10. Σκότωσαν το καπλάνι...
Κάνει τόσες πολλές βροχές, που ο Νώλης κι η Άρτεμη δεν μπορούν να 'ρθουν στη χώρα. Η Άρτεμη καλά, μα ο Νώλης δε φοβάται κι αν είχε κανένα κουτί τσιγάρα να φέρει, είμαι σίγουρη, πως και με τον κατακλυσμό θα 'φτανε. Γιατί, όμως, άραγε δε φέρνει και γιατί ο Νίκος σε στέλνει μήνυμα; Εγώ, όλο και πετιέμαι στο ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής να πάρω κάτι και κάθε φορά λέω, πως θα μου πει: «Θέλεις να δεις ένα παράξενο πουλί;».
Εκείνη όμως σωπαίνει. Σωπαίνει κι η Σταματίνα, σωπαίνει και το καπλάνι, Τότε πίστεψα πιά, πως έφυγε ο Νίκος.
– Αλήθεια, που να 'ναι ο Νίκος; με ρώτησε στα ξαφνικά η Μυρτώ, μια βαρετή Κυριακή, που χαζεύαμε πάλι τις σταγόνες της βροχής στα τζάμια.
Την κοίταξα παραξενεμένη, γιατί νόμιζα πως πίστευε, πως από καιρό έχει φύγει ο Νίκος.
– Στην Αθήνα είναι, που ήθελες να 'ναι;... της λέω.
– Ο κύριος Καρανάσης κι ο αρχηγός μας λένε, πως είναι στη χώρα, κάνει με εμπιστευτικό ύφος η Μυρτώ. Και με ρώτησε, μάλιστα, αν έχει πυκνό μουστάκι - σα βούρτσα. Του είπα πως δεν έχει μουστάκι και πως θα 'φυγε, γιατί, από τότε που πήγαμε σχολείο, δε μας ξανάστειλε μήνυμα με το καπλάνι.
– Μαρτύρησες το καπλάνι; τρόμαξα εγώ.
Η Μυρτώ σηκώθηκε όρθια σαν κοκοράκι, έτοιμο για καβγά.
– Δε μαρτύρησα, κυρά μου. Ο αρχηγός μας πρέπει να ξέρει τι γίνεται στα σπίτια μας κι εγώ πρέπει να του λέω τι κάνεις εσύ, η Σταματίνα, ο παππούς...
– Ο παππούς χίλιες φορές μας λέει το ρητό: «τα εν οίκω, μη εν δήμω». Ό,τι γίνεται σπίτι, να μην το λέμε έξω! φώναξα εγώ, μην κρατώντας τα δάκρυά μου. Θα τα πω όλα στον παππού και στη μαμά και στον μπαμπά!
– Είσαι μαρτυριάρα! τσιρίζει εκείνη.
– Εγώ μαρτυριάρα η εσύ που λες τα μυστικά του Νίκου και μπορούν και κακό να του κάνουν;
– Εσύ, εσύ, πεισμώνει εκείνη, - που θα τα πεις στον παππού! Εγώ τα λέω μόνο στον αρχηγό μου. Γιατί είμαι φαλαγγίτισσα...
Το βράδυ αναστατώθηκε όλο το σπίτι. Ο παππούς έτρεμε από το θυμό.
– Ακούς εκεί, λέει, να βάζουν τα παιδιά να κατασκοπεύουν τα σπίτια τους!
Ο μπαμπάς: Τι να 'κανα, τι να 'κανα; Θα μ' έδιωχναν από τη δουλειά!
Η μαμά: (Κλαίει πάλι και δε λέει τίποτα).
Η θεία Δέσποινα: Δε βλέπω τίποτα το τραγικό.
Η Σταματίνα: Πάει, του 'καναν μάγια του παιδιού μας!
Σαν έμαθε, όμως, η Σταματίνα, πως η Μυρτώ μίλησε για το γράμμα που έστειλε το καπλάνι, χλόμιασε. Τυλίχτηκε στο σάλι της και λέει στη μαμά:
– Ετοιμάστε σεις το βραδινό, κυρία, εγώ πρέπει να πάω στην κουμπάρα μου, που είναι άρρωστη.
Βγήκε στο δρόμο κι ας έπεφτε η βροχή με τα τουλούμια.
Την άλλη μέρα το πρωί, ο μπαμπάς μόλις είχε φύγει για τη δουλειά του κι εμείς ετοιμαζόμασταν για το σχολείο, όταν βρόντηξαν την πόρτα μας δυνατά. Άνοιξε η Σταματίνα και το σπίτι μας το γέμισαν χωροφύλακες. Δείξανε ένα χαρτί στον παππού κι εκείνος τους είπε:
– Ψάξτε όσο θέλετε, μονάχα που θα πάει χαμένος ο κόπος σας, γιατί ο έγγονός μου έφυγε από το καλοκαίρι.
