×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 6. ΙΙ. β) Ολίγα περί της επιδράσεως...

6. ΙΙ. β) Ολίγα περί της επιδράσεως...

β) Ολίγα περί της επιδράσεως της Αγίας Γραφής εις τον βίον του στάρετς Ζωσιμά

Έμεινα τότε μόνος με τη μητερούλα μου. Σε λίγο καιρό καλοί φίλοι την συμβούλεψαν και της είπαν πως μια και σας έμεινε ένας μονάχα, γιος και μια και δεν είστε φτωχιά κι έχετε κάποια περιουσία, γιατί να μην στείλετε το γιόκα σας στην Πετρούπολη, όπως κάνουν όλοι; Μένοντας εδώ ίσως και να του στερήσετε μια λαμπρή τύχη. Της ρίξανε ακόμα την ιδέα να μπω στη Στρατιωτική Σχολή για να καταταγώ στην αυτοκρατορική φρουρά. Η μητέρα πολύν καιρό δεν μπορούσε να τ' αποφασίσει: δεν της έκανε καρδιά ν' αποχωριστεί κι απ' τον τελευταίο της γιο. Τέλος ωστόσο τ' αποφάσισε, αν κι έκλαψε πολύ. Νόμιζε πως αφήνοντάς με να φύγω, φροντίζει για την ευτυχία μου. Με πήγε στην Πετρούπολη και μ' έβαλε στη Σχολή. Από τότε δεν την ξανάδα, γιατί πέθανε σε τρία χρόνια, τρία χρόνια θλίψης και αγωνίας και για τους δυο μας. Απ' το πατρικό μου απεκόμισα μονάχα τις πολυτιμότερες αναμνήσεις, γιατί δεν υπάρχουν πολυτιμότερες αναμνήσεις για τον άνθρωπο απ' τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας στο πατρικό του σπίτι, κι αυτό γίνεται πάντα, αρκεί να βασιλεύει στην οικογένεια έστω κι ελάχιστη ομόνοια κι αγάπη. Μα κι απ' τη χειρότερη οικογένεια μπορείς να διατηρήσεις πολύτιμες αναμνήσεις, φτάνει μονάχα η ίδια η ψυχή σου να 'ναι ικανή ν' αναζητεί το αξιότερο. Ανάμεσα στις οικογενειακές μου αναμνήσεις συγκαταλέγω και την Ιερά Ιστορία που γι' αυτήν δοκίμαζα μεγάλη περιέργεια τότε στο πατρικό μου σπίτι σαν ήμουν παιδί. Είχα τότε ένα βιβλίο Ιεράς Ιστορίας με θαυμάσιες ζωγραφιές που ο τίτλος του ήταν: Εκατόν τέσσαρες ιεραί, ιστορίαι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Σ' αυτό το βιβλίο έμαθα να διαβάζω. Και τώρα ακόμα το 'χω μαζί μου, εδώ στο ράφι είναι, το φυλάω σαν πολύτιμο ενθύμιο. Μα και πριν ακόμα μάθω να διαβάζω, θυμάμαι πώς ένιωσα για πρώτη φορά τη θρησκευτική κατάνυξη, όταν ήμουν μόλις οχτώ χρονώ. Με είχε πάει η μητέρα μόνο μου (δε θυμάμαι πού ήταν τότε ο αδερφός μου) στο ναό του Κυρίου, μια Μεγάλη Δευτέρα. Η μέρα ήταν ξάστερη και γω, καθώς τα θυμάμαι τώρα, μου φαίνεται πως ξαναβλέπω το θυμίαμα ν' ανεβαίνει αργά προς τα πάνω, κι απ' το θόλο, από 'να στενό παραθυράκι, να ξεχύνονται οι αχτίδες του Θεού. Και καθώς το θυμίαμα έφτανε ως τις αχτίδες, θαρρούσες πως έλειωνε μέσα τους. Κοίταζα με συγκίνηση και για πρώτη φορά στη ζωή μου δέχτηκα τότε στην ψυχή μου το σπόρο του Θείου Λόγου με κατανόηση. Ένας έφηβος προχώρησε στη μέση του ναού μ' ένα μεγάλο βιβλίο στα χέρια, τόσο μεγάλο που τότε μου φάνηκε πως το σήκωνε με κόπο, το 'βαλε πάνω στο αναλόγιο, τ' άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει· και ξαφνικά εγώ τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, κάτι κατάλαβα απ' αυτά που διαβάζουν στον Οίκο του Κυρίου. Ζούσε στη χώρα ένας άνθρωπος δίκαιος και ευσεβής και είχε τόσο βιός, τόσες καμήλες, τόσα πρόβατα και τόσους όνους και τα παιδιά του χαίρονταν κι αυτός τ' αγαπούσε πολύ και παρακαλούσε γι' αυτά το Θεό: φοβόταν μην τυχόν κι αμαρτήσουν στη χαρά τους. Μα νά που ο Διάβολος ανεβαίνει μαζί με τους γιους του Θεού στο Θεό και του λέει πως διέτρεξε όλη τη γη και τα υπό την γην.

— Προσέσχες τη διανοία σου κατά τού παιδός μου Ιώβ; τον ρωτάει ο Θεός.

Και καυχήθηκε ο Θεός στο διάβολο δείχνοντάς του τον άγιο τον δούλο Του Ιώβ. O διάβολος εκάγχασε με τα λόγια τούτα του Θεού:

— Απόστειλον την χείρα σου και αίψαι πάντων, ων έχειν ή μην εις πρόσωπόν σε ευλογήσει.

Τότε λοιπόν ο Θεός του παρέδωσε τον δίκαιό του, τον τόσο αγαπημένο του, κι ο Διάβολος έπληξε τα παιδιά του και τα ζωντανά του και σκόρπισε την περιουσία του, όλα μαζί ξαφνικά σαν από οργή Θεού κι ο Ιώβ ξέσκισε τα ρούχα του κι έπεσε στα γόνατα λέγοντας:

— Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί· ό Κύριος έδωκεν, ό Κύριος αφείλατο ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο - εϊη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας!

Πατέρες και δάσκαλοί μου, συγχωρέστε μου τα τωρινά μου δάκρυα, μα μου φαίνεται πως όλα τα παιδικά μου χρόνια ξανάρχονται και πάλι μπροστά μου. Αναπνέω και τώρα, όπως ανάπνεα και τότε, με το παιδικό οχτάχρονο στήθος μου και νιώθω, όπως και τότε, έκπληξη, ταραχή και χαρά. Μου είχαν τόσο μαγέψει τότε τη φαντασία μου οι καμήλες, ο Σατανάς που μιλούσε έτσι με το Θεό κι ο Θεός που παρέδωσε έτσι τον δούλο του στην απώλεια κι ο δούλος του που αναφωνούσε:

— Εϊη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας, παρ' όλο που έτσι τον τιμωρούσε.

