Origins in my Life and in my Work | Alki Zei | TEDxAthens - YouTube
Μετάφραση: Christos Giannakis-Bompolis Επιμέλεια: Chryssa Takahashi
Επειδή είμαι παλιάς κοπής,
παίρνω το μικρόφωνο και όχι αυτό που βάζουν στο αυτί.
Περιττό να σας πω, επειδή βλέπω πάρα πολλούς νέους
και ξέρω πως έχουνε περάσει πανελλήνιες,
αισθάνομαι κι εγώ απόψε, και έχω το ίδιο τρακ,
σαν να έχω να περάσω πανελλήνιες.
Παρόλα αυτά, προτιμώ όσο χρονών είμαι
παρά να είμαι 18 και να έχω να περάσω πανελλήνιες στην Ελλάδα.
(Γέλια) (Χειροκρότημα)
Θα σας πω μια ιστορία, ένα παραμύθι που 'χει πολλές αφετηρίες.
Πολλοί έχουν μια αφετηρία στη ζωή τους.
Εγώ, δεν ξέρω γιατί, μου πέσανε πάρα πολλές
και κάθε φορά άρχιζα από έναν καινούριο δρόμο.
Απ' ό,τι θυμάμαι τον εαυτό μου τον θυμάμαι στη Σάμο,
ενώ δεν γεννήθηκα στη Σάμο, αλλά πήγα τριών χρονών με την αδερφή μου
που ήταν ενάμιση χρόνο πιο μεγάλη από εμένα,
γιατί είχε πάθει η μητέρα μας φυματίωση
και μας στείλανε στον παππού μου και στη μεγάλη της αδερφή.
Για μένα όλος ο κόσμος ήτανε η Σάμος, αυτή ήταν η Ελλάδα.
Τα πεύκα, η θάλασσα, ο παππούς -- που νομίζαμε ότι είναι αρχαίος Έλληνας
γιατί ήταν καθηγητής αρχαίων ελληνικών, ήταν σε σύνταξη --
μόνο για αρχαίους μας μιλούσε, μας έλεγε μύθους
και νιώθαμε ότι αυτός είναι ένας ευτυχισμένος τόπος
που δε θέλαμε καθόλου να τον χάσουμε.
Και εκείνο που, κυρίως, βλέπαμε είναι ότι μέσα στη ζωή
όπως βάζεις τα παπούτσια σου το πρωί έτσι πρέπει να πάρεις και ένα βιβλίο.
Γιατί πάντα βλέπαμε τον παππού μας να κρατάει ένα βιβλίο στο χέρι.
Όταν έφυγε ο παππούς μας νόμιζα ότι πήρε τα πάντα μαζί του
κι ήτανε μια καινούρια αφετηρία.
Σε λίγο πήγαμε στην Αθήνα, πήγαμε σχολείο
και στο σχολείο ένιωσα το πρώτο πράγμα που είναι η φιλία·
έγινα φίλη με τη Ζορζ Σαρί
και ως την τελευταία της στιγμή, που έφυγε για πάντα, μείναμε φίλες.
Και αυτό, παιδιά, στους νέους σας το λέω,
ότι η φιλία παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή.
Στο σχολείο άρχισα να διαβάζω
και μάλιστα, με την αδερφή μου μας άρεσε πάρα πολύ να διαβάζουμε ποίηση
και κυρίως ποιήματα λυπητερά:
του Παλαμά το «Άφκιαστο κι αστόλιστο του Τάφου δε σε δίνω».
Του Πολέμη... και κλαίγαμε, τα διαβάζαμε το βράδυ και κλαίγαμε.
Και έτσι κάτι μου πήγε μέσα μου, μήπως γράψω και εγώ ποίημα.
Η μητέρα μου είχε έναν δίδυμο αδερφό,
έναν πανέμορφο -και εξωτερικά και εσωτερικά- άνθρωπο.
Ήτανε καθηγητής μαθηματικών και αρραβωνιάστηκε μια κοπέλα
που πολύ μας κακοφάνηκε εμάς γιατί τον θεωρούσαμε
-εμένα ήταν και νονός μου- ότι ανήκε σ' εμάς.
