×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 6. ΙΙ. δ) Ο μυστηριώδης επισκέπτης

6. ΙΙ. δ) Ο μυστηριώδης επισκέπτης

δ) O μυστηριώδης επισκέπτης.

Αυτός ο άνθρωπος ζούσε από καιρό πια στην πολιτεία μας, είχε σημαντική θέση, όλοι το εκτιμούσαν, πλούσιος, γνωστός για τη φιλανθρωπία του, έκανε μεγάλες δωρεές για το γηροκομείο και το ορφανοτροφείο κι έκανε και κρυφά ευεργεσίες, πράγμα που αποκαλύφθηκε μετά το θάνατό του. Ήταν κάπου πενήντα χρονώ και είχε ύφος σχεδόν αυστηρό. Ήταν λιγομίλητος. Είχε παντρευτεί μόλις εδώ και δέκα χρόνια. Είχε πάρει μια νέα γυναίκα και είχε τρία μικρά παιδιά. Την άλλη μέρα το βράδι καθόμουν στο σπίτι μου, όταν ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιό μου εκείνος ο ίδιος κύριος.

Εδώ πρέπει να προσθέσω πως δεν ζούσα πια στο παλιό μου διαμέρισμα. Μόλις υπέβαλα την παραίτησή μου νοίκιασα ένα άλλο σε μιας ηλικιωμένης κυρίας, χήρας δημοσίου υπαλλήλου, με υπηρεσία και τούτο γιατί, μόλις γύρισα απ' τη μονομαχία, είχα στείλει τον Αθανάση πίσω στο λόχο του, γιατί δεν μπορούσα να τον κοιτάζω στα μάτια ύστερα απ' όσα έγιναν, τόσο πολύ οι άνθρωποι του κόσμου έχουν την τάση να ντρέπονται για τις πιο δίκαιες πράξεις τους.

— Σας ακούω, μου λέει ο κύριος που μπήκε, μέρες τώρα στα διάφορα σπίτια με μεγάλη περιέργεια και θέλησα να σας γνωρίσω και προσωπικά για να μιλήσω μαζί σας ακόμα λεπτομερέστερα. Μπορείτε να μου κάνετε, ευγενέστατε κύριε, αυτή τη μεγάλη χάρη;

— Πώς, του λέω, με μεγάλη μου ευχαρίστηση μάλιστα. Τιμή μου.

Του τα λέω αυτά μα σχεδόν είχα τρομάξει· τόσο παράξενος μου φάνηκε εκείνη την πρώτη φορά. Γιατί αν κι όλοι μ' ακούγανε με περιέργεια, κανείς δεν με είχε πλησιάσει με τόσο σοβαρό κι αυστηρό ύφος. Αυτός μάλιστα ήρθε και στο σπίτι μου. Έκατσε.

— Βλέπω πως έχετε, εξακολούθησε, τεράστια δύναμη χαρακτήρα γιατί άφοβα υπηρετήσατε την αλήθεια σε μιαν υπόθεση όπου εν ονόματι της αλήθειας σας διακινδυνεύατε να επισύρετε τη γενική καταφρόνια.

— Νομίζω πως μ' επαινείτε περισσότερο απ' όσο αξίζω του λέω εγώ.

— Όχι, κάθε άλλο, μου απαντάει. Πιστέψτε με πως είναι πολύ πιο δύσκολο απ' όσο το φαντάζεστε να κάνει κανείς αυτό που κάνατε. Και να σας πω την αλήθεια, αυτό ήταν το μόνο που μου 'κανε εντύπωση και γι' αυτό ήρθα τώρα δω πέρα. Περιγράψτε μου, αν ίσως και δεν σας κακοφαίνεται η ανάρμοστη τούτη περιέργειά μου, τι ακριβώς νιώθατε τη στιγμή που αποφασίσατε, την ώρα της μονομαχίας, να ζητήσετε συγνώμη; Αν το θυμάστε φυσικά. Μη νομίσετε πως σας ρωτάω από επιπολαιότητα. Απεναντίας. Σας ρωτάω γιατί έχω το μυστικό σκοπό μου, που κατά πάσαν πιθανότητα θα σας τον εξηγήσω αργότερα, αν δώσει ο Θεός και γίνουμε στενότεροι φίλοι.

Όλη την ώρα που τα 'λεγε αυτά εγώ τον κοίταζα στο πρόσωπο και ξαφνικά ένιωσα πως του 'χω μεγάλη εμπιστοσύνη κι εκτός απ' αυτό ήμουν τρομερά περίεργος γιατί κατάλαβα πως κρύβει κάποιο ιδιαίτερο μυστικό στην ψυχή του.

— Με ρωτάτε τι ακριβώς ένιωσα τη στιγμή που ζητούσα συγνώμη απ' τον αντίπαλό μου, του απαντάω. Μα καλύτερα να σας τα ιστορήσω απ' την αρχή. Είναι κάτι που δεν το είπα ακόμα σε κανέναν.

Και του διηγήθηκα όλα όσα γίνανε με τον Αθανάση και πώς έπεσα μπροστά του στα γόνατα και τον προσκύνησα.

— Απ' αυτό μπορείτε και μόνος σας να καταλάβετε, του είπα τελειώνοντας, πως στη μονομαχία μού ήταν εύκολο να κάνω αυτό που έκανα γιατί είχα αρχίσει απ' το σπίτι ακόμα και, μια και είχα πάρει αυτό το δρόμο, τα παρακάτω όχι μονάχα δεν ήταν για μένα δύσκολα μα απεναντίας χαρά και αγαλλίαση.

Μ' άκουσε αυτός και μου λέει κοιτάζοντάς με μ' ένα τέτοιο βλέμμα:

— Όλα αυτά είναι πολύ πολύ περίεργα, θα 'ρθω κι άλλη φορά να σας δω.

Από τότε ερχόταν σχεδόν κάθε βράδι. Θα γινόμασταν πολύ φίλοι αν μου μιλούσε και για τον εαυτό του. Μα για τον εαυτό του δεν έλεγε σχεδόν λέξη, όλο με ρωτούσε να του πω για μένα. Πάρ' όλα αυτά εγώ τον αγάπησα πάρα πολύ και του άνοιξα την καρδιά μου γιατί σκέφτηκα: Ποιος ο λόγος να μάθω τα μυστικά του; Μου φτάνει που είναι δίκαιος άνθρωπος. Ύστερα, ενώ αυτός ήταν πιο σοβαρός, πολύ πιο μεγάλος από μένα, ερχόταν στο σπίτι μου, σε μένα τον νεαρό και δεν με περιφρονούσε. Έμαθα πολλά χρήσιμα πράγματα απ' αυτόν γιατί ήταν μεγάλο μυαλό.

— Το ότι η ζωή είναι Παράδεισος, μου 'λεγε ξαφνικά, αυτό το σκέφτομαι από καιρό.

Και ξαφνικά πρόσθεσε:

— Αυτό είναι το μόνο που σκέφτομαι.

Με κοιτάει και χαμογελάει.

— Είμαι πιο βέβαιος από σας γι' αυτό, αργότερα θα μάθετε το γιατί.

Τ' ακούω αυτό και σκέφτομαι:

«Φαίνεται πως κάτι θέλει να μου εξομολογηθεί».

— O Παράδεισος, μου λέει, είναι κρυμμένος μέσα στον καθένα μας, τον έχω και γω εντός μου χι αν θελήσω, αύριο κιόλας, θα πραγματοποιηθεί για μένα στ' αλήθεια, για όλη μου πια τη ζωή. Τον κοιτάζω: μιλάει με συγκίνηση και με κοιτάζει μυστηριώδικα, σαν κάτι να με ρωτάει.

— Όσο για το ότι ο κάθε άνθρωπος φταίει για όλους και για όλα, εκτός απ' τις δικές του αμαρτίες, αυτό το σκεφτήκατε πολύ σωστά και είναι εκπληκτικό που μπορέσατε να συλλάβετε μια τέτοια σκέψη σ' όλη την πληρότητά της. Και στ' αλήθεια είναι σωστό πως, όταν οι άνθρωποι καταλάβουν αυτή τη σκέψη, θα 'ρθει γι' αυτούς η βασιλεία των Ουρανών, όχι πια σαν όνειρο μα σαν πραγματικότητα.

— Μα πότε, αναφώνησα τότε εγώ με πίκρα, πότε θα γίνει αυτό; Και θα γίνει άραγε ποτέ; Μην είναι μονάχα ένα όνειρο;

— Νά λοιπόν που δεν πιστεύετε, μου λέει. Κηρύσσετε τούτη την ιδέα κι όμως σεις ο ίδιος δεν την πιστεύετε. Μάθετε όμως πως τούτο τ' όνειρο, όπως το λέτε, θα πραγματοποιηθεί, αυτό να το πιστεύετε. Μα όχι τώρα γιατί για το κάθε τι υπάρχει ο νόμος του. Αυτή η υπόθεση είναι ψυχικής, ψυχολογικής μορφής. Για να ξαναχτιστεί ο κόσμος πάνω σε νέες βάσεις πρέπει μονάχοι τους οι άνθρωποι να πάρουν έναν αλλιώτικο δρόμο. Προτού να γίνεις πραγματικός αδερφός για όλους τους άλλους, δε θα φτιαχτεί καμιά αδελφοσύνη. Ποτέ και με καμιά επιστήμη, με κανένα συμφέρον δε θα καταφέρουν οι άνθρωποι να μοιράσουν την ιδιοκτησία και τα δικαιώματά τους, έτσι που να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι. O καθένας θα νομίζει πως έχει λίγα και θα διαμαρτύρεται, θα φθονεί και θα εξολοθρεύει ο ένας τον άλλον. Ρωτάτε πότε θα πραγματοποιηθεί. Θα γίνει, μα πρέπει πρώτα να τελειώσει η περίοδος της ανθρώπινης απομόνωσης.

— Για ποια απομόνωση μιλάτε; τον ρωτάω εγώ.

— Για την απομόνωση που βασιλεύει τώρα παντού και ιδιαίτερα στον αιώνα μας, μα που ακόμα δεν ολοκληρώθηκε και δεν πέρασε η εποχή της. Γιατί τώρα ο καθένας προσπαθεί να ξεχωρίσει όσο μπορεί τον εαυτό του απ' τους άλλους, θέλει να δοκιμάσει όλη την πληρότητα της ζωής εν εαυτώ, όμως αυτές του οι προσπάθειες δεν καταλήγουν σε πληρότητα ζωής μα σε ολοκληρωτική αυτοκτονία, γιατί αντί να εκπληρώσει τον προορισμό του, πέφτει στην απομόνωση. Όλοι στον αιώνα μας χώρισαν και γίνανε μονάδες, ο καθένας αποτραβιέται στη μονιά του, ο καθένας απομακρύνεται απ' τον άλλον, κρύβεται και κρύβει το έχει του και. καταλήγει ν' απωθεί τους ομοίους του και ν' απωθείται απ' αυτούς. Καθένας χώρια μαζεύει πλούτη και σκέφτεται: τι δυνατός που είμαι τώρα και πόσο εξασφαλισμένος. Και δεν το ξέρει ο ανόητος πως όσο περισσότερο μαζεύει, τόσο περισσότερο βουλιάζει και χάνεται μες στην αδυναμία του. Και τούτο γιατί συνήθισε να υπολογίζει μονάχα στον εαυτό του, αποσπάστηκε απ' το σύνολο κι έμεινε μονάχος, έμαθε την ψυχή του να μην πιστεύει στην ανθρώπινη βοήθεια, στους ανθρώπους και στην ανθρωπότητα και το μόνο που σκιάζεται είναι μην τυχόν και χάσει τα λεφτά του και τα δικαιώματα που απόχτησε. O ανθρώπινος νους αρχίζει να ειρωνεύεται και να μην καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται να σωθεί η προσωπικότητα με τις ατομικές μεμονωμένες προσπάθειες, μα με την πανανθρώπινη αλληλεγγύη. Μα θα 'ρθει το δίχως άλλο και το τέλος αυτής της φοβερής απομόνωσης και θα καταλάβουν όλοι με μιας πόσο αφύσικα χώρισαν ο ένας απ' τον άλλον. Και θα 'ναι τέτοιο το πνεύμα της εποχής που θ' απορούν που τόσο καιρό βρίσκονταν στο σκοτάδι και δε βλέπανε το φως. Τότε θα εμφανιστεί στον ουρανό το σημείον του Υιού του Ανθρώπου... Μα ως τότε πρέπει να κρατάμε γερά τη σημαία και, πού και πού πρέπει ο άνθρωπος να δίνει το παράδειγμα, έστω και μεμονωμένα, και να βγάζει την ψυχή του απ' την απομόνωση πραγματοποιώντας τον άθλο της αδερφικής συνένωσης, έστω κι αν τον πάρουνε για παράφρονα. Κι αυτό για να μην πεθάνει η μεγάλη ιδέα...

