρα που διορίσανε τον εξόριστο σε μια κρατική υπηρεσία στην Πετρούπολη. The young man sat with him all night long, and this went on all winter, until the time when the exile was appointed to a state service in Petersburg. Αυτό το 'χε ζητήσει ο ίδιος και το πέτυχε γιατί είχε υποστηριχτές. He had asked for this himself and he achieved it because he had supporters. Άρχισε η Μεγάλη Σαρακοστή κι ο Μάρκελος δεν ήθελε να νηστέψει, έβριζε και κορόιδευε: «Όλα αυτά είναι βλακείες, έλεγε, κι ούτε υπάρχει κανένας Θεός», τόσο που 'κανε τη μητέρα και τους υπηρέτες να φρίξουν, μα και μένα τον μικρό, γιατί αν και ήμουν μόλις εννιά χρονώ, τρόμαξα πολύ σαν άκουσα εκείνα τα λόγια. Great Lent began and Marcellus did not want to fast, he cursed and mocked: "All this is nonsense," he said, "and there is no God," so much so that he made the mother and the servants shudder, but also me, the little one, for although I was only nine years old, I was very frightened when I heard those words.

Οι υπηρέτες μας ήταν όλοι δουλοπάροικοι, τέσσερις όλοι κι όλοι, αγορασμένοι στ' όνομα γνωστού μας τσιφλικά. Our servants were all serfs, four of them, all bought in the name of a known peasant. Θυμάμαι ακόμα πως πούλησε η μητέρα έναν απ' αυτούς, τη μαγείρισσα την Αφίμια, μια κουτσή γριά, για εξήντα ρούβλια σε χαρτονόμισμα και στη θέση της πήρε μια ελεύθερη. I still remember how Mother sold one of them, the cook, Afimia, a lame old woman, for sixty rubles in banknotes and took a free woman instead. Ξαφνικά, την έκτη βδομάδα της νηστείας, ο αδερφός μου αρρώστησε, ήταν πάντα του δα φιλάσθενος, κάτι είχε το στήθος του, ήταν αδύνατος και σχεδόν προφυματικός. Suddenly, in the sixth week of fasting, my brother fell ill, he was always in a state of weakness, something was wrong with his chest, he was weak and almost prehistoric. Ήταν ψηλός μα πολύ λεπτός κι αδύνατος. He was tall but very slim and thin. Το πρόσωπό του όμως ήταν πολύ όμορφο. But his face was very beautiful. Ίσως και να 'χε κρυολογήσει, όμως σαν ήρθε ο γιατρός ψιθύρισε στη μητέρα πως έχει καλπάζουσα και πως δε θα βγάλει την άνοιξη. Perhaps she might have caught a cold, but when the doctor came he whispered to the mother that she had a galloping cold and that she would not make it through the spring. Η μητέρα άρχισε να κλαίει και παρακαλούσε τον αδερφό μου με προφυλάξεις (ιδίως για να μην τον φοβίσει) να νηστέψει και να κοινωνήσει. Mother began to cry and begged my brother with precautions (especially not to frighten him) to fast and take communion. Γιατί τότε δεν είχε πέσει ακόμα στο κρεβάτι. Because at that time he had not yet gone to bed. Όταν τ' άκουσε εκείνος, θύμωσε κι έβρισε το ναό του Κυρίου. When he heard it, he was angry, and cursed the temple of the LORD.

Ωστόσο έπεσε σε συλλογή: κατάλαβε πως η Αρρώστια του είναι επικίνδυνη και πως γι' αυτό τον στέλνει η μητέρα, όσο έχει ακόμα δυνάμεις, να πάει να κοινωνήσει. However, he fell into a collection: he understood that his Sickness is dangerous and that is why his mother sends him, while he still has strength, to go to communion. Εδώ που τα λέμε, το 'ξερε πια κι ο ίδιος πως από καιρό ήταν άρρωστος και μια φορά πριν από ένα χρόνο είχε πει σε μένα και στη μητέρα μου μ' όλη του την ψυχραιμία καθώς τρώγαμε: As a matter of fact, he himself knew by now that he had been sick for a long time and once a year ago he had told me and my mother with all his composure as we ate:

— Λίγα είναι τα ψωμιά μου. - My bread is few and far between. Ίσως και να μην τον βγάλω τούτο τον χρόνο. Maybe I won't make it this year.

