×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 13. ΕΠΙΛΟΓΟΣ: I. Σχέδια για να σωθεί ο Μίτια

13. ΕΠΙΛΟΓΟΣ: I. Σχέδια για να σωθεί ο Μίτια

Την πέμπτη μέρα μετά τη δίκη του Μίτια, πολύ νωρίς το πρωί, πριν απ' τις εννιά, ήρθε στης Κατερίνας Ιβάνοβνας ο Αλιόσα για να συνεννοηθεί μαζί της τελειωτικά για μια σπουδαία και για τους δυο τους υπόθεση και να της δώσει ένα μήνυμα. Καθόταν και μιλούσε μαζί του στο ίδιο κείνο δωμάτιο όπου είχε δεχτεί κάποτε τη Γκρούσενκα. Δίπλα, στ' άλλο δωμάτιο, κειτόταν με πυρετό κι έχοντας χάσει τις αισθήσεις του ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα αμέσως μετά τη σκηνή εκείνη στο δικαστήριο διέταξε να μεταφέρουν τον άρρωστο Ιβάν Φιοντόροβιτς, που 'χε χάσει τις αισθήσεις του, στο σπίτι της, περιφρονώντας τα μελλοντικά κουτσομπολιά και την αναπόφευκτη καταλαλιά της κοινωνίας μας. Η μια απ' τις δυο συγγένισσές της που ζούσανε σπίτι της έφυγε αμέσως μετά τη σκηνή στο δικαστήριο για τη Μόσχα, η άλλη έμεινε. Μα κι αν φεύγανε κι οι δυο, η Κατερίνα Ιβάνοβνα δε θ' άλλαζε την απόφασή της και θα 'μενε να περιποιείται τον άρρωστο και να κάθεται στο προσκέφαλό του νύχτα μέρα. Τον γιατρεύανε ο Βαρβίνσκη κι ο Χερτσενστούμπε-ο Μοσχοβίτης γιατρός έφυγε για τη Μόσχα, αφού αρνήθηκε να εκφέρει γνώμη για την πιθανή έκβαση της αρρώστιας. Οι γιατροί που έμειναν, αν και δίνανε κουράγιο στην Κατερίνα Ιβάνοβνα και στον Αλιόσα, ωστόσο ήταν φανερό πως δεν μπορούσαν ακόμα να δώσουν μεγάλες ελπίδες. Ο Αλιόσα επισκεφτόταν τον αδερφό του δυο φορές τη μέρα. Μα αυτή τη φορά είχε μιαν ιδιαίτερη, πολύ περίπλοκη αποστολή και προαισθανόταν πόσο δύσκολο θα του ήταν ν' ανοίξει κουβέντα γι' αυτή, μα ωστόσο βιαζόταν πολύ: Είχε κι άλλη μια δουλειά σ' άλλο μέρος, το ίδιο πρωί, κι έπρεπε να βιαστεί. Ήταν πια ένα τέταρτο που μιλούσαν. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα ήταν χλομή, πολύ κουρασμένη και ταυτόχρονα σ' εξαιρετικά αρρωστιάρικη ταραχή: Προαισθανόταν για ποιο λόγο, ανάμεσα στ' άλλα, είχε έρθει τώρα ο Αλιόσα.

—Για την απόφασή του μην ανησυχείτε, πρόφερε με σταθερή επιμονή στον Αλιόσα. Όπως και να 'ρθουν τα πράματα, θα πρέπει να προτιμήσει αυτή τη λύση. Πρέπει ν' αποδράσει! Αυτός ο δυστυχισμένος, αυτός ο ήρωας της τιμής και της συνείδησης —όχι εκείνος, όχι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, μα κείνος που κείτεται πίσω απ' αυτή την πόρτα και που θυσιάστηκε για τον αδερφό του, (πρόσθεσε η Κάτια και τα μάτια της αστράψανε)— από καιρό πια μου ανακοίνωσε όλο αυτό το σχέδιο της απόδρασης. Ξέρετε, είχε κιόλας ορισμένες επαφές... Σας έχω πει πια μερικά πράγματα... Βλέπετε, αυτό θα γίνει κατά πάσαν πιθανότητα στον τρίτο σταθμό που θα κάνει η ομάδα των καταδίκων πηγαίνοντας στη Σιβηρία. Ω, γι' αυτό έχουμε καιρό ακόμα. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς είχε πάει κιόλας στον προϊστάμενο του τρίτου σταθμού. Μονάχα που δεν ξέρουμε ποιος θα διοικεί τη συνοδεία, αυτό δεν μπορεί να το μάθει κανείς από πριν. Αύριο ίσως να σας δείξω με λεπτομέρειες όλο το σχέδιο που μου άφησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς την παραμονή της δίκης, αν τυχόν και γινόταν τίποτα... Αυτό έγινε κείνο το βράδυ, όταν, θυμάστε, μας βρήκατε μαλωμένους: Αυτός κατέβαινε ακόμα τις σκάλες και γω βλέποντάς σας τον ανάγκασα να γυρίσει —θυμάστε; Ξέρετε γιατί μαλώσαμε τότε;

— Όχι, δεν ξέρω, είπε ο Αλιόσα.

