×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 13. II. Για μια στιγμή το ψέμα γίνεται αλήθεια

13. II. Για μια στιγμή το ψέμα γίνεται αλήθεια

Βιάστηκα να πάει στο νοσοκομείο όπου βρισκόταν τώρα ο Μίτια. Την επομένη της απόφασης του δικαστηρίου αρρώστησε από νευρικό πυρετό και τον μετέφεραν στο Δημοτικό Νοσοκομείο μας, στο τμήμα των καταδίκων. Μα ο γιατρός Βαρβίνσκη, ύστερ' από παράκληση του Αλιόσα και πολλών άλλων (της Χοχλάκοβας, της Λίζας κ.τ.λ.) τοποθέτησε το Μίτια όχι μαζί με τους καταδίκους μα χωριστά, στο ίδιο κείνο δωματιάκι όπου ήταν πρώτα ο Σμερντιακόβ. Είναι αλήθεια πως στην άκρη του διαδρόμου στεκόταν ένας φρουρός και το παράθυρο ήταν καγκελόφραχτο κι ο Βαρβίνσκη μπορούσε να 'ναι ήσυχος για την παραχώρηση που έκανε, που δεν ήταν εντελώς νόμιμη μα αυτός ήταν καλός και σπλαχνικός νέος. Καταλάβαινε πόσο σκληρό θα 'ταν για έναν άνθρωπο σαν το Μίτια να βρεθεί αμέσως με φονιάδες και λωποδύτες και πως γι' αυτό χρειαζόταν πρώτα να συνηθίσει. Οι επισκέψεις των συγγενών και γνωστών είχαν επιτραπεί κι απ' το γιατρό και τον επιστάτη των φυλακών και απ' το διοικητή της Αστυνομίας, ανεπίσημα όμως όλ' αυτά. Μα αυτές τις μέρες επισκέφθηκαν το Μίτια μονάχα ο Αλιόσα κι η Γκρούσενκα. Προσπάθησε δυο φορές να τον δει ο Ρακίτιν. Μα ο Μίτια παρακάλεσε επίμονα το Βαρβίνσκη να μην τον αφήσει να μπει.

Ο Αλιόσα τον βρήκε να κάθεται στο κρεβάτι, με τα ρούχα του νοσοκομείου, έχοντας πυρετό, με το κεφάλι τυλιγμένο σε μια πετσέτα βρεγμένη με νερό και ξίδι. Κοίταζε μ' ένα αόριστο βλέμμα τον Αλιόσα που μπήκε, μα στο βλέμμα του σα να φάνηκε ωστόσο κάποιος φόβος.

Γενικά, απ' την ημέρα της δίκης, ο Μίτια φαινόταν απορροφημένος. Μερικές φορές σώπαινε μισή ώρα ολόκληρη, έλεγε κανείς πως κάτι σκεφτότανε δύσκολα και βασανιστικά, ξεχνώντας κείνον που ήταν μπροστά του. Κι όταν έβγαινε απ' τη συλλογή του κι άρχιζε να μιλάει, τότε άρχιζε να κουβεντιάζει κάπως αναπάντεχα κι οπωσδήποτε όχι για κείνο που πραγματικά έπρεπε να μιλήσει. Μερικές φορές κοίταζε με πόνο τον αδερφό του. Με τη Γκρούσενκα φαινόταν να νιώθει πιο άνετα παρά με τον Αλιόσα. Η αλήθεια είναι πως μαζί της σχεδόν δε μίλαγε καθόλου, μα μόλις έμπαινε, το πρόσωπό του φωτιζόταν από χαρά. Ο Αλιόσα κάθισε σιωπηλός κοντά του, στο κρεβάτι. Αυτή τη φορά περίμενε με ταραχή τον Αλιόσα μα δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα. Θεωρούσε αδύνατο να δεχτεί η Κάτια να 'ρθει, και ταυτόχρονα αισθανόταν πως αν δεν έρθει, θα γίνει κάτι που δε θα μπορούσε να το αντέξει. Ο Αλιόσα καταλάβαινε τα συναισθήματά του.

—Ο Τρύφωνας, ξέρεις, άρχισε να λέει σπασμωδικά ο Μίτια, ο Μπορίσιτς δα, λένε πως ξήλωσε όλο το χάνι του: βγάζει τα σανίδια του πατώματος, ξεκαρφώνει τους τοίχους, όλη τη γαλαρία τη διάλυσε, όλο και ψάχνει για το θησαυρό, για κείνα τα χίλια πεντακόσα ρούβλια που είπε ο εισαγγελέας πως τα 'κρυψα κει πέρα. Μόλις γύρισε, λέει, άρχισε αμέσως να ψάχνει. Καλά να πάθει ο λωποδύτης! Μου τα διηγήθηκε χτες ο φύλακας. Είναι από κει.

— Άκου, πρόφερε ο Αλιόσα· αυτή θα 'ρθει μα δεν ξέρω πότε, μπορεί και σήμερα, μπορεί μια απ' αυτές τις μέρες, αυτό δεν το ξέρω, μα θα 'ρθει, θα 'ρθει, αυτό είναι σίγουρο.

Ο Μίτια ανασκίρτησε- κάτι θέλησε να πει μα σώπασε. Η είδηση επέδρασε τρομερά απάνω του. Ήταν φανερό πως θα το 'θελε βασανιστικά να μάθει τις λεπτομέρειες της κουβέντας μα πως φοβάται απ' την άλλη μεριά να ρωτήσει: κάτι σκληρό και περιφρονητικό απ' την Κάτια θα του ήταν σα μαχαιριά αυτή τη στιγμή.

—Να τι είπε μέσα στ' άλλα: Να ησυχάσω το δίχως άλλο τη συνείδησή σου για την απόδραση. Κι αν ακόμα δε γίνει καλά ως τα τότε ο Ιβάν, τότε αυτή η ίδια θ' αναλάβει τη δουλειά.

—Αυτό μου το 'πες πια, παρατήρησε σκεφτικά ο Μίτια.

—Και συ το μετέδωσες στη Γκρούσα, παρατήρησε ο Αλιόσα.

—Ναι, παραδέχτηκε ο Μίτια. Αυτή δε θα 'ρθει σήμερα το πρωί, —κοίταξε δειλά τον αδερφό του. Θα 'ρθει μονάχα το βράδυ. Μόλις της είπα χτες πως ενεργεί η Κάτια, δεν είπε τίποτα μα τα χείλια της στράβωσαν. Ψιθύρισε μονάχα: «άστηνε!» Κατάλαβε πως είναι κάτι σπουδαίο. Δεν τόλμησα να τη δοκιμάσω περισσότερο. Το καταλαβαίνει μου φαίνεται ότι εκείνη αγαπάει όχι εμένα μα τον Ιβάν.

— Έτσι είναι τάχα; του ξέφυγε του Αλιόσα.

— Ίσως και να μην είναι έτσι. Μονάχα, τώρα το πρωί δε θα 'ρθει, βιάστηκε να ξαναπεί ο Μίτια- της ανάθεσα μια δουλειά... Άκου, αδερφέ μου, ο Ιβάν όλους θα τους ξεπεράσει. Αυτός είναι να ζήσει κι όχι εμείς. Θα γίνει καλά.

—Φαντάσου, η Κάτια αν και τρέμει γι' αυτόν, σχεδόν δεν αμφιβάλλει πως θα γίνει καλά, είπε ο Αλιόσα.

