×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ζέη, Άλκη - Το καπλάνι της βιτρίνας, 10. Σκότωσαν το καπλάνι...

10. Σκότωσαν το καπλάνι...

Κάνει τόσες πολλές βροχές, που ο Νώλης κι η Άρτεμη δεν μπορούν να 'ρθουν στη χώρα. Η Άρτεμη καλά, μα ο Νώλης δε φοβάται κι αν είχε κανένα κουτί τσιγάρα να φέρει, είμαι σίγουρη, πως και με τον κατακλυσμό θα 'φτανε. Γιατί, όμως, άραγε δε φέρνει και γιατί ο Νίκος σε στέλνει μήνυμα; Εγώ, όλο και πετιέμαι στο ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής να πάρω κάτι και κάθε φορά λέω, πως θα μου πει: «Θέλεις να δεις ένα παράξενο πουλί;».

Εκείνη όμως σωπαίνει. Σωπαίνει κι η Σταματίνα, σωπαίνει και το καπλάνι, Τότε πίστεψα πιά, πως έφυγε ο Νίκος.

– Αλήθεια, που να 'ναι ο Νίκος; με ρώτησε στα ξαφνικά η Μυρτώ, μια βαρετή Κυριακή, που χαζεύαμε πάλι τις σταγόνες της βροχής στα τζάμια.

Την κοίταξα παραξενεμένη, γιατί νόμιζα πως πίστευε, πως από καιρό έχει φύγει ο Νίκος.

– Στην Αθήνα είναι, που ήθελες να 'ναι;... της λέω.

– Ο κύριος Καρανάσης κι ο αρχηγός μας λένε, πως είναι στη χώρα, κάνει με εμπιστευτικό ύφος η Μυρτώ. Και με ρώτησε, μάλιστα, αν έχει πυκνό μουστάκι - σα βούρτσα. Του είπα πως δεν έχει μουστάκι και πως θα 'φυγε, γιατί, από τότε που πήγαμε σχολείο, δε μας ξανάστειλε μήνυμα με το καπλάνι.

– Μαρτύρησες το καπλάνι; τρόμαξα εγώ.

Η Μυρτώ σηκώθηκε όρθια σαν κοκοράκι, έτοιμο για καβγά.

– Δε μαρτύρησα, κυρά μου. Ο αρχηγός μας πρέπει να ξέρει τι γίνεται στα σπίτια μας κι εγώ πρέπει να του λέω τι κάνεις εσύ, η Σταματίνα, ο παππούς...

– Ο παππούς χίλιες φορές μας λέει το ρητό: «τα εν οίκω, μη εν δήμω». Ό,τι γίνεται σπίτι, να μην το λέμε έξω! φώναξα εγώ, μην κρατώντας τα δάκρυά μου. Θα τα πω όλα στον παππού και στη μαμά και στον μπαμπά!

– Είσαι μαρτυριάρα! τσιρίζει εκείνη.

– Εγώ μαρτυριάρα η εσύ που λες τα μυστικά του Νίκου και μπορούν και κακό να του κάνουν;

– Εσύ, εσύ, πεισμώνει εκείνη, - που θα τα πεις στον παππού! Εγώ τα λέω μόνο στον αρχηγό μου. Γιατί είμαι φαλαγγίτισσα...

Το βράδυ αναστατώθηκε όλο το σπίτι. Ο παππούς έτρεμε από το θυμό.

– Ακούς εκεί, λέει, να βάζουν τα παιδιά να κατασκοπεύουν τα σπίτια τους!

Ο μπαμπάς: Τι να 'κανα, τι να 'κανα; Θα μ' έδιωχναν από τη δουλειά!

Η μαμά: (Κλαίει πάλι και δε λέει τίποτα).

Η θεία Δέσποινα: Δε βλέπω τίποτα το τραγικό.

Η Σταματίνα: Πάει, του 'καναν μάγια του παιδιού μας!

Σαν έμαθε, όμως, η Σταματίνα, πως η Μυρτώ μίλησε για το γράμμα που έστειλε το καπλάνι, χλόμιασε. Τυλίχτηκε στο σάλι της και λέει στη μαμά:

– Ετοιμάστε σεις το βραδινό, κυρία, εγώ πρέπει να πάω στην κουμπάρα μου, που είναι άρρωστη.

Βγήκε στο δρόμο κι ας έπεφτε η βροχή με τα τουλούμια.

Την άλλη μέρα το πρωί, ο μπαμπάς μόλις είχε φύγει για τη δουλειά του κι εμείς ετοιμαζόμασταν για το σχολείο, όταν βρόντηξαν την πόρτα μας δυνατά. Άνοιξε η Σταματίνα και το σπίτι μας το γέμισαν χωροφύλακες. Δείξανε ένα χαρτί στον παππού κι εκείνος τους είπε:

– Ψάξτε όσο θέλετε, μονάχα που θα πάει χαμένος ο κόπος σας, γιατί ο έγγονός μου έφυγε από το καλοκαίρι.

Εκείνοι δε θέλαν πουθενά να κοιτάξουν μονάχα στη μεγάλη σάλα και ζήτησαν το κλειδί από τη βιτρίνα. Η θεία Δέσποινα του το 'δωσε, έκανε να μπει στη σάλα, ν' ανοίξει τη βιτρίνα, μα κείνοι της πήραν το κλειδί από τα χέρια.

– Θα ψάξουμε μόνοι μας, είπανε.

Η ώρα για το σχολείο είχε περάσει και κανείς δε θυμήθηκε να μας πει, πως έπρεπε να φύγουμε. Μόνο η Μυρτώ κοίταξε μια στιγμή το ρολόι.

– Πω πω! αργήσαμε. Πάμε Μέλια, μου λέει κι έκανε να πάρει την τσάντα της.

– Σήμερα δεν έχει σχολείο, λέει ο παππούς, με τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση.

– Θα με περιμένει ο αρχηγός μου, μετά το μάθημα, γκρινιάζει η Μυρτώ.

– Α ς περιμένει! θυμώνει για τα καλά ο παππούς.

– Να πω, λοιπόν, πως δε μ' άφησες να πάω;

– Πες το!

Καλά λέει η Σταματίνα πως έκαναν μάγια της Μυρτώς! Να μιλάει έτσι στον παππού;

Οι χωροφύλακες δε λέγανε να βγούνε από τη σάλα κι η Σταματίνα πήγε και τους βρόντηξε την πόρτα.

– Αν τα κάνετε όλα άνω κάτω, θα σας βάλω να τα συγυρίσετε, τους φώναξε.

Εκείνοι ανοίξανε και βγήκανε μουτρωμένοι. Η Σταματίνα συνέχιζε να τους πειράζει νευριασμένα.

– Μέσα στο ρολόι να ψάξετε. Μπορεί εκεί να χώθηκε αυτός που ζητάτε!

Οι χωροφύλακες φύγανε. Η Σταματίνα άνοιξε την πόρτα της σάλας, κοίταξε μέσα κι έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι της.

– Χριστέ και Παναγιά! Χριστέ και Παναγιά! μουρμούρισε.

Πήγα κοντά της και πέτρωσα μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Κατάχαμα, στη μέση της σάλας, ήτανε ξαπλωμένο ανάσκελα το καπλάνι, Η κοιλιά του ήτανε ανοιγμένη και το πάτωμα είχε γεμίσει με άχερα.

– Το σκότωσαν, Σταματίνα! ξεφώνισα και με πιάσαν τα κλάματα.

Πήγα κοντά του, σήκωσα το κεφάλι του: εκεί που ήτανε το γαλάζιο μάτι του, έχασκε μια τρύπα! Πάνε πιά όλα! Δε θα μου ξαναφέρει μήνυμα από το Νίκο.

Κι εκείνος δε θα μπορεί πιά, τα καλοκαίρια στο Λαμαγάρι, να μας λέει τις ιστορίες του καπλανιού!

– Έτσι κι αλλιώς ήτανε πάντα ψόφιο. Μονάχα εμείς πιστεύαμε τις κουτές ιστορίες του.

Ήταν η Μυρτώ που τα 'λεγε αυτά κι είχε έρθει να σταθεί από πάνω μου. Γύρισα και την κοίταξα. Όχι, δεν ήτανε αυτή η αδελφούλα μου! Ήτανε ένα ξένο κορίτσι, που το 'χα δει στη γιορτή του σχολείου, να στέκεται πάλι στον κλέφτη τον Κόσκορη και να χαιρετάει φασιστικά.

Τώρα σ' όλη τη χώρα ψάχνουν τον άνθρωπο με το μουστάκι σαν βούρτσα, που λένε, πως μοιάζει του Νίκου. Κάθε μέρα που γυρίζει η Σταματίνα από τα ψώνια, πριν προφτάσει ν' ακουμπήσει καλά καλά το δίχτυ, μας λέει τα νέα.

– Σήμερα ψάξανε στην πέρα γειτονιά... Σήμερα ψάξανε στις εκκλησιές ως και μέσα στο ιερό ακόμα.

Εγώ έτρεμα κάθε φορά, μην ακούσω να πει, πως ψάχνουνε τα ψιλικατζίδικα και τα μικρά καμαράκια με τα κλουβιά. Πέρασε έτσι κάμποσος καιρός και σαν να ξεχάστηκαν όλα και να μη νοιαζότανε πιά κανείς για τον άνθρωπο με το παχύ μουστάκι σαν βούρτσα. Πίστεψαν, πως αλήθεια είχε φύγει από τη χώρα, έτσι έλεγε η Σταματίνα. Όλα έμοιαζαν να ησύχασαν, μονάχα στη σάλα μέσα στη βιτρίνα του καπλανιού ήτανε τώρα συγυρισμένα τα καλά πιατάκια της θείας Δέσποινας, με τα παράξενα πουλιά.

– Που πήγε το καπλάνι; ρωτούσα τη Σταματίνα, μα κείνη δεν ήξερε κι η θεία Δέσποινα ούτε ήθελε πιά να γίνεται λόγος γι' αυτό. Στο σπίτι κανείς δε μιλούσε για το Νίκο και για το καπλάνι. Πρώτα ήτανε αλλιώς, γιατί είχα τη Μυρτώ να κουβεντιάζουμε, μα τώρα εκείνη μόνο για τη φάλλαγγά της νοιάζεται, που δεν έγινε βέβαια ακόμα φάλαγγα, γιατί οι φαλλαγγίτες του σχολείου μας μείνανε έξι, όπως στην αρχή.

– Σε λίγο θα γίνετε όλοι! μας φοβέριζε ο κύριος Καρανάσης, θα γίνει υποχρεωτικό.

Μια μέρα ο Αλέξης δεν ήρθε πάλι σχολείο κι αναρωτιόμουνα μήπως πάθανε τίποτα τα «βασανάκια» της Μυρτώς. Από μέρες, τώρα, είχανε κάνει κάτι στρογγυλές τρύπες στις σόλες κι ο Αλέξης τις γέμιζε με στυπόχαρτο και εφημερίδα, να μην περνούνε τα νερά. Άρρωστος δεν μπορεί να 'τανε, γιατί χτες τ' απόγευμα, που ήρθε ο μπαμπάς του να δει τον παππού, έφερε και τον Αλέξη μαζί. Από τότε που άρχισε να έρχεται ο μπαμπάς του Αλέξη στο σπίτι, ο παππούς παράγγελνε και του πήγαιναν ένα αναμμένο μαγκάλι στο γραφείο του. Δεν ήτανε μεγάλο, σαν της θείας Δέσποινας, ούτε είχε μπρούτζινο πουλί στο σκέπασμά του, έδινε όμως μια γλυκιά ζέστη σ' όλο το δωμάτιο. Μέσα στη στάχτη σιγόβραζε ένα κατσαρολάκι με νερό και φύλλα ευκαλύπτου, που μοσχομύριζαν. Καθίσαμε λοιπόν και μείς μαζί τους, γιατί ήθελα να δείξω του Αλέξη ένα βιβλίο του παππού με ζωγραφιές από την Ιλιάδα. Το βιβλίο ήτανε στα πάνω πάνω ράφια κι εμείς, όπως ανεβήκαμε στη σκαλίτσα να το βρούμε, καθίσαμε στο τελευταίο σκαλοπάτι, να το ξεφυλλίσουμε. Εγώ το 'χα δει πολλές φορές, γι' αυτό έριχνα μόνο μια ματιά και περίμενα να το κοιτάξει καλά ο Αλέξης και να γυρίσει τη σελίδα. Μια στιγμή, κοίταξα κάτω και μου φάνηκε αλλιώτικο το γραφείο του παππού από ψηλά. Έβλεπα του παππού τη φαλάκρα που γυάλιζε και πλάι της τα μαύρα μαύρα μαλλιά του μπαμπά του Αλέξη. Μιλούσαν ήρεμα και σιγανά. Μα, πιο πολύ, ο παππούς ρωτούσε κι ο μπαμπάς του Αλέξη διηγιότανε.