—Βέβαια, τότε σας το 'κρυψε: να, ακριβώς γι' αυτό το σχέδιο της απόδρασης. Τρεις μέρες πριν μου 'χε πει όλα τα σπουδαιότερα —από τότε αρχίσαμε να μαλώνουμε, κι όλες τις τρεις μέρες μαλώναμε. Μαλώσαμε επειδή μου είπε πως στην περίπτωση που ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς θα καταδικαστεί, θα το σκάσει στο Εξωτερικό με κείνο το γύναιο. Τότε εγώ μάνιασα ξαφνικά —δε θα σας πω το γιατί, ούτε κι η ίδια ξέρω το γιατί... Ω, βέβαια για κείνο το γύναιο, για κείνο το γύναιο μάνιασα τότε κι ακριβώς επειδή κι αυτή θα το σκάσει στο Εξωτερικό μαζί με το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, αναφώνησε ξαφνικά η Κατερίνα Ιβάνοβνα με τρεμάμενα απ' την οργή χείλη. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μόλις είδε τότε πόσο θύμωσα γι' αυτό το γύναιο, νόμισε αμέσως πως τη ζηλεύω για το Ντιμήτρι και πως κατά συνέπεια εξακολουθώ ακόμα ν' αγαπάω το Ντιμήτρι. Τότε έγινε ο πρώτος καυγάς. Εξηγήσεις δε θέλησα να δώσω, να ζητήσω συγχώρεση δεν μπορούσα. Μου φάνηκε βαρύ που ένας τέτοιος άνθρωπος μπόρεσε να με υποπτευθεί πως αγαπούσα όπως και πρώτα αυτόν τον... Κι αυτό τη στιγμή που εγώ η ίδια, καιρό πριν απ' αυτό, του το 'χα πει καθαρά πως δεν αγαπώ το Ντιμήτρι, μα αγαπώ μονάχα αυτόν! Από κακία μονάχα θύμωσα γι' αυτό το γύναιο! Ύστερ' από τρεις μέρες, κείνο το βράδυ που ήρθατε σεις, μου 'φερε ένα σφραγισμένο φάκελο για να τον ξεσφραγίσω αμέσως αν του συμβεί τίποτα. Ω, προέβλεπε αυτή την αρρώστια του! Μου αποκάλυψε πως στο φάκελο είναι οι λεπτομέρειες της απόδρασης και πως σε περίπτωση που θα πεθάνει ή θ' αρρωστήσει επικίνδυνα, τότε εγώ μόνη μου να σώσω το Μίτια. Τότε μου άφησε και λεφτά, σχεδόν δέκα χιλιάδες —κείνα τα ίδια που ανάφερε ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του, που από κάπου έμαθε πως είχε στείλει να τ' αλλάξει. Μου 'κανε ξάφνου τρομερή εντύπωση που ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, ζηλεύοντάς με ακόμα και όντας ακόμα βέβαιος πως αγαπάω το Μίτια, δεν εγκατέλειψε ωστόσο τη σκέψη να σώσει τον αδερφό του και εμπιστευόταν σε μένα την ίδια την υπόθεση της σωτηρίας! Ω, αυτό θα πει θυσία! Όχι, σεις δε θα καταλάβετε μια τέτοια αυτοθυσία σ' όλη της την πληρότητα, Αλεξέι Φιοντόροβιτς! Είχα σκοπό να πέσω ευλαβικά μπροστά στα πόδια του, μα μόλις σκέφτηκα ξαφνικά πως αυτός θα το αποδώσει αποκλειστικά στη χαρά μου που θα σωθεί ο Μίτια (κι αυτός το δίχως άλλο αυτό θα σκεφτότανε!) τόσο πολύ νεύριασα και μόνο για τη δυνατότητα μιας τέτοιας άδικης σκέψης από μέρος του που πάλι έγινα έξω φρενών κι αντί να του φιλήσω τα πόδια, του 'κανα και πάλι σκηνή! Ω, είμαι δυστυχισμένη! Τέτοιος είναι ο χαρακτήρας μου, —τρομερός, δυστυχισμένος χαρακτήρας! Ω, θα δείτε ακόμα: θα κάνω έτσι, θα φέρω ως εκεί τα πράγματα που κι αυτός θα μ' εγκαταλείψει για μιαν άλλη, που μαζί της μπορεί να ζήσει ευκολότερα, όπως έκανε ο Ντιμήτρι, μα τότε... όχι, τότε πια δε θα μπορέσω να το υποφέρω, θα σκοτωθώ! Κι όταν μπήκατε τότε, κι όταν σας φώναξα, και κείνον τον διέταξα να γυρίσει, τότε, μόλις μπήκε μαζί σας, τόσο μ' άδραξε ο θυμός για το γεμάτο μίσος και περιφρόνηση βλέμμα που μου 'ριξε ξάφνου, που —το θυμάστε;— του φώναξα ξαφνικά πως αυτός, μονάχα αυτός μ' έπεισε ότι ο αδερφός του Ντιμήτρι είναι δολοφόνος! Επίτηδες τον κακολόγησα για να τον πικράνω ακόμα μια φορά- αυτός ποτέ, ποτέ δε με βεβαίωνε πως ο αδερφός του είναι δολοφόνος, απεναντίας εγώ, εγώ η ίδια τον βεβαίωνα! Ω, για όλα, για όλα, αιτία είναι η λύσσα μου! Εγώ, εγώ προετοίμασα αυτή την καταραμένη σκηνή στο δικαστήριο! Θέλησε να μου αποδείξει πως είναι ευγενικός, και πως αν κι αγαπώ τον αδερφό του, όμως αυτός παρ' όλ' αυτά δε θα τον καταστρέψει από μίσος και ζήλεια. Να λοιπόν που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο... Εγώ είμαι αιτία για όλα, εγώ μονάχα φταίω!