Εκείνοι δε θέλαν πουθενά να κοιτάξουν μονάχα στη μεγάλη σάλα και ζήτησαν το κλειδί από τη βιτρίνα. Η θεία Δέσποινα του το 'δωσε, έκανε να μπει στη σάλα, ν' ανοίξει τη βιτρίνα, μα κείνοι της πήραν το κλειδί από τα χέρια.
– Θα ψάξουμε μόνοι μας, είπανε.
Η ώρα για το σχολείο είχε περάσει και κανείς δε θυμήθηκε να μας πει, πως έπρεπε να φύγουμε. Μόνο η Μυρτώ κοίταξε μια στιγμή το ρολόι.
– Πω πω! αργήσαμε. Πάμε Μέλια, μου λέει κι έκανε να πάρει την τσάντα της.
– Σήμερα δεν έχει σχολείο, λέει ο παππούς, με τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση.
– Θα με περιμένει ο αρχηγός μου, μετά το μάθημα, γκρινιάζει η Μυρτώ.
– Α ς περιμένει! θυμώνει για τα καλά ο παππούς.
– Να πω, λοιπόν, πως δε μ' άφησες να πάω;
– Πες το!
Καλά λέει η Σταματίνα πως έκαναν μάγια της Μυρτώς! Να μιλάει έτσι στον παππού;
Οι χωροφύλακες δε λέγανε να βγούνε από τη σάλα κι η Σταματίνα πήγε και τους βρόντηξε την πόρτα.
– Αν τα κάνετε όλα άνω κάτω, θα σας βάλω να τα συγυρίσετε, τους φώναξε.
Εκείνοι ανοίξανε και βγήκανε μουτρωμένοι. Η Σταματίνα συνέχιζε να τους πειράζει νευριασμένα.
– Μέσα στο ρολόι να ψάξετε. Μπορεί εκεί να χώθηκε αυτός που ζητάτε!
Οι χωροφύλακες φύγανε. Η Σταματίνα άνοιξε την πόρτα της σάλας, κοίταξε μέσα κι έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι της.
– Χριστέ και Παναγιά! Χριστέ και Παναγιά! μουρμούρισε.
Πήγα κοντά της και πέτρωσα μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Κατάχαμα, στη μέση της σάλας, ήτανε ξαπλωμένο ανάσκελα το καπλάνι, Η κοιλιά του ήτανε ανοιγμένη και το πάτωμα είχε γεμίσει με άχερα.
– Το σκότωσαν, Σταματίνα! ξεφώνισα και με πιάσαν τα κλάματα.
Πήγα κοντά του, σήκωσα το κεφάλι του: εκεί που ήτανε το γαλάζιο μάτι του, έχασκε μια τρύπα! Πάνε πιά όλα! Δε θα μου ξαναφέρει μήνυμα από το Νίκο.
Κι εκείνος δε θα μπορεί πιά, τα καλοκαίρια στο Λαμαγάρι, να μας λέει τις ιστορίες του καπλανιού!
– Έτσι κι αλλιώς ήτανε πάντα ψόφιο. Μονάχα εμείς πιστεύαμε τις κουτές ιστορίες του.
Ήταν η Μυρτώ που τα 'λεγε αυτά κι είχε έρθει να σταθεί από πάνω μου. Γύρισα και την κοίταξα. Όχι, δεν ήτανε αυτή η αδελφούλα μου! Ήτανε ένα ξένο κορίτσι, που το 'χα δει στη γιορτή του σχολείου, να στέκεται πάλι στον κλέφτη τον Κόσκορη και να χαιρετάει φασιστικά.
Τώρα σ' όλη τη χώρα ψάχνουν τον άνθρωπο με το μουστάκι σαν βούρτσα, που λένε, πως μοιάζει του Νίκου. Κάθε μέρα που γυρίζει η Σταματίνα από τα ψώνια, πριν προφτάσει ν' ακουμπήσει καλά καλά το δίχτυ, μας λέει τα νέα.
– Σήμερα ψάξανε στην πέρα γειτονιά... Σήμερα ψάξανε στις εκκλησιές ως και μέσα στο ιερό ακόμα.
Εγώ έτρεμα κάθε φορά, μην ακούσω να πει, πως ψάχνουνε τα ψιλικατζίδικα και τα μικρά καμαράκια με τα κλουβιά. Πέρασε έτσι κάμποσος καιρός και σαν να ξεχάστηκαν όλα και να μη νοιαζότανε πιά κανείς για τον άνθρωπο με το παχύ μουστάκι σαν βούρτσα. Πίστεψαν, πως αλήθεια είχε φύγει από τη χώρα, έτσι έλεγε η Σταματίνα. Όλα έμοιαζαν να ησύχασαν, μονάχα στη σάλα μέσα στη βιτρίνα του καπλανιού ήτανε τώρα συγυρισμένα τα καλά πιατάκια της θείας Δέσποινας, με τα παράξενα πουλιά.