– Για κοίταξε τον Έχτορα, πως τον σέρνει νεκρό πίσω από το άρμα του ο Αχιλλέας, είπε ο Αλέξης και μου 'δειξε τη φωτογραφία.

– Εγώ είμαι με τον Έχτορα, συνέχισε. Εσύ, Μέλια;

– Με τον Αχιλλέα βέβαια, αφού είναι Έλληνας.

– Και τι σημασία έχει; Οι Έλληνες φερθήκανε μπαμπέσικα στους Τρώες.

– Είσαι, λοιπόν, με τους εχθρούς της Ελλάδας;

- Με ποιους εχθρούς είναι ο Αλέξης; σήκωσε ο μπαμπάς του το κεφάλι να μας δει,

– Με τους Τρώες, απάντησα εγώ. Και λέει, πως οι Έλληνες είχανε άδικο.

Ο παππούς κι ο μπαμπάς του Αλέξη γελάσανε.

– Είχανε άδικο οι Έλληνες, γιατί πήγανε να καταχτήσουνε ξένη γη, λέει ο μπαμπάς του.

– Κι εμείς, που είμαστε Έλληνες, μπορούμε να συμφωνάμε με τον εχθρό; απόρησα για τα καλά εγώ.

Τότε ο μπαμπάς του Αλέξη είπε τα πιο παράξενα πράγματα. Αν, λέει, οι Έλληνες θελήσουνε να καταχτήσουνε ξένη γη και κάνουνε πόλεμο, εμείς πρέπει να υπερασπίσουμε αυτό το ξένο κράτος και να μην αφήσουμε να το σκλαβώσουν.

– Μπερδεμένα σου φαίνονται ε, Μέλια; Δεν πειράζει, θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις πιότερο.

Κοίταζα στη ζωγραφιά τον Έχτορα, που αποχαιρετάει τη γυναίκα του και το παιδί του κι ύστερα τον είδα σκοτωμένο, δεμένο πίσω από το άρμα του Αχιλλέα...

– Πολύ μπερδεμένα, απάντησα και γέλασαν όλοι!

Για να ξανάρθω στον Αλέξη, που έλεγα, πως δεν είχε έρθει μια μέρα σχολείο. Μόλις σχολάσαμε έτρεξα στο σπίτι του. Παράξενο, η ξώπορτα ήτανε ανοιχτή.

– Αλέξη, Αλέξη! φώναξα.

Κανείς δεν απάντησε. Μπήκα μέσα στο σπίτι, κοίταξα στα δωμάτια, κανείς. Βρήκα τον Αλέξη στην κουζίνα. Είχε στουπώσει κομμάτια ψωμί σ' ένα φλιτζάνι γάλα και τα 'τρωγε αργά αργά, με το κουταλάκι. Ούτε πρόσεξε, πως στεκόμουνα στην πόρτα.

– Είσαι άρρωστος; ρώτησα.

Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του ξαφνιασμένα.

- Σχολάσατε; είπε μόνο.

– Τι έχεις, Αλέξη;

– Πιάσανε τον μπαμπά μου, Μέλια,... οι χωροφύλακες. Τον σήκωσαν τη νύχτα από το κρεβάτι. Τον πήρανε με τις πιτζάμες. Η μαμά έφυγε να μάθει που τον πήγανε. Δεν ήθελε να με πάρει μαζί.

Στεκόμουνα ακίνητη στην πόρτα κι ένιωθα σαν να βουλιάζει, να βουλιάζει η καρδιά μου σε μια μεγάλη λύπη... Η κουζίνα του Αλέξη ήτανε υγρή και σκοτεινή, ο νεροχύτης σπασμένος κι ο Αλέξης έπινε γάλα με ψωμί σ' ένα φλιτζάνι χωρίς χέρι. Ο παππούς έλεγε, πως ο μπαμπάς του Αλέξη έγραφε πολύ πολύ όμορφα και σοφά βιβλία. Γιατί λοιπόν να τον πάρουνε, σαν κλέφτη, οι χωροφύλακες από το σπίτι του; Θυμάμαι, πέρυσι, όταν παίρνανε τον μπαμπά του Οδυσσέα, που έτρεχαν ξοπίσω του η γυναίκα του, η γριά γιαγιά και τα παιδιά του και σκλήριζαν όλοι μαζί. Μα κείνος ψάρευε με δυναμίτη, που απαγορευότανε. Ο μπαμπάς του Αλέξη δεν έκανε τίποτα κακό, ούτε δούλευε καν, μόνο έγραφε βιβλία.

Όχι, ποτέ, μα ποτέ δε θα γίνω συγγραφέας κι ας μη γράψω ποτέ τις χαρούμενες και λυπητερές ιστορίες που σκέφτομαι! Θα 'ναι φριχτό να σε σηκώνουν νύχτα από το κρεβάτι σου, με τις πιτζάμες, να σε σέρνουν στο δρόμο κι οι πιτζάμες να είναι ριγωτές γκρι και κόκκινες, με μεγάλα γκρίζα μπαλώματα στο παντελόνι και στους αγκώνες, όπως του μπαμπά του Αλέξη.

– Τι θα του κάνουνε, Μέλια; έκανε ξαφνικά ο Αλέξης και ένιωσα πως ήτανε έτοιμος να κλάψει.

– Πάμε να ρωτήσουμε τον παππού.

Τρεις μέρες δεν ήρθε ο Αλέξης στο σχολείο. Πήγαινε με τη μαμά του στη φυλακή κι όλο περίμενε, πως θα τον αφήσουνε να δει τον μπαμπά του. Μα τον μπαμπά του τον στείλανε εξορία, σε άλλο, μακρινό νησί και δεν άφησαν κανένα να τον δει. Την τέταρτη μέρα ο Αλέξης παρουσιάστηκε ξαφνικά στην τάξη και σαν τον ρώτησε η κυρία Ειρήνη αν ήταν άρρωστος, είπε: Όχι! τόσο απότομα, που εκείνη δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο. Μόλις άρχισε το μάθημα, μπήκε στην τάξη ο κύριος Καρανάσης.

– Παιδιά προδοτών δεν μπορούν να σπουδάσουν με τα παιδιά των καλών οικογενειών, είπε μονάχα.

Εμείς δεν καταλάβαμε τι ήθελε να πει. Τότε βλέπω τον Αλέξη να μαζεύει στη σάκα του τα βιβλία του και να πηγαίνει αμίλητος προς την πόρτα.

– Αντίο, παιδί μου, του φώναξε η κυρία Ειρήνη, ενώ εκείνος είχε βγει σχεδόν από την τάξη.

Ο κύριος Καρανάσης γύρισε και την κοίταξε με τέτοιο κακό βλέμμα, που την έκανε να κοκκινίσει. Ύστερα βγήκε και κείνος και βρόντηξε πίσω του την πόρτα.

– Γιατί έφυγε ο Αλέξης; ρωτήσαμε όλοι.

– Δεν ξέρω, απάντησε η κυρία Ειρήνη και πήρε την κιμωλία να μας γράψει το μάθημα στον πίνακα.

– Και τώρα τι θα γίνει, παππού;

– Τι θα γίνει, Μέλισσα;

– Πως θα τελειώσει η ιστορία;

– Ποια ιστορία;

– Να, ο μπαμπάς του Αλέξη είναι εξορία, ο Αλέξης έφυγε από το σχολείο, της Μυρτώς της έκαναν μάγια, που λέει και η Σταματίνα, ο Νίκος ούτε μας γράφει... Πως θα τελειώσει η ιστορία, παππού;

– Δεν ξέρω, παιδί μου, αληθινά δεν ξέρω.

Πρώτη φορά ρωτούσα κάτι τον παππού κι έλεγε: δεν ξέρω. Και το έλεγε έτσι, σαν να λυπότανε πολύ που δεν ήξερε.

Ήρθε κι η Κυριακή, βαρετή όσο ποτέ. Ήθελα να πάω στον Αλέξη, μα δε μ' άφηνε ο μπαμπάς. Καλύτερα, λέει, να 'ρχεται κείνος σε μας. Μα ο Αλέξης δεν ήθελε ν' αφήσει τη μαμά του μόνη κι εκείνη ποτέ δεν έρχεται στο σπίτι μας. Θαρρώ, ντρέπεται να πάει επίσκεψη, με κείνο το μπλε, ξεθιοριασμένο φουστάνι.

Κάθισα στην τζαμωτή και συλλογιόμουνα τι καλά ήτανε πέρυσι το χειμώνα τις βαρετές Κυριακές, που ήμασταν μαζί, να βαριόμαστε με τη Μυρτώ και παίζαμε τον «παππού ζητιάνο» και μετρούσαμε τις σταγόνες που κυλούσαν στα τζάμια. Τώρα, η Μυρτώ πάει κάθε Κυριακή απόγευμα στη φάλαγγά της. Αν κάνει καμιά φορά πως δεν την αφήνει ο μπαμπάς, ο αρχηγός της το λέει στον κύριο Καρανάση, εκείνος στο διευθυντή του μπαμπά, που τον καλεί να του πει πάλι, ότι θα έχει συνέπειες. Περίμενα, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι, να δω τη Μυρτώ να φανεί. Σκοτείνιασε, άρχισαν ένα ένα ν' ανάβουν τα φώτα της προκυμαίας κι εκείνη ακόμα...

– Καλέ, δε φάνηκε το παιδί μας; ρώτησε η Σταματίνα, που ήρθε και στάθηκε πλάι μου, να κοιτάζει στο δρόμο.

– Άργησε πολύ! ανησύχησα για τα καλά εγώ.

Ο παππούς, σαν του το 'παμε, βγήκε να πάει στο σχολείο, να δει τι γίνεται, γιατί ο κύριος Καρανάσης άφηνε μια τάξη ανοιχτή να μαζεύονται οι φαλαγγίτες τις Κυριακές.

– Το σχολείο είναι θεόκλειστο, είπε ο παππούς σα γύρισε, ψυχή.

Σε λίγο, ξανάβαλε το καπέλο του και πήγε να ψάξει στους δρόμους.

– Το 'λεγα γω, το 'λεγα γω! έσμιγε απελπισμένα τα χέρια της η Σταματίνα. Θα πάθουμε καμιά συμφορά, μ' αυτούς τους αλήτες, που 'ναι σ' αυτή τη βρωμοφάλαγγα.

Ο παππούς ξαναγύρισε, ήρθαν η μαμά κι ο μπαμπάς απέξω, γύρισε κι η θεία Δέσποινα από τις επισκέψεις της, μα η Μυρτώ πουθενά. Ανησύχησαν τότε όλοι παρά πολύ και καθένας πρότεινε και κάτι άλλο να κάνουμε

– Να πάμε να ρωτήσουμε στο σπίτι του Κόσκορη, είπα τότε εγώ. Κάθεται κοντά στο σχολείο.

– Ποιος είναι αυτός; ρώτησε ο παππούς.

– Ένα παιδί που κλέβει γομολάστιχες και είναι φαλαγγίτης, μαζί με τη Μυρτώ.

– Λες ανοησίες, Μέλια, μάλωσε η θεία Δέσποινα.

– Πήγαινε βάλε το παλτό σου και θα πάμε μαζί, είπε ο παππούς.