Ποτέ ως τα τότε δεν είχε κάνει τέτοιες ομολογίες στον Αλιόσα κι αυτός αισθάνθηκε πως η Κάτια βρίσκεται ακριβώς σε κείνη τη στιγμή του αβάσταχτου πόνου όταν κι η πιο περήφανη καρδιά με πόνο συντρίβει την περηφάνια της και πέφτει νικημένη απ' την οδύνη. Ω, ο Αλιόσα ήξερε κι άλλη μια τρομερή αιτία της τωρινής της αγωνίας, όσο κι αν του την έκρυβε όλες αυτές τις μέρες μετά την καταδίκη του Μίτια. Μα θα του ήταν για κάποιο λόγο υπερβολικά μεγάλος πόνος, αν αυτή λύγιζε τόσο ώστε ν' αρχίσει να του μιλάει η ίδια γι' αυτό, τώρα, τούτη τη στιγμή, και γι' αυτή την αιτία. Υπόφερε για την «προδοσία» της στο δικαστήριο, κι ο Αλιόσα προαισθανόταν πως η συνείδησή της τη σπρώχνει να αυτοκατηγορηθεί μπροστά του ίσα- ίσα, μπροστά στον Αλιόσα, με δάκρυα, με ουρλιαχτά, με υστερισμούς. Μα αυτός φοβόταν αυτή τη στιγμή και λυπόταν τη δύστυχη. Έτσι όμως η αποστολή του γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Άρχισε να μιλάει πάλι για το Μίτια.

—Τίποτα, τίποτα, γι' αυτόν μη φοβάστε!

Με πείσμα κι απότομα άρχισε πάλι η Κάτια.

—Όλα του είναι για μια στιγμή, εγώ τον ξέρω, εγώ την ξέρω πολύ καλά αυτή την καρδιά. Να 'στε βέβαιος πως θα δεχτεί ν' αποδράσει. Και το σπουδαιότερο, δεν είναι βιαστικό ακόμα. Θα 'χει καιρό να το σκεφτεί και ν' αποφασίσει. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ως τα τότε θα 'χει γίνει καλά και θα τα κανονίσει όλα ο ίδιος, έτσι που εγώ δε θα 'χω τίποτα να κάνω. Μην ανησυχείτε, θα δεχτεί ν' αποδράσει. Μα είναι σύμφωνος κιόλας: μήπως τάχα μπορεί ν' αφήσει το γύναιό του; Αν πάει στο κάτεργο, δε θα την αφήσουν μαζί του, πώς λοιπόν να μην αποδράσει; Αυτός, το σπουδαιότερο, φοβάται εσάς, φοβάται πως δε θα εγκρίνετε την απόδραση από ηθική πλευρά, μα σεις πρέπει να του το επιτρέψετε μεγαλόψυχα, αν είναι πια τόσο απαραίτητη εδώ η συγκατάθεσή σας, πρόσθεσε με φαρμάκι η Κάτια.

Σώπασε και χαμογέλασε ειρωνικά:

—Μιλάει κει κάτω, ξανάρχισε- για κάτι ύμνους, για έναν σταυρό που πρέπει να σηκώσει, για κάποιο καθήκον, θυμάμαι που γι' αυτά μου διηγόταν τότε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κι αν ξέρατε πώς τα 'λεγε! αναφώνησε ξάφνου η Κάτια μ' ασυγκράτητο αίσθημα. Αν ξέρατε πόσο αγαπούσε αυτόν το δυστυχισμένο κείνη τη στιγμή, όταν μου μετέδιδε αυτά τα λόγια γι' αυτόν, και πόσο τον μισούσε ίσως την ίδια στιγμή! Και γω, ω! εγώ άκουσα τότε τη διήγησή του και τα δάκρυά του μ' αλαζονικό χαμόγελο. Ω, το γύναιο! Εγώ είμαι το γύναιο, εγώ! Εγώ του προκάλεσα τον πυρετό! Και κείνος, ο καταδικασμένος —είναι τάχα έτοιμος για το μαρτύριο, τέλειωσε εκνευρισμένη η Κάτια, και μήπως ένας τέτοιος είναι άξιος να υποφέρει; Τέτοιοι σαν αυτόν ποτέ δεν υποφέρουν.

Κάποιο αίσθημα μίσους πια και σιχαμερής περιφρόνησης αντήχησε σ' αυτά τα λόγια. Κι όμως αυτή η ίδια ήταν εκείνη που τον είχε προδώσει.

«Τι να γίνει, ίσως επειδή αισθάνεται έτσι ένοχο τον εαυτό της απέναντί του, ίσως γι' αυτό τον μισεί ώρες-ώρες», σκέφτηκε ο Αλιόσα.

Ήθελε να 'ναι μονάχα «ώρες-ώρες». Στα τελευταία λόγια της Κάτιας άκουσε μια πρόκληση μα έκανε πως δεν την πρόσεξε.

