6.1 Τα πανιά του Θησέα...
Ο Νίκος δε μας ξαναμίλησε για την Πιπίτσα. Ούτε μια λέξη· σα να μην είχε γίνει τίποτα. Έπαιζε μαζί μας ως αργά το βράδυ κι αποφάσισε, την άλλη μέρα, που θα ήτανε η τελευταία που θα 'μενε στο Λαμαγάρι, να μας πάει εκδρομή, ως το παλιό κάστρο. Θα ξεκινούσαμε στις εφτά το πρωί. Ο κυρ Αντώνης θα μας έδινε τη βάρκα του. Τα χαράματα έφτανε βαπόρι στο λιμάνι στη χώρα. Θα πήγαινε ο κυρ Αντώνης να παραλάβει τους επιβάτες κι ύστερα θα γύριζε στο Λαμαγάρι. Αυτή η εκδρομή μας παρηγόρησε λιγάκι - κι εμάς και τ' άλλα παιδιά - που θα 'φευγε ο Νίκος. Στην εκδρομή θα 'ρχότανε κι ο παππούς. Αλλιώς, η θεία Δέσποινα δε μας άφηνε πουθενά να πάμε.
- Να 'χω ήσυχο το κεφάλι μου, λέει.
- Είμαι, λοιπόν, υπό επιτήρησιν; αστειεύτηκε ο Νίκος κι ύστερα πρόσθεσε:
- Καλύτερα, βέβαια, με τη συνοδεία του παππού, παρά του χωροφύλακα.
Εμάς δε μας πείραζε, που θα 'ρχότανε ο παππούς μαζί μας. Γιατί ξέραμε πως θα πάρει κανέναν αρχαίο μαζί του, θα καθίσει κάτω από μια σκιά και θα διαβάζει όλη μέρα. Το πολύ πολύ να μας πει κανένα μύθο.
Το άλλο πρωί ετοιμαστήκαμε από τα χαράματα, μα είχε πιά ο ήλιος κάψει για καλά κι ο κυρ Αντώνης με την «Κρυσταλλία» δε λέγανε να φανούν.
- Μήπως δεν ήρθε ακόμα το βαπόρι; ρώτησα εγώ.
- Τ' άκουσα που σφύριζε, πριν φέξει ακόμα, λέει η Άρτεμη.
Τέλος, φάνηκε η βάρκα. Ο κυρ Αντώνης, όμως, θαρρείς και δε βιαζότανε καθόλου, τραβούσε αργά αργά τα κουπιά, μια και δε φύσαγε διόλου για ν' ανοίξει πανιά.
- Να δείτε που κάτι θα του 'τυχε, ανησύχησε η Άρτεμη. Ο πατέρας άμα υπόσχεται, κρατάει το λόγο του.
- Τι να του 'τυχε, βρε Αρτούλα, γελάει ο Νίκος. Μπορεί να 'πιε δυο ουζάκια παραπάνω) και να ξεχάστηκε.
- Και δεν έχει ανοίξει πανιά, αστειεύτηκε ο παππούς, να δούμε αν είναι μαύρα η άσπρα, για να καταλάβουμε αν φέρνει καλά η άσχημα νέα.
- Γιατί μαύρα πανιά; ρωτήσαμε μείς.
- Θα σας πω το μύθο, είπε ο παππούς, και θα καταλάβετε.
Εμείς χαρήκαμε, γιατί έτσι θα περνούσε πιο γρήγορα η ώρα. Όσο κι αν ανυπομονούσαμε να δούμε την «Κρυσταλλία» να καταφτάνει, ο παππούς με τους μύθους του σε κάνει ν' αποξεχνιέσαι.
- Στην Κρήτη, λοιπόν, άρχισε ο παππούς, τα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε ένας βασιλιάς που τον λέγανε Μίνωα.
- Σαν τον βαρελά της ακριανής ταβέρνας, θα 'μαξε ο Οδυσσέας.
- Μέσα σ' ένα υπόγειο, με ατέλειωτες στοές και κάμαρες, συνέχισε ο παππούς, που όποιος έμπαινε δεν έβρισκε το δρόμο να ξαναβγεί και το λέγανε Λαβύρινθο, ο Μίνως είχε κλείσει έναν ταύρο, που τον λέγανε φυσικά Μινώταυρο. Ο βασιλιάς ο Μίνως νίκησε στον πόλεμο τους Αθηναίους και τους υποχρέωσε κάθε εννιά χρόνια να στέλνουν στην Κρήτη εφτά κοπέλες κι εφτά παλικάρια να τα τρώει ο Μινώταυρος.
- Έρχεται, έρχεται! ξεφώνισε κείνη τη στιγμή ο Νώλης.
- Ο Μινώταυρος; τρόμαξε η μικρούλα Αυγή.
- Γελάστηκα, έκανε σε λίγο ο Νώλης, που είχε νομίσει πως η βάρκα που είχε φανεί στον ορίζοντα ήτανε η «Κρυσταλλία».
