×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 13. III. Η κηδεία του Ηλιούσετσκα - Λόγος κοντά στην πέτρα

13. III. Η κηδεία του Ηλιούσετσκα - Λόγος κοντά στην πέτρα

Πραγματικά άργησε. Τον περίμεναν και μάλιστα είχαν αποφασίσει να πάνε χωρίς αυτόν τ' όμορφο, στολισμένο με λουλούδια μικρό φέρετρο στην εκκλησία. Ήταν το φέρετρο του φτωχού μικρού Ηλιούσετσκα. Πέθανε δυο μέρες μετά την καταδίκη του Μίτια. Τον Αλιόσα, απ' την εξώπορτα κιόλας, τον υποδέχτηκαν οι φωνές των παιδιών, των φίλων του Ηλιούσα. Τον περίμεναν με ανυπομονησία και χάρηκαν που επιτέλους ήρθε. Είχαν μαζευτεί καμιά δωδεκαριά, όλοι είχαν έρθει με τις σάκες τους κρεμασμένες στον ώμο.

«Ο μπαμπάς θα κλαίει, μην τον αφήνετε μονάχο τον μπαμπά», τους είχε πει ο Ηλιούσα πεθαίνοντας, και τ' αγόρια το θυμήθηκαν αυτό.

Επικεφαλής τους ήταν ο Κόλια Κρασότκιν.

—Πόσο χαίρομαι που ήρθατε, Καραμάζοβ! αναφώνησε αυτός δίνοντας το χέρι στον Αλιόσα. Εδώ είναι φρίκη. Αλήθεια, είναι τρομερό να βλέπεις. Ο Σνεγκιριόβ δεν είναι μεθυσμένος, το ξέρουμε θετικά πως δεν ήπιε τίποτα σήμερα, μα σα να 'ναι μεθυσμένος... Εγώ πάντα είμαι ψύχραιμος, μα αυτό είναι τρομερό. Καραμάζοβ, αν δεν σας χασομεράω, θα 'θελα κάτι ακόμα να σας ρωτήσω, προτού να μπείτε.

—Τι συμβαίνει, Κόλια; κοντοστάθηκε ο Αλιόσα.

—Είναι αθώος ο αδερφός σας ή ένοχος; Αυτός σκότωσε τον πατέρα σας ή ο λακές; Ό,τι θα μου πείτε αυτό και θα 'ναι. Τέσσερις νύχτες δεν κοιμήθηκα με αυτή τη σκέψη.

—Σκότωσε ο λακές, ο αδερφός μου είναι αθώος, απάντησε ο Αλιόσα.

—Και γω αυτό λέω! φώναξε ξάφνου ο Σμούροβ.

—Κι έτσι θα χαθεί αθώο θύμα, για την αλήθεια! αναφώνησε ο Κόλια. Αν και χάθηκε, είναι ευτυχισμένος! Είμαι έτοιμος να τον ζηλέψω!

—Τι λέτε, πώς μπορεί να γίνει αυτό, και γιατί; αναφώνησε απορημένος ο Αλιόσα.

—Ω, αν μπορούσα ποτέ να προσφέρω τον εαυτό μου θυσία για την αλήθεια! πρόφερε μ' ενθουσιασμό ο Κόλια.

—Μα όχι σε μια τέτοια υπόθεση, όχι με τέτοιο αίσχος, όχι με τέτοια φρίκη! είπε ο Αλιόσα.

—Βέβαια... θα 'θελα να πεθάνω για όλη την ανθρωπότητα, όσο για το αίσχος, το ίδιο μου κάνει: ας χαθούν τα ονόματά μας. Τον αδερφό σας τον σέβομαι!

—Και γω επίσης! ξάφνου κι εντελώς πια αναπάντεχα ξεφώνισε απ' το πλήθος κείνο το ίδιο αγόρι που κάποτε ανακοίνωσε πως ξέρει ποιος ίδρυσε την Τροία και φωνάζοντας το, ακριβώς όπως και τότε, κοκκίνισε ως τ' αυτιά.

Ο Αλιόσα μπήκε στο δωμάτιο. Στο γαλάζιο, στολισμένο με άσπρο τούλι φέρετρο κειτόταν με σταυρωμένα χέρια και κλειστά τα ματάκια ο Ηλιούσα. Τα χαρακτηριστικά του αδυνατισμένου του προσώπου καθόλου σχεδόν δεν είχαν αλλάξει και, παράξενο, το πτώμα δε μύριζε σχεδόν καθόλου. Η έκφραση του προσώπου ήταν σοβαρή και σάμπως σκεφτική. Ιδιαίτερα όμορφα ήταν τα χέρια, τοποθετημένα σταυρωτά, σα να 'ταν λαξεμένα σε μάρμαρο. Στα χέρια του είχαν βάλει λουλούδια, μα κι όλο το φέρετρο ήταν στολισμένο κι απ' έξω κι από μέσα με λουλούδια, που τα 'χε στείλει μόλις χάραξε η Λίζα Χοχλάκοβα. Μα ήρθαν κι άλλα λουλούδια απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα κι όταν ο Αλιόσα άνοιξε την πόρτα, ο λοχαγός με τρεμάμενα χέρια ράντιζε με λουλούδια ξανά το αγαπημένο του αγόρι. Μόλις και μετά βίας έριξε ένα βλέμμα στον Αλιόσα, μα και κανέναν δεν ήθελε να κοιτάει, ακόμα και την τρελή γυναίκα του που έκλαιγε, τη «μητερούλα» του, που όλο προσπαθούσε να σηκωθεί στα άρρωστα πόδια της και να ρίξει μια ματιά στο νεκρό της αγοράκι. Τη Νίνοτσκα, τα παιδιά τη σήκωσαν μαζί με την καρέκλα της και την έφεραν δίπλα στο φέρετρο. Αυτή καθόταν έχοντας ακουμπισμένο εκεί το κεφάλι της και φαίνεται πως έκλαιγε σιωπηλά. Το πρόσωπο του Σνεγκιριόβ είχε ύφος ζωηρεμένο, μα σάμπως χαμένο, και μαζί κι αγριεμένο. Στις χειρονομίες του, στα λόγια που του ξέφευγαν, υπήρχε κάτι σαν τρέλα. «Πατερούλη μου, γλυκέ μου πατερούλη!» αναφωνούσε αυτός κάθε στιγμή κοιτάζοντας τον Ηλιούσα. Είχε τη συνήθεια, όταν ακόμα ζούσε ο Ηλιούσα, να τον λέει χαϊδευτικά: «πατερούλη μου, γλυκέ μου πατερούλη!» —Μπαμπάκα, δώσ' μου και μένα λουλουδάκια, πάρε απ' το χεράκι του κείνο το άσπρο και δώσ' μου το! παρακάλεσε με λυγμούς η τρελή «μητερούλα».

Να της άρεσε άραγε τόσο πολύ το μικρό άσπρο τριαντάφυλλο που ήταν στα χέρια του Ηλιούσα ή θέλησε να πάρει ένα λουλούδι απ' τα χέρια του για ενθύμιο; Πάντως τραντάχτηκε ολόκληρη απλώνοντας τα χέρια της προς τα λουλούδια.

—Σε κανέναν δε θα δώσω, τίποτα δε θα δώσω! αναφώνησε σκληρά ο Σνεγκιριόβ. Δικά του είναι τα λουλουδάκια κι όχι δικά σου. Όλα δικά του είναι, τίποτα δικό σου!

—Μπαμπά, δώστε στη μητέρα το λουλούδι! σήκωσε ξάφνου το μουσκεμένο στα δάκρυα πρόσωπό της η Νίνοτσκα.

—Τίποτα δε θα δώσω, και προπάντων σ' αυτήν! Αυτή δεν τον αγαπούσε. Αυτή του πήρε τότε το κανονάκι, κι αυτός της το χά-ρι-σε, είπε ξάφνου μέσα σε λυγμούς ο λοχαγός καθώς θυμήθηκε πως ο Ηλιούσα είχε παραχωρήσει τότε το κανονάκι του στη μητέρα.

Η άμοιρη τρελή άρχισε να κλαίει σιγανά, κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια της. Τα παιδιά, βλέποντας επιτέλους πως ο πατέρας δεν αφήνει το φέρετρο, κι όμως είναι καιρός να το μεταφέρουν, περιτριγύρισαν ξάφνου το φέρετρο σε πυκνή ομάδα κι άρχισαν να το σηκώνουν.

—Δε θέλω να τον θάψω στο κοιμητήρι! ούρλιαξε ξάφνου ο Σνεγκιριόβ. Κοντά στην πέτρα θα τον θάψω, στη μικρή μας πέτρα! Έτσι πρόσταξε ο Ηλιούσα. Δε θ' αφήσω να τον πάρουν!

Αυτός και πριν, όλες τις τρεις μέρες, έλεγε πως θα τον θάψει κοντά στην πέτρα. Μα μπήκαν στη μέση ο Αλιόσα, ο Κρασότκιν, η νοικοκυρά του σπιτιού, η αδερφή της, όλα τα παιδιά.

—Κοίτα κει τι σκαρφίστηκε, να τον θάψει κοντά στη μαγαρισμένη πέτρα, λες κι είναι κανένας που κρεμάστηκε, πρόφερε αυστηρά η γριά νοικοκυρά. Εκεί στο κοιμητήρι η γη είναι ευλογημένη. Εκεί θα προσεύχονται γι' αυτόν. Απ' την εκκλησία ακούγονται οι ψαλμοί κι ο διάκος διαβάζει τόσο καθαρά και δυνατά που όλα θα φτάνουν κάθε φορά ως αυτόν, το ίδιο σα να διαβάζανε πάνω στο μνήμα του...

Ο λοχαγός κούνησε επιτέλους τα χέρια του:

«Πηγαίνετέ τον», σα να 'λεγε: όπου θέλετε!