Και υστέρα εκείνα τα ήρεμα και γλυκά τραγούδια «Εισάκουσόν με, Κύριε» και πάλι το λιβάνι απ' το θυμιατήρι του ιερέα και οι προσευχές με τις γονυκλισίες! Από τότε —και χτες ακόμα άνοιξα εκείνο το βιβλίο— δεν μπορώ να διαβάσω αυτή την υπεράγια ιστορία χωρίς να δακρύσω. Τι μεγαλείο κρύβει μέσα της, τι μυστήριο!

Είναι κάτι που δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Άκουσα αργότερα τους σαρκαστές και τους χλευαστές να λένε τούτα τ' αλαζονικά λόγια:

— Πώς μπόρεσε ο Θεός να παραδώσει στο Διάβολο τον πιο αγαπητό απ' τους αγίους του, και να τον αφήσει να του πάρει τα παιδιά του, να τον αρρωστήσει και να γεμίσει το κορμί του πληγές, τόσο που τις έξυνε μ' ένα κεραμίδι για να βγάλει το πύον τους; Κι όλα αυτά για ποιο λόγο; Μονάχα να καυχηθεί στο Σατανά: Κοίτα τι μαρτύρια είναι άξιος να υποφέρει ένας άγιος δικός μου για χάρη μου!

Μα αυτό ίσα ίσα είναι το μεγαλείο, πως εδώ υπάρχει ένα μυστήριο. Μια φευγαλέα γήινη μορφή συναντιέται εδώ με την αιώνια αλήθεια. Μπροστά στην αλήθεια της γης πραγματώνεται μια πράξη αιώνιας αλήθειας. Εδώ ο πλάστης, όπως και τις πρώτες μέρες της δημιουργίας, σαν τέλειωνε το έργο της κάθε μέρας κι επαινούσε τον εαυτό του λέγοντας: «Καλό είναι αυτό που έφτιαξα», κοιτάει τον Ιώβ και πάλι παινεύεται για το δημιούργημά του. Κι ο Ιώβ, δοξάζοντας τον Κύριο, δεν υπηρετεί μονάχα Αυτόν μα κι όλη την δημιουργία Του, από γεννεάς εις γεννεάν και εις τους αιώνας των αιώνων. Γιατί αυτό ακριβώς του είχε προοριστεί. Θεέ μου, τι βιβλίο και τι διδαχές! Αυτή η Αγία Γραφή, τι θαύμα και τι δύναμη δόθηκε μ' αυτήν στον άνθρωπο! Λες και είναι ένα ανάγλυφο του κόσμου και του ανθρώπου και των ανθρώπινων χαρακτήρων. Όλα έχουν κατονομαστεί εκεί κι όλα έχουν καθοριστεί για τον αιώνα τον άπαντα. Και πόσα μυστήρια που έχουν λυθεί και αποκαλυφθεί! O Θεός ξανασηκώνει τον Ιώβ, του δίνει καινούργια πλούτη, περνάνε πολλά χρόνια και νά, του δίνει άλλα παιδιά κι αυτός τ' αγαπάει.

— Θεέ μου, μα πώς μπόρεσε, θα 'λεγε κανείς, ν' αγαπήσει τούτα τα καινούργια παιδιά, αφού εκείνα τα πρώτα δεν υπάρχουν; Όταν τα θυμάται, είναι τάχα δυνατό να 'ναι πλέρια ευτυχισμένος όπως ήταν πριν, όσο κι αν αγαπάει τα καινούργια παιδιά του;

Ε, λοιπόν είναι, είναι δυνατό. Η παλιά λύπη, από μια μυστηριώδη δύναμη της ανθρώπινης ζωής, μεταβάλλεται σιγά σιγά σε μια γλυκιά, τρυφερή χαρά. Το φλογερό νεανικό αίμα το διαδέχονται τα μειλίχια, ξάστερα γηρατειά: δοξάζω την καθημερινή ανατολή του ήλιου και η καρδιά μου τον υμνολογεί όπως και πρώτα, μα τώρα πια αγαπώ περισσότερο τη δύση του, τις μακριές πλάγιες αχτίδες του και μαζί μ' αυτές τις ήρεμες τρυφερές αναμνήσεις, τις αγαπητές μορφές της πολύχρονης κι ευλογημένης ζωής μου. Και πάνω απ' όλα είναι η αλήθεια του Θεού, η αλήθεια που πραΰνει, ειρηνεύει και συγχωρεί τα πάντα! Η ζωή μου τελειώνει, το ξέρω και το βλέπω, μα νιώθω την κάθε μέρα που μου απομένει πως η επίγεια ζωή συναντιέται με μια καινούργια ζωή, ατελεύτητη, άγνωστη, μα τόσο κοντινή, που η προαίσθησή της κάνει την ψυχή μου να δονείται από χαρά, το πνεύμα μου ν' αχτινοβολεί και την καρδιά μου να κλαίει από αγαλλίαση... Φίλοι και δάσκαλοι, άκουσα πολλές φορές, και τώρα τελευταία τ' άκουγα συχνότερα, πως οι ιερείς μας και ιδιαίτερα των χωριών, παραπονιούνται πικρά πως δεν μπορούν να ζήσουν με το μισθό που παίρνουν και πως έτσι εξευτελίζονται, και λένε ακόμα —το διάβασα κιόλας ο ίδιος— πως τάχα δεν μπορούν πια να ερμηνεύουν στο λαό τη Γραφή γιατί οι απολαβές τους δεν τους φτάνουν, και πως αν άρχισαν να 'ρχονται οι λουθηρανοί και οι αιρετικοί και ν' αποπλανούν το ποίμνιό τους, ε, ας το αποπλανούν μια που οι απολαβές τους είναι ανεπαρκείς. Θεέ μου! —σκέφτομαι— ας αυξηθούν οι τόσο πολύτιμες γι' αυτούς απολαβές (γιατί και τα δικά τους παράπονα είναι δίκαια), όμως «αληθώς λέγω υμίν:· για όλα αυτά το μισό φταίξιμο είναι δικό μας! Γιατί ας παραδεχτούμε πως ο ιερέας δεν έχει καιρό, πως έχει δίκιο λέγοντας ότι τσακίζεται στη δουλειά και στις διάφορες εκκλησιαστικές υπηρεσίες. Μα δεν είναι δυνατόν να δουλεύει συνέχεια. Θα του μένει σίγουρα μια ώρα τη βδομάδα για να θυμηθεί και το Θεό. Κι ούτε πάλι δουλεύει όλο το χρόνο συνέχεια. Μπορούσε μια φορά τη βδομάδα τουλάχιστον, το βράδι, να καλέσει στο σπίτι του έστω και τα παιδιά μονάχα στην αρχή και να τους μιλήσει. Θα το μάθαιναν αυτό οι πατεράδες τους και θα πήγαιναν κι αυτοί. Κι ούτε χρειάζονται να χτιστούν μέγαρα για να γίνει αυτό. Μπορεί να τους δεχτεί και στην ίζμπα του. Κι ούτε θα πρέπει να φοβάται πως θα του βρωμίσουν την ίζμπα του. Για μιαν ώρα όλη κι όλη θα τους φιλοξενήσει. Θα μπορούσε ν' ανοίξει τότε αυτό το βιβλίο και να τους διαβάσει χωρίς υπέρσοφες κουβέντες και χωρίς οίηση και χωρίς να επαίρεται γι' αυτό, μα συγκινημένα και τρυφερά, νιώθοντας κι ο ίδιος χαρά που τους διαβάζει και εκείνοι τον ακούν και τον καταλαβαίνουν, αγαπώντας κι ο ίδιος τούτες τις ρήσεις, σταματώντας μονάχα πού και πού για να εξηγήσει μια λέξη που δεν την καταλαβαίνουν οι απλοί άνθρωποι. Κι ας μην ανησυχεί, όλα θα τα καταλάβουν, όλα θα τα καταλάβει η ορθόδοξη καρδιά! Ας τους διαβάσει για τον Αβραάμ και τη Σάρα, για τον Ισαάκ και τη Ρεβέκα, για το πώς ο Ιακώβ πήγαινε στον Λάβαν και πάλεψε στ' όνειρό του με τον Κύριο και είπε: «Ως φοβερός ο τόπος ούτος» και τα λόγια του θα εντυπωθούν στο ευλαβικό πνεύμα των απλών ανθρώπων. Ας τους διαβάσει, ιδιαίτερα στα παιδιά, για το πώς τ' αδέρφια πουλήσανε για δούλο τον ίδιο τον αδερφό τους, τον μικρό Ιωσήφ, τον ερμηνευτή των ονείρων και μεγάλο προφήτη, και πως είπανε στον πατέρα, δείχνοντας τα ματωμένα ρούχα του, ότι τον καταξέσκισε ένα άγριο θηρίο. Ας τους διαβάσει πώς ήρθαν αργότερα τ' αδέρφια στην Αίγυπτο για να βρουν ψωμί και πώς βρήκαν τον Ιωσήφ μεγάλο άρχοντα πια στο παλάτι, δεν τον γνώρισαν, κι εκείνος τους βασάνισε, τους κατηγόρησε, κράτησε τον αδερφό του Βενιαμίν, κι όλα αυτά από αγάπη, από αγάπη:

— Σας αγαπάω και γι' αυτό σας παιδεύω.

Γιατί όλη του τη ζωή θυμόταν πως τον πουλήσανε κάπου εκεί στην φλογισμένη έρημο, κοντά στο πηγάδι, στους εμπόρους και πως αυτός έκλαιγε και ικέτευε τ' αδέρφια του να μην τον πουλήσουν σκλάβο σε ξένη χώρα. Και νά που τώρα, όταν τους ξανάδε ύστερα από τόσα χρόνια, τους ξαναγάπησε άμετρα, μα τους βασάνιζε και τους παίδευε, όλο αγαπώντας τους. Τέλος φεύγει από κοντά τους μην μπορώντας να υποφέρει αυτό το μαρτύριο, πέφτει στην κλίνη του και βάζει τα κλάματα. Ύστερα σκουπίζει τα μάτια του και βγαίνει λάμποντας από χαρά και τους αναγγέλλει:

— Αδέρφια μου, είμαι ο Ιωσήφ, ο αδερφός σας!

Ας τους διαβάσει ύστερα για το πόσο χάρηκε ο γέρος Ιακώβ σαν έμαθε πως ζει ακόμα το αγαπημένο του παιδί και πως τράβηξε για την Αίγυπτο, παρατώντας και την πατρίδα του ακόμα, και πέθανε στην ξένη γη, κληροδοτώντας στους αιώνες τον πιο μεγάλο λόγο, που τον κρατούσε σ' όλη του τη ζωή κρυμμένο μυστικά στη μειλίχια και φοβισμένη καρδιά του, πως απ' τη γεννιά του, απ' τον Ιούδα, θα προέλθει Εκείνος που Τον προσδοκά όλος ο κόσμος, ο Συμφιλιωτής και Σωτήρας του! Πατέρες και δάσκαλοι, συγχωρέστε με και μη θυμώνετε που κάθομαι και τ' αραδιάζω όλα αυτά σαν μικρό παιδί, ενώ εσείς τα ξέρετε προ πολλού και θα μπορούσατε και μένα να μου τα διδάξετε εκατό φορές πιο καλά και όμορφα. Μα είναι απ' τον ενθουσιασμό μου που μιλάω έτσι και συγχωρέστε μου αυτά τα δάκρια γιατί τ' αγαπώ το βιβλίο! Ας κλάψει κι εκείνος, ο ιερέας του Θεού, και θα δει πως θα συγκινηθούν οι καρδιές των ανθρώπων που τον ακούν. Μονάχα ένας μικρός σπόρος χρειάζεται, ένας μικρούτσικος σπόρος: ας ρίξει αυτόν τον σπόρο στην ψυχή του απλού ανθρώπου και δε θα πεθάνει, θα ζει πάντα εκεί πέρα, σ' όλη του τη ζωή, θα μείνει εκεί μες στο σκοτάδι, μέσα στη δυσωδία των κριμάτων του σαν φωτερό σημείο, σαν μια μεγάλη υπενθύμιση. Κι ούτε χρειάζεται να του τα εξηγήσει κανείς και να τον διδάξει. Θα τα καταλάβει μόνος του έτσι απλά όπως είναι. Μήπως τάχα νομίζετε πως δε θα σας καταλάβει ο απλός άνθρωπος; Δοκιμάστε και διαβάστε του τη συγκινητική ιστορία της πεντάμορφης Εσθήρ και της υπεροπτικής Βαστχί, ή τη θαυμαστή διήγηση για τον προφήτη Ιωνά και το κήτος. Μην ξεχνάτε ακόμα να τους διαβάσετε τις παραβολές του Κυρίου, ιδιαίτερα απ' το Ευαγγέλιο του Λουκά (έτσι έκανα εγώ) και ύστερα απ' τις Πράξεις των Αποστόλων τη μεταστροφή του Σαούλ (αυτό το δίχως άλλο, το δίχως άλλο!) και τέλος απ' τα Συναξάρια τη ζωή του Αγίου Αλεξίου, του Ανθρώπου του Θεού, και της Μαρίας της Αιγύπτιας, της πιο μεγάλης απ' τις μεγάλες, της χαρούμενης μάρτυρος, της θεολήπτου και χριστοφόρου. Μ' αυτές τις απλές ιστορίες θα τον αιχμαλωτίσεις κι όλα αυτά με μιαν ώρα την εβδομάδα, παραβλέποντας το μικρό σου μισθό, με μιαν ωρίτσα μονάχα. Και τότε θα δει μονάχος του πως ο απλός λαός είναι μεγαλόδωρος και ευγνώμων και θα τον ανταμείψει στο εκατονταπλάσιο, ενθυμούμενος το ζήλο του ιερέα του και τα συγκινημένα λόγια του· θα τον βοηθήσει στο χωράφι του, στο σπίτι του, μα και σε σεβασμό θα τον ανταμείψει περισσότερο, νά λοιπόν που και οι αποδοχές του έτσι θ' αυξηθούν. Το πράγμα είναι τόσο απλό που πολλές φορές φοβόμαστε και να το πούμε γιατί νομίζουμε πως οι άλλοι θα γελάσουν μαζί μας κι όμως πόσο όλα αυτά είναι σωστά! Όποιος δεν πιστεύει στο Θεό, δεν πιστεύει και στον λαό Του. Μα όποιος πιστέψει στο λαό Του, εκείνος θα πιστέψει και στην αγιότητά Του, έστω κι αν ως τότε δεν πίστευε καθόλου σ' αυτήν. Μονάχα ο λαός και η μελλούμενη πνευματική του δύναμη θα κάνει τους αθεϊστές μας, που απαρνήθηκαν