- Έτσι, σαν τον Νώλη, όρθιος πάνω στο βράχο, συνέχισε παρακάτω ο παππούς, στεκότανε ο βασιλιάς της Αθήνας, ο Αιγαίας, για να ξαγναντεύει αν φανεί το καράβι του γιού του, του Θησέα. Ο Θησέας είχε πάει αυτή τη φορά ανάμεσα στ' άλλα παλικάρια και τις κοπέλες, να δοκιμάσει να σκοτώσει το θηρίο. Πολλά παλικάρια, πριν απ' αυτόν, είχαν δοκιμάσει και χάθηκαν. Το καράβι που θα τον πήγαινε είχε μαύρα πανιά, σημάδι πως πήγαινε σε βέβαιο θάνατο. Ο Αιγαίας παρακάλεσε τον καπετάνιο, αν γυρνούσε ο γιος του ζωντανός, να βάλει άσπρα πανιά στο καράβι, για να δει από μακριά και να καταλάβει. Ο Θησέας πήγε στην Κρήτη, σκότωσε το Μινώταυρο, όμως στο γυρισμό ο καπετάνιος από τη χαρά του ξέχασε ν' αλλάξει τα μαύρα πανιά του καραβιού.
- Γίνεται να ξεχνάει κανείς από χαρά; ρώτησα εγώ.
- Βέβαια και γίνεται, μου απάντησε ο Νίκος. Ακόμα και να πεθάνει κανείς από χαρά μπορεί.
- Από χαρά; απόρησε η Άρτεμη. Εγώ, μια φορά, από χαρά μήτε ξεχνώ, μήτε πεθαίνω!
Γελάσαμε πάλι με την Άρτεμη, με την καρδιά μας.
- Όταν είδε ο Αιγαίας να φτάνει το καράβι, τελείωσε ο παππούς το μύθο, και ξεχώρισε από μακριά τα μαύρα πανιά, νόμισε πως έφαγε το Θησέα ο ταύρος κι έπεσε από το βράχο στο πέλαγος και πνίγηκε. Γι' αυτό το πέλαγος εκείνο το ονόμασαν Αιγαίον πέλαγος.
Αν είχε μαύρα πανιά η «Κρυσταλλία», έπρεπε να τ' ανοίξει. Έτσι είπε ο παππούς λίγο αργότερα, όταν γυρίζαμε στο σπίτι. Εκδρομή δεν πήγαμε, όχι γιατί ο ήλιος είχε βγει πιά για καλά, μα γιατί ο κυρ Αντώνης δεν πρόλαβε καλά καλά να βγει από τη βάρκα και είπε:
- Κυρ Νίκο, έγινε δικτατορία.
Τον Αύγουστο, το καταμεσήμερο, τα τζιτζίκια χαλάνε τον κόσμο στο Λαμαγάρι. Ο μπαμπάς κάθε φορά που έρχεται στο Λαμαγάρι νευριάζει, που δεν τον αφήνουμε να κοιμηθεί το μεσημέρι. Εμείς, όμως, δεν μπορούμε να φανταστούμε Λαμαγάρι χωρίς τζιτζίκια. Είχαμε ξαπλώσει πάνω σε μια παλιά κουβέρτα, κάτω από ένα πεύκο, και τ' ακούγαμε. Έπιασα ένα, το 'κλεισα στη φούχτα μου και κείνο τρελάθηκε στο τζιτζίκιασμα.
- Έγινε δικτατορία, του μουρμούρισα και τ' άφησα να πετάξει να το πει σ' όλα τα τζιτζίκια.
- Άραγε τι θα γίνει τώρα, που έχομε δικτατορία; ρωτάει η Μυρτώ.
- Ο Νίκος είπε, πως όλα τώρα θ' αλλάξουνε, της λέω.
Στο σπίτι μας αλλάξανε κιόλας σχεδόν όλα, από την ώρα που έφερε το νέο ο κυρ Αντώνης. Πρωτ' απ' όλα μας αφήσανε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Φάγαμε με άπλυτα χέρια, κανείς δε μας έστειλε να κοιμηθούμε για μεσημέρι κι ούτε, όταν μας είδανε να τραβούμε την παλιά κουβέρτα και να βγαίνουμε από το σπίτι, μας μιλήσανε. Άλλαξε κι ο παππούς, που πρώτη φορά στη ζωή μας τον ακούσαμε να μιλάει άσχημα και σε ποιόν; Στη θεία Δέσποινα! !
- Για να κάνει ο βασιλιάς δικτατορία, θα πει πως έτσι έπρεπε, είπε η θεία Δέσποινα.
- Λες ανοησίες και καλά θα κάνεις να μη μιλάς για τέτοια πράγματα! θύμωσε ο παππούς.
Η θεία Δέσποινα πάτησε τα κλάματα και, δεν ξέρω γιατί, τα 'βαλε με το Νίκο.
- Λες, τώρα που έγινε δικτατορία, ν' αφήσουνε εμάς τα παιδιά να κάνουμε ό,τι θέλουμε; ρωτάει η Μυρτώ.