Τα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο μα, περνώντας το μπροστά απ' τη μητέρα, σταμάτησαν και το κατέβασαν για να μπορέσει ν' αποχαιρετήσει τον Ηλιούσα. Μα βλέποντας ξάφνου από κοντά αυτό το ακριβό προσωπάκι που τρεις μέρες τώρα το κοίταζε μονάχα από μακριά, άρχισε ξάφνου να τρέμει σύγκορμη κουνώντας υστερικά το ασπρόμαλλο κεφάλι της μπρος πίσω, πάνω απ' το φέρετρο.

—Μαμά, ευλόγησέ τον, σταύρωσέ τον, φίλησέ τον, της φώναξε η Νίνοτσκα.

Μα κείνη, σαν αυτόματο, όλο κουνούσε το κεφάλι της και χωρίς να βγάλει λέξη, με στραβωμένο απ' τον σπαραχτικό πόνο πρόσωπο, ξάφνου άρχισε να χτυπάει το στήθος με τις γροθιές της. Το φέρετρο το πήγαν παρακάτω. Η Νίνοτσκα ακούμπησε για τελευταία φορά τα χείλη της στο στόμα του πεθαμένου της αδερφού, όταν το περνούσαν από μπροστά της. Ο Αλιόσα, βγαίνοντας απ' το σπίτι, στράφηκε στη σπιτονοικοκυρά, με την παράκληση να προσέχει τις γυναίκες που μείνανε, μα κείνη δεν τον άφησε ούτε να τελειώσει:

—Αυτό έλειπε δα. Μαζί τους θα μείνω. Χριστιανοί είμαστε και μεις.

Η γριά, λέγοντάς τα αυτά, έκλαιγε. Ως την εκκλησία δεν ήταν μακριά, κάπου τριακόσα βήματα, όχι περισσότερο. Η μέρα ήταν φωτεινή, ήσυχη: έκανε παγωνιά, μα όχι μεγάλη. Οι καμπάνες ακούγονταν ακόμα. Ο Σνεγκιριόβ, με ύφος χαμένο και γεμάτο φροντίδα, έτρεχε πίσω απ' το φέρετρο, ντυμένος με το παλιό, κοντούτσικο, σχεδόν καλοκαιρινό παλτουδάκι του, με ξέσκεπο κεφάλι κι ένα παλιό με φαρδιά μπορ μαλακό καπέλο στα χέρια. Βρισκόταν σε κάποια αξεδιάλυτη φροντίδα, πότε άπλωνε ξαφνικά τα χέρια για να βαστάξει το φέρετρο από μπροστά και μονάχα εμπόδιζε αυτούς που το μετέφεραν, άλλοτε έτρεχε απ' το πλάι και γύρευε πώς να βοηθήσει σε κάτι τουλάχιστο. Έπεσε ένα λουλούδι στο χιόνι κι αυτός όρμησε να το σηκώσει, λες κι απ' αυτό το λουλούδι ένας Θεός ξέρει τι εξαρτιότανε.

—Μα την κόρα, την κόρα ξεχάσαμε, αναφώνησε ξάφνου με τρομερό φόβο.

Μα τ' αγόρια του υπενθύμισαν πως την κόρα του ψωμιού την πήρε από πρώτα μαζί του και την έχει στην τσέπη... Αυτός την έβγαλε αμέσως απ' την τσέπη του κι αφού βεβαιώθηκε ησύχασε.

—Ο Ηλιούσετσκα το πρόσταξε, ο Ηλιούσετσκα, εξήγησε αμέσως στον Αλιόσα. Ήταν νύχτα και γω καθόμουνα κοντά του και ξάφνου με πρόσταξε: «Μπαμπάκα, όταν θα με σκεπάσουν με χώματα, ρίξε πάνω λίγα ψίχουλα ψωμάκι για να 'ρθουν σπουργιτάκια, εγώ θα τ' ακούσω πως ήρθανε και θα 'μαι χαρούμενος που δε θα 'μαι μονάχος».

—Αυτό είναι πολύ καλό, είπε ο Αλιόσα. Πρέπει να του πηγαίνουμε συχνότερα.

—Κάθε μέρα, κάθε μέρα! ψέλλισε ο λοχαγός σα να ζωήρεψε ολόκληρος.

Φτάσαν επιτέλους και τοποθέτησαν το φέρετρο στη μέση της εκκλησίας. Όλα τ' αγόρια το τριγύρισαν και στάθηκαν έτσι φρόνιμα σ' όλη τη λειτουργία. Η εκκλησία ήταν παλιά κι αρκετά φτωχική, πολλά εικονίσματα δεν είχαν καθόλου ασημώματα μα σε κάτι τέτοιες εκκλησίες προσεύχεται κανείς καλύτερα. Στη λειτουργία ο Σνεγκιριόβ σα να ησύχασε λιγάκι, μα από καιρό σε καιρό πάλι του παρουσιαζόταν κείνη η ασύνειδη φροντίδα, η δίχως σκοπό: Μια πλησίαζε στο φέρετρο για να διορθώσει το κάλυμμα ή το μικρό στεφάνι- όταν έπεσε ένα κερί απ' το μανουάλι, ρίχτηκε να το ξαναβάλει στη θέση του και χασομέρησε τρομερά μ' αυτό. Ύστερα πια· ησύχασε και στάθηκε ήρεμος κοντά στο κεφάλι του φέρετρου με ύφος σαν αποχαυνωμένο, όλο έγνοια και απορία. Μετά τον Απόστολο ψιθύρισε ξάφνου στον Αλιόσα, που στεκόταν δίπλα του, πως τον Απόστολο δεν τον διαβάσανε όπως έπρεπε μα ωστόσο δεν εξήγησε τη σκέψη του. Στο χερουβικό άρχισε να ψέλνει κι αυτός μα δεν τέλειωσε, γονάτισε, ακούμπησε το μέτωπο στις πλάκες της εκκλησίας κι έμεινε έτσι αρκετά. Τέλος άρχισε η νεκρώσιμη ακολουθία, μοιράσανε τα κεριά. Ο τρελός από πόνο πατέρας έγινε και πάλι ανήσυχος μα ο σπαραχτικός, συγκινητικός επικήδειος ψαλμός ξύπνησε και συνεπήρε την ψυχή του. Τότε σα να σκέβρωσε ολόκληρος, κι άρχισε να κλαίει με γρήγορα αναφιλητά, στην αρχή πνίγοντας τη φωνή του, μα ύστερα φλογερά, ασυγκράτητα. Κι όταν άρχισαν να δίνουν τον τελευταίο ασπασμό και να σκεπάζουν το φέρετρο, αυτός το αγκάλιασε με τα χέρια του, σαν να μην επέτρεπε να σκεπάσουν τον Ηλιούσετσκα κι άρχισε διψασμένα, χωρίς να ξεκολλάει από πάνω του, να φιλάει στα χείλη το πεθαμένο του αγόρι. Τέλος τον καταφέρανε και τον απομάκρυναν μα αυτός ξαφνικά τέντωσε τα χέρια του κι άρπαξε μερικά λουλούδια απ' το φέρετρο. Τα κοίταζε και σαν να τον άδραξε κάποια καινούργια ιδέα έτσι που το κυριότερο σα να το ξέχασε για μια στιγμή. Σιγά-σιγά σα να 'πεσε σε συλλογή και δεν εναντιωνόταν πια, όταν σήκωσαν το φέρετρο και το πήγαν στο μνήμα. Το μνήμα ήταν εκεί κοντά, μέσα στον περίβολο δίπλα στην εκκλησία· ήταν ακριβό. Πλήρωσε γι' αυτό η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Ύστερ' απ' τους συνηθισμένους τύπους οι νεκροθάφτες κατέβασαν το φέρετρο. Ο Σνεγκιριόβ έσκυψε τόσο πολύ με τα λουλουδάκια του στο χέρι πάνω απ' τον ανοιχτό τάφο, που τ' αγόρια τρομαγμένα, αρπάχτηκαν απ' το παλτό του κι άρχισαν να τον τραβάνε πίσω. Μα αυτός σαν να μην καταλάβαινε πια τι γίνεται γύρω του. Όταν άρχισαν να ρίχνουν χώματα μέσα στον τάφο, άρχισε ξάφνου να δείχνει το χώμα που έπεφτε, σα ν' άρχισε μάλιστα κάτι να λέει, κανένας όμως δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα, μα κι αυτός ξάφνου σώπασε. Εδώ του υπενθύμισαν πως πρέπει να ρίξει τα ψίχουλα κι αυτός ταράχτηκε τρομερά, άρπαξε την κόρα κι άρχισε να την κομματιάζει σκορπίζοντας τα ψίχουλα πάνω στο μνήμα:

«Να λοιπόν, ελάτε, πουλάκια μου, ελάτε σπουργιτάκια!» μουρμούριζε όλο φροντίδα.

Κάποιο αγόρι τού παρατήρησε πως με τα λουλούδια στο χέρι δεν μπορεί να θρυμματίζει εύκολα το ψωμί και να τα δώσει να τα κρατήσει για λίγο κάποιος άλλος. Μα αυτός δεν τα 'δωσε, μάλιστα φοβήθηκε ξαφνικά για τα λουλούδια του, σα να θέλανε να του τα πάρουν, κι αφού κοίταξε το μνήμα και βεβαιώθηκε πως όλα πια είχαν γίνει, πως τα ψίχουλα ήταν σκορπισμένα, ξάφνου, αναπάντεχα κι εντελώς ήρεμα, γύρισε και τράβηξε για το σπίτι. Το βήμα του ωστόσο γινόταν όλο και πιο γρήγορο και πιο ανυπόμονο· βιαζότανε, σχεδόν έτρεχε. Τ' αγόρια κι ο Αλιόσα δεν τον προλαβαίνανε.

—Λουλουδάκια στη μητερούλα! Λουλουδάκια στη μητερούλα, την πικράναμε τη μητερούλα, άρχισε ξάφνου ν' αναφωνεί.

Κάποιος του φώναξε να φορέσει το καπέλο του γιατί τώρα κάνει κρύο, μα ακούγοντάς το αυτό, εκείνος, σα να τον έπιασε κακία, έριξε το καπέλο πάνω στο χιόνι κι άρχισε να λέει:

«Δε θέλω το καπέλο, δεν το θέλω!»