Με κάτι τέτοιες φλογερές και γεμάτες ενθουσιασμό συζητήσεις περνούσαν τα βράδια μας. Τόσο που αραίωσα πολύ τις επισκέψεις μου στ' άλλα σπίτια. Μα και η μόδα μου εξάλλου άρχισε να περνάει. Αυτό δεν το λέω σαν κατηγορία, γιατί όλοι εξακολουθούσαν να μ' αγαπούν και να μου φέρονται με φαιδρή οικειότητα. Ωστόσο πρέπει να παραδεχτούμε πως η μόδα είναι κάτι πολύ σημαντικό για τον κόσμο. Με τον μυστηριώδη όμως επισκέπτη μου άρχισα να ενθουσιάζομαι γιατί εκτός απ' την απόλαυση που μου 'δινε το φωτεινό μυαλό του, προαισθανόμουν πως είχε κάποιο μυστικό σχέδιο και πως ίσως να ετοιμάζεται για κάποιον σπουδαίο άθλο. Ίσως να του άρεσε που δεν έδειχνα φανερά την περιέργειά μου, που δεν τον ρωτούσα κι ούτε του 'κανα υπαινιγμούς για το μυστικό του. Μα στο τέλος παρατήρησα πως άρχισε κι ο ίδιος να βασανίζεται απ' την επιθυμία να μου αποκαλύψει κάτι. Αυτό έγινε πολύ φανερό ένα μήνα πάνω-κάτω από τότε που μου 'κανε την πρώτη του επίσκεψη.

— Το ξέρετε τάχα, μου 'πε μια φορά, πως στην πολιτεία απορούν πολύ μαζί μας και τους φαίνεται περίεργο που σας επισκέπτομαι τόσο συχνά; Όμως ας λένε ό,τι θέλουν. Σε λίγο όλα θα εξηγηθούν.

Μερικές φορές γινόταν ξαφνικά πολύ ανήσυχος και σχεδόν πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις σηκωνόταν κι έφευγε. Άλλοτε πάλι με κοίταζε για πολλή ώρα διαπεραστικά, τόσο που σκεφτόμουν:

«Κάτι θα μου πει τώρα».

Μα εκείνος άρχιζε να μιλάει για κάτι πολύ γνωστό και συνηθισμένο. Άρχισε να παραπονιέται επίσης συχνά πως του πονούσε το κεφάλι. Και νά που μια φορά, εντελώς αναπάντεχα, ύστερα από μια μεγάλη και φλογερή κουβέντα του, τον βλέπω ξαφνικά να χλωμιάζει, το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από μια σύσπαση και με κοίταξε σάμπως τα μάτια του να καρφώθηκαν απάνω μου.

— Τι έχετε; του λέω, μήπως δεν αισθάνεστε καλά;

Γιατί μόλις πριν από λίγο είχε πει πως τον πονούσε το κεφάλι.

— Εγώ... ξέρετε... εγώ... έχω σκοτώσει άνθρωπο.

Το είπε και χαμογέλασε, ήταν άσπρος σαν την κιμωλία. Γιατί χαμογελάει; Αυτή ήταν η πρώτη πρώτη σκέψη που διαπέρασε την καρδιά μου πριν προφτάσω να συλλογιστώ τίποτ' άλλο. Χλώμιασα και γω:

— Τι... εσείς... του φωνάζω.

— Βλέπετε, μου απαντάει εκείνος με το χλωμό του χαμόγελο, πόσο δύσκολο μου ήταν να πω την πρώτη λέξη; Τώρα την είπα και νομίζω πως βρήκα το δρόμο. Θα προχωρήσω.

Έκανα πολύν καιρό να τον πιστέψω μα στο τέλος τον πίστεψα όταν ήρθε τρεις βραδιές συνέχεια και μου τα ιστόρησε όλα με λεπτομέρειες. Νόμισα πως είχαν σαλέψει τα λογικά του, μα στο τέλος με μεγάλη μου λύπη και κατάπληξη πείστηκα. Είχε κάνει ένα μεγάλο και τρομερό έγκλημα πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Είχε σκοτώσει μια πλούσια κυρία, νέα και πολύ όμορφη, μια χήρα που είχε χτήματα κι ένα σπίτι στην πολιτεία. Είχε νιώσει γι' αυτήν μεγάλο έρωτα, της τον είχε εξομολογηθεί και πάσχιζε να την πείσει να παντρευτούν. Όμως αυτή είχε δώσει πια σ' άλλον την καρδιά της, σ' έναν αξιωματικό με σημαντικό βαθμό, που τότε βρισκόταν σε κάποια εκστρατεία, μα που θα γύριζε γρήγορα. Αυτή απόρριψε την πρότασή του και τον παρακάλεσε να μην ξαναπάει σπίτι της. Αυτός, ξέροντας τα κατατόπια του σπιτιού της, μπήκε στο δωμάτιό της νύχτα, σκαρφαλώνοντας απ' τον κήπο στη σκεπή. Αυτό ήταν πολύ τολμηρό γιατί κινδύνευε να τον δουν. Μα, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, τα εγκλήματα που γίνονται με πρωτόφαντη τόλμη πετυχαίνουν καλύτερα απ' τ' άλλα.

Μπήκε στη σοφίτα από 'να φεγγίτη και κατέβηκε στις κάμαρες από μια μικρή σκάλα που κατέληγε σε μια πόρτα. Ήξερε πως πολλές φορές οι υπηρέτες ξεχνούσαν να την κλειδώσουν.

Και πράγματι την πέτυχε ανοιχτή. Φτάνοντας κάτω προχώρησε ψαχουλευτά μέσα στο σκοτάδι ως την κρεβατοκάμαρά της όπου έκαιγε ένα καντήλι. Λες κι έγινε επίτηδες, οι δυό καμαριέρες της το 'χαν σκάσει χωρίς την άδειά της για να πάνε σ' ένα γλεντάκι που γινόταν εκεί κοντά, κάποια γιορτή. Οι άλλοι υπηρέτες και οι υπηρέτριες κοιμόνταν στην κουζίνα και στα δωμάτιά τους στο κάτω πάτωμα. Μόλις είδε την κοιμισμένη άναψε το πάθος του, μα ύστερα τον κυρίεψε η μανία της ζήλιας και της εκδίκησης και, χωρίς πια να ξέρει τι κάνει, σαν μεθυσμένος, την πλησίασε και της κάρφωσε το μαχαίρι ίσα στην καρδιά, έτσι που αυτή δεν έβγαλε ούτε μια φωνή. Ύστερα με μια καταχθόνια, εγκληματική πονηριά τα ταχτοποίησε όλα έτσι που να στρέψει τις υπόνοιες ενάντια στους υπηρέτες: έκανε ακόμα και τη μικροπρέπεια να πάρει το πορτοφόλι της- πήρε τα κλειδιά κάτω απ' το μαξιλάρι της κι άνοιξε το κομό απ' όπου άρπαξε μερικά πράγματα, ακριβώς όπως θα 'κανε κι ένας αμόρφωτος υπηρέτης. Άφησε δηλαδή τα χρεόγραφα και τις ομολογίες και πήρε μονάχα τα μετρητά, πήρε και μερικά χρυσαφικά, τα πιο μεγάλα, αφήνοντας εκείνα που 'χαν δεκαπλάσια αξία μα ήταν μικρά. Πήρε και μερικά άλλα για δικό του ενθύμιο, μα γι' αυτό θα μιλήσουμε αργότερα. Αφού τέλειωσε αυτή την τρομερή δουλειά, έφυγε απ' το σπίτι όπως είχε έρθει. Ούτε την άλλη μέρα, όταν μαθεύτηκε το έγκλημα, ούτε κι αργότερα δεν πέρασε από κανενός το νου να υποπτευθεί τον πραγματικό ένοχο! Γιατί δεν ήξερε κανένας ούτε και πως την αγαπούσε, γιατί πάντα του ήταν σιωπηλός και ερμητικός και δεν είχε ούτε ένα φίλο ν' ανοίξει την καρδιά του. Νόμιζαν πως είναι μονάχα γνώριμος της σκοτωμένης και μάλιστα όχι πολύ στενός, γιατί τις τελευταίες δυο βδομάδες δεν την είχε επισκεφτεί ούτε μια φορά. Υποπτεύθηκαν αμέσως τον δουλοπάροικο υπηρέτη της, τον Πιοτρ. Κι όλες οι ενδείξεις βρέθηκαν να 'ναι εναντίον του. Γιατί αυτός ήξερε —και η κυρία του δεν το 'κρυβε— πως θα τον έστελνε για φαντάρο μαζί με άλλους που 'χε υποχρέωση να δώσει απ' τους δουλοπάροικούς της στο στρατό. Ήταν εξάλλου κι εργένης και κακής διαγωγής. Μια φορά, όντας μεθυσμένος σ' ένα καπηλειό, είχε πει πως θα τη σκότωνε. Και δυο μέρες πριν απ' το έγκλημα το 'χε σκάσει και ζούσε κάπου κρυμμένος στην πολιτεία. Την άλλη μέρα κιόλας τον βρήκανε στουπί στο μεθύσι να κοίτεται στο δρόμο, στην έξοδο της πολιτείας, μ' ένα μαχαίρι στην τσέπη. Η δεξιά του παλάμη ήταν ματωμένη. Αυτός βεβαίωνε πως είχε ανοίξει η μύτη του, μα δεν τον πίστεψαν. Οι καμαριέρες ομολόγησαν πως είχαν πάει στο γλέντι και πως η εξώπορτα είχε μείνει ανοιχτή ως την ώρα που γυρίσανε. Βρέθηκαν άλλες παρόμοιες ενδείξεις και συλλάβανε τον αθώο υπηρέτη. Άρχισε η δίκη μα αυτός έπεσε άρρωστος βαριά με πυρετό και σε μια βδομάδα πέθανε χωρίς να ξαναβρεί τις αισθήσεις του. Έτσι τέλειωσε η υπόθεση κι όλοι, οι δικαστές κι ο κόσμος, ήταν βέβαιοι πως ο ένοχος ήταν ο υπηρέτης. Από δω και ύστερα άρχισε η τιμωρία.

O μυστηριώδης επισκέπτης, που 'χε γίνει πια φίλος μου, μου εξομολογήθηκε πως στην αρχή δε βασανίστηκε καθόλου από τύψεις. Υπόφερε πολύ καιρό όχι για το έγκλημα μα μονάχα απ' τη λύπη του που σκότωσε την αγαπημένη γυναίκα, που αυτή δεν υπήρχε πια, που σκοτώνοντάς την σκότωσε ό,τι αγαπούσε ενώ η φωτιά του πάθους του εξακολουθούσε να τον καίει. Μα σχεδόν καθόλου δεν σκεφτόταν τότε για το αθώο χυμένο αίμα και για τον σκοτωμένο άνθρωπο. Εξάλλου η σκέψη πως το θύμα του θα μπορούσε να ανήκει σ' έναν άλλον του φαινόταν αφόρητη και γι' αυτό για πολύ καιρό ήταν πεισμένος κατάβαθα πως δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Στην αρχή τον βασάνισε κάπως η σύλληψη του υπηρέτη, μα η αρρώστια κι ο γρήγορος θάνατος του κρατούμενου τον ησυχάσανε. Γιατί ήταν φανερό (έτσι σκεφτόταν τότε) πως πέθανε όχι απ' τη φυλακή ή απ' το φόβο μα γιατί είχε κρυώσει και είχε αρπάξει εκείνη την αρρώστια τις μέρες ακριβώς που το 'χε σκάσει και κυλιόταν ολόκληρη νύχτα στουπί στο μεθύσι πάνω στο νοτισμένο χώμα. Τα λεφτά και τα πράγματα που 'χε κλέψει δεν τον τάραζαν και τόσο (έτσι σκεφτόταν αυτός) γιατί δεν είχε πρόθεση να κλέψει μα να στρέψει αλλού τις υπόνοιες. Το κλεμμένο ποσό ήταν ασήμαντο κι αυτός ύστερα από λίγο δώρισε όλο αυτό το ποσό και πολύ περισσότερα σ' ένα νοσοκομείο της πολιτείας μας που 'χε ιδρυθεί εκείνο τον καιρό. Το 'κανε επίτηδες για να ησυχάσει τη συνείδησή του σχετικά με την κλοπή και είναι αξιοσημείωτο πως για αρκετό καιρό έμεινε πραγματικά ήσυχος. (Αυτό μου το βεβαίωσε ο ίδιος). Ρίχτηκε τότε με μεγάλη ενεργητικότητα στην δουλειά. Ζήτησε μονάχος του απ' την υπηρεσία του να του αναθέσουν μια δύσκολη αποστολή που τον απορρόφησε δυο χρόνια κι έχοντας δυνατό χαρακτήρα ξεχνούσε σχεδόν αυτά που 'χαν γίνει. Κι όταν τα θυμόταν, προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται καθόλου. Ρίχτηκε και στη φιλανθρωπία, έκανε πολλά καλά για την πολιτεία μας και πολλές δωρεές· έγινε γνωστός και στις πρωτεύουσες, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, τον εκλέξανε μάλιστα μέλος των εκεί φιλανθρωπικών σωματείων. Μα τέλος άρχισε να πέφτει σε βασανιστική συλλογή, τόσο που δεν μπορούσε να υποφέρει πια.