- Δοκιμάζουμε; της λέω. Πάμε να βρούμε τα παιδιά κι ας είναι ντάλα μεσημέρι και ώρα «ανάπαυσης», που λέει κι η θεία Δέσποινα;
Δεν προλάβαμε να ξεκινήσουμε και ήρθε ο Νίκος κοντά μας. Ήτανε λυπημένος, πολύ λυπημένος, και τα σμιχτά φρύδια του είχανε τόσο σουρώσει, που φαίνονταν σαν μια μαύρη πυκνή γραμμή στο πρόσωπό του.
- Κοριτσάκια, λέει εκείνος, είστε πολύ μικρά για να καταλάβετε, μα τη σημερινή μέρα θα τη θυμάται για πάντα η Ελλάδα και θα κλαίει. Πόσες του μήνα έχουμε σήμερα;
- Τέσσερις Αύγουστον 1936, απάντησε η Μύρτοι.
Ύστερα, ο Νίκος έφυγε για τη χώρα μα δεν μπορούσαμε πιά να του κάνουμε αστεία και να τον ρωτήσουμε αν πάει ν' αποχαιρετήσει την αρραβωνιαστικιά του.
Τ' απόγευμα ήρθανε ο μπαμπάς κι η μαμά στο Λαμαγάρι. Ο μπαμπάς μας έδωσε... εκατό εντολές, που βέβαια ήτανε αδύνατο να τις θυμηθούμε όλες. «Να προσέχουμε, να μη μιλάμε. Να μη λέμε ποτέ τη λέξη δημοκρατία. Να μην κάνουμε μεγαλίστικες συζητήσεις» κι ένα σωρό άλλα ΜΗ. Γιατί αλλιώς, μπορεί να χάσει τη θέση του στην Τράπεζα και τότε θα μένουμε κι εμείς σε κανένα τσαρδάκι χειμώνα καλοκαίρι.
- Τι καλά να την έχανε, λοιπόν, τη θέση του! συλλογιστήκαμε με τη Μυρτώ. Και να μέναμε με τα παιδιά στο Λαμαγάρι.
Ύστερα, όμως, θυμηθήκαμε το σχολείο και είπαμε να κάνουμε ό,τι μας λένε, για να μη χάσει ο μπαμπάς τη δουλειά του.
Ο μπαμπάς έφερε εφημερίδες. Είχανε κάτι μεγάλες φωτογραφίες ενός χοντρού με γυαλιά κι ο μπαμπάς είπε πως αυτός είναι ο δικτάτοράς μας.
- Ίδιος βάθρακας! μουρμούρισε η Σταματίνα.
Ο μπαμπάς της έριξε μια τέτοια ματιά που εκείνη δεν είπε τίποτα άλλο.
Η μαμά, δεν ξέρω γιατί, όλη ώρα μας φιλούσε και τα μάτια της τρέχανε δάκρυα. Παράξενο πράγμα αλήθεια η δικτατορία.
Ο Νίκος γύρισε, φαίνεται, αργά το βράδυ και μείς είχαμε πέσει πιά να κοιμηθούμε. Το άλλο πρωί, σαν ξυπνήσαμε, μας είπανε πως είχε φύγει. Εμείς τα βάλαμε με τη Σταματίνα, που δε μας ξύπνησε. Έφυγε, φαίνεται, χαράματα · ως κι αυτή η Άρτεμη δεν πήρε είδηση τον κυρ Αντώνη, που σηκώθηκε να τον συνοδέψει με τη βάρκα ως το βαπόρι.
- Ακούς εκεί να μην αποχαιρετήσει!
- Είσαι κακιά, λέμε στη Σταματίνα, που δε μας ξύπνησες!
Ακόμα κι η θεία Δέσποινα τη μάλωσε.
- Να τον αφήσεις να φύγει πρωί πρωί σαν τον κλέφτη, χωρίς ν' αποχαιρετήσει κανέναν!
Η Σταματίνα δικαιολογιότανε, πως ο Νίκος της είπε να μη μας ανησυχήσει.
- Δεν έπρεπε να φύγει τώρα, λέει ο παππούς. Αυτοί μπορεί να στείλουν μήνυμα στην Αθήνα και μόλις βγει από το βαπόρι...
Ο παππούς δε συνέχισε την κουβέντα του, γιατί η θεία Δέσποινα τον κοίταξε με «καρφωτό» βλέμμα. Εμείς θέλαμε να μάθουμε τι θα γίνει, μόλις βγει ο Νίκος από το βαπόρι, και επιμέναμε: Πες μας, παππού! Πες μας, σε παρακαλούμε!
- Να πάτε να παίξετε και να μην φυτρώνετε εκεί που δεν σας σπέρνουν, είπε η θεία Δέσποινα και καταλάβαμε, πως άλλη κουβέντα δε σήκωνε.
Δεν ξέρω γιατί, κάθε φορά που οι μεγάλοι δε θέλουνε να μάθουμε κάτι, μας στέλνουνε να παίξουμε.
Πήγαμε να βρούμε την Άρτεμη. Καθότανε σε μια πεζούλα, έξω από το τσαρδάκι τους κι είχε γυρισμένη τη ράχη της στον κυρ Αντώνη που στεκότανε όρθιος πλάι της.