Αυτή την κοπέλα τη λέγανε και Διδώ από πάνω,
είχε λίγο στραβή μύτη, αλλά είχε κάτι μάτια που έβγαζαν φλόγες.
Αυτή η Διδώ έγινε η μεγάλη μας συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου.
Και μπορεί πολλοί να τη γνώρισαν σαν συγγραφέα,
αλλά όποιος δεν την έχει γνωρίσει σαν άνθρωπο έχει χάσει πολλά.
Στον γάμο της τής έγραψα ένα ποίημα.
Χαμογέλασε, αλλά όταν κοίταξα τα μάτια της μου φάνηκαν τόσο λυπημένα
και πήρα απόφαση στη ζωή μου ότι δε θα γίνω ποιήτρια.
(Γέλια)
Λοιπόν, θα σας πω παιδιά το ποίημα γιατί πέρασαν 82 χρόνια
και στις Βρυξέλλες που μένω συχνά, στην κόρη μου, μου ήρθε ένα βράδυ στο νου.
Θα σας το πω για να καταλάβετε από τι γλίτωσε η ποίηση,
από τι γλιτώσατε εσείς και εγώ.
«Την αυγή με τη δροσούλα, νονά μου αγαπημένη,
'κει που πήγα με τη βαρκούλα λίγο για να κολυμπήσω
είδα έναν άσπρο γλάρο που πετούσε χαρωπά τρέξε μου 'πε για να πάεις
στη νονά σου τη Χαρά, τρα λα λα, τρα λα λα»
(Γέλια)
(Χειροκρότημα)
Νομίζατε πως έχασα; Ότι μπορούσα να γίνω ποιήτρια;
Όχι νομίζω, ναι. Και είμαι πολύ χαρούμενη που δεν έγινα.
Ξέχασα να σας πω ότι στο σπίτι του παππού στη Σάμο,
στο σαλόνι,
υπήρχε μια βιτρίνα και μέσα ήταν ένας τίγρης, το «καπλάνι».
Έτσι το 'λεγαν στη Σάμο και νόμιζα και εγώ πως το ξέρουν όλοι στην Ελλάδα
όταν έγραφα το βιβλίο «Το Καπλάνι (της Βιτρίνας)».
Ούτε το Καπλάνι ήξερε τότε, ούτε εγώ, τι ρόλο θα παίξουμε στη ζωή μας και οι δύο.
Με τη Διδώ μάθαμε πολλά πράγματα, μας έκανε να θέλουμε να αγαπάμε κάτι,
να ενδιαφερόμαστε για κάτι, να διαβάζουμε βέβαια.
Ήρθε ο πόλεμος και η Διδώ μας έβαλε στην αντίσταση.
Και η πρώτη μας αντιστασιακή πράξη που κάναμε -
και μας έλεγε η Διδώ,
«Μη νομίζετε ότι δεν είναι τίποτα, είναι κάτι σπουδαίο».
Όσο έλειπε ο πατέρας μου στην τράπεζα που δούλευε το πρωί και γύριζε το μεσημέρι
το σπίτι μας γινότανε γιάφκα.
Έφερνε η Διδώ τις γυναίκες της αντίστασης:
την Ηλέκτρα που εκτέλεσαν οι Γερμανοί, τη Μέλπω Αξιώτη, τη Ζέβγου, τη Σβώλου.
Συνεδρίαζαν και όταν έφευγαν -γιατί κάπνιζαν σαν τεκέδες-
η αντιστασιακή μας πράξη με την αδερφή μου ήταν να ανοίγουμε την μπαλκονόπορτα,
να αερίζουμε να φύγει η μυρωδιά του καπνού
μη γυρίσει ο πατέρας μας σπίτι και δει ότι ήτανε μια τέτοια κατάσταση.
Οργανωθήκαμε στην ΕΠΟΝ και έτσι που θυμόμαστε τώρα,
και πολλές φορές με τη Ζώσω, όσο ζούσε, καθόμασταν και λέγαμε,
«μην το πούμε πουθενά ότι τα χρόνια της κατοχής
ήταν ευτυχισμένα χρόνια».
