×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ζέη, Άλκη - Το καπλάνι της βιτρίνας, 8. Το ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής...

8. Το ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής...

Τις Πέμπτες δεν κατεβαίνουμε πιά στη σάλα, σαν τις άλλες χρονιές, στις επισκέψεις της θείας Δέσποινας. Έτσι αποφάσισαν ο παππούς κι ο μπαμπάς.

– Παιδιά είναι, μπορεί να τους ξεφύγει καμιά κουβέντα, λένε.

Μα κι οι επισκέψεις δεν έρχονται πιά ταχτικά, όπως πρώτα. Μια φορά το μήνα, κάποτε ούτε κι αυτή. Η θεία Δέσποινα λέει με παράπονο, πως φταίνε γι' αυτό... εκείνοι. Ο Νίκος και το καπλάνι, φαντάζομαι πως εννοεί. Έτσι, το καπλάνι το βλέπουμε πιά που και που σα θυμηθεί η Σταματίνα να μας φωνάξει, όταν καθαρίζει τη σάλα. Γι' αυτό παραξενεύτηκα, όταν με φώναξε κάποια μέρα κρυφά και μου λέει:

– Θες να δει το καπλάνι; Έχω το κλειδί της βιτρίνας.

Δεν είχανε περάσει καλά καλά τρεις μέρες, που έπλυνε τα τζάμια της βιτρίνας και μας πήρε στη σάλα να το δούμε.

– Μια στιγμή να φωνάξω τη Μυρτώ.

Η Σταματίνα όμως δε μ' άφησε, γιατί, λέει, η Μυρτώ είναι απάνω με τη θεία Δέσποινα κι εκείνη βιάζεται. Θα μ' ανοίξει μονάχα μια στιγμή να το δω.

Άνοιξε και μόνο που δεν έβαλα φωνή: Το καπλάνι είχε ανάμεσα στα δόντια του ένα άσπρο χαρτάκι!! Σαν και τότε! Το χέρι μου έτρεμε, καθώς το 'χωνα να τραβήξω το χαρτί - όχι τόσο γιατί φοβόμουνα τα σουβλερά του δόντια, μα γιατί ανυπομονούσα να δω το μήνυμα.

ΑΓΟΡΑΣΕ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΨΙΑΙΚΑΤΖΙΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ. ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ ΜΟΝΗ. ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ.

– Δες, λέω στη Σταματίνα, το «μόνη» είναι υπογραμμισμένο δυό φορές.

– Λοιπόν, να πας μόνη, κάνει αδιάφορα εκείνη.

– Να μην το πω ούτε στη Μυρτώ!

– Έτσι λέει το χαρτί, ΜΟΝΗ, εξηγεί εκείνη.

Χτυπούσε τόσο δυνατά η καρδιά μου, που νόμιζα πως θα σπάσει, Σαν είχαμε πάρει το πρώτο μήνυμα από το καπλάνι και ξεκινούσαμε για το Μύλο με το Μισό Φτερό, έμοιαζε πιότερο με παιχνίδι· κι έπειτα, ήμασταν όλοι κι ο Νώλης, που μαζί του δε φοβάται κανείς. Άραγε να περίμενα το Νώλη, όταν θα 'ρθει για μάθημα να πάμε μαζί; Μα το μήνυμα έλεγε ΣΗΜΕΡΑ, ΜΟΝΗ.

Το ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής είναι ένα στενό, πίσω από το σπίτι μας. Και τι δεν μπορεί ν' αγοράσει κανείς εκεί μέσα! Έκτος από τα είδη του σχολείου, έχει και πουλιά ακόμα με χρυσωμένα κλουβιά και σοκολάτες με λοταρία, που άμα βρεις μέσα μιάν εικόνα ενός σπάνιου λουλουδιού, μπορείς να κερδίσεις ένα τέτοιο κλουβί με το πουλάκι μαζί. Ο παππούς λέει, πως όλες μας οι «αποταμιεύσεις», της Μυρτώς και μένα, στην κυρία Αγγελική πηγαίνουν. Δεν είμαστε όμως τυχερές, γιατί ποτέ δε μας έπεσε το σπάνιο λουλούδι.

Τι άραγε θα 'βρισκα τώρα, στο ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής; Μήπιος γράμμα από το Νίκο, μέσα στο τετράδιο που θα αγόραζα; Δεν μ' άρεσε καθόλου που πήγαινα μόνη μου χωρίς κανένα παιδί. Έτσι δεν είχε γούστο.

Η κυρα-Αγγελική ήξερε πως μ' αρέσουν τα πουλιά και μ' άφηνε πολλές φορές να χτυπώ με το δάχτυλο τα κάγκελα του κλουβιού τους και κείνα να 'ρχονται να μου τσιμπάνε το χέρι. Μόλις ζήτησα τετράδια, εκείνη χαμογέλασε και μου λέει:

– Έλα να σου δείξω ένα καινούριο πουλί.

Με πήρε και με πήγε σε μια μικρή πορτούλα, που ήτανε στο βάθος του μαγαζιού. Την άνοιξε και μου έγνεψε να μπω μέσα.

– Μέλισσα!

Κάποιος μίλησε. Κάποιος, που με φώναζε Μέλισσα, γιατί μεγάλωσα πιά. Τα μάτια μου θαμπωμένα από τον ήλιο δεν έβλεπαν σχεδόν τίποτα στο μισοσκότεινο καμαράκι. Μα, πριν συνηθίσω καλά στο σκοτάδι, δυο χέρια με σήκωσαν ψηλά...

– Αχ , τσίχλα, τσίχλα! Πουπουλάκι είσαι. Δε θα βάλεις δυο δράμια κρέας απάνω σου;

Δεν μπορούσα να βγάλω λέξη από τη σαστιμάρα μου. Τι γύρευε ο Νίκος στο ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής!

– Βλέπεις, δεν έφυγα ακόμα, λέει και χαμογελάει (τον διακρίνω τώρα), σαν να 'ναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου να βρίσκεται κειδά, στο σκοτεινό δωματιάκι, ανάμεσα σε άδεια κουτιά, στοίβες τετράδια και κλουβιά.

Άρχισε να με ρωτάει για όλους στο σπίτι, και για την Άρτεμη και το Νώλη, μα πιότερο ήθελε να μάθει γι' αυτούς τους «εξόριστους», όπως τους έλεγε ο Νωλης, που μένανε στο τσαρδάκι τους.

– Μπορείς να κρατήσεις ένα μυστικό, που μόνο εσύ κι ο Νώλης να το ξέρετε; είπε ο Νίκος και με κοίταξε σοβαρά σοβαρά στα μάτια.

Βέβαια και μπορούσα, μα ήτανε πολύ βαρύ να 'χω κι άλλο μυστικό από τη Μυρτώ. Φτάνει που είχα του Νώλη! Κι Εδώ δεν είναι Λαμαγάρι, να μπορώ να τρέχω ό,τι ώρα θέλω, στην ακρογιαλιά, να σκάβω λακκουβάκια στην άμμο και να φωνάζω, εκεί μέσα, τα μυστικά μου.

– Ούτε στη Μυρτώ δεν κάνει να τα πω;

– Σε κανέναν, λέει ο Νίκος, ακόμα πιο σοβαρά.

Έδωσα το λόγο μου, με βαριά καρδιά. Ο Νίκος πήρε από την τσέπη του ένα κουτί τσιγάρα, έσχισε την ταινία, το άνοιξε, έβαλε μέσα κάτω από το χρυσόχαρτο ένα διπλωμένο χαρτάκι και ξανακόλλησε την ταινία.

– Να το δώσει ο Νώλης στους εξόριστους, λέει και μου κρύβει το κουτί στην τσέπη. Μόλις σου ξαναφέρει πίσω το κουτί, έλα πάλι ν' αγοράσεις τετράδια. Ξέρω πως δεν είναι παιχνίδια αυτά για παιδιά, συνεχίζει. Μα ζούμε σε πολύ πολύ δύσκολους καιρούς.

Σα ρώτησε μετά τα νέα μας απ' το σχολείο, έμοιαζε πάλι με τον παλιό Νίκο, που τραγουδούσε κι έπαιζε μαζί μας παιχνίδια ξένοιαστα, για παιδιά, που δεν ήταν ανάγκη να τα κρύβεις από κανέναν. Εγώ του τα διηγήθηκα όλα: για το σχολείο, για τον Αλέξη και τον μπαμπά του...