Τότε του άρεσε μια πολύ όμορφη και μυαλωμένη κοπέλα και την παντρεύτηκε βιαστικά, ελπίζοντας πως με το γάμο θα διαλύσει την αγωνία που δοκίμαζε στη μοναξιά του, πως παίρνοντας καινούργιο δρόμο και εκπληρώνοντας με ζήλο τα καθήκοντά του απέναντι στη γυναίκα και στα παιδιά του θα ξεχάσει οριστικά τα παλιά. Μα έγινε ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που περίμενε. Απ' τον πρώτο κιόλας μήνα του γάμου, άρχισε να τον βασανίζει τούτη η αδιάκοπη σκέψη:

«Νά, μ' αγαπάει η γυναίκα μου, μα τι θα γινόταν αν τυχόν και μάθαινε;»

Όταν έμεινε έγκυος στο πρώτο παιδί και του το είπε, αυτός ξαφνικά ταράχτηκε:

«Δίνω ζωή, όμως εγώ ο ίδιος έχω αφαιρέσει τη ζωή ενός ανθρώπου».

Άρχισαν τα παιδιά:

«Με τι δικαίωμα μπορώ να τ' αγαπώ, να τα διδάσκω και να τ' ανατρέφω; Πώς μπορώ να τους μιλήσω για αρετή; Εγώ έχυσα αίμα».

Τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται πολύ όμορφα, θέλει να τα χαϊδέψει.

«Κι όμως δεν μπορώ να κοιτάζω τ' αθώα, καθάρια τους πρόσωπα. Δεν τ' αξίζω.»

Τέλος, άρχισε να βλέπει μπροστά του την απειλητική και ζοφερή οπτασία της σκοτωμένης, της αδικοχαμένης νεανικής ζωής της, το αίμα που ζητούσε εκδίκηση. Άρχισε να βλέπει τρομερά όνειρα. Μα έχοντας δυνατή καρδιά υπόμεινε για πολύ καιρό αυτό το μαρτύριο:

«Θα τα εξαγοράσω όλα μ' αυτό μου το μυστικό μαρτύριο». Μα και τούτη η ελπίδα ήταν μάταιη: όσο περνούσε ο καιρός τόσο το μαρτύριό του γινόταν μεγαλύτερο. O κόσμος άρχισε να τον εκτιμάει για την φιλανθρωπική του δράση, αν κι όλοι φοβόνταν τον αυστηρό και σκυθρωπό του χαρακτήρα, μα όσο πιο πολύ τον εκτιμούσαν τόσο περισσότερο του γινόταν αυτό ανυπόφορο. Μου εξομολογήθηκε πως άρχισε να σκέφτεται ν' αυτοκτονήσει. Μα αντί γι' αυτό καρφώθηκε στην καρδιά του μια άλλη σκέψη, μια σκέψη που στην αρχή την έβρισκε απραγματοποίητη κι ακαταλόγιστη μα που στο τέλος τόσο σφηνώθηκε στην καρδιά του που δεν μπορούσε πια να την αποσπάσει. Ονειρευόταν να κάνει τούτο: να βγει μπροστά σ' όλο τον κόσμο και να πει σ' όλους πως είχε σκοτώσει. Κάπου τρία χρόνια έζησε μ' αυτή τη σκέψη, ονειρευόταν αυτή την πράξη με διάφορες μορφές. Τέλος, πίστεψε μ' όλη του την καρδιά πως όταν θα ομολογήσει δημόσια το έγκλημα, θα θεραπεύσει και θα γαληνέψει την ψυχή του για πάντα. Μα όταν έφτασε να πιστέψει κάτι τέτοιο ένιωσε φρίκη. Γιατί πώς να εκτελέσει την απόφασή του; Και ξαφνικά έγινε εκείνο το περιστατικό στη μονομαχία μου.

— Βλέποντας εσάς, τ' αποφάσισα.

Εγώ τον κοιτάζω καλά καλά.

— Μα πώς μπόρεσε, φώναξα σμίγοντας τα χέρια μου, ένα τόσο ασήμαντο περιστατικό να σας γεννήσει μια τόσο μεγάλη αποφασιστικότητα;

— Η αποφασιστικότητά μου γεννιόταν τρία ολόκληρα χρόνια, μου απαντάει, και η δική σας περίπτωση στάθηκε μονάχα μια αφορμή. Βλέποντας εσάς, κατηγόρησα τον εαυτό μου και σας ζήλεψα, πρόφερε με κάποιαν αυστηρότητα μάλιστα.

— Μα δεν θα σας πιστέψει κανείς, παρατήρησα εγώ. Περάσανε δεκατέσσερα χρόνια.

— Έχω αποδείξεις μεγάλες. Θα τις παρουσιάσω.

Έκλαψα τότε και τον ασπάστηκα.

— Ένα πράγμα πέστε μου μονάχα, ένα μόνο! μου είπε (λες κι από μένα εξαρτιόνταν τώρα όλα) : Η γυναίκα μου, τα παιδιά! Η γυναίκα ίσως και να πεθάνει απ' την λύπη της και τα παιδιά, αν και δε θα χάσουν τους τίτλους ευγενείας και τα χτήματα, θα μείνουν για πάντα τα παιδιά ενός κατεργίτη! Και η ανάμνηση, τι ανάμνηση θα μείνει στην καρδιά τους από μένα; Εγώ σωπαίνω.

— Και να τους αποχωριστώ; Να τους αφήσω για πάντα; Γιατί θα πρέπει για πάντα, για πάντα να τους χάσω!

Κάθομαι γω και ψιθυρίζω μέσα μου μια προσευχή. Τέλος σηκώθηκα. Ένιωσα κάποιο φόβο.

— Λοιπόν; μου λέει και με κοιτάζει.

— Πηγαίνετε, του λέω, κι ομολογήστε το. Όλα θα περάσουν, μονάχα η αλήθεια θα μείνει. Τα παιδιά θα καταλάβουν, όταν θα μεγαλώσουν, πόσο τρανή αποφασιστικότητα υπήρχε στη μεγαλοψυχία σας.

Έφυγε τότε και φαινόταν πως πραγματικά είχε πάρει πια την απόφαση. Μα παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε να 'ρχεται στο σπίτι μου δυο βδομάδες συνέχεια, κάθε βράδι· όλο ετοιμαζόταν, κι όλο δεν τα κατάφερνε να τ' αποφασίσει.

Καταβασάνισε την καρδιά μου. Μια ερχόταν αποφασισμένος κι έλεγε με συγκίνηση:

— Ξέρω πως θα κερδίσω τον Παράδεισο, θα τον κερδίσω μόλις ομολογήσω. Δεκατέσσερα χρόνια βρισκόμουν στην Κόλαση. Θέλω να τιμωρηθώ, θα δεχτώ τη δυστυχία και θ' αρχίσω να ζω. Με το ψέμα μπορείς να διαβείς όλον τον κόσμο, μα να γυρίσεις πίσω δεν μπορείς. Τώρα όχι μονάχα τον πλησίον μου μα ούτε και τα παιδιά μου δεν τολμώ ν' αγαπήσω. Θεέ μου, ίσως τα παιδιά μου να καταλάβουν πόσο υπόφερα και να μη με καταδικάσουν! Δεν είναι μες στη δύναμη που βρίσκεται ο θεός, μα μέσα στην αλήθεια.

— Όλοι θα καταλάβουν τον άθλο σας, του λέω εγώ, κι αν όχι τώρα, θα τον καταλάβουν αργότερα, γιατί υπηρετήσατε την αλήθεια, την ανώτερη αλήθεια, όχι τη γήινη.

Έφευγε σάμπως ησυχασμένος, μα την άλλη μέρα ξαναρχόταν θυμωμένος, χλωμός και μιλούσε ειρωνικά:

— Κάθε φορά που μπαίνω στο δωμάτιό σας με κοιτάτε με περιέργεια: «Ακόμα», σα να μου λέτε, «δεν τ' ομολόγησες;» Περιμένετε, μη με καταφρονάτε και τόσο. Δεν είναι και τόσο εύκολο όσο σας φαίνεται. Ίσως να μην το κάνω και καθόλου. Δεν θα πάτε βέβαια να με καταγγείλετε τότε, ε;

Κι όμως εγώ όχι μονάχα δεν τον κοίταζα με περιέργεια μα φοβόμουνα να του ρίξω έστω και μια ματιά. πολύ με βασάνιζαν όλα αυτά, αρρώστησα σχεδόν, και η ψυχή μου ήταν γεμάτη δάκρια. Έχασα και τον ύπνο μου ακόμα.

— Έρχομαι τώρα, εξακολουθεί αυτός, απ' τη γυναίκα μου. Το καταλαβαίνετε τάχα τι θα πει μια σύζυγος; Όταν έφευγα τα παιδάκια φώναζαν πίσω μου: «Στο καλό, μπαμπά, να γυρίσετε γρήγορα να διαβάσουμε μαζί τα Παιδικά Αναγνώσματα». Όχι, αυτό δεν το καταλαβαίνετε εσείς! Τ' αλλουνού τα βάσανα δε σε κάνουν πιο σοφό.

Τα μάτια του αστράψανε, τα χείλη του τρεμούλιασαν. Ξαφνικά χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι τόσο που τα πράγματα, που ήταν εκεί πάνω, αναπήδησαν. Ήταν τόσο ήσυχος άνθρωπος, αυτό πρώτη φορά του συνέβαινε.

— Μα είναι ανάγκη τάχα; ξεφώνισε αυτός. Χρειάζεται μήπως; Κανένας δεν καταδικάστηκε, κανέναν δεν στείλανε στο κάτεργο εξαιτίας μου, ο υπηρέτης πέθανε γιατί αρρώστησε. Για το χυμένο αίμα αυτοτιμωρήθηκα. Μα κι ούτε θα με πιστέψουν, δε θα με πιστέψουν ό,τι αποδείξεις κι αν τους φέρω. Είναι ανάγκη να το πω; Είναι ανάγκη; Για το χυμένο αίμα είμαι έτοιμος να βασανίζομαι σ' όλη μου τη ζωή, μονάχα δε θέλω να καταστρέψω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Θα 'ταν δίκαιο τάχα να καταστραφούν κι αυτά μαζί μου; Μήπως τάχα κάνουμε λάθος; Ποια είναι η αλήθεια; Και θα την καταλάβουν άραγε αυτή την αλήθεια οι άνθρωποι, θα την εκτιμήσουν, θα την τιμήσουν; «Θεέ μου!» σκέφτομαι εγώ. «Την εκτίμηση των ανθρώπων συλλογίζεται σε μια τέτοια στιγμή!»

Και τόσο πολύ τον λυπήθηκα που νομίζω πως θα δεχόμουν να μοιραστώ τα βάσανά του μόνο και μόνο για να τον ξαλαφρώσω. Τον βλέπω που με κοιτάζει μανιασμένος. Ένιωσα φρίκη γιατί κατάλαβα, όχι μονάχα με το νου μα και με την ψυχή μου, πόσο κοστίζει μια τέτοια απόφαση.

— Αποφασίστε την τύχη μου, αναφώνησε και πάλι αυτός.

— Πηγαίνετε κι ομολογήστε τα, του ψιθύρισα εγώ.

Έχασα σχεδόν τη φωνή μου μα του το ψιθύρισα σταθερά. Πήρα τότε απ' το τραπέζι το Ευαγγέλιο, μια ρούσικη μετάφραση, και του 'δειξα το κατά Ιωάννην, κεφάλαιο XII, εδάφιον 24:

«Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, εάν μη ό κόκκος τού σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει».

Αυτό το εδάφιο το είχα διαβάσει λίγο πριν έρθει εκείνος.

Το διάβασε:

— Σωστά, λέει, μα χαμογέλασε πικρά: Ναι, σ' αυτά τα βιβλία,· λέει ύστερα από μικρή σιωπή, είναι καταπληκτικό τι μπορείς να συναντήσεις. Είναι εύκολο να τα χώνεις κάτω απ' τη μύτη του αλλουνού. Μα ποιος τα 'γραψε; Άνθρωπος τάχα;

— Το Άγιο Πνεύμα τα 'γραψε, του λέω.

— Εύκολο είναι να φλυαρεί κανείς, είπε και χαμογέλασε, μα τώρα σχεδόν με μίσος.

Πήρα ξανά το βιβλίο, τ' άνοιξα σ' άλλο μέρος και του 'δειξα την επιστολή προς Εβραίους, κεφάλαιο X, εδάφιον 31. Αυτός διάβασε:

«Τρομερόν το εμπεσείν εις χείρας τού Θεού τού ζώντος».

Το διάβασε και πέταξε το βιβλίο τρέμοντας σύγκορμος.

— Τρομερό αυτό το εδάφιο, μου λέει. Δεν μπορείς να πεις, πετυχημένα το διαλέξατε. Σηκώθηκε: Λοιπόν, λέει, χαίρετε, ίσως και να μην ξανάρθω πια... θα ιδωθούμε στον Παράδεισο. Ώστε είναι δεκατέσσερα χρόνια που έχω «εμπέσει εις χείρας τού Θεού τού ζώντος». Έτσι λέγονται λοιπόν αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια. Αύριο θα παρακαλέσω αυτά τα χέρια να μ' αφήσουν...