—Εγώ γι' αυτό σας κάλεσα σήμερα για να μου υποσχεθείτε πως θα τον πείσετε. Ή, μήπως κατά τη γνώμη σας το ν' αποδράσει θα 'ναι ανέντιμο, όχι ηρωικό ή, πώς το λένε κει πέρα... όχι χριστιανικό μήπως; με ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση πρόσθεσε η Κάτια.

— Όχι, δεν είναι τίποτα. Θα του τα πω όλα... τραύλισε ο Αλιόσα. Ζητάει να πάτε να τον δείτε σήμερα, εξακόντισε ξαφνικά κοιτάζοντάς την σταθερά στα μάτια.

Αυτή ανασκίρτησε κι έκανε μια κίνηση προς τα πίσω.

—Εμένα... μα μήπως τάχα είναι δυνατό αυτό; είπε χλομιάζοντας.

—Είναι δυνατό και πρέπει να γίνει! επέμενε ζωηρά ο Αλιόσα. Του χρειάζεστε πολύ, τώρα ίσα-ίσα. Δε θ' άρχιζα να σας μιλάω γι' αυτό και να σας βασανίζω πριν της ώρας αν δεν ήταν τόση ανάγκη. Είναι άρρωστος, είναι σαν τρελός, όλο εσάς ζητάει. Δεν έχει την αξίωση να πάτε σ' αυτόν, μα έστω να φανείτε μονάχα στο κατώφλι. Του συνέβησαν πολλά από κείνη τη μέρα. Καταλαβαίνει πόσο άμετρα είναι ένοχος απέναντί σας. Δε θέλει τη συγνώμη σας: «Είμαι ασυγχώρητος», λέει ο ίδιος —μα μονάχα να φανείτε στο κατώφλι...

—Εσείς τώρα ξαφνικά... τραύλισε η Κάτια· όλες τις μέρες προαισθανόμουνα πως θα 'ρθετε μ' αυτό... Εγώ το 'ξερα πως θα με φωνάξει!... Αυτό είναι αδύνατο!

—Ας είναι αδύνατο, μα κάντε το. Θυμηθείτε πως είναι η πρώτη φορά που νιώθει πραγματικά πόσο σας πρόσβαλε, πρώτη φορά στη ζωή του, ποτέ ως τα τώρα δεν το αισθάνθηκε τόσο βαθιά! Λέει: «Αν αρνηθεί να 'ρθει, τότε εγώ σ' όλη μου τη ζωή θα 'μαι δυστυχισμένος». Ακούτε: ένας κατεργίτης για είκοσι χρόνια ετοιμάζεται ακόμα να είναι ευτυχισμένος —μήπως τάχα δεν είναι λυπητερό αυτό; Σκεφτείτε: θα επισκεφτείτε έναν αθώο που καταδικάστηκε άδικα, (με πρόκληση ξέφυγε και του Αλιόσα), τα χέρια του είναι καθαρά, δεν έχουν πάνω τους αίμα! Για χάρη του άμετρου μελλοντικού μαρτυρίου του επισκεφτείτε τον τώρα! Ελάτε, ξεπροβοδίστε τον στο σκοτάδι... σταθείτε στο κατώφλι κι αυτό είν' όλο... Οφείλετε, οφείλετε να το κάνετε! συμπέρανε ο Αλιόσα με απίστευτη δύναμη υπογραμμίζοντας τη λέξη «οφείλετε».

—Οφείλω, μα... δεν μπορώ, σα να στέναξε η Κάτια. Θα με κοιτάει... δεν μπορώ.

—Τα βλέμματά σας πρέπει να συναντηθούν. Πώς θα ζήσετε

σ' όλη σας τη ζωή, αν δεν τ' αποφασίσετε τώρα;

—Καλύτερα να υποφέρω σ' όλη μου τη ζωή.

—Οφείλετε να ρθείτε, οφείλετε να ρθείτε, υπογράμμισε και πάλι ανελέητα ο Αλιόσα.

—Μα γιατί σήμερα, γιατί τώρα... Δεν μπορώ ν' αφήσω τον άρρωστο...

—Για μια στιγμή μπορείτε, είναι μια στιγμή αυτό. Αν δεν έρθετε ως τη νύχτα, θα τον πιάσει παράκρουση. Δε σας λέω ψέματα. Λυπηθείτε τον!

—Εμένα να λυπηθείτε, τον μέμφθηκε πικρά η Κάτια κι έβαλε τα κλάματα.

— Ώστε λοιπόν θα ρθείτε! πρόφερε σταθερά ο Αλιόσα, βλέποντας τα δάκρυά της. Θα πάω και θα του πω πως τώρα σε λίγο θα ρθείτε.

— Όχι, για κανένα λόγο μην του το πείτε! φώναξε τρομαγμένη η Κάτια. Θα 'ρθω, μα σεις μην του το πείτε από πρώτα, γιατί θα' ρθω, μα μπορεί και να μην μπω μέσα... Δεν ξέρω ακόμα...

Η φωνή της έσπασε. Ανάπνεε δύσκολα. Ο Αλιόσα σηκώθηκε να φύγει.

—Κι αν συναντηθώ με κανέναν; πρόφερε ξάφνου σβησμένα χλομιάζοντας ολόκληρη.

—Γι' αυτό πρέπει να ρθείτε τώρα για να μη συναντηθείτε κει με κανέναν. Κανένας δε θα 'ναι, σίγουρα σας λέω. Θα σας περιμένουμε, συμπέρανε επίμονα και βγήκε απ' το δωμάτιο.