—Θα πει λοιπόν πως είναι βέβαιη ότι θα πεθάνει. Απ' το φόβο της είναι σίγουρη πως θα γίνει καλά.

—Ο αδερφός μας έχει δυνατή κράση. Και γω το ελπίζω πολύ πως θα γίνει καλά, παρατήρησε ανήσυχα ο Αλιόσα.

—Ναι, θα γίνει καλά. Μα κείνη είναι βέβαιη πως θα πεθάνει.

Υποφέρει πολύ...

Έγινε σιωπή. Το Μίτια τον βασάνιζε κάτι πολύ σπουδαίο.

—Αλιόσα, αγαπώ τρομερά τη Γκρούσα, πρόφερε ξάφνου με τρεμάμενη, γεμάτη δάκρυα φωνή.

—Δε θα την αφήσουν να 'ρθει εκεί μαζί σου, βρήκε αμέσως ευκαιρία να πει ο Αλιόσα.

—Και να τι ήθελα να σου πω ακόμα, συνέχισε με κάποια παλλόμενη φωνή ο Μίτια. Αν αρχίσουν να με χτυπάνε στο δρόμο ή εκεί, τότε εγώ δε θα τους αφήσω, θα σκοτώσω και θα με τουφεκίσουν. Και είναι είκοσι χρόνια αυτά! Από δω κιόλας αρχίζουν να μου μιλάνε με το συ. Οι φύλακες όλο με το συ μου μιλάνε. Σήμερα όλη τη νύχτα εξέτασα τον εαυτό μου: όχι, δεν είμαι έτοιμος! Δεν έχω τη δύναμη να το δεχτώ! Ήθελα να τραγουδήσω «ύμνο» και δεν μπορώ να καταπιώ το «συ» του φύλακα! Για τη Γκρούσα όλα θα τα υπόφερα, όλα... εκτός απ' το ξύλο, για να λέμε την αλήθεια... Όμως αυτήν δε θα την αφήσουν να 'ρθει εκεί.

Ο Αλιόσα χαμογέλασε αχνά.

— Άκουσε, αδερφέ μου, μια για πάντα, είπε αυτός· θα σου πω τι σκέφτομαι γι' αυτό το ζήτημα. Και το ξέρεις εσύ πως δε θα σου πω ψέματα. Άκου λοιπόν: Δεν είσαι έτοιμος και δεν είναι για σένα ένας τέτοιος σταυρός. Κι όχι μονάχα αυτό: Κι ούτε σου χρειάζεται, έτσι ανέτοιμος που είσαι, ένας τέτοιος σταυρός μεγαλομάρτυρα. Αν είχες σκοτώσει τον πατέρα θα λυπόμουνα που θες ν' αποφύγεις το σταυρό σού. Μα είσαι αθώος κι ένας τέτοιος σταυρός είναι παρά πολύ για σένα. Ήθελες με το μαρτύριο ν' αναγεννήσεις μέσα σου έναν άλλον άνθρωπο. Για μένα φτάνει να θυμάσαι μονάχα πάντοτε, σ' όλη σου τη ζωή κι όπου κι αν δραπετεύσεις, αυτόν τον άλλον άνθρωπο, κι αυτό είναι αρκετό για σένα. Το ότι δε δέχτηκες το μεγάλο μαρτύριο του σταυρού, θα σε κάνει να νιώσεις ακόμα πιο βαθιά το χρέος σου, και η αδιάκοπη συναίσθηση αυτού του χρέους από δω και μπρος, σ' όλη σου τη ζωή, θα σε βοηθήσει περισσότερο ν' αναγεννηθείς παρ' όσο αν πήγαινες εκεί. Γιατί εκεί δε θα μπορέσεις να τα υποφέρεις και θ' αγανακτήσεις κι ίσως και στ' αλήθεια πεις στο τέλος: «Έχουμε ξοφλήσει πια». Ο δικηγόρος σ' αυτή την περίπτωση είπε την αλήθεια. Τα βαριά φορτία δεν είναι για όλες τις πλάτες... Να τι σκέφτομαι, αν σου χρειάζεται τόσο πολύ να το μάθεις. Αν για την απόδρασή σου θα 'χαν να δώσουν λόγο άλλοι, αξιωματικοί, στρατιώτες, τότε εγώ δε θα σου «επέτρεπα» ν' αποδράσεις, χαμογέλασε ο Αλιόσα. Μα λένε και βεβαιώνουν (ο ίδιος ο διοικητής του σταθμού το 'λεγε στον Ιβάν), πως με λίγη καπατσοσύνη δεν πρόκειται ν' επιβληθούν σοβαρές κυρώσεις και πως μπορεί να ξεμπερδέψει κανείς με' μικροπράματα. Βέβαια το να δωροδοκεί κανείς δεν είναι τίμιο ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, μα εγώ πια για κανένα λόγο δε θα καταπιαστώ να κρίνω, κι αυτό γιατί αν ο Ιβάν και η Κάτια μού εμπιστεύονταν λόγου χάρη αυτή τη δουλειά, θα πήγαινα και θα δωροδοκούσα. Οφείλω να σου το ομολογήσω. Και γι' αυτό δεν μπορώ να γίνω κριτής σου για το πώς θα φερθείς. Μα ξέρε πως ποτέ δε θα σε καταδικάσω. Μα και θα 'ταν παράξενο να γινόμουνα κριτής σου σ' αυτή την υπόθεση. Λοιπόν τώρα φαίνεται πως τα εξέτασα όλα.

—Ναι, μα εγώ θα καταδικάσω τον εαυτό μου! αναφώνησε ο Μίτια. Θ' αποδράσω- αυτό και χωρίς εσένα ήταν αποφασισμένο: ο Μίτκα Καραμάζοβ μπορεί τάχα να μην αποδράσει; Μα γι' αυτό θα καταδικάσω τον εαυτό μου και κει θα εξαγοράζω αιωνίως το αμάρτημά μου! Έτσι δε μιλάνε οι Ιησουίτες; Έτσι; Έτσι όπως τα λέμε τώρα εμείς οι δυο;

— Έτσι, χαμογέλασε ήρεμα ο Αλιόσα.

—Σ' αγαπώ επειδή πάντα θα πεις όλη την αλήθεια και τίποτα δε θα κρύψεις! αναφώνησε ο Μίτια γελώντας χαρούμενα. Θα πει λοιπόν πως τον Αλιόσκα μου τον έπιασα επ' αυτοφώρω να 'ναι Ιησουίτης! Σου αξίζει να σε φιλήσω ύστερ' απ' αυτό, να! Άκου λοιπόν τώρα και το άλλο, θα σου ανοίξω και το άλλο μισό της ψυχής μου. Να τι σκέφτηκα κι αποφάσισα: Κι αν ακόμα δραπετεύσω, και με λεφτά ακόμα και με διαβατήριο για την Αμερική, και τότε μου δίνει κουράγιο η σκέψη πως δε θ' αποδράσω για να βρω τη χαρά, την ευτυχία μα πραγματικά για να βρω άλλο κάτεργο χειρότερο ίσως απ' αυτό! Χειρότερο, Αλεξέι, χειρότερο, αλήθεια σου το λέω! Αυτή την Αμερική που ο διάβολος να την πάρει, από τώρα δεν την χωνεύω. Ας είναι η Γκρούσα μαζί μου, μα κοίτα την: μοιάζει με Αμερικάνα; Είναι Ρωσίδα, όλη ως το μεδούλι Ρωσίδα είναι, θα νοσταλγήσει τη μητρική της γη, και γω θα τη βλέπω διαρκώς να υποφέρει εξαιτίας μου βαστάζοντας έναν τέτοιο σταυρό, και σε τι έφταιξε; Μα εγώ τάχα θα μπορώ να υποφέρω εκείνους εκεί τους βρομιάρηδες; Κι ας είναι ίσως όλοι τους ως τον τελευταίο καλύτεροι από μένα. Τη μισώ αυτή την Αμερική από τώρα κιόλας κι ας είναι όλοι τους εκεί ασύγκριτοι μηχανικοί ή ό,τι άλλο —άσ' τους να πάν' στο διάολο, δεν είναι δικοί μου άνθρωποι, δεν είναι της δικιάς μου ψυχής! Τη Ρωσία αγαπώ, Αλεξέι, το Ρώσο Θεό αγαπάω, κι ας είμαι ο ίδιος παλιάνθρωπος! Θα ψοφήσω κει κάτω! αναφώνησε και ξάφνου τα μάτια του λάμψανε.

