×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ευριπίδης - Άλκηστις, 9.2 ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (675-746)

9.2 ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (675-746)

ΦΕΡ. Ε γιε μου, ποιόν θαρρείς πως βρίζεις; Δούλο

Φρύγα ή Λυδό που αγοραστό τον έχεις;

Γιος γνήσιου Θεσσαλού πατέρα εγώ ᾽μαι

και Θεσσαλός ελεύθερος, να ξέρεις.

Παραείσαι αυθάδης· μη θαρρείς πως έτσι

θ᾽ αφήσω εγώ τ᾽ ασύστολά σου λόγια.

Σ᾽ έκαμα και σ᾽ ανάθρεψα για αφέντη

του παλατιού, μα δε χρωστώ για σένα

και να πεθάνω· νόμο απ᾽ τους προγόνους

ούτε απ᾽ τους άλλους Έλληνες δε βρήκα

για τα παιδιά οι πατέρες να πεθαίνουν.

Με δική σου, καλή ή κακή, ήρθες τύχη

στον κόσμο εδώ. Από μένα τα ᾽χεις όλα

όσα έπρεπε· έχεις πλήθος υπηκόους,

και στρέμματα χωράφια θα σου αφήσω

πλήθος, απ᾽ τον πατέρα μου όσα βρήκα.

Πού σ᾽ αδίκησα; Τί δικό σου πήρα;

Μην πεθαίνεις για με, ούτ᾽ εγώ για σένα.

Η ζωή σ᾽ αρέσει· του πατέρα σου όχι;

Πολύν καιρό θα ᾽ναι κανείς στον Άδη,

λίγο εδώ πάνω, μα η ζωή γλυκιά ᾽ναι.

Το θάνατο εσύ κοίταες ν᾽ αποφύγεις,

καλά και σώνει, κι έτσι ζεις ακόμα

πέρ᾽ απ᾽ το μέτρο που ᾽χε ορίσει η μοίρα,

θυσιάζοντας ετούτη εδώ. Κι εμένα

τολμάς να λες δειλό, που μια γυναίκα,

άναντρε, σε ξεπέρασε στην τόλμη

και πάει για σένα, τον ωραίο λεβέντη;

Με την έξυπνη τέχνη αυτή που βρήκες

ποτέ δε θα πεθάνεις, αν εκείνη (700)

που έχεις κάθε φορά γυναίκα πείθεις

το θάνατο στη θέση σου να παίρνει.

Κι έπειτα βρίζεις κείνους τους δικούς σου

που δεν κάνουν, δειλέ, το θέλημά σου.

Πάψε. Να ξέρεις ότι, αν τη ζωή σου

εσύ αγαπάς, την αγαπούνε κι οι άλλοι·

κι αν πεις κακό για μας, πολλά θ᾽ ακούσεις

κακά από μας που ψέματα δε θα ᾽ναι.

ΚΟΡ. Βρισιές, τώρα και πριν, πέρ᾽ απ᾽ το μέτρο·

(πάψε το γιο σου, γέρο, να ξομπλιάζεις.)

ΑΔΜ. Μίλα και θ᾽ απαντήσω· αν τσούζ᾽ η αλήθεια,

τόσο κακά