Και σάμπως να το 'χε προφητέψει. And maybe he had prophesied it. Πέρασαν δυο τρεις μέρες και μπήκε η Μεγάλη Βδομάδα. Two or three days passed and Holy Week came. Και νά που ο αδερφός μου άρχισε να νηστεύει απ' την Τρίτη το πρωί. And here my brother started fasting on Tuesday morning.

— Για να πω την αλήθεια, μητερούλα, για σας το κάνω, για να ευχαριστηθείτε και να ησυχάσετε της είπε. - To tell you the truth, mother, I am doing it for you, so that you may enjoy yourselves and be at peace, he said to her.

Η μητέρα άρχισε να κλαίει από χαρά μα κι από λύπη: «Πα να πει λοιπόν πως είναι κοντά το τέλος του, μια κι άλλαξε έτσι». The mother began to weep with joy and sorrow: "So he must say that his end is near, since he has changed like this." Μα δεν πρόφτασε να πάει πολλές φορές στην εκκλησία, γιατί κρεβατώθηκε. But he didn't have time to go to church many times, because he was bedridden. Τον εξομολόγησαν λοιπόν και τον μεταλάβανε στο σπίτι. So they confessed him and took him home. Οι μέρες ήταν φωτεινές, ασυννέφιαστες, μυρωμένες: το Πάσχα έπεφτε αργά εκείνο το χρόνο. The days were bright, cloudless, smelly: Easter fell late that year. Όλη τη νύχτα, θυμάμαι, έβηχε, ο ύπνος του ήταν ταραγμένος, μα το πρωί πάντα ντυνόταν και προσπαθούσε να κάτσει στη μαλακιά πολυθρόνα. All night, I remember, he coughed, his sleep was troubled, but in the morning he always got dressed and tried to sit in the soft armchair. Έτσι και τον θυμάμαι: κάθεται ήσυχος, σεμνός, χαμογελάει. That's how I remember him: sitting quietly, modest, smiling. Ήταν άρρωστος, μα το πρόσωπό του ήταν εύθυμο, χαρούμενο. He was sick, but his face was cheerful, happy. Είχε αλλάξει ολόκληρος ψυχικά. He had changed mentally. Και πόσο αξιοθαύμαστη ήταν τούτη η ξαφνική αλλαγή! And how remarkable was this sudden change! Έμπαινε στο δωμάτιό του η γριά παραμάνα: The old nurse came into his room:

— Άσε με, καλέ μου, ν' ανάψω και δω μέσα το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα. - Let me, my dear, light the candle in front of the icons.

Πρώτα δεν άφηνε να τ' ανάψουν, το 'σβηνε ο ίδιος μάλιστα. First he wouldn't let them light it, and even turned it off himself.

— Άναψέ το, αγαπητή μου, άναψέ το. - Turn it on, my dear, turn it on. Ήμουν ένα τέρας όταν σας το απαγόρευα. I was a monster when I forbade you. Εσύ, καθώς ανάβεις το καντήλι στο Θεό, προσεύχεσαι. You, as you light the candle to God, pray. Εγώ, σε βλέπω, σε χαίρομαι και θωρώντας σε προσεύχομαι. I see you, I rejoice in you, and I see you and I pray to you. Προσευχόμαστε λοιπόν και οι δυο στον ίδιο Θεό. So we both pray to the same God. Αυτά τα λόγια μας φαίνονταν παράξενα. These words seemed strange to us. Η μητέρα κλειδωνόταν στο δωμάτιό της κι όλο έκλαιγε· μονάχα όταν ερχόταν να τον δει σκούπιζε τα μάτια της κι έκανε τη χαρούμενη. Mother locked herself in her room and cried all the time; only when she came to see him did she wipe her eyes and pretend to be happy.

— Μην κλαις, μητερούλα, μην κλαις, καλούλα μου, της έλεγε καμιά φορά. - Don't cry, mother, don't cry, my dear, he would sometimes say to her. Θα ζήσω πολύ καιρό ακόμα, έχω πολλές χαρές να δοκιμάσω μαζί σας και η ζωή, η ζωή είναι χαρούμενη, εύθυμη! I will live a long time yet, I have many joys to experience with you and life, life is joyful, joyful!