Ανέβηκα τρεχάλα στο δωμάτιό μας να φορέσω το παλτό μου. Καθώς άνοιξα την πόρτα, άκουσα δυνατά κλάματα. Μπρούμυτα, απάνω στο κρεβάτι της, ήτανε πεσμένη με τα παπούτσια η Μυρτώ!

- Μυρτώ, Μυρτούλα, τι έχεις; ξεφώνισα κι έτρεξα κοντά της.

Εκείνη δεν απαντούσε, μονάχα έκλαιγε ακόμα πιο δυνατά. Τα 'χασα.

– Έλα λοιπόν, Μέλια! ακούστηκε η φωνή του παππού από κάτω.

Έτρεξα στη σκάλα και χωρίς να κατέβω τους φώναξα όλους απάνω. Ήρθαν όλοι τρεχάτοι στην κάμαρά μας, και ρωτούσανε πάλι όλοι μαζί. Κάθε φορά, σα γίνεται κάτι, οι μεγάλοι ρωτάνε όλοι μαζί και σαστίζουνε χειρότερα.

– Τι έπαθες;

– Γιατί άργησες;

– Πως μπήκες μέσα στο σπίτι, χωρίς να σε πάρουμε είδηση;

– Που είχες πάει;

– Με ποιους ήσουνα;

– Η πίσω πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, λέει μια στιγμή η Σταματίνα.

Όλοι σωπάσανε. Γιατί, άραγε, να μπει η Μυρτώ στο σπίτι από την πίσω πόρτα, σαν τον κλέφτη; Τότε μίλησε ο παππούς:

– Φέρε της ένα ζεστό, Σταματίνα, κι ας την αφήσουμε να κοιμηθεί. Μια φορά, τώρα είναι σπίτι και γερή κι αυτό είναι το σπουδαιότερο.

– Θέλεις να καθίσω κοντά σου τη νύχτα; ρωτά η μαμά!

Η Μυρτώ όμως ούτε κουνάει, ούτε λέει λέξη, μόνο κλαίει, κλαίει. Ο παππούς έγνεψε σ' όλους να βγούνε από το δωμάτιο και μου λέει σιγανά:

– Ίσως μιλήσει σε σένα. Αν χρειαστεί, φώναξέ μας. Κανένας δε θα κοιμηθεί.

Και σαν μείναμε μόνες στην κάμαρα, πάλι δε μου είπε τίποτα η Μυρτώ. Ούτε την άλλη μέρα. Δεν έκλαιγε πιά, μόνο καθότανε στο κρεβάτι της και κοίταγε το ταβάνι. Ούτε εγώ πήγα στο σχολείο, γιατί δεν κοιμήθηκα σχεδόν τη νύχτα και το πρωί η μαμά μ' έβαλε να κοιμηθώ. Μόλις άνοιγα για μια στιγμή τα μάτια, έβλεπα τη Μυρτώ να κάθεται ακίνητη στο κρεβάτι της και να πηγαινοέρχονται όλοι στο δωμάτιο στις μύτες των ποδιών. Ο παππούς πήγε στο σχολείο, μήπως μάθει τι έγινε. Ρώτησε τον κ. Καρανάση, ρώτησε τους άλλους φαλαγγίτες, μα όλοι λέγανε πως δε συνέβηκε απολύτως τίποτα. Ξεχάστηκαν λίγο παραπάνω και δεν πήραν είδηση πως πέρασε η ώρα.

– Είναι όλοι τους ψεύτες, είπε ο παππούς όλο θυμό, σα γύρισε. Λένε πως δεν κούνησαν απ' το σχολείο, ενώ εγώ, σαν πήγα, ήτανε θεόκλειστα όλα.

Η Μυρτώ κοιμάται, κοιμάται με τις ώρες. Ήρθε ο γιατρός και της έκανε ένεση. Σα νύχτωσε, η Σταματίνα τους έδιωξε όλους να κοιμηθούνε και είπε, πως θα ξενυχτήσει κείνη, πλάι στη Μυρτώ. Πήρε μια καρέκλα κάθισε πλάι της και άναψε ένα μικρό λαμπάκι.

– Τι λες να 'παθε η Μυρτώ, Σταματίνα; Μήπως την μάγεψαν στ' αλήθεια; ρώτησα σιγανά.

– Κοιμήσου, λέει εκείνη, κι αύριο, να δεις, όλα θα περάσουν.

– ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, είπα στον εαυτό μου και κουκουλώθηκα, από το κεφάλι, με τα σκεπάσματα.

Ύστερα, δεν κατάλαβα αν ξύπνησα η αν έβλεπα όνειρο. Μα, βέβαια, όνειρο ήτανε: Πού βρέθηκε μέσα στο δωμάτιό μας ο Νίκος, να κάθεται πλάι στο κρεβάτι της Μυρτώς! Όμως, τον έβλεπα ολοκάθαρα. Η μικρή λαμπίτσα φώτιζε την κάμαρα κι απάνω στο ταβάνι ζωγραφιζόταν τεράστια η σκιά του. Ήταν ο Νίκος, μόνο το πυκνό μουστάκι σαν βούρτσα δεν το 'χε πιά. Δεν μπορεί να 'ναι όνειρο! Άκουγα ψιθυριστή, μα ξεκάθαρη τη φωνή του.

– Και τώρα κοιμήσου, έλεγε της Μυρτώς. Ήτανε ένα κακό όνειρο που πέρασε. Είδες που σ' το υποσχέθηκα και ήρθα;

Είναι όνειρο λοιπόν; Σε ποιόν υποσχέθηκε να 'ρθει ο Νίκος; Στη Μυρτώ; Αφού είχε να τη δει από τότε που έφυγε από το Λαμαγάρι.

Έκανα μια προσπάθεια ν' ανοίξω τα βλέφαρά μου, που έπεφταν βαριά από τον ύπνο. Τέλος, το κατόρθωσα κι ανακάθισα στο κρεβάτι... Ήμουνα ξύπνια κι αυτός, που καθότανε πλάι στη Μυρτώ, ήτανε ο Νίκος!

– Νίκο, ψιθύρισα.

– Ξύπνησες, μικρό;

– Τέλειωσαν, λοιπόν, όλα και θα μείνεις στο σπίτι πιά;

– Δεν τέλειωσε τίποτα, Μέλισσα, ακούστηκε λυπημένη η φωνή του Νίκου. Αύριο φεύγω από το νησί κι ήρθα να σας αποχαιρετήσω.

– Πες της, λοιπόν, τι έγινε!

Μιλούσε η Μυρτώ. Με μια αδύνατη, αδύνατη φωνούλα, που μόλις έβγαινε. Κι ο Νίκος τότε διηγήθηκε τον άθλο της Μυρτώς.

Την Κυριακή τ' απόγευμα, στο σχολείο, ο αρχηγός τους τους είπε, πως κάθε καλός φαλαγγίτης πρέπει να κάνει έναν άθλο. Πρέπει να κάνει κάτι, για τη φάλαγγά του.

– Σήμερα είναι η σειρά σου, είπε μετά στη Μυρτώ.

– Και τι θα κάνω; ρώτησε κείνη.

– Μόλις σκοτεινιάσει, θα σου πούμε.

– Πρέπει να πάω σπίτι μόλις σκοτεινιάσει, αλλιώς θα με μαλώσουν.

– Φοβητσιάρα, την κορόιδεψε ο Κόσκορης (το παιδί που έκλεβε τις γομολάστιχες). Δεν πα να σε μαλώσουνε! Για τη φάλαγγα όλα πρέπει να τα υποφέρεις.

Μόλις σκοτείνιασε για καλά, βγήκανε από το σχολείο και περνώντας από κάτι σοκάκια μπήκανε σ' ένα άδειο οικόπεδο. Ψυχή δεν ήτανε εκεί, μονάχα γάτες νιαούριζαν. Τόσες πολλές, που μπερδευότανε στα ποδιά τους.

– Θα έκανε ο Κόσκορης τον άθλο, λέει ψιθυριστά ο αρχηγός, μα είναι χοντρός.

– Τι πρέπει να κάνω; ρώτησε πάλι η Μυρτώ, που καταλάβαινε τίποτα.

– Ορκίσου στην τιμή της φάλαγγας και θα σου πω.

– Ορκίζομαι.

– Αυτή η μάντρα βγάζει στον πίσω τοίχο του ψιλικατζίδικου της κυρα-Αγγελικής, εξήγησε πάντα ψιθυριστά ο αρχηγός. Χτες βράδυ μεγάλωσα την τρύπα, που περνάνε οι γάτες.

Τράβηξε δυο μεγάλες κοτρόνες από τον τοίχο κι είπε στη Μυρτώ να δοκιμάσει, αν χωράει να περάσει,

– Τι θα κάνω στο ψιλικατζίδικο; απόρησε κείνη. Είναι κλειστό τέτοια ώρα.

– Θα ψάξεις με το κλεφτοφάναρο, που θα σου δώσουμε, (φως δεν κάνει ν' ανάψεις), και θα βρεις να μας φέρεις: Τρία κουτιά σφυρίχτρες με άσπρα στριφτά κορδόνια. Δέκα σουγιαδάκια με διπλή λεπίδα και όσες μπορείς πιότερες σοκολάτες, απ' αυτές με τη λοταρία.

– Πως να τα πάρω; τα χάνει η Μυρτώ, αφού η κυρία Αγγελική θα λείπει, αυτό είναι κλεψιά.

– Κλεψιά! θυμώνει ο αρχηγός. Να φέρεις πράγματα που τα χρειάζεται η φάλαγγά σου, είναι κλεψιά; Τι άθλος θα ήτανε, αν πήγαινες μέρα μεσημέρι και με τα λεφτά να τ' αγοράσεις;

– Καλέ, είναι φοβητσιάρα, κορόιδεψε ο Κόσκορης. Και δεν ξέρω τι τους θέλουμε τους δειλούς στη φάλαγγά μας.

Η Μυρτώ τότε έσκυψε να χωθεί στην τρύπα.

– Ψάξε εσύ με την ησυχία σου, λέει ο αρχηγός. Εμείς θα κλείσουμε την τρύπα κι ύστερα θα 'ρθουμε να σε πάρουμε.

Κύλησαν απέξω τις πέτρες κι η Μυρτώ βρέθηκε κλεισμένη, στο σκοτάδι, Άναψε το κλεφτοφάναρο κι έμεινε ακούνητη στη θέση της.

– Είναι άθλος κι όμως πολύ μοιάζει με κλεψιά, συλλογιότανε. Έτσι μάλιστα με το κλεφτοφάναρο...

Ψαχουλεύοντας βρήκε το διακόπτη του ηλεκτρικού και τον γύρισε. Τα πουλιά, που ήταν στο ψιλικατζίδικο, ξύπνησαν και άρχισαν ανήσυχα να πετούν στα κλουβιά τους.

– Που να 'ναι άραγε, οι σφυρίχτρες με τ' άσπρα κορδόνια; αναρωτήθηκε η Μυρτώ κι έψαχνε με το βλέμμα στα ράφια... Θα της δώσουνε, βέβαια, κι εκείνης μια σφυρίχτρα, να την κρεμάσει από τον ώμο της. Κι όταν γίνει υποχρεωτικό να γίνουν όλοι στο σχολείο φαλαγγίτες, αυτή θα 'ναι αρχηγός, στις παρελάσεις θα πηγαίνει μπροστά και κάθε τόσο θα γυρίζει προς τα πίσω να σφυρίζει στη φάλαγγά της. Τι θα πει, όμως, η κυρία Αγγελική το πρωί, σα δει τα πράγματα να λείπουνε; Σίγουρα, θα πάει ο αρχηγός και θα της πει: «Εγώ έβαλα τη φαλαγγίτισσά μου να τα πάρει, γιατί έπρεπε να κάνει έναν άθλο». Αν όμως, δεν πει τίποτα; Να βγει, άραγε να ρωτήσει τον αρχηγό και τον Κόσκορη; Δε θα την πούνε όμως δειλή, αν τη δούνε να βγαίνει απ' την τρύπα, χωρίς τα πράγματα; Και τότε... αντίο! Αρχηγός δε θα γίνει ποτέ!