Η φωνή του άρχισε να τρέμει απ' τα δάκρυα.

—Το λοιπόν να τι αποφάσισα, Αλεξέι, άκου! άρχισε πάλι πνίγοντας την ταραχή του. Θα φτάσουμε κει με την Γκρούσα και κει αμέσως θ' αρχίσουμε να οργώνουμε, να δουλεύουμε ανάμεσα στις άγριες αρκούδες, στη μοναξιά, κάπου απόμερα. Θα βρεθεί δα και κει κανένα μέρος απόμακρο! Εκεί, λένε, υπάρχουν ακόμα ερυθρόδερμοι, εκεί κάπου στην άκρη του ορίζοντα, εκεί λοιπόν θα πάμε, σε κείνη τη μεριά, στους τελευταίους των Μοϊκανών. Ε, κι αμέσως θα ριχτούμε στη γραμματική κι η Γκρούσα και γω. Δουλειά και γραμματική, κι έτσι κάπου τρία χρόνια. Σ' αυτά τα τρία χρόνια θα μάθουμε τα εγγλέζικα και θα τα μιλάμε καλύτερα από Εγγλέζους. Και μόλις τα μάθουμε, —χαίρε, Αμερική! Θα γυρίσουμε εδώ, στη Ρωσία, Αμερικανοί πολίτες. Μην ανησυχείς, εδώ στην πολιτειούλα μας δε θα 'ρθούμε. Θα κρυφτούμε κάπου πιο μακριά, στο Βορρά ή στο Νότο. Εγώ ως τα τότε θ' αλλάξω, και κείνη το ίδιο, κει στην Αμερική κάνας γιατρός θα μου βάλει καμιά ψεύτικη ελιά, δεν είναι δα έτσι τζάμπα μηχανικοί. Κι αν όχι, τότε θα βγάλω το ένα μου μάτι, θ' αφήσω μια πήχη γένεια άσπρα (θ' ασπρίσω απ' τη νοσταλγία μου για τη Ρωσία) —ίσως και δε με γνωρίσουν. Κι αν με γνωρίσουν, ας με εξορίσουν, το ίδιο κάνει, θα πω πως το 'χε η μοίρα μου! Εδώ το ίδιο θα οργώνουμε σε κανένα απόμερο μέρος τη γη, και γω σ' όλη μου τη ζωή θα παριστάνω τον Αμερικάνο. Κι έτσι θα πεθάνουμε στην πατρίδα. Να το σχέδιό μου και δεν τ' αλλάζω· το εγκρίνεις;

—Το εγκρίνω, είπε ο Αλιόσα μη θέλοντας να του αντιμιλήσει.

Ο Μίτια σώπασε για λίγο και ξάφνου πρόφερε:

—Και πώς μου τη φέρανε στη δίκη. Βρε, πώς μου τη φέρανε!

—Και να μη σου τη φέρνανε, πάλι θα σε καταδικάζανε, πρόφερε αναστενάζοντας ο Αλιόσα.

—Ναι, με βαρέθηκε ο κόσμος δω πέρα! Ο Θεός μαζί τους, όμως αυτό είναι βαρύ για μένα! στέναξε όλο πόνο ο Μίτια. Πάλι σώπασαν για λίγο.

—Αλιόσα, σφάξε με τώρα, αναφώνησε ξαφνικά: θα 'ρθει τώρα ή όχι; Λέγε! Τι σου είπε; Πώς σου το 'πε;

—Μου είπε πως θα 'ρθει, μα δεν ξέρω αν θα 'ρθει σήμερα, πολύ δύσκολο της πέφτει! κοίταξε δειλά τον αδερφό του ο Αλιόσα.

—Αυτό έλειπε να μην της είναι δύσκολο, να μην της είναι δύσκολο! Αλιόσα, εγώ πάνω σ' αυτό θα τρελαθώ. Η Γκρούσα όλο με κοιτάζει. Καταλαβαίνει. Θεέ μου, Κύριε, ημέρωσέ με: Τι είναι αυτό που γυρεύω; Την Κάτια γυρεύω! Ξέρω τάχα τι θέλω; Ασεβής καραμαζοβική ασυγκρατησιά! Όχι, δεν είμαι ικανός για το μαρτύριο! Παλιάνθρωπος είμαι, και τίποτ' άλλο!

—Να τηνε! αναφώνησε ο Αλιόσα.

Κείνη τη στιγμή στο κατώφλι φάνηκε ξάφνου η Κάτια. Για λίγο κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας το Μίτια με κάποιο χαμένο βλέμμα. Αυτός τινάχτηκε αμέσως όρθιος, το πρόσωπό του έδειξε τρόμο, χλόμιασε, μα αμέσως ένα δειλό, ικετευτικό χαμόγελο αχνοφάνηκε στα χείλη του και ξάφνου ασυγκράτητα έτεινε στην Κάτια και τα δυο του χέρια. Βλέποντάς το αυτό εκείνη όρμησε προς το μέρος του. Τον άρπαξε απ' τα χέρια και τον κάθισε σχεδόν με τη βία στο κρεβάτι, κάθισε κι αυτή δίπλα, και μην παρατώντας τα χέρια του τα έσφιγγε σπασμωδικά. Κάμποσες φορές έκαναν κι οι δυο κάτι να πουν μα συγκρατιόνταν και πάλι σωπαίνανε επίμονα, σα να 'ταν καρφωμένος ο ένας στον άλλον και κοιτάζονταν μ' ένα παράξενο χαμόγελο. Έτσι πέρασαν κάπου δυο λεπτά.

—Με συγχώρεσες ή όχι; πρόφερε επιτέλους ο Μίτια και την ίδια στιγμή γύρισε στον Αλιόσα και με παραμορφωμένο απ' τη χαρά πρόσωπο, του φώναξε:

—Ακούς τι ρωτάω, ακούς!

—Γι' αυτό και σ' αγαπούσα, γιατί έχεις μεγάλη καρδιά! της ξέφυγε ξάφνου της Κάτιας. Μα κι ούτε σου χρειάζεται η συγνώμη μου, ούτε εμένα η δική σου. Το ίδιο κάνει, με συγχωρέσεις ή όχι, για όλη μου τη ζωή θα μείνεις στην ψυχή μου σα μια ανοιχτή πληγή και γω στη δική σου —έτσι και πρέπει...

Σταμάτησε να πάρει ανάσα.