– Που πήγε το καπλάνι; ρωτούσα τη Σταματίνα, μα κείνη δεν ήξερε κι η θεία Δέσποινα ούτε ήθελε πιά να γίνεται λόγος γι' αυτό. Στο σπίτι κανείς δε μιλούσε για το Νίκο και για το καπλάνι. Πρώτα ήτανε αλλιώς, γιατί είχα τη Μυρτώ να κουβεντιάζουμε, μα τώρα εκείνη μόνο για τη φάλλαγγά της νοιάζεται, που δεν έγινε βέβαια ακόμα φάλαγγα, γιατί οι φαλλαγγίτες του σχολείου μας μείνανε έξι, όπως στην αρχή.
– Σε λίγο θα γίνετε όλοι! μας φοβέριζε ο κύριος Καρανάσης, θα γίνει υποχρεωτικό.
Μια μέρα ο Αλέξης δεν ήρθε πάλι σχολείο κι αναρωτιόμουνα μήπως πάθανε τίποτα τα «βασανάκια» της Μυρτώς. Από μέρες, τώρα, είχανε κάνει κάτι στρογγυλές τρύπες στις σόλες κι ο Αλέξης τις γέμιζε με στυπόχαρτο και εφημερίδα, να μην περνούνε τα νερά. Άρρωστος δεν μπορεί να 'τανε, γιατί χτες τ' απόγευμα, που ήρθε ο μπαμπάς του να δει τον παππού, έφερε και τον Αλέξη μαζί. Από τότε που άρχισε να έρχεται ο μπαμπάς του Αλέξη στο σπίτι, ο παππούς παράγγελνε και του πήγαιναν ένα αναμμένο μαγκάλι στο γραφείο του. Δεν ήτανε μεγάλο, σαν της θείας Δέσποινας, ούτε είχε μπρούτζινο πουλί στο σκέπασμά του, έδινε όμως μια γλυκιά ζέστη σ' όλο το δωμάτιο. Μέσα στη στάχτη σιγόβραζε ένα κατσαρολάκι με νερό και φύλλα ευκαλύπτου, που μοσχομύριζαν. Καθίσαμε λοιπόν και μείς μαζί τους, γιατί ήθελα να δείξω του Αλέξη ένα βιβλίο του παππού με ζωγραφιές από την Ιλιάδα. Το βιβλίο ήτανε στα πάνω πάνω ράφια κι εμείς, όπως ανεβήκαμε στη σκαλίτσα να το βρούμε, καθίσαμε στο τελευταίο σκαλοπάτι, να το ξεφυλλίσουμε. Εγώ το 'χα δει πολλές φορές, γι' αυτό έριχνα μόνο μια ματιά και περίμενα να το κοιτάξει καλά ο Αλέξης και να γυρίσει τη σελίδα. Μια στιγμή, κοίταξα κάτω και μου φάνηκε αλλιώτικο το γραφείο του παππού από ψηλά. Έβλεπα του παππού τη φαλάκρα που γυάλιζε και πλάι της τα μαύρα μαύρα μαλλιά του μπαμπά του Αλέξη. Μιλούσαν ήρεμα και σιγανά. Μα, πιο πολύ, ο παππούς ρωτούσε κι ο μπαμπάς του Αλέξη διηγιότανε.
– Για κοίταξε τον Έχτορα, πως τον σέρνει νεκρό πίσω από το άρμα του ο Αχιλλέας, είπε ο Αλέξης και μου 'δειξε τη φωτογραφία.
– Εγώ είμαι με τον Έχτορα, συνέχισε. Εσύ, Μέλια;
– Με τον Αχιλλέα βέβαια, αφού είναι Έλληνας.
– Και τι σημασία έχει; Οι Έλληνες φερθήκανε μπαμπέσικα στους Τρώες.
– Είσαι, λοιπόν, με τους εχθρούς της Ελλάδας;
- Με ποιους εχθρούς είναι ο Αλέξης; σήκωσε ο μπαμπάς του το κεφάλι να μας δει,
– Με τους Τρώες, απάντησα εγώ. Και λέει, πως οι Έλληνες είχανε άδικο.
Ο παππούς κι ο μπαμπάς του Αλέξη γελάσανε.
– Είχανε άδικο οι Έλληνες, γιατί πήγανε να καταχτήσουνε ξένη γη, λέει ο μπαμπάς του.
– Κι εμείς, που είμαστε Έλληνες, μπορούμε να συμφωνάμε με τον εχθρό; απόρησα για τα καλά εγώ.
Τότε ο μπαμπάς του Αλέξη είπε τα πιο παράξενα πράγματα. Αν, λέει, οι Έλληνες θελήσουνε να καταχτήσουνε ξένη γη και κάνουνε πόλεμο, εμείς πρέπει να υπερασπίσουμε αυτό το ξένο κράτος και να μην αφήσουμε να το σκλαβώσουν.
– Μπερδεμένα σου φαίνονται ε, Μέλια; Δεν πειράζει, θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις πιότερο.