Κάποιος θόρυβος, σαν τρίξιμο πόρτας, έκανε τη Μυρτώ να γυρίσει το κεφάλι τρομαγμένη...

Παρακάτω, δεν είχα ανάγκη ν' ακούσω την ιστορία, μπορούσα και μόνη μου να φανταστώ τι έγινε. Από τη μικρή πορτίτσα, που πάει στο καμαράκι, με τ' άδεια κλουβιά, φανερώθηκε μπροστά της ο Νίκος!! !

Φαντάζομαι, πόσο θα τα 'χασε η Μυρτώ. Άλλο τόσο, βέβαια, κι ο Νίκος, που την είδε νυχτιάτικα μ' ένα κλεφτοφάναρο στο χέρι, στο κλειστό μαγαζάκι. Θα της εξήγησε μετά, πως βέβαια και είναι κλεψιά κι όχι άθλος.

Κι η Μυρτώ έβαλε τέτοια κλάματα, που ο Νίκος φοβήθηκε πως κάτι θα πάθει, Ύστερα, την έπεισε να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι πριν γυρίσουν οι άλλοι δύο. Της ξεκλείδωσε να φύγει από την πόρτα, και της έδωσε το λόγο του, πως θα 'ρθει σπίτι να τη δει και να μας πει εκείνος τι συνέβηκε. Τότε μόνον η Μυρτώ σταμάτησε να κλαίει κι έφυγε.

Σαν τέλειωσε ο Νίκος τη διήγησή του, είπε στη Σταματίνα να πάνε μαζί να ξυπνήσουν τον παππού, για να τον αποχαιρετήσει.

Μας αγκάλιασε μετά και τις δυό και, κοτζάμ Νίκος, είχε τα μάτια του γεμάτα δάκρυα.

– Πως θα φύγεις; τον ρώτησα. Δε θα σε πιάσουν, αν σε δουν στο βαπόρι;

– Θα πάω καβάλα στο καπλάνι, γέλασε κείνος.

– Δεν ξέρεις, πως το καπλάνι πέθανε;

– Δεν πέθανε, Μέλισσα, πληγώθηκε μόνο και τώρα είναι μια χαρά.

Μας ξαναφίλησε.

– Θα σας γράψω, ψιθύρισε συγκινημένα και βγήκε από την κάμαρά μας, μαζί με τη Σταματίνα.

– Έλα στο κρεβάτι μου, λέει η Μυρτώ. Δεν να κοιμηθώ μόνη μου.

Τρύπωσα στο πλάι της.

– ΕΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ; ρώτησα.

– Δεν ξέρω Μέλια.

– Εγώ ΕΥ-ΓΙΟ, ΕΥ-ΓΓΟ! Γιατί ζει το καπλάνι!


10. Σκότωσαν το καπλάνι... 10\. They killed the goat...

Κάνει τόσες πολλές βροχές, που ο Νώλης κι η Άρτεμη δεν μπορούν να 'ρθουν στη χώρα. It rains so much that Nolis and Artemis cannot come to the country. Η Άρτεμη καλά, μα ο Νώλης δε φοβάται κι αν είχε κανένα κουτί τσιγάρα να φέρει, είμαι σίγουρη, πως και με τον κατακλυσμό θα 'φτανε. Artemis is fine, but Nolis is not afraid, even if he had a box of cigarettes to bring, I'm sure, even with the deluge, it would be enough. Γιατί, όμως, άραγε δε φέρνει και γιατί ο Νίκος σε στέλνει μήνυμα; Εγώ, όλο και πετιέμαι στο ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής να πάρω κάτι και κάθε φορά λέω, πως θα μου πει: «Θέλεις να δεις ένα παράξενο πουλί;». But why doesn't he bring and why does Nikos send you a message? I keep going to Mrs. Angeliki's convenience store to get something and every time I say, she will say to me: "Do you want to see a strange bird?".

Εκείνη όμως σωπαίνει. But she remains silent. Σωπαίνει κι η Σταματίνα, σωπαίνει και το καπλάνι, Τότε πίστεψα πιά, πως έφυγε ο Νίκος. Stamatina is also silent, the chaplain is also silent, Then I believed that Nikos had left.

– Αλήθεια, που να 'ναι ο Νίκος; με ρώτησε στα ξαφνικά η Μυρτώ, μια βαρετή Κυριακή, που χαζεύαμε πάλι τις σταγόνες της βροχής στα τζάμια. - Really, where is Nikos? Myrto suddenly asked me, on a boring Sunday, when we were staring at the raindrops on the windows again.

Την κοίταξα παραξενεμένη, γιατί νόμιζα πως πίστευε, πως από καιρό έχει φύγει ο Νίκος. I looked at her surprised, because I thought she believed that Nikos had been gone for a long time.

– Στην Αθήνα είναι, που ήθελες να 'ναι;... της λέω. – It's in Athens, where did you want it to be?... I tell her.

– Ο κύριος Καρανάσης κι ο αρχηγός μας λένε, πως είναι στη χώρα, κάνει με εμπιστευτικό ύφος η Μυρτώ. - Mr. Karanasis and the leader tell us that they are in the country, says Myrto in a confidential manner. Και με ρώτησε, μάλιστα, αν έχει πυκνό μουστάκι - σα βούρτσα. And he asked me, in fact, if he has a thick mustache - like a brush. Του είπα πως δεν έχει μουστάκι και πως θα 'φυγε, γιατί, από τότε που πήγαμε σχολείο, δε μας ξανάστειλε μήνυμα με το καπλάνι. I told him that he doesn't have a mustache and that he would leave because, since we went to school, he hasn't texted us again with the chaplain.

– Μαρτύρησες το καπλάνι; τρόμαξα εγώ. – Did you witness the chaplain? I was scared.

Η Μυρτώ σηκώθηκε όρθια σαν κοκοράκι, έτοιμο για καβγά. Myrto stood up like a rooster, ready for a fight.

– Δε μαρτύρησα, κυρά μου. – I did not testify, madam. Ο αρχηγός μας πρέπει να ξέρει τι γίνεται στα σπίτια μας κι εγώ πρέπει να του λέω τι κάνεις εσύ, η Σταματίνα, ο παππούς... Our leader must know what is going on in our houses and I must tell him what you, Stamatina, grandfather are doing...

– Ο παππούς χίλιες φορές μας λέει το ρητό: «τα εν οίκω, μη εν δήμω». - Grandpa tells us a thousand times the saying: "in the house, not in the town". Ό,τι γίνεται σπίτι, να μην το λέμε έξω! Whatever happens at home, let's not say it outside! φώναξα εγώ, μην κρατώντας τα δάκρυά μου. I cried, not holding back my tears. Θα τα πω όλα στον παππού και στη μαμά και στον μπαμπά! I'll tell grandpa and mom and dad everything!

– Είσαι μαρτυριάρα! – You are a martyr! τσιρίζει εκείνη. she squeals.

– Εγώ μαρτυριάρα η εσύ που λες τα μυστικά του Νίκου και μπορούν και κακό να του κάνουν; – Am I a martyr or are you the one who tells Nikos' secrets and they can harm him?

– Εσύ, εσύ, πεισμώνει εκείνη, - που θα τα πεις στον παππού! – You, you, she insists, - where are you going to tell grandpa! Εγώ τα λέω μόνο στον αρχηγό μου. I only tell my boss. Γιατί είμαι φαλαγγίτισσα... Because I'm a phalangite...

Το βράδυ αναστατώθηκε όλο το σπίτι. In the evening the whole house was disturbed. Ο παππούς έτρεμε από το θυμό. Grandpa was shaking with anger.

– Ακούς εκεί, λέει, να βάζουν τα παιδιά να κατασκοπεύουν τα σπίτια τους! – You hear there, he says, that they make the children spy on their houses!

Ο μπαμπάς: Τι να 'κανα, τι να 'κανα; Θα μ' έδιωχναν από τη δουλειά! Dad: What should I do, what should I do? I would be fired!

Η μαμά: (Κλαίει πάλι και δε λέει τίποτα). Mom: (Cries again and says nothing).

Η θεία Δέσποινα: Δε βλέπω τίποτα το τραγικό. Aunt Despina: I don't see anything tragic.

Η Σταματίνα: Πάει, του 'καναν μάγια του παιδιού μας! Stamatina: He's leaving, they've put a spell on our child!

Σαν έμαθε, όμως, η Σταματίνα, πως η Μυρτώ μίλησε για το γράμμα που έστειλε το καπλάνι, χλόμιασε. When Stamatina learned, however, that Myrto spoke about the letter sent by the chaplain, she paled. Τυλίχτηκε στο σάλι της και λέει στη μαμά: She wrapped herself in her shawl and says to mom:

– Ετοιμάστε σεις το βραδινό, κυρία, εγώ πρέπει να πάω στην κουμπάρα μου, που είναι άρρωστη. – Prepare dinner, madam, I must go to my maid of honor, who is ill.

Βγήκε στο δρόμο κι ας έπεφτε η βροχή με τα τουλούμια. He went out into the street even though it was raining with tulumia.

Την άλλη μέρα το πρωί, ο μπαμπάς μόλις είχε φύγει για τη δουλειά του κι εμείς ετοιμαζόμασταν για το σχολείο, όταν βρόντηξαν την πόρτα μας δυνατά. The next morning, dad had just left for work and we were getting ready for school when there was a loud knock on our door. Άνοιξε η Σταματίνα και το σπίτι μας το γέμισαν χωροφύλακες. Stamatina opened and our house was filled with gendarmes. Δείξανε ένα χαρτί στον παππού κι εκείνος τους είπε: They showed a paper to the grandfather and he said to them:

– Ψάξτε όσο θέλετε, μονάχα που θα πάει χαμένος ο κόπος σας, γιατί ο έγγονός μου έφυγε από το καλοκαίρι. – Search as much as you want, only that your effort will be wasted, because my grandson has left since the summer.

Εκείνοι δε θέλαν πουθενά να κοιτάξουν μονάχα στη μεγάλη σάλα και ζήτησαν το κλειδί από τη βιτρίνα. They didn't want to look anywhere but in the great hall and asked for the key from the window. Η θεία Δέσποινα του το 'δωσε, έκανε να μπει στη σάλα, ν' ανοίξει τη βιτρίνα, μα κείνοι της πήραν το κλειδί από τα χέρια. Aunt Despina gave it to him, made him enter the hall, open the window, but they took the key from her hands.

– Θα ψάξουμε μόνοι μας, είπανε. – We will search for ourselves, they said.

Η ώρα για το σχολείο είχε περάσει και κανείς δε θυμήθηκε να μας πει, πως έπρεπε να φύγουμε. The time for school had passed and no one remembered to tell us that we had to leave. Μόνο η Μυρτώ κοίταξε μια στιγμή το ρολόι. Only Myrto looked at the clock for a moment.

– Πω πω! - Wow! αργήσαμε. we are late. Πάμε Μέλια, μου λέει κι έκανε να πάρει την τσάντα της. Let's go Melia, she tells me and made to take her bag.

– Σήμερα δεν έχει σχολείο, λέει ο παππούς, με τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. - He doesn't have school today, says the grandfather, in a tone that did not raise any objection.

– Θα με περιμένει ο αρχηγός μου, μετά το μάθημα, γκρινιάζει η Μυρτώ. – My leader will be waiting for me after the lesson, Myrto moans.

– Α ς περιμένει! - Let him wait! θυμώνει για τα καλά ο παππούς. Grandpa gets really angry.

– Να πω, λοιπόν, πως δε μ' άφησες να πάω; – So, why didn't you let me go?

– Πες το! - Say it!

Καλά λέει η Σταματίνα πως έκαναν μάγια της Μυρτώς! Well, Stamatina says that they performed Myrtle magic! Να μιλάει έτσι στον παππού; Talk to grandpa like that?