Ο Νίκος στεναχωρέθηκε πολύ, σαν του είπα πως η Μυρτώ θέλει να γίνει αρχηγός. Δε μ' άφησε να του πω κι άλλα, για να μην ανησυχούν στο σπίτι, που έλειψα τόση ώρα.

– Θα μείνεις ακόμα πολύ στο νησί; τον ρώτησα.

– Εξαρτάται, απάντησε κείνος και μου χάιδεψε βιαστικά τα μαλλιά.

Όταν γύρισα στο σπίτι, τους βρήκα όλους άνω κάτω. Μονάχα της Μυρτώς τα μάτια γυάλιζαν από χαρά. Θα γινόταν αρχηγός. Έτσι είπε ο μπαμπάς! Γύρισε από τη δουλειά του κι έλεγε, πως τον κάλεσε ο διευθυντής του, ο κύριος Περικλής, και του έκανε παρατήρηση επειδή του παραπονέθηκε ο κύριος Καρανάσης, πως δεν αφήνει τη Μυρτώ να γίνει μια από τις πρώτες φαλαγγίτισσες του νησιού μας. Ο μπαμπάς δικαιολογήθηκε, πως είναι ακόμα μικρή... άμα πάει στο Γυμνάσιο... Τότε, ο κύριος Περικλής του είπε, πως ο κύριος Καρανάσης τη διάλεξε, ας είναι και μικρή, γιατί είναι ψηλή και είναι το πιο όμορφο κοριτσάκι στο σχολείο. Θέλουν να της ράψουν στολή φαλαγγίτισσας, να τη βγάλουν φωτογραφίες να τις στείλουν σ' όλα τα περιοδικά του κόσμου, να τις βάλουν στο εξώφυλλο.

Είπε ο κύριος Περικλής, ότι θα προβιβάσει και τον μπαμπά, ενώ αν δεν αφήσει τη Μυρτώ... δεν ξέρει, μπορεί αυτό να έχει συνέπειες στη δουλειά του.

– Αυτό έλειπε, λέει ο παππούς έξω φρένων, να δούμε το παιδί μας στα φασιστικά περιοδικά να φιγουράρει. Ντροπή!

– Είναι φοβερό να το σκεφτείς, μίλησε κι η μαμά ακόμα, και βούρκωσε.

– Μα θα χάσω τη θέση μου, καταλάβατε; φώναξε ο μπαμπάς. Ο κύριος Περικλής το είπε καθαρά: Θα έχει συνέπειες. Έτσι κι αλλιώς, σε λίγο καιρό, θα γίνει υποχρεωτικό και θα πάνε όλα τα παιδιά.

– Τουλάχιστο να μην έχουμε το ρεζίλι να είμαστε πρώτοι, θύμωσε ο παππούς. Όταν άρχισε να μιλάει η θεία Δέσποινα και να λέει πάλι, πως θα το μετανιώσουν, αν εμποδίσουν τη Μυρτώ από τέτοια τύχη, μας στείλανε εμάς στο δωμάτιό μας. Ακούγαμε τις φωνές τους ως απάνω. Πριν γίνει δικτατορία ποτέ δε μιλούσε κανείς απότομα στον άλλον.

– Άκουσες που θα με βάλουν και στα περιοδικά; καμάρωνε η Μυρτώ, λες και είχε μπει κιόλας. Θα μου ράψουν και στολή!...

Κι εγώ να μην μπορώ να της πω, πως είδα τον Νίκο και πως δεν του άρεσε καθόλου, μα καθόλου που θέλει να γίνει αρχηγός!

– Τα συγχαρητήριά μου, λέει η Σταματίνα μπαίνοντας στο δωμάτιο. Θα γίνεις αρχηγός, κυρία Μυρτώ, ο πατέρας σου το αποφάσισε. Που να κόβονταν τα πόδια του βάθρακα, που μας κάθισε στο σβέρκο, μουρμούρισε ύστερα όλο νεύρα.

– ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, λέει η Μυρτώ. ΕΥ-ΠΟ: θα γίνω αρχηγός.

Κι από τη χαρά της, δίνει μια κλοτσιά στα σκεπάσματά της.

– ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, μουρμουρίζω εγώ και κουκουλώνομαι από το κεφάλι.

ΛΥ-ΠΟ, γιατί έχω μυστικά από τη Μυρτώ. ΛΥ-ΠΟ, γιατί στο σπίτι οι μεγάλοι τσακώνονται. ΛΥ-ΠΟ, γιατί ο Νίκος κρύβεται σ' ένα σκονισμένο καμαράκι. ΛΥ-ΠΟ, γιατί ο Αλέξης έρχεται πέντε μέρες τώρα στο σχολείο με δανεικά παπούτσια.

Στις τριάντα Οχτωβρίου δεν είχαμε μαθήματα, γιατί είναι η γιορτή της «αποταμιεύσεως». Ο παππούς ήτανε έξω φρένων.

– Δε φτάνουν, λέει, τόσοι άγιοι, που κάθε τόσο έχετε αργία, προστέθηκε τώρα και η αποταμίευση!

Θα γινότανε στο σχολείο γιορτή κείνη τη μέρα. Πριν μια βδομάδα, ο κύριος Καρανάσης μας έβγαλε ολόκληρο λόγο για την αποταμίευση. Δε θυμάμαι καθόλου τι είπε, γιατί παίζαμε με τον Αλέξη «ναυμαχίες» και μου βούλιαζε όλο τη ναυαρχίδα. Αποταμίευση όμως θα πει να κρύβεις χρήματα. Έπρεπε όλοι να γράψουμε έκθεση και τις καλύτερες θα τις διάβαζαν τη μέρα της γιορτής.

Δε περίμενα, φυσικά, να διαβαστεί η έκθεσή μου. Η κυρία Ειρήνη μου βάζει πάντα άριστα στις εκθέσεις, μα τούτη τη φορά δεν μπορούσα να γράψω τίποτα. Έβλεπα και τον Αλέξη, πλάι μου, που μουτζούρωνε και ξαναμουτζούρωνε το χαρτί του. Τι να πεις για την αποταμίευση! Πως θα παίρναμε, όμως, κουλούρι κι εγώ κι ο Αλέξης, δε το φανταζόμαστε. Αυτές τις εκθέσεις τις βαθμολογούσε ο ίδιος ο κύριος Καρανάσης.

– Τι σας ήρθε και γράψατε τέτοια πράγματα, μας είπε στεναχωρεμένα η κυρία Ειρήνη, σαν μας επέστρεψε τα τετράδια. Δε με ρωτούσατε;

«Δι' ανόητους σκέψεις, άνευ περιεχομένου», έγραφε ο κύριος Καρανάσης με κόκκινο μολύβι κάτω από την έκθεσή μου. Και από του Αλέξη ακριβώς το ίδιο.

Ο Αλέξης είχε γράψει για ένα θείο του, πολύ πλούσιο, που όλο φύλαγε τα λεπτά του σε κάτι κουτιά. Δεν ξόδευε πεντάρα, ντυνότανε κουρέλια και τέλος τα κρυμμένα λεπτά τα έφαγαν τα ποντίκια. Εγώ έγραψα για ένα κοριτσάκι, που, όταν της έδιναν ν' αγοράσει σοκολάτες, εκείνο έκρυβε τα λεπτά και, σα μεγάλωσε, αρρώστησε κι οι γιατροί της είπαν να μην τρώει γλυκά. Κι έτσι, ποτέ στη ζωή του δε δοκίμασε σοκολάτα.

Η Μυρτώ πήρε άριστα και στη γιορτή θα διαβάζανε την έκθεσή της. Ήτανε η καλύτερη σ' όλο το δημοτικό.

– Αφού εσύ, της λέω, δεν κρύβεις ποτέ σου μια δεκάρα κι αγοράζεις πενάκια κι ένα σωρό τενεκεδάκια από την κυρα-Αγγελική, πως έγραψες ότι «ο άνθρωπος, αποταμιεύοντας, γίνεται χρήσιμος στον εαυτό του και την κοινωνία;»

– Εγώ έγραψα, ό,τι μας είπε ο κύριος Καρανάσης, απάντησε εκείνη. Όχι σαν και σένα και τον Αλέξη, που γίνατε ρεζίλι σ' όλο το σχολείο.

– Ξέρεις τι είπε ο μπαμπάς μου; μου λέει ο Αλέξης, την άλλη μέρα. Πως, αν ήτανε κείνος στη θέση του κύριου Καρανάση, θα μας έβαζε άριστα.