Ήμουν έτοιμος να τον αγκαλιάσω και να τον ασπαστώ μα δεν τόλμησα, τόσο το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο και το βλέμμα του βαρύ. Βγήκε.

«Θεέ μου», σκέφτηκα, «πού τραβάει αυτός ο άνθρωπος!» Έπεσα στα γόνατα μπροστά στα εικονίσματα κι έκλαψα γι' αυτόν στην Υπεραγία Θεοτόκο, τη βοηθό και την προστάτιδα. Πέρασε κάπου μισή ώρα που έμεινα γονατισμένος και προσευχόμουνα με δάκρια, και ήταν αργά, μεσάνυχτα σχεδόν.

Τότε ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και ξαναμπαίνει. Εγώ τα 'χασα.

— Πού είχατε πάει λοιπόν; τον ρωτάω.

— Νομίζω, λέει, νομίζω πως κάτι ξέχασα... το μαντήλι μου, φαίνεται. Ε, κι αν δεν ξέχασα τίποτα, αφήστε με να κάτσω λίγο...

Κάθισε σε μια καρέκλα. Εγώ στεκόμουν όρθιος μπροστά του.

— Καθίστε, μου λέει, και σεις.

Κάθισα. Μείναμε έτσι κάπου δυο λεπτά, με κοίταζε επίμονα και ξαφνικά χαμογέλασε· αυτό το θυμόμουν πάντα, ύστερα σηκώθηκε, μ' έσφιξε στην αγκαλιά του και με φίλησε...

— Να θυμάσαι, μου λέει, πως ήρθα δω πέρα και για δεύτερη φορά. Ακούς; Να το θυμάσαι!

Πρώτη φορά μου μίλησε με το «συ». Κι έφυγε.

— Αύριο, σκέφτηκα εγώ.

Έτσι κι έγινε. Εκείνο το βράδι δεν το 'ξερα πως την άλλη μέρα είχε τα γενέθλιά του. Τις τελευταίες μέρες δεν έβγαινα απ' το σπίτι κι έτσι δεν μπορούσα από κανέναν να το μάθω. Κάθε τέτοια μέρα μαζεύονταν πάντα πολλοί γνωστοί στο σπίτι του, όλη η πολιτεία.

Έτσι έγινε και τώρα. Μετά το γεύμα σηκώθηκε, κρατώντας στα χέρια του ένα χαρτί, μιαν επίσημη αυτοκαταγγελία προς τις Αρχές. Κι επειδή όλες οι Αρχές ήταν εκεί διάβασε το έγγραφο σ' όλους. Ήταν μια λεπτομερέστατη περιγραφή του εγκλήματος του: «Αποβάλλω τον εαυτό μου απ' την κοινωνία των ανθρώπων σαν τέρας που είμαι. O Θεός με επισκέφτηκε», είπε τελειώνοντας. «Θέλω να υποστώ το μαρτύριο!» Έφερε αμέσως ύστερα κι αράδιασε στο τραπέζι όλα εκείνα που θα του χρειάζονταν για ν' αποδείξει την ενοχή του και που τα φύλαγε δεκατέσσερα χρόνια: τα χρυσαφικά της σκοτωμένης, που τα 'χε πάρει θέλοντας να στρέψει αλλού τις υπόνοιες, ένα μενταγιόν και το σταυρό που 'χε βγάλει απ' το λαιμό της —στο μενταγιόν ήταν το πορτραίτο του αρραβωνιαστικού της— το σημειωματάριό της και τέλος δυο γράμματα: το ένα του αρραβωνιαστικού της, όπου της έγραφε πως θα 'ρθει γρήγορα, και τ' άλλο το δικό της όπου του απαντούσε, το 'χε μισοτελειώσει και το 'χε αφήσει στο τραπεζάκι για να το στείλει την άλλη μέρα. Και τα δυο γράμματα τα 'χε πάρει τότε μαζί του. Γιατί; Και γιατί τα φύλαγε ύστερα από δεκατέσσερα ολάκερα χρόνια αντί να τα καταστρέψει σαν τεκμήρια που ήταν; Και νά τι έγινε τότε: όλοι απόρησαν και φρίξανε, μα κανείς δε θέλησε να τον πιστέψει, αν κι όλοι τον άκουσαν με μεγάλη περιέργεια. Μα νόμιζαν πως έχουν μπροστά τους έναν άρρωστο άνθρωπο και ύστερα από μερικές μέρες όλοι έμειναν σύμφωνοι πως ο καημένος είχε χάσει τα λογικά του. Οι Αρχές και το δικαστήριο δεν μπορούσαν να μη δώσουν συνέχεια στην υπόθεση μα σταμάτησαν κι αυτοί: αν και τα πράγματα και τα γράμματα που παρουσίασε γεννούσαν υπόνοιες, όμως έφτασαν στο συμπέρασμα πως κι αν ακόμα αυτά τ' αντικείμενα ήταν αυθεντικά και πάλι δε θα μπορούσε να στηριχθεί κατηγορία με βάση μονάχα αυτά. Μπορούσε εξάλλου όλα αυτά να του τα εμπιστεύτηκε η ίδια όταν ακόμα ζούσε, σαν γνωστός της που ήταν. Άκουσα πως η αυθεντικότητά τους πιστοποιήθηκε αργότερα απ' τις μαρτυρίες πολλών γνωστών και συγγενών της σκοτωμένης και πως γι' αυτό δεν μπορούσε να υπάρχει καμιά αμφιβολία. Μα δεν ήταν γραφτό να ξεκαθαριστεί αυτή η υπόθεση. Ύστερα από πέντε μέρες μάθανε όλοι πως ο δύστυχος αρρώστησε και πως η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο. Δεν μπορώ να καταλάβω από τι αρρώστησε. Λέγανε πως ήταν κάποια καρδιακή πάθηση, μα έγινε ακόμα γνωστό πως το επίσημο ιατρικό συμβούλιο, ύστερα απ' την επιμονή της γυναίκας του, εξέτασε τη διανοητική του κατάσταση κι έβγαλε το συμπέρασμα πως υπήρχε μια κάποια διατάραξη. Εγώ δεν μαρτύρησα τίποτα, αν κι όλοι με πίεζαν με ερωτήσεις, μα όταν ζήτησα να τον επισκεφτώ δε μ' αφήνανε για πολύ καιρό, και πιο πολύ απ' όλους η γυναίκα του:

— Εσείς, μου 'λεγε, τον κάνατε άνω κάτω. Ήταν και πρώτα σκυθρωπός μα τον τελευταίο χρόνο όλοι παρατηρούσαν πως ήταν εξαιρετικά ταραγμένος και φερόταν παράξενα κι εκείνην ακριβώς την εποχή φανήκατε και σεις και τον καταστρέψατε. Εσείς του πήρατε τα μυαλά με τα κηρύγματά σας, ένα μήνα ολόκληρο δεν έλειπε απ' το σπίτι σας.

Κι όχι μονάχα η γυναίκα του μα κι όλοι οι άλλοι στην πολιτεία ρίχτηκαν απάνω μου και με κατηγορούσαν.

— Εσείς φταίτε, μου λέγανε.

Όμως εγώ εξακολουθούσα να σωπαίνω, ευτυχισμένος μέσα μου να βλέπω να εκδηλώνεται η Θεία Χάρη σ' αυτόν τον άνθρωπο, που 'χε ορθωθεί ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του και τον είχε έτσι τιμωρήσει. Όσο για την τρέλα του, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τέλος μ' αφήσανε να τον δω· το ζήτησε ο ίδιος επίμονα, για να μ' αποχαιρετήσει. Μπήκα μέσα και είδα πως όχι μονάχα οι μέρες μα και οι ώρες του ήταν μετρημένες. Ήταν αδύνατος, κίτρινος, τα χέρια του τρέμανε, πνιγόταν, μα το βλέμμα του ήταν τρυφερό και χαρωπό.

— Τετέλεσται! μου είπε. Καιρό τώρα θέλω να σε δω. Γιατί δεν ερχόσουν;

Δεν του είπα πως δεν μ' αφήνανε.

— O Θεός με λυπήθηκε και με φωνάζει κοντά του. Ξέρω πως πεθαίνω μα νιώθω χαρά και γαλήνη για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια. Ένιωσα με μιας στην ψυχή τον Παράδεισό μου μόλις έκανα αυτό που έπρεπε. Τώρα πια τολμάω ν' αγαπώ τα παιδιά μου και να τα φιλώ. Δεν με πιστεύουν, κανένας δε με πιστεύει, ούτε η γυναίκα μου, ούτε οι δικαστές μου. Και τα παιδιά μου ποτέ δε θα με πιστέψουν. Σ' αυτό βλέπω σίγουρα πως ο Θεός σπλαχνίστηκε τα παιδιά μου. Θα πεθάνω και τ' όνομά μου θα μείνει γι' αυτούς ακηλίδωτο. Τώρα προαισθάνομαι το Θεό, η καρδιά μου είναι χαρούμενη σαν να βρίσκεται στον Παράδεισο... έκανα το καθήκον μου...

Δεν μπορεί να μιλήσει, πνίγεται, μου σφίγγει δυνατά το χέρι, με κοιτάζει με φλογισμένο βλέμμα. Μα δεν κουβεντιάσαμε πολύ, η γυναίκα του όλο κι έμπαινε στο δωμάτιο να δει τι γίνεται. Όμως πρόφτασε και μου ψιθύρισε:

— Θυμάσαι που ξανάρθα τότε τα μεσάνυχτα; Και σου είπα να το θυμάσαι; Ξέρεις γιατί είχα έρθει; Για να σε σκοτώσω!

Εγώ ανατρίχιασα.

— Βγήκα τότε απ' το σπίτι σου και βρέθηκα στο σκοτάδι. Τριγύριζα στους δρόμους και πάλευα με τον εαυτό μου. Και ξαφνικά σε μίσησα τόσο που μου ήταν σχεδόν ανυπόφορο. «Αυτός», σκεφτόμουν, «είναι ο μόνος που με κρατάει σφιχτοδεμένο, είναι κριτής μου, δεν μπορώ πια ν' αποφύγω την αυριανή μου τιμωρία, γιατί αυτός όλα τα ξέρει». Όχι πως φοβόμουν ότι θα με καταδώσεις (αυτό ούτε καν το σκέφτηκα), μα είπα: «Πώς θα μπορέσω να τον αντικρύσω, αν δεν ομολογήσω;» Κι αν ακόμα βρισκόσουν πέρα από εννιά βουνά, ζωντανός όμως, και πάλι θα μου ήταν ανυπόφορη η σκέψη πως ζεις και τα ξέρεις όλα, και με κρίνεις. Σε μίσησα, λες και συ ήσουν η αιτία για όλα και συ έφταιγες. Ξαναγύρισα τότε, θυμόμουν πως είχες στο τραπέζι σου ένα εγχειρίδιο. Κάθισα και σε παρακάλεσα και σένα να κάτσεις, κι ένα ολόκληρο λεπτό σκεφτόμουν. Αν σε σκότωνα, θα χανόμουν και γω μ' αυτό το φόνο, έστω κι αν δεν έλεγα τίποτα για το προηγούμενο έγκλημα. Μα αυτό δεν το σκεφτόμουν καθόλου κι ούτε ήθελα να το σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή. Σε μισούσα μονάχα και ήθελα να εκδικηθώ για όλα. Μα ο Κύριος νίκησε το Διάβολο στην καρδιά μου. Μάθε ωστόσο πως ποτέ δε βρέθηκες τόσο κοντά στο θάνατο.

Ύστερα από μια βδομάδα πέθανε. Όλη η πολιτεία συνόδεψε το φέρετρό του. O ιερέας της Μητρόπολης έβγαλε έναν συγκινητικό λόγο. Κλαίγανε για την τρομερή αρρώστια που έκοψε το νήμα της ζωής του. Μα όλη η πολιτεία άρχισε να μ' εχθρεύεται μετά την κηδεία, τόσο που πάψανε να με δέχονται. Είναι αλήθεια πως μερικοί, στην αρχή λίγοι και σιγά σιγά όλο και περισσότεροι, άρχισαν να πιστεύουν πως μου είχε πει την αλήθεια και μ' επισκέφτονταν πολλές φορές και με ρωτούσαν με μεγάλη περιέργεια και χαρά: Γιατί του αρέσει του ανθρώπου να βλέπει να ταπεινώνεται και να ντροπιάζεται ένας που περνούσε γι' αναμάρτητος. Μα εγώ δεν είπα τίποτα και σε λίγο έφυγα εντελώς απ' την πολιτεία και σε πέντε μήνες ο Κύριος ο Θεός μου μ' αξίωσε ν' ακολουθήσω τον σίγουρο κι αγιασμένο δρόμο και ευλόγησα το αόρατο χέρι που μου 'χε τόσο καθαρά υποδείξει αυτό το δρόμο .Όσο για τον πολυβασανισμένο δούλο του Θεού Μιχαήλ, τον θυμάμαι κάθε μέρα στις προσευχές μου ως τώρα.