Κοίταζα στη ζωγραφιά τον Έχτορα, που αποχαιρετάει τη γυναίκα του και το παιδί του κι ύστερα τον είδα σκοτωμένο, δεμένο πίσω από το άρμα του Αχιλλέα...
– Πολύ μπερδεμένα, απάντησα και γέλασαν όλοι!
Για να ξανάρθω στον Αλέξη, που έλεγα, πως δεν είχε έρθει μια μέρα σχολείο. Μόλις σχολάσαμε έτρεξα στο σπίτι του. Παράξενο, η ξώπορτα ήτανε ανοιχτή.
– Αλέξη, Αλέξη! φώναξα.
Κανείς δεν απάντησε. Μπήκα μέσα στο σπίτι, κοίταξα στα δωμάτια, κανείς. Βρήκα τον Αλέξη στην κουζίνα. Είχε στουπώσει κομμάτια ψωμί σ' ένα φλιτζάνι γάλα και τα 'τρωγε αργά αργά, με το κουταλάκι. Ούτε πρόσεξε, πως στεκόμουνα στην πόρτα.
– Είσαι άρρωστος; ρώτησα.
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του ξαφνιασμένα.
- Σχολάσατε; είπε μόνο.
– Τι έχεις, Αλέξη;
– Πιάσανε τον μπαμπά μου, Μέλια,... οι χωροφύλακες. Τον σήκωσαν τη νύχτα από το κρεβάτι. Τον πήρανε με τις πιτζάμες. Η μαμά έφυγε να μάθει που τον πήγανε. Δεν ήθελε να με πάρει μαζί.
Στεκόμουνα ακίνητη στην πόρτα κι ένιωθα σαν να βουλιάζει, να βουλιάζει η καρδιά μου σε μια μεγάλη λύπη... Η κουζίνα του Αλέξη ήτανε υγρή και σκοτεινή, ο νεροχύτης σπασμένος κι ο Αλέξης έπινε γάλα με ψωμί σ' ένα φλιτζάνι χωρίς χέρι. Ο παππούς έλεγε, πως ο μπαμπάς του Αλέξη έγραφε πολύ πολύ όμορφα και σοφά βιβλία. Γιατί λοιπόν να τον πάρουνε, σαν κλέφτη, οι χωροφύλακες από το σπίτι του; Θυμάμαι, πέρυσι, όταν παίρνανε τον μπαμπά του Οδυσσέα, που έτρεχαν ξοπίσω του η γυναίκα του, η γριά γιαγιά και τα παιδιά του και σκλήριζαν όλοι μαζί. Μα κείνος ψάρευε με δυναμίτη, που απαγορευότανε. Ο μπαμπάς του Αλέξη δεν έκανε τίποτα κακό, ούτε δούλευε καν, μόνο έγραφε βιβλία.
Όχι, ποτέ, μα ποτέ δε θα γίνω συγγραφέας κι ας μη γράψω ποτέ τις χαρούμενες και λυπητερές ιστορίες που σκέφτομαι! Θα 'ναι φριχτό να σε σηκώνουν νύχτα από το κρεβάτι σου, με τις πιτζάμες, να σε σέρνουν στο δρόμο κι οι πιτζάμες να είναι ριγωτές γκρι και κόκκινες, με μεγάλα γκρίζα μπαλώματα στο παντελόνι και στους αγκώνες, όπως του μπαμπά του Αλέξη.
– Τι θα του κάνουνε, Μέλια; έκανε ξαφνικά ο Αλέξης και ένιωσα πως ήτανε έτοιμος να κλάψει.
– Πάμε να ρωτήσουμε τον παππού.
Τρεις μέρες δεν ήρθε ο Αλέξης στο σχολείο. Πήγαινε με τη μαμά του στη φυλακή κι όλο περίμενε, πως θα τον αφήσουνε να δει τον μπαμπά του. Μα τον μπαμπά του τον στείλανε εξορία, σε άλλο, μακρινό νησί και δεν άφησαν κανένα να τον δει. Την τέταρτη μέρα ο Αλέξης παρουσιάστηκε ξαφνικά στην τάξη και σαν τον ρώτησε η κυρία Ειρήνη αν ήταν άρρωστος, είπε: Όχι! τόσο απότομα, που εκείνη δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο. Μόλις άρχισε το μάθημα, μπήκε στην τάξη ο κύριος Καρανάσης.
– Παιδιά προδοτών δεν μπορούν να σπουδάσουν με τα παιδιά των καλών οικογενειών, είπε μονάχα.
Εμείς δεν καταλάβαμε τι ήθελε να πει. Τότε βλέπω τον Αλέξη να μαζεύει στη σάκα του τα βιβλία του και να πηγαίνει αμίλητος προς την πόρτα.
– Αντίο, παιδί μου, του φώναξε η κυρία Ειρήνη, ενώ εκείνος είχε βγει σχεδόν από την τάξη.