—Γιατί ήρθα; παράφορα και βιαστικά άρχισε πάλι. Ήρθα να σου αγκαλιάσω τα πόδια, να σου σφίξω τα χέρια, να, έτσι ώσπου να πονέσεις, θυμάσαι, όπως σου τα ' σφίγγα στη Μόσχα, να σου ξαναπώ πως είσαι ο Θεός μου, η χαρά μου, πως σ' αγαπώ τρελά.

Σα ν' αναστέναξε με σπαραγμό και ξάφνου ακούμπησε άπληστα τα χείλη της στο χέρι του. Δάκρυα ανάβλυσαν απ' τα μάτια της. Ο Αλιόσα στεκόταν ακίνητος και σα χαμένος. Με κανέναν τρόπο δεν περίμενε αυτό που 'βλεπε.

—Η αγάπη πέρασε, Μίτια! άρχισε πάλι η Κάτια-μα μου είναι ακριβό μέχρι πόνου αυτό που πέρασε. Αυτό μάθε το για πάντα. Μα τώρα, για μια στιγμούλα, ας γίνει αυτό που θα μπορούσε να είναι.

Με συσπασμένο χαμόγελο πρόφερε πάλι χαρούμενα κοιτώντας τον στα μάτια.

Και συ τώρα αγαπάς άλλη και γω άλλον, μα παρ' όλ' αυτά θα σ' αγαπώ παντοτινά και συ εμένα, το 'ξερες τάχα αυτό; Ακούς, αγάπα με, σ' όλη σου τη ζωή να μ' αγαπάς! αναφώνησε με κάποιο απειλητικό σχεδόν τρεμούλιασμα στη φωνή της.

—Θα σ' αγαπώ και... ξέρεις, Κάτια, άρχισε να μιλάει κι ο Μίτια κοντανασαίνοντας σε κάθε λέξη- ξέρεις, εγώ εδώ και πέντε μέρες, κείνο το βράδυ, σ' αγαπούσα... όταν έπεσες και σε πήρανε... σ' όλη μου τη ζωή. Έτσι και θα 'ναι, έτσι θα 'ναι αιώνια...

Έτσι ψέλλισαν κι οι δυο και λέγανε πράματα σχεδόν παράλογα και παράφορα, ίσως μάλιστα και ψεύτικα, μα κείνη τη στιγμή όλα ήταν αλήθεια, και οι ίδιοι πιστεύανε απόλυτα στον εαυτό τους.

—Κάτια, αναφώνησε ξάφνου ο Μίτια, πίστευες πως σκότωσα; Ξέρω πως τώρα δεν το πιστεύεις, μα τότε... όταν έκανες την κατάθεση... μπορεί λοιπόν να το πίστευες;

—Και τότε δεν το πίστευα. Ποτέ δεν το πίστευα! Σε μισούσα και ξάφνου έπεισα τον εαυτό μου, να, για κείνη τη στιγμή... όταν έδινα την κατάθεσή μου... τον έπεισα και πίστευα... μα όταν τέλειωσα την κατάθεση αμέσως έπαψα να το πιστεύω. Να τα ξέρεις όλ' αυτά. Ξέχασα πως ήρθα να τιμωρήσω τον εαυτό μου! πρόφερε ξάφνου με κάποια εντελώς νέα έκφραση που δεν έμοιαζε καθόλου με την προηγούμενη ερωτική της φλυαρία.

—Υποφέρεις, γυναίκα! κάπως εντελώς ασυγκράτητα ξέφυγε ξάφνου του Μίτια.

— Άφησέ με, ψιθύρισε αυτή· θα ξανάρθω, μου είναι αβάσταχτο τώρα!...

Σηκώθηκε κιόλας απ' τη θέση της μα ξάφνου έβγαλε μια κραυγή και οπισθοχώρησε. Στο δωμάτιο είχε μπει εντελώς αναπάντεχα κι αθόρυβα η Γκρούσενκα. Κανένας δεν την περίμενε. Η Κάτια έκανε ένα βήμα κατά την πόρτα, μα, φτάνοντας κοντά στη Γκρούσενκα, σταμάτησε ξαφνικά, άσπρισε όλη σαν κιμωλία, και σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, της είπε στενάζοντας:

—Συγχωρέστε με!

Εκείνη την κοίταζε επίμονα και, αργώντας λίγο, με φωνή φαρμακωμένη απ' το μίσος, απάντησε:

—Κακές είμαστε, κυρά μου, κι οι δυο μας! Πώς να συγχωρνάμε συ και γω; Να, σώσε τον και τότε θα προσεύχομαι για σένα σ' όλη μου τη ζωή.

—Μα να συγχωρέσεις δε θέλεις! φώναξε ο Μίτια στη Γκρούσενκα με παράφορη μομφή.

—Μείνε ήσυχη, θα σου τον σώσω! ψιθύρισε γρήγορα η Κάτια κι έφυγε τρέχοντας απ' το δωμάτιο.

—Και συ μπόρεσες να μην τη συγχωρέσεις, αφού σου είπε η ίδια «συγχώρα με»; αναφώνησε και πάλι πικρά ο Μίτια.

—Μίτια, μην την κατηγορείς, δεν έχεις το δικαίωμα! φώναξε με θέρμη ο Αλιόσα στον αδερφό του.

—Τα περήφανα χείλια της το λέγανε κι όχι η καρδιά της, πρόφερε με κάποια σιχαμάρα η Γκρούσενκα. Αν σε γλιτώσει, όλα θα της τα συγχωρέσω...

Σώπασε σαν κάτι να 'θελε να πνίξει στην ψυχή της. Δεν μπορούσε ακόμα να συνέλθει. Μπήκε, όπως αποδείχτηκε αργότερα, εντελώς τυχαία, χωρίς να υποψιάζεται τίποτα, και μην περιμένοντας να συναντήσει αυτό που συνάντησε.

—Αλιόσα, τρέξε ξοπίσω της! γύρισε βιαστικά ο Μίτια στον αδερφό του. Πες της... δεν ξέρω τι... μα μην την αφήσεις να φύγει έτσι!

—Θα 'ρθω πάλι τ' απόγεμα! φώναξε ο Αλιόσα κι έτρεξε πίσω απ' την Κάτια.

Την έφτασε έξω απ' τον περίβολο του νοσοκομείου. Αυτή περπατούσε γρήγορα, βιαζόταν, μα μόλις την έφτασε ο Αλιόσα, του πρόφερε γρήγορα:

— Όχι, μπροστά σ' αυτήν δεν μπορώ να τιμωρήσω τον εαυτό μου! Της είπα: «συγχώρα με» γιατί ήθελα να τιμωρήσω τον εαυτό μου ως το τέλος. Αυτή δε με συγχώρεσε... Την αγαπώ γι' αυτό! πρόφερε η Κάτια με αλλοιωμένη φωνή, και τα μάτια της άστραψαν από άγριο μίσος.

—Ο αδερφός μου καθόλου δεν το περίμενε, μουρμούρισε ο Αλιόσα· ήταν βέβαιος πως αυτή δε θα 'ρθει...

—Ασφαλώς. Ας τ' αφήσουμε αυτά, είπε κοφτά εκείνη. Ακούστε! Τώρα δεν μπορώ να πάω κει μαζί σας, στην κηδεία. Τους έστειλα λουλούδια για το φέρετρο. Λεφτά έχουν ακόμα, μου φαίνεται. Αν θα χρειαστούν, πέστε τους πως ποτέ δε θα τους εγκαταλείψω... Μα τώρα αφήστε με, αφήστε με, παρακαλώ. Αργήσατε κιόλας για κει... Αφήστε με, παρακαλώ!