6. ΙΙ. δ) Ο μυστηριώδης επισκέπτης

δ) O μυστηριώδης επισκέπτης.

Αυτός ο άνθρωπος ζούσε από καιρό πια στην πολιτεία μας, είχε σημαντική θέση, όλοι το εκτιμούσαν, πλούσιος, γνωστός για τη φιλανθρωπία του, έκανε μεγάλες δωρεές για το γηροκομείο και το ορφανοτροφείο κι έκανε και κρυφά ευεργεσίες, πράγμα που αποκαλύφθηκε μετά το θάνατό του. Ήταν κάπου πενήντα χρονώ και είχε ύφος σχεδόν αυστηρό. Ήταν λιγομίλητος. Είχε παντρευτεί μόλις εδώ και δέκα χρόνια. Είχε πάρει μια νέα γυναίκα και είχε τρία μικρά παιδιά. Την άλλη μέρα το βράδι καθόμουν στο σπίτι μου, όταν ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιό μου εκείνος ο ίδιος κύριος.

Εδώ πρέπει να προσθέσω πως δεν ζούσα πια στο παλιό μου διαμέρισμα. Μόλις υπέβαλα την παραίτησή μου νοίκιασα ένα άλλο σε μιας ηλικιωμένης κυρίας, χήρας δημοσίου υπαλλήλου, με υπηρεσία και τούτο γιατί, μόλις γύρισα απ' τη μονομαχία, είχα στείλει τον Αθανάση πίσω στο λόχο του, γιατί δεν μπορούσα να τον κοιτάζω στα μάτια ύστερα απ' όσα έγιναν, τόσο πολύ οι άνθρωποι του κόσμου έχουν την τάση να ντρέπονται για τις πιο δίκαιες πράξεις τους.

— Σας ακούω, μου λέει ο κύριος που μπήκε, μέρες τώρα στα διάφορα σπίτια με μεγάλη περιέργεια και θέλησα να σας γνωρίσω και προσωπικά για να μιλήσω μαζί σας ακόμα λεπτομερέστερα. Μπορείτε να μου κάνετε, ευγενέστατε κύριε, αυτή τη μεγάλη χάρη;

— Πώς, του λέω, με μεγάλη μου ευχαρίστηση μάλιστα. Τιμή μου.

Του τα λέω αυτά μα σχεδόν είχα τρομάξει· τόσο παράξενος μου φάνηκε εκείνη την πρώτη φορά. Γιατί αν κι όλοι μ' ακούγανε με περιέργεια, κανείς δεν με είχε πλησιάσει με τόσο σοβαρό κι αυστηρό ύφος. Αυτός μάλιστα ήρθε και στο σπίτι μου. Έκατσε.

— Βλέπω πως έχετε, εξακολούθησε, τεράστια δύναμη χαρακτήρα γιατί άφοβα υπηρετήσατε την αλήθεια σε μιαν υπόθεση όπου εν ονόματι της αλήθειας σας διακινδυνεύατε να επισύρετε τη γενική καταφρόνια.

— Νομίζω πως μ' επαινείτε περισσότερο απ' όσο αξίζω του λέω εγώ.

— Όχι, κάθε άλλο, μου απαντάει. Πιστέψτε με πως είναι πολύ πιο δύσκολο απ' όσο το φαντάζεστε να κάνει κανείς αυτό που κάνατε. Και να σας πω την αλήθεια, αυτό ήταν το μόνο που μου 'κανε εντύπωση και γι' αυτό ήρθα τώρα δω πέρα. Περιγράψτε μου, αν ίσως και δεν σας κακοφαίνεται η ανάρμοστη τούτη περιέργειά μου, τι ακριβώς νιώθατε τη στιγμή που αποφασίσατε, την ώρα της μονομαχίας, να ζητήσετε συγνώμη; Αν το θυμάστε φυσικά. Μη νομίσετε πως σας ρωτάω από επιπολαιότητα. Απεναντίας. Σας ρωτάω γιατί έχω το μυστικό σκοπό μου, που κατά πάσαν πιθανότητα θα σας τον εξηγήσω αργότερα, αν δώσει ο Θεός και γίνουμε στενότεροι φίλοι.

Όλη την ώρα που τα 'λεγε αυτά εγώ τον κοίταζα στο πρόσωπο και ξαφνικά ένιωσα πως του 'χω μεγάλη εμπιστοσύνη κι εκτός απ' αυτό ήμουν τρομερά περίεργος γιατί κατάλαβα πως κρύβει κάποιο ιδιαίτερο μυστικό στην ψυχή του.

— Με ρωτάτε τι ακριβώς ένιωσα τη στιγμή που ζητούσα συγνώμη απ' τον αντίπαλό μου, του απαντάω. Μα καλύτερα να σας τα ιστορήσω απ' την αρχή. Είναι κάτι που δεν το είπα ακόμα σε κανέναν.

Και του διηγήθηκα όλα όσα γίνανε με τον Αθανάση και πώς έπεσα μπροστά του στα γόνατα και τον προσκύνησα.

— Απ' αυτό μπορείτε και μόνος σας να καταλάβετε, του είπα τελειώνοντας, πως στη μονομαχία μού ήταν εύκολο να κάνω αυτό που έκανα γιατί είχα αρχίσει απ' το σπίτι ακόμα και, μια και είχα πάρει αυτό το δρόμο, τα παρακάτω όχι μονάχα δεν ήταν για μένα δύσκολα μα απεναντίας χαρά και αγαλλίαση.

Μ' άκουσε αυτός και μου λέει κοιτάζοντάς με μ' ένα τέτοιο βλέμμα:

— Όλα αυτά είναι πολύ πολύ περίεργα, θα 'ρθω κι άλλη φορά να σας δω.

Από τότε ερχόταν σχεδόν κάθε βράδι. Θα γινόμασταν πολύ φίλοι αν μου μιλούσε και για τον εαυτό του. Μα για τον εαυτό του δεν έλεγε σχεδόν λέξη, όλο με ρωτούσε να του πω για μένα. Πάρ' όλα αυτά εγώ τον αγάπησα πάρα πολύ και του άνοιξα την καρδιά μου γιατί σκέφτηκα: Ποιος ο λόγος να μάθω τα μυστικά του; Μου φτάνει που είναι δίκαιος άνθρωπος. Ύστερα, ενώ αυτός ήταν πιο σοβαρός, πολύ πιο μεγάλος από μένα, ερχόταν στο σπίτι μου, σε μένα τον νεαρό και δεν με περιφρονούσε. Έμαθα πολλά χρήσιμα πράγματα απ' αυτόν γιατί ήταν μεγάλο μυαλό.

— Το ότι η ζωή είναι Παράδεισος, μου 'λεγε ξαφνικά, αυτό το σκέφτομαι από καιρό.

Και ξαφνικά πρόσθεσε:

— Αυτό είναι το μόνο που σκέφτομαι.

Με κοιτάει και χαμογελάει.

— Είμαι πιο βέβαιος από σας γι' αυτό, αργότερα θα μάθετε το γιατί.

Τ' ακούω αυτό και σκέφτομαι:

«Φαίνεται πως κάτι θέλει να μου εξομολογηθεί».

— O Παράδεισος, μου λέει, είναι κρυμμένος μέσα στον καθένα μας, τον έχω και γω εντός μου χι αν θελήσω, αύριο κιόλας, θα πραγματοποιηθεί για μένα στ' αλήθεια, για όλη μου πια τη ζωή. Τον κοιτάζω: μιλάει με συγκίνηση και με κοιτάζει μυστηριώδικα, σαν κάτι να με ρωτάει.

— Όσο για το ότι ο κάθε άνθρωπος φταίει για όλους και για όλα, εκτός απ' τις δικές του αμαρτίες, αυτό το σκεφτήκατε πολύ σωστά και είναι εκπληκτικό που μπορέσατε να συλλάβετε μια τέτοια σκέψη σ' όλη την πληρότητά της. Και στ' αλήθεια είναι σωστό πως, όταν οι άνθρωποι καταλάβουν αυτή τη σκέψη, θα 'ρθει γι' αυτούς η βασιλεία των Ουρανών, όχι πια σαν όνειρο μα σαν πραγματικότητα.

— Μα πότε, αναφώνησα τότε εγώ με πίκρα, πότε θα γίνει αυτό; Και θα γίνει άραγε ποτέ; Μην είναι μονάχα ένα όνειρο;

— Νά λοιπόν που δεν πιστεύετε, μου λέει. Κηρύσσετε τούτη την ιδέα κι όμως σεις ο ίδιος δεν την πιστεύετε. Μάθετε όμως πως τούτο τ' όνειρο, όπως το λέτε, θα πραγματοποιηθεί, αυτό να το πιστεύετε. Μα όχι τώρα γιατί για το κάθε τι υπάρχει ο νόμος του. Αυτή η υπόθεση είναι ψυχικής, ψυχολογικής μορφής. Για να ξαναχτιστεί ο κόσμος πάνω σε νέες βάσεις πρέπει μονάχοι τους οι άνθρωποι να πάρουν έναν αλλιώτικο δρόμο. Προτού να γίνεις πραγματικός αδερφός για όλους τους άλλους, δε θα φτιαχτεί καμιά αδελφοσύνη. Ποτέ και με καμιά επιστήμη, με κανένα συμφέρον δε θα καταφέρουν οι άνθρωποι να μοιράσουν την ιδιοκτησία και τα δικαιώματά τους, έτσι που να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι. O καθένας θα νομίζει πως έχει λίγα και θα διαμαρτύρεται, θα φθονεί και θα εξολοθρεύει ο ένας τον άλλον. Ρωτάτε πότε θα πραγματοποιηθεί. Θα γίνει, μα πρέπει πρώτα να τελειώσει η περίοδος της ανθρώπινης απομόνωσης.

— Για ποια απομόνωση μιλάτε; τον ρωτάω εγώ.

— Για την απομόνωση που βασιλεύει τώρα παντού και ιδιαίτερα στον αιώνα μας, μα που ακόμα δεν ολοκληρώθηκε και δεν πέρασε η εποχή της. Γιατί τώρα ο καθένας προσπαθεί να ξεχωρίσει όσο μπορεί τον εαυτό του απ' τους άλλους, θέλει να δοκιμάσει όλη την πληρότητα της ζωής εν εαυτώ, όμως αυτές του οι προσπάθειες δεν καταλήγουν σε πληρότητα ζωής μα σε ολοκληρωτική αυτοκτονία, γιατί αντί να εκπληρώσει τον προορισμό του, πέφτει στην απομόνωση. Όλοι στον αιώνα μας χώρισαν και γίνανε μονάδες, ο καθένας αποτραβιέται στη μονιά του, ο καθένας απομακρύνεται απ' τον άλλον, κρύβεται και κρύβει το έχει του και. καταλήγει ν' απωθεί τους ομοίους του και ν' απωθείται απ' αυτούς. Καθένας χώρια μαζεύει πλούτη και σκέφτεται: τι δυνατός που είμαι τώρα και πόσο εξασφαλισμένος. Και δεν το ξέρει ο ανόητος πως όσο περισσότερο μαζεύει, τόσο περισσότερο βουλιάζει και χάνεται μες στην αδυναμία του. Και τούτο γιατί συνήθισε να υπολογίζει μονάχα στον εαυτό του, αποσπάστηκε απ' το σύνολο κι έμεινε μονάχος, έμαθε την ψυχή του να μην πιστεύει στην ανθρώπινη βοήθεια, στους ανθρώπους και στην ανθρωπότητα και το μόνο που σκιάζεται είναι μην τυχόν και χάσει τα λεφτά του και τα δικαιώματα που απόχτησε. O ανθρώπινος νους αρχίζει να ειρωνεύεται και να μην καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται να σωθεί η προσωπικότητα με τις ατομικές μεμονωμένες προσπάθειες, μα με την πανανθρώπινη αλληλεγγύη. Μα θα 'ρθει το δίχως άλλο και το τέλος αυτής της φοβερής απομόνωσης και θα καταλάβουν όλοι με μιας πόσο αφύσικα χώρισαν ο ένας απ' τον άλλον. Και θα 'ναι τέτοιο το πνεύμα της εποχής που θ' απορούν που τόσο καιρό βρίσκονταν στο σκοτάδι και δε βλέπανε το φως. Τότε θα εμφανιστεί στον ουρανό το σημείον του Υιού του Ανθρώπου... Μα ως τότε πρέπει να κρατάμε γερά τη σημαία και, πού και πού πρέπει ο άνθρωπος να δίνει το παράδειγμα, έστω και μεμονωμένα, και να βγάζει την ψυχή του απ' την απομόνωση πραγματοποιώντας τον άθλο της αδερφικής συνένωσης, έστω κι αν τον πάρουνε για παράφρονα. Κι αυτό για να μην πεθάνει η μεγάλη ιδέα...