13. ΕΠΙΛΟΓΟΣ: I. Σχέδια για να σωθεί ο Μίτια 13. OPINION: I. Plans to save Mitia

Την πέμπτη μέρα μετά τη δίκη του Μίτια, πολύ νωρίς το πρωί, πριν απ' τις εννιά, ήρθε στης Κατερίνας Ιβάνοβνας ο Αλιόσα για να συνεννοηθεί μαζί της τελειωτικά για μια σπουδαία και για τους δυο τους υπόθεση και να της δώσει ένα μήνυμα. Καθόταν και μιλούσε μαζί του στο ίδιο κείνο δωμάτιο όπου είχε δεχτεί κάποτε τη Γκρούσενκα. Δίπλα, στ' άλλο δωμάτιο, κειτόταν με πυρετό κι έχοντας χάσει τις αισθήσεις του ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα αμέσως μετά τη σκηνή εκείνη στο δικαστήριο διέταξε να μεταφέρουν τον άρρωστο Ιβάν Φιοντόροβιτς, που 'χε χάσει τις αισθήσεις του, στο σπίτι της, περιφρονώντας τα μελλοντικά κουτσομπολιά και την αναπόφευκτη καταλαλιά της κοινωνίας μας. Η μια απ' τις δυο συγγένισσές της που ζούσανε σπίτι της έφυγε αμέσως μετά τη σκηνή στο δικαστήριο για τη Μόσχα, η άλλη έμεινε. Μα κι αν φεύγανε κι οι δυο, η Κατερίνα Ιβάνοβνα δε θ' άλλαζε την απόφασή της και θα 'μενε να περιποιείται τον άρρωστο και να κάθεται στο προσκέφαλό του νύχτα μέρα. Τον γιατρεύανε ο Βαρβίνσκη κι ο Χερτσενστούμπε-ο Μοσχοβίτης γιατρός έφυγε για τη Μόσχα, αφού αρνήθηκε να εκφέρει γνώμη για την πιθανή έκβαση της αρρώστιας. Οι γιατροί που έμειναν, αν και δίνανε κουράγιο στην Κατερίνα Ιβάνοβνα και στον Αλιόσα, ωστόσο ήταν φανερό πως δεν μπορούσαν ακόμα να δώσουν μεγάλες ελπίδες. Ο Αλιόσα επισκεφτόταν τον αδερφό του δυο φορές τη μέρα. Μα αυτή τη φορά είχε μιαν ιδιαίτερη, πολύ περίπλοκη αποστολή και προαισθανόταν πόσο δύσκολο θα του ήταν ν' ανοίξει κουβέντα γι' αυτή, μα ωστόσο βιαζόταν πολύ: Είχε κι άλλη μια δουλειά σ' άλλο μέρος, το ίδιο πρωί, κι έπρεπε να βιαστεί. Ήταν πια ένα τέταρτο που μιλούσαν. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα ήταν χλομή, πολύ κουρασμένη και ταυτόχρονα σ' εξαιρετικά αρρωστιάρικη ταραχή: Προαισθανόταν για ποιο λόγο, ανάμεσα στ' άλλα, είχε έρθει τώρα ο Αλιόσα.

—Για την απόφασή του μην ανησυχείτε, πρόφερε με σταθερή επιμονή στον Αλιόσα. Όπως και να 'ρθουν τα πράματα, θα πρέπει να προτιμήσει αυτή τη λύση. Πρέπει ν' αποδράσει! Αυτός ο δυστυχισμένος, αυτός ο ήρωας της τιμής και της συνείδησης —όχι εκείνος, όχι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, μα κείνος που κείτεται πίσω απ' αυτή την πόρτα και που θυσιάστηκε για τον αδερφό του, (πρόσθεσε η Κάτια και τα μάτια της αστράψανε)— από καιρό πια μου ανακοίνωσε όλο αυτό το σχέδιο της απόδρασης. Ξέρετε, είχε κιόλας ορισμένες επαφές... Σας έχω πει πια μερικά πράγματα... Βλέπετε, αυτό θα γίνει κατά πάσαν πιθανότητα στον τρίτο σταθμό που θα κάνει η ομάδα των καταδίκων πηγαίνοντας στη Σιβηρία. Ω, γι' αυτό έχουμε καιρό ακόμα. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς είχε πάει κιόλας στον προϊστάμενο του τρίτου σταθμού. Μονάχα που δεν ξέρουμε ποιος θα διοικεί τη συνοδεία, αυτό δεν μπορεί να το μάθει κανείς από πριν. Αύριο ίσως να σας δείξω με λεπτομέρειες όλο το σχέδιο που μου άφησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς την παραμονή της δίκης, αν τυχόν και γινόταν τίποτα... Αυτό έγινε κείνο το βράδυ, όταν, θυμάστε, μας βρήκατε μαλωμένους: Αυτός κατέβαινε ακόμα τις σκάλες και γω βλέποντάς σας τον ανάγκασα να γυρίσει —θυμάστε; Ξέρετε γιατί μαλώσαμε τότε;

— Όχι, δεν ξέρω, είπε ο Αλιόσα.