13. II. Για μια στιγμή το ψέμα γίνεται αλήθεια

Βιάστηκα να πάει στο νοσοκομείο όπου βρισκόταν τώρα ο Μίτια. Την επομένη της απόφασης του δικαστηρίου αρρώστησε από νευρικό πυρετό και τον μετέφεραν στο Δημοτικό Νοσοκομείο μας, στο τμήμα των καταδίκων. Μα ο γιατρός Βαρβίνσκη, ύστερ' από παράκληση του Αλιόσα και πολλών άλλων (της Χοχλάκοβας, της Λίζας κ.τ.λ.) τοποθέτησε το Μίτια όχι μαζί με τους καταδίκους μα χωριστά, στο ίδιο κείνο δωματιάκι όπου ήταν πρώτα ο Σμερντιακόβ. Είναι αλήθεια πως στην άκρη του διαδρόμου στεκόταν ένας φρουρός και το παράθυρο ήταν καγκελόφραχτο κι ο Βαρβίνσκη μπορούσε να 'ναι ήσυχος για την παραχώρηση που έκανε, που δεν ήταν εντελώς νόμιμη μα αυτός ήταν καλός και σπλαχνικός νέος. Καταλάβαινε πόσο σκληρό θα 'ταν για έναν άνθρωπο σαν το Μίτια να βρεθεί αμέσως με φονιάδες και λωποδύτες και πως γι' αυτό χρειαζόταν πρώτα να συνηθίσει. Οι επισκέψεις των συγγενών και γνωστών είχαν επιτραπεί κι απ' το γιατρό και τον επιστάτη των φυλακών και απ' το διοικητή της Αστυνομίας, ανεπίσημα όμως όλ' αυτά. Μα αυτές τις μέρες επισκέφθηκαν το Μίτια μονάχα ο Αλιόσα κι η Γκρούσενκα. Προσπάθησε δυο φορές να τον δει ο Ρακίτιν. Μα ο Μίτια παρακάλεσε επίμονα το Βαρβίνσκη να μην τον αφήσει να μπει.

Ο Αλιόσα τον βρήκε να κάθεται στο κρεβάτι, με τα ρούχα του νοσοκομείου, έχοντας πυρετό, με το κεφάλι τυλιγμένο σε μια πετσέτα βρεγμένη με νερό και ξίδι. Κοίταζε μ' ένα αόριστο βλέμμα τον Αλιόσα που μπήκε, μα στο βλέμμα του σα να φάνηκε ωστόσο κάποιος φόβος.

Γενικά, απ' την ημέρα της δίκης, ο Μίτια φαινόταν απορροφημένος. Μερικές φορές σώπαινε μισή ώρα ολόκληρη, έλεγε κανείς πως κάτι σκεφτότανε δύσκολα και βασανιστικά, ξεχνώντας κείνον που ήταν μπροστά του. Κι όταν έβγαινε απ' τη συλλογή του κι άρχιζε να μιλάει, τότε άρχιζε να κουβεντιάζει κάπως αναπάντεχα κι οπωσδήποτε όχι για κείνο που πραγματικά έπρεπε να μιλήσει. Μερικές φορές κοίταζε με πόνο τον αδερφό του. Με τη Γκρούσενκα φαινόταν να νιώθει πιο άνετα παρά με τον Αλιόσα. Η αλήθεια είναι πως μαζί της σχεδόν δε μίλαγε καθόλου, μα μόλις έμπαινε, το πρόσωπό του φωτιζόταν από χαρά. Ο Αλιόσα κάθισε σιωπηλός κοντά του, στο κρεβάτι. Αυτή τη φορά περίμενε με ταραχή τον Αλιόσα μα δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα. Θεωρούσε αδύνατο να δεχτεί η Κάτια να 'ρθει, και ταυτόχρονα αισθανόταν πως αν δεν έρθει, θα γίνει κάτι που δε θα μπορούσε να το αντέξει. Ο Αλιόσα καταλάβαινε τα συναισθήματά του.

—Ο Τρύφωνας, ξέρεις, άρχισε να λέει σπασμωδικά ο Μίτια, ο Μπορίσιτς δα, λένε πως ξήλωσε όλο το χάνι του: βγάζει τα σανίδια του πατώματος, ξεκαρφώνει τους τοίχους, όλη τη γαλαρία τη διάλυσε, όλο και ψάχνει για το θησαυρό, για κείνα τα χίλια πεντακόσα ρούβλια που είπε ο εισαγγελέας πως τα 'κρυψα κει πέρα. Μόλις γύρισε, λέει, άρχισε αμέσως να ψάχνει. Καλά να πάθει ο λωποδύτης! Μου τα διηγήθηκε χτες ο φύλακας. Είναι από κει.

— Άκου, πρόφερε ο Αλιόσα· αυτή θα 'ρθει μα δεν ξέρω πότε, μπορεί και σήμερα, μπορεί μια απ' αυτές τις μέρες, αυτό δεν το ξέρω, μα θα 'ρθει, θα 'ρθει, αυτό είναι σίγουρο.

Ο Μίτια ανασκίρτησε- κάτι θέλησε να πει μα σώπασε. Η είδηση επέδρασε τρομερά απάνω του. Ήταν φανερό πως θα το 'θελε βασανιστικά να μάθει τις λεπτομέρειες της κουβέντας μα πως φοβάται απ' την άλλη μεριά να ρωτήσει: κάτι σκληρό και περιφρονητικό απ' την Κάτια θα του ήταν σα μαχαιριά αυτή τη στιγμή.

—Να τι είπε μέσα στ' άλλα: Να ησυχάσω το δίχως άλλο τη συνείδησή σου για την απόδραση. Κι αν ακόμα δε γίνει καλά ως τα τότε ο Ιβάν, τότε αυτή η ίδια θ' αναλάβει τη δουλειά.

—Αυτό μου το 'πες πια, παρατήρησε σκεφτικά ο Μίτια.

—Και συ το μετέδωσες στη Γκρούσα, παρατήρησε ο Αλιόσα.

—Ναι, παραδέχτηκε ο Μίτια. Αυτή δε θα 'ρθει σήμερα το πρωί, —κοίταξε δειλά τον αδερφό του. Θα 'ρθει μονάχα το βράδυ. Μόλις της είπα χτες πως ενεργεί η Κάτια, δεν είπε τίποτα μα τα χείλια της στράβωσαν. Ψιθύρισε μονάχα: «άστηνε!» Κατάλαβε πως είναι κάτι σπουδαίο. Δεν τόλμησα να τη δοκιμάσω περισσότερο. Το καταλαβαίνει μου φαίνεται ότι εκείνη αγαπάει όχι εμένα μα τον Ιβάν.

— Έτσι είναι τάχα; του ξέφυγε του Αλιόσα.

— Ίσως και να μην είναι έτσι. Μονάχα, τώρα το πρωί δε θα 'ρθει, βιάστηκε να ξαναπεί ο Μίτια- της ανάθεσα μια δουλειά... Άκου, αδερφέ μου, ο Ιβάν όλους θα τους ξεπεράσει. Αυτός είναι να ζήσει κι όχι εμείς. Θα γίνει καλά.

—Φαντάσου, η Κάτια αν και τρέμει γι' αυτόν, σχεδόν δεν αμφιβάλλει πως θα γίνει καλά, είπε ο Αλιόσα.

—Θα πει λοιπόν πως είναι βέβαιη ότι θα πεθάνει. Απ' το φόβο της είναι σίγουρη πως θα γίνει καλά.