Γιατί πιστεύαμε σε κάτι, γιατί είχαμε ένα όραμα,
γιατί πιστεύαμε ότι πραγματικά και εμείς βοηθούμε να απελευθερωθεί η Ελλάδα.
Και είχαμε ένα όραμα που λέγαμε,
όταν τελειώσει η κατοχή θα ζήσουμε αυτό το όραμά μας.
Τώρα αν δε μας βγήκε είναι άλλο...
Στην κατοχή πήγαινα στο σχολείο της Αηδονοπούλου
και είχαμε μια καθηγήτρια στα τεχνικά
που ήθελε να μας βγάλει από αυτή τη θλίψη και τη μαυρίλα και την πείνα
και να πάει ο νους μας να σκεφτόμαστε άλλα πράγματα
και μας λέει «Παιδιά...»
-αυτή είχε σπουδάσει στη Γαλλία στη σχολή καλών τεχνών-
«...θα κάνουμε κουκλοθέατρο».
Μου λέει, «Εσύ τι ξέρεις να κάνεις;» Λέω, «Τίποτα».
Με ρώτησε πώς με λένε, «Α», μου λέει, «εσύ είσαι η Άλκη Ζέη;»
Και λέω, «Ναι». Γιατί στο περιοδικό του σχολείου
είχε δημοσιευθεί ένα μικρό κομματάκι δικό μου.
Δημήτρης Καλαβρός-Γουσίου: Χίλια συγγνώμη.
Άλκη Ζέη: Θα μου το κρατάτε; ΔΚΓ: Ναι.
(Γέλια)
(Χειροκρότημα)
Μου λέει, «Τότε να γράψεις έργα για το κουκλοθέατρο».
Και κάθισα πολύ απλά και έγραψα έργα για το κουκλοθέατρο, τα οποία παίζαμε,
και μια μέρα μας λέει,
«Τώρα κοιτάξτε να είστε πολύ καλές γιατί θα έρθουν κάποιοι φίλοι»·
γιατί ήταν τα παιδιά του σχολείου που τα βλέπανε.
Αυτή είχε πολύ φίλο τον Εμπειρίκο και μας έφερε, ούτε λίγο πολύ,
τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη, τον Μάριο Πλωρίτη.
Ο οποίος Μάριος Πλωρίτης έφερε έναν φίλο του που ήτανε, μαζί με τον Κουν,
από τους ιδρυτές του θεάτρου Κουν, που τον έλεγαν Γιώργο Σεβαστίκογλου
και έγινε ο μετέπειτα σύντροφός μου.
Και η αδελφή μου για καιρό μου έλεγε,
«Με ποιον θα βγεις, πάλι με αυτόν με το άσχημο επίθετο;».
(Γέλια)
Ο Εμπειρίκος ενθουσιάστηκε με το κουκλοθέατρο.
Και εμείς δεν νομίζαμε ότι κάναμε κάτι σπουδαίο.
Απλούστατα το αγαπούσαμε αυτό το πράγμα που κάναμε.
Και όταν αυτοί που τους είχαμε, οι σπουδαίοι άνθρωποι, οι ποιητές,
-οι οποίοι ήτανε πολύ απλοί και μας φερόντανε πολύ φιλικά-
μας κάλεσαν να πιούμε καφέ στου Λουμίδη, και από τότε πηγαίναμε συχνά και ακούγαμε.
Και ήταν κι άλλα κορίτσια,
δεν ξέρω γιατί κορίτσια και όχι αγόρια, δεν πήγαιναν.
Και τους ακούγαμε, έτσι, με μεγάλη χαρά και μαθαίναμε πράγματα.
Δηλαδή, πιο πολλά μάθαμε από αυτούς, παρά από το πανεπιστήμιο.
Στην ΕΠΟΝ κάναμε και πάρτι ολονύχτια
γιατί δεν μπορούσαμε να γυρίζουμε αργά στα σπίτια,
απαγορευότανε η κυκλοφορία.