Ο Σμούροβ το σήκωσε- όλα τ' αγόρια ως το τελευταίο κλαίγανε, και περισσότερο απ' όλους ο Κόλια και τ' αγόρι που ανακάλυψε την Τροία-κι ο Σμούροβ με το καπέλο του λοχαγού στο χέρι κι αυτός έκλαιγε τρομερά μα πρόφτασε ωστόσο, σχεδόν τρέχοντας, ν' αρπάξει ένα κομμάτι τούβλο που κοκκίνιζε πάνω στο χιόνι του δρόμου για να σημαδέψει μ' αυτό ένα κοπάδι σπουργίτια που πέρασε πετώντας. Βέβαια δεν πέτυχε κανένα κι εξακολούθησε να τρέχει κλαίγοντας. Στα μισά του δρόμου ο Σνεγκιριόβ σταμάτησε απρόσμενα, στάθηκε κάπου μισό λεπτό σα να τον εξέπληξε κάτι και ξάφνου γύρισε πίσω στην εκκλησία και ρίχτηκε τρέχοντας κατά το μνήμα. Μα τ' αγόρια αμέσως τον προφτάσανε κι αρπάχτηκαν από πάνω του απ' όλες τις μεριές. Τότε αυτός, σα να 'χασε κάθε δύναμη, έπεσε στο χιόνι και χτυπιότανε κλαίγοντας και θρηνώντας- άρχισε ν' αναφωνεί: «Πατερούλη μου, Ηλιούσετσκα, γλυκέ μου πατερούλη!» Ο Αλιόσα κι ο Κόλια άρχισαν να τον παρακαλούν και να προσπαθούν να τον συνεφέρουν.

—Φτάνει πια, λοχαγέ! Ένας άντρας πρέπει να υπομένει, μουρμούριζε ο Κόλια.

—Θα χαλάσετε τα λουλούδια, πρόφερε κι ο Αλιόσα, κι η «μητερούλα» τα περιμένει. Αυτή κάθεται και κλαίει γιατί πριν από λίγο δεν της δώσατε λουλούδια απ' τον Ηλιούσετσκα. Εκεί είναι ακόμα το κρεβατάκι του Ηλιούσετσκα. ..

—Ναι, ναι στη μητερούλα! θυμήθηκε ξάφνου και πάλι ο Σνεγκιριόβ. Το κρεβατάκι θα το πάρουν, θα το πάρουν! πρόστεσε σα να τον έπιασε φόβος πως και πραγματικά θα το 'παιρναν, σηκώθηκε κι έτρεξε πάλι για το σπίτι.

Μα ήταν πια κοντά κι όλοι φτάσανε μαζί. Ο Σνεγκιριόβ άνοιξε βιαστικά την πόρτα και φώναξε στη γυναίκα του που τόσο σκληρά είχε μαλώσει το πρωί μαζί της:

—Μητερούλα, ακριβή μου, ο Ηλιούσετσκα σού έστειλε λουλουδάκια, τα ποδαράκια σου τ' άρρωστα! φώναξε αυτός προτείνοντάς της ένα ματσάκι λουλούδια παγωμένα, που τα 'χε τσαλακώσει καθώς χτυπιότανε στο χιόνι.

Μα κείνη την ίδια στιγμή, είδε μπροστά στο κρεβατάκι του Ηλιούσα, στη γωνιά, τα παπουτσάκια του Ηλιούσα που στέκονταν το 'να κοντά στ' άλλο, μόλις συγυρισμένα απ' τη σπιτονοικυρά, παλιά, ξεθωριασμένα, σκεβρωμένα παπουτσάκια χιλιομπαλωμένα. Βλέποντάς τα, σήκωσε τα χέρια κι όρμησε σ' αυτά, έπεσε στα γόνατα, άρπαξε ένα παπουτσάκι και φέροντας το στα χείλια του άρχισε να το φιλάει άπληστα φωνάζοντας:

«Πατερούλη μου, Ηλιούσετσκα, γλυκέ μου πατερούλη, πού είναι τα ποδαράκια σου;»

—Πού τον πήγες; Πού τον πήγες; με σπαραχτική φωνή ούρλιαζε η τρελή.

Τότε πια έβαλε τα κλάματα κι η Νίνοτσκα. Ο Κόλια βγήκε τρέχοντας απ' το δωμάτιο· πίσω του άρχισαν να βγαίνουν και τ' άλλα παιδιά. Βγήκε τέλος ξοπίσω τους κι ο Αλιόσα:

«Ας κλάψουνε», είπε στον Κόλια, «εδώ βέβαια δε χωράει παρηγοριά. Ας περιμένουμε λίγο κι ύστερα γυρίζουμε».

—Ναι, δε χωράει, είναι τρομερό, βεβαίωσε ο Κόλια. Ξέρετε, Καραμάζοβ, χαμήλωσε ξάφνου τη φωνή του για να μην ακούσει κανείς. Είμαι πολύ λυπημένος κι αν μονάχα ήταν δυνατό να τον αναστήσω, θα 'δινα το καθετί!

—Αχ, και γω το ίδιο, είπε ο Αλιόσα.

—Τι λέτε, Καραμάζοβ, να 'ρθουμε δω πέρα το βράδυ; Αυτός ασφαλώς θα μεθύσει.

—Μπορεί και να μεθύσει. Θα 'ρθουμε μονάχα εμείς οι δυο, να κάνουμε συντροφιά καμιάν ωρίτσα στη μητέρα και στη Νίνοτσκα, γιατί αν έρθουμε όλοι μαζί θα τους τα θυμίσουμε και πάλι όλα, συμβούλεψε ο Αλιόσα.

—Εκεί τώρα η σπιτονοικοκυρά στρώνει τραπέζι —θα κάνουν τώρα το τραπέζι της παρηγοριάς, θαρρώ, θα 'ρθει κι ο παπάς. Να γυρίσουμε τώρα κει, Καραμάζοβ, ή όχι;

—Το δίχως άλλο, είπε ο Αλιόσα.

—Παράξενα είναι όλ' αυτά, Καραμάζοβ, τέτοια θλίψη και ξάφνου κάτι τηγανίτες, πόσο όλ' αυτά είναι αφύσικα στη θρησκεία μας!

—Θα 'χουν εκεί και σολομό, παρατήρησε ξάφνου δυνατά το παιδί που ανακάλυψε την Τροία.

—Σας παρακαλώ σοβαρά, Καρτάσοβ, να μην μπαίνετε στη μέση με τις ανοησίες σας, ιδιαίτερα όταν δεν κουβεντιάζω μαζί σας και δε θέλω μάλιστα να ξέρω αν υπάρχετε σ' αυτό τον κόσμο! εξακόντισε ερεθισμένα ο Κόλια προς το μέρος του.

Τ' αγόρι κατακοκκίνισε μα δεν τόλμησε ν' απαντήσει τίποτα. Στο μεταξύ προχωρούσαν όλοι αργά στο μονοπάτι, και ξάφνου ο Σμούροβ φώναξε:

—Να η πέτρα του Ηλιούσα. Να, εδώ θέλανε να τον θάψουν!

Όλοι σιωπηλοί σταμάτησαν κοντά στη μεγάλη πέτρα. Ο Αλιόσα κοίταξε κι όλη εκείνη η εικόνα που του διηγήθηκε τότε ο Σνεγκιριόβ για τον Ηλιούσετσκα, πως εκείνος κλαίγοντας κι αγκαλιάζοντας τον πατέρα αναφώνησε:

«Μπαμπάκα, μπαμπάκα, πόσο σε ταπείνωσε!» παρουσιάστηκε μεμιάς μπροστά του.

Κάτι σαν ν' αναταράχτηκε στην ψυχή του. Κοίταζε σοβαρά κι επίσημα όλ' αυτά τα όμορφα και φωτεινά πρόσωπα των μαθητών, των φίλων του Ηλιούσα, και ξαφνικά τους είπε:

—Κύριοι, θα 'θελα να σας πω εδώ, σ' αυτό ακριβώς το μέρος, δυο λόγια.

Τ' αγόρια τον τριγύρισαν κι αμέσως κάρφωσαν απάνω του επίμονα, γεμάτα προσμονή βλέμματα.