—Ο αδερφός μας έχει δυνατή κράση. Και γω το ελπίζω πολύ πως θα γίνει καλά, παρατήρησε ανήσυχα ο Αλιόσα.

—Ναι, θα γίνει καλά. Μα κείνη είναι βέβαιη πως θα πεθάνει.

Υποφέρει πολύ...

Έγινε σιωπή. Το Μίτια τον βασάνιζε κάτι πολύ σπουδαίο.

—Αλιόσα, αγαπώ τρομερά τη Γκρούσα, πρόφερε ξάφνου με τρεμάμενη, γεμάτη δάκρυα φωνή.

—Δε θα την αφήσουν να 'ρθει εκεί μαζί σου, βρήκε αμέσως ευκαιρία να πει ο Αλιόσα.

—Και να τι ήθελα να σου πω ακόμα, συνέχισε με κάποια παλλόμενη φωνή ο Μίτια. Αν αρχίσουν να με χτυπάνε στο δρόμο ή εκεί, τότε εγώ δε θα τους αφήσω, θα σκοτώσω και θα με τουφεκίσουν. Και είναι είκοσι χρόνια αυτά! Από δω κιόλας αρχίζουν να μου μιλάνε με το συ. Οι φύλακες όλο με το συ μου μιλάνε. Σήμερα όλη τη νύχτα εξέτασα τον εαυτό μου: όχι, δεν είμαι έτοιμος! Δεν έχω τη δύναμη να το δεχτώ! Ήθελα να τραγουδήσω «ύμνο» και δεν μπορώ να καταπιώ το «συ» του φύλακα! Για τη Γκρούσα όλα θα τα υπόφερα, όλα... εκτός απ' το ξύλο, για να λέμε την αλήθεια... Όμως αυτήν δε θα την αφήσουν να 'ρθει εκεί.

Ο Αλιόσα χαμογέλασε αχνά.

— Άκουσε, αδερφέ μου, μια για πάντα, είπε αυτός· θα σου πω τι σκέφτομαι γι' αυτό το ζήτημα. Και το ξέρεις εσύ πως δε θα σου πω ψέματα. Άκου λοιπόν: Δεν είσαι έτοιμος και δεν είναι για σένα ένας τέτοιος σταυρός. Κι όχι μονάχα αυτό: Κι ούτε σου χρειάζεται, έτσι ανέτοιμος που είσαι, ένας τέτοιος σταυρός μεγαλομάρτυρα. Αν είχες σκοτώσει τον πατέρα θα λυπόμουνα που θες ν' αποφύγεις το σταυρό σού. Μα είσαι αθώος κι ένας τέτοιος σταυρός είναι παρά πολύ για σένα. Ήθελες με το μαρτύριο ν' αναγεννήσεις μέσα σου έναν άλλον άνθρωπο. Για μένα φτάνει να θυμάσαι μονάχα πάντοτε, σ' όλη σου τη ζωή κι όπου κι αν δραπετεύσεις, αυτόν τον άλλον άνθρωπο, κι αυτό είναι αρκετό για σένα. Το ότι δε δέχτηκες το μεγάλο μαρτύριο του σταυρού, θα σε κάνει να νιώσεις ακόμα πιο βαθιά το χρέος σου, και η αδιάκοπη συναίσθηση αυτού του χρέους από δω και μπρος, σ' όλη σου τη ζωή, θα σε βοηθήσει περισσότερο ν' αναγεννηθείς παρ' όσο αν πήγαινες εκεί. Γιατί εκεί δε θα μπορέσεις να τα υποφέρεις και θ' αγανακτήσεις κι ίσως και στ' αλήθεια πεις στο τέλος: «Έχουμε ξοφλήσει πια». Ο δικηγόρος σ' αυτή την περίπτωση είπε την αλήθεια. Τα βαριά φορτία δεν είναι για όλες τις πλάτες... Να τι σκέφτομαι, αν σου χρειάζεται τόσο πολύ να το μάθεις. Αν για την απόδρασή σου θα 'χαν να δώσουν λόγο άλλοι, αξιωματικοί, στρατιώτες, τότε εγώ δε θα σου «επέτρεπα» ν' αποδράσεις, χαμογέλασε ο Αλιόσα. Μα λένε και βεβαιώνουν (ο ίδιος ο διοικητής του σταθμού το 'λεγε στον Ιβάν), πως με λίγη καπατσοσύνη δεν πρόκειται ν' επιβληθούν σοβαρές κυρώσεις και πως μπορεί να ξεμπερδέψει κανείς με' μικροπράματα. Βέβαια το να δωροδοκεί κανείς δεν είναι τίμιο ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, μα εγώ πια για κανένα λόγο δε θα καταπιαστώ να κρίνω, κι αυτό γιατί αν ο Ιβάν και η Κάτια μού εμπιστεύονταν λόγου χάρη αυτή τη δουλειά, θα πήγαινα και θα δωροδοκούσα. Οφείλω να σου το ομολογήσω. Και γι' αυτό δεν μπορώ να γίνω κριτής σου για το πώς θα φερθείς. Μα ξέρε πως ποτέ δε θα σε καταδικάσω. Μα και θα 'ταν παράξενο να γινόμουνα κριτής σου σ' αυτή την υπόθεση. Λοιπόν τώρα φαίνεται πως τα εξέτασα όλα.

—Ναι, μα εγώ θα καταδικάσω τον εαυτό μου! αναφώνησε ο Μίτια. Θ' αποδράσω- αυτό και χωρίς εσένα ήταν αποφασισμένο: ο Μίτκα Καραμάζοβ μπορεί τάχα να μην αποδράσει; Μα γι' αυτό θα καταδικάσω τον εαυτό μου και κει θα εξαγοράζω αιωνίως το αμάρτημά μου! Έτσι δε μιλάνε οι Ιησουίτες; Έτσι; Έτσι όπως τα λέμε τώρα εμείς οι δυο;

— Έτσι, χαμογέλασε ήρεμα ο Αλιόσα.

—Σ' αγαπώ επειδή πάντα θα πεις όλη την αλήθεια και τίποτα δε θα κρύψεις! αναφώνησε ο Μίτια γελώντας χαρούμενα. Θα πει λοιπόν πως τον Αλιόσκα μου τον έπιασα επ' αυτοφώρω να 'ναι Ιησουίτης! Σου αξίζει να σε φιλήσω ύστερ' απ' αυτό, να! Άκου λοιπόν τώρα και το άλλο, θα σου ανοίξω και το άλλο μισό της ψυχής μου. Να τι σκέφτηκα κι αποφάσισα: Κι αν ακόμα δραπετεύσω, και με λεφτά ακόμα και με διαβατήριο για την Αμερική, και τότε μου δίνει κουράγιο η σκέψη πως δε θ' αποδράσω για να βρω τη χαρά, την ευτυχία μα πραγματικά για να βρω άλλο κάτεργο χειρότερο ίσως απ' αυτό! Χειρότερο, Αλεξέι, χειρότερο, αλήθεια σου το λέω! Αυτή την Αμερική που ο διάβολος να την πάρει, από τώρα δεν την χωνεύω. Ας είναι η Γκρούσα μαζί μου, μα κοίτα την: μοιάζει με Αμερικάνα; Είναι Ρωσίδα, όλη ως το μεδούλι Ρωσίδα είναι, θα νοσταλγήσει τη μητρική της γη, και γω θα τη βλέπω διαρκώς να υποφέρει εξαιτίας μου βαστάζοντας έναν τέτοιο σταυρό, και σε τι έφταιξε; Μα εγώ τάχα θα μπορώ να υποφέρω εκείνους εκεί τους βρομιάρηδες; Κι ας είναι ίσως όλοι τους ως τον τελευταίο καλύτεροι από μένα. Τη μισώ αυτή την Αμερική από τώρα κιόλας κι ας είναι όλοι τους εκεί ασύγκριτοι μηχανικοί ή ό,τι άλλο —άσ' τους να πάν' στο διάολο, δεν είναι δικοί μου άνθρωποι, δεν είναι της δικιάς μου ψυχής! Τη Ρωσία αγαπώ, Αλεξέι, το Ρώσο Θεό αγαπάω, κι ας είμαι ο ίδιος παλιάνθρωπος! Θα ψοφήσω κει κάτω! αναφώνησε και ξάφνου τα μάτια του λάμψανε.