- Τι μου κάκιωσες τώρα; της έλεγε κείνος παρακαλεστικά. Αφού ο κυρ Νίκος έτσι είπε.
Η Άρτεμη, μόλις μας είδε, πήδηξε από την πεζούλα κι έτρεξε κοντά μας.
- Θα σου πάρω ένα κόκκινο τσίτι, άμα ξαναπάω στη χώρα, την καλόπιανε ο πατέρας της.
- Δεν το θέλω, απάντησε εκείνη μουτρωμένα. Δε θα σου ξαναμιλήσω σ' όλη μου τη ζωή.
Ύστερα γύρισε σε μας.
- Πάμε, κορίτσια.
- Αρτούλα, θα τηγανίσω ψάρια. Γύρισε γρήγορα το μεσημέρι να φάμε, φώναξε ο κυρ Αντώνης, σαν είχαμε ξεμακρύνει πιά.
- Δε θα ξαναφάω σ' όλη μου τη ζωή, ξεφωνίζει τώρα εκείνη, για να την ακούσει.
Η Άρτεμη τον αγαπά πολύ τον πατέρα της κι ας του μιλάει καμιά φορά έτσι. Αχ, να μπορούσαμε κι εμείς να λέγαμε κάποτε στη θεία Δέσποινα η στον μπαμπά: Δε θα σου ξαναμιλήσω σ' όλη μου τη ζωή...
Πήγαμε κι οι τρεις μας στην ακρογιαλιά, μα δεν είχαμε κέφι για τίποτα. Ούτε και το «μεγάλο μπελά» να θάψουμε, έστω κι αν μας αφήνανε. Τα βάζαμε, όμως, με τον Νίκο, που δε μας άφησε να τη θάψουμε χτες κι ύστερα κακιώναμε μαζί του που έφυγε χαράματα, σαν τον κλέφτη, που λέει κι η θεία Δέσποινα, χωρίς να μας αποχαιρετήσει.
Σε λίγο είδαμε το Νώλη να φτάνει τρεχάτος κι από το πολύ λαχάνιασμα δεν μπορούσε να μιλήσει στην αρχή.
- Σας έψαχνα παντού, λέει τέλος. Μ' έστειλε η Σταματίνα να σας φωνάξω.
- Δε μας παρατάει, θυμώνει η Μυρτώ. Φτάνει που δε μας ξύπνησε το πρωί.
- Όχι, Μέλια, να πάτε, γύρισε ο Νώλης σε μένα. Είπε μάλιστα να πάω κι εγώ κι η Άρτεμη.
- Και γιατί δε μας το 'λεγε από το πρωί; πετιέται πάλι η Μυρτώ.
- Πάμε, μαρή, λέει η Άρτεμη. Σάματις τι έχουμε να χάσουμε!
Βρήκαμε τη Σταματίνα στην κουζίνα. Μόλις μας είδε μας έγνεψε να κάνουμε σιγά.
- Η θεία σας έχει πονοκέφαλο και κλείστηκε στην κάμαρά της. Είπε: «Μήτε μύγα να μην πετάξει!».
- Γι' αυτό μας ήθελες; κάνει μουτρωμένα η Μυρτώ.
Η Σταματίνα δεν της απάντησε, μόνο έχωσε το χέρι στην τσέπη της ποδιάς της κι έβγαλε ένα χαρτάκι διπλωμένο στα τέσσερα. Το 'δωσε της Μυρτώς και της είπε να το διαβάσει. Η Μυρτώ το διάβασε δυνατά:
«Τ' απογευματάκι, ψάχτε στα βραχάκια, πίσω από το θρόνο. Ανοίξτε τα μύδια που θα βρείτε εκεί. Το καπλάνι».
Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά, που φοβήθηκα.
- Το βρήκα μέσα σε μια κατσαρόλα, λέει η Σταματίνα, σαν είδε που την κοιτάζαμε όλοι σαν χαζοί. Άνοιξα το καπάκι να μαγειρέψω και το βλέπω καταμεσής στον πάτο.
Ξέρουμε, πως η ιστορία του καπλανιού είναι παραμύθι, Μα ώρες ώρες σαν τη διηγιέται ο Νίκος, αναρωτιόμαστε: «Μήπως είναι αλήθεια;» Και να, τώρα, γράμμα από το καπλάνι το ίδιο, μέσα στην κατσαρόλα της Σταματίνας.
- Τι θα κάνετε λοιπόν, μας ρωτάει εκείνη και, δεν ξέρω γιατί, μας κοιτάει πονηρά. Θα πάτε;
- Και θα παραπάμε. Δεν είναι έτσι, παιδιά; λέει ο Νώλης.
Ο καημένος ο Νώλης. Ίσως να λυπάται πιο πολύ απ' όλους, που έφυγε ο Νίκος. Ο χι μόνο γιατί δεν τον πήρε μαζί του στην Αθήνα, μα γιατί, σαν είναι ο Νίκος στο νησί, πηγαίνει συχνά τα βράδια και κάθεται με τον πατέρα του Νώλη κι εκείνος, που ποτέ δε μιλάει σε κανέναν, με το Νίκο κουβεντιάζει ολόκληρες ώρες και δεν έχει πιά το βλέμμα καρφωμένο στο πέλαγος. Πολλές φορές, μάλιστα, παίρνει ο Νίκος την κιθάρα κι ο Νώλης με τον πατέρα του τραγουδάνε μαζί.