Οι χωροφύλακες δε λέγανε να βγούνε από τη σάλα κι η Σταματίνα πήγε και τους βρόντηξε την πόρτα. The gendarmes did not tell them to leave the hall and Stamatina went and slammed the door for them.

– Αν τα κάνετε όλα άνω κάτω, θα σας βάλω να τα συγυρίσετε, τους φώναξε. – If you do everything up and down, I'll make you put them together, he shouted at them.

Εκείνοι ανοίξανε και βγήκανε μουτρωμένοι. They opened and came out sulking. Η Σταματίνα συνέχιζε να τους πειράζει νευριασμένα. Stamatina continued to tease them nervously.

– Μέσα στο ρολόι να ψάξετε. – Look inside the clock. Μπορεί εκεί να χώθηκε αυτός που ζητάτε! Maybe the one you're looking for is in there!

Οι χωροφύλακες φύγανε. The gendarmes left. Η Σταματίνα άνοιξε την πόρτα της σάλας, κοίταξε μέσα κι έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι της. Stamatina opened the door of the hall, looked in and held her head with both hands.

– Χριστέ και Παναγιά! – Christ and Virgin Mary! Χριστέ και Παναγιά! Christ and Virgin Mary! μουρμούρισε. he murmured.

Πήγα κοντά της και πέτρωσα μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. I went to her and stood in front of the open door. Κατάχαμα, στη μέση της σάλας, ήτανε ξαπλωμένο ανάσκελα το καπλάνι, Η κοιλιά του ήτανε ανοιγμένη και το πάτωμα είχε γεμίσει με άχερα. At the end, in the middle of the hall, the chaplain was lying on his back, his belly was open and the floor was littered with corpses.

– Το σκότωσαν, Σταματίνα! – They killed it, Stamatina! ξεφώνισα και με πιάσαν τα κλάματα. I cried out and started crying.

Πήγα κοντά του, σήκωσα το κεφάλι του: εκεί που ήτανε το γαλάζιο μάτι του, έχασκε μια τρύπα! I went to him, lifted his head: where his blue eye was, he missed a hole! Πάνε πιά όλα! Everything goes now! Δε θα μου ξαναφέρει μήνυμα από το Νίκο. It won't bring me a message from Niko again.

Κι εκείνος δε θα μπορεί πιά, τα καλοκαίρια στο Λαμαγάρι, να μας λέει τις ιστορίες του καπλανιού! And he will no longer be able to tell us the stories of the goatherd in the summers in Lamagari!

– Έτσι κι αλλιώς ήτανε πάντα ψόφιο. - It was always a nightmare anyway. Μονάχα εμείς πιστεύαμε τις κουτές ιστορίες του. Only we believed his silly stories.

Ήταν η Μυρτώ που τα 'λεγε αυτά κι είχε έρθει να σταθεί από πάνω μου. It was Myrto who was saying these things and she had come to stand over me. Γύρισα και την κοίταξα. I turned and looked at her. Όχι, δεν ήτανε αυτή η αδελφούλα μου! No, that wasn't my little sister! Ήτανε ένα ξένο κορίτσι, που το 'χα δει στη γιορτή του σχολείου, να στέκεται πάλι στον κλέφτη τον Κόσκορη και να χαιρετάει φασιστικά. It was a foreign girl, who I had seen at the school festival, standing again at the thief Koskoris and giving a fascist salute.

Τώρα σ' όλη τη χώρα ψάχνουν τον άνθρωπο με το μουστάκι σαν βούρτσα, που λένε, πως μοιάζει του Νίκου. Now all over the country they are looking for the man with the mustache like a brush, who they say looks like Nikos. Κάθε μέρα που γυρίζει η Σταματίνα από τα ψώνια, πριν προφτάσει ν' ακουμπήσει καλά καλά το δίχτυ, μας λέει τα νέα. Every day when Stamatina comes back from shopping, before she can touch the net, she tells us the news.

– Σήμερα ψάξανε στην πέρα γειτονιά... Σήμερα ψάξανε στις εκκλησιές ως και μέσα στο ιερό ακόμα. - Today they searched the neighborhood... Today they searched the churches and even inside the sanctuary.

Εγώ έτρεμα κάθε φορά, μην ακούσω να πει, πως ψάχνουνε τα ψιλικατζίδικα και τα μικρά καμαράκια με τα κλουβιά. I trembled every time, don't listen to him say, how they search the convenience stores and the small arches with the cages. Πέρασε έτσι κάμποσος καιρός και σαν να ξεχάστηκαν όλα και να μη νοιαζότανε πιά κανείς για τον άνθρωπο με το παχύ μουστάκι σαν βούρτσα. Some time passed like this and it was as if everything was forgotten and no one cared anymore about the man with the thick mustache like a brush. Πίστεψαν, πως αλήθεια είχε φύγει από τη χώρα, έτσι έλεγε η Σταματίνα. They believed that he had really left the country, so Stamatina said. Όλα έμοιαζαν να ησύχασαν, μονάχα στη σάλα μέσα στη βιτρίνα του καπλανιού ήτανε τώρα συγυρισμένα τα καλά πιατάκια της θείας Δέσποινας, με τα παράξενα πουλιά. Everything seemed to have quieted down, only in the hall in the display case of the chapel were now gathered the good plates of Aunt Despoina, with the strange birds.

– Που πήγε το καπλάνι; ρωτούσα τη Σταματίνα, μα κείνη δεν ήξερε κι η θεία Δέσποινα ούτε ήθελε πιά να γίνεται λόγος γι' αυτό. – Where did the goat go? I asked Stamatina, but she didn't know and Aunt Despina didn't want to talk about it anymore. Στο σπίτι κανείς δε μιλούσε για το Νίκο και για το καπλάνι. At home, no one talked about Nikos and the chaplain. Πρώτα ήτανε αλλιώς, γιατί είχα τη Μυρτώ να κουβεντιάζουμε, μα τώρα εκείνη μόνο για τη φάλλαγγά της νοιάζεται, που δεν έγινε βέβαια ακόμα φάλαγγα, γιατί οι φαλλαγγίτες του σχολείου μας μείνανε έξι, όπως στην αρχή. At first it was different, because I had Myrto to chat with, but now she only cares about her phalange, which of course has not yet become a phalanx, because the phalangites of our school remained six, as at the beginning.

– Σε λίγο θα γίνετε όλοι! – Soon you will all be! μας φοβέριζε ο κύριος Καρανάσης, θα γίνει υποχρεωτικό. Mr. Karanasis scared us, it will become mandatory.

Μια μέρα ο Αλέξης δεν ήρθε πάλι σχολείο κι αναρωτιόμουνα μήπως πάθανε τίποτα τα «βασανάκια» της Μυρτώς. One day Alexis didn't come to school again and I wondered if anything had happened to Myrto's "sufferings". Από μέρες, τώρα, είχανε κάνει κάτι στρογγυλές τρύπες στις σόλες κι ο Αλέξης τις γέμιζε με στυπόχαρτο και εφημερίδα, να μην περνούνε τα νερά. For days now, they had made round holes in the soles and Alexis filled them with blotting paper and newspaper, so that the water would not pass through. Άρρωστος δεν μπορεί να 'τανε, γιατί χτες τ' απόγευμα, που ήρθε ο μπαμπάς του να δει τον παππού, έφερε και τον Αλέξη μαζί. He can't be sick, because yesterday afternoon, when his father came to see his grandfather, he brought Alexis with him. Από τότε που άρχισε να έρχεται ο μπαμπάς του Αλέξη στο σπίτι, ο παππούς παράγγελνε και του πήγαιναν ένα αναμμένο μαγκάλι στο γραφείο του. Ever since Alexis' dad started coming home, grandpa would order and have a lit grill delivered to his office. Δεν ήτανε μεγάλο, σαν της θείας Δέσποινας, ούτε είχε μπρούτζινο πουλί στο σκέπασμά του, έδινε όμως μια γλυκιά ζέστη σ' όλο το δωμάτιο. It was not large, like Aunt Despina's, nor did it have a brass bird on its cover, but it gave a sweet warmth to the whole room. Μέσα στη στάχτη σιγόβραζε ένα κατσαρολάκι με νερό και φύλλα ευκαλύπτου, που μοσχομύριζαν. A pot of water and eucalyptus leaves, smelling of musk, was simmering in the ashes. Καθίσαμε λοιπόν και μείς μαζί τους, γιατί ήθελα να δείξω του Αλέξη ένα βιβλίο του παππού με ζωγραφιές από την Ιλιάδα. So we also sat with them, because I wanted to show Alexis a book of grandfather's with drawings from the Iliad. Το βιβλίο ήτανε στα πάνω πάνω ράφια κι εμείς, όπως ανεβήκαμε στη σκαλίτσα να το βρούμε, καθίσαμε στο τελευταίο σκαλοπάτι, να το ξεφυλλίσουμε. The book was on the upper shelves and we, as we climbed the ladder to find it, sat on the last step to leaf through it. Εγώ το 'χα δει πολλές φορές, γι' αυτό έριχνα μόνο μια ματιά και περίμενα να το κοιτάξει καλά ο Αλέξης και να γυρίσει τη σελίδα. I've seen it many times, so I just glanced at it and waited for Alexis to take a good look at it and turn the page. Μια στιγμή, κοίταξα κάτω και μου φάνηκε αλλιώτικο το γραφείο του παππού από ψηλά. For a moment, I looked down and the grandfather's office from above seemed different to me. Έβλεπα του παππού τη φαλάκρα που γυάλιζε και πλάι της τα μαύρα μαύρα μαλλιά του μπαμπά του Αλέξη. I could see my grandfather's shiny bald head and next to it the dark black hair of Alexis' father. Μιλούσαν ήρεμα και σιγανά. They spoke calmly and softly. Μα, πιο πολύ, ο παππούς ρωτούσε κι ο μπαμπάς του Αλέξη διηγιότανε. But, more than that, the grandfather was asking and Alexis's father was telling stories.

– Για κοίταξε τον Έχτορα, πως τον σέρνει νεκρό πίσω από το άρμα του ο Αχιλλέας, είπε ο Αλέξης και μου 'δειξε τη φωτογραφία. - Look at Hector, how Achilles is dragging him dead behind his chariot, said Alexis and showed me the photo.

– Εγώ είμαι με τον Έχτορα, συνέχισε. – I am with Hector, he continued. Εσύ, Μέλια; You, Melia?

– Με τον Αχιλλέα βέβαια, αφού είναι Έλληνας. – With Achilles, of course, since he is Greek.

– Και τι σημασία έχει; Οι Έλληνες φερθήκανε μπαμπέσικα στους Τρώες. – And what does it matter? The Greeks treated the Trojans like babies.

– Είσαι, λοιπόν, με τους εχθρούς της Ελλάδας; - Are you, then, with the enemies of Greece?

- Με ποιους εχθρούς είναι ο Αλέξης; σήκωσε ο μπαμπάς του το κεφάλι να μας δει, - What enemies is Alexis with? dad lifted his head to see us,

– Με τους Τρώες, απάντησα εγώ. – With the Trojans, I answered. Και λέει, πως οι Έλληνες είχανε άδικο. And he says that the Greeks were wrong.

Ο παππούς κι ο μπαμπάς του Αλέξη γελάσανε. Alexis' grandfather and father laughed.

– Είχανε άδικο οι Έλληνες, γιατί πήγανε να καταχτήσουνε ξένη γη, λέει ο μπαμπάς του. - The Greeks were wrong, because they went to conquer foreign land, says his dad.

– Κι εμείς, που είμαστε Έλληνες, μπορούμε να συμφωνάμε με τον εχθρό; απόρησα για τα καλά εγώ. - Can we, who are Greeks, agree with the enemy? I asked for good.

Τότε ο μπαμπάς του Αλέξη είπε τα πιο παράξενα πράγματα. Then Alexis' dad said the strangest things. Αν, λέει, οι Έλληνες θελήσουνε να καταχτήσουνε ξένη γη και κάνουνε πόλεμο, εμείς πρέπει να υπερασπίσουμε αυτό το ξένο κράτος και να μην αφήσουμε να το σκλαβώσουν. If, he says, the Greeks wanted to conquer foreign land and are making war, we must defend this foreign state and not let them enslave it.