Η φωνή του άρχισε να τρέμει απ' τα δάκρυα.

—Το λοιπόν να τι αποφάσισα, Αλεξέι, άκου! άρχισε πάλι πνίγοντας την ταραχή του. Θα φτάσουμε κει με την Γκρούσα και κει αμέσως θ' αρχίσουμε να οργώνουμε, να δουλεύουμε ανάμεσα στις άγριες αρκούδες, στη μοναξιά, κάπου απόμερα. Θα βρεθεί δα και κει κανένα μέρος απόμακρο! Εκεί, λένε, υπάρχουν ακόμα ερυθρόδερμοι, εκεί κάπου στην άκρη του ορίζοντα, εκεί λοιπόν θα πάμε, σε κείνη τη μεριά, στους τελευταίους των Μοϊκανών. Ε, κι αμέσως θα ριχτούμε στη γραμματική κι η Γκρούσα και γω. Δουλειά και γραμματική, κι έτσι κάπου τρία χρόνια. Σ' αυτά τα τρία χρόνια θα μάθουμε τα εγγλέζικα και θα τα μιλάμε καλύτερα από Εγγλέζους. Και μόλις τα μάθουμε, —χαίρε, Αμερική! Θα γυρίσουμε εδώ, στη Ρωσία, Αμερικανοί πολίτες. Μην ανησυχείς, εδώ στην πολιτειούλα μας δε θα 'ρθούμε. Θα κρυφτούμε κάπου πιο μακριά, στο Βορρά ή στο Νότο. Εγώ ως τα τότε θ' αλλάξω, και κείνη το ίδιο, κει στην Αμερική κάνας γιατρός θα μου βάλει καμιά ψεύτικη ελιά, δεν είναι δα έτσι τζάμπα μηχανικοί. Κι αν όχι, τότε θα βγάλω το ένα μου μάτι, θ' αφήσω μια πήχη γένεια άσπρα (θ' ασπρίσω απ' τη νοσταλγία μου για τη Ρωσία) —ίσως και δε με γνωρίσουν. Κι αν με γνωρίσουν, ας με εξορίσουν, το ίδιο κάνει, θα πω πως το 'χε η μοίρα μου! Εδώ το ίδιο θα οργώνουμε σε κανένα απόμερο μέρος τη γη, και γω σ' όλη μου τη ζωή θα παριστάνω τον Αμερικάνο. Κι έτσι θα πεθάνουμε στην πατρίδα. Να το σχέδιό μου και δεν τ' αλλάζω· το εγκρίνεις;

—Το εγκρίνω, είπε ο Αλιόσα μη θέλοντας να του αντιμιλήσει.

Ο Μίτια σώπασε για λίγο και ξάφνου πρόφερε:

—Και πώς μου τη φέρανε στη δίκη. Βρε, πώς μου τη φέρανε!

—Και να μη σου τη φέρνανε, πάλι θα σε καταδικάζανε, πρόφερε αναστενάζοντας ο Αλιόσα.

—Ναι, με βαρέθηκε ο κόσμος δω πέρα! Ο Θεός μαζί τους, όμως αυτό είναι βαρύ για μένα! στέναξε όλο πόνο ο Μίτια. Πάλι σώπασαν για λίγο.

—Αλιόσα, σφάξε με τώρα, αναφώνησε ξαφνικά: θα 'ρθει τώρα ή όχι; Λέγε! Τι σου είπε; Πώς σου το 'πε;

—Μου είπε πως θα 'ρθει, μα δεν ξέρω αν θα 'ρθει σήμερα, πολύ δύσκολο της πέφτει! κοίταξε δειλά τον αδερφό του ο Αλιόσα.

—Αυτό έλειπε να μην της είναι δύσκολο, να μην της είναι δύσκολο! Αλιόσα, εγώ πάνω σ' αυτό θα τρελαθώ. Η Γκρούσα όλο με κοιτάζει. Καταλαβαίνει. Θεέ μου, Κύριε, ημέρωσέ με: Τι είναι αυτό που γυρεύω; Την Κάτια γυρεύω! Ξέρω τάχα τι θέλω; Ασεβής καραμαζοβική ασυγκρατησιά! Όχι, δεν είμαι ικανός για το μαρτύριο! Παλιάνθρωπος είμαι, και τίποτ' άλλο!

—Να τηνε! αναφώνησε ο Αλιόσα.

Κείνη τη στιγμή στο κατώφλι φάνηκε ξάφνου η Κάτια. Για λίγο κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας το Μίτια με κάποιο χαμένο βλέμμα. Αυτός τινάχτηκε αμέσως όρθιος, το πρόσωπό του έδειξε τρόμο, χλόμιασε, μα αμέσως ένα δειλό, ικετευτικό χαμόγελο αχνοφάνηκε στα χείλη του και ξάφνου ασυγκράτητα έτεινε στην Κάτια και τα δυο του χέρια. Βλέποντάς το αυτό εκείνη όρμησε προς το μέρος του. Τον άρπαξε απ' τα χέρια και τον κάθισε σχεδόν με τη βία στο κρεβάτι, κάθισε κι αυτή δίπλα, και μην παρατώντας τα χέρια του τα έσφιγγε σπασμωδικά. Κάμποσες φορές έκαναν κι οι δυο κάτι να πουν μα συγκρατιόνταν και πάλι σωπαίνανε επίμονα, σα να 'ταν καρφωμένος ο ένας στον άλλον και κοιτάζονταν μ' ένα παράξενο χαμόγελο. Έτσι πέρασαν κάπου δυο λεπτά.

—Με συγχώρεσες ή όχι; πρόφερε επιτέλους ο Μίτια και την ίδια στιγμή γύρισε στον Αλιόσα και με παραμορφωμένο απ' τη χαρά πρόσωπο, του φώναξε:

—Ακούς τι ρωτάω, ακούς!

—Γι' αυτό και σ' αγαπούσα, γιατί έχεις μεγάλη καρδιά! της ξέφυγε ξάφνου της Κάτιας. Μα κι ούτε σου χρειάζεται η συγνώμη μου, ούτε εμένα η δική σου. Το ίδιο κάνει, με συγχωρέσεις ή όχι, για όλη μου τη ζωή θα μείνεις στην ψυχή μου σα μια ανοιχτή πληγή και γω στη δική σου —έτσι και πρέπει...

Σταμάτησε να πάρει ανάσα.