Και βάζαμε ένα γραμμόφωνο, κάναμε ότι χορεύαμε
για να μπορούμε να τυπώνουμε παράνομες εφημερίδες,
τύπο, προκηρύξεις και άλλα.
Βέβαια, εν τω μεταξύ χορεύαμε κιόλας, φλερτάραμε κιόλας.
Στο πιάνο έπαιζε όλη τη νύχτα ένα παιδί με ένα μακρύ κασκόλ
και του βάζαμε στο στόμα μαύρες σταφίδες για να μη πεινάει όλη νύχτα.
Και αυτό το παιδί ήταν ο Μάνος Χατζηδάκης.
(Χειροκρότημα)
Η 12 Οκτωβρίου είναι μέρα που ούτε γιορτάζεται στην Ελλάδα,
ούτε το μαθαίνουνε σχολείο, ήτανε η μέρα της απελευθέρωσης.
Από όσο θυμάμαι, ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου.
Που απελευθερωθήκαμε, που πιστέψαμε ότι όλα τα όνειρά μας θα γίνουνε.
Αλλά, δεν βάστηξε πολλές μέρες και άρχισε ο Δεκέμβριος του '44
που θα 'θελα να μην είχε υπάρξει ούτε στην ιστορία ούτε στη ζωή μου.
Εκεί κατάλαβα τι θα πει εμφύλιος. Τι θα πει να χωριζόμαστε στα δύο.
Τι θα πει η φίλη δίπλα μου στο θρανίο που είχα,
όταν φτάσαμε με τα πόδια και πηγαίναμε στον Βόλο,
και της χτύπησα την πόρτα, με είδε σαν να είδε τον μεγάλο της εχθρό.
Και εκεί είπα, δεν είναι δυνατόν πια να μην αγαπάμε ο ένας τον άλλον,
τον άνθρωπο που ήμασταν κοντά.
Και όλη αυτή η αγριάδα που είχε ο Δεκέμβρης,
δεν την έχω ξεχάσει.
Και τώρα όταν βλέπω τους πρόσφυγες που περπατάνε χιλιόμετρα για να φτάσουν,
θυμάμαι πώς περπατούσαμε εμείς για να ξεφύγουμε όταν τέλειωσε ο Δεκέμβρης
που όχι σλίπινγκ μπαγκ δεν υπήρχαν τότε τίποτα,
βάζαμε εφημερίδες και κοιμόμασταν χάμω, μας πολυβολούσαν από πάνω.
Τότε κατάλαβα τι θα πει πόλεμος.
Που δεν φοβήθηκα στη ζωή μου όσο φοβήθηκα τον Δεκέμβρη του '44.
Πάει κι αυτό, τέλειωσε.
Ήρθε κάποια απελευθέρωση,
άρχισαν τα πράγματα να γίνονται ομαλά στην Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ παντρεύτηκα με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου,
πήγα και στη Δραματική Σχολή.
Ξέχασα να πω ότι έγραφα διηγηματάκια
και τα δημοσίευα σε ένα περιοδικό που λεγότανε «Νεανική Φωνή».
Είχα αρχίσει να γράφω.
Και επειδή ο Γιώργος Σεβαστίκογλου ήταν πολύ με τον Κουν,
πήγαινα στο θέατρο του Κουν, και αυτό είναι το πολύ σπουδαίο,
μες τη μαύρη κατοχή ο Κουν έμαθε στον κόσμο
τον Ίψεν, το αμερικανικό θέατρο, το πραγματικό θέατρο.
Με την πείνα που υπήρχε, και οι ηθοποιοί του και ο ίδιος πεινούσαν,
αλλά έκαναν αυτό που είναι ένα αξέχαστο θέατρο
και έχουν μείνει οι ρίζες του σήμερα.
Έτσι τσίμπησα λίγο και εγώ και λέω μήπως βγω στο θέατρο.
Ο Γιώργος μου 'λεγε, «Εγώ νομίζω να γράψεις, να γράψεις».