—Κύριοι, γρήγορα θα χωρίσουμε. Εγώ τώρα για λίγον καιρό θα 'μαι ακόμα με τους δυο αδερφούς μου που ο ένας τους θα πάει στο κάτεργο κι ο άλλος είναι ετοιμοθάνατος. Μα γρήγορα θ' αφήσω αυτή την πολιτεία, ίσως για πολύν καιρό. Να λοιπόν που θα χωρίσουμε, κύριοι. Ας δώσουμε λοιπόν την υπόσχεση εδώ, κοντά στην πέτρα του Ηλιούσα, πως ποτέ δε θα ξεχάσουμε —πρώτα τον Ηλιούσα και δεύτερο ο ένας τον άλλον. Κι ό,τι και να μας συμβεί αργότερα στη ζωή μας, και είκοσι χρόνια αν κάνουμε να συναντηθούμε, —και πάλι θα θυμόμαστε πώς κηδέψαμε το φτωχό αγόρι, που πρώτα το πετροβολούσαμε, θυμάστε, κει στη γεφυρούλα, κι ύστερα όλοι το αγαπήσαμε τόσο πολύ. Ήταν υπέροχο παιδί, καλό και γενναίο αγόρι, είχε το αίσθημα της τιμής κι ένιωθε την πικρή προσβολή που 'χαν κάνει στον πατέρα του, που εναντίον της ξεσηκώθηκε. Κι έτσι ας τον θυμόμαστε, κύριοι, πρώτα-πρώτα, για όλη μας τη ζωή. Ακόμα κι αν θα μας απασχολούν οι πιο σπουδαίες υποθέσεις, αν πετύχουμε τιμές ή αν πέσουμε σε βαθιά δυστυχία, —το ίδιο, μην ξεχνάτε ποτέ πόσο καλά νιώθαμε μια φορά δω πέρα, όλοι μαζί, ενωμένοι μ' ένα τέτοιο καλό κι αγαθό αίσθημα, που μας έκανε ίσως και μας καλύτερους— αυτόν τον καιρό της αγάπης για το φτωχό αγόρι —απ' ό,τι πραγματικά ήμασταν. Περιστεράκια μου, —αφήστε με να σας ονομάσω έτσι— περιστεράκια μου, γιατί όλοι σας μοιάζετε τόσο πολύ μ' αυτά, μ' αυτά τα χαριτωμένα γκρίζα πουλάκια, τώρα, αυτή τη στιγμή, καθώς κοιτάω τ' αγαθά, γλυκά σας προσωπάκια, —γλυκά μου παιδάκια, ίσως να μην καταλάβετε αυτό που θα σας πω γιατί μιλάω συχνά όχι πολύ ξεκάθαρα μα ωστόσο θυμηθείτε τα λόγια μου, κι ύστερα κάποτε θα συμφωνήσετε μ' αυτά. Να ξέρετε λοιπόν πως τίποτα δεν υπάρχει υψηλότερο και δυνατότερο, υγιέστερο και χρησιμότερο για τη ζωή σας που έρχεται, από μια καλή ανάμνηση, και ιδιαίτερα απ' την παιδική ηλικία, απ' το πατρικό σπίτι. Σας λένε πολλά για την ανατροφή σας και να που κάποια τέτοια υπέροχη, άγια ανάμνηση, φυλαγμένη απ' τα παιδικά χρόνια, ίσως να 'ναι η καλύτερη ανατροφή. Αν μαζέψει κανείς μέσα του πολλές τέτοιες αναμνήσεις για τη ζωή, τότε έχει σωθεί για όλη του τη ζωή. Και μάλιστα και μια μονάχα καλή ανάμνηση αν μείνει στην καρδιά μας, κι αυτή μπορεί να μας σώσει κάποια στιγμή. Ίσως να γίνουμε κακοί αργότερα, ίσως και μια κακή πράξη ακόμα να μην έχουμε τη δύναμη να την αποφύγουμε, ίσως να ειρωνευόμαστε τ' ανθρώπινα δάκρυα, και κείνους που λένε όπως τώρα πριν λίγο αναφώνησε ο Κόλια: «Θέλω να υποφέρω για όλους τους ανθρώπους», κι αυτούς ίσως να τους χλευάζουμε. Κι ωστόσο, όσο κακοί κι αν γίνουμε, πράγμα που να μη δώσει ο Θεός, μόλις θυμηθούμε πώς κηδεύαμε τον Ηλιούσα, πόσο τον αγαπούσαμε στις τελευταίες μέρες και πώς τώρα κουβεντιάζαμε τόσο φιλικά κι όλοι μαζί κοντά σ' αυτή την πέτρα, και τότε πάλι, ακόμα κι ο πιο σκληρός από μας κι ο πιο χλευαστής, αν γίνουμε τέτοιοι, δε θα τολμήσει μέσα του να κοροϊδέψει το πόσο καλός κι αγαθός ήταν τούτη δω τη στιγμή! Κι όχι μονάχα αυτό, μα μπορεί αυτή ίσα-ίσα η ανάμνηση να τον συγκρατήσει απ' το μεγάλο κακό, και να σκεφτεί και να πει: «Ναι, ήμουν τότε καλός, γενναίος και τίμιος». Ας ειρωνευτεί μέσα του, αυτό δεν είναι τίποτα, ο άνθρωπος συχνά ειρωνεύεται το καλό και το αγαθό. Αυτό γίνεται μονάχα από επιπολαιότητα. Μα σας βεβαιώνω, κύριοι, πως μόλις θα ειρωνευτεί, τότε αμέσως θα πει μέσα στην καρδιά του: «Όχι, δεν έκανα καλά που ειρωνεύτηκα, αυτό δεν πρέπει να το περιγελάει κανείς!»

—Οπωσδήποτε έτσι θα γίνει, Καραμάζοβ, σας καταλαβαίνω, Καραμάζοβ! αναφώνησε ο Κόλια και τα μάτια του άστραψαν.

Τα παιδιά ανασάλεψαν και θέλησαν κάτι να φωνάξουν, μα συγκρατήθηκαν, κοιτώντας επίμονα και συγκινημένα το ρήτορα.

— —Αυτό το λέω για την περίπτωση που θα γίνουμε κακοί, συνέχισε ο Αλιόσα- μα γιατί να γίνουμε κακοί, ψέματα, κύριοι; Ας είμαστε πρώτα-πρώτα και πριν απ' όλα αγαθοί, ύστερα τίμιοι κι ύστερα ας μην ξεχνάμε ποτέ ο ένας τον άλλον. Αυτό και πάλι το ξαναλέω. Όσο για μένα σας δίνω το λόγο μου, κύριοι, πως κανέναν από σας δε θα ξεχάσω. Το κάθε πρόσωπο που τώρα, τούτη τη στιγμή, με κοιτάει, θα το θυμάμαι και τριάντα χρόνια να περάσουν. Πριν από λίγο να, ο Κόλια είπε στον Καρτάσοβ πως εμείς τάχα δε θέλουμε να ξέρουμε «αν υπάρχει στον κόσμο!» Μα μήπως τάχα εγώ μπορώ να ξεχάσω πως υπάρχει ο Καρτάσοβ και πως δεν κοκκινίζει τώρα όπως όταν είπε πως ανακάλυψε την Τροία, μα με κοιτάει με τα υπέροχα, αγαθά, χαρούμενα μάτια του. Κύριοι, καλοί μου κύριοι, ας είμαστε όλοι μεγαλόψυχοι και τολμηροί σαν τον Ηλιούσετσκα, έξυπνοι, τολμηροί και μεγαλόψυχοι σαν τον Κόλια (μα που θα γίνει πολύ εξυπνότερος όταν μεγαλώσει) και ας είμαστε το ίδιο ντροπαλοί μα εξυπνούληδες και καλοί σαν τον Καρτάσοβ. Μα γιατί σας μιλάω γι' αυτούς τους δυο; Όλοι σας, κύριοι, μου είσαστε αγαπητοί από τώρα, όλους θα σας έχω στην καρδιά μου, και σας παρακαλώ να μ' έχετε και σεις στην καρδιά σας. Ποιος λοιπόν μας ένωσε σ' αυτό το αγαθό και καλό αίσθημα που θα το θυμόμαστε πάντα; Ποιος άλλος απ' τον Ηλιούσετσκα, το αγαθό αγόρι, το καλό αγόρι, το ακριβό για μας αγόρι στον αιώνα τον άπαντα! Ας μην τον ξεχάσουμε ποτέ λοιπόν, αιωνία του και καλή η μνήμη στις καρδιές μας, από τώρα και στον αιώνα τον άπαντα!

— Έτσι, έτσι, αιωνία, αιωνία, φωνάξανε όλα τ' αγόρια με τις ηχηρές φωνές τους, με συγκινημένα πρόσωπα.

—Ας θυμόμαστε και το πρόσωπό του, και τα ρούχα του και τα φτωχά παπουτσάκια του, και το μικρό του φέρετρο και το δυστυχισμένο αμαρτωλό πατέρα του, και πως αυτός θαρρετά ξεσηκώθηκε να τον υπερασπίσει ενάντια σ' όλη την τάξη!

—Ναι, ναι, θα τον θυμόμαστε! φώναξαν και πάλι τα παιδιά:

Ήταν γενναίος, ήταν καλός!

—Αχ, πώς τον αγαπούσα! αναφώνησε ο Κόλια.

—Αχ, μικρά μου παιδιά, αχ, καλοί μου φίλοι, μη φοβάστε τη ζωή! Πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν κάνει κανείς κάτι καλό και δίκαιο!

—Ναι, ναι, επιβεβαίωσαν ενθουσιασμένα τ' αγόρια.

—Καραμάζοβ, σας αγαπάμε! αναφώνησε ασυγκράτητα μια φωνή, ίσως του Καρτάσοβ.

—Σας αγαπάμε, σας αγαπάμε, επανέλαβαν όλοι.

Σε πολλών τα μάτια λάμπανε δάκρυα.

—Ζήτω του Καραμάζοβ! φώναξε ενθουσιασμένα ο Κόλια.

—Και αιωνία η μνήμη του νεκρού αγοριού! με αίσθημα πρόσθεσε πάλι ο Αλιόσα.

—Αιωνία η μνήμη! ξαναφώναξαν τ' αγόρια.

—Καραμάζοβ! φώναξε ο Κόλια· ώστε στ' αλήθεια λέει η θρησκεία πως όλοι μας θα σηκωθούμε από νεκροί και θα ξαναζήσουμε και θα ξαναδούμε πάλι ο ένας τον άλλον, και όλους και τον Ηλιούσετσκα;

—Το δίχως άλλο θ' αναστηθούμε, το δίχως άλλο θα τον δούμε, και χαρούμενα, εύθυμα θα διηγηθούμε ο ένας στον άλλον όλα όσα γίνανε, μισογελώντας μισοενθουσιασμένος απάντησε ο Αλιόσα.

—Αχ, πόσο όμορφα θα 'ναι τότε! ξέφυγε του Κόλια.

—Και τώρα λοιπόν ας τελειώσουμε τους λόγους κι ας πάμε στο τραπέζι της παρηγοριάς. Μη σας πειράζει που θα φάμε τηγανίτες. Αυτό είναι μια παλιά, αιώνια συνήθεια, έχει κι αυτή τα καλά της, γέλασε ο Αλιόσα. Ε, λοιπόν πάμε! Να μας τώρα που πηγαίναμε χέρι με χέρι...

—Και πάντα έτσι, σ' όλη μας τη ζωή χέρι με χέρι! Ζήτω του Καραμάζοβ! φώναξε ακόμα μια φορά ενθουσιασμένα ο Κόλια κι ακόμα μια φορά τ' αγόρια επανέλαβαν την κραυγή του.