Το περίεργο είναι πως κι ο παππούς το ίδιο είπε.

– Αν είχαμε στο σπίτι μας έστω κι ένα φλιτζάνι του καφέ χωρίς σπασμένο χέρι, μου εμπιστεύεται ο Αλέξης, θα καλούσαμε τον παππού σου. Ο μπαμπάς μου θέλει πολύ να τον γνωρίσει.

Εγώ τον έπεισα, πως τον παππού δεν τον νοιάζει καθόλου, μα καθόλου, γι' αυτά τα πράγματα και πως εκείνος έχει στο γραφείο του ένα χοντρό φλιτζάνι με σπασμένο χέρι και πίνει τον καφέ του. Σε άλλο, λέει, δεν τον ευχαριστιέται.

– Θα μιλήσω τότε με τη μητέρα μου, λέει σοβαρά ο Αλέξης.

Δεν πρόλαβαν, όμως, να τον καλέσουν και γνωρίστηκαν στο μεταξύ αλλού ο παππούς κι ο πατέρας του Αλέξη.

Η θάλασσα και ο ουρανός δεν ξεχώριζαν. Είχαν γίνει σαν μια γκριζωπή κουρτίνα, που δεν ήξερες που άρχιζε και που τέλειωνε. Άσπρα μεγάλα κύματα πηδούσανε κι έσπαγαν στο λιμενοβραχίονα.

– Δε θα 'ρθει η Άρτεμη σήμερα, λέω στη Μυρτώ, που κάθεται μαζί μου στην τζαμωτή και κοιτάμε το αφρισμένο πέλαγος.

– Ούτε κι ο Νώλης θα 'ρθει, συνέχισα και κοίταζα τη βροχή, που είχε κιόλας αρχίσει να χτυπάει στα τζάμια. Σκέφτηκα πως ο Νίκος θα περίμενε άδικα το κουτί από τα τσιγάρα κι άθελά μου μου ξέφυγε δυνατά:

– Κρίμα.

– Τι κρίμα; ρωτάει η Μυρτώ.

– Που δε θα 'ρθουν ο Νώλης κι η Άρτεμη.

– Εμένα δε με νοιάαααζει, τραγουδάει εκείνη. Τώρα, που θα γίνω φαλαγγίτισσα, θα κάνω παρέα μόνο με τα παιδιά της φάλαγγάς μας. Ο κύριος Καρανάσης είπε, πως τώρα πιά φίλοι μας κι αδέλφια θα 'ναι οι άλλοι φαλαγγίτες.

– Και θα τους αγαπάς αυτούς - πως τους είπε; - τους φαλαγγίτες σου πιο πολύ από μένα; ανησύχησα εγώ.

– Μποοοοορείιιιι, τραγουδάει τώρα με κορόνες η Μυρτώ.

Η βροχή ξέσπασε πιά με δύναμη κι οι αστραπές έπεφταν και χάνονταν στη θάλασσα, που φούσκωσε πιότερο ακόμα κι άφρισε και δεν έμεινε τίποτα που να θυμίζει την ήρεμη, γαλάζια, καλοκαιριάτικη θαλασσίτσα του Λαμαγαριού.

– Για δες, λέει η Μυρτώ. Κάποιος τρέχει, μέσα στη βροχή.

Ένα παιδί κουκουλωμένο μ' ένα τσουβάλι έτρεχε πλατσουρώντας στα νερά προς την πόρτα του σπιτιού μας. Δεν μπορεί να 'τανε άλλος από το Νώλη. Προτού ακούσιο ακόμα το κουδούνι να χτυπά, όρμησα στη σκάλα πηδώντας δύο δύο τα σκαλιά. Η Σταματίνα του είχε κιόλας ανοίξει και σταυροκοπιότανε. Μα τι Νώλης ήτανε κείνος. Μουσκεμένος ως το κόκαλο. Από παντού στάζανε νερά. Μονάχα τα παπούτσια του ήτανε ολόστεγνα, γιατί τα 'χε βγάλει, σ' όλο το δρόμο και τα 'χε κρύψει κάτω από τη μασχάλη του.

– Καλύτερα να μάθεις πιο λίγα γράμματα, μουρμουρίζει η Σταματίνα. Ν' αρπάξεις καμιά πνευμονία, να τρελαθεί η μάνα σου, η κακομοίρα.

Τον πήρε στην κουζίνα κι έτρεξε να του φέρει τίποτα ρούχα ώσπου να του στεγνώσει τα δικά του.

– Κοίταξε, λέει ο Νώλης, σαν έφυγε η Σταματίνα. Ούτε μια σταλιά δε βράχηκε.

Και μου δείχνει το κουτί από τα τσιγάρα του Νίκου.

Στο Νίκο πήγα μονάχα την άλλη μέρα, παρόλο που ο Νώλης επέμενε, πως πρέπει να του πάω τα τσιγάρα, όσο μπορώ πιο γρήγορα. Μα η βροχή δε σταματούσε και δεν μπορούσα να πω, πως πάω ν' αγοράσω τετρά δια με τέτοιον κατακλυσμό. Την άλλη μέρα είχε λιακάδα, σαν να 'τανε άνοιξη. Από το παράθυρο της τάξης μας κοίταζα τη θάλασσα, που ήτανε πάλι ολογάλανη κι οι βαρκούλες αρμένιζαν. Νόμιζα, πως όλοι θα 'πρεπε να 'χανε ξεχάσει τη χτεσινή μπόρα. Ο Αλέξης όμως τη θυμότανε. Κουτούλαγε από τη νύστα πάνω στο θρανίο και δυο φορές τον έσπρωξα με τον αγκώνα μου, ενώ πήγαινε να τον πάρει ο ύπνος.

– Φταίει η χτεσινή βροχή, μου λέει στο διάλειμμα. Όλοι στο σπίτι δεν κλείσαμε μάτι, όλη τη νύχτα. Το χολ και το μπρος δωμάτιο πλημμύρισαν νερά και τ' αδειάζαμε με τους κουβάδες.

Και πάλι συλλογίστηκα, πως δε θα γίνω συγγραφέας, να μένω σ' ένα σπίτι δέκα σκαλιά κάτω από τη γη.

Μόλις σχολάσαμε έτρεξα για τετράδια, στο ψιλικατζίδικο της κυρίας Αγγελικής. Μπήκα στο καμαράκι και κατατρόμαξα. Καθόταν ένας άντρας, μ' ένα παχύ παχύ μουστάκι, σαν βούρτσα.

– Πολύ ευχάριστο, που δε με γνώρισες, γέλασε εκείνος και γνώρισα τη φωνή του Νίκου.

– Γιατί μασκαρεύτηκες έτσι; απόρησα.

– Τι; δε μου πάει; αστειεύτηκε.

Δεν μπορούσα να τον συνηθίσω και μου φαινόταν σαν ξένος.

Του 'δωσα το κουτί από τα τσιγάρα, εκείνος πήρε ένα χαρτάκι από μέσα, το διάβασε κι ύστερα το 'σκισε, μικρά κομματάκια, άναψε ένα σπίρτο και το 'καψε. Όταν του είπα, πως ο Νώλης το 'φερε μέσα στον κατακλυσμό τον είδα που στεναχωρέθηκε.

– Θέλεις να σου χαρίσω ένα κλουβί μ' ένα καναρίνι; άλλαξε ξαφνικά κουβέντα. Η κυρα-Αγγελική λέει, πως σ' αρέσουν.

- Και τι θα πω στο σπίτι;

– Μπορείς να πεις, πως σου 'πεσε στο λότο.

– Αυτό δεν είναι ψέμα; ρωτώ κι η καρδιά μου χτυπά δυνατά δυνατά, γιατί πολύ το 'θελα το κλουβί με το καναρίνι. Όμως πάλι, τις σοκολάτες με τους λότους τις παίρναμε πάντα μαζί με τη Μυρτώ και μαζί τις ανοίγαμε και θα μου 'λεγε πως έκανα ζαβολιά.