την πατρική τους γη, να ξαναγυρίσουν σ' αυτήν. Μα τι αξίζει ο λόγος του Χριστού χωρίς το παράδειγμα; O λαός θα χαθεί αν του λείψει ο λόγος του Θεού γιατί η ψυχή του διψάει τη διδαχή και τον ωραίο ενστερνισμό της. Όταν ήμουν νέος, εδώ και σαράντα χρόνια πάνω κάτω, οδοιπορούσαμε με τον πάτερ Άνθιμο σ' όλη τη Ρωσία, μαζεύοντας για το μοναστήρι μας δωρεές. Μια φορά κονέψαμε για τη νύχτα στον όχτο ενός μεγάλου πλωτού ποταμού μαζί με τους ψαράδες. Στην παρέα μας ήρθε κι ένα καλοκαμωμένο παλικάρι, χωρικός, που φαινόταν να 'ναι δεκαοχτώ χρονώ. Βιαζότανε να φτάσει την άλλη μέρα στον τόπο της δουλειάς του. Θα τραβούσε τη μαούνα κάποιου έμπορα. Τον έβλεπα που κοίταζε με καλοσύνη και το βλέμμα του ήταν απονήρευτο. Ήταν μια νύχτα ξάστερη, ήσυχη, ζεστή —Ιούλιος μήνας— το ποτάμι ήταν φαρδύ, ένας αχνός ανέβαινε και μας δρόσιζε, πού και πού πλατάγιζε ελαφρά κανένα ψαράκι, τα πουλιά είχαν σωπάσει, όλα ήταν ήρεμα, απαλά, λες και κάνανε την προσευχή τους στο Θεό. Εγώ κι εκείνο το παλικάρι ξαγρυπνούσαμε και πιάσαμε κουβέντα για την ομορφιά τούτου του κόσμου και για το μεγάλο του μυστήριο. Το κάθε χορταράκι, το κάθε ζουζούνι, το μερμήγκι, η χρυσαφένια μέλισσα, όλα ξέρουν θαυμάσια το δρόμο τους κι ας μην έχουν καθόλου μυαλό, μαρτυρούν το θεϊκό μυστήριο, το πραγματοποιούν αδιάκοπα αυτά τα ίδια, του 'λεγα. Και βλέπω που το παλικάρι ενθουσιάστηκε. Μου εξομολογήθηκε πως αγαπάει το δάσος, τα πουλάκια του. Πρώτα κυνηγούσε πουλιά, καταλάβαινε το κάθε τους σφύριγμα, ήξερε να φωνάζει κοντά του το κάθε πουλάκι.

— Δεν ξέρω τίποτα πιο όμορφο απ' το δάσος, μου λέει, δεν ξέρω, μα πάλι κι όλα τ' άλλα όμορφα είναι...

— Σωστά, του απαντάω, κι όλα τ' άλλα όμορφα είναι, όλα είναι καλά κι ωραία γιατί όλα είναι η αλήθεια. Κοίτα, του λέω, το άλογο: είναι ένα μεγάλο ζώο, τόσο κοντινό στον άνθρωπο, κοίτα το βόδι που τρέφει τον άνθρωπο, που δουλεύει γι' αυτόν σκυφτό, στοχαστικό, κοίταξε τη μορφή τους: τι τρυφερότητα, τι μεγάλη αφοσίωση που 'χουν για τον άνθρωπο μ' όλο που εκείνος τα χτυπάει καμιά φορά άσπλαχνα, τι άκακη, τι εύπιστη και τι όμορφη που είναι η μορφή τους. Είναι συγκινητικό να ξέρεις πως αυτά είναι αναμάρτητα, γιατί όλα είναι τέλεια, όλα εκτός απ' τον άνθρωπο είναι αναμάρτητα και ο Χριστός ήταν μαζί τους πριν έρθει σε μας.

— Μα σοβαρά το λες, ρωτάει το παλικάρι, πως ο Χριστός είναι και μαζί τους;

— Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; του λέω εγώ. Γιατί ο Λόγος είναι για όλους: όλη η δημιουργία, όλα τα πλάσματα, κάθε φυλλαράκι στρέφεται προς τον Λόγο, υμνεί τον Κύριο, κλαίει στο Χριστό, εκτελώντας όλα αυτά με το μυστήριο της αναμάρτητης ύπαρξής του. Νά, στο δάσος, του λέω, πλανιέται η τρομερή αρκούδα, η άγρια και η φοβερή, κι όμως είναι εντελώς αθώα γι' αυτό.

Και του διηγήθηκα πώς ήρθε μια φορά μια αρκούδα σ' έναν μεγάλο άγιο που έσωζε την ψυχή του στο δάσος σ' ένα μικρό κελί. O άγιος συγκινήθηκε που την είδε, την πλησίασε άφοβα και της έδωσε ένα κομμάτι ψωμί:

— Πήγαινε, σαν να της έλεγε, κι ο Χριστός μαζί σου, και το άγριο θεριό έφυγε υπάκουα και ταπεινά, χωρίς να του κάνει κακό.

Και το παλικάρι χάρηκε που 'φυγε και δεν του 'κανε κακό και που ο Χριστός ήταν μαζί της.

— Αχ, λέει, πόσο είναι όμορφο αυτό, πόσο είναι όμορφα και θαυμαστά όλα τα θεϊκά πράγματα!

Καθόταν εκεί συλλογισμένος ήρεμα και γλυκά. Είδα πως κατάλαβε. Και κοιμήθηκε δίπλα μου με ύπνον ελαφρύ, αναμάρτητο. Ευλόγησε, Θεέ μου, τη νεότητα! Προσευχήθηκα τότε γι' αυτόν πριν πέσω για ύπνο. Κύριε, στείλε το φως και την ειρήνη στους ανθρώπους σου!