ΤΕΛΟΣ


13. III. Η κηδεία του Ηλιούσετσκα - Λόγος κοντά στην πέτρα

Πραγματικά άργησε. Τον περίμεναν και μάλιστα είχαν αποφασίσει να πάνε χωρίς αυτόν τ' όμορφο, στολισμένο με λουλούδια μικρό φέρετρο στην εκκλησία. Ήταν το φέρετρο του φτωχού μικρού Ηλιούσετσκα. Πέθανε δυο μέρες μετά την καταδίκη του Μίτια. Τον Αλιόσα, απ' την εξώπορτα κιόλας, τον υποδέχτηκαν οι φωνές των παιδιών, των φίλων του Ηλιούσα. Τον περίμεναν με ανυπομονησία και χάρηκαν που επιτέλους ήρθε. Είχαν μαζευτεί καμιά δωδεκαριά, όλοι είχαν έρθει με τις σάκες τους κρεμασμένες στον ώμο.

«Ο μπαμπάς θα κλαίει, μην τον αφήνετε μονάχο τον μπαμπά», τους είχε πει ο Ηλιούσα πεθαίνοντας, και τ' αγόρια το θυμήθηκαν αυτό.

Επικεφαλής τους ήταν ο Κόλια Κρασότκιν.

—Πόσο χαίρομαι που ήρθατε, Καραμάζοβ! αναφώνησε αυτός δίνοντας το χέρι στον Αλιόσα. Εδώ είναι φρίκη. Αλήθεια, είναι τρομερό να βλέπεις. Ο Σνεγκιριόβ δεν είναι μεθυσμένος, το ξέρουμε θετικά πως δεν ήπιε τίποτα σήμερα, μα σα να 'ναι μεθυσμένος... Εγώ πάντα είμαι ψύχραιμος, μα αυτό είναι τρομερό. Καραμάζοβ, αν δεν σας χασομεράω, θα 'θελα κάτι ακόμα να σας ρωτήσω, προτού να μπείτε.

—Τι συμβαίνει, Κόλια; κοντοστάθηκε ο Αλιόσα.

—Είναι αθώος ο αδερφός σας ή ένοχος; Αυτός σκότωσε τον πατέρα σας ή ο λακές; Ό,τι θα μου πείτε αυτό και θα 'ναι. Τέσσερις νύχτες δεν κοιμήθηκα με αυτή τη σκέψη.

—Σκότωσε ο λακές, ο αδερφός μου είναι αθώος, απάντησε ο Αλιόσα.

—Και γω αυτό λέω! φώναξε ξάφνου ο Σμούροβ.

—Κι έτσι θα χαθεί αθώο θύμα, για την αλήθεια! αναφώνησε ο Κόλια. Αν και χάθηκε, είναι ευτυχισμένος! Είμαι έτοιμος να τον ζηλέψω!

—Τι λέτε, πώς μπορεί να γίνει αυτό, και γιατί; αναφώνησε απορημένος ο Αλιόσα.

—Ω, αν μπορούσα ποτέ να προσφέρω τον εαυτό μου θυσία για την αλήθεια! πρόφερε μ' ενθουσιασμό ο Κόλια.

—Μα όχι σε μια τέτοια υπόθεση, όχι με τέτοιο αίσχος, όχι με τέτοια φρίκη! είπε ο Αλιόσα.

—Βέβαια... θα 'θελα να πεθάνω για όλη την ανθρωπότητα, όσο για το αίσχος, το ίδιο μου κάνει: ας χαθούν τα ονόματά μας. Τον αδερφό σας τον σέβομαι!

—Και γω επίσης! ξάφνου κι εντελώς πια αναπάντεχα ξεφώνισε απ' το πλήθος κείνο το ίδιο αγόρι που κάποτε ανακοίνωσε πως ξέρει ποιος ίδρυσε την Τροία και φωνάζοντας το, ακριβώς όπως και τότε, κοκκίνισε ως τ' αυτιά.

Ο Αλιόσα μπήκε στο δωμάτιο. Στο γαλάζιο, στολισμένο με άσπρο τούλι φέρετρο κειτόταν με σταυρωμένα χέρια και κλειστά τα ματάκια ο Ηλιούσα. Τα χαρακτηριστικά του αδυνατισμένου του προσώπου καθόλου σχεδόν δεν είχαν αλλάξει και, παράξενο, το πτώμα δε μύριζε σχεδόν καθόλου. Η έκφραση του προσώπου ήταν σοβαρή και σάμπως σκεφτική. Ιδιαίτερα όμορφα ήταν τα χέρια, τοποθετημένα σταυρωτά, σα να 'ταν λαξεμένα σε μάρμαρο. Στα χέρια του είχαν βάλει λουλούδια, μα κι όλο το φέρετρο ήταν στολισμένο κι απ' έξω κι από μέσα με λουλούδια, που τα 'χε στείλει μόλις χάραξε η Λίζα Χοχλάκοβα. Μα ήρθαν κι άλλα λουλούδια απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα κι όταν ο Αλιόσα άνοιξε την πόρτα, ο λοχαγός με τρεμάμενα χέρια ράντιζε με λουλούδια ξανά το αγαπημένο του αγόρι. Μόλις και μετά βίας έριξε ένα βλέμμα στον Αλιόσα, μα και κανέναν δεν ήθελε να κοιτάει, ακόμα και την τρελή γυναίκα του που έκλαιγε, τη «μητερούλα» του, που όλο προσπαθούσε να σηκωθεί στα άρρωστα πόδια της και να ρίξει μια ματιά στο νεκρό της αγοράκι. Τη Νίνοτσκα, τα παιδιά τη σήκωσαν μαζί με την καρέκλα της και την έφεραν δίπλα στο φέρετρο. Αυτή καθόταν έχοντας ακουμπισμένο εκεί το κεφάλι της και φαίνεται πως έκλαιγε σιωπηλά. Το πρόσωπο του Σνεγκιριόβ είχε ύφος ζωηρεμένο, μα σάμπως χαμένο, και μαζί κι αγριεμένο. Στις χειρονομίες του, στα λόγια που του ξέφευγαν, υπήρχε κάτι σαν τρέλα. «Πατερούλη μου, γλυκέ μου πατερούλη!» αναφωνούσε αυτός κάθε στιγμή κοιτάζοντας τον Ηλιούσα. Είχε τη συνήθεια, όταν ακόμα ζούσε ο Ηλιούσα, να τον λέει χαϊδευτικά: «πατερούλη μου, γλυκέ μου πατερούλη!» —Μπαμπάκα, δώσ' μου και μένα λουλουδάκια, πάρε απ' το χεράκι του κείνο το άσπρο και δώσ' μου το! παρακάλεσε με λυγμούς η τρελή «μητερούλα».

Να της άρεσε άραγε τόσο πολύ το μικρό άσπρο τριαντάφυλλο που ήταν στα χέρια του Ηλιούσα ή θέλησε να πάρει ένα λουλούδι απ' τα χέρια του για ενθύμιο; Πάντως τραντάχτηκε ολόκληρη απλώνοντας τα χέρια της προς τα λουλούδια.

—Σε κανέναν δε θα δώσω, τίποτα δε θα δώσω! αναφώνησε σκληρά ο Σνεγκιριόβ. Δικά του είναι τα λουλουδάκια κι όχι δικά σου. Όλα δικά του είναι, τίποτα δικό σου!

—Μπαμπά, δώστε στη μητέρα το λουλούδι! σήκωσε ξάφνου το μουσκεμένο στα δάκρυα πρόσωπό της η Νίνοτσκα.

—Τίποτα δε θα δώσω, και προπάντων σ' αυτήν! Αυτή δεν τον αγαπούσε. Αυτή του πήρε τότε το κανονάκι, κι αυτός της το χά-ρι-σε, είπε ξάφνου μέσα σε λυγμούς ο λοχαγός καθώς θυμήθηκε πως ο Ηλιούσα είχε παραχωρήσει τότε το κανονάκι του στη μητέρα.

Η άμοιρη τρελή άρχισε να κλαίει σιγανά, κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια της. Τα παιδιά, βλέποντας επιτέλους πως ο πατέρας δεν αφήνει το φέρετρο, κι όμως είναι καιρός να το μεταφέρουν, περιτριγύρισαν ξάφνου το φέρετρο σε πυκνή ομάδα κι άρχισαν να το σηκώνουν.

—Δε θέλω να τον θάψω στο κοιμητήρι! ούρλιαξε ξάφνου ο Σνεγκιριόβ. Κοντά στην πέτρα θα τον θάψω, στη μικρή μας πέτρα! Έτσι πρόσταξε ο Ηλιούσα. Δε θ' αφήσω να τον πάρουν!

Αυτός και πριν, όλες τις τρεις μέρες, έλεγε πως θα τον θάψει κοντά στην πέτρα. Μα μπήκαν στη μέση ο Αλιόσα, ο Κρασότκιν, η νοικοκυρά του σπιτιού, η αδερφή της, όλα τα παιδιά.

—Κοίτα κει τι σκαρφίστηκε, να τον θάψει κοντά στη μαγαρισμένη πέτρα, λες κι είναι κανένας που κρεμάστηκε, πρόφερε αυστηρά η γριά νοικοκυρά. Εκεί στο κοιμητήρι η γη είναι ευλογημένη. Εκεί θα προσεύχονται γι' αυτόν. Απ' την εκκλησία ακούγονται οι ψαλμοί κι ο διάκος διαβάζει τόσο καθαρά και δυνατά που όλα θα φτάνουν κάθε φορά ως αυτόν, το ίδιο σα να διαβάζανε πάνω στο μνήμα του...

Ο λοχαγός κούνησε επιτέλους τα χέρια του:

«Πηγαίνετέ τον», σα να 'λεγε: όπου θέλετε!