Ο κύριος Καρανάσης γύρισε και την κοίταξε με τέτοιο κακό βλέμμα, που την έκανε να κοκκινίσει. Ύστερα βγήκε και κείνος και βρόντηξε πίσω του την πόρτα.
– Γιατί έφυγε ο Αλέξης; ρωτήσαμε όλοι.
– Δεν ξέρω, απάντησε η κυρία Ειρήνη και πήρε την κιμωλία να μας γράψει το μάθημα στον πίνακα.
– Και τώρα τι θα γίνει, παππού;
– Τι θα γίνει, Μέλισσα;
– Πως θα τελειώσει η ιστορία;
– Ποια ιστορία;
– Να, ο μπαμπάς του Αλέξη είναι εξορία, ο Αλέξης έφυγε από το σχολείο, της Μυρτώς της έκαναν μάγια, που λέει και η Σταματίνα, ο Νίκος ούτε μας γράφει... Πως θα τελειώσει η ιστορία, παππού;
– Δεν ξέρω, παιδί μου, αληθινά δεν ξέρω.
Πρώτη φορά ρωτούσα κάτι τον παππού κι έλεγε: δεν ξέρω. Και το έλεγε έτσι, σαν να λυπότανε πολύ που δεν ήξερε.
Ήρθε κι η Κυριακή, βαρετή όσο ποτέ. Ήθελα να πάω στον Αλέξη, μα δε μ' άφηνε ο μπαμπάς. Καλύτερα, λέει, να 'ρχεται κείνος σε μας. Μα ο Αλέξης δεν ήθελε ν' αφήσει τη μαμά του μόνη κι εκείνη ποτέ δεν έρχεται στο σπίτι μας. Θαρρώ, ντρέπεται να πάει επίσκεψη, με κείνο το μπλε, ξεθιοριασμένο φουστάνι.
Κάθισα στην τζαμωτή και συλλογιόμουνα τι καλά ήτανε πέρυσι το χειμώνα τις βαρετές Κυριακές, που ήμασταν μαζί, να βαριόμαστε με τη Μυρτώ και παίζαμε τον «παππού ζητιάνο» και μετρούσαμε τις σταγόνες που κυλούσαν στα τζάμια. Τώρα, η Μυρτώ πάει κάθε Κυριακή απόγευμα στη φάλαγγά της. Αν κάνει καμιά φορά πως δεν την αφήνει ο μπαμπάς, ο αρχηγός της το λέει στον κύριο Καρανάση, εκείνος στο διευθυντή του μπαμπά, που τον καλεί να του πει πάλι, ότι θα έχει συνέπειες. Περίμενα, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι, να δω τη Μυρτώ να φανεί. Σκοτείνιασε, άρχισαν ένα ένα ν' ανάβουν τα φώτα της προκυμαίας κι εκείνη ακόμα...
– Καλέ, δε φάνηκε το παιδί μας; ρώτησε η Σταματίνα, που ήρθε και στάθηκε πλάι μου, να κοιτάζει στο δρόμο.
– Άργησε πολύ! ανησύχησα για τα καλά εγώ.
Ο παππούς, σαν του το 'παμε, βγήκε να πάει στο σχολείο, να δει τι γίνεται, γιατί ο κύριος Καρανάσης άφηνε μια τάξη ανοιχτή να μαζεύονται οι φαλαγγίτες τις Κυριακές.
– Το σχολείο είναι θεόκλειστο, είπε ο παππούς σα γύρισε, ψυχή.
Σε λίγο, ξανάβαλε το καπέλο του και πήγε να ψάξει στους δρόμους.
– Το 'λεγα γω, το 'λεγα γω! έσμιγε απελπισμένα τα χέρια της η Σταματίνα. Θα πάθουμε καμιά συμφορά, μ' αυτούς τους αλήτες, που 'ναι σ' αυτή τη βρωμοφάλαγγα.
Ο παππούς ξαναγύρισε, ήρθαν η μαμά κι ο μπαμπάς απέξω, γύρισε κι η θεία Δέσποινα από τις επισκέψεις της, μα η Μυρτώ πουθενά. Ανησύχησαν τότε όλοι παρά πολύ και καθένας πρότεινε και κάτι άλλο να κάνουμε
– Να πάμε να ρωτήσουμε στο σπίτι του Κόσκορη, είπα τότε εγώ. Κάθεται κοντά στο σχολείο.
– Ποιος είναι αυτός; ρώτησε ο παππούς.
– Ένα παιδί που κλέβει γομολάστιχες και είναι φαλαγγίτης, μαζί με τη Μυρτώ.
– Λες ανοησίες, Μέλια, μάλωσε η θεία Δέσποινα.
– Πήγαινε βάλε το παλτό σου και θα πάμε μαζί, είπε ο παππούς.
Ανέβηκα τρεχάλα στο δωμάτιό μας να φορέσω το παλτό μου. Καθώς άνοιξα την πόρτα, άκουσα δυνατά κλάματα. Μπρούμυτα, απάνω στο κρεβάτι της, ήτανε πεσμένη με τα παπούτσια η Μυρτώ!