Τότε δεν τον φοβάμαι πιά τον πατέρα του Νώλη. Γελάει κι είναι τόσο αλλιώτικος, που θαρρώ πως μπορεί να πετάξει τα δεκανίκια και να τρέξει.
- Να συναντηθούμε στις τέσσερις, λέει ο Νώλης και κοιτάζει ένα μεγάλο ανδρικό ρολόι που φορεί στο χέρι του.
Το ρολόι του Νίκου! Το χάρισε στο Νώλη πριν φύγει!
- Λοιπόν, θα πάτε; ξαναρωτά η Σταματίνα και, χωρίς να πάρει απάντηση, άρχισε τις ορμήνιες: Να πάτε οι τέσσερις, να μην πάρετε τα μικρά μαζί σας, τον Οδυσσέα και την Αυγή. Για την Πιπίτσα, βέβαια, ούτε λόγος να γίνεται! Κοιτάξτε μη σας δει κανείς μεγάλος. Μην πείτε πουθενά τίποτα για το καπλάνι και το γράμμα του. Είδατε τι είπε ο νομάρχης; Θα μάθουμε για το καπλάνι και τότε...
- Κανείς δε θα μάθει τίποτα, λέει ο Νώλης.
- Ορκιστείτε.
- Λόγω τιμής, είπαμε κι οι τέσσερις μαζί.
Σκέψου να πάμε στα βραχάκια και να δούμε το καπλάνι ολοζώντανο να μας περιμένει, κοιτάζοντάς μας με το γαλάζιο μάτι. Μα αν έχει το μαύρο ανοιχτό;...
Ως το απόγευμα είχαμε πολλές ώρες να περιμένουμε. Η Άρτεμη μας τράβηξε με τη Μυρτώ παράμερα, να μας πει ένα μυστικό.
- Μαρή, σείς! Δε με καλάτε να φάω το μεσημέρι μαζί σας; Είπα στον πατέρα δε θα ξαναφάω ποτέ στη ζωή μου κι εμένα η κοιλιά μου παίζει ταμπουρά από τώρα.
- Θα ρωτήσω τη Σταματίνα, ψιθυρίζει η Μυρτώ, μια κι η θεία Δέσποινα είναι άρρωστη.
- Πες και για το Νώλη, της λέω κρυφά.
Η Σταματίνα δεν ήθελε και πολλά παρακάλια.
- Έχει μείνει μισό ταψί αρνάκι με πατάτες από χτες. Κανείς δεν έχει όρεξη να φάει. Ο παππούς έφυγε στην πόλη. Η κυρία είναι άρρωστη. Θα σας βάλω να φάτε, εδώ στην κουζίνα, να μην την ενοχλείτε με τις φωνές σας.
Εμείς πηδήξαμε απάνω της κι αρχίσαμε να τη φιλάμε.
- Είσαι καλή, καλή, Σταματίνα!
- Τι καλή; μουρμουρίζει εκείνη. Σάμπως από το δικό μου τραπέζι τους ταΐζω;
Τι καλά που θα 'τανε, να τρώμε κάθε μέρα με το Νώλη και την Άρτεμη. Η Άρτεμη είναι τόσο αστεία. Καθότανε να φάει με το καπέλο με τα κερασάκια και παρίστανε τη μεγάλη κυρία. Κι εγώ δεν ξέρω πόσο έφαγε. Άπλωνε με νάζι το πιάτο της και το 'δινε στη Σταματίνα να της το ξαναγεμίσει.
- Δώστε μου, σας παρακαλώ, λιγάκι ακόμη κρέας, γιατί εμείς, στο σπίτι μας, αγαπούμε τόσο πολύ τα καημένα τ' αρνάκια, που μονάχα στη χάση και στη φέξη τα τρώμε.
- Αχ, Αρτούλα, γελάει η Σταματίνα. Εσύ θεατρίνα έπρεπε να γίνεις!
- Αχ, Αρτούλα, πρέπει να γίνεις θεατρίνα, μιμείται η Άρτεμη και, θαρρείς, πως είναι ολόιδια η Σταματίνα.
Ύστερα, μας έκανε τη θεία Δέσποινα σαν μας μαλώνει, τη μαμά της Πιπίτσας και την Πιπίτσα την ίδια, με τα νάζια της και τα σκέρτσα της. Της Σταματίνας από τα γέλια τρέχανε δάκρυα από τα μάτια. Ύστερα, βοηθήσαμε όλοι μαζί τη Σταματίνα να πλύνει τα πιάτα. Έκτος από την Άρτεμη, που κάθισε σε μια καρέκλα, κορδωμένη κορδωμένη.
- Κάθε μέρα στο σπίτι μου πλένω και σκουπίζω, λέει. Σήμερα είμαι μουσαφίρισσα.