– Είναι ψέμα, έχεις δίκιο, λέει ο Νίκος, και μου φάνηκε σαν να λυπήθηκε, που δεν μπορούσε να μου χαρίσει το καναρίνι,

Δε μ' άφηνε να φύγω. Ήθελε να μάθει καθετί που γίνεται στο σπίτι και στο σχολείο. Κι όταν του είπα, πως η Μυρτώ θα γίνει φαλαγγίτισσα, στις τέσσερις Νοεμβρίου, που θα είναι μεγάλη γιορτή στο σχολείο, γιατί κλείνουν τρεις μήνες, που έγινε δικτατορία, εκείνος δε θύμωσε με τη Μυρτώ. Κι όπως τότε, που θέλαμε να θάψουμε την Πιπίτσα, τα 'βαλε με μας, τώρα τα 'βαλε με τον κύριο Καρανάση, που ενώ κανένα σχολείο δε σχημάτισε ακόμα φάλαγγα, γιατί δεν πήγαιναν τα παιδιά, εκείνος ήθελε με το ζόρι να τη φτιάξει πρώτος.

Που τα 'ξερε όλα ο Νίκος, κλεισμένος στο καμαράκι με τα κλουβιά;

– Έρχεται το καπλάνι και μου τα λέει όλα, εξήγησε, σαν είδε την απορία μου.

Γύρισα στο σπίτι με τα τσιγάρα πάλι στην τσέπη. Πολύ μ' άρεσε να περπατώ μόνη μου, στα στενά δρομάκια της χώρας. Είναι τόσο στενά, που σαν απλώσεις τα δυό σου χέρια λίγο ακόμα και θ' αγγίξεις τα σπίτια απ' τη μια ως την άλλη μεριά! Κάτω, είναι στρωμένα με πλάκες αλλού τετράγωνες κι αλλού μακρουλές. Η Πιπίτσα λέει, πως δεν κάνει να πατούμε στις γραμμές που χωρίζουν τις πλάκες, γιατί θα παντρευτούμε Αράπη, σα μεγαλώσουμε. Σαχλαμάρες, βέβαια, μα μένα μ' αρέσει να πατώ στις μύτες, από πέτρα σε πέτρα, χωρίς ν' αγγίξω τις γραμμές και να λέω μια ευχή από μέσα μου.

– Ας γίνει να πάμε το καλοκαίρι στο Λαμαγάρι, με το Νίκο! είπα σήμερα από μέσα μου κι έφτασα στο σπίτι χωρίς ν' αγγίξω ούτε μια γραμμή.


8. Το ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής... 8\. Mrs. Angeliki's convenience store...

Τις Πέμπτες δεν κατεβαίνουμε πιά στη σάλα, σαν τις άλλες χρονιές, στις επισκέψεις της θείας Δέσποινας. On Thursdays we no longer go down to the hall, like in other years, for Aunt Despina's visits. Έτσι αποφάσισαν ο παππούς κι ο μπαμπάς. That's what grandfather and father decided.

– Παιδιά είναι, μπορεί να τους ξεφύγει καμιά κουβέντα, λένε. - They are children, they may miss a conversation, they say.

Μα κι οι επισκέψεις δεν έρχονται πιά ταχτικά, όπως πρώτα. But the visits don't come regularly anymore, like before. Μια φορά το μήνα, κάποτε ούτε κι αυτή. Once a month, sometimes not even that. Η θεία Δέσποινα λέει με παράπονο, πως φταίνε γι' αυτό... εκείνοι. Aunt Despina complains that it's their fault. Ο Νίκος και το καπλάνι, φαντάζομαι πως εννοεί. Nikos and the chaplain, I imagine he means. Έτσι, το καπλάνι το βλέπουμε πιά που και που σα θυμηθεί η Σταματίνα να μας φωνάξει, όταν καθαρίζει τη σάλα. Thus, we see the chaplain now and then when Stamatina remembers to call us, when she cleans the hall. Γι' αυτό παραξενεύτηκα, όταν με φώναξε κάποια μέρα κρυφά και μου λέει: That is why I was surprised when he called me one day secretly and said:

– Θες να δει το καπλάνι; Έχω το κλειδί της βιτρίνας. – Do you want him to see the goat? I have the key to the storefront.

Δεν είχανε περάσει καλά καλά τρεις μέρες, που έπλυνε τα τζάμια της βιτρίνας και μας πήρε στη σάλα να το δούμε. It hadn't been a good three days, when he was washing the windows of the shop window and took us to the hall to see it.

– Μια στιγμή να φωνάξω τη Μυρτώ. – A moment to call Myrto.

Η Σταματίνα όμως δε μ' άφησε, γιατί, λέει, η Μυρτώ είναι απάνω με τη θεία Δέσποινα κι εκείνη βιάζεται. But Stamatina did not leave me, because, she says, Myrto is upstairs with Aunt Despina and she is in a hurry. Θα μ' ανοίξει μονάχα μια στιγμή να το δω. It will only take me a moment to see it.

Άνοιξε και μόνο που δεν έβαλα φωνή: Το καπλάνι είχε ανάμεσα στα δόντια του ένα άσπρο χαρτάκι!! It opened even though I didn't speak: The chaplain had a white piece of paper between his teeth!! Σαν και τότε! Just like then! Το χέρι μου έτρεμε, καθώς το 'χωνα να τραβήξω το χαρτί - όχι τόσο γιατί φοβόμουνα τα σουβλερά του δόντια, μα γιατί ανυπομονούσα να δω το μήνυμα. My hand trembled as I tried to pull out the paper—not so much because I was afraid of its sharp teeth, but because I was eager to see the message.

ΑΓΟΡΑΣΕ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΨΙΑΙΚΑΤΖΙΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ. ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ ΜΟΝΗ. COME ALONE. ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ. THE CAPTAIN.

– Δες, λέω στη Σταματίνα, το «μόνη» είναι υπογραμμισμένο δυό φορές. – Look, I say to Stamatina, "alone" is underlined twice.

– Λοιπόν, να πας μόνη, κάνει αδιάφορα εκείνη. – Well, go alone, she does indifferently.

– Να μην το πω ούτε στη Μυρτώ! - Don't even tell Myrto!

– Έτσι λέει το χαρτί, ΜΟΝΗ, εξηγεί εκείνη. – That's what the paper says, MONI, she explains.

Χτυπούσε τόσο δυνατά η καρδιά μου, που νόμιζα πως θα σπάσει, Σαν είχαμε πάρει το πρώτο μήνυμα από το καπλάνι και ξεκινούσαμε για το Μύλο με το Μισό Φτερό, έμοιαζε πιότερο με παιχνίδι· κι έπειτα, ήμασταν όλοι κι ο Νώλης, που μαζί του δε φοβάται κανείς. My heart was beating so hard, I thought it would break, As if we had received the first message from the chaplain and started for the Mill with the Half Feather, it was more like a game; and then, there were all of us and Nolis, who was not with him one is afraid. Άραγε να περίμενα το Νώλη, όταν θα 'ρθει για μάθημα να πάμε μαζί; Μα το μήνυμα έλεγε ΣΗΜΕΡΑ, ΜΟΝΗ. Should I wait for Noli, when he comes to class, should we go together? But the message said TODAY, ALONE.

Το ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής είναι ένα στενό, πίσω από το σπίτι μας. Mrs. Angeliki's convenience store is in an alley, behind our house. Και τι δεν μπορεί ν' αγοράσει κανείς εκεί μέσα! And what can't be bought in there! Έκτος από τα είδη του σχολείου, έχει και πουλιά ακόμα με χρυσωμένα κλουβιά και σοκολάτες με λοταρία, που άμα βρεις μέσα μιάν εικόνα ενός σπάνιου λουλουδιού, μπορείς να κερδίσεις ένα τέτοιο κλουβί με το πουλάκι μαζί. Apart from school items, it also has birds with golden cages and chocolates with a lottery, where if you find a picture of a rare flower inside, you can win such a cage with the bird together. Ο παππούς λέει, πως όλες μας οι «αποταμιεύσεις», της Μυρτώς και μένα, στην κυρία Αγγελική πηγαίνουν. The grandfather says that all our "savings", Myrtos and I, go to Mrs. Angeliki. Δεν είμαστε όμως τυχερές, γιατί ποτέ δε μας έπεσε το σπάνιο λουλούδι. But we are not lucky, because the rare flower never fell to us.

Τι άραγε θα 'βρισκα τώρα, στο ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής; Μήπιος γράμμα από το Νίκο, μέσα στο τετράδιο που θα αγόραζα; Δεν μ' άρεσε καθόλου που πήγαινα μόνη μου χωρίς κανένα παιδί. What would I find now, in Mrs. Angeliki's convenience store? A small letter from Nikos, inside the notebook I would buy? I didn't like at all that I was going alone without any children. Έτσι δεν είχε γούστο. So he had no taste.