6. ΙΙ. β) Ολίγα περί της επιδράσεως...

β) Ολίγα περί της επιδράσεως της Αγίας Γραφής εις τον βίον του στάρετς Ζωσιμά

Έμεινα τότε μόνος με τη μητερούλα μου. Σε λίγο καιρό καλοί φίλοι την συμβούλεψαν και της είπαν πως μια και σας έμεινε ένας μονάχα, γιος και μια και δεν είστε φτωχιά κι έχετε κάποια περιουσία, γιατί να μην στείλετε το γιόκα σας στην Πετρούπολη, όπως κάνουν όλοι; Μένοντας εδώ ίσως και να του στερήσετε μια λαμπρή τύχη. Της ρίξανε ακόμα την ιδέα να μπω στη Στρατιωτική Σχολή για να καταταγώ στην αυτοκρατορική φρουρά. Η μητέρα πολύν καιρό δεν μπορούσε να τ' αποφασίσει: δεν της έκανε καρδιά ν' αποχωριστεί κι απ' τον τελευταίο της γιο. Τέλος ωστόσο τ' αποφάσισε, αν κι έκλαψε πολύ. Νόμιζε πως αφήνοντάς με να φύγω, φροντίζει για την ευτυχία μου. Με πήγε στην Πετρούπολη και μ' έβαλε στη Σχολή. Από τότε δεν την ξανάδα, γιατί πέθανε σε τρία χρόνια, τρία χρόνια θλίψης και αγωνίας και για τους δυο μας. Απ' το πατρικό μου απεκόμισα μονάχα τις πολυτιμότερες αναμνήσεις, γιατί δεν υπάρχουν πολυτιμότερες αναμνήσεις για τον άνθρωπο απ' τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας στο πατρικό του σπίτι, κι αυτό γίνεται πάντα, αρκεί να βασιλεύει στην οικογένεια έστω κι ελάχιστη ομόνοια κι αγάπη. Μα κι απ' τη χειρότερη οικογένεια μπορείς να διατηρήσεις πολύτιμες αναμνήσεις, φτάνει μονάχα η ίδια η ψυχή σου να 'ναι ικανή ν' αναζητεί το αξιότερο. Ανάμεσα στις οικογενειακές μου αναμνήσεις συγκαταλέγω και την Ιερά Ιστορία που γι' αυτήν δοκίμαζα μεγάλη περιέργεια τότε στο πατρικό μου σπίτι σαν ήμουν παιδί. Είχα τότε ένα βιβλίο Ιεράς Ιστορίας με θαυμάσιες ζωγραφιές που ο τίτλος του ήταν: Εκατόν τέσσαρες ιεραί, ιστορίαι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Σ' αυτό το βιβλίο έμαθα να διαβάζω. Και τώρα ακόμα το 'χω μαζί μου, εδώ στο ράφι είναι, το φυλάω σαν πολύτιμο ενθύμιο. Μα και πριν ακόμα μάθω να διαβάζω, θυμάμαι πώς ένιωσα για πρώτη φορά τη θρησκευτική κατάνυξη, όταν ήμουν μόλις οχτώ χρονώ. Με είχε πάει η μητέρα μόνο μου (δε θυμάμαι πού ήταν τότε ο αδερφός μου) στο ναό του Κυρίου, μια Μεγάλη Δευτέρα. Η μέρα ήταν ξάστερη και γω, καθώς τα θυμάμαι τώρα, μου φαίνεται πως ξαναβλέπω το θυμίαμα ν' ανεβαίνει αργά προς τα πάνω, κι απ' το θόλο, από 'να στενό παραθυράκι, να ξεχύνονται οι αχτίδες του Θεού. Και καθώς το θυμίαμα έφτανε ως τις αχτίδες, θαρρούσες πως έλειωνε μέσα τους. Κοίταζα με συγκίνηση και για πρώτη φορά στη ζωή μου δέχτηκα τότε στην ψυχή μου το σπόρο του Θείου Λόγου με κατανόηση. Ένας έφηβος προχώρησε στη μέση του ναού μ' ένα μεγάλο βιβλίο στα χέρια, τόσο μεγάλο που τότε μου φάνηκε πως το σήκωνε με κόπο, το 'βαλε πάνω στο αναλόγιο, τ' άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει· και ξαφνικά εγώ τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, κάτι κατάλαβα απ' αυτά που διαβάζουν στον Οίκο του Κυρίου. Ζούσε στη χώρα ένας άνθρωπος δίκαιος και ευσεβής και είχε τόσο βιός, τόσες καμήλες, τόσα πρόβατα και τόσους όνους και τα παιδιά του χαίρονταν κι αυτός τ' αγαπούσε πολύ και παρακαλούσε γι' αυτά το Θεό: φοβόταν μην τυχόν κι αμαρτήσουν στη χαρά τους. Μα νά που ο Διάβολος ανεβαίνει μαζί με τους γιους του Θεού στο Θεό και του λέει πως διέτρεξε όλη τη γη και τα υπό την γην.

— Προσέσχες τη διανοία σου κατά τού παιδός μου Ιώβ; τον ρωτάει ο Θεός.

Και καυχήθηκε ο Θεός στο διάβολο δείχνοντάς του τον άγιο τον δούλο Του Ιώβ. O διάβολος εκάγχασε με τα λόγια τούτα του Θεού:

— Απόστειλον την χείρα σου και αίψαι πάντων, ων έχειν ή μην εις πρόσωπόν σε ευλογήσει.

Τότε λοιπόν ο Θεός του παρέδωσε τον δίκαιό του, τον τόσο αγαπημένο του, κι ο Διάβολος έπληξε τα παιδιά του και τα ζωντανά του και σκόρπισε την περιουσία του, όλα μαζί ξαφνικά σαν από οργή Θεού κι ο Ιώβ ξέσκισε τα ρούχα του κι έπεσε στα γόνατα λέγοντας:

— Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί· ό Κύριος έδωκεν, ό Κύριος αφείλατο ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο - εϊη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας!

Πατέρες και δάσκαλοί μου, συγχωρέστε μου τα τωρινά μου δάκρυα, μα μου φαίνεται πως όλα τα παιδικά μου χρόνια ξανάρχονται και πάλι μπροστά μου. Αναπνέω και τώρα, όπως ανάπνεα και τότε, με το παιδικό οχτάχρονο στήθος μου και νιώθω, όπως και τότε, έκπληξη, ταραχή και χαρά. Μου είχαν τόσο μαγέψει τότε τη φαντασία μου οι καμήλες, ο Σατανάς που μιλούσε έτσι με το Θεό κι ο Θεός που παρέδωσε έτσι τον δούλο του στην απώλεια κι ο δούλος του που αναφωνούσε:

— Εϊη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας, παρ' όλο που έτσι τον τιμωρούσε.