Αν δεν είχαμε τη λύπη, που έφυγε ο Νίκος, θα 'χαμε περάσει το πιο όμορφο μεσημέρι του καλοκαιριού. Περίεργο πράγμα η λύπη. Λυπάσαι για κάτι πολύ, πάρα πολύ, και θαρρείς πως σ' όλη σου τη ζωή δε θα ξελυπηθείς. Έτσι, σαν ξύπνησα το πρωί και δεν είδα τον Νίκο, νόμιζα πως θα 'μαι λυπημένη, ώσπου να τελειώσει, τουλάχιστον, το καλοκαίρι. Έπειτα, όμως, σαν βρήκαμε το γραμματάκι κι άρχισε η Άρτεμη τ' αστεία της, θαρρείς και η λύπη έφευγε σιγά σιγά και δεν έμεινε παρά η λαχτάρα: Τι θα βρούμε στα βραχάκια μας;
Στα βραχάκια μας, πίσω από το θρόνο, βρήκαμε ένα καλάθι με σκέπασμα. Το ανοίξαμε κι είδαμε, πως μέσα είχε σταφύλια, ψωμί κι άλλα φαγώσιμα.
- Τι σημαίνει άραγε αυτό; απορήσαμε.
- Να βρούμε τα μύδια, που λέει το γράμμα, λέει ο Νώλης.
Ψάξαμε καλά και, σε μια γουβίτσα, που σχημάτιζε ο βράχος του θρόνου, βρήκαμε τρία μεγάλα μύδια. Τα δύο ήτανε γεμάτα και ζωντανά ακόμα, γιατί μόλις τ' ανοίξαμε σάλεψαν. Το τρίτο είχε μέσα, διπλωμένο στα τέσσερα, ένα χαρτάκι που έγραφε: «Πάρτε το καλαθάκι κι ελάτε στο Μύλο με το Μισό Φτερό. Αν σας δει κανείς, πείτε πως πάτε εκδρομή. Μα καλύτερα να μη σας δει».
Τέτοιο αληθινό παραμύθι ποτέ δεν είχαμε ζήσει! Να, λοιπόν, που δεν είναι και τόσο άσχημα με τη δικτατορία, όπως έλεγε ο Νίκος πως θα 'ναι. Από χτες το πρωί έχομε δικτατορία κι όλο, σε μας τα παιδιά, συμβαίνουν παράξενα και διασκεδαστικά πράγματα.
- Σκεφτείτε, λέει η Άρτεμη, ο μύλος να 'χει γίνει κανένα μαγικό παλάτι και να περιμένει την Άρτεμη για... βασίλισσα!
- Βοήθα τώρα να σηκώσουμε το καλάθι, της κόβει το όνειρο στη μέση ο Νώλης. Κι άμα γίνεις βασίλισσα, πέφτουμε στα τέσσερα και σε προσκυνάμε.
Περπατούσαμε κι οι τέσσερις αμίλητοι, σέρνοντας το καλάθι, κι όλοι, φαίνεται, σκεφτόμασταν το ίδιο: Τι θα βρούμε στο Μύλο με το Μισό Φτερό;
Στα φαντάσματα δεν πιστεύουμε. Παρόλο που η Πιπίτσα ορκίστηκε: «να με δείτε κομμάτια στο ζεμπίλι», πως μια μέρα που πήγε με τον μπαμπά της περίπατο, είδε, από μακριά, κάτω στους μύλους, ένα φάντασμα: Φορούσε ένα τεράστιο άσπρο καπέλο και κρατούσε στο χέρι ένα κλαδί με ασημιά λουλούδια. Ίσως και τ' άλλα παιδιά το θυμήθηκαν αυτό, γιατί, καθώς ανεβήκαμε το μικρό βουναλάκι και φτάσαμε στην κορυφή, μόλις διακρίναμε κάτω τους μύλους, σταθήκαμε ακούνητοι, λες και καρφώθηκαν τα πόδια μας στη γη.
Πρώτος ο Νώλης άρχισε να κατηφορίζει την πλαγιά, σέρνοντας το καλάθι, Το βουναλάκι δεν είναι πολύ ψηλό, μα η πίσω του μεριά είναι απότομη όλο βράχια και, για να κατεβούμε να φτάσουμε στους μύλους, καταγρατζουνιστήκαμε. Πιο άσχημο μέρος δεν μπορούσε να διαλέξει το καπλάνι για να μας στείλει. Οι μύλοι είναι δυο και στέκουν μέσα σε μια μικρή λαγκαδιά με πυκνούς θάμνους και μια λωρίδα βάλτου. Τα κουνούπια πετάνε σύννεφα σύννεφα και μας τσιμπούσανε τα πόδια και τα χέρια. Κοντά στους μύλους είναι πεταμένα σιδερικά και παλιοπάπουτσα. Οι πέτρινοι τοίχοι τους είναι ραγιασμένοι. Ο ένας μύλος δεν έχει καθόλου φτερά, ο άλλος έχει μισό, και μοιάζει δάχτυλο που δείχνει κάτι.
Πήγαμε κοντά στο Μύλο με το Μισό Φτερό, μα δεν αποφασίσαμε να σπρώξουμε την πόρτα του.