Δεν πήγα στη σχολή που δίδασκε εκείνος, στη σχολή του Ρότα,
γιατί ήταν σίγουρο ότι δεν θα με έπαιρνε.
Πήγα στη σχολή του Ωδείου Αθηνών, που δίδασκε ο Ροντήρης και ο Βεάκης,
και λέγανε ότι ο Ροντήρης έκανε και ένα παλούκι να μιλάει.
Φαίνεται έκανε λίγο το παλούκι και μίλησε
και τέλειωσα τη σχολή.
Εν τω μεταξύ, αρχίζει σιγά-σιγά πάλι εμφύλιος.
Αρχίζουν να συλλαμβάνουν ανθρώπους.
Tον Γιώργο τον καλούνε στον στρατό και φεύγει κρυφά από την Ελλάδα.
Με ένα καΐκι και δεν ήξερα που πήγε.
Και εμένα με στείλανε περίπατο στη Χίο.
Εκεί γνώρισα τις γυναίκες της Ελλάδας, που έξω από την Αθήνα δεν είχα βγει.
Γνώρισα γυναίκες απ' τη Μυτιλήνη,
από τη Βόρειο Ελλάδα, από νησιά, από παντού.
Γυναίκες που πολλές ερχόντανε όχι για ιδεολογία, δεν είχανε ιδέα,
αλλά είχανε πιάσει κυρίως Μυτιληνιές πάρα πολλές,
ένα παιδί τους που ήταν αντάρτης και τις φέρνανε αυτές εκεί
και όταν τους λέγανε ότι είναι ελεύθερες,
κλαίγανε γιατί καταλαβαίνανε ότι ο γιος τους είχε σκοτωθεί.
Εμαθήτευσα εκεί έναν χρόνο και μετά γύρισα.
Δύο χρόνια σχεδόν δεν ήξερα πού βρίσκεται ο Γιώργος.
Ώσπου μέσω των Μιλλιέξ, που ήτανε τότε στο Παρίσι,
πήρα ένα γράμμα να προσπαθήσω να φύγω από την Ελλάδα να πάω να τον βρω.
Στην αρχή πού δεν ήξερα.
Τους είχαν πάει μετά το τέλος του εμφυλίου στην Τασκένδη
και επειδή είμαι αγεωγράφητη, τα παιδιά μου λένε
ότι αν ήξερα πού είναι η Τασκένδη, δεν θα είχανε γεννηθεί.
(Γέλια)
Κατάφερα, τέλος πάντων, με τα πολλά και με μεγάλα μέσα
και πήρα ένα διαβατήριο και έφυγα.
Και πήγα στην Ιταλία,
περιμένοντας τη βίζα τη σοβιετική, που έκανε δύο χρόνια να 'ρθει,
και έφτασα στη Μόσχα.
Και όταν βγήκα από το τρένο και είδα ότι δε με περίμενε ο Γιώργος, έπαθα.
Λέω, «Πού πάω, πού με στέλνουνε;».
Τέλος πάντων, παρέλαβαν εκεί, ούτε Ρωσικά ήξερα ούτε τίποτα,
λίγα Γαλλικά, λίγα Ιταλικά μπορούσα να συννενοηθώ.
Με βάλαν σ' ένα τρένο
και ήτανε κάτι παράξενες γυναίκες με στολές, με φορεσιές,
περίεργοι άνθρωποι με γενειάδες.
Και ταξίδευα πέντε νύχτες και τέσσερις μέρες.
Και περνούσα τη Στέπα, και κάθε τόσο ρώταγα, «Τασκένδη;»
Λέω μπας και περάσει το τρένο και εγώ πάω αλλού.
Τέλος πάντων, έφτασα. Αυτή τη φορά με περίμενε ο Γιώργος.
Και έμαθα κάτι που αμέσως με τάραξε: ότι δεν του είχαν επιτρέψει να 'ρθει.
'Οχι οι Σοβιετικοί, οι δικοί μας, το ελληνικό κόμμα.
Δεν του είχαν επιτρέψει να 'ρθει να με παραλάβει στη Μόσχα.