Και υστέρα εκείνα τα ήρεμα και γλυκά τραγούδια «Εισάκουσόν με, Κύριε» και πάλι το λιβάνι απ' το θυμιατήρι του ιερέα και οι προσευχές με τις γονυκλισίες! Από τότε —και χτες ακόμα άνοιξα εκείνο το βιβλίο— δεν μπορώ να διαβάσω αυτή την υπεράγια ιστορία χωρίς να δακρύσω. Τι μεγαλείο κρύβει μέσα της, τι μυστήριο!

Είναι κάτι που δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Άκουσα αργότερα τους σαρκαστές και τους χλευαστές να λένε τούτα τ' αλαζονικά λόγια:

— Πώς μπόρεσε ο Θεός να παραδώσει στο Διάβολο τον πιο αγαπητό απ' τους αγίους του, και να τον αφήσει να του πάρει τα παιδιά του, να τον αρρωστήσει και να γεμίσει το κορμί του πληγές, τόσο που τις έξυνε μ' ένα κεραμίδι για να βγάλει το πύον τους; Κι όλα αυτά για ποιο λόγο; Μονάχα να καυχηθεί στο Σατανά: Κοίτα τι μαρτύρια είναι άξιος να υποφέρει ένας άγιος δικός μου για χάρη μου!

Μα αυτό ίσα ίσα είναι το μεγαλείο, πως εδώ υπάρχει ένα μυστήριο. Μια φευγαλέα γήινη μορφή συναντιέται εδώ με την αιώνια αλήθεια. Μπροστά στην αλήθεια της γης πραγματώνεται μια πράξη αιώνιας αλήθειας. Εδώ ο πλάστης, όπως και τις πρώτες μέρες της δημιουργίας, σαν τέλειωνε το έργο της κάθε μέρας κι επαινούσε τον εαυτό του λέγοντας: «Καλό είναι αυτό που έφτιαξα», κοιτάει τον Ιώβ και πάλι παινεύεται για το δημιούργημά του. Κι ο Ιώβ, δοξάζοντας τον Κύριο, δεν υπηρετεί μονάχα Αυτόν μα κι όλη την δημιουργία Του, από γεννεάς εις γεννεάν και εις τους αιώνας των αιώνων. Γιατί αυτό ακριβώς του είχε προοριστεί. Θεέ μου, τι βιβλίο και τι διδαχές! Αυτή η Αγία Γραφή, τι θαύμα και τι δύναμη δόθηκε μ' αυτήν στον άνθρωπο! Λες και είναι ένα ανάγλυφο του κόσμου και του ανθρώπου και των ανθρώπινων χαρακτήρων. Όλα έχουν κατονομαστεί εκεί κι όλα έχουν καθοριστεί για τον αιώνα τον άπαντα. Και πόσα μυστήρια που έχουν λυθεί και αποκαλυφθεί! O Θεός ξανασηκώνει τον Ιώβ, του δίνει καινούργια πλούτη, περνάνε πολλά χρόνια και νά, του δίνει άλλα παιδιά κι αυτός τ' αγαπάει.

— Θεέ μου, μα πώς μπόρεσε, θα 'λεγε κανείς, ν' αγαπήσει τούτα τα καινούργια παιδιά, αφού εκείνα τα πρώτα δεν υπάρχουν; Όταν τα θυμάται, είναι τάχα δυνατό να 'ναι πλέρια ευτυχισμένος όπως ήταν πριν, όσο κι αν αγαπάει τα καινούργια παιδιά του;

Ε, λοιπόν είναι, είναι δυνατό. Η παλιά λύπη, από μια μυστηριώδη δύναμη της ανθρώπινης ζωής, μεταβάλλεται σιγά σιγά σε μια γλυκιά, τρυφερή χαρά. Το φλογερό νεανικό αίμα το διαδέχονται τα μειλίχια, ξάστερα γηρατειά: δοξάζω την καθημερινή ανατολή του ήλιου και η καρδιά μου τον υμνολογεί όπως και πρώτα, μα τώρα πια αγαπώ περισσότερο τη δύση του, τις μακριές πλάγιες αχτίδες του και μαζί μ' αυτές τις ήρεμες τρυφερές αναμνήσεις, τις αγαπητές μορφές της πολύχρονης κι ευλογημένης ζωής μου. Και πάνω απ' όλα είναι η αλήθεια του Θεού, η αλήθεια που πραΰνει, ειρηνεύει και συγχωρεί τα πάντα! Η ζωή μου τελειώνει, το ξέρω και το βλέπω, μα νιώθω την κάθε μέρα που μου απομένει πως η επίγεια ζωή συναντιέται με μια καινούργια ζωή, ατελεύτητη, άγνωστη, μα τόσο κοντινή, που η προαίσθησή της κάνει την ψυχή μου να δονείται από χαρά, το πνεύμα μου ν' αχτινοβολεί και την καρδιά μου να κλαίει από αγαλλίαση... Φίλοι και δάσκαλοι, άκουσα πολλές φορές, και τώρα τελευταία τ' άκουγα συχνότερα, πως οι ιερείς μας και ιδιαίτερα των χωριών, παραπονιούνται πικρά πως δεν μπορούν να ζήσουν με το μισθό που παίρνουν και πως έτσι εξευτελίζονται, και λένε ακόμα —το διάβασα κιόλας ο ίδιος— πως τάχα δεν μπορούν πια να ερμηνεύουν στο λαό τη Γραφή γιατί οι απολαβές τους δεν τους φτάνουν, και πως αν άρχισαν να 'ρχονται οι λουθηρανοί και οι αιρετικοί και ν' αποπλανούν το ποίμνιό τους, ε, ας το αποπλανούν μια που οι απολαβές τους είναι ανεπαρκείς. Θεέ μου! —σκέφτομαι— ας αυξηθούν οι τόσο πολύτιμες γι' αυτούς απολαβές (γιατί και τα δικά τους παράπονα είναι δίκαια), όμως «αληθώς λέγω υμίν:· για όλα αυτά το μισό φταίξιμο είναι δικό μας! Γιατί ας παραδεχτούμε πως ο ιερέας δεν έχει καιρό, πως έχει δίκιο λέγοντας ότι τσακίζεται στη δουλειά και στις διάφορες εκκλησιαστικές υπηρεσίες. Μα δεν είναι δυνατόν να δουλεύει συνέχεια. Θα του μένει σίγουρα μια ώρα τη βδομάδα για να θυμηθεί και το Θεό. Κι ούτε πάλι δουλεύει όλο το χρόνο συνέχεια. Μπορούσε μια φορά τη βδομάδα τουλάχιστον, το βράδι, να καλέσει στο σπίτι του έστω και τα παιδιά μονάχα στην αρχή και να τους μιλήσει. Θα το μάθαιναν αυτό οι πατεράδες τους και θα πήγαιναν κι αυτοί. Κι ούτε χρειάζονται να χτιστούν μέγαρα για να γίνει αυτό. Μπορεί να τους δεχτεί και στην ίζμπα του. Κι ούτε θα πρέπει να φοβάται πως θα του βρωμίσουν την ίζμπα του. Για μιαν ώρα όλη κι όλη θα τους φιλοξενήσει. Θα μπορούσε ν' ανοίξει τότε αυτό το βιβλίο και να τους διαβάσει χωρίς υπέρσοφες κουβέντες και χωρίς οίηση και χωρίς να επαίρεται γι' αυτό, μα συγκινημένα και τρυφερά, νιώθοντας κι ο ίδιος χαρά που τους διαβάζει και εκείνοι τον ακούν και τον καταλαβαίνουν, αγαπώντας κι ο ίδιος τούτες τις ρήσεις, σταματώντας μονάχα πού και πού για να εξηγήσει μια λέξη που δεν την καταλαβαίνουν οι απλοί άνθρωποι. Κι ας μην ανησυχεί, όλα θα τα καταλάβουν, όλα θα τα καταλάβει η ορθόδοξη καρδιά! Ας τους διαβάσει για τον Αβραάμ και τη Σάρα, για τον Ισαάκ και τη Ρεβέκα, για το πώς ο Ιακώβ πήγαινε στον Λάβαν και πάλεψε στ' όνειρό του με τον Κύριο και είπε: «Ως φοβερός ο τόπος ούτος» και τα λόγια του θα εντυπωθούν στο ευλαβικό πνεύμα των απλών ανθρώπων. Ας τους διαβάσει, ιδιαίτερα στα παιδιά, για το πώς τ' αδέρφια πουλήσανε για δούλο τον ίδιο τον αδερφό τους, τον μικρό Ιωσήφ, τον ερμηνευτή των ονείρων και μεγάλο προφήτη, και πως είπανε στον πατέρα, δείχνοντας τα ματωμένα ρούχα του, ότι τον καταξέσκισε ένα άγριο θηρίο. Ας τους διαβάσει πώς ήρθαν αργότερα τ' αδέρφια στην Αίγυπτο για να βρουν ψωμί και πώς βρήκαν τον Ιωσήφ μεγάλο άρχοντα πια στο παλάτι, δεν τον γνώρισαν, κι εκείνος τους βασάνισε, τους κατηγόρησε, κράτησε τον αδερφό του Βενιαμίν, κι όλα αυτά από αγάπη, από αγάπη:

— Σας αγαπάω και γι' αυτό σας παιδεύω.

Γιατί όλη του τη ζωή θυμόταν πως τον πουλήσανε κάπου εκεί στην φλογισμένη έρημο, κοντά στο πηγάδι, στους εμπόρους και πως αυτός έκλαιγε και ικέτευε τ' αδέρφια του να μην τον πουλήσουν σκλάβο σε ξένη χώρα. Και νά που τώρα, όταν τους ξανάδε ύστερα από τόσα χρόνια, τους ξαναγάπησε άμετρα, μα τους βασάνιζε και τους παίδευε, όλο αγαπώντας τους. Τέλος φεύγει από κοντά τους μην μπορώντας να υποφέρει αυτό το μαρτύριο, πέφτει στην κλίνη του και βάζει τα κλάματα. Ύστερα σκουπίζει τα μάτια του και βγαίνει λάμποντας από χαρά και τους αναγγέλλει:

— Αδέρφια μου, είμαι ο Ιωσήφ, ο αδερφός σας!

Ας τους διαβάσει ύστερα για το πόσο χάρηκε ο γέρος Ιακώβ σαν έμαθε πως ζει ακόμα το αγαπημένο του παιδί και πως τράβηξε για την Αίγυπτο, παρατώντας και την πατρίδα του ακόμα, και πέθανε στην ξένη γη, κληροδοτώντας στους αιώνες τον πιο μεγάλο λόγο, που τον κρατούσε σ' όλη του τη ζωή κρυμμένο μυστικά στη μειλίχια και φοβισμένη καρδιά του, πως απ' τη γεννιά του, απ' τον Ιούδα, θα προέλθει Εκείνος που Τον προσδοκά όλος ο κόσμος, ο Συμφιλιωτής και Σωτήρας του! Πατέρες και δάσκαλοι, συγχωρέστε με και μη θυμώνετε που κάθομαι και τ' αραδιάζω όλα αυτά σαν μικρό παιδί, ενώ εσείς τα ξέρετε προ πολλού και θα μπορούσατε και μένα να μου τα διδάξετε εκατό φορές πιο καλά και όμορφα. Μα είναι απ' τον ενθουσιασμό μου που μιλάω έτσι και συγχωρέστε μου αυτά τα δάκρια γιατί τ' αγαπώ το βιβλίο! Ας κλάψει κι εκείνος, ο ιερέας του Θεού, και θα δει πως θα συγκινηθούν οι καρδιές των ανθρώπων που τον ακούν. Μονάχα ένας μικρός σπόρος χρειάζεται, ένας μικρούτσικος σπόρος: ας ρίξει αυτόν τον σπόρο στην ψυχή του απλού ανθρώπου και δε θα πεθάνει, θα ζει πάντα εκεί πέρα, σ' όλη του τη ζωή, θα μείνει εκεί μες στο σκοτάδι, μέσα στη δυσωδία των κριμάτων του σαν φωτερό σημείο, σαν μια μεγάλη υπενθύμιση. Κι ούτε χρειάζεται να του τα εξηγήσει κανείς και να τον διδάξει. Θα τα καταλάβει μόνος του έτσι απλά όπως είναι. Μήπως τάχα νομίζετε πως δε θα σας καταλάβει ο απλός άνθρωπος; Δοκιμάστε και διαβάστε του τη συγκινητική ιστορία της πεντάμορφης Εσθήρ και της υπεροπτικής Βαστχί, ή τη θαυμαστή διήγηση για τον προφήτη Ιωνά και το κήτος. Μην ξεχνάτε ακόμα να τους διαβάσετε τις παραβολές του Κυρίου, ιδιαίτερα απ' το Ευαγγέλιο του Λουκά (έτσι έκανα εγώ) και ύστερα απ' τις Πράξεις των Αποστόλων τη μεταστροφή του Σαούλ (αυτό το δίχως άλλο, το δίχως άλλο!) και τέλος απ' τα Συναξάρια τη ζωή του Αγίου Αλεξίου, του Ανθρώπου του Θεού, και της Μαρίας της Αιγύπτιας, της πιο μεγάλης απ' τις μεγάλες, της χαρούμενης μάρτυρος, της θεολήπτου και χριστοφόρου. Μ' αυτές τις απλές ιστορίες θα τον αιχμαλωτίσεις κι όλα αυτά με μιαν ώρα την εβδομάδα, παραβλέποντας το μικρό σου μισθό, με μιαν ωρίτσα μονάχα. Και τότε θα δει μονάχος του πως ο απλός λαός είναι μεγαλόδωρος και ευγνώμων και θα τον ανταμείψει στο εκατονταπλάσιο, ενθυμούμενος το ζήλο του ιερέα του και τα συγκινημένα λόγια του· θα τον βοηθήσει στο χωράφι του, στο σπίτι του, μα και σε σεβασμό θα τον ανταμείψει περισσότερο, νά λοιπόν που και οι αποδοχές του έτσι θ' αυξηθούν. Το πράγμα είναι τόσο απλό που πολλές φορές φοβόμαστε και να το πούμε γιατί νομίζουμε πως οι άλλοι θα γελάσουν μαζί μας κι όμως πόσο όλα αυτά είναι σωστά! Όποιος δεν πιστεύει στο Θεό, δεν πιστεύει και στον λαό Του. Μα όποιος πιστέψει στο λαό Του, εκείνος θα πιστέψει και στην αγιότητά Του, έστω κι αν ως τότε δεν πίστευε καθόλου σ' αυτήν. Μονάχα ο λαός και η μελλούμενη πνευματική του δύναμη θα κάνει τους αθεϊστές μας, που απαρνήθηκαν