Τα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο μα, περνώντας το μπροστά απ' τη μητέρα, σταμάτησαν και το κατέβασαν για να μπορέσει ν' αποχαιρετήσει τον Ηλιούσα. Μα βλέποντας ξάφνου από κοντά αυτό το ακριβό προσωπάκι που τρεις μέρες τώρα το κοίταζε μονάχα από μακριά, άρχισε ξάφνου να τρέμει σύγκορμη κουνώντας υστερικά το ασπρόμαλλο κεφάλι της μπρος πίσω, πάνω απ' το φέρετρο.

—Μαμά, ευλόγησέ τον, σταύρωσέ τον, φίλησέ τον, της φώναξε η Νίνοτσκα.

Μα κείνη, σαν αυτόματο, όλο κουνούσε το κεφάλι της και χωρίς να βγάλει λέξη, με στραβωμένο απ' τον σπαραχτικό πόνο πρόσωπο, ξάφνου άρχισε να χτυπάει το στήθος με τις γροθιές της. Το φέρετρο το πήγαν παρακάτω. Η Νίνοτσκα ακούμπησε για τελευταία φορά τα χείλη της στο στόμα του πεθαμένου της αδερφού, όταν το περνούσαν από μπροστά της. Ο Αλιόσα, βγαίνοντας απ' το σπίτι, στράφηκε στη σπιτονοικοκυρά, με την παράκληση να προσέχει τις γυναίκες που μείνανε, μα κείνη δεν τον άφησε ούτε να τελειώσει:

—Αυτό έλειπε δα. Μαζί τους θα μείνω. Χριστιανοί είμαστε και μεις.

Η γριά, λέγοντάς τα αυτά, έκλαιγε. Ως την εκκλησία δεν ήταν μακριά, κάπου τριακόσα βήματα, όχι περισσότερο. Η μέρα ήταν φωτεινή, ήσυχη: έκανε παγωνιά, μα όχι μεγάλη. Οι καμπάνες ακούγονταν ακόμα. Ο Σνεγκιριόβ, με ύφος χαμένο και γεμάτο φροντίδα, έτρεχε πίσω απ' το φέρετρο, ντυμένος με το παλιό, κοντούτσικο, σχεδόν καλοκαιρινό παλτουδάκι του, με ξέσκεπο κεφάλι κι ένα παλιό με φαρδιά μπορ μαλακό καπέλο στα χέρια. Βρισκόταν σε κάποια αξεδιάλυτη φροντίδα, πότε άπλωνε ξαφνικά τα χέρια για να βαστάξει το φέρετρο από μπροστά και μονάχα εμπόδιζε αυτούς που το μετέφεραν, άλλοτε έτρεχε απ' το πλάι και γύρευε πώς να βοηθήσει σε κάτι τουλάχιστο. Έπεσε ένα λουλούδι στο χιόνι κι αυτός όρμησε να το σηκώσει, λες κι απ' αυτό το λουλούδι ένας Θεός ξέρει τι εξαρτιότανε.

—Μα την κόρα, την κόρα ξεχάσαμε, αναφώνησε ξάφνου με τρομερό φόβο.

Μα τ' αγόρια του υπενθύμισαν πως την κόρα του ψωμιού την πήρε από πρώτα μαζί του και την έχει στην τσέπη... Αυτός την έβγαλε αμέσως απ' την τσέπη του κι αφού βεβαιώθηκε ησύχασε.

—Ο Ηλιούσετσκα το πρόσταξε, ο Ηλιούσετσκα, εξήγησε αμέσως στον Αλιόσα. Ήταν νύχτα και γω καθόμουνα κοντά του και ξάφνου με πρόσταξε: «Μπαμπάκα, όταν θα με σκεπάσουν με χώματα, ρίξε πάνω λίγα ψίχουλα ψωμάκι για να 'ρθουν σπουργιτάκια, εγώ θα τ' ακούσω πως ήρθανε και θα 'μαι χαρούμενος που δε θα 'μαι μονάχος».

—Αυτό είναι πολύ καλό, είπε ο Αλιόσα. Πρέπει να του πηγαίνουμε συχνότερα.

—Κάθε μέρα, κάθε μέρα! ψέλλισε ο λοχαγός σα να ζωήρεψε ολόκληρος.

Φτάσαν επιτέλους και τοποθέτησαν το φέρετρο στη μέση της εκκλησίας. Όλα τ' αγόρια το τριγύρισαν και στάθηκαν έτσι φρόνιμα σ' όλη τη λειτουργία. Η εκκλησία ήταν παλιά κι αρκετά φτωχική, πολλά εικονίσματα δεν είχαν καθόλου ασημώματα μα σε κάτι τέτοιες εκκλησίες προσεύχεται κανείς καλύτερα. Στη λειτουργία ο Σνεγκιριόβ σα να ησύχασε λιγάκι, μα από καιρό σε καιρό πάλι του παρουσιαζόταν κείνη η ασύνειδη φροντίδα, η δίχως σκοπό: Μια πλησίαζε στο φέρετρο για να διορθώσει το κάλυμμα ή το μικρό στεφάνι- όταν έπεσε ένα κερί απ' το μανουάλι, ρίχτηκε να το ξαναβάλει στη θέση του και χασομέρησε τρομερά μ' αυτό. Ύστερα πια· ησύχασε και στάθηκε ήρεμος κοντά στο κεφάλι του φέρετρου με ύφος σαν αποχαυνωμένο, όλο έγνοια και απορία. Μετά τον Απόστολο ψιθύρισε ξάφνου στον Αλιόσα, που στεκόταν δίπλα του, πως τον Απόστολο δεν τον διαβάσανε όπως έπρεπε μα ωστόσο δεν εξήγησε τη σκέψη του. Στο χερουβικό άρχισε να ψέλνει κι αυτός μα δεν τέλειωσε, γονάτισε, ακούμπησε το μέτωπο στις πλάκες της εκκλησίας κι έμεινε έτσι αρκετά. Τέλος άρχισε η νεκρώσιμη ακολουθία, μοιράσανε τα κεριά. Ο τρελός από πόνο πατέρας έγινε και πάλι ανήσυχος μα ο σπαραχτικός, συγκινητικός επικήδειος ψαλμός ξύπνησε και συνεπήρε την ψυχή του. Τότε σα να σκέβρωσε ολόκληρος, κι άρχισε να κλαίει με γρήγορα αναφιλητά, στην αρχή πνίγοντας τη φωνή του, μα ύστερα φλογερά, ασυγκράτητα. Κι όταν άρχισαν να δίνουν τον τελευταίο ασπασμό και να σκεπάζουν το φέρετρο, αυτός το αγκάλιασε με τα χέρια του, σαν να μην επέτρεπε να σκεπάσουν τον Ηλιούσετσκα κι άρχισε διψασμένα, χωρίς να ξεκολλάει από πάνω του, να φιλάει στα χείλη το πεθαμένο του αγόρι. Τέλος τον καταφέρανε και τον απομάκρυναν μα αυτός ξαφνικά τέντωσε τα χέρια του κι άρπαξε μερικά λουλούδια απ' το φέρετρο. Τα κοίταζε και σαν να τον άδραξε κάποια καινούργια ιδέα έτσι που το κυριότερο σα να το ξέχασε για μια στιγμή. Σιγά-σιγά σα να 'πεσε σε συλλογή και δεν εναντιωνόταν πια, όταν σήκωσαν το φέρετρο και το πήγαν στο μνήμα. Το μνήμα ήταν εκεί κοντά, μέσα στον περίβολο δίπλα στην εκκλησία· ήταν ακριβό. Πλήρωσε γι' αυτό η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Ύστερ' απ' τους συνηθισμένους τύπους οι νεκροθάφτες κατέβασαν το φέρετρο. Ο Σνεγκιριόβ έσκυψε τόσο πολύ με τα λουλουδάκια του στο χέρι πάνω απ' τον ανοιχτό τάφο, που τ' αγόρια τρομαγμένα, αρπάχτηκαν απ' το παλτό του κι άρχισαν να τον τραβάνε πίσω. Μα αυτός σαν να μην καταλάβαινε πια τι γίνεται γύρω του. Όταν άρχισαν να ρίχνουν χώματα μέσα στον τάφο, άρχισε ξάφνου να δείχνει το χώμα που έπεφτε, σα ν' άρχισε μάλιστα κάτι να λέει, κανένας όμως δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα, μα κι αυτός ξάφνου σώπασε. Εδώ του υπενθύμισαν πως πρέπει να ρίξει τα ψίχουλα κι αυτός ταράχτηκε τρομερά, άρπαξε την κόρα κι άρχισε να την κομματιάζει σκορπίζοντας τα ψίχουλα πάνω στο μνήμα:

«Να λοιπόν, ελάτε, πουλάκια μου, ελάτε σπουργιτάκια!» μουρμούριζε όλο φροντίδα.

Κάποιο αγόρι τού παρατήρησε πως με τα λουλούδια στο χέρι δεν μπορεί να θρυμματίζει εύκολα το ψωμί και να τα δώσει να τα κρατήσει για λίγο κάποιος άλλος. Μα αυτός δεν τα 'δωσε, μάλιστα φοβήθηκε ξαφνικά για τα λουλούδια του, σα να θέλανε να του τα πάρουν, κι αφού κοίταξε το μνήμα και βεβαιώθηκε πως όλα πια είχαν γίνει, πως τα ψίχουλα ήταν σκορπισμένα, ξάφνου, αναπάντεχα κι εντελώς ήρεμα, γύρισε και τράβηξε για το σπίτι. Το βήμα του ωστόσο γινόταν όλο και πιο γρήγορο και πιο ανυπόμονο· βιαζότανε, σχεδόν έτρεχε. Τ' αγόρια κι ο Αλιόσα δεν τον προλαβαίνανε.

—Λουλουδάκια στη μητερούλα! Λουλουδάκια στη μητερούλα, την πικράναμε τη μητερούλα, άρχισε ξάφνου ν' αναφωνεί.

Κάποιος του φώναξε να φορέσει το καπέλο του γιατί τώρα κάνει κρύο, μα ακούγοντάς το αυτό, εκείνος, σα να τον έπιασε κακία, έριξε το καπέλο πάνω στο χιόνι κι άρχισε να λέει:

«Δε θέλω το καπέλο, δεν το θέλω!»