Με κάτι τέτοιες φλογερές και γεμάτες ενθουσιασμό συζητήσεις περνούσαν τα βράδια μας. Τόσο που αραίωσα πολύ τις επισκέψεις μου στ' άλλα σπίτια. Μα και η μόδα μου εξάλλου άρχισε να περνάει. Αυτό δεν το λέω σαν κατηγορία, γιατί όλοι εξακολουθούσαν να μ' αγαπούν και να μου φέρονται με φαιδρή οικειότητα. Ωστόσο πρέπει να παραδεχτούμε πως η μόδα είναι κάτι πολύ σημαντικό για τον κόσμο. Με τον μυστηριώδη όμως επισκέπτη μου άρχισα να ενθουσιάζομαι γιατί εκτός απ' την απόλαυση που μου 'δινε το φωτεινό μυαλό του, προαισθανόμουν πως είχε κάποιο μυστικό σχέδιο και πως ίσως να ετοιμάζεται για κάποιον σπουδαίο άθλο. Ίσως να του άρεσε που δεν έδειχνα φανερά την περιέργειά μου, που δεν τον ρωτούσα κι ούτε του 'κανα υπαινιγμούς για το μυστικό του. Μα στο τέλος παρατήρησα πως άρχισε κι ο ίδιος να βασανίζεται απ' την επιθυμία να μου αποκαλύψει κάτι. Αυτό έγινε πολύ φανερό ένα μήνα πάνω-κάτω από τότε που μου 'κανε την πρώτη του επίσκεψη.

— Το ξέρετε τάχα, μου 'πε μια φορά, πως στην πολιτεία απορούν πολύ μαζί μας και τους φαίνεται περίεργο που σας επισκέπτομαι τόσο συχνά; Όμως ας λένε ό,τι θέλουν. Σε λίγο όλα θα εξηγηθούν.

Μερικές φορές γινόταν ξαφνικά πολύ ανήσυχος και σχεδόν πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις σηκωνόταν κι έφευγε. Άλλοτε πάλι με κοίταζε για πολλή ώρα διαπεραστικά, τόσο που σκεφτόμουν:

«Κάτι θα μου πει τώρα».

Μα εκείνος άρχιζε να μιλάει για κάτι πολύ γνωστό και συνηθισμένο. Άρχισε να παραπονιέται επίσης συχνά πως του πονούσε το κεφάλι. Και νά που μια φορά, εντελώς αναπάντεχα, ύστερα από μια μεγάλη και φλογερή κουβέντα του, τον βλέπω ξαφνικά να χλωμιάζει, το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από μια σύσπαση και με κοίταξε σάμπως τα μάτια του να καρφώθηκαν απάνω μου.

— Τι έχετε; του λέω, μήπως δεν αισθάνεστε καλά;

Γιατί μόλις πριν από λίγο είχε πει πως τον πονούσε το κεφάλι.

— Εγώ... ξέρετε... εγώ... έχω σκοτώσει άνθρωπο.

Το είπε και χαμογέλασε, ήταν άσπρος σαν την κιμωλία. Γιατί χαμογελάει; Αυτή ήταν η πρώτη πρώτη σκέψη που διαπέρασε την καρδιά μου πριν προφτάσω να συλλογιστώ τίποτ' άλλο. Χλώμιασα και γω:

— Τι... εσείς... του φωνάζω.

— Βλέπετε, μου απαντάει εκείνος με το χλωμό του χαμόγελο, πόσο δύσκολο μου ήταν να πω την πρώτη λέξη; Τώρα την είπα και νομίζω πως βρήκα το δρόμο. Θα προχωρήσω.

Έκανα πολύν καιρό να τον πιστέψω μα στο τέλος τον πίστεψα όταν ήρθε τρεις βραδιές συνέχεια και μου τα ιστόρησε όλα με λεπτομέρειες. Νόμισα πως είχαν σαλέψει τα λογικά του, μα στο τέλος με μεγάλη μου λύπη και κατάπληξη πείστηκα. Είχε κάνει ένα μεγάλο και τρομερό έγκλημα πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Είχε σκοτώσει μια πλούσια κυρία, νέα και πολύ όμορφη, μια χήρα που είχε χτήματα κι ένα σπίτι στην πολιτεία. Είχε νιώσει γι' αυτήν μεγάλο έρωτα, της τον είχε εξομολογηθεί και πάσχιζε να την πείσει να παντρευτούν. Όμως αυτή είχε δώσει πια σ' άλλον την καρδιά της, σ' έναν αξιωματικό με σημαντικό βαθμό, που τότε βρισκόταν σε κάποια εκστρατεία, μα που θα γύριζε γρήγορα. Αυτή απόρριψε την πρότασή του και τον παρακάλεσε να μην ξαναπάει σπίτι της. Αυτός, ξέροντας τα κατατόπια του σπιτιού της, μπήκε στο δωμάτιό της νύχτα, σκαρφαλώνοντας απ' τον κήπο στη σκεπή. Αυτό ήταν πολύ τολμηρό γιατί κινδύνευε να τον δουν. Μα, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, τα εγκλήματα που γίνονται με πρωτόφαντη τόλμη πετυχαίνουν καλύτερα απ' τ' άλλα.

Μπήκε στη σοφίτα από 'να φεγγίτη και κατέβηκε στις κάμαρες από μια μικρή σκάλα που κατέληγε σε μια πόρτα. Ήξερε πως πολλές φορές οι υπηρέτες ξεχνούσαν να την κλειδώσουν.

Και πράγματι την πέτυχε ανοιχτή. Φτάνοντας κάτω προχώρησε ψαχουλευτά μέσα στο σκοτάδι ως την κρεβατοκάμαρά της όπου έκαιγε ένα καντήλι. Λες κι έγινε επίτηδες, οι δυό καμαριέρες της το 'χαν σκάσει χωρίς την άδειά της για να πάνε σ' ένα γλεντάκι που γινόταν εκεί κοντά, κάποια γιορτή. Οι άλλοι υπηρέτες και οι υπηρέτριες κοιμόνταν στην κουζίνα και στα δωμάτιά τους στο κάτω πάτωμα. Μόλις είδε την κοιμισμένη άναψε το πάθος του, μα ύστερα τον κυρίεψε η μανία της ζήλιας και της εκδίκησης και, χωρίς πια να ξέρει τι κάνει, σαν μεθυσμένος, την πλησίασε και της κάρφωσε το μαχαίρι ίσα στην καρδιά, έτσι που αυτή δεν έβγαλε ούτε μια φωνή. Ύστερα με μια καταχθόνια, εγκληματική πονηριά τα ταχτοποίησε όλα έτσι που να στρέψει τις υπόνοιες ενάντια στους υπηρέτες: έκανε ακόμα και τη μικροπρέπεια να πάρει το πορτοφόλι της- πήρε τα κλειδιά κάτω απ' το μαξιλάρι της κι άνοιξε το κομό απ' όπου άρπαξε μερικά πράγματα, ακριβώς όπως θα 'κανε κι ένας αμόρφωτος υπηρέτης. Άφησε δηλαδή τα χρεόγραφα και τις ομολογίες και πήρε μονάχα τα μετρητά, πήρε και μερικά χρυσαφικά, τα πιο μεγάλα, αφήνοντας εκείνα που 'χαν δεκαπλάσια αξία μα ήταν μικρά. Πήρε και μερικά άλλα για δικό του ενθύμιο, μα γι' αυτό θα μιλήσουμε αργότερα. Αφού τέλειωσε αυτή την τρομερή δουλειά, έφυγε απ' το σπίτι όπως είχε έρθει. Ούτε την άλλη μέρα, όταν μαθεύτηκε το έγκλημα, ούτε κι αργότερα δεν πέρασε από κανενός το νου να υποπτευθεί τον πραγματικό ένοχο! Γιατί δεν ήξερε κανένας ούτε και πως την αγαπούσε, γιατί πάντα του ήταν σιωπηλός και ερμητικός και δεν είχε ούτε ένα φίλο ν' ανοίξει την καρδιά του. Νόμιζαν πως είναι μονάχα γνώριμος της σκοτωμένης και μάλιστα όχι πολύ στενός, γιατί τις τελευταίες δυο βδομάδες δεν την είχε επισκεφτεί ούτε μια φορά. Υποπτεύθηκαν αμέσως τον δουλοπάροικο υπηρέτη της, τον Πιοτρ. Κι όλες οι ενδείξεις βρέθηκαν να 'ναι εναντίον του. Γιατί αυτός ήξερε —και η κυρία του δεν το 'κρυβε— πως θα τον έστελνε για φαντάρο μαζί με άλλους που 'χε υποχρέωση να δώσει απ' τους δουλοπάροικούς της στο στρατό. Ήταν εξάλλου κι εργένης και κακής διαγωγής. Μια φορά, όντας μεθυσμένος σ' ένα καπηλειό, είχε πει πως θα τη σκότωνε. Και δυο μέρες πριν απ' το έγκλημα το 'χε σκάσει και ζούσε κάπου κρυμμένος στην πολιτεία. Την άλλη μέρα κιόλας τον βρήκανε στουπί στο μεθύσι να κοίτεται στο δρόμο, στην έξοδο της πολιτείας, μ' ένα μαχαίρι στην τσέπη. Η δεξιά του παλάμη ήταν ματωμένη. Αυτός βεβαίωνε πως είχε ανοίξει η μύτη του, μα δεν τον πίστεψαν. Οι καμαριέρες ομολόγησαν πως είχαν πάει στο γλέντι και πως η εξώπορτα είχε μείνει ανοιχτή ως την ώρα που γυρίσανε. Βρέθηκαν άλλες παρόμοιες ενδείξεις και συλλάβανε τον αθώο υπηρέτη. Άρχισε η δίκη μα αυτός έπεσε άρρωστος βαριά με πυρετό και σε μια βδομάδα πέθανε χωρίς να ξαναβρεί τις αισθήσεις του. Έτσι τέλειωσε η υπόθεση κι όλοι, οι δικαστές κι ο κόσμος, ήταν βέβαιοι πως ο ένοχος ήταν ο υπηρέτης. Από δω και ύστερα άρχισε η τιμωρία.

O μυστηριώδης επισκέπτης, που 'χε γίνει πια φίλος μου, μου εξομολογήθηκε πως στην αρχή δε βασανίστηκε καθόλου από τύψεις. Υπόφερε πολύ καιρό όχι για το έγκλημα μα μονάχα απ' τη λύπη του που σκότωσε την αγαπημένη γυναίκα, που αυτή δεν υπήρχε πια, που σκοτώνοντάς την σκότωσε ό,τι αγαπούσε ενώ η φωτιά του πάθους του εξακολουθούσε να τον καίει. Μα σχεδόν καθόλου δεν σκεφτόταν τότε για το αθώο χυμένο αίμα και για τον σκοτωμένο άνθρωπο. Εξάλλου η σκέψη πως το θύμα του θα μπορούσε να ανήκει σ' έναν άλλον του φαινόταν αφόρητη και γι' αυτό για πολύ καιρό ήταν πεισμένος κατάβαθα πως δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Στην αρχή τον βασάνισε κάπως η σύλληψη του υπηρέτη, μα η αρρώστια κι ο γρήγορος θάνατος του κρατούμενου τον ησυχάσανε. Γιατί ήταν φανερό (έτσι σκεφτόταν τότε) πως πέθανε όχι απ' τη φυλακή ή απ' το φόβο μα γιατί είχε κρυώσει και είχε αρπάξει εκείνη την αρρώστια τις μέρες ακριβώς που το 'χε σκάσει και κυλιόταν ολόκληρη νύχτα στουπί στο μεθύσι πάνω στο νοτισμένο χώμα. Τα λεφτά και τα πράγματα που 'χε κλέψει δεν τον τάραζαν και τόσο (έτσι σκεφτόταν αυτός) γιατί δεν είχε πρόθεση να κλέψει μα να στρέψει αλλού τις υπόνοιες. Το κλεμμένο ποσό ήταν ασήμαντο κι αυτός ύστερα από λίγο δώρισε όλο αυτό το ποσό και πολύ περισσότερα σ' ένα νοσοκομείο της πολιτείας μας που 'χε ιδρυθεί εκείνο τον καιρό. Το 'κανε επίτηδες για να ησυχάσει τη συνείδησή του σχετικά με την κλοπή και είναι αξιοσημείωτο πως για αρκετό καιρό έμεινε πραγματικά ήσυχος. (Αυτό μου το βεβαίωσε ο ίδιος). Ρίχτηκε τότε με μεγάλη ενεργητικότητα στην δουλειά. Ζήτησε μονάχος του απ' την υπηρεσία του να του αναθέσουν μια δύσκολη αποστολή που τον απορρόφησε δυο χρόνια κι έχοντας δυνατό χαρακτήρα ξεχνούσε σχεδόν αυτά που 'χαν γίνει. Κι όταν τα θυμόταν, προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται καθόλου. Ρίχτηκε και στη φιλανθρωπία, έκανε πολλά καλά για την πολιτεία μας και πολλές δωρεές· έγινε γνωστός και στις πρωτεύουσες, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, τον εκλέξανε μάλιστα μέλος των εκεί φιλανθρωπικών σωματείων. Μα τέλος άρχισε να πέφτει σε βασανιστική συλλογή, τόσο που δεν μπορούσε να υποφέρει πια.

