II. Η Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων (1)
Πολλά τραγούδια και πολλές ιστορίες έχουν ειπωθεί από τα Ξωτικά για τη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ, τη Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων, στην οποία έπεσε ο Φίνγκον και μαράθηκε το λουλούδι των Έλνταρ. Αν ήταν να τα πούμε όλα τώρα δεν θα έφτανε μια ζωή για να τα ακούσει άνθρωπος. Έτσι εδώ θα αφηγηθούμε μόνο τις πράξεις που έχουν σχέση με τη μοίρα του Οίκου του Χάντορ και των παιδιών του Χούριν του Σταθερού.
Αφού συγκέντρωνε για πολύν καιρό όσες δυνάμεις μπορούσε, ο Μαέδρος όρισε μια μέρα, το πρωί του Θερινού Ηλιοστασίου. Και εκείνη τη μέρα οι σάλπιγγες των Έλνταρ υποδέχτηκαν την ανατολή του Ήλιου και στην ανατολή υψώθηκε το λάβαρο των γιων του Φέανορ και στη δύση το λάβαρο του Φίνγκον, βασιλιά των Νόλντορ.
Τότε ο Φίνγκον κοίταξε από τα τείχη του Έιθελ Σίριον και η στρατιά του βρισκόταν απλωμένη στις κοιλάδες και τα δάση στα ανατολικά των Έρεντ Γουέθριν, κρυμμένη από τα μάτια του Εχθρού. Αλλά ήξερε ότι ήταν πολύ μεγάλη. Γιατί είχαν συγκεντρωθεί εκεί όλοι οι Νόλντορ του Χίθλουμ και μαζί τους είχαν συγκεντρωθεί πολλά Ξωτικά του Φάλας και του Νάργκοθροντ. Και υπήρχε και μεγάλη δύναμη από Ανθρώπους.
Στα δεξιά ήταν τοποθετημένη η στρατιά του Ντορ-λόμιν και όλη η δύναμη του Χούριν και του Χούορ του αδελφού του, και σ' αυτούς είχε προστεθεί ο Χάλντιρ του Μπρέθιλ, ο συγγενής τους, με πολλούς άνδρες από τα δάση.
Μετά ο Φίνγκον κοίταξε ανατολικά και η ξωτική του όραση διέκρινε μακριά μια σκόνη και τη λάμψη του ατσαλιού σαν άστρα μέσα σε ομίχλη. Κατάλαβε ότι ο Μαέδρος είχε ξεκινήσει και αναγάλλιασε.
Μετά κοίταξε προς τα Θανγκορόντριμ και ένα σκοτεινό σύννεφο υπήρχε γύρω τους και ένας μαύρος καπνός υψωνόταν ψηλά. Και κατάλαβε ότι η οργή του Μόργκοθ είχε εξαφθεί και ότι η πρόκλησή τους θα 'βρισκε ανταπόκριση και μια σκιά αμφιβολίας απλώθηκε στην καρδιά του.
Αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια ιαχή που την έφερνε ο άνεμος από τα νότια, από κοιλάδα σε κοιλάδα, και Ξωτικά και Άνθρωποι ύψωσαν τη φωνή τους με κατάπληξη και χαρά. Γιατί ο Τούργκον, αν και κανείς δεν τον κάλεσε και κανείς δεν τον περίμενε, είχε ανοίξει τις πύλες του οχυρού της Γκοντόλιν και είχε έρθει με το στρατό του, δέκα χιλιάδες άντρες, με λαμπρές αλυσιδωτές πανοπλίες και μακριά ξίφη και λόγχες σαν δάσος.
Όταν ο Φίνγκον άκουσε από μακριά τη μεγάλη σάλπιγγα του Τούργκον, η σκιά διαλύθηκε και η καρδιά του αναπτερώθηκε και φώναξε δυνατά: “Ουτούλιεν άουρε! Άγιελ vτάλιε αρ Ατανατάρνι. Ουτούλιεν άουρε! Η μέρα έφτασε! Ιδού, λαέ των Έλνταρ και Πατέρες των Ανθρώπων, η μέρα έφτασε!“.
Και όλοι εκείνοι που άκουσαν τη δυνατή φωνή του να αντηχεί στους λόφους απάντησαν φωνάζοντας: “Άουτα ιλόμε! Η νύχτα φεύγει!”
Η μάχη δεν άργησε να αρχίσει. Γιατί ο Μόργκοθ γνώριζε πολλά από αυτά που έκαναν και σχεδίαζαν οι εχθροί του και είχε καταστρώσει τα σχέδιά του με βάση την ώρα της επίθεσής τους. Ήδη μια μεγάλη δύναμη από την Άνγκμπαντ πλησίαζε το Χίθλουμ, ενώ μια άλλη και μεγαλύτερη πήγαινε να συναντήσει τον Μαέδρος για να εμποδίσει την ένωση των δυνάμεων των βασιλέων. Και εκείνοι που θα χτυπούσαν τον Φίνγκον ήταν ντυμένοι με σκούρα καφετιά ρούχα και δεν κρατούσαν γυμνό ατσάλι και έτσι. όταν έγινε αντιληπτή η παρουσία τους, είχαν κιόλας προχωρήσει βαθιά μέσα στις άμμους του Ανφάουγκλιθ.
Τότε οι καρδιές των Νόλντορ φούντωσαν και οι αρχηγοί τους ήθελαν να επιτεθούν στον εχθρό στις πεδινές εκτάσεις. Αλλά ο Φίνγκον διαφώνησε.