—Βέβαια, τότε σας το 'κρυψε: να, ακριβώς γι' αυτό το σχέδιο της απόδρασης. Τρεις μέρες πριν μου 'χε πει όλα τα σπουδαιότερα —από τότε αρχίσαμε να μαλώνουμε, κι όλες τις τρεις μέρες μαλώναμε. Μαλώσαμε επειδή μου είπε πως στην περίπτωση που ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς θα καταδικαστεί, θα το σκάσει στο Εξωτερικό με κείνο το γύναιο. Τότε εγώ μάνιασα ξαφνικά —δε θα σας πω το γιατί, ούτε κι η ίδια ξέρω το γιατί... Ω, βέβαια για κείνο το γύναιο, για κείνο το γύναιο μάνιασα τότε κι ακριβώς επειδή κι αυτή θα το σκάσει στο Εξωτερικό μαζί με το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, αναφώνησε ξαφνικά η Κατερίνα Ιβάνοβνα με τρεμάμενα απ' την οργή χείλη. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μόλις είδε τότε πόσο θύμωσα γι' αυτό το γύναιο, νόμισε αμέσως πως τη ζηλεύω για το Ντιμήτρι και πως κατά συνέπεια εξακολουθώ ακόμα ν' αγαπάω το Ντιμήτρι. Τότε έγινε ο πρώτος καυγάς. Εξηγήσεις δε θέλησα να δώσω, να ζητήσω συγχώρεση δεν μπορούσα. Μου φάνηκε βαρύ που ένας τέτοιος άνθρωπος μπόρεσε να με υποπτευθεί πως αγαπούσα όπως και πρώτα αυτόν τον... Κι αυτό τη στιγμή που εγώ η ίδια, καιρό πριν απ' αυτό, του το 'χα πει καθαρά πως δεν αγαπώ το Ντιμήτρι, μα αγαπώ μονάχα αυτόν! Από κακία μονάχα θύμωσα γι' αυτό το γύναιο! Ύστερ' από τρεις μέρες, κείνο το βράδυ που ήρθατε σεις, μου 'φερε ένα σφραγισμένο φάκελο για να τον ξεσφραγίσω αμέσως αν του συμβεί τίποτα. Ω, προέβλεπε αυτή την αρρώστια του! Μου αποκάλυψε πως στο φάκελο είναι οι λεπτομέρειες της απόδρασης και πως σε περίπτωση που θα πεθάνει ή θ' αρρωστήσει επικίνδυνα, τότε εγώ μόνη μου να σώσω το Μίτια. Τότε μου άφησε και λεφτά, σχεδόν δέκα χιλιάδες —κείνα τα ίδια που ανάφερε ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του, που από κάπου έμαθε πως είχε στείλει να τ' αλλάξει. Μου 'κανε ξάφνου τρομερή εντύπωση που ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, ζηλεύοντάς με ακόμα και όντας ακόμα βέβαιος πως αγαπάω το Μίτια, δεν εγκατέλειψε ωστόσο τη σκέψη να σώσει τον αδερφό του και εμπιστευόταν σε μένα την ίδια την υπόθεση της σωτηρίας! Ω, αυτό θα πει θυσία! Όχι, σεις δε θα καταλάβετε μια τέτοια αυτοθυσία σ' όλη της την πληρότητα, Αλεξέι Φιοντόροβιτς! Είχα σκοπό να πέσω ευλαβικά μπροστά στα πόδια του, μα μόλις σκέφτηκα ξαφνικά πως αυτός θα το αποδώσει αποκλειστικά στη χαρά μου που θα σωθεί ο Μίτια (κι αυτός το δίχως άλλο αυτό θα σκεφτότανε!) τόσο πολύ νεύριασα και μόνο για τη δυνατότητα μιας τέτοιας άδικης σκέψης από μέρος του που πάλι έγινα έξω φρενών κι αντί να του φιλήσω τα πόδια, του 'κανα και πάλι σκηνή! Ω, είμαι δυστυχισμένη! Τέτοιος είναι ο χαρακτήρας μου, —τρομερός, δυστυχισμένος χαρακτήρας! Ω, θα δείτε ακόμα: θα κάνω έτσι, θα φέρω ως εκεί τα πράγματα που κι αυτός θα μ' εγκαταλείψει για μιαν άλλη, που μαζί της μπορεί να ζήσει ευκολότερα, όπως έκανε ο Ντιμήτρι, μα τότε... όχι, τότε πια δε θα μπορέσω να το υποφέρω, θα σκοτωθώ! Κι όταν μπήκατε τότε, κι όταν σας φώναξα, και κείνον τον διέταξα να γυρίσει, τότε, μόλις μπήκε μαζί σας, τόσο μ' άδραξε ο θυμός για το γεμάτο μίσος και περιφρόνηση βλέμμα που μου 'ριξε ξάφνου, που —το θυμάστε;— του φώναξα ξαφνικά πως αυτός, μονάχα αυτός μ' έπεισε ότι ο αδερφός του Ντιμήτρι είναι δολοφόνος! Επίτηδες τον κακολόγησα για να τον πικράνω ακόμα μια φορά- αυτός ποτέ, ποτέ δε με βεβαίωνε πως ο αδερφός του είναι δολοφόνος, απεναντίας εγώ, εγώ η ίδια τον βεβαίωνα! Ω, για όλα, για όλα, αιτία είναι η λύσσα μου! Εγώ, εγώ προετοίμασα αυτή την καταραμένη σκηνή στο δικαστήριο! Θέλησε να μου αποδείξει πως είναι ευγενικός, και πως αν κι αγαπώ τον αδερφό του, όμως αυτός παρ' όλ' αυτά δε θα τον καταστρέψει από μίσος και ζήλεια. Να λοιπόν που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο... Εγώ είμαι αιτία για όλα, εγώ μονάχα φταίω!