Ο Σμούροβ το σήκωσε- όλα τ' αγόρια ως το τελευταίο κλαίγανε, και περισσότερο απ' όλους ο Κόλια και τ' αγόρι που ανακάλυψε την Τροία-κι ο Σμούροβ με το καπέλο του λοχαγού στο χέρι κι αυτός έκλαιγε τρομερά μα πρόφτασε ωστόσο, σχεδόν τρέχοντας, ν' αρπάξει ένα κομμάτι τούβλο που κοκκίνιζε πάνω στο χιόνι του δρόμου για να σημαδέψει μ' αυτό ένα κοπάδι σπουργίτια που πέρασε πετώντας. Βέβαια δεν πέτυχε κανένα κι εξακολούθησε να τρέχει κλαίγοντας. Στα μισά του δρόμου ο Σνεγκιριόβ σταμάτησε απρόσμενα, στάθηκε κάπου μισό λεπτό σα να τον εξέπληξε κάτι και ξάφνου γύρισε πίσω στην εκκλησία και ρίχτηκε τρέχοντας κατά το μνήμα. Μα τ' αγόρια αμέσως τον προφτάσανε κι αρπάχτηκαν από πάνω του απ' όλες τις μεριές. Τότε αυτός, σα να 'χασε κάθε δύναμη, έπεσε στο χιόνι και χτυπιότανε κλαίγοντας και θρηνώντας- άρχισε ν' αναφωνεί: «Πατερούλη μου, Ηλιούσετσκα, γλυκέ μου πατερούλη!» Ο Αλιόσα κι ο Κόλια άρχισαν να τον παρακαλούν και να προσπαθούν να τον συνεφέρουν.

—Φτάνει πια, λοχαγέ! Ένας άντρας πρέπει να υπομένει, μουρμούριζε ο Κόλια.

—Θα χαλάσετε τα λουλούδια, πρόφερε κι ο Αλιόσα, κι η «μητερούλα» τα περιμένει. Αυτή κάθεται και κλαίει γιατί πριν από λίγο δεν της δώσατε λουλούδια απ' τον Ηλιούσετσκα. Εκεί είναι ακόμα το κρεβατάκι του Ηλιούσετσκα. ..

—Ναι, ναι στη μητερούλα! θυμήθηκε ξάφνου και πάλι ο Σνεγκιριόβ. Το κρεβατάκι θα το πάρουν, θα το πάρουν! πρόστεσε σα να τον έπιασε φόβος πως και πραγματικά θα το 'παιρναν, σηκώθηκε κι έτρεξε πάλι για το σπίτι.

Μα ήταν πια κοντά κι όλοι φτάσανε μαζί. Ο Σνεγκιριόβ άνοιξε βιαστικά την πόρτα και φώναξε στη γυναίκα του που τόσο σκληρά είχε μαλώσει το πρωί μαζί της:

—Μητερούλα, ακριβή μου, ο Ηλιούσετσκα σού έστειλε λουλουδάκια, τα ποδαράκια σου τ' άρρωστα! φώναξε αυτός προτείνοντάς της ένα ματσάκι λουλούδια παγωμένα, που τα 'χε τσαλακώσει καθώς χτυπιότανε στο χιόνι.

Μα κείνη την ίδια στιγμή, είδε μπροστά στο κρεβατάκι του Ηλιούσα, στη γωνιά, τα παπουτσάκια του Ηλιούσα που στέκονταν το 'να κοντά στ' άλλο, μόλις συγυρισμένα απ' τη σπιτονοικυρά, παλιά, ξεθωριασμένα, σκεβρωμένα παπουτσάκια χιλιομπαλωμένα. Βλέποντάς τα, σήκωσε τα χέρια κι όρμησε σ' αυτά, έπεσε στα γόνατα, άρπαξε ένα παπουτσάκι και φέροντας το στα χείλια του άρχισε να το φιλάει άπληστα φωνάζοντας:

«Πατερούλη μου, Ηλιούσετσκα, γλυκέ μου πατερούλη, πού είναι τα ποδαράκια σου;»

—Πού τον πήγες; Πού τον πήγες; με σπαραχτική φωνή ούρλιαζε η τρελή.

Τότε πια έβαλε τα κλάματα κι η Νίνοτσκα. Ο Κόλια βγήκε τρέχοντας απ' το δωμάτιο· πίσω του άρχισαν να βγαίνουν και τ' άλλα παιδιά. Βγήκε τέλος ξοπίσω τους κι ο Αλιόσα:

«Ας κλάψουνε», είπε στον Κόλια, «εδώ βέβαια δε χωράει παρηγοριά. Ας περιμένουμε λίγο κι ύστερα γυρίζουμε».

—Ναι, δε χωράει, είναι τρομερό, βεβαίωσε ο Κόλια. Ξέρετε, Καραμάζοβ, χαμήλωσε ξάφνου τη φωνή του για να μην ακούσει κανείς. Είμαι πολύ λυπημένος κι αν μονάχα ήταν δυνατό να τον αναστήσω, θα 'δινα το καθετί!

—Αχ, και γω το ίδιο, είπε ο Αλιόσα.

—Τι λέτε, Καραμάζοβ, να 'ρθουμε δω πέρα το βράδυ; Αυτός ασφαλώς θα μεθύσει.

—Μπορεί και να μεθύσει. Θα 'ρθουμε μονάχα εμείς οι δυο, να κάνουμε συντροφιά καμιάν ωρίτσα στη μητέρα και στη Νίνοτσκα, γιατί αν έρθουμε όλοι μαζί θα τους τα θυμίσουμε και πάλι όλα, συμβούλεψε ο Αλιόσα.

—Εκεί τώρα η σπιτονοικοκυρά στρώνει τραπέζι —θα κάνουν τώρα το τραπέζι της παρηγοριάς, θαρρώ, θα 'ρθει κι ο παπάς. Να γυρίσουμε τώρα κει, Καραμάζοβ, ή όχι;

—Το δίχως άλλο, είπε ο Αλιόσα.

—Παράξενα είναι όλ' αυτά, Καραμάζοβ, τέτοια θλίψη και ξάφνου κάτι τηγανίτες, πόσο όλ' αυτά είναι αφύσικα στη θρησκεία μας!

—Θα 'χουν εκεί και σολομό, παρατήρησε ξάφνου δυνατά το παιδί που ανακάλυψε την Τροία.

—Σας παρακαλώ σοβαρά, Καρτάσοβ, να μην μπαίνετε στη μέση με τις ανοησίες σας, ιδιαίτερα όταν δεν κουβεντιάζω μαζί σας και δε θέλω μάλιστα να ξέρω αν υπάρχετε σ' αυτό τον κόσμο! εξακόντισε ερεθισμένα ο Κόλια προς το μέρος του.

Τ' αγόρι κατακοκκίνισε μα δεν τόλμησε ν' απαντήσει τίποτα. Στο μεταξύ προχωρούσαν όλοι αργά στο μονοπάτι, και ξάφνου ο Σμούροβ φώναξε:

—Να η πέτρα του Ηλιούσα. Να, εδώ θέλανε να τον θάψουν!

Όλοι σιωπηλοί σταμάτησαν κοντά στη μεγάλη πέτρα. Ο Αλιόσα κοίταξε κι όλη εκείνη η εικόνα που του διηγήθηκε τότε ο Σνεγκιριόβ για τον Ηλιούσετσκα, πως εκείνος κλαίγοντας κι αγκαλιάζοντας τον πατέρα αναφώνησε:

«Μπαμπάκα, μπαμπάκα, πόσο σε ταπείνωσε!» παρουσιάστηκε μεμιάς μπροστά του.

Κάτι σαν ν' αναταράχτηκε στην ψυχή του. Κοίταζε σοβαρά κι επίσημα όλ' αυτά τα όμορφα και φωτεινά πρόσωπα των μαθητών, των φίλων του Ηλιούσα, και ξαφνικά τους είπε:

—Κύριοι, θα 'θελα να σας πω εδώ, σ' αυτό ακριβώς το μέρος, δυο λόγια.

Τ' αγόρια τον τριγύρισαν κι αμέσως κάρφωσαν απάνω του επίμονα, γεμάτα προσμονή βλέμματα.