Νέα αφετηρία, αυτή τη φορά λίγο δύσκολη
γιατί έπρεπε να συνηθίσω πού βρίσκομαι, ποια είμαι, τι κάνω.
Δεν έχω γράψει εκεί, δε γράφω τίποτα, προσπαθώ να μάθω τη γλώσσα.
Γεννιέται η κόρη μου και, ευτυχώς, πάμε στη Μόσχα.
Γιατί ήμασταν τελείως απομονωμένοι απ' την Ελλάδα,
ενώ στη Μόσχα και να τηλεφωνήσουμε μπορούσαμε
και άρχισε να σπάει ο πάγος και μέσω του Ελληνο-Σοβιετικού συνδέσμου
άρχιζαν να έρχονται διανοούμενοι, καλλιτέχνες.
Και από τους πρώτους που ήρθαν ήταν ο Εμπειρίκος,
τον οποίο είχα να δω 20 χρόνια.
Και πήγα στο τρένο να τον υποδεχτώ και η παράσταση που είχε δει ο Εμπειρίκος
-γιατί έγραφα παρωδίες, τις κλαψωδίες που τις έλεγα,
ιστορίες του Οδυσσέα παραλλαγμένες-
και αυτό το έργο που είδε ήταν η «Καλυψώ», που ήταν ερωτευμένη με τον Οδυσσέα
και ήταν διανοούμενη σουρεαλίστρια.
Γιατί τότε μόλις είχαμε μάθει περί Σουρεαλισμού.
Και φεύγοντας ο Οδυσσέας, αυτή αυτοκτονεί και λέει,
«Είμαι ένα θλιμμένο καλαμπόκι».
(Γέλια)
Φτάνοντας το τρένο ο πρώτος που κατεβαίνει ήταν ο Εμπειρίκος
και, μόλις με βλέπει, με τα 20 χρόνια,
λέει, «Να και το θλιμμένο καλαμπόκι».
(Γέλια)
Και είναι αυτό που έχει μείνει. Γιατί...
(Χειροκρότημα)
Εγώ δεν θεωρούσα ότι έκανα τίποτα σπουδαίο
και δεν έβαζα καρμπόν τουλάχιστον, να έχω ένα αντίγραφο.
Έφυγα, τα 'βάλαν σε ένα υπόγειο, τα 'φάγαν τα ποντίκια
και δεν έχει μείνει τίποτα.
Στη Μόσχα, ευτυχώς, άρχισα να γράφω.
Έγραφα διηγήματα, τα 'στελνα στην επιθεώρηση τέχνης.
Και ύστερα ήθελα, γιατί είχα γεννήσει και το γιο μου εν τω μεταξύ
-που του έκανε μπέιμπι σίτινγκ ο Ταρκόφσκι,
γιατί ήτανε φοιτητής και ήθελε να βγάλει ένα χαρτζιλίκι
και μέσω μιας φίλης που τον ήξερε του έκανε μπέιμπι σίτινγκ.
(Χειροκρότημα)
Ίσως γι' αυτό έγινε σκηνοθέτης, και από τον πατέρα του βέβαια,
αλλά για τον κινηματογράφο ήθελε.
Ήθελα να μάθουνε τα παιδιά μου για την Ελλάδα.
Και τι ιστορίες πιο πραγματικές θα ήτανε
να τους διηγιέμαι τα παιδικά μου χρόνια με την αδερφή μου στη Σάμο.
Γιατί αυτές ήταν και οι πιο ωραίες μου αναμνήσεις.
Και εκεί γεννήθηκε «Το Καπλάνι της Βιτρίνας».
Το 'στειλα στην Ελλάδα, ήταν ένα εκδοτικό, το Θεμέλιο.
Δεν πήρα ποτέ απάντηση.
Και σε λίγο καιρό, σ' έναν χρόνο
παίρνω μια άδεια να πάω με τα παιδιά μου για δυο μήνες στην Ελλάδα.
Πηγαίνω στο Θεμέλιο.