Ποτέ ως τα τότε δεν είχε κάνει τέτοιες ομολογίες στον Αλιόσα κι αυτός αισθάνθηκε πως η Κάτια βρίσκεται ακριβώς σε κείνη τη στιγμή του αβάσταχτου πόνου όταν κι η πιο περήφανη καρδιά με πόνο συντρίβει την περηφάνια της και πέφτει νικημένη απ' την οδύνη. Ω, ο Αλιόσα ήξερε κι άλλη μια τρομερή αιτία της τωρινής της αγωνίας, όσο κι αν του την έκρυβε όλες αυτές τις μέρες μετά την καταδίκη του Μίτια. Μα θα του ήταν για κάποιο λόγο υπερβολικά μεγάλος πόνος, αν αυτή λύγιζε τόσο ώστε ν' αρχίσει να του μιλάει η ίδια γι' αυτό, τώρα, τούτη τη στιγμή, και γι' αυτή την αιτία. Υπόφερε για την «προδοσία» της στο δικαστήριο, κι ο Αλιόσα προαισθανόταν πως η συνείδησή της τη σπρώχνει να αυτοκατηγορηθεί μπροστά του ίσα- ίσα, μπροστά στον Αλιόσα, με δάκρυα, με ουρλιαχτά, με υστερισμούς. Μα αυτός φοβόταν αυτή τη στιγμή και λυπόταν τη δύστυχη. Έτσι όμως η αποστολή του γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Άρχισε να μιλάει πάλι για το Μίτια.

—Τίποτα, τίποτα, γι' αυτόν μη φοβάστε!

Με πείσμα κι απότομα άρχισε πάλι η Κάτια.

—Όλα του είναι για μια στιγμή, εγώ τον ξέρω, εγώ την ξέρω πολύ καλά αυτή την καρδιά. Να 'στε βέβαιος πως θα δεχτεί ν' αποδράσει. Και το σπουδαιότερο, δεν είναι βιαστικό ακόμα. Θα 'χει καιρό να το σκεφτεί και ν' αποφασίσει. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ως τα τότε θα 'χει γίνει καλά και θα τα κανονίσει όλα ο ίδιος, έτσι που εγώ δε θα 'χω τίποτα να κάνω. Μην ανησυχείτε, θα δεχτεί ν' αποδράσει. Μα είναι σύμφωνος κιόλας: μήπως τάχα μπορεί ν' αφήσει το γύναιό του; Αν πάει στο κάτεργο, δε θα την αφήσουν μαζί του, πώς λοιπόν να μην αποδράσει; Αυτός, το σπουδαιότερο, φοβάται εσάς, φοβάται πως δε θα εγκρίνετε την απόδραση από ηθική πλευρά, μα σεις πρέπει να του το επιτρέψετε μεγαλόψυχα, αν είναι πια τόσο απαραίτητη εδώ η συγκατάθεσή σας, πρόσθεσε με φαρμάκι η Κάτια.

Σώπασε και χαμογέλασε ειρωνικά:

—Μιλάει κει κάτω, ξανάρχισε- για κάτι ύμνους, για έναν σταυρό που πρέπει να σηκώσει, για κάποιο καθήκον, θυμάμαι που γι' αυτά μου διηγόταν τότε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κι αν ξέρατε πώς τα 'λεγε! αναφώνησε ξάφνου η Κάτια μ' ασυγκράτητο αίσθημα. Αν ξέρατε πόσο αγαπούσε αυτόν το δυστυχισμένο κείνη τη στιγμή, όταν μου μετέδιδε αυτά τα λόγια γι' αυτόν, και πόσο τον μισούσε ίσως την ίδια στιγμή! Και γω, ω! εγώ άκουσα τότε τη διήγησή του και τα δάκρυά του μ' αλαζονικό χαμόγελο. Ω, το γύναιο! Εγώ είμαι το γύναιο, εγώ! Εγώ του προκάλεσα τον πυρετό! Και κείνος, ο καταδικασμένος —είναι τάχα έτοιμος για το μαρτύριο, τέλειωσε εκνευρισμένη η Κάτια, και μήπως ένας τέτοιος είναι άξιος να υποφέρει; Τέτοιοι σαν αυτόν ποτέ δεν υποφέρουν.

Κάποιο αίσθημα μίσους πια και σιχαμερής περιφρόνησης αντήχησε σ' αυτά τα λόγια. Κι όμως αυτή η ίδια ήταν εκείνη που τον είχε προδώσει.

«Τι να γίνει, ίσως επειδή αισθάνεται έτσι ένοχο τον εαυτό της απέναντί του, ίσως γι' αυτό τον μισεί ώρες-ώρες», σκέφτηκε ο Αλιόσα.

Ήθελε να 'ναι μονάχα «ώρες-ώρες». Στα τελευταία λόγια της Κάτιας άκουσε μια πρόκληση μα έκανε πως δεν την πρόσεξε.