- Μυρτώ, Μυρτούλα, τι έχεις; ξεφώνισα κι έτρεξα κοντά της.
Εκείνη δεν απαντούσε, μονάχα έκλαιγε ακόμα πιο δυνατά. Τα 'χασα.
– Έλα λοιπόν, Μέλια! ακούστηκε η φωνή του παππού από κάτω.
Έτρεξα στη σκάλα και χωρίς να κατέβω τους φώναξα όλους απάνω. Ήρθαν όλοι τρεχάτοι στην κάμαρά μας, και ρωτούσανε πάλι όλοι μαζί. Κάθε φορά, σα γίνεται κάτι, οι μεγάλοι ρωτάνε όλοι μαζί και σαστίζουνε χειρότερα.
– Τι έπαθες;
– Γιατί άργησες;
– Πως μπήκες μέσα στο σπίτι, χωρίς να σε πάρουμε είδηση;
– Που είχες πάει;
– Με ποιους ήσουνα;
– Η πίσω πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, λέει μια στιγμή η Σταματίνα.
Όλοι σωπάσανε. Γιατί, άραγε, να μπει η Μυρτώ στο σπίτι από την πίσω πόρτα, σαν τον κλέφτη; Τότε μίλησε ο παππούς:
– Φέρε της ένα ζεστό, Σταματίνα, κι ας την αφήσουμε να κοιμηθεί. Μια φορά, τώρα είναι σπίτι και γερή κι αυτό είναι το σπουδαιότερο.
– Θέλεις να καθίσω κοντά σου τη νύχτα; ρωτά η μαμά!
Η Μυρτώ όμως ούτε κουνάει, ούτε λέει λέξη, μόνο κλαίει, κλαίει. Ο παππούς έγνεψε σ' όλους να βγούνε από το δωμάτιο και μου λέει σιγανά:
– Ίσως μιλήσει σε σένα. Αν χρειαστεί, φώναξέ μας. Κανένας δε θα κοιμηθεί.
Και σαν μείναμε μόνες στην κάμαρα, πάλι δε μου είπε τίποτα η Μυρτώ. Ούτε την άλλη μέρα. Δεν έκλαιγε πιά, μόνο καθότανε στο κρεβάτι της και κοίταγε το ταβάνι. Ούτε εγώ πήγα στο σχολείο, γιατί δεν κοιμήθηκα σχεδόν τη νύχτα και το πρωί η μαμά μ' έβαλε να κοιμηθώ. Μόλις άνοιγα για μια στιγμή τα μάτια, έβλεπα τη Μυρτώ να κάθεται ακίνητη στο κρεβάτι της και να πηγαινοέρχονται όλοι στο δωμάτιο στις μύτες των ποδιών. Ο παππούς πήγε στο σχολείο, μήπως μάθει τι έγινε. Ρώτησε τον κ. Καρανάση, ρώτησε τους άλλους φαλαγγίτες, μα όλοι λέγανε πως δε συνέβηκε απολύτως τίποτα. Ξεχάστηκαν λίγο παραπάνω και δεν πήραν είδηση πως πέρασε η ώρα.
– Είναι όλοι τους ψεύτες, είπε ο παππούς όλο θυμό, σα γύρισε. Λένε πως δεν κούνησαν απ' το σχολείο, ενώ εγώ, σαν πήγα, ήτανε θεόκλειστα όλα.
Η Μυρτώ κοιμάται, κοιμάται με τις ώρες. Ήρθε ο γιατρός και της έκανε ένεση. Σα νύχτωσε, η Σταματίνα τους έδιωξε όλους να κοιμηθούνε και είπε, πως θα ξενυχτήσει κείνη, πλάι στη Μυρτώ. Πήρε μια καρέκλα κάθισε πλάι της και άναψε ένα μικρό λαμπάκι.
– Τι λες να 'παθε η Μυρτώ, Σταματίνα; Μήπως την μάγεψαν στ' αλήθεια; ρώτησα σιγανά.
– Κοιμήσου, λέει εκείνη, κι αύριο, να δεις, όλα θα περάσουν.
– ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, είπα στον εαυτό μου και κουκουλώθηκα, από το κεφάλι, με τα σκεπάσματα.
Ύστερα, δεν κατάλαβα αν ξύπνησα η αν έβλεπα όνειρο. Μα, βέβαια, όνειρο ήτανε: Πού βρέθηκε μέσα στο δωμάτιό μας ο Νίκος, να κάθεται πλάι στο κρεβάτι της Μυρτώς! Όμως, τον έβλεπα ολοκάθαρα. Η μικρή λαμπίτσα φώτιζε την κάμαρα κι απάνω στο ταβάνι ζωγραφιζόταν τεράστια η σκιά του. Ήταν ο Νίκος, μόνο το πυκνό μουστάκι σαν βούρτσα δεν το 'χε πιά. Δεν μπορεί να 'ναι όνειρο! Άκουγα ψιθυριστή, μα ξεκάθαρη τη φωνή του.