Η κυρα-Αγγελική ήξερε πως μ' αρέσουν τα πουλιά και μ' άφηνε πολλές φορές να χτυπώ με το δάχτυλο τα κάγκελα του κλουβιού τους και κείνα να 'ρχονται να μου τσιμπάνε το χέρι. Mrs. Angeliki knew that I like birds and she often let me tap the bars of their cage with my finger and they would come and bite my hand. Μόλις ζήτησα τετράδια, εκείνη χαμογέλασε και μου λέει: As soon as I asked for notebooks, she smiled and said:

– Έλα να σου δείξω ένα καινούριο πουλί. – Let me show you a new bird.

Με πήρε και με πήγε σε μια μικρή πορτούλα, που ήτανε στο βάθος του μαγαζιού. He took me and took me to a small door, which was at the back of the shop. Την άνοιξε και μου έγνεψε να μπω μέσα. He opened it and motioned for me to enter.

– Μέλισσα! – Bee!

Κάποιος μίλησε. Someone spoke. Κάποιος, που με φώναζε Μέλισσα, γιατί μεγάλωσα πιά. Someone, who called me Melissa, because I grew up now. Τα μάτια μου θαμπωμένα από τον ήλιο δεν έβλεπαν σχεδόν τίποτα στο μισοσκότεινο καμαράκι. My sun-dazzled eyes could see almost nothing in the half-dark archway. Μα, πριν συνηθίσω καλά στο σκοτάδι, δυο χέρια με σήκωσαν ψηλά... But before I got used to the darkness, two hands lifted me up...

– Αχ , τσίχλα, τσίχλα! – Ah, gum, gum! Πουπουλάκι είσαι. You are a bird. Δε θα βάλεις δυο δράμια κρέας απάνω σου; Won't you put two drams of meat on you?

Δεν μπορούσα να βγάλω λέξη από τη σαστιμάρα μου. I couldn't get a word out of my shastimara. Τι γύρευε ο Νίκος στο ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής! What was Nikos doing in Mrs. Angeliki's convenience store!

– Βλέπεις, δεν έφυγα ακόμα, λέει και χαμογελάει (τον διακρίνω τώρα), σαν να 'ναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου να βρίσκεται κειδά, στο σκοτεινό δωματιάκι, ανάμεσα σε άδεια κουτιά, στοίβες τετράδια και κλουβιά. – You see, I haven't left yet, he says and smiles (I can see him now), as if it is the most natural thing in the world to be lying there, in the dark room, among empty boxes, stacks of notebooks and cages.

Άρχισε να με ρωτάει για όλους στο σπίτι, και για την Άρτεμη και το Νώλη, μα πιότερο ήθελε να μάθει γι' αυτούς τους «εξόριστους», όπως τους έλεγε ο Νωλης, που μένανε στο τσαρδάκι τους. He started asking me about everyone in the house, and about Artemis and Nolis, but more than anything he wanted to know about these "exiles", as Nolis called them, who lived in their tsardaki.

– Μπορείς να κρατήσεις ένα μυστικό, που μόνο εσύ κι ο Νώλης να το ξέρετε; είπε ο Νίκος και με κοίταξε σοβαρά σοβαρά στα μάτια. – Can you keep a secret that only you and Nolis know? Nikos said and looked me seriously in the eyes.

Βέβαια και μπορούσα, μα ήτανε πολύ βαρύ να 'χω κι άλλο μυστικό από τη Μυρτώ. Of course I could, but it was too heavy to have another secret from Myrto. Φτάνει που είχα του Νώλη! Enough of Noli's! Κι Εδώ δεν είναι Λαμαγάρι, να μπορώ να τρέχω ό,τι ώρα θέλω, στην ακρογιαλιά, να σκάβω λακκουβάκια στην άμμο και να φωνάζω, εκεί μέσα, τα μυστικά μου. And here it is not Lamagari, to be able to run whenever I want, on the beach, to dig holes in the sand and shout, in there, my secrets.

– Ούτε στη Μυρτώ δεν κάνει να τα πω; – Not even in Myrto, let's face it?

– Σε κανέναν, λέει ο Νίκος, ακόμα πιο σοβαρά. – To no one, says Nikos, even more seriously.

Έδωσα το λόγο μου, με βαριά καρδιά. I gave my word, with a heavy heart. Ο Νίκος πήρε από την τσέπη του ένα κουτί τσιγάρα, έσχισε την ταινία, το άνοιξε, έβαλε μέσα κάτω από το χρυσόχαρτο ένα διπλωμένο χαρτάκι και ξανακόλλησε την ταινία. Nikos took a box of cigarettes from his pocket, tore off the tape, opened it, put a folded piece of paper under the gold foil and reattached the tape.

– Να το δώσει ο Νώλης στους εξόριστους, λέει και μου κρύβει το κουτί στην τσέπη. - Let Nolis give it to the exiles, he says and hides the box in my pocket. Μόλις σου ξαναφέρει πίσω το κουτί, έλα πάλι ν' αγοράσεις τετράδια. As soon as he brings the box back to you, come again to buy notebooks. Ξέρω πως δεν είναι παιχνίδια αυτά για παιδιά, συνεχίζει. I know these are not games for children, he continues. Μα ζούμε σε πολύ πολύ δύσκολους καιρούς. But we live in very, very difficult times.

Σα ρώτησε μετά τα νέα μας απ' το σχολείο, έμοιαζε πάλι με τον παλιό Νίκο, που τραγουδούσε κι έπαιζε μαζί μας παιχνίδια ξένοιαστα, για παιδιά, που δεν ήταν ανάγκη να τα κρύβεις από κανέναν. He asked you after our news from school, he looked like the old Nikos again, who sang and played games with us carefree, for children, which you didn't need to hide from anyone. Εγώ του τα διηγήθηκα όλα: για το σχολείο, για τον Αλέξη και τον μπαμπά του... I told him everything: about school, about Alexis and his dad...

Ο Νίκος στεναχωρέθηκε πολύ, σαν του είπα πως η Μυρτώ θέλει να γίνει αρχηγός. Nikos was very sad when I told him that Myrto wants to be the leader. Δε μ' άφησε να του πω κι άλλα, για να μην ανησυχούν στο σπίτι, που έλειψα τόση ώρα. He didn't let me tell him more, so that they wouldn't worry at home that I was away for so long.

– Θα μείνεις ακόμα πολύ στο νησί; τον ρώτησα. – Will you stay long on the island? I asked him.

– Εξαρτάται, απάντησε κείνος και μου χάιδεψε βιαστικά τα μαλλιά. – It depends, he replied and hurriedly stroked my hair.

Όταν γύρισα στο σπίτι, τους βρήκα όλους άνω κάτω. When I got home, I found them all up and down. Μονάχα της Μυρτώς τα μάτια γυάλιζαν από χαρά. Only Myrto's eyes were shining with joy. Θα γινόταν αρχηγός. He would become a leader. Έτσι είπε ο μπαμπάς! That's what dad said! Γύρισε από τη δουλειά του κι έλεγε, πως τον κάλεσε ο διευθυντής του, ο κύριος Περικλής, και του έκανε παρατήρηση επειδή του παραπονέθηκε ο κύριος Καρανάσης, πως δεν αφήνει τη Μυρτώ να γίνει μια από τις πρώτες φαλαγγίτισσες του νησιού μας. He came back from his work and said that his manager, Mr. Periklis, called him and made a remark to him because Mr. Karanasis complained to him that he would not let Myrto become one of the first phalangites of our island. Ο μπαμπάς δικαιολογήθηκε, πως είναι ακόμα μικρή... άμα πάει στο Γυμνάσιο... Τότε, ο κύριος Περικλής του είπε, πως ο κύριος Καρανάσης τη διάλεξε, ας είναι και μικρή, γιατί είναι ψηλή και είναι το πιο όμορφο κοριτσάκι στο σχολείο. The father excused himself, that she is still young... if she goes to High School... Then, Mr. Pericles told him that Mr. Karanasis chose her, even if she is young, because she is tall and the most beautiful girl in the school. Θέλουν να της ράψουν στολή φαλαγγίτισσας, να τη βγάλουν φωτογραφίες να τις στείλουν σ' όλα τα περιοδικά του κόσμου, να τις βάλουν στο εξώφυλλο. They want to sew her a phalangite uniform, take pictures of her and send them to all the magazines in the world, put them on the cover.