Τότε του άρεσε μια πολύ όμορφη και μυαλωμένη κοπέλα και την παντρεύτηκε βιαστικά, ελπίζοντας πως με το γάμο θα διαλύσει την αγωνία που δοκίμαζε στη μοναξιά του, πως παίρνοντας καινούργιο δρόμο και εκπληρώνοντας με ζήλο τα καθήκοντά του απέναντι στη γυναίκα και στα παιδιά του θα ξεχάσει οριστικά τα παλιά. Μα έγινε ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που περίμενε. Απ' τον πρώτο κιόλας μήνα του γάμου, άρχισε να τον βασανίζει τούτη η αδιάκοπη σκέψη:

«Νά, μ' αγαπάει η γυναίκα μου, μα τι θα γινόταν αν τυχόν και μάθαινε;»

Όταν έμεινε έγκυος στο πρώτο παιδί και του το είπε, αυτός ξαφνικά ταράχτηκε:

«Δίνω ζωή, όμως εγώ ο ίδιος έχω αφαιρέσει τη ζωή ενός ανθρώπου».

Άρχισαν τα παιδιά:

«Με τι δικαίωμα μπορώ να τ' αγαπώ, να τα διδάσκω και να τ' ανατρέφω; Πώς μπορώ να τους μιλήσω για αρετή; Εγώ έχυσα αίμα».

Τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται πολύ όμορφα, θέλει να τα χαϊδέψει.

«Κι όμως δεν μπορώ να κοιτάζω τ' αθώα, καθάρια τους πρόσωπα. Δεν τ' αξίζω.»

Τέλος, άρχισε να βλέπει μπροστά του την απειλητική και ζοφερή οπτασία της σκοτωμένης, της αδικοχαμένης νεανικής ζωής της, το αίμα που ζητούσε εκδίκηση. Άρχισε να βλέπει τρομερά όνειρα. Μα έχοντας δυνατή καρδιά υπόμεινε για πολύ καιρό αυτό το μαρτύριο:

«Θα τα εξαγοράσω όλα μ' αυτό μου το μυστικό μαρτύριο». Μα και τούτη η ελπίδα ήταν μάταιη: όσο περνούσε ο καιρός τόσο το μαρτύριό του γινόταν μεγαλύτερο. O κόσμος άρχισε να τον εκτιμάει για την φιλανθρωπική του δράση, αν κι όλοι φοβόνταν τον αυστηρό και σκυθρωπό του χαρακτήρα, μα όσο πιο πολύ τον εκτιμούσαν τόσο περισσότερο του γινόταν αυτό ανυπόφορο. Μου εξομολογήθηκε πως άρχισε να σκέφτεται ν' αυτοκτονήσει. Μα αντί γι' αυτό καρφώθηκε στην καρδιά του μια άλλη σκέψη, μια σκέψη που στην αρχή την έβρισκε απραγματοποίητη κι ακαταλόγιστη μα που στο τέλος τόσο σφηνώθηκε στην καρδιά του που δεν μπορούσε πια να την αποσπάσει. Ονειρευόταν να κάνει τούτο: να βγει μπροστά σ' όλο τον κόσμο και να πει σ' όλους πως είχε σκοτώσει. Κάπου τρία χρόνια έζησε μ' αυτή τη σκέψη, ονειρευόταν αυτή την πράξη με διάφορες μορφές. Τέλος, πίστεψε μ' όλη του την καρδιά πως όταν θα ομολογήσει δημόσια το έγκλημα, θα θεραπεύσει και θα γαληνέψει την ψυχή του για πάντα. Μα όταν έφτασε να πιστέψει κάτι τέτοιο ένιωσε φρίκη. Γιατί πώς να εκτελέσει την απόφασή του; Και ξαφνικά έγινε εκείνο το περιστατικό στη μονομαχία μου.

— Βλέποντας εσάς, τ' αποφάσισα.

Εγώ τον κοιτάζω καλά καλά.

— Μα πώς μπόρεσε, φώναξα σμίγοντας τα χέρια μου, ένα τόσο ασήμαντο περιστατικό να σας γεννήσει μια τόσο μεγάλη αποφασιστικότητα;

— Η αποφασιστικότητά μου γεννιόταν τρία ολόκληρα χρόνια, μου απαντάει, και η δική σας περίπτωση στάθηκε μονάχα μια αφορμή. Βλέποντας εσάς, κατηγόρησα τον εαυτό μου και σας ζήλεψα, πρόφερε με κάποιαν αυστηρότητα μάλιστα.

— Μα δεν θα σας πιστέψει κανείς, παρατήρησα εγώ. Περάσανε δεκατέσσερα χρόνια.

— Έχω αποδείξεις μεγάλες. Θα τις παρουσιάσω.

Έκλαψα τότε και τον ασπάστηκα.

— Ένα πράγμα πέστε μου μονάχα, ένα μόνο! μου είπε (λες κι από μένα εξαρτιόνταν τώρα όλα) : Η γυναίκα μου, τα παιδιά! Η γυναίκα ίσως και να πεθάνει απ' την λύπη της και τα παιδιά, αν και δε θα χάσουν τους τίτλους ευγενείας και τα χτήματα, θα μείνουν για πάντα τα παιδιά ενός κατεργίτη! Και η ανάμνηση, τι ανάμνηση θα μείνει στην καρδιά τους από μένα; Εγώ σωπαίνω.

— Και να τους αποχωριστώ; Να τους αφήσω για πάντα; Γιατί θα πρέπει για πάντα, για πάντα να τους χάσω!

Κάθομαι γω και ψιθυρίζω μέσα μου μια προσευχή. Τέλος σηκώθηκα. Ένιωσα κάποιο φόβο.

— Λοιπόν; μου λέει και με κοιτάζει.

— Πηγαίνετε, του λέω, κι ομολογήστε το. Όλα θα περάσουν, μονάχα η αλήθεια θα μείνει. Τα παιδιά θα καταλάβουν, όταν θα μεγαλώσουν, πόσο τρανή αποφασιστικότητα υπήρχε στη μεγαλοψυχία σας.

Έφυγε τότε και φαινόταν πως πραγματικά είχε πάρει πια την απόφαση. Μα παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε να 'ρχεται στο σπίτι μου δυο βδομάδες συνέχεια, κάθε βράδι· όλο ετοιμαζόταν, κι όλο δεν τα κατάφερνε να τ' αποφασίσει.

Καταβασάνισε την καρδιά μου. Μια ερχόταν αποφασισμένος κι έλεγε με συγκίνηση:

— Ξέρω πως θα κερδίσω τον Παράδεισο, θα τον κερδίσω μόλις ομολογήσω. Δεκατέσσερα χρόνια βρισκόμουν στην Κόλαση. Θέλω να τιμωρηθώ, θα δεχτώ τη δυστυχία και θ' αρχίσω να ζω. Με το ψέμα μπορείς να διαβείς όλον τον κόσμο, μα να γυρίσεις πίσω δεν μπορείς. Τώρα όχι μονάχα τον πλησίον μου μα ούτε και τα παιδιά μου δεν τολμώ ν' αγαπήσω. Θεέ μου, ίσως τα παιδιά μου να καταλάβουν πόσο υπόφερα και να μη με καταδικάσουν! Δεν είναι μες στη δύναμη που βρίσκεται ο θεός, μα μέσα στην αλήθεια.

— Όλοι θα καταλάβουν τον άθλο σας, του λέω εγώ, κι αν όχι τώρα, θα τον καταλάβουν αργότερα, γιατί υπηρετήσατε την αλήθεια, την ανώτερη αλήθεια, όχι τη γήινη.

Έφευγε σάμπως ησυχασμένος, μα την άλλη μέρα ξαναρχόταν θυμωμένος, χλωμός και μιλούσε ειρωνικά:

— Κάθε φορά που μπαίνω στο δωμάτιό σας με κοιτάτε με περιέργεια: «Ακόμα», σα να μου λέτε, «δεν τ' ομολόγησες;» Περιμένετε, μη με καταφρονάτε και τόσο. Δεν είναι και τόσο εύκολο όσο σας φαίνεται. Ίσως να μην το κάνω και καθόλου. Δεν θα πάτε βέβαια να με καταγγείλετε τότε, ε;

Κι όμως εγώ όχι μονάχα δεν τον κοίταζα με περιέργεια μα φοβόμουνα να του ρίξω έστω και μια ματιά. πολύ με βασάνιζαν όλα αυτά, αρρώστησα σχεδόν, και η ψυχή μου ήταν γεμάτη δάκρια. Έχασα και τον ύπνο μου ακόμα.

— Έρχομαι τώρα, εξακολουθεί αυτός, απ' τη γυναίκα μου. Το καταλαβαίνετε τάχα τι θα πει μια σύζυγος; Όταν έφευγα τα παιδάκια φώναζαν πίσω μου: «Στο καλό, μπαμπά, να γυρίσετε γρήγορα να διαβάσουμε μαζί τα Παιδικά Αναγνώσματα». Όχι, αυτό δεν το καταλαβαίνετε εσείς! Τ' αλλουνού τα βάσανα δε σε κάνουν πιο σοφό.

Τα μάτια του αστράψανε, τα χείλη του τρεμούλιασαν. Ξαφνικά χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι τόσο που τα πράγματα, που ήταν εκεί πάνω, αναπήδησαν. Ήταν τόσο ήσυχος άνθρωπος, αυτό πρώτη φορά του συνέβαινε.

— Μα είναι ανάγκη τάχα; ξεφώνισε αυτός. Χρειάζεται μήπως; Κανένας δεν καταδικάστηκε, κανέναν δεν στείλανε στο κάτεργο εξαιτίας μου, ο υπηρέτης πέθανε γιατί αρρώστησε. Για το χυμένο αίμα αυτοτιμωρήθηκα. Μα κι ούτε θα με πιστέψουν, δε θα με πιστέψουν ό,τι αποδείξεις κι αν τους φέρω. Είναι ανάγκη να το πω; Είναι ανάγκη; Για το χυμένο αίμα είμαι έτοιμος να βασανίζομαι σ' όλη μου τη ζωή, μονάχα δε θέλω να καταστρέψω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Θα 'ταν δίκαιο τάχα να καταστραφούν κι αυτά μαζί μου; Μήπως τάχα κάνουμε λάθος; Ποια είναι η αλήθεια; Και θα την καταλάβουν άραγε αυτή την αλήθεια οι άνθρωποι, θα την εκτιμήσουν, θα την τιμήσουν; «Θεέ μου!» σκέφτομαι εγώ. «Την εκτίμηση των ανθρώπων συλλογίζεται σε μια τέτοια στιγμή!»

Και τόσο πολύ τον λυπήθηκα που νομίζω πως θα δεχόμουν να μοιραστώ τα βάσανά του μόνο και μόνο για να τον ξαλαφρώσω. Τον βλέπω που με κοιτάζει μανιασμένος. Ένιωσα φρίκη γιατί κατάλαβα, όχι μονάχα με το νου μα και με την ψυχή μου, πόσο κοστίζει μια τέτοια απόφαση.

— Αποφασίστε την τύχη μου, αναφώνησε και πάλι αυτός.

— Πηγαίνετε κι ομολογήστε τα, του ψιθύρισα εγώ.

Έχασα σχεδόν τη φωνή μου μα του το ψιθύρισα σταθερά. Πήρα τότε απ' το τραπέζι το Ευαγγέλιο, μια ρούσικη μετάφραση, και του 'δειξα το κατά Ιωάννην, κεφάλαιο XII, εδάφιον 24:

«Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, εάν μη ό κόκκος τού σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει».

Αυτό το εδάφιο το είχα διαβάσει λίγο πριν έρθει εκείνος.

Το διάβασε:

— Σωστά, λέει, μα χαμογέλασε πικρά: Ναι, σ' αυτά τα βιβλία,· λέει ύστερα από μικρή σιωπή, είναι καταπληκτικό τι μπορείς να συναντήσεις. Είναι εύκολο να τα χώνεις κάτω απ' τη μύτη του αλλουνού. Μα ποιος τα 'γραψε; Άνθρωπος τάχα;

— Το Άγιο Πνεύμα τα 'γραψε, του λέω.

— Εύκολο είναι να φλυαρεί κανείς, είπε και χαμογέλασε, μα τώρα σχεδόν με μίσος.

Πήρα ξανά το βιβλίο, τ' άνοιξα σ' άλλο μέρος και του 'δειξα την επιστολή προς Εβραίους, κεφάλαιο X, εδάφιον 31. Αυτός διάβασε:

«Τρομερόν το εμπεσείν εις χείρας τού Θεού τού ζώντος».

Το διάβασε και πέταξε το βιβλίο τρέμοντας σύγκορμος.

— Τρομερό αυτό το εδάφιο, μου λέει. Δεν μπορείς να πεις, πετυχημένα το διαλέξατε. Σηκώθηκε: Λοιπόν, λέει, χαίρετε, ίσως και να μην ξανάρθω πια... θα ιδωθούμε στον Παράδεισο. Ώστε είναι δεκατέσσερα χρόνια που έχω «εμπέσει εις χείρας τού Θεού τού ζώντος». Έτσι λέγονται λοιπόν αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια. Αύριο θα παρακαλέσω αυτά τα χέρια να μ' αφήσουν...