Ήταν ένας φίλος, ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος,
ο Δημήτρης ο Δεσποτίδης.
Του λέω, «Τι γίνεται εκείνο το Καπλάνι;»
Μου λέει, «Να το, είναι στη βιτρίνα».
Το είχε εκδώσει και το είχε βγάλει στη βιτρίνα.
Το Καπλάνι της Βιτρίνας, ομολογώ,
ότι αν δεν ήτανε οι δάσκαλοι, δεν θα είχε κυκλοφορήσει,
δεν θα είχε μπει στα σχολεία.
Γιατί πάρα πολλοί πάλεψαν να μην μπει στα σχολεία αυτό το βιβλίο
και να μην μπω και εγώ, φυσικά.
Αλλά οι δάσκαλοι με πείσμα το 'βαλαν στα σχολεία
και τώρα είναι πενήντα τόσα χρόνια που το Καπλάνι είναι στα σχολεία.
Και εγώ βεβαίως.
(Χειροκρότημα)
Γυρίσαμε στην Ελλάδα,
εγώ με τα δέκα χρόνια, ο άντρας μου με τα 15.
Άντε πάλι να μάθουν τα παιδιά μας τη γλώσσα.
Μιλούσανε βέβαια, αλλά να συνηθίσουμε την Ελλάδα.
Σε δύο χρόνια έγινε η Χούντα και φύγαμε στο Παρίσι.
Καινούργια αφετηρία.
Τα δύο χρόνια στην Ελλάδα δεν έγραψα τίποτα.
Μόνο μετέφραζα για βιοποριστικούς λόγους.
Στη Γαλλία άρχισα να γράφω και τα περισσότερα μου βιβλία:
τον «Περίπατο του Πέτρου», τη «Μωβ ομπρέλα»,
ως και την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» εκεί άρχισα να τη γράφω.
Γιατί ήτανε το περιβάλλον τέτοιο που σου 'δινε την ευκαιρία να γράφεις.
Πήγαινα στα γαλλικά σχολεία και λυπόμουνα.
Λέω, πάω στα γαλλικά σχολεία και στα ελληνικά σχολεία δεν μπορώ να πάω.
Το Καπλάνι της Βιτρίνας μεταφράστηκε, πήρε βραβεία
και αυτό σου δίνει μια ανάταση.
Και όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα, τότε πια κατάλαβα -
γιατί όταν το 'γραφα το Καπλάνι δεν ήξερα πως γράφω βιβλίο για παιδιά,
ήθελα να πω αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια.
Τώρα πάω πάρα πολύ στα σχολεία, γυρίζω όλη την Ελλάδα,
μιλάω με τα παιδιά.
Και αυτό που τους λέω και εσάς στους νέους λέω,
όσο κρίση και αν υπάρχει
-γιατί πολλές φορές ακούω, «Έχουμε πόλεμο, έχουμε Χούντα»-
ούτε πόλεμο έχουμε, ούτε Χούντα.
Είναι δύσκολα χρόνια,
αλλά ούτε συγκρίνεται η πείνα της κατοχής με την πείνα που υπάρχει τώρα.
Και στην κατοχή ελπίζαμε σε κάτι.
Και ήθελα να σας πω
ότι ένα μικρό πράγμα, έστω και πολύ μικρό να ελπίζετε,
σιγά-σιγά θα γίνει ένα μεγάλο παζλ.
Και κυρίως να 'στε μαζί, ν' αγαπιέστε και να βοηθάει ο ένας τον άλλον.
Αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα:
να παρασταθούμε ο ένας στον άλλον.
Και υλικά, αλλά και ψυχικά.
Να μη μας πάρει η κατάθλιψη, παιδιά.
Είναι πολύ φοβερό να πάθουμε κατάθλιψη σαν λαός.
Γι' αυτό νομίζω ότι πρέπει μέσα μας να 'χουμε μια μικρή φλόγα, μια μικρή χαρά
και τότε θα δείτε πως όλα θα είναι πιο ανάλαφρα.
Νομίζω ξεπέρασα και τα όρια.
(Χειροκρότημα)