- Δεν είναι κλειδωμένη, λέει η Μυρτώ και την έσπρωξε λίγο με το πόδι της.
Η πόρτα έτριξε δυνατά, σαν τα τσακάλια που ακούμε καμιά φορά τη νύχτα να ουρλιάζουνε από μακριά.
- Εγώ φοβάμαι, τόλμησε να πει η Άρτεμη.
Αν δεν ντρεπόμουνα, θα 'λεγα κι εγώ το ίδιο.
- Κοιτάξτε, λέει ο Νώλης. Μια σκάλα.
Κοιτάξαμε από το άνοιγμα της πόρτας και είδαμε μία στριφογυριστή σκαλίτσα.
- Ν' ανέβουμε; πρότεινε δειλά ο Νώλης.
- Εγώ δεν πάω πουθενά, λέει η Άρτεμη.
Ο Νώλης άνοιξε την πόρτα διάπλατα που γρύλισε απαίσια. Άξαφνα, ακούστηκε σιγανά ένα τραγούδι...
Ο ΝΙΚΟΣ!! !
Ακούσαμε και τα βήματά του, που κατέβαιναν τη σκαλίτσα.
Στάθηκε σ' ένα σκαλί και μας χαμογελάει.
- Τι μαρμαρώσατε; Καλωσορίσατε στον πύργο μου!
Όλοι μας κοιταχτήκαμε. 'Ώστε, όλα αυτά δεν ήτανε παρά ένα παιχνίδι; Και συνεννοήθηκαν όλοι να πάρουμε μέρος, για να γίνει το παιχνίδι πιο αληθινό; Ακόμα κι ο δεσπότης κι ο νομάρχης κι ο Πικιπικιράμ; για να γίνει το παιχνίδι πιο πιστευτό.
Α ν δεν είχαμε δει στην εφημερίδα τη φωτογραφία του... (ξέχασα πως τον λένε το δικτάτορα) του «βάθρακα», όπως έλεγε η Σταματίνα, θα νομίζαμε, πως κι η δικτατορία ήτανε ένα αστείο των μεγάλων, πως δεν έγινε στ' αλήθεια, μια που, αντί να γίνονται άσχημα και φοβερά πράγματα, για μας τα παιδιά, όσο πήγαινε και πιο διασκεδαστικά γίνονται όλα.
- Πες, λοιπόν, Νίκο, πως είναι παιχνίδι.
Σούρωσε ο Νίκος τα φρύδια και πάλι σχημάτισαν ίσια γραμμή σκοτεινή στο πρόσωπό του. Καταλάβαμε πως δεν είναι παιχνίδι.
- Πάμε απάνω, λέει ο Νίκος.
Η σκαλίτσα έβγαζε σ' ένα μικρούτσικο καμαράκι που χώραγε, ίσα ίσα, ένα στρώμα. Καθίσαμε όλοι πάνω στο στρώμα και, τότε, ο Νίκος μας τα είπε όλα. Δεν έφυγε με το «Φρίντων», γιατί στη χώρα έμαθε από φίλους του, πως ο νομάρχης τηλεγράφησε στην Αθήνα να τον πιάσουν, μόλις βγει από το βαπόρι. Αυτό ήθελε, φαίνεται, να πει ο παππούς και δεν τον άφησε η θεία Δέσποινα να τελειώσει.
Τώρα κρύβεται, για να νομίζουν πως έφυγε, αλλιώς, θα τον έπιαναν εδώ.
Ο Νίκος, θα 'μενε μερικές μέρες κρυμμένος στο μύλο, ύστερα θα πήγαινε στη χώρα πάλι να κρυφτεί, ώσπου να μπορέσει να φύγει κρυφά από το νησί.
- Όλα εξαρτιούνται από σας, λέει ο Νίκος.
Εμείς θα του πηγαίνουμε φαΐ στο καλάθι, που θ' άφηνε η Σταματίνα από τη νύχτα στα βραχάκια. Το 'ξερε, λοιπόν, κι αυτή η πονηρή το μυστικό! Αν φανούν, καμιά μέρα, χωροφύλακες στο Λαμαγάρι, να μην πάνε στο μύλο, μόνο ν' ανεβούνε στο βουναλάκι και να κάνουνε το τζιτζίκι.
Όλοι μας ενθουσιαστήκαμε! Κι ύστερα έλεγε ο Νι κος πως δεν είναι παιχνίδι! Αυτό είναι αληθινό παιχνίδι!!! Να 'χουμε μυστικά από τους μεγάλους! Να το ξέρουμε μονάχα εμείς, που είναι κρυμμένος ο Νίκος! Να τον βλέπουμε κρυφά και να μην το λέμε σε κανένα (έστω κι αν μας γδάρουν ζωντανούς, που λέει και η Άρτεμη!). Και, τέλος, να βοηθάμε το Νίκο και να εξαρτιούνται όλα από μας!
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και μόλις ξεχωρίζαμε ο ένας τον άλλο.
- Δε φοβάσαι μόνος σου; ρώτησε η Άρτεμη.