Ήμουν έτοιμος να τον αγκαλιάσω και να τον ασπαστώ μα δεν τόλμησα, τόσο το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο και το βλέμμα του βαρύ. Βγήκε.

«Θεέ μου», σκέφτηκα, «πού τραβάει αυτός ο άνθρωπος!» Έπεσα στα γόνατα μπροστά στα εικονίσματα κι έκλαψα γι' αυτόν στην Υπεραγία Θεοτόκο, τη βοηθό και την προστάτιδα. Πέρασε κάπου μισή ώρα που έμεινα γονατισμένος και προσευχόμουνα με δάκρια, και ήταν αργά, μεσάνυχτα σχεδόν.

Τότε ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και ξαναμπαίνει. Εγώ τα 'χασα.

— Πού είχατε πάει λοιπόν; τον ρωτάω.

— Νομίζω, λέει, νομίζω πως κάτι ξέχασα... το μαντήλι μου, φαίνεται. Ε, κι αν δεν ξέχασα τίποτα, αφήστε με να κάτσω λίγο...

Κάθισε σε μια καρέκλα. Εγώ στεκόμουν όρθιος μπροστά του.

— Καθίστε, μου λέει, και σεις.

Κάθισα. Μείναμε έτσι κάπου δυο λεπτά, με κοίταζε επίμονα και ξαφνικά χαμογέλασε· αυτό το θυμόμουν πάντα, ύστερα σηκώθηκε, μ' έσφιξε στην αγκαλιά του και με φίλησε...

— Να θυμάσαι, μου λέει, πως ήρθα δω πέρα και για δεύτερη φορά. Ακούς; Να το θυμάσαι!

Πρώτη φορά μου μίλησε με το «συ». Κι έφυγε.

— Αύριο, σκέφτηκα εγώ.

Έτσι κι έγινε. Εκείνο το βράδι δεν το 'ξερα πως την άλλη μέρα είχε τα γενέθλιά του. Τις τελευταίες μέρες δεν έβγαινα απ' το σπίτι κι έτσι δεν μπορούσα από κανέναν να το μάθω. Κάθε τέτοια μέρα μαζεύονταν πάντα πολλοί γνωστοί στο σπίτι του, όλη η πολιτεία.

Έτσι έγινε και τώρα. Μετά το γεύμα σηκώθηκε, κρατώντας στα χέρια του ένα χαρτί, μιαν επίσημη αυτοκαταγγελία προς τις Αρχές. Κι επειδή όλες οι Αρχές ήταν εκεί διάβασε το έγγραφο σ' όλους. Ήταν μια λεπτομερέστατη περιγραφή του εγκλήματος του: «Αποβάλλω τον εαυτό μου απ' την κοινωνία των ανθρώπων σαν τέρας που είμαι. O Θεός με επισκέφτηκε», είπε τελειώνοντας. «Θέλω να υποστώ το μαρτύριο!» Έφερε αμέσως ύστερα κι αράδιασε στο τραπέζι όλα εκείνα που θα του χρειάζονταν για ν' αποδείξει την ενοχή του και που τα φύλαγε δεκατέσσερα χρόνια: τα χρυσαφικά της σκοτωμένης, που τα 'χε πάρει θέλοντας να στρέψει αλλού τις υπόνοιες, ένα μενταγιόν και το σταυρό που 'χε βγάλει απ' το λαιμό της —στο μενταγιόν ήταν το πορτραίτο του αρραβωνιαστικού της— το σημειωματάριό της και τέλος δυο γράμματα: το ένα του αρραβωνιαστικού της, όπου της έγραφε πως θα 'ρθει γρήγορα, και τ' άλλο το δικό της όπου του απαντούσε, το 'χε μισοτελειώσει και το 'χε αφήσει στο τραπεζάκι για να το στείλει την άλλη μέρα. Και τα δυο γράμματα τα 'χε πάρει τότε μαζί του. Γιατί; Και γιατί τα φύλαγε ύστερα από δεκατέσσερα ολάκερα χρόνια αντί να τα καταστρέψει σαν τεκμήρια που ήταν; Και νά τι έγινε τότε: όλοι απόρησαν και φρίξανε, μα κανείς δε θέλησε να τον πιστέψει, αν κι όλοι τον άκουσαν με μεγάλη περιέργεια. Μα νόμιζαν πως έχουν μπροστά τους έναν άρρωστο άνθρωπο και ύστερα από μερικές μέρες όλοι έμειναν σύμφωνοι πως ο καημένος είχε χάσει τα λογικά του. Οι Αρχές και το δικαστήριο δεν μπορούσαν να μη δώσουν συνέχεια στην υπόθεση μα σταμάτησαν κι αυτοί: αν και τα πράγματα και τα γράμματα που παρουσίασε γεννούσαν υπόνοιες, όμως έφτασαν στο συμπέρασμα πως κι αν ακόμα αυτά τ' αντικείμενα ήταν αυθεντικά και πάλι δε θα μπορούσε να στηριχθεί κατηγορία με βάση μονάχα αυτά. Μπορούσε εξάλλου όλα αυτά να του τα εμπιστεύτηκε η ίδια όταν ακόμα ζούσε, σαν γνωστός της που ήταν. Άκουσα πως η αυθεντικότητά τους πιστοποιήθηκε αργότερα απ' τις μαρτυρίες πολλών γνωστών και συγγενών της σκοτωμένης και πως γι' αυτό δεν μπορούσε να υπάρχει καμιά αμφιβολία. Μα δεν ήταν γραφτό να ξεκαθαριστεί αυτή η υπόθεση. Ύστερα από πέντε μέρες μάθανε όλοι πως ο δύστυχος αρρώστησε και πως η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο. Δεν μπορώ να καταλάβω από τι αρρώστησε. Λέγανε πως ήταν κάποια καρδιακή πάθηση, μα έγινε ακόμα γνωστό πως το επίσημο ιατρικό συμβούλιο, ύστερα απ' την επιμονή της γυναίκας του, εξέτασε τη διανοητική του κατάσταση κι έβγαλε το συμπέρασμα πως υπήρχε μια κάποια διατάραξη. Εγώ δεν μαρτύρησα τίποτα, αν κι όλοι με πίεζαν με ερωτήσεις, μα όταν ζήτησα να τον επισκεφτώ δε μ' αφήνανε για πολύ καιρό, και πιο πολύ απ' όλους η γυναίκα του:

— Εσείς, μου 'λεγε, τον κάνατε άνω κάτω. Ήταν και πρώτα σκυθρωπός μα τον τελευταίο χρόνο όλοι παρατηρούσαν πως ήταν εξαιρετικά ταραγμένος και φερόταν παράξενα κι εκείνην ακριβώς την εποχή φανήκατε και σεις και τον καταστρέψατε. Εσείς του πήρατε τα μυαλά με τα κηρύγματά σας, ένα μήνα ολόκληρο δεν έλειπε απ' το σπίτι σας.

Κι όχι μονάχα η γυναίκα του μα κι όλοι οι άλλοι στην πολιτεία ρίχτηκαν απάνω μου και με κατηγορούσαν.

— Εσείς φταίτε, μου λέγανε.

Όμως εγώ εξακολουθούσα να σωπαίνω, ευτυχισμένος μέσα μου να βλέπω να εκδηλώνεται η Θεία Χάρη σ' αυτόν τον άνθρωπο, που 'χε ορθωθεί ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του και τον είχε έτσι τιμωρήσει. Όσο για την τρέλα του, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τέλος μ' αφήσανε να τον δω· το ζήτησε ο ίδιος επίμονα, για να μ' αποχαιρετήσει. Μπήκα μέσα και είδα πως όχι μονάχα οι μέρες μα και οι ώρες του ήταν μετρημένες. Ήταν αδύνατος, κίτρινος, τα χέρια του τρέμανε, πνιγόταν, μα το βλέμμα του ήταν τρυφερό και χαρωπό.

— Τετέλεσται! μου είπε. Καιρό τώρα θέλω να σε δω. Γιατί δεν ερχόσουν;

Δεν του είπα πως δεν μ' αφήνανε.

— O Θεός με λυπήθηκε και με φωνάζει κοντά του. Ξέρω πως πεθαίνω μα νιώθω χαρά και γαλήνη για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια. Ένιωσα με μιας στην ψυχή τον Παράδεισό μου μόλις έκανα αυτό που έπρεπε. Τώρα πια τολμάω ν' αγαπώ τα παιδιά μου και να τα φιλώ. Δεν με πιστεύουν, κανένας δε με πιστεύει, ούτε η γυναίκα μου, ούτε οι δικαστές μου. Και τα παιδιά μου ποτέ δε θα με πιστέψουν. Σ' αυτό βλέπω σίγουρα πως ο Θεός σπλαχνίστηκε τα παιδιά μου. Θα πεθάνω και τ' όνομά μου θα μείνει γι' αυτούς ακηλίδωτο. Τώρα προαισθάνομαι το Θεό, η καρδιά μου είναι χαρούμενη σαν να βρίσκεται στον Παράδεισο... έκανα το καθήκον μου...

Δεν μπορεί να μιλήσει, πνίγεται, μου σφίγγει δυνατά το χέρι, με κοιτάζει με φλογισμένο βλέμμα. Μα δεν κουβεντιάσαμε πολύ, η γυναίκα του όλο κι έμπαινε στο δωμάτιο να δει τι γίνεται. Όμως πρόφτασε και μου ψιθύρισε:

— Θυμάσαι που ξανάρθα τότε τα μεσάνυχτα; Και σου είπα να το θυμάσαι; Ξέρεις γιατί είχα έρθει; Για να σε σκοτώσω!

Εγώ ανατρίχιασα.

— Βγήκα τότε απ' το σπίτι σου και βρέθηκα στο σκοτάδι. Τριγύριζα στους δρόμους και πάλευα με τον εαυτό μου. Και ξαφνικά σε μίσησα τόσο που μου ήταν σχεδόν ανυπόφορο. «Αυτός», σκεφτόμουν, «είναι ο μόνος που με κρατάει σφιχτοδεμένο, είναι κριτής μου, δεν μπορώ πια ν' αποφύγω την αυριανή μου τιμωρία, γιατί αυτός όλα τα ξέρει». Όχι πως φοβόμουν ότι θα με καταδώσεις (αυτό ούτε καν το σκέφτηκα), μα είπα: «Πώς θα μπορέσω να τον αντικρύσω, αν δεν ομολογήσω;» Κι αν ακόμα βρισκόσουν πέρα από εννιά βουνά, ζωντανός όμως, και πάλι θα μου ήταν ανυπόφορη η σκέψη πως ζεις και τα ξέρεις όλα, και με κρίνεις. Σε μίσησα, λες και συ ήσουν η αιτία για όλα και συ έφταιγες. Ξαναγύρισα τότε, θυμόμουν πως είχες στο τραπέζι σου ένα εγχειρίδιο. Κάθισα και σε παρακάλεσα και σένα να κάτσεις, κι ένα ολόκληρο λεπτό σκεφτόμουν. Αν σε σκότωνα, θα χανόμουν και γω μ' αυτό το φόνο, έστω κι αν δεν έλεγα τίποτα για το προηγούμενο έγκλημα. Μα αυτό δεν το σκεφτόμουν καθόλου κι ούτε ήθελα να το σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή. Σε μισούσα μονάχα και ήθελα να εκδικηθώ για όλα. Μα ο Κύριος νίκησε το Διάβολο στην καρδιά μου. Μάθε ωστόσο πως ποτέ δε βρέθηκες τόσο κοντά στο θάνατο.

Ύστερα από μια βδομάδα πέθανε. Όλη η πολιτεία συνόδεψε το φέρετρό του. O ιερέας της Μητρόπολης έβγαλε έναν συγκινητικό λόγο. Κλαίγανε για την τρομερή αρρώστια που έκοψε το νήμα της ζωής του. Μα όλη η πολιτεία άρχισε να μ' εχθρεύεται μετά την κηδεία, τόσο που πάψανε να με δέχονται. Είναι αλήθεια πως μερικοί, στην αρχή λίγοι και σιγά σιγά όλο και περισσότεροι, άρχισαν να πιστεύουν πως μου είχε πει την αλήθεια και μ' επισκέφτονταν πολλές φορές και με ρωτούσαν με μεγάλη περιέργεια και χαρά: Γιατί του αρέσει του ανθρώπου να βλέπει να ταπεινώνεται και να ντροπιάζεται ένας που περνούσε γι' αναμάρτητος. Μα εγώ δεν είπα τίποτα και σε λίγο έφυγα εντελώς απ' την πολιτεία και σε πέντε μήνες ο Κύριος ο Θεός μου μ' αξίωσε ν' ακολουθήσω τον σίγουρο κι αγιασμένο δρόμο και ευλόγησα το αόρατο χέρι που μου 'χε τόσο καθαρά υποδείξει αυτό το δρόμο .Όσο για τον πολυβασανισμένο δούλο του Θεού Μιχαήλ, τον θυμάμαι κάθε μέρα στις προσευχές μου ως τώρα.