—Γιατί ήρθα; παράφορα και βιαστικά άρχισε πάλι. Ήρθα να σου αγκαλιάσω τα πόδια, να σου σφίξω τα χέρια, να, έτσι ώσπου να πονέσεις, θυμάσαι, όπως σου τα ' σφίγγα στη Μόσχα, να σου ξαναπώ πως είσαι ο Θεός μου, η χαρά μου, πως σ' αγαπώ τρελά.

Σα ν' αναστέναξε με σπαραγμό και ξάφνου ακούμπησε άπληστα τα χείλη της στο χέρι του. Δάκρυα ανάβλυσαν απ' τα μάτια της. Ο Αλιόσα στεκόταν ακίνητος και σα χαμένος. Με κανέναν τρόπο δεν περίμενε αυτό που 'βλεπε.

—Η αγάπη πέρασε, Μίτια! άρχισε πάλι η Κάτια-μα μου είναι ακριβό μέχρι πόνου αυτό που πέρασε. Αυτό μάθε το για πάντα. Μα τώρα, για μια στιγμούλα, ας γίνει αυτό που θα μπορούσε να είναι.

Με συσπασμένο χαμόγελο πρόφερε πάλι χαρούμενα κοιτώντας τον στα μάτια.

Και συ τώρα αγαπάς άλλη και γω άλλον, μα παρ' όλ' αυτά θα σ' αγαπώ παντοτινά και συ εμένα, το 'ξερες τάχα αυτό; Ακούς, αγάπα με, σ' όλη σου τη ζωή να μ' αγαπάς! αναφώνησε με κάποιο απειλητικό σχεδόν τρεμούλιασμα στη φωνή της.

—Θα σ' αγαπώ και... ξέρεις, Κάτια, άρχισε να μιλάει κι ο Μίτια κοντανασαίνοντας σε κάθε λέξη- ξέρεις, εγώ εδώ και πέντε μέρες, κείνο το βράδυ, σ' αγαπούσα... όταν έπεσες και σε πήρανε... σ' όλη μου τη ζωή. Έτσι και θα 'ναι, έτσι θα 'ναι αιώνια...

Έτσι ψέλλισαν κι οι δυο και λέγανε πράματα σχεδόν παράλογα και παράφορα, ίσως μάλιστα και ψεύτικα, μα κείνη τη στιγμή όλα ήταν αλήθεια, και οι ίδιοι πιστεύανε απόλυτα στον εαυτό τους.

—Κάτια, αναφώνησε ξάφνου ο Μίτια, πίστευες πως σκότωσα; Ξέρω πως τώρα δεν το πιστεύεις, μα τότε... όταν έκανες την κατάθεση... μπορεί λοιπόν να το πίστευες;

—Και τότε δεν το πίστευα. Ποτέ δεν το πίστευα! Σε μισούσα και ξάφνου έπεισα τον εαυτό μου, να, για κείνη τη στιγμή... όταν έδινα την κατάθεσή μου... τον έπεισα και πίστευα... μα όταν τέλειωσα την κατάθεση αμέσως έπαψα να το πιστεύω. Να τα ξέρεις όλ' αυτά. Ξέχασα πως ήρθα να τιμωρήσω τον εαυτό μου! πρόφερε ξάφνου με κάποια εντελώς νέα έκφραση που δεν έμοιαζε καθόλου με την προηγούμενη ερωτική της φλυαρία.

—Υποφέρεις, γυναίκα! κάπως εντελώς ασυγκράτητα ξέφυγε ξάφνου του Μίτια.

— Άφησέ με, ψιθύρισε αυτή· θα ξανάρθω, μου είναι αβάσταχτο τώρα!...

Σηκώθηκε κιόλας απ' τη θέση της μα ξάφνου έβγαλε μια κραυγή και οπισθοχώρησε. Στο δωμάτιο είχε μπει εντελώς αναπάντεχα κι αθόρυβα η Γκρούσενκα. Κανένας δεν την περίμενε. Η Κάτια έκανε ένα βήμα κατά την πόρτα, μα, φτάνοντας κοντά στη Γκρούσενκα, σταμάτησε ξαφνικά, άσπρισε όλη σαν κιμωλία, και σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, της είπε στενάζοντας:

—Συγχωρέστε με!

Εκείνη την κοίταζε επίμονα και, αργώντας λίγο, με φωνή φαρμακωμένη απ' το μίσος, απάντησε:

—Κακές είμαστε, κυρά μου, κι οι δυο μας! Πώς να συγχωρνάμε συ και γω; Να, σώσε τον και τότε θα προσεύχομαι για σένα σ' όλη μου τη ζωή.

—Μα να συγχωρέσεις δε θέλεις! φώναξε ο Μίτια στη Γκρούσενκα με παράφορη μομφή.

—Μείνε ήσυχη, θα σου τον σώσω! ψιθύρισε γρήγορα η Κάτια κι έφυγε τρέχοντας απ' το δωμάτιο.

—Και συ μπόρεσες να μην τη συγχωρέσεις, αφού σου είπε η ίδια «συγχώρα με»; αναφώνησε και πάλι πικρά ο Μίτια.

—Μίτια, μην την κατηγορείς, δεν έχεις το δικαίωμα! φώναξε με θέρμη ο Αλιόσα στον αδερφό του.

—Τα περήφανα χείλια της το λέγανε κι όχι η καρδιά της, πρόφερε με κάποια σιχαμάρα η Γκρούσενκα. Αν σε γλιτώσει, όλα θα της τα συγχωρέσω...

Σώπασε σαν κάτι να 'θελε να πνίξει στην ψυχή της. Δεν μπορούσε ακόμα να συνέλθει. Μπήκε, όπως αποδείχτηκε αργότερα, εντελώς τυχαία, χωρίς να υποψιάζεται τίποτα, και μην περιμένοντας να συναντήσει αυτό που συνάντησε.

—Αλιόσα, τρέξε ξοπίσω της! γύρισε βιαστικά ο Μίτια στον αδερφό του. Πες της... δεν ξέρω τι... μα μην την αφήσεις να φύγει έτσι!

—Θα 'ρθω πάλι τ' απόγεμα! φώναξε ο Αλιόσα κι έτρεξε πίσω απ' την Κάτια.

Την έφτασε έξω απ' τον περίβολο του νοσοκομείου. Αυτή περπατούσε γρήγορα, βιαζόταν, μα μόλις την έφτασε ο Αλιόσα, του πρόφερε γρήγορα:

— Όχι, μπροστά σ' αυτήν δεν μπορώ να τιμωρήσω τον εαυτό μου! Της είπα: «συγχώρα με» γιατί ήθελα να τιμωρήσω τον εαυτό μου ως το τέλος. Αυτή δε με συγχώρεσε... Την αγαπώ γι' αυτό! πρόφερε η Κάτια με αλλοιωμένη φωνή, και τα μάτια της άστραψαν από άγριο μίσος.

—Ο αδερφός μου καθόλου δεν το περίμενε, μουρμούρισε ο Αλιόσα· ήταν βέβαιος πως αυτή δε θα 'ρθει...

—Ασφαλώς. Ας τ' αφήσουμε αυτά, είπε κοφτά εκείνη. Ακούστε! Τώρα δεν μπορώ να πάω κει μαζί σας, στην κηδεία. Τους έστειλα λουλούδια για το φέρετρο. Λεφτά έχουν ακόμα, μου φαίνεται. Αν θα χρειαστούν, πέστε τους πως ποτέ δε θα τους εγκαταλείψω... Μα τώρα αφήστε με, αφήστε με, παρακαλώ. Αργήσατε κιόλας για κει... Αφήστε με, παρακαλώ!