– Μπερδεμένα σου φαίνονται ε, Μέλια; Δεν πειράζει, θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις πιότερο. – Do they look confused to you, Melia? It's okay, you'll grow up and understand more.

Κοίταζα στη ζωγραφιά τον Έχτορα, που αποχαιρετάει τη γυναίκα του και το παιδί του κι ύστερα τον είδα σκοτωμένο, δεμένο πίσω από το άρμα του Αχιλλέα... I was looking at the painting of Hector, who is saying goodbye to his wife and child, and then I saw him killed, tied behind Achilles' chariot...

– Πολύ μπερδεμένα, απάντησα και γέλασαν όλοι! – Very confused, I answered and everyone laughed!

Για να ξανάρθω στον Αλέξη, που έλεγα, πως δεν είχε έρθει μια μέρα σχολείο. To get back to Alexis, who I was saying, he hadn't come to school one day. Μόλις σχολάσαμε έτρεξα στο σπίτι του. As soon as we finished school I ran to his house. Παράξενο, η ξώπορτα ήτανε ανοιχτή. Strangely, the front door was open.

– Αλέξη, Αλέξη! – Alexis, Alexis! φώναξα. I shouted.

Κανείς δεν απάντησε. Nobody answered. Μπήκα μέσα στο σπίτι, κοίταξα στα δωμάτια, κανείς. I entered the house, looked in the rooms, nobody. Βρήκα τον Αλέξη στην κουζίνα. I found Alexis in the kitchen. Είχε στουπώσει κομμάτια ψωμί σ' ένα φλιτζάνι γάλα και τα 'τρωγε αργά αργά, με το κουταλάκι. He had dipped pieces of bread into a cup of milk and was eating them slowly, with a spoon. Ούτε πρόσεξε, πως στεκόμουνα στην πόρτα. He didn't even notice that I was standing at the door.

– Είσαι άρρωστος; ρώτησα. - You are sick; I asked.

Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του ξαφνιασμένα. He raised his head in surprise.

- Σχολάσατε; είπε μόνο. - Did you study? he only said.

– Τι έχεις, Αλέξη; – What do you have, Alexis?

– Πιάσανε τον μπαμπά μου, Μέλια,... οι χωροφύλακες. – They caught my dad, Melia,... the gendarmes. Τον σήκωσαν τη νύχτα από το κρεβάτι. They got him out of bed at night. Τον πήρανε με τις πιτζάμες. They took him in his pajamas. Η μαμά έφυγε να μάθει που τον πήγανε. Mom left to find out where he was taken. Δεν ήθελε να με πάρει μαζί. He didn't want to take me along.

Στεκόμουνα ακίνητη στην πόρτα κι ένιωθα σαν να βουλιάζει, να βουλιάζει η καρδιά μου σε μια μεγάλη λύπη... Η κουζίνα του Αλέξη ήτανε υγρή και σκοτεινή, ο νεροχύτης σπασμένος κι ο Αλέξης έπινε γάλα με ψωμί σ' ένα φλιτζάνι χωρίς χέρι. I stood motionless at the door and felt as if my heart was sinking, sinking in a great sadness... Alexis's kitchen was damp and dark, the sink was broken and Alexis was drinking milk with bread in a cup without a hand. Ο παππούς έλεγε, πως ο μπαμπάς του Αλέξη έγραφε πολύ πολύ όμορφα και σοφά βιβλία. The grandfather used to say that Alexis's father wrote very very beautiful and wise books. Γιατί λοιπόν να τον πάρουνε, σαν κλέφτη, οι χωροφύλακες από το σπίτι του; Θυμάμαι, πέρυσι, όταν παίρνανε τον μπαμπά του Οδυσσέα, που έτρεχαν ξοπίσω του η γυναίκα του, η γριά γιαγιά και τα παιδιά του και σκλήριζαν όλοι μαζί. So why should the gendarmes take him, like a thief, from his house? I remember, last year, when they were taking Odysseus' dad, that his wife, his old grandmother and his children were running after him and they were all stiffening together. Μα κείνος ψάρευε με δυναμίτη, που απαγορευότανε. But he was fishing with dynamite, which was prohibited. Ο μπαμπάς του Αλέξη δεν έκανε τίποτα κακό, ούτε δούλευε καν, μόνο έγραφε βιβλία. Alexis' dad didn't do anything bad, he didn't even work, he just wrote books.

Όχι, ποτέ, μα ποτέ δε θα γίνω συγγραφέας κι ας μη γράψω ποτέ τις χαρούμενες και λυπητερές ιστορίες που σκέφτομαι! No, I will never, ever become a writer, even if I never write the happy and sad stories I think of! Θα 'ναι φριχτό να σε σηκώνουν νύχτα από το κρεβάτι σου, με τις πιτζάμες, να σε σέρνουν στο δρόμο κι οι πιτζάμες να είναι ριγωτές γκρι και κόκκινες, με μεγάλα γκρίζα μπαλώματα στο παντελόνι και στους αγκώνες, όπως του μπαμπά του Αλέξη. It will be horrible to be dragged out of your bed at night, in your pajamas, and dragged down the street, and the pajamas are striped gray and red, with big gray patches on the pants and elbows, like Alexis's dad's.

– Τι θα του κάνουνε, Μέλια; έκανε ξαφνικά ο Αλέξης και ένιωσα πως ήτανε έτοιμος να κλάψει. – What will they do to him, Melia? Alexis suddenly did and I felt like he was about to cry.

– Πάμε να ρωτήσουμε τον παππού. – Let's go ask grandpa.

Τρεις μέρες δεν ήρθε ο Αλέξης στο σχολείο. Alexis did not come to school for three days. Πήγαινε με τη μαμά του στη φυλακή κι όλο περίμενε, πως θα τον αφήσουνε να δει τον μπαμπά του. He went with his mom to the prison and kept waiting for them to let him see his dad. Μα τον μπαμπά του τον στείλανε εξορία, σε άλλο, μακρινό νησί και δεν άφησαν κανένα να τον δει. But his dad was exiled to another, distant island and they didn't let anyone see him. Την τέταρτη μέρα ο Αλέξης παρουσιάστηκε ξαφνικά στην τάξη και σαν τον ρώτησε η κυρία Ειρήνη αν ήταν άρρωστος, είπε: Όχι! On the fourth day, Alexis suddenly appeared in class and when Mrs. Irene asked him if he was sick, he said: No! τόσο απότομα, που εκείνη δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο. so abruptly, that she asked him nothing else. Μόλις άρχισε το μάθημα, μπήκε στην τάξη ο κύριος Καρανάσης. As soon as the lesson started, Mr. Karanasis entered the class.

– Παιδιά προδοτών δεν μπορούν να σπουδάσουν με τα παιδιά των καλών οικογενειών, είπε μονάχα. – Children of traitors cannot study with the children of good families, he only said.

Εμείς δεν καταλάβαμε τι ήθελε να πει. We didn't understand what he wanted to say. Τότε βλέπω τον Αλέξη να μαζεύει στη σάκα του τα βιβλία του και να πηγαίνει αμίλητος προς την πόρτα. Then I see Alexis gathering his books in his sack and walking towards the door without saying a word.

– Αντίο, παιδί μου, του φώναξε η κυρία Ειρήνη, ενώ εκείνος είχε βγει σχεδόν από την τάξη. - Goodbye, my child, Mrs. Irene shouted to him, while he was almost out of the classroom.

Ο κύριος Καρανάσης γύρισε και την κοίταξε με τέτοιο κακό βλέμμα, που την έκανε να κοκκινίσει. Mr. Karanasis turned and looked at her with such an evil look that it made her blush. Ύστερα βγήκε και κείνος και βρόντηξε πίσω του την πόρτα. Then he also came out and slammed the door behind him.

– Γιατί έφυγε ο Αλέξης; ρωτήσαμε όλοι. – Why did Alexis leave? we all asked.

– Δεν ξέρω, απάντησε η κυρία Ειρήνη και πήρε την κιμωλία να μας γράψει το μάθημα στον πίνακα. - I don't know, answered Mrs. Irene and took the chalk to write the lesson on the blackboard.

– Και τώρα τι θα γίνει, παππού; – And now what will happen, grandfather?

– Τι θα γίνει, Μέλισσα; – What will happen, Melissa?

– Πως θα τελειώσει η ιστορία; – How will the story end?

– Ποια ιστορία; – What story?

– Να, ο μπαμπάς του Αλέξη είναι εξορία, ο Αλέξης έφυγε από το σχολείο, της Μυρτώς της έκαναν μάγια, που λέει και η Σταματίνα, ο Νίκος ούτε μας γράφει... Πως θα τελειώσει η ιστορία, παππού; – Yes, Alexis's dad is an exile, Alexis left school, Myrto was bewitched, which Stamatina says, Nikos doesn't even write to us... How will the story end, grandpa?

– Δεν ξέρω, παιδί μου, αληθινά δεν ξέρω. – I don't know, my child, I really don't know.

Πρώτη φορά ρωτούσα κάτι τον παππού κι έλεγε: δεν ξέρω. It was the first time I asked my grandfather something and he said: I don't know. Και το έλεγε έτσι, σαν να λυπότανε πολύ που δεν ήξερε. And he said it like that, as if he was very sorry that he didn't know.

Ήρθε κι η Κυριακή, βαρετή όσο ποτέ. Sunday has come, boring as ever. Ήθελα να πάω στον Αλέξη, μα δε μ' άφηνε ο μπαμπάς. I wanted to go to Alexis, but dad wouldn't let me. Καλύτερα, λέει, να 'ρχεται κείνος σε μας. Better, he says, for him to come to us. Μα ο Αλέξης δεν ήθελε ν' αφήσει τη μαμά του μόνη κι εκείνη ποτέ δεν έρχεται στο σπίτι μας. But Alexis didn't want to leave his mom alone and she never comes to our house. Θαρρώ, ντρέπεται να πάει επίσκεψη, με κείνο το μπλε, ξεθιοριασμένο φουστάνι. I dare you, she is ashamed to visit, in that blue, disheveled dress.

Κάθισα στην τζαμωτή και συλλογιόμουνα τι καλά ήτανε πέρυσι το χειμώνα τις βαρετές Κυριακές, που ήμασταν μαζί, να βαριόμαστε με τη Μυρτώ και παίζαμε τον «παππού ζητιάνο» και μετρούσαμε τις σταγόνες που κυλούσαν στα τζάμια. I sat on the window sill and thought about how good it was last year in the winter on boring Sundays, when we were together, bored with Myrto and played "papa beggar" and counted the drops that rolled on the windows. Τώρα, η Μυρτώ πάει κάθε Κυριακή απόγευμα στη φάλαγγά της. Now, Myrto goes every Sunday afternoon to her phalanx. Αν κάνει καμιά φορά πως δεν την αφήνει ο μπαμπάς, ο αρχηγός της το λέει στον κύριο Καρανάση, εκείνος στο διευθυντή του μπαμπά, που τον καλεί να του πει πάλι, ότι θα έχει συνέπειες. If she ever acts like her dad won't let her, her leader tells Mr. Karanasis, who tells his dad's manager, who calls him to tell him again, that there will be consequences. Περίμενα, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι, να δω τη Μυρτώ να φανεί. I waited, nose pressed to the glass, for Myrto to appear. Σκοτείνιασε, άρχισαν ένα ένα ν' ανάβουν τα φώτα της προκυμαίας κι εκείνη ακόμα... It got dark, one by one the waterfront lights started to turn on and she still...

– Καλέ, δε φάνηκε το παιδί μας; ρώτησε η Σταματίνα, που ήρθε και στάθηκε πλάι μου, να κοιτάζει στο δρόμο. - Well, didn't our child show up? asked Stamatina, who came and stood beside me, looking down the road.

– Άργησε πολύ! – Too late! ανησύχησα για τα καλά εγώ. I was worried for good.