— Αχ, καλέ μου, τι χαρά είναι τούτη για σένα, όταν καίγεσαι όλη τη νύχτα στον πυρετό και βήχεις έτσι που λίγο ακόμα και θα ξεσκιστεί το στήθος σου; - Ah, my dear, what joy is this for you, when you burn all night with fever and cough so that a little more and your breast will be torn out?

— Μαμά, της απαντούσε, μην κλαις, η ζωή είναι Παράδεισος κι όλοι μας στον Παράδεισο βρισκόμαστε, μόνο που δεν θέλουμε να το καταλάβουμε. - Mama, he replied, don't cry, life is Paradise and we are all in Paradise, only we don't want to understand it. Μα αν το καταλαβαίναμε, αύριο κιόλας θα γινόταν ολάκερος ο κόσμος Παράδεισος. But if we understood it, tomorrow the whole world would be a paradise.

Όλοι απορούσαν με τα λόγια του, τόσο παράξενα τα 'λεγε και με τόση σιγουριά. Everyone was amazed at his words, so strange and so sure of himself. Συγκινιόνταν και κλαίγανε. They were crying and weeping. Έρχονταν να μας επισκεφτούν οι γνωστοί μας: Our acquaintances were coming to visit us:

— Αγαπημένοι μου, τους έλεγε, καλοί μου, τι έκανα και μ' αγαπάτε; Γιατί αγαπάτε έναν άνθρωπο σαν και μένα; Και γιατί δεν το καταλάβαινα πρωτύτερα, γιατί δεν το εκτιμούσα; - My dearly beloved, he said to them, my dears, what have I done that you love me? Why do you love a man like me? And why didn't I understand it before, why didn't I appreciate it?

Στους υπηρέτες έλεγε κάθε ώρα και στιγμή: To the servants he told every hour and moment:

— Καλοί μου, γιατί με υπηρετείτε; Μήπως τ' αξίζω τάχα να με υπηρετούν; Αν με λυπόταν ο Θεός και μ' άφηνε να ζήσω, εγώ θα σας υπηρετούσα, γιατί πρέπει οι άνθρωποι να υπηρετούν ο ένας τον άλλον. - My good people, why do you serve me? Do I deserve to be served? If God had mercy on me and let me live, I would serve you, for men must serve one another.

Η μητέρα τον άκουγε και κουνούσε το κεφάλι: Mother listened to him and shook her head:

— Αγαπημένε μου, η αρρώστια είναι που σε κάνει να μιλάς έτσι. - My dear, it's the illness that makes you talk like that.

— Μαμά, χαρά μου, της έλεγε, δεν μπορεί να μην υπάρχουν δούλοι κι αφεντάδες, όμως ας γίνω λοιπόν και γω δούλος των δούλων μου, να γίνω γι' αυτούς αυτό που είναι και εκείνοι για μένα. - Mama, my joy, he said to her, there can be no slaves and masters, but let me become a slave to my slaves, to be to them what they are to me. Και πρέπει να σου πω ακόμα, μητερούλα, πως ο καθένας μας είναι ένοχος μπροστά στους άλλους, και πιο πολύ απ' όλους εγώ. And I must also tell you, Mother, that each of us is guilty before others, and most of all I am guilty.

Η μητερούλα χαμογελούσε μ' αυτά τα λόγια του, έκλαιγε και χαμογελούσε: The little mother smiled at these words of his, she cried and smiled:

— Και γιατί είσαι πιο πολύ απ' όλους ένοχος μπροστά σ' όλον τον κόσμο; Υπάρχουν φονιάδες, ληστές, μα συ τι αμαρτίες πρόφτασες να κάνεις που κατηγορείς τον εαυτό σου; - And why are you more guilty than anyone else in front of the whole world? There are murderers, robbers, but what sins hast thou been able to commit that thou accuse thyself?