- Το καπλάνι το ξέχασες; απαντάει ο Νίκος. Μόλις νυχτώσει, έρχεται και μου κρατάει συντροφιά.
- Άσε με να μείνω μαζί σου απόψε, λέει ο Νώλης.
- Δεν κάνει, Νώλη. Αλλιώς κι εγώ θα 'θελα συντροφιά. Το καπλάνι, βλέπεις, δε μιλάει.
Καλά που έγινε δικτατορία και κάνουμε ό,τι θέμε, αλλιώς, η θεία Δέσποινα θα 'βαζε τις φωνές, που γυρίζουμε τόσο αργά. Για να πάμε σπίτι, περάσαμε μπροστά από το σπίτι της Πιπίτσας.
- Καλέ, που ήσασταν και σας γύρευα όλο τ' απόγευμα! μας φώναξε από τη βεράντα της.
Εμείς δεν την είχαμε δει πριν κι έτσι που μας ρώτησε ξαφνικά, δεν ξέραμε τι να πούμε. Ευτυχώς εκείνη δεν ξαναρώτησε, μα άρχισε τα παινέματα.
- Ο πατερούλης μου θα γίνει πρόξενος της Γερμανίας στο νησί μας. Γιατί σπούδασε στη Γερμανία. Η μαμά λέει, πως θα δεχόμαστε στο προξενείο. Και μένα θα μου ράψουν θαλασσιά οργαντίνα...
- Αύριο, μας τα λες όλα, λέει η Μυρτώ. Μας φωνάζουνε σπίτι τώρα.
- Καλέ, δεν είπατε που ήσασταν! φωνάζει η Πιπίτσα.
Μα μείς ήμασταν κιόλας μακριά.
Σαν φτάσαμε κοντά στο σπίτι, ακούσαμε το ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ. Ο παππούς είχε γυρίσει από την πόλη. Εμείς βιαζόμασταν να τρέξουμε στη Σταματίνα, μα κείνος μας κράτησε στη βεράντα, να μας πει το μύθο του βασιλιά του Μίδα, που είχε αυτιά γαϊδάρου. «Να το κρατήσεις μυστικό απ' όλο τον κόσμο», είπε στον κουρέα του, σαν του έβγαλε κείνος τη σκούφια για να τον κουρέψει και είδε τα γαϊδουρίσια αυτιά. Ο κουρέας, όμως, που ήτανε πολύ φλύαρος πήγε να σκάσει, που δεν μπορούσε να το πει πουθενά. Έσκαψε μια λακκούβα στη γη και φώναξε μέσα: «Ο βασιλιάς ο Μίδας έχει αυτιά γαϊδάρου!». 'Από κείνη την τρύπα φύτρωσε μια καλαμιά κι άμα φυσούσε ο άνεμος, κουνιόταν τα καλάμια της και ψιθύριζαν: «Ο βασιλιάς ο Μίδας έχει αυτιά γαϊδάρου!». Έτσι το 'μαθε όλος ο κόσμος.
- Να δεις που το ξέρει ο παππούς, είπε η Μυρτώ, σαν πέσαμε στα κρεβάτια μας.
- Για το Νίκο; απόρησα.
- Ναι. Γι' αυτό μας είπε και το μύθο του βασιλιά του Μίδα.
Παράξενος που είναι ο παππούς μας! Εμείς, και χωρίς το Μίδα, δεν πρόκειται να πούμε ποτέ το μυστικό μας!
Η Σταματίνα ανέβηκε στο δωμάτιό μας να κλείσει τα παράθυρα.
- Μύρισε, λέει, βροχή.
- Γιατί θα τον έπιαναν, μόλις έβγαινε από το βαπόρι; τη ρωτώ ψιθυριστά.
- Σώπα, απαντάει, κι έρχεται να καθίσει στο κρεβάτι μου.
Η Μυρτώ μόλις την είδε τρύπωσε δίπλα μου.
- Αλήθεια γιατί; ρωτάει και κείνη.
- Γιατί είναι δικτατορία και του Νίκου δεν του αρέσει. Γι' αυτό! Και σεις θα κάνετε καλά να μη ρωτάτε γιατί και γιατί.
- Πως δεν πιάνουνε και τον παππού, που δεν αγαπάει κι αυτός τη δικτατορία; ρώτησε η Μυρτώ.
- Ο Νίκος είναι άλλο.
- Τι άλλο; ρωτούμε κι οι δυο μαζί.
- Είπα είναι άλλο και τελείωσε, ψευτοθύμωσε εκείνη.
- Κοιμόμαστε μαζί; λέει η Μυρτώ, μόλις έφυγε η Σταματίνα.
Και βολεύτηκε καλύτερα στο κρεβάτι μου.
Εγώ τραβήχτηκα πιο πέρα για να της κάνω χώρο.
- ΕΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ; ρώτησε πρώτη εκείνη.
- ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησα.
- Γιατί ΛΥ-ΠΟ, Μέλια;
- Γιατί είναι όλα πολύ μπερδεμένα.
- ΛΥ-ΠΟ τότε κι εγώ, λέει η Μυρτώ.