Ο παππούς, σαν του το 'παμε, βγήκε να πάει στο σχολείο, να δει τι γίνεται, γιατί ο κύριος Καρανάσης άφηνε μια τάξη ανοιχτή να μαζεύονται οι φαλαγγίτες τις Κυριακές. The grandfather, as if we told him, went out to go to the school, to see what was going on, because Mr. Karanasis left a classroom open for the Falangites to gather on Sundays.

– Το σχολείο είναι θεόκλειστο, είπε ο παππούς σα γύρισε, ψυχή. - The school is closed, said the grandfather when he came back, soul.

Σε λίγο, ξανάβαλε το καπέλο του και πήγε να ψάξει στους δρόμους. After a while, he put his hat back on and went to search the streets.

– Το 'λεγα γω, το 'λεγα γω! – I said it, I said it! έσμιγε απελπισμένα τα χέρια της η Σταματίνα. Stamatina was wringing her hands desperately. Θα πάθουμε καμιά συμφορά, μ' αυτούς τους αλήτες, που 'ναι σ' αυτή τη βρωμοφάλαγγα. We're going to have some trouble, with these bums, who are in this stinking phalanx.

Ο παππούς ξαναγύρισε, ήρθαν η μαμά κι ο μπαμπάς απέξω, γύρισε κι η θεία Δέσποινα από τις επισκέψεις της, μα η Μυρτώ πουθενά. Grandpa came back again, mom and dad came from outside, aunt Despina also came back from her visits, but Myrto was nowhere to be found. Ανησύχησαν τότε όλοι παρά πολύ και καθένας πρότεινε και κάτι άλλο να κάνουμε Everyone was very worried then and everyone suggested something else to do

– Να πάμε να ρωτήσουμε στο σπίτι του Κόσκορη, είπα τότε εγώ. – Let's go and ask at Koskoris' house, I said then. Κάθεται κοντά στο σχολείο. It sits near the school.

– Ποιος είναι αυτός; ρώτησε ο παππούς. - Who is this; asked the grandfather.

– Ένα παιδί που κλέβει γομολάστιχες και είναι φαλαγγίτης, μαζί με τη Μυρτώ. – A child who steals rubber bands and is a phalangite, along with Myrto.

– Λες ανοησίες, Μέλια, μάλωσε η θεία Δέσποινα. – You are talking nonsense, Melia, argued Aunt Despina.

– Πήγαινε βάλε το παλτό σου και θα πάμε μαζί, είπε ο παππούς. - Go put on your coat and we will go together, said the grandfather.

Ανέβηκα τρεχάλα στο δωμάτιό μας να φορέσω το παλτό μου. I staggered up to our room to put on my coat. Καθώς άνοιξα την πόρτα, άκουσα δυνατά κλάματα. As I opened the door, I heard loud crying. Μπρούμυτα, απάνω στο κρεβάτι της, ήτανε πεσμένη με τα παπούτσια η Μυρτώ! Myrto was face down on her bed with her shoes on!

- Μυρτώ, Μυρτούλα, τι έχεις; ξεφώνισα κι έτρεξα κοντά της. - Myrtle, Myrtula, what do you have? I shouted and ran to her.

Εκείνη δεν απαντούσε, μονάχα έκλαιγε ακόμα πιο δυνατά. She didn't answer, she just cried even louder. Τα 'χασα. I lost it.

– Έλα λοιπόν, Μέλια! - Come on, Melia! ακούστηκε η φωνή του παππού από κάτω. came Grandpa's voice from below.

Έτρεξα στη σκάλα και χωρίς να κατέβω τους φώναξα όλους απάνω. I ran to the stairs and without going down I called everyone upstairs. Ήρθαν όλοι τρεχάτοι στην κάμαρά μας, και ρωτούσανε πάλι όλοι μαζί. They all came running to our chamber, and they were all asking again together. Κάθε φορά, σα γίνεται κάτι, οι μεγάλοι ρωτάνε όλοι μαζί και σαστίζουνε χειρότερα. Every time, as something happens, the adults all ask together and get even more confused.

– Τι έπαθες; - What happened to you;

– Γιατί άργησες; - Why are you late;

– Πως μπήκες μέσα στο σπίτι, χωρίς να σε πάρουμε είδηση; – How did you get into the house, without us hearing about you?

– Που είχες πάει; - Where have you been;

– Με ποιους ήσουνα; – Who were you with?

– Η πίσω πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, λέει μια στιγμή η Σταματίνα. – The back door was unlocked, says Stamatina for a moment.

Όλοι σωπάσανε. Everyone fell silent. Γιατί, άραγε, να μπει η Μυρτώ στο σπίτι από την πίσω πόρτα, σαν τον κλέφτη; Τότε μίλησε ο παππούς: Why would Myrto enter the house through the back door, like the thief? Then the grandfather spoke:

– Φέρε της ένα ζεστό, Σταματίνα, κι ας την αφήσουμε να κοιμηθεί. – Bring her something warm, Stamatina, and let's let her sleep. Μια φορά, τώρα είναι σπίτι και γερή κι αυτό είναι το σπουδαιότερο. Once, now she's home and strong and that's the most important thing.

– Θέλεις να καθίσω κοντά σου τη νύχτα; ρωτά η μαμά! – Do you want me to sit next to you at night? asks mom!

Η Μυρτώ όμως ούτε κουνάει, ούτε λέει λέξη, μόνο κλαίει, κλαίει. But Myrto neither moves nor says a word, she just cries, cries. Ο παππούς έγνεψε σ' όλους να βγούνε από το δωμάτιο και μου λέει σιγανά: Grandpa motioned for everyone to leave the room and said to me softly:

– Ίσως μιλήσει σε σένα. – Maybe he'll talk to you. Αν χρειαστεί, φώναξέ μας. If necessary, call us. Κανένας δε θα κοιμηθεί. No one will sleep.

Και σαν μείναμε μόνες στην κάμαρα, πάλι δε μου είπε τίποτα η Μυρτώ. And when we were alone in the chamber, Myrto again did not say anything to me. Ούτε την άλλη μέρα. Not the other day either. Δεν έκλαιγε πιά, μόνο καθότανε στο κρεβάτι της και κοίταγε το ταβάνι. She wasn't crying anymore, just sitting on her bed and staring at the ceiling. Ούτε εγώ πήγα στο σχολείο, γιατί δεν κοιμήθηκα σχεδόν τη νύχτα και το πρωί η μαμά μ' έβαλε να κοιμηθώ. I didn't go to school either, because I hardly slept at night and in the morning mom put me to sleep. Μόλις άνοιγα για μια στιγμή τα μάτια, έβλεπα τη Μυρτώ να κάθεται ακίνητη στο κρεβάτι της και να πηγαινοέρχονται όλοι στο δωμάτιο στις μύτες των ποδιών. As soon as I opened my eyes for a moment, I could see Myrto sitting motionless on her bed and everyone tiptoeing to and fro in the room. Ο παππούς πήγε στο σχολείο, μήπως μάθει τι έγινε. Grandpa went to the school to find out what happened. Ρώτησε τον κ. Καρανάση, ρώτησε τους άλλους φαλαγγίτες, μα όλοι λέγανε πως δε συνέβηκε απολύτως τίποτα. He asked Mr. Karanasis, he asked the other Falangites, but they all said that absolutely nothing happened. Ξεχάστηκαν λίγο παραπάνω και δεν πήραν είδηση πως πέρασε η ώρα. They forgot a little more and didn't get news that the time passed.

– Είναι όλοι τους ψεύτες, είπε ο παππούς όλο θυμό, σα γύρισε. - They are all liars, said the grandfather angrily, as he turned around. Λένε πως δεν κούνησαν απ' το σχολείο, ενώ εγώ, σαν πήγα, ήτανε θεόκλειστα όλα. They say that they didn't move from school, while when I went, everything was closed to God.

Η Μυρτώ κοιμάται, κοιμάται με τις ώρες. Myrto sleeps, sleeps for hours. Ήρθε ο γιατρός και της έκανε ένεση. The doctor came and gave her an injection. Σα νύχτωσε, η Σταματίνα τους έδιωξε όλους να κοιμηθούνε και είπε, πως θα ξενυχτήσει κείνη, πλάι στη Μυρτώ. It was night, Stamatina sent them all to sleep and said that she would spend the night next to Myrto. Πήρε μια καρέκλα κάθισε πλάι της και άναψε ένα μικρό λαμπάκι. He took a chair, sat next to her and lit a small lamp.

– Τι λες να 'παθε η Μυρτώ, Σταματίνα; Μήπως την μάγεψαν στ' αλήθεια; ρώτησα σιγανά. – What do you think should happen to Myrto, Stamatina? Was she really bewitched? I asked softly.

– Κοιμήσου, λέει εκείνη, κι αύριο, να δεις, όλα θα περάσουν. - Sleep, she says, and tomorrow, you see, everything will pass.

– ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, είπα στον εαυτό μου και κουκουλώθηκα, από το κεφάλι, με τα σκεπάσματα. – LY-PO, LY-PO, I said to myself and covered myself, from the head, with the covers.

Ύστερα, δεν κατάλαβα αν ξύπνησα η αν έβλεπα όνειρο. Then, I didn't know if I woke up or if I was dreaming. Μα, βέβαια, όνειρο ήτανε: Πού βρέθηκε μέσα στο δωμάτιό μας ο Νίκος, να κάθεται πλάι στο κρεβάτι της Μυρτώς! But, of course, it was a dream: Where was Nikos found in our room, sitting next to Myrto's bed! Όμως, τον έβλεπα ολοκάθαρα. But I could see him clearly. Η μικρή λαμπίτσα φώτιζε την κάμαρα κι απάνω στο ταβάνι ζωγραφιζόταν τεράστια η σκιά του. The small lamp illuminated the chamber and his shadow was painted huge on the ceiling. Ήταν ο Νίκος, μόνο το πυκνό μουστάκι σαν βούρτσα δεν το 'χε πιά. It was Nikos, only the thick brush-like mustache was gone. Δεν μπορεί να 'ναι όνειρο! It can't be a dream! Άκουγα ψιθυριστή, μα ξεκάθαρη τη φωνή του. I could hear his whispery, but clear voice.

– Και τώρα κοιμήσου, έλεγε της Μυρτώς. - And now sleep, he said to Myrtos. Ήτανε ένα κακό όνειρο που πέρασε. It was a bad dream that passed. Είδες που σ' το υποσχέθηκα και ήρθα; Did you see I promised you and I came?

Είναι όνειρο λοιπόν; Σε ποιόν υποσχέθηκε να 'ρθει ο Νίκος; Στη Μυρτώ; Αφού είχε να τη δει από τότε που έφυγε από το Λαμαγάρι. So is it a dream? Who did Nikos promise to come to? In Myrto? Since he had seen her since he left Lamagari.

Έκανα μια προσπάθεια ν' ανοίξω τα βλέφαρά μου, που έπεφταν βαριά από τον ύπνο. I made an effort to open my eyelids, which were drooping heavily from sleep. Τέλος, το κατόρθωσα κι ανακάθισα στο κρεβάτι... Ήμουνα ξύπνια κι αυτός, που καθότανε πλάι στη Μυρτώ, ήτανε ο Νίκος! Finally, I managed it and sat up in bed... I was awake and he, who was sitting next to Myrto, was Nikos!

– Νίκο, ψιθύρισα. – Nico, I whispered.

– Ξύπνησες, μικρό; – Are you awake, little one?

– Τέλειωσαν, λοιπόν, όλα και θα μείνεις στο σπίτι πιά; – So it's all over and you're going to stay at home now?

– Δεν τέλειωσε τίποτα, Μέλισσα, ακούστηκε λυπημένη η φωνή του Νίκου. – Nothing is over, Melissa, Nikos's voice was heard sadly. Αύριο φεύγω από το νησί κι ήρθα να σας αποχαιρετήσω. Tomorrow I'm leaving the island and I came to say goodbye.

– Πες της, λοιπόν, τι έγινε! – Tell her, then, what happened!

Μιλούσε η Μυρτώ. Myrto was speaking. Με μια αδύνατη, αδύνατη φωνούλα, που μόλις έβγαινε. In a thin, thin little voice, just coming out. Κι ο Νίκος τότε διηγήθηκε τον άθλο της Μυρτώς. And Nikos then narrated the feat of Myrto.