– Και τώρα κοιμήσου, έλεγε της Μυρτώς. Ήτανε ένα κακό όνειρο που πέρασε. Είδες που σ' το υποσχέθηκα και ήρθα;
Είναι όνειρο λοιπόν; Σε ποιόν υποσχέθηκε να 'ρθει ο Νίκος; Στη Μυρτώ; Αφού είχε να τη δει από τότε που έφυγε από το Λαμαγάρι.
Έκανα μια προσπάθεια ν' ανοίξω τα βλέφαρά μου, που έπεφταν βαριά από τον ύπνο. Τέλος, το κατόρθωσα κι ανακάθισα στο κρεβάτι... Ήμουνα ξύπνια κι αυτός, που καθότανε πλάι στη Μυρτώ, ήτανε ο Νίκος!
– Νίκο, ψιθύρισα.
– Ξύπνησες, μικρό;
– Τέλειωσαν, λοιπόν, όλα και θα μείνεις στο σπίτι πιά;
– Δεν τέλειωσε τίποτα, Μέλισσα, ακούστηκε λυπημένη η φωνή του Νίκου. Αύριο φεύγω από το νησί κι ήρθα να σας αποχαιρετήσω.
– Πες της, λοιπόν, τι έγινε!
Μιλούσε η Μυρτώ. Με μια αδύνατη, αδύνατη φωνούλα, που μόλις έβγαινε. Κι ο Νίκος τότε διηγήθηκε τον άθλο της Μυρτώς.
Την Κυριακή τ' απόγευμα, στο σχολείο, ο αρχηγός τους τους είπε, πως κάθε καλός φαλαγγίτης πρέπει να κάνει έναν άθλο. Πρέπει να κάνει κάτι, για τη φάλαγγά του.
– Σήμερα είναι η σειρά σου, είπε μετά στη Μυρτώ.
– Και τι θα κάνω; ρώτησε κείνη.
– Μόλις σκοτεινιάσει, θα σου πούμε.
– Πρέπει να πάω σπίτι μόλις σκοτεινιάσει, αλλιώς θα με μαλώσουν.
– Φοβητσιάρα, την κορόιδεψε ο Κόσκορης (το παιδί που έκλεβε τις γομολάστιχες). Δεν πα να σε μαλώσουνε! Για τη φάλαγγα όλα πρέπει να τα υποφέρεις.
Μόλις σκοτείνιασε για καλά, βγήκανε από το σχολείο και περνώντας από κάτι σοκάκια μπήκανε σ' ένα άδειο οικόπεδο. Ψυχή δεν ήτανε εκεί, μονάχα γάτες νιαούριζαν. Τόσες πολλές, που μπερδευότανε στα ποδιά τους.
– Θα έκανε ο Κόσκορης τον άθλο, λέει ψιθυριστά ο αρχηγός, μα είναι χοντρός.
– Τι πρέπει να κάνω; ρώτησε πάλι η Μυρτώ, που καταλάβαινε τίποτα.
– Ορκίσου στην τιμή της φάλαγγας και θα σου πω.
– Ορκίζομαι.
– Αυτή η μάντρα βγάζει στον πίσω τοίχο του ψιλικατζίδικου της κυρα-Αγγελικής, εξήγησε πάντα ψιθυριστά ο αρχηγός. Χτες βράδυ μεγάλωσα την τρύπα, που περνάνε οι γάτες.
Τράβηξε δυο μεγάλες κοτρόνες από τον τοίχο κι είπε στη Μυρτώ να δοκιμάσει, αν χωράει να περάσει,
– Τι θα κάνω στο ψιλικατζίδικο; απόρησε κείνη. Είναι κλειστό τέτοια ώρα.
– Θα ψάξεις με το κλεφτοφάναρο, που θα σου δώσουμε, (φως δεν κάνει ν' ανάψεις), και θα βρεις να μας φέρεις: Τρία κουτιά σφυρίχτρες με άσπρα στριφτά κορδόνια. Δέκα σουγιαδάκια με διπλή λεπίδα και όσες μπορείς πιότερες σοκολάτες, απ' αυτές με τη λοταρία.
– Πως να τα πάρω; τα χάνει η Μυρτώ, αφού η κυρία Αγγελική θα λείπει, αυτό είναι κλεψιά.
– Κλεψιά! θυμώνει ο αρχηγός. Να φέρεις πράγματα που τα χρειάζεται η φάλαγγά σου, είναι κλεψιά; Τι άθλος θα ήτανε, αν πήγαινες μέρα μεσημέρι και με τα λεφτά να τ' αγοράσεις;
– Καλέ, είναι φοβητσιάρα, κορόιδεψε ο Κόσκορης. Και δεν ξέρω τι τους θέλουμε τους δειλούς στη φάλαγγά μας.
Η Μυρτώ τότε έσκυψε να χωθεί στην τρύπα.