—Κύριοι, γρήγορα θα χωρίσουμε. Εγώ τώρα για λίγον καιρό θα 'μαι ακόμα με τους δυο αδερφούς μου που ο ένας τους θα πάει στο κάτεργο κι ο άλλος είναι ετοιμοθάνατος. Μα γρήγορα θ' αφήσω αυτή την πολιτεία, ίσως για πολύν καιρό. Να λοιπόν που θα χωρίσουμε, κύριοι. Ας δώσουμε λοιπόν την υπόσχεση εδώ, κοντά στην πέτρα του Ηλιούσα, πως ποτέ δε θα ξεχάσουμε —πρώτα τον Ηλιούσα και δεύτερο ο ένας τον άλλον. Κι ό,τι και να μας συμβεί αργότερα στη ζωή μας, και είκοσι χρόνια αν κάνουμε να συναντηθούμε, —και πάλι θα θυμόμαστε πώς κηδέψαμε το φτωχό αγόρι, που πρώτα το πετροβολούσαμε, θυμάστε, κει στη γεφυρούλα, κι ύστερα όλοι το αγαπήσαμε τόσο πολύ. Ήταν υπέροχο παιδί, καλό και γενναίο αγόρι, είχε το αίσθημα της τιμής κι ένιωθε την πικρή προσβολή που 'χαν κάνει στον πατέρα του, που εναντίον της ξεσηκώθηκε. Κι έτσι ας τον θυμόμαστε, κύριοι, πρώτα-πρώτα, για όλη μας τη ζωή. Ακόμα κι αν θα μας απασχολούν οι πιο σπουδαίες υποθέσεις, αν πετύχουμε τιμές ή αν πέσουμε σε βαθιά δυστυχία, —το ίδιο, μην ξεχνάτε ποτέ πόσο καλά νιώθαμε μια φορά δω πέρα, όλοι μαζί, ενωμένοι μ' ένα τέτοιο καλό κι αγαθό αίσθημα, που μας έκανε ίσως και μας καλύτερους— αυτόν τον καιρό της αγάπης για το φτωχό αγόρι —απ' ό,τι πραγματικά ήμασταν. Περιστεράκια μου, —αφήστε με να σας ονομάσω έτσι— περιστεράκια μου, γιατί όλοι σας μοιάζετε τόσο πολύ μ' αυτά, μ' αυτά τα χαριτωμένα γκρίζα πουλάκια, τώρα, αυτή τη στιγμή, καθώς κοιτάω τ' αγαθά, γλυκά σας προσωπάκια, —γλυκά μου παιδάκια, ίσως να μην καταλάβετε αυτό που θα σας πω γιατί μιλάω συχνά όχι πολύ ξεκάθαρα μα ωστόσο θυμηθείτε τα λόγια μου, κι ύστερα κάποτε θα συμφωνήσετε μ' αυτά. Να ξέρετε λοιπόν πως τίποτα δεν υπάρχει υψηλότερο και δυνατότερο, υγιέστερο και χρησιμότερο για τη ζωή σας που έρχεται, από μια καλή ανάμνηση, και ιδιαίτερα απ' την παιδική ηλικία, απ' το πατρικό σπίτι. Σας λένε πολλά για την ανατροφή σας και να που κάποια τέτοια υπέροχη, άγια ανάμνηση, φυλαγμένη απ' τα παιδικά χρόνια, ίσως να 'ναι η καλύτερη ανατροφή. Αν μαζέψει κανείς μέσα του πολλές τέτοιες αναμνήσεις για τη ζωή, τότε έχει σωθεί για όλη του τη ζωή. Και μάλιστα και μια μονάχα καλή ανάμνηση αν μείνει στην καρδιά μας, κι αυτή μπορεί να μας σώσει κάποια στιγμή. Ίσως να γίνουμε κακοί αργότερα, ίσως και μια κακή πράξη ακόμα να μην έχουμε τη δύναμη να την αποφύγουμε, ίσως να ειρωνευόμαστε τ' ανθρώπινα δάκρυα, και κείνους που λένε όπως τώρα πριν λίγο αναφώνησε ο Κόλια: «Θέλω να υποφέρω για όλους τους ανθρώπους», κι αυτούς ίσως να τους χλευάζουμε. Κι ωστόσο, όσο κακοί κι αν γίνουμε, πράγμα που να μη δώσει ο Θεός, μόλις θυμηθούμε πώς κηδεύαμε τον Ηλιούσα, πόσο τον αγαπούσαμε στις τελευταίες μέρες και πώς τώρα κουβεντιάζαμε τόσο φιλικά κι όλοι μαζί κοντά σ' αυτή την πέτρα, και τότε πάλι, ακόμα κι ο πιο σκληρός από μας κι ο πιο χλευαστής, αν γίνουμε τέτοιοι, δε θα τολμήσει μέσα του να κοροϊδέψει το πόσο καλός κι αγαθός ήταν τούτη δω τη στιγμή! Κι όχι μονάχα αυτό, μα μπορεί αυτή ίσα-ίσα η ανάμνηση να τον συγκρατήσει απ' το μεγάλο κακό, και να σκεφτεί και να πει: «Ναι, ήμουν τότε καλός, γενναίος και τίμιος». Ας ειρωνευτεί μέσα του, αυτό δεν είναι τίποτα, ο άνθρωπος συχνά ειρωνεύεται το καλό και το αγαθό. Αυτό γίνεται μονάχα από επιπολαιότητα. Μα σας βεβαιώνω, κύριοι, πως μόλις θα ειρωνευτεί, τότε αμέσως θα πει μέσα στην καρδιά του: «Όχι, δεν έκανα καλά που ειρωνεύτηκα, αυτό δεν πρέπει να το περιγελάει κανείς!»

—Οπωσδήποτε έτσι θα γίνει, Καραμάζοβ, σας καταλαβαίνω, Καραμάζοβ! αναφώνησε ο Κόλια και τα μάτια του άστραψαν.

Τα παιδιά ανασάλεψαν και θέλησαν κάτι να φωνάξουν, μα συγκρατήθηκαν, κοιτώντας επίμονα και συγκινημένα το ρήτορα.

— —Αυτό το λέω για την περίπτωση που θα γίνουμε κακοί, συνέχισε ο Αλιόσα- μα γιατί να γίνουμε κακοί, ψέματα, κύριοι; Ας είμαστε πρώτα-πρώτα και πριν απ' όλα αγαθοί, ύστερα τίμιοι κι ύστερα ας μην ξεχνάμε ποτέ ο ένας τον άλλον. Αυτό και πάλι το ξαναλέω. Όσο για μένα σας δίνω το λόγο μου, κύριοι, πως κανέναν από σας δε θα ξεχάσω. Το κάθε πρόσωπο που τώρα, τούτη τη στιγμή, με κοιτάει, θα το θυμάμαι και τριάντα χρόνια να περάσουν. Πριν από λίγο να, ο Κόλια είπε στον Καρτάσοβ πως εμείς τάχα δε θέλουμε να ξέρουμε «αν υπάρχει στον κόσμο!» Μα μήπως τάχα εγώ μπορώ να ξεχάσω πως υπάρχει ο Καρτάσοβ και πως δεν κοκκινίζει τώρα όπως όταν είπε πως ανακάλυψε την Τροία, μα με κοιτάει με τα υπέροχα, αγαθά, χαρούμενα μάτια του. Κύριοι, καλοί μου κύριοι, ας είμαστε όλοι μεγαλόψυχοι και τολμηροί σαν τον Ηλιούσετσκα, έξυπνοι, τολμηροί και μεγαλόψυχοι σαν τον Κόλια (μα που θα γίνει πολύ εξυπνότερος όταν μεγαλώσει) και ας είμαστε το ίδιο ντροπαλοί μα εξυπνούληδες και καλοί σαν τον Καρτάσοβ. Μα γιατί σας μιλάω γι' αυτούς τους δυο; Όλοι σας, κύριοι, μου είσαστε αγαπητοί από τώρα, όλους θα σας έχω στην καρδιά μου, και σας παρακαλώ να μ' έχετε και σεις στην καρδιά σας. Ποιος λοιπόν μας ένωσε σ' αυτό το αγαθό και καλό αίσθημα που θα το θυμόμαστε πάντα; Ποιος άλλος απ' τον Ηλιούσετσκα, το αγαθό αγόρι, το καλό αγόρι, το ακριβό για μας αγόρι στον αιώνα τον άπαντα! Ας μην τον ξεχάσουμε ποτέ λοιπόν, αιωνία του και καλή η μνήμη στις καρδιές μας, από τώρα και στον αιώνα τον άπαντα!

— Έτσι, έτσι, αιωνία, αιωνία, φωνάξανε όλα τ' αγόρια με τις ηχηρές φωνές τους, με συγκινημένα πρόσωπα.

—Ας θυμόμαστε και το πρόσωπό του, και τα ρούχα του και τα φτωχά παπουτσάκια του, και το μικρό του φέρετρο και το δυστυχισμένο αμαρτωλό πατέρα του, και πως αυτός θαρρετά ξεσηκώθηκε να τον υπερασπίσει ενάντια σ' όλη την τάξη!

—Ναι, ναι, θα τον θυμόμαστε! φώναξαν και πάλι τα παιδιά:

Ήταν γενναίος, ήταν καλός!

—Αχ, πώς τον αγαπούσα! αναφώνησε ο Κόλια.

—Αχ, μικρά μου παιδιά, αχ, καλοί μου φίλοι, μη φοβάστε τη ζωή! Πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν κάνει κανείς κάτι καλό και δίκαιο!

—Ναι, ναι, επιβεβαίωσαν ενθουσιασμένα τ' αγόρια.

—Καραμάζοβ, σας αγαπάμε! αναφώνησε ασυγκράτητα μια φωνή, ίσως του Καρτάσοβ.

—Σας αγαπάμε, σας αγαπάμε, επανέλαβαν όλοι.

Σε πολλών τα μάτια λάμπανε δάκρυα.

—Ζήτω του Καραμάζοβ! φώναξε ενθουσιασμένα ο Κόλια.

—Και αιωνία η μνήμη του νεκρού αγοριού! με αίσθημα πρόσθεσε πάλι ο Αλιόσα.

—Αιωνία η μνήμη! ξαναφώναξαν τ' αγόρια.

—Καραμάζοβ! φώναξε ο Κόλια· ώστε στ' αλήθεια λέει η θρησκεία πως όλοι μας θα σηκωθούμε από νεκροί και θα ξαναζήσουμε και θα ξαναδούμε πάλι ο ένας τον άλλον, και όλους και τον Ηλιούσετσκα;

—Το δίχως άλλο θ' αναστηθούμε, το δίχως άλλο θα τον δούμε, και χαρούμενα, εύθυμα θα διηγηθούμε ο ένας στον άλλον όλα όσα γίνανε, μισογελώντας μισοενθουσιασμένος απάντησε ο Αλιόσα.

—Αχ, πόσο όμορφα θα 'ναι τότε! ξέφυγε του Κόλια.

—Και τώρα λοιπόν ας τελειώσουμε τους λόγους κι ας πάμε στο τραπέζι της παρηγοριάς. Μη σας πειράζει που θα φάμε τηγανίτες. Αυτό είναι μια παλιά, αιώνια συνήθεια, έχει κι αυτή τα καλά της, γέλασε ο Αλιόσα. Ε, λοιπόν πάμε! Να μας τώρα που πηγαίναμε χέρι με χέρι...

—Και πάντα έτσι, σ' όλη μας τη ζωή χέρι με χέρι! Ζήτω του Καραμάζοβ! φώναξε ακόμα μια φορά ενθουσιασμένα ο Κόλια κι ακόμα μια φορά τ' αγόρια επανέλαβαν την κραυγή του.

ΤΕΛΟΣ