Την Κυριακή τ' απόγευμα, στο σχολείο, ο αρχηγός τους τους είπε, πως κάθε καλός φαλαγγίτης πρέπει να κάνει έναν άθλο. On Sunday afternoon, at school, their leader told them that every good Falangite must do a feat. Πρέπει να κάνει κάτι, για τη φάλαγγά του. He must do something, for his phalanx.

– Σήμερα είναι η σειρά σου, είπε μετά στη Μυρτώ. - Today is your turn, he said to Myrto.

– Και τι θα κάνω; ρώτησε κείνη. – And what will I do? she asked.

– Μόλις σκοτεινιάσει, θα σου πούμε. – As soon as it gets dark, we'll tell you.

– Πρέπει να πάω σπίτι μόλις σκοτεινιάσει, αλλιώς θα με μαλώσουν. – I have to go home as soon as it gets dark, otherwise they will fight me.

– Φοβητσιάρα, την κορόιδεψε ο Κόσκορης (το παιδί που έκλεβε τις γομολάστιχες). – Scared, she was made fun of by Koskoris (the kid who stole rubber bands). Δεν πα να σε μαλώσουνε! They won't argue with you! Για τη φάλαγγα όλα πρέπει να τα υποφέρεις. For the phalanx you have to suffer everything.

Μόλις σκοτείνιασε για καλά, βγήκανε από το σχολείο και περνώντας από κάτι σοκάκια μπήκανε σ' ένα άδειο οικόπεδο. As soon as it got dark, they left the school and passing through some alleys they entered an empty lot. Ψυχή δεν ήτανε εκεί, μονάχα γάτες νιαούριζαν. There was no soul there, only cats meowing. Τόσες πολλές, που μπερδευότανε στα ποδιά τους. So many, that they got confused in their aprons.

– Θα έκανε ο Κόσκορης τον άθλο, λέει ψιθυριστά ο αρχηγός, μα είναι χοντρός. - Koskoris would do the job, whispers the leader, but he is fat.

– Τι πρέπει να κάνω; ρώτησε πάλι η Μυρτώ, που καταλάβαινε τίποτα. - What should I do; asked Myrto again, who understood nothing.

– Ορκίσου στην τιμή της φάλαγγας και θα σου πω. – Swear on the honor of the phalanx and I will tell you.

– Ορκίζομαι. – I swear.

– Αυτή η μάντρα βγάζει στον πίσω τοίχο του ψιλικατζίδικου της κυρα-Αγγελικής, εξήγησε πάντα ψιθυριστά ο αρχηγός. – This mantra leads to the back wall of Mrs. Angeliki's convenience store, the leader always explained in a whisper. Χτες βράδυ μεγάλωσα την τρύπα, που περνάνε οι γάτες. Last night I enlarged the hole that the cats go through.

Τράβηξε δυο μεγάλες κοτρόνες από τον τοίχο κι είπε στη Μυρτώ να δοκιμάσει, αν χωράει να περάσει, He pulled two large cotrons from the wall and told Myrto to try, if she could fit through,

– Τι θα κάνω στο ψιλικατζίδικο; απόρησε κείνη. – What will I do at the convenience store? she asked. Είναι κλειστό τέτοια ώρα. It's closed at this time.

– Θα ψάξεις με το κλεφτοφάναρο, που θα σου δώσουμε, (φως δεν κάνει ν' ανάψεις), και θα βρεις να μας φέρεις: Τρία κουτιά σφυρίχτρες με άσπρα στριφτά κορδόνια. – You will search with the flashlight, which we will give you, (light does not make you turn on), and you will find to bring us: Three boxes of whistles with white twisted cords. Δέκα σουγιαδάκια με διπλή λεπίδα και όσες μπορείς πιότερες σοκολάτες, απ' αυτές με τη λοταρία. Ten double-edged knives and as many chocolates as you can, from the ones in the lottery.

– Πως να τα πάρω; τα χάνει η Μυρτώ, αφού η κυρία Αγγελική θα λείπει, αυτό είναι κλεψιά. – How do I get them? Myrto loses it, since Mrs. Aggeliki will be absent, this is theft.

– Κλεψιά! - Rip off! θυμώνει ο αρχηγός. the leader gets angry. Να φέρεις πράγματα που τα χρειάζεται η φάλαγγά σου, είναι κλεψιά; Τι άθλος θα ήτανε, αν πήγαινες μέρα μεσημέρι και με τα λεφτά να τ' αγοράσεις; Bringing things your phalanx needs is theft? What a feat it would be if you went in the middle of the day and bought it with the money?

– Καλέ, είναι φοβητσιάρα, κορόιδεψε ο Κόσκορης. - Well, she's scary, mocked Koskoris. Και δεν ξέρω τι τους θέλουμε τους δειλούς στη φάλαγγά μας. And I don't know what we want the cowards in our phalanx.

Η Μυρτώ τότε έσκυψε να χωθεί στην τρύπα. Myrto then bent down to push herself into the hole.

– Ψάξε εσύ με την ησυχία σου, λέει ο αρχηγός. - Search in peace, says the leader. Εμείς θα κλείσουμε την τρύπα κι ύστερα θα 'ρθουμε να σε πάρουμε. We'll plug the hole and then we'll come get you.

Κύλησαν απέξω τις πέτρες κι η Μυρτώ βρέθηκε κλεισμένη, στο σκοτάδι, Άναψε το κλεφτοφάναρο κι έμεινε ακούνητη στη θέση της. They rolled out the stones and Myrto found herself shut in, in the dark, She turned on the flashlight and remained motionless in her place.

– Είναι άθλος κι όμως πολύ μοιάζει με κλεψιά, συλλογιότανε. – It's a feat, but it's a lot like theft, he mused. Έτσι μάλιστα με το κλεφτοφάναρο... Even so with the flashlight...

Ψαχουλεύοντας βρήκε το διακόπτη του ηλεκτρικού και τον γύρισε. Fumbling around, he found the electrical switch and flipped it. Τα πουλιά, που ήταν στο ψιλικατζίδικο, ξύπνησαν και άρχισαν ανήσυχα να πετούν στα κλουβιά τους. The birds, who were in the convenience store, woke up and started flying restlessly in their cages.

– Που να 'ναι άραγε, οι σφυρίχτρες με τ' άσπρα κορδόνια; αναρωτήθηκε η Μυρτώ κι έψαχνε με το βλέμμα στα ράφια... Θα της δώσουνε, βέβαια, κι εκείνης μια σφυρίχτρα, να την κρεμάσει από τον ώμο της. - Where are the whistles with the white strings? Myrto wondered, looking at the shelves... They will, of course, give her a whistle to hang from her shoulder. Κι όταν γίνει υποχρεωτικό να γίνουν όλοι στο σχολείο φαλαγγίτες, αυτή θα 'ναι αρχηγός, στις παρελάσεις θα πηγαίνει μπροστά και κάθε τόσο θα γυρίζει προς τα πίσω να σφυρίζει στη φάλαγγά της. And when it becomes mandatory for everyone in the school to become phalanxes, she will be the leader, in the parades she will go to the front and every now and then she will turn back to whistle in her phalanx. Τι θα πει, όμως, η κυρία Αγγελική το πρωί, σα δει τα πράγματα να λείπουνε; Σίγουρα, θα πάει ο αρχηγός και θα της πει: «Εγώ έβαλα τη φαλαγγίτισσά μου να τα πάρει, γιατί έπρεπε να κάνει έναν άθλο». But what will Mrs. Angeliki say in the morning when she sees things missing? Surely, the leader will go and say to her: "I made my phalangitis take them, because she had to do a feat." Αν όμως, δεν πει τίποτα; Να βγει, άραγε να ρωτήσει τον αρχηγό και τον Κόσκορη; Δε θα την πούνε όμως δειλή, αν τη δούνε να βγαίνει απ' την τρύπα, χωρίς τα πράγματα; Και τότε... αντίο! But what if he doesn't say anything? Should he go out, should he ask the leader and Koskoris? But won't they call her a coward if they see her coming out of the hole without her things? And then... bye! Αρχηγός δε θα γίνει ποτέ! He will never be a leader!

Κάποιος θόρυβος, σαν τρίξιμο πόρτας, έκανε τη Μυρτώ να γυρίσει το κεφάλι τρομαγμένη... Some noise, like a creaking door, made Myrto turn her head in fright...

Παρακάτω, δεν είχα ανάγκη ν' ακούσω την ιστορία, μπορούσα και μόνη μου να φανταστώ τι έγινε. Below, I didn't need to hear the story, I could just imagine what happened. Από τη μικρή πορτίτσα, που πάει στο καμαράκι, με τ' άδεια κλουβιά, φανερώθηκε μπροστά της ο Νίκος!! From the small door that leads to the arch, with the empty cage, Nikos appeared in front of her!! !

Φαντάζομαι, πόσο θα τα 'χασε η Μυρτώ. I imagine, how much Myrto would miss it. Άλλο τόσο, βέβαια, κι ο Νίκος, που την είδε νυχτιάτικα μ' ένα κλεφτοφάναρο στο χέρι, στο κλειστό μαγαζάκι. So much so, of course, and Nikos, who saw her at night with a flashlight in her hand, in the closed shop. Θα της εξήγησε μετά, πως βέβαια και είναι κλεψιά κι όχι άθλος. He would explain to her later, that of course it is theft and not a feat.

Κι η Μυρτώ έβαλε τέτοια κλάματα, που ο Νίκος φοβήθηκε πως κάτι θα πάθει, Ύστερα, την έπεισε να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι πριν γυρίσουν οι άλλοι δύο. And Myrto started crying so much, that Nikos was afraid that something would happen, Then, he convinced her to quickly return home before the other two returned. Της ξεκλείδωσε να φύγει από την πόρτα, και της έδωσε το λόγο του, πως θα 'ρθει σπίτι να τη δει και να μας πει εκείνος τι συνέβηκε. He unlocked the door for her to leave, and gave her his word that he would come home to see her and tell us what happened. Τότε μόνον η Μυρτώ σταμάτησε να κλαίει κι έφυγε. Then only Myrto stopped crying and left.

Σαν τέλειωσε ο Νίκος τη διήγησή του, είπε στη Σταματίνα να πάνε μαζί να ξυπνήσουν τον παππού, για να τον αποχαιρετήσει. When Nikos finished his story, he told Stamatina to go together to wake up the grandfather, to say goodbye to him.

Μας αγκάλιασε μετά και τις δυό και, κοτζάμ Νίκος, είχε τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. He then hugged us both and, dear Nikos, his eyes were full of tears.

– Πως θα φύγεις; τον ρώτησα. – How will you leave? I asked him. Δε θα σε πιάσουν, αν σε δουν στο βαπόρι; Won't they catch you if they see you on the steamer?

– Θα πάω καβάλα στο καπλάνι, γέλασε κείνος. – I will ride the chaplain, he laughed.

– Δεν ξέρεις, πως το καπλάνι πέθανε; – Don't you know how the chaplain died?

– Δεν πέθανε, Μέλισσα, πληγώθηκε μόνο και τώρα είναι μια χαρά. – He didn't die, Melissa, he was only hurt and now he's fine.

Μας ξαναφίλησε.

– Θα σας γράψω, ψιθύρισε συγκινημένα και βγήκε από την κάμαρά μας, μαζί με τη Σταματίνα. – I will write to you, he whispered excitedly and left our chamber, together with Stamatina.

– Έλα στο κρεβάτι μου, λέει η Μυρτώ. – Come to my bed, says Myrto. Δεν να κοιμηθώ μόνη μου. Not to sleep alone.

Τρύπωσα στο πλάι της. I poked into her side.

– ΕΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ; ρώτησα.

– Δεν ξέρω Μέλια.

– Εγώ ΕΥ-ΓΙΟ, ΕΥ-ΓΓΟ! – Me EY-GIO, EY-GGO! Γιατί ζει το καπλάνι! Why does the goat live!