– Ψάξε εσύ με την ησυχία σου, λέει ο αρχηγός. Εμείς θα κλείσουμε την τρύπα κι ύστερα θα 'ρθουμε να σε πάρουμε.
Κύλησαν απέξω τις πέτρες κι η Μυρτώ βρέθηκε κλεισμένη, στο σκοτάδι, Άναψε το κλεφτοφάναρο κι έμεινε ακούνητη στη θέση της.
– Είναι άθλος κι όμως πολύ μοιάζει με κλεψιά, συλλογιότανε. Έτσι μάλιστα με το κλεφτοφάναρο...
Ψαχουλεύοντας βρήκε το διακόπτη του ηλεκτρικού και τον γύρισε. Τα πουλιά, που ήταν στο ψιλικατζίδικο, ξύπνησαν και άρχισαν ανήσυχα να πετούν στα κλουβιά τους.
– Που να 'ναι άραγε, οι σφυρίχτρες με τ' άσπρα κορδόνια; αναρωτήθηκε η Μυρτώ κι έψαχνε με το βλέμμα στα ράφια... Θα της δώσουνε, βέβαια, κι εκείνης μια σφυρίχτρα, να την κρεμάσει από τον ώμο της. Κι όταν γίνει υποχρεωτικό να γίνουν όλοι στο σχολείο φαλαγγίτες, αυτή θα 'ναι αρχηγός, στις παρελάσεις θα πηγαίνει μπροστά και κάθε τόσο θα γυρίζει προς τα πίσω να σφυρίζει στη φάλαγγά της. Τι θα πει, όμως, η κυρία Αγγελική το πρωί, σα δει τα πράγματα να λείπουνε; Σίγουρα, θα πάει ο αρχηγός και θα της πει: «Εγώ έβαλα τη φαλαγγίτισσά μου να τα πάρει, γιατί έπρεπε να κάνει έναν άθλο». Αν όμως, δεν πει τίποτα; Να βγει, άραγε να ρωτήσει τον αρχηγό και τον Κόσκορη; Δε θα την πούνε όμως δειλή, αν τη δούνε να βγαίνει απ' την τρύπα, χωρίς τα πράγματα; Και τότε... αντίο! Αρχηγός δε θα γίνει ποτέ!
Κάποιος θόρυβος, σαν τρίξιμο πόρτας, έκανε τη Μυρτώ να γυρίσει το κεφάλι τρομαγμένη...
Παρακάτω, δεν είχα ανάγκη ν' ακούσω την ιστορία, μπορούσα και μόνη μου να φανταστώ τι έγινε. Από τη μικρή πορτίτσα, που πάει στο καμαράκι, με τ' άδεια κλουβιά, φανερώθηκε μπροστά της ο Νίκος!! !
Φαντάζομαι, πόσο θα τα 'χασε η Μυρτώ. Άλλο τόσο, βέβαια, κι ο Νίκος, που την είδε νυχτιάτικα μ' ένα κλεφτοφάναρο στο χέρι, στο κλειστό μαγαζάκι. Θα της εξήγησε μετά, πως βέβαια και είναι κλεψιά κι όχι άθλος.
Κι η Μυρτώ έβαλε τέτοια κλάματα, που ο Νίκος φοβήθηκε πως κάτι θα πάθει, Ύστερα, την έπεισε να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι πριν γυρίσουν οι άλλοι δύο. Της ξεκλείδωσε να φύγει από την πόρτα, και της έδωσε το λόγο του, πως θα 'ρθει σπίτι να τη δει και να μας πει εκείνος τι συνέβηκε. Τότε μόνον η Μυρτώ σταμάτησε να κλαίει κι έφυγε.
Σαν τέλειωσε ο Νίκος τη διήγησή του, είπε στη Σταματίνα να πάνε μαζί να ξυπνήσουν τον παππού, για να τον αποχαιρετήσει.
Μας αγκάλιασε μετά και τις δυό και, κοτζάμ Νίκος, είχε τα μάτια του γεμάτα δάκρυα.
– Πως θα φύγεις; τον ρώτησα. Δε θα σε πιάσουν, αν σε δουν στο βαπόρι;
– Θα πάω καβάλα στο καπλάνι, γέλασε κείνος.
– Δεν ξέρεις, πως το καπλάνι πέθανε;
– Δεν πέθανε, Μέλισσα, πληγώθηκε μόνο και τώρα είναι μια χαρά.
Μας ξαναφίλησε.
– Θα σας γράψω, ψιθύρισε συγκινημένα και βγήκε από την κάμαρά μας, μαζί με τη Σταματίνα.
– Έλα στο κρεβάτι μου, λέει η Μυρτώ. Δεν να κοιμηθώ μόνη μου.
Τρύπωσα στο πλάι της.
– ΕΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ; ρώτησα.
– Δεν ξέρω Μέλια.
– Εγώ ΕΥ-ΓΙΟ, ΕΥ-ΓΓΟ! Γιατί ζει το καπλάνι!