— Μητερούλα μου, σταγονίτσα του αίματός μου, της είπε, (άρχισε τότε αναπάντεχα να λέει κάτι τέτοια χαϊδευτικά κι απροσδόκητα λόγια), ακριβή μου σταγονίτσα, χαρούλα μου, μάθε πως ο καθένας είναι ένοχος μπροστά σ' όλους και για όλα. - My little mother, droplet of my blood, he said to her, (he then unexpectedly began to say such caressing and unexpected words), my dear little droplet, my little mother, learn that everyone is guilty before everyone and for everything. Δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω αυτό μα το νιώθω πως έτσι είναι, το νιώθω τόσο πολύ ως την οδύνη· και πώς μπορούσαμε λοιπόν να ζούμε και να τσακωνόμαστε και να μην ξέρουμε τίποτα; I don't know how to explain this but I feel that it is so, I feel it so much as the suffering; and so how could we live and fight and not know anything?

Έτσι λοιπόν, σηκωνόταν κάθε μέρα απ' τον ύπνο όλο και πιο καλόκαρδος, όλο και πιο τρυφερός, χαρούμενος, πάλλοντας όλος από αγάπη. So, every day he would get up from sleep more and more kind-hearted, more and more tender, happy, all pulsating with love. Ερχόταν ο γιατρός, ένας γέρος Γερμανός, Άιζενσμιτ τον λέγανε: The doctor came, an old German, an old German, Eisenschmidt was his name:

— Τι λέτε λοιπόν, γιατρέ; Θα ζήσω ακόμα καμιά μέρα; αστειευόταν αυτός. - So what do you think, Doctor? Will I live another day?" he joked.

— Όχι μονάχα μια, μα πολλές, απαντούσε ο γιατρός, και μήνες και χρόνια! - Not just one, but many, the doctor answered, and months and years!

— Τί να τους κάνεις τους μήνες και τα χρόνια, αναφωνούσε αυτός. - What can you do with months and years, he exclaimed. Για ποιο λόγο να μετράμε τις μέρες; Και μια μέρα φτάνει για να γνωρίσει ο άνθρωπος όλη την ευτυχία. Why should we count the days? And one day is enough for a man to know all happiness. Καλοί μου. Γιατί να μαλώνουμε και να παινευόμαστε ο ένας μπροστά στον άλλον και να μνησικακούμε; Ας πάμε στον κήπο κι ας παίξουμε αγαπώντας, επαινώντας και φιλώντας ο ένας τον άλλον κι ευλογώντας τη Ζωή. Why should we fight and brag in front of each other and hold grudges? Let's go to the garden and play loving, praising and kissing each other and blessing Life.

— Δε θα ζήσει πολύ, ψιθύρισε ο γιατρός στη μητέρα όταν εκείνη τον συνόδευε ως την εξώπορτα. - He won't live long, the doctor whispered to the mother as she walked him to the front door. Αρχίζει να χάνει τα λογικά του. He's losing his mind.

Τα παράθυρα του δωματίου του έβλεπαν στον κήπο που τον σκίαζαν πελώρια γέρικα δέντρα, στα κλαδιά τους είχαν δέσει πια τα μάτια, ήρθαν τα πρώτα πουλιά απ' το χειμωνιάτικο ταξίδι τους, φτεροκοπούσαν και τραγουδούσαν κάτω απ' τα παράθυρά του. The windows of his room overlooked the garden shaded by huge old trees, their branches were now blindfolded, the first birds came from their winter journey, fluttering and singing under his windows. Και ξαφνικά, καθώς τα κοίταζε και τα χαιρόταν, άρχισε κι απ' αυτά να ζητάει συγχώρεση. And suddenly, as he was looking at them and enjoying them, he began to ask for forgiveness from them too.

— Πουλάκια του Θεού, χαρούμενα πουλάκια, συγχωρέστε με και σεις γιατί κι απέναντί σας είμαι αμαρτωλός. - Little birds of God, happy little birds, forgive me too, for I am a sinner even towards you.

Αυτό πια κανένας δεν μπορούσε τότε να το καταλάβει, μα εκείνος έκλαιγε απ' τη χαρά του: No one could understand this anymore, but he wept for joy:

— Ναι, έλεγε, όλη η δόξα του Θεού ήταν γύρω μου: τα πουλάκια, τα δέντρα, τα λιβάδια, οι ουρανοί· μονάχα εγώ ζούσα στην ντροπή, μονάχα εγώ τα ατίμασα όλα και δεν μπόρεσα να δω την ομορφιά και τη δόξα. - Yes, he said, all the glory of God was around me: the birds, the trees, the meadows, the skies; only I lived in shame, only I dishonoured everything and could not see the beauty and glory.