—Εγώ γι' αυτό σας κάλεσα σήμερα για να μου υποσχεθείτε πως θα τον πείσετε. Ή, μήπως κατά τη γνώμη σας το ν' αποδράσει θα 'ναι ανέντιμο, όχι ηρωικό ή, πώς το λένε κει πέρα... όχι χριστιανικό μήπως; με ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση πρόσθεσε η Κάτια.

— Όχι, δεν είναι τίποτα. Θα του τα πω όλα... τραύλισε ο Αλιόσα. Ζητάει να πάτε να τον δείτε σήμερα, εξακόντισε ξαφνικά κοιτάζοντάς την σταθερά στα μάτια.

Αυτή ανασκίρτησε κι έκανε μια κίνηση προς τα πίσω.

—Εμένα... μα μήπως τάχα είναι δυνατό αυτό; είπε χλομιάζοντας.

—Είναι δυνατό και πρέπει να γίνει! επέμενε ζωηρά ο Αλιόσα. Του χρειάζεστε πολύ, τώρα ίσα-ίσα. Δε θ' άρχιζα να σας μιλάω γι' αυτό και να σας βασανίζω πριν της ώρας αν δεν ήταν τόση ανάγκη. Είναι άρρωστος, είναι σαν τρελός, όλο εσάς ζητάει. Δεν έχει την αξίωση να πάτε σ' αυτόν, μα έστω να φανείτε μονάχα στο κατώφλι. Του συνέβησαν πολλά από κείνη τη μέρα. Καταλαβαίνει πόσο άμετρα είναι ένοχος απέναντί σας. Δε θέλει τη συγνώμη σας: «Είμαι ασυγχώρητος», λέει ο ίδιος —μα μονάχα να φανείτε στο κατώφλι...

—Εσείς τώρα ξαφνικά... τραύλισε η Κάτια· όλες τις μέρες προαισθανόμουνα πως θα 'ρθετε μ' αυτό... Εγώ το 'ξερα πως θα με φωνάξει!... Αυτό είναι αδύνατο!

—Ας είναι αδύνατο, μα κάντε το. Θυμηθείτε πως είναι η πρώτη φορά που νιώθει πραγματικά πόσο σας πρόσβαλε, πρώτη φορά στη ζωή του, ποτέ ως τα τώρα δεν το αισθάνθηκε τόσο βαθιά! Λέει: «Αν αρνηθεί να 'ρθει, τότε εγώ σ' όλη μου τη ζωή θα 'μαι δυστυχισμένος». Ακούτε: ένας κατεργίτης για είκοσι χρόνια ετοιμάζεται ακόμα να είναι ευτυχισμένος —μήπως τάχα δεν είναι λυπητερό αυτό; Σκεφτείτε: θα επισκεφτείτε έναν αθώο που καταδικάστηκε άδικα, (με πρόκληση ξέφυγε και του Αλιόσα), τα χέρια του είναι καθαρά, δεν έχουν πάνω τους αίμα! Για χάρη του άμετρου μελλοντικού μαρτυρίου του επισκεφτείτε τον τώρα! Ελάτε, ξεπροβοδίστε τον στο σκοτάδι... σταθείτε στο κατώφλι κι αυτό είν' όλο... Οφείλετε, οφείλετε να το κάνετε! συμπέρανε ο Αλιόσα με απίστευτη δύναμη υπογραμμίζοντας τη λέξη «οφείλετε».

—Οφείλω, μα... δεν μπορώ, σα να στέναξε η Κάτια. Θα με κοιτάει... δεν μπορώ.

—Τα βλέμματά σας πρέπει να συναντηθούν. Πώς θα ζήσετε

σ' όλη σας τη ζωή, αν δεν τ' αποφασίσετε τώρα;

—Καλύτερα να υποφέρω σ' όλη μου τη ζωή.

—Οφείλετε να ρθείτε, οφείλετε να ρθείτε, υπογράμμισε και πάλι ανελέητα ο Αλιόσα.

—Μα γιατί σήμερα, γιατί τώρα... Δεν μπορώ ν' αφήσω τον άρρωστο...

—Για μια στιγμή μπορείτε, είναι μια στιγμή αυτό. Αν δεν έρθετε ως τη νύχτα, θα τον πιάσει παράκρουση. Δε σας λέω ψέματα. Λυπηθείτε τον!

—Εμένα να λυπηθείτε, τον μέμφθηκε πικρά η Κάτια κι έβαλε τα κλάματα.

— Ώστε λοιπόν θα ρθείτε! πρόφερε σταθερά ο Αλιόσα, βλέποντας τα δάκρυά της. Θα πάω και θα του πω πως τώρα σε λίγο θα ρθείτε.

— Όχι, για κανένα λόγο μην του το πείτε! φώναξε τρομαγμένη η Κάτια. Θα 'ρθω, μα σεις μην του το πείτε από πρώτα, γιατί θα' ρθω, μα μπορεί και να μην μπω μέσα... Δεν ξέρω ακόμα...

Η φωνή της έσπασε. Ανάπνεε δύσκολα. Ο Αλιόσα σηκώθηκε να φύγει.

—Κι αν συναντηθώ με κανέναν; πρόφερε ξάφνου σβησμένα χλομιάζοντας ολόκληρη.

—Γι' αυτό πρέπει να ρθείτε τώρα για να μη συναντηθείτε κει με κανέναν. Κανένας δε θα 'ναι, σίγουρα σας λέω. Θα σας περιμένουμε, συμπέρανε επίμονα και βγήκε απ' το δωμάτιο.