Είπε ο κύριος Περικλής, ότι θα προβιβάσει και τον μπαμπά, ενώ αν δεν αφήσει τη Μυρτώ... δεν ξέρει, μπορεί αυτό να έχει συνέπειες στη δουλειά του. Mr. Pericles said that he will also promote dad, while if he doesn't leave Myrto... he doesn't know, this might have consequences in his job.

– Αυτό έλειπε, λέει ο παππούς έξω φρένων, να δούμε το παιδί μας στα φασιστικά περιοδικά να φιγουράρει. - This is what was missing, says the grandfather outside the brakes, to see our child in the fascist magazines. Ντροπή! Shame!

– Είναι φοβερό να το σκεφτείς, μίλησε κι η μαμά ακόμα, και βούρκωσε. – It's terrible to think about it, Mom spoke again, and snorted.

– Μα θα χάσω τη θέση μου, καταλάβατε; φώναξε ο μπαμπάς. – But I will lose my place, do you understand? Dad shouted. Ο κύριος Περικλής το είπε καθαρά: Θα έχει συνέπειες. Mr. Pericles said it clearly: There will be consequences. Έτσι κι αλλιώς, σε λίγο καιρό, θα γίνει υποχρεωτικό και θα πάνε όλα τα παιδιά. Anyway, before long, it will become compulsory and all the kids will go.

– Τουλάχιστο να μην έχουμε το ρεζίλι να είμαστε πρώτοι, θύμωσε ο παππούς. - At least we don't have the nerve to be first, the grandfather got angry. Όταν άρχισε να μιλάει η θεία Δέσποινα και να λέει πάλι, πως θα το μετανιώσουν, αν εμποδίσουν τη Μυρτώ από τέτοια τύχη, μας στείλανε εμάς στο δωμάτιό μας. When Aunt Despina started talking and saying again how they would regret it if they prevented Myrto from such a fate, they sent us to our room. Ακούγαμε τις φωνές τους ως απάνω. We could hear their voices above. Πριν γίνει δικτατορία ποτέ δε μιλούσε κανείς απότομα στον άλλον. Before it became a dictatorship, no one spoke sharply to the other.

– Άκουσες που θα με βάλουν και στα περιοδικά; καμάρωνε η Μυρτώ, λες και είχε μπει κιόλας. – Did you hear that they will put me in the magazines too? Myrto boasted, as if she had already entered. Θα μου ράψουν και στολή!... They will also sew me a uniform!...

Κι εγώ να μην μπορώ να της πω, πως είδα τον Νίκο και πως δεν του άρεσε καθόλου, μα καθόλου που θέλει να γίνει αρχηγός! And I can't tell her that I saw Nikos and that he didn't like him at all, not at all that he wants to be leader!

– Τα συγχαρητήριά μου, λέει η Σταματίνα μπαίνοντας στο δωμάτιο. Θα γίνεις αρχηγός, κυρία Μυρτώ, ο πατέρας σου το αποφάσισε. You will be the leader, Mrs. Myrto, your father decided it. Που να κόβονταν τα πόδια του βάθρακα, που μας κάθισε στο σβέρκο, μουρμούρισε ύστερα όλο νεύρα. Where the legs of the plinth, who sat on our necks, were being cut off, he then muttered nervously.

– ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, λέει η Μυρτώ. – EY-PO, EY-PO, says Myrto. ΕΥ-ΠΟ: θα γίνω αρχηγός. EY-PO: I will be the leader.

Κι από τη χαρά της, δίνει μια κλοτσιά στα σκεπάσματά της. And out of joy, she kicks her covers.

– ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, μουρμουρίζω εγώ και κουκουλώνομαι από το κεφάλι. – LY-PO, LY-PO, I mutter and cower from the head.

ΛΥ-ΠΟ, γιατί έχω μυστικά από τη Μυρτώ. SORRY, because I have secrets from Myrto. ΛΥ-ΠΟ, γιατί στο σπίτι οι μεγάλοι τσακώνονται. SORRY, because at home the adults fight. ΛΥ-ΠΟ, γιατί ο Νίκος κρύβεται σ' ένα σκονισμένο καμαράκι. SORRY, because Nikos is hiding in a dusty archway. ΛΥ-ΠΟ, γιατί ο Αλέξης έρχεται πέντε μέρες τώρα στο σχολείο με δανεικά παπούτσια. SORRY, because Alexis has been coming to school for five days now with borrowed shoes.

Στις τριάντα Οχτωβρίου δεν είχαμε μαθήματα, γιατί είναι η γιορτή της «αποταμιεύσεως». On the thirtieth of October we had no classes, because it is the "savings" holiday. Ο παππούς ήτανε έξω φρένων. Grandpa was out of control.

– Δε φτάνουν, λέει, τόσοι άγιοι, που κάθε τόσο έχετε αργία, προστέθηκε τώρα και η αποταμίευση! - There are not enough, he says, so many saints, that every now and then you have a holiday, saving has now been added!

Θα γινότανε στο σχολείο γιορτή κείνη τη μέρα. There would be a celebration at school that day. Πριν μια βδομάδα, ο κύριος Καρανάσης μας έβγαλε ολόκληρο λόγο για την αποταμίευση. A week ago, Mr. Karanasis gave us a whole speech about saving. Δε θυμάμαι καθόλου τι είπε, γιατί παίζαμε με τον Αλέξη «ναυμαχίες» και μου βούλιαζε όλο τη ναυαρχίδα. I don't remember at all what he said, because Alexis and I were playing "navy battles" and he was all over my flagship. Αποταμίευση όμως θα πει να κρύβεις χρήματα. But saving means hiding money. Έπρεπε όλοι να γράψουμε έκθεση και τις καλύτερες θα τις διάβαζαν τη μέρα της γιορτής. We all had to write a report and the best ones would be read on the day of the celebration.

Δε περίμενα, φυσικά, να διαβαστεί η έκθεσή μου. I did not, of course, expect my report to be read. Η κυρία Ειρήνη μου βάζει πάντα άριστα στις εκθέσεις, μα τούτη τη φορά δεν μπορούσα να γράψω τίποτα. Mrs. Irini always gives me excellent grades in the exhibitions, but this time I couldn't write anything. Έβλεπα και τον Αλέξη, πλάι μου, που μουτζούρωνε και ξαναμουτζούρωνε το χαρτί του. I could also see Alexis, next to me, smudging and resmearing his paper. Τι να πεις για την αποταμίευση! How about saving! Πως θα παίρναμε, όμως, κουλούρι κι εγώ κι ο Αλέξης, δε το φανταζόμαστε. However, we cannot imagine how Alexis and I would get a bagel. Αυτές τις εκθέσεις τις βαθμολογούσε ο ίδιος ο κύριος Καρανάσης. These exhibitions were graded by Mr. Karanasis himself.

– Τι σας ήρθε και γράψατε τέτοια πράγματα, μας είπε στεναχωρεμένα η κυρία Ειρήνη, σαν μας επέστρεψε τα τετράδια. - What happened to you and you wrote such things, Mrs. Irini told us sadly, as she returned the notebooks to us. Δε με ρωτούσατε; You weren't asking me?

«Δι' ανόητους σκέψεις, άνευ περιεχομένου», έγραφε ο κύριος Καρανάσης με κόκκινο μολύβι κάτω από την έκθεσή μου. "For foolish thoughts, without content," Mr. Karanasis wrote in red pencil under my report. Και από του Αλέξη ακριβώς το ίδιο. And from Alexis exactly the same.

Ο Αλέξης είχε γράψει για ένα θείο του, πολύ πλούσιο, που όλο φύλαγε τα λεπτά του σε κάτι κουτιά. Alexis had written about an uncle of his, very rich, who always kept his coins in some boxes. Δεν ξόδευε πεντάρα, ντυνότανε κουρέλια και τέλος τα κρυμμένα λεπτά τα έφαγαν τα ποντίκια. He didn't spend a penny, he dressed in rags and finally the hidden minutes were eaten by mice. Εγώ έγραψα για ένα κοριτσάκι, που, όταν της έδιναν ν' αγοράσει σοκολάτες, εκείνο έκρυβε τα λεπτά και, σα μεγάλωσε, αρρώστησε κι οι γιατροί της είπαν να μην τρώει γλυκά. I wrote about a little girl who, when she was given chocolates to buy, she hid the minutes and, as she grew up, she got sick and the doctors told her not to eat sweets. Κι έτσι, ποτέ στη ζωή του δε δοκίμασε σοκολάτα. And so, he never tasted chocolate in his life.