— Σαν πολλά κρίματα να παίρνεις απάνω σου, έλεγε καμιά φορά η μητέρα κι έκλαιγε. - It's like taking a lot of shame on yourself, mother would sometimes say and cry.

— Μητερούλα μου, χαρά μου, δεν κλαίω απ' τη λύπη μου, μα γιατί είμαι ευτυχισμένος. - My little mother, my joy, I do not weep for sorrow, but because I am happy. Εγώ ο ίδιος θέλω να φανώ ένοχος απέναντί τους, δεν μπορώ να στο εξηγήσω αυτό, γιατί δεν ξέρω και γω πώς να τ' αγαπήσω. I myself want to look guilty towards them, I can't explain this to you, because I don't know how to love them either. Παραδέχομαι πως έκανα σ' όλους κακό. I admit I hurt everyone. Όμως όλοι θα με συγχωρέσουν. But everyone will forgive me. Αυτό ίσα ίσα είναι ο Παράδεισος. This is just as much heaven. Μήπως τάχα τώρα δεν είμαι στον Παράδεισο; Ήταν κι άλλα πολλά που δεν μπορώ να τα θυμηθώ. Am I not in heaven right now? There were many other things I can't remember. Θυμάμαι πως μια φορά μπήκα στο δωμάτιό του μονάχος μου, όταν δεν ήταν κανένας εκεί. I remember one time I went into his room by myself when no one was there. Βράδιαζε, ο ήλιος έπεφτε κι όλο το δωμάτιο φωτιζόταν απ' τις πλάγιες αχτίδες του. It was raining, the sun was setting and the whole room was lit up by its side rays. Μου 'γνεψε να πάω κοντά του μόλις με είδε. He beckoned me to go to him as soon as he saw me. Τον πλησίασα. I approached him. Αυτός έβαλε τα δυο του χέρια στους ώμους μου και με κοίταξε με τρυφερότητα, με αγάπη. He put both his hands on my shoulders and looked at me with tenderness, with love. Δεν είπε τίποτα, μονάχα με κοίταξε έτσι για λίγο: He didn't say anything, he just looked at me like that for a moment:

— Λοιπόν, μου λέει, πήγαινε τώρα να παίξεις. - Well, he says, go play now. Ζήσε για μένα. Live for me. Βγήκα τότε και πήγα να παίξω. I then went out and went to play. Πολλές φορές στη ζωή μου θυμήθηκα αργότερα με δάκρια στα μάτια πως μ' είχε προστάξει να ζήσω γι' αυτόν. Many times in my life I remembered later with tears in my eyes that he had commanded me to live for him. Έλεγε κι άλλα πολλά τέτοια υπέροχα και θαυμαστά λόγια, αν και τότε δεν τα καταλαβαίναμε. He said many more such wonderful and wondrous words, although we didn't understand them at the time. Πέθανε την τρίτη βδομάδα μετά το Πάσχα, διατηρώντας ως το τέλος τις αισθήσεις του και, αν και είχε πάψει πια να μιλάει, δεν άλλαξε όμως ως την τελευταία του στιγμή: μας κοίταζε χαρούμενος— στα μάτια του καθρεφτιζόταν η αγαλλίαση, μας αναζητούσε με τα βλέμματά του, μας χαμογελούσε, μας καλούσε. He died in the third week after Easter, still conscious to the end and, although he had ceased to speak, he did not change until his last moment: he looked at us with joy; his eyes reflected joy, he sought us with his eyes, he smiled at us, he called to us. Ακόμα και στην πολιτεία μίλησαν πολύ για το θάνατό του. Even in the state they talked a lot about his death. Όλα αυτά με συγκίνησαν τότε μα όχι και πάρα πολύ, αν κι έκλαψα πολύ όταν τον κηδεύανε. All this moved me at the time, but not very much, although I cried a lot when they buried him. Ήμουν μικρός, παιδί ακόμα, όμως όλο αυτό το συναίσθημα φώλιασε στην καρδιά μου. I was young, still a child, but all this feeling came into my heart. Μα θα ερχόταν καιρός που θα ξυπνούσε και θ' αποκρινόταν στο κάλεσμα. But there would come a time when he would wake up and answer the call. Έτσι κι έγινε.