την πατρική τους γη, να ξαναγυρίσουν σ' αυτήν. Μα τι αξίζει ο λόγος του Χριστού χωρίς το παράδειγμα; O λαός θα χαθεί αν του λείψει ο λόγος του Θεού γιατί η ψυχή του διψάει τη διδαχή και τον ωραίο ενστερνισμό της. Όταν ήμουν νέος, εδώ και σαράντα χρόνια πάνω κάτω, οδοιπορούσαμε με τον πάτερ Άνθιμο σ' όλη τη Ρωσία, μαζεύοντας για το μοναστήρι μας δωρεές. Μια φορά κονέψαμε για τη νύχτα στον όχτο ενός μεγάλου πλωτού ποταμού μαζί με τους ψαράδες. Στην παρέα μας ήρθε κι ένα καλοκαμωμένο παλικάρι, χωρικός, που φαινόταν να 'ναι δεκαοχτώ χρονώ. Βιαζότανε να φτάσει την άλλη μέρα στον τόπο της δουλειάς του. Θα τραβούσε τη μαούνα κάποιου έμπορα. Τον έβλεπα που κοίταζε με καλοσύνη και το βλέμμα του ήταν απονήρευτο. Ήταν μια νύχτα ξάστερη, ήσυχη, ζεστή —Ιούλιος μήνας— το ποτάμι ήταν φαρδύ, ένας αχνός ανέβαινε και μας δρόσιζε, πού και πού πλατάγιζε ελαφρά κανένα ψαράκι, τα πουλιά είχαν σωπάσει, όλα ήταν ήρεμα, απαλά, λες και κάνανε την προσευχή τους στο Θεό. Εγώ κι εκείνο το παλικάρι ξαγρυπνούσαμε και πιάσαμε κουβέντα για την ομορφιά τούτου του κόσμου και για το μεγάλο του μυστήριο. Το κάθε χορταράκι, το κάθε ζουζούνι, το μερμήγκι, η χρυσαφένια μέλισσα, όλα ξέρουν θαυμάσια το δρόμο τους κι ας μην έχουν καθόλου μυαλό, μαρτυρούν το θεϊκό μυστήριο, το πραγματοποιούν αδιάκοπα αυτά τα ίδια, του 'λεγα. Και βλέπω που το παλικάρι ενθουσιάστηκε. Μου εξομολογήθηκε πως αγαπάει το δάσος, τα πουλάκια του. Πρώτα κυνηγούσε πουλιά, καταλάβαινε το κάθε τους σφύριγμα, ήξερε να φωνάζει κοντά του το κάθε πουλάκι.

— Δεν ξέρω τίποτα πιο όμορφο απ' το δάσος, μου λέει, δεν ξέρω, μα πάλι κι όλα τ' άλλα όμορφα είναι...

— Σωστά, του απαντάω, κι όλα τ' άλλα όμορφα είναι, όλα είναι καλά κι ωραία γιατί όλα είναι η αλήθεια. Κοίτα, του λέω, το άλογο: είναι ένα μεγάλο ζώο, τόσο κοντινό στον άνθρωπο, κοίτα το βόδι που τρέφει τον άνθρωπο, που δουλεύει γι' αυτόν σκυφτό, στοχαστικό, κοίταξε τη μορφή τους: τι τρυφερότητα, τι μεγάλη αφοσίωση που 'χουν για τον άνθρωπο μ' όλο που εκείνος τα χτυπάει καμιά φορά άσπλαχνα, τι άκακη, τι εύπιστη και τι όμορφη που είναι η μορφή τους. Είναι συγκινητικό να ξέρεις πως αυτά είναι αναμάρτητα, γιατί όλα είναι τέλεια, όλα εκτός απ' τον άνθρωπο είναι αναμάρτητα και ο Χριστός ήταν μαζί τους πριν έρθει σε μας.

— Μα σοβαρά το λες, ρωτάει το παλικάρι, πως ο Χριστός είναι και μαζί τους;

— Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; του λέω εγώ. Γιατί ο Λόγος είναι για όλους: όλη η δημιουργία, όλα τα πλάσματα, κάθε φυλλαράκι στρέφεται προς τον Λόγο, υμνεί τον Κύριο, κλαίει στο Χριστό, εκτελώντας όλα αυτά με το μυστήριο της αναμάρτητης ύπαρξής του. Νά, στο δάσος, του λέω, πλανιέται η τρομερή αρκούδα, η άγρια και η φοβερή, κι όμως είναι εντελώς αθώα γι' αυτό.

Και του διηγήθηκα πώς ήρθε μια φορά μια αρκούδα σ' έναν μεγάλο άγιο που έσωζε την ψυχή του στο δάσος σ' ένα μικρό κελί. O άγιος συγκινήθηκε που την είδε, την πλησίασε άφοβα και της έδωσε ένα κομμάτι ψωμί:

— Πήγαινε, σαν να της έλεγε, κι ο Χριστός μαζί σου, και το άγριο θεριό έφυγε υπάκουα και ταπεινά, χωρίς να του κάνει κακό.

Και το παλικάρι χάρηκε που 'φυγε και δεν του 'κανε κακό και που ο Χριστός ήταν μαζί της.

— Αχ, λέει, πόσο είναι όμορφο αυτό, πόσο είναι όμορφα και θαυμαστά όλα τα θεϊκά πράγματα!

Καθόταν εκεί συλλογισμένος ήρεμα και γλυκά. Είδα πως κατάλαβε. Και κοιμήθηκε δίπλα μου με ύπνον ελαφρύ, αναμάρτητο. Ευλόγησε, Θεέ μου, τη νεότητα! Προσευχήθηκα τότε γι' αυτόν πριν πέσω για ύπνο. Κύριε, στείλε το φως και την ειρήνη στους ανθρώπους σου!