“Προσέξτε το δόλο του Μόργκοθ, άρχοντες!” είπε, “Πάντα η δύναμή του είναι μεγαλύτερη από αυτήν που φαίνεται και ο σκοπός του άλλος από αυτόν που αποκαλύπτει. Μη φανερώσετε τη δική σας δύναμη, αλλά αφήστε τον εχθρό να επιτεθεί αναλώνοντας τις πρώτες του δυνάμεις πάνω στους λόφους”. Γιατί οι βασιλείς είχαν σχεδιάσει να προελάσει ο Μαέδρος ανοιχτά από το Ανφάουγκλιθ με όλες του τις δυνάμεις από Ξωτικά και Ανθρώπους και Νάνους. Και όταν, όπως ήλπιζε, θα είχε προκαλέσει εναντίον του τις κύριες δυνάμεις του Μόργκοθ, τότε θα ερχόταν ο Φίνγκον από τα δυτικά και ο στρατός του Μόργκοθ θα βρισκόταν σαν ανάμεσα σε σφυρί και αμόνι και θα κατακερματιζόταν. Και σαν σινιάλο γι' αυτό θα άναβαν ένα μεγάλο πυρσό στο Ντορθόνιον.
Αλλά ο Αρχηγός των δυνάμεων του Μόργκοθ στα δυτικά είχε εντολή να κάνει τον Φίνγκον να βγει από τους λόφους με όποιον τρόπο μπορούσε. Έτσι συνέχισε να προελαύνει μέχρι που η εμπροσθοφυλακή του έφτασε μπροστά στον ποταμό του Σίριον, από τα τείχη του Μπάραντ Έιθελ μέχρι το Βάλτο του Σέρεχ. Και τα προχωρημένα φυλάκια του Φίνγκον έβλεπαν τα μάτια των εχθρών τους. Αλλά δεν απάντησαν στην πρόκλησή τους και οι χλευασμοί των Ορκ έπαψαν μπροστά στα σιωπηλά τείχη και την κρυφή απειλή των λόφων.
Τότε ο Αρχηγός του Μόργκοθ έστειλε ιππείς με σημαίες συνομιλίας και έφτασαν μπροστά στα ίδια τα εξωτερικά τείχη του Μπάραντ Έιθελ. Μαζί τους είχαν φέρει τον Γκέλμιρ, το γιο του Γκουίλιν, ενός άρχοντα του Νάργκοθροντ, τον οποίο είχαν αιχμαλωτίσει στην Μπράγκολλαχ και τον είχαν τυφλώσει. Και οι αγγελιαφόροι τους τον έδειξαν και φώναξαν:
“Έχουμε κι άλλους πολλούς τέτοιους, αλλά πρέπει να βιαστείτε αν θέλετε να τους βρείτε. Γιατί θα τους κανονίσουμε όλους όταν γυρίσουμε, έτσι”. Και έκοψαν τα χέρια και τα πόδια του Γκέλμιρ και τον άφησαν
Κατά κακή τύχη σ' εκείνο το σημείο των τειχών βρισκόταν και ο Γκουίντορ, ο γιος του Γκουίλιν, μαζί με πολλούς άνδρες του Νάργκοθροντ, που είχε έρθει στον πόλεμο με όσες δυνάμεις μπόρεσε να συγκεντρώσει λόγω της θλίψης του για την αιχμαλωσία του αδελφού του. Και η οργή του ξέσπασε σαν φλόγα και ο ίδιος πήδησε στη σέλα με πολλούς ιππείς μαζί του, και κυνήγησαν τους αγγελιαφόρους της Άνγκμπαντ και τους σκότωσαν. Και όλοι οι άνδρες του Νάργκοθροντ τους ακολούθησαν και όρμησαν βαθιά μέσα στις γραμμές της Άνγκμπαντ.
Βλέποντάς το αυτό η στρατιά των Νόλντορ πήρε φωτιά και ο Φίνγκον φόρεσε το λευκό του κράνος και είπε να ηχήσουν οι σάλπιγγες και όλη η στρατιά του όρμησε από τους λόφους σε αιφνιδιαστική επίθεση.
Η λάμψη από τα τραβηγμένα ξίφη των Νόλντορ ήταν σαν φωτιά που καίει χωράφι με καλαμιές. Και τόσο άγρια και γρήγορη ήταν η επίθεσή τους, που τα σχέδια του Μόργκοθ κόντεψαν να ανατραπούν. Ο στρατός που είχε στείλει δυτικά σαν δόλωμα σαρώθηκε και καταστράφηκε πριν προλάβει να στείλει ενισχύσεις, και οι σημαίες του Φίνγκον πέρασαν το Ανφάουγκλιθ και υψώθηκαν μπροστά στα τείχη της Άνγκμπαντ.
Ο Γκουίντορ και οι άνδρες του Νάργκοθροντ συνέχιζαν να βρίσκονται στην αιχμή της επίθεσης και ακόμη και τώρα ήταν ασυγκράτητοι. Όρμησαν στις εξωτερικές πύλες και τις πέρασαν και σκότωσαν τους φρουρούς μέσα στην ίδια τους την αυλή της Άνγκμπαντ. Και ο Μόργκοθ έτρεμε πάνω στο θρόνο του καθώς τους άκουγε να χτυπούν τις πόρτες του. Aλλά ο Γκουίντορ παγιδεύτηκε εκεί και πιάστηκε ζωντανός και οι άνδρες του εξοντώθηκαν γιατί ο Φίνγκον δεν μπορούσε να έρθει σε βοήθειά του. Από πολλές μυστικές πόρτες των Θανγκορόντριμ ο Μόργκοθ έστειλε τις κύριες δυνάμεις που κρατούσε σε εφεδρεία και ο Φίνγκον αναχαιτίστηκε από τα τείχη της Άνγκμπαντ με μεγάλες απώλειες.