Η Μυρτώ πήρε άριστα και στη γιορτή θα διαβάζανε την έκθεσή της. Myrto got excellent and at the celebration they would read her report. Ήτανε η καλύτερη σ' όλο το δημοτικό. She was the best in the whole elementary school.

– Αφού εσύ, της λέω, δεν κρύβεις ποτέ σου μια δεκάρα κι αγοράζεις πενάκια κι ένα σωρό τενεκεδάκια από την κυρα-Αγγελική, πως έγραψες ότι «ο άνθρωπος, αποταμιεύοντας, γίνεται χρήσιμος στον εαυτό του και την κοινωνία;» - Since you, I say to her, never hide a penny and buy pennies and a bunch of tins from Mrs. Angeliki, how did you write that "man, by saving, becomes useful to himself and to society?"

– Εγώ έγραψα, ό,τι μας είπε ο κύριος Καρανάσης, απάντησε εκείνη. - I wrote what Mr. Karanasis told us, she answered. Όχι σαν και σένα και τον Αλέξη, που γίνατε ρεζίλι σ' όλο το σχολείο. Not like you and Alexis, who became the school's badass.

– Ξέρεις τι είπε ο μπαμπάς μου; μου λέει ο Αλέξης, την άλλη μέρα. – Do you know what my dad said? Alexis tells me the other day. Πως, αν ήτανε κείνος στη θέση του κύριου Καρανάση, θα μας έβαζε άριστα. How, if he had been in Mr. Karanasis' place, he would have done us very well.

Το περίεργο είναι πως κι ο παππούς το ίδιο είπε. The strange thing is that the grandfather said the same thing.

– Αν είχαμε στο σπίτι μας έστω κι ένα φλιτζάνι του καφέ χωρίς σπασμένο χέρι, μου εμπιστεύεται ο Αλέξης, θα καλούσαμε τον παππού σου. – If we had even a cup of coffee in our house without a broken arm, Alexis confides in me, we would call your grandfather. Ο μπαμπάς μου θέλει πολύ να τον γνωρίσει. My dad really wants to meet him.

Εγώ τον έπεισα, πως τον παππού δεν τον νοιάζει καθόλου, μα καθόλου, γι' αυτά τα πράγματα και πως εκείνος έχει στο γραφείο του ένα χοντρό φλιτζάνι με σπασμένο χέρι και πίνει τον καφέ του. I convinced him that grandpa doesn't care at all, not at all, about these things and that he has a thick cup with a broken arm on his desk and drinks his coffee. Σε άλλο, λέει, δεν τον ευχαριστιέται. In another, he says, he is not happy with him.

– Θα μιλήσω τότε με τη μητέρα μου, λέει σοβαρά ο Αλέξης. – I will talk to my mother then, says Alexis seriously.

Δεν πρόλαβαν, όμως, να τον καλέσουν και γνωρίστηκαν στο μεταξύ αλλού ο παππούς κι ο πατέρας του Αλέξη. However, they did not have time to call him and in the meantime, his grandfather and father Alexis met elsewhere.

Η θάλασσα και ο ουρανός δεν ξεχώριζαν. The sea and the sky were indistinguishable. Είχαν γίνει σαν μια γκριζωπή κουρτίνα, που δεν ήξερες που άρχιζε και που τέλειωνε. They had become like a greyish curtain, which you did not know where it began and where it ended. Άσπρα μεγάλα κύματα πηδούσανε κι έσπαγαν στο λιμενοβραχίονα. Great white waves leaped and broke on the jetty.

– Δε θα 'ρθει η Άρτεμη σήμερα, λέω στη Μυρτώ, που κάθεται μαζί μου στην τζαμωτή και κοιτάμε το αφρισμένο πέλαγος. - Artemis won't come today, I say to Myrto, who is sitting with me on the glass window and we are looking at the foaming ocean.

– Ούτε κι ο Νώλης θα 'ρθει, συνέχισα και κοίταζα τη βροχή, που είχε κιόλας αρχίσει να χτυπάει στα τζάμια. - Not even Nolis will come, I continued and looked at the rain, which had already started hitting the windows. Σκέφτηκα πως ο Νίκος θα περίμενε άδικα το κουτί από τα τσιγάρα κι άθελά μου μου ξέφυγε δυνατά: I thought that Nikos would be unfairly waiting for the box of cigarettes and unintentionally it escaped me out loud:

– Κρίμα. - Pity.

– Τι κρίμα; ρωτάει η Μυρτώ. - What a shame; Myrto asks.

– Που δε θα 'ρθουν ο Νώλης κι η Άρτεμη. – Where Nolis and Artemis will not come.

– Εμένα δε με νοιάαααζει, τραγουδάει εκείνη. – I don't care, she sings. Τώρα, που θα γίνω φαλαγγίτισσα, θα κάνω παρέα μόνο με τα παιδιά της φάλαγγάς μας. Now that I'm going to be a phalanx, I'll only hang out with our phalanx kids. Ο κύριος Καρανάσης είπε, πως τώρα πιά φίλοι μας κι αδέλφια θα 'ναι οι άλλοι φαλαγγίτες. Mr. Karanasis said that now the other phalangites will be our friends and brothers.

– Και θα τους αγαπάς αυτούς - πως τους είπε; - τους φαλαγγίτες σου πιο πολύ από μένα; ανησύχησα εγώ. – And you will love them - how did he tell them? - your phalangites more than me? I worried.

– Μποοοοορείιιιι, τραγουδάει τώρα με κορόνες η Μυρτώ. – Boooooreiii, Myrto is now singing with crowns.

Η βροχή ξέσπασε πιά με δύναμη κι οι αστραπές έπεφταν και χάνονταν στη θάλασσα, που φούσκωσε πιότερο ακόμα κι άφρισε και δεν έμεινε τίποτα που να θυμίζει την ήρεμη, γαλάζια, καλοκαιριάτικη θαλασσίτσα του Λαμαγαριού. The rain broke out with force and the lightnings fell and disappeared into the sea, which swelled even more and foamed and there was nothing left to remind of the calm, blue, summer sea of Lamagari.

– Για δες, λέει η Μυρτώ. - Let's see, says Myrto. Κάποιος τρέχει, μέσα στη βροχή. Someone is running, in the rain.

Ένα παιδί κουκουλωμένο μ' ένα τσουβάλι έτρεχε πλατσουρώντας στα νερά προς την πόρτα του σπιτιού μας. Δεν μπορεί να 'τανε άλλος από το Νώλη. It can't be anyone else than Noli. Προτού ακούσιο ακόμα το κουδούνι να χτυπά, όρμησα στη σκάλα πηδώντας δύο δύο τα σκαλιά. Before the bell even rang involuntarily, I rushed up the stairs, jumping up the steps two by two. Η Σταματίνα του είχε κιόλας ανοίξει και σταυροκοπιότανε. His Stamatina had already opened and was crossing himself. Μα τι Νώλης ήτανε κείνος. But what a Nolis he was. Μουσκεμένος ως το κόκαλο. Soaked to the bone. Από παντού στάζανε νερά. Water was dripping from everywhere. Μονάχα τα παπούτσια του ήτανε ολόστεγνα, γιατί τα 'χε βγάλει, σ' όλο το δρόμο και τα 'χε κρύψει κάτω από τη μασχάλη του. Only his shoes were completely dry, because he had taken them off all the way and hid them under his armpit.

– Καλύτερα να μάθεις πιο λίγα γράμματα, μουρμουρίζει η Σταματίνα. – You'd better learn a few letters, mutters Stamatina. Ν' αρπάξεις καμιά πνευμονία, να τρελαθεί η μάνα σου, η κακομοίρα. Catch some pneumonia, let your mother go crazy, bad luck.

Τον πήρε στην κουζίνα κι έτρεξε να του φέρει τίποτα ρούχα ώσπου να του στεγνώσει τα δικά του. She took him to the kitchen and ran to get him some clothes until she dried his own.

– Κοίταξε, λέει ο Νώλης, σαν έφυγε η Σταματίνα. - Look, says Nolis, as if Stamatina is gone. Ούτε μια σταλιά δε βράχηκε. Not a drop got wet.

Και μου δείχνει το κουτί από τα τσιγάρα του Νίκου. And he shows me the box of Nikos's cigarettes.

Στο Νίκο πήγα μονάχα την άλλη μέρα, παρόλο που ο Νώλης επέμενε, πως πρέπει να του πάω τα τσιγάρα, όσο μπορώ πιο γρήγορα. I only went to Nikos the other day, even though Nolis insisted that I should take the cigarettes to him as soon as I could. Μα η βροχή δε σταματούσε και δεν μπορούσα να πω, πως πάω ν' αγοράσω τετρά δια με τέτοιον κατακλυσμό. But the rain didn't stop and I couldn't say, how am I going to buy four di with such a deluge. Την άλλη μέρα είχε λιακάδα, σαν να 'τανε άνοιξη. The other day it was sunny, like it was spring. Από το παράθυρο της τάξης μας κοίταζα τη θάλασσα, που ήτανε πάλι ολογάλανη κι οι βαρκούλες αρμένιζαν. From the window of our classroom I was looking at the sea, which was once again deep blue and the boats were sailing. Νόμιζα, πως όλοι θα 'πρεπε να 'χανε ξεχάσει τη χτεσινή μπόρα. I thought everyone must have forgotten about yesterday's rain. Ο Αλέξης όμως τη θυμότανε. But Alexis remembered her. Κουτούλαγε από τη νύστα πάνω στο θρανίο και δυο φορές τον έσπρωξα με τον αγκώνα μου, ενώ πήγαινε να τον πάρει ο ύπνος. He was rolling sleepily on the desk and twice I nudged him with my elbow as he went to sleep.

– Φταίει η χτεσινή βροχή, μου λέει στο διάλειμμα. – Yesterday's rain is to blame, he tells me during the break. Όλοι στο σπίτι δεν κλείσαμε μάτι, όλη τη νύχτα. Everyone in the house didn't blink an eye, the whole night. Το χολ και το μπρος δωμάτιο πλημμύρισαν νερά και τ' αδειάζαμε με τους κουβάδες. The hall and the front room were flooded with water and we were emptying them with buckets.

Και πάλι συλλογίστηκα, πως δε θα γίνω συγγραφέας, να μένω σ' ένα σπίτι δέκα σκαλιά κάτω από τη γη. Again I reasoned that I would not become a writer, living in a house ten steps underground.

Μόλις σχολάσαμε έτρεξα για τετράδια, στο ψιλικατζίδικο της κυρίας Αγγελικής. As soon as we finished school, I ran to Mrs. Angeliki's convenience store for notebooks. Μπήκα στο καμαράκι και κατατρόμαξα. I entered the archway and was horrified. Καθόταν ένας άντρας, μ' ένα παχύ παχύ μουστάκι, σαν βούρτσα. There sat a man, with a thick bushy moustache, like a brush.

– Πολύ ευχάριστο, που δε με γνώρισες, γέλασε εκείνος και γνώρισα τη φωνή του Νίκου. – Very pleasant, that you didn't meet me, he laughed and I met Nikos's voice.

– Γιατί μασκαρεύτηκες έτσι; απόρησα. – Why did you dress up like that? I asked.

– Τι; δε μου πάει; αστειεύτηκε. - What; I don't like it? he joked.

Δεν μπορούσα να τον συνηθίσω και μου φαινόταν σαν ξένος. I couldn't get used to him and he seemed like a stranger to me.

Του 'δωσα το κουτί από τα τσιγάρα, εκείνος πήρε ένα χαρτάκι από μέσα, το διάβασε κι ύστερα το 'σκισε, μικρά κομματάκια, άναψε ένα σπίρτο και το 'καψε. I gave him the cigarette box, he took a piece of paper from inside, read it and then tore it into small pieces, lit a match and burned it. Όταν του είπα, πως ο Νώλης το 'φερε μέσα στον κατακλυσμό τον είδα που στεναχωρέθηκε. When I told him that Nolis brought it in the flood, I saw him saddened.

– Θέλεις να σου χαρίσω ένα κλουβί μ' ένα καναρίνι; άλλαξε ξαφνικά κουβέντα. – Do you want me to give you a cage with a canary? he suddenly changed the subject. Η κυρα-Αγγελική λέει, πως σ' αρέσουν. Mrs. Angeliki says, you like them.

- Και τι θα πω στο σπίτι; - And what will I say at home?

– Μπορείς να πεις, πως σου 'πεσε στο λότο. - You can say that you won the lottery.

– Αυτό δεν είναι ψέμα; ρωτώ κι η καρδιά μου χτυπά δυνατά δυνατά, γιατί πολύ το 'θελα το κλουβί με το καναρίνι. – Isn't that a lie? I ask and my heart is pounding, because I really wanted the canary cage. Όμως πάλι, τις σοκολάτες με τους λότους τις παίρναμε πάντα μαζί με τη Μυρτώ και μαζί τις ανοίγαμε και θα μου 'λεγε πως έκανα ζαβολιά. But then again, Myrto and I always took the chocolates with the lotuses together and we would open them together and she would tell me that I was doing something stupid.

– Είναι ψέμα, έχεις δίκιο, λέει ο Νίκος, και μου φάνηκε σαν να λυπήθηκε, που δεν μπορούσε να μου χαρίσει το καναρίνι, - It's a lie, you're right, says Nikos, and it seemed to me that he was sorry, that he couldn't give me the canary,

Δε μ' άφηνε να φύγω. He wouldn't let me go. Ήθελε να μάθει καθετί που γίνεται στο σπίτι και στο σχολείο. He wanted to know everything that was going on at home and at school. Κι όταν του είπα, πως η Μυρτώ θα γίνει φαλαγγίτισσα, στις τέσσερις Νοεμβρίου, που θα είναι μεγάλη γιορτή στο σχολείο, γιατί κλείνουν τρεις μήνες, που έγινε δικτατορία, εκείνος δε θύμωσε με τη Μυρτώ. And when I told him that Myrto would become a phalangite on the fourth of November, which would be a big celebration at school, because it's been three months since the dictatorship, he didn't get angry with Myrto. Κι όπως τότε, που θέλαμε να θάψουμε την Πιπίτσα, τα 'βαλε με μας, τώρα τα 'βαλε με τον κύριο Καρανάση, που ενώ κανένα σχολείο δε σχημάτισε ακόμα φάλαγγα, γιατί δεν πήγαιναν τα παιδιά, εκείνος ήθελε με το ζόρι να τη φτιάξει πρώτος. And just like then, when we wanted to bury Pipitsa, mess with us, now mess with Mr. Karanasis, who while no school has yet formed a phalanx, because the children didn't go, he wanted by force to make it first .

Που τα 'ξερε όλα ο Νίκος, κλεισμένος στο καμαράκι με τα κλουβιά; How did Nikos know everything, locked in the archway with the cages?

– Έρχεται το καπλάνι και μου τα λέει όλα, εξήγησε, σαν είδε την απορία μου. – The chaplain comes and tells me everything, he explained, as if he saw my question.

Γύρισα στο σπίτι με τα τσιγάρα πάλι στην τσέπη. I came home with the cigarettes back in my pocket. Πολύ μ' άρεσε να περπατώ μόνη μου, στα στενά δρομάκια της χώρας. I really liked walking alone, in the narrow streets of the country. Είναι τόσο στενά, που σαν απλώσεις τα δυό σου χέρια λίγο ακόμα και θ' αγγίξεις τα σπίτια απ' τη μια ως την άλλη μεριά! They are so narrow, that if you stretch out your two hands a little more, you will touch the houses from one side to the other! Κάτω, είναι στρωμένα με πλάκες αλλού τετράγωνες κι αλλού μακρουλές. Below, they are laid with slabs, sometimes square and sometimes long. Η Πιπίτσα λέει, πως δεν κάνει να πατούμε στις γραμμές που χωρίζουν τις πλάκες, γιατί θα παντρευτούμε Αράπη, σα μεγαλώσουμε. Pipitsa says that she doesn't want us to step on the lines that divide the plates, because we will marry an Arab when we grow up. Σαχλαμάρες, βέβαια, μα μένα μ' αρέσει να πατώ στις μύτες, από πέτρα σε πέτρα, χωρίς ν' αγγίξω τις γραμμές και να λέω μια ευχή από μέσα μου. Checkers, of course, but I like to step on the toes, from stone to stone, without touching the lines and say a wish from within.

– Ας γίνει να πάμε το καλοκαίρι στο Λαμαγάρι, με το Νίκο! – Let's go to Lamagari in the summer, with Niko! είπα σήμερα από μέσα μου κι έφτασα στο σπίτι χωρίς ν' αγγίξω ούτε μια γραμμή. I said today to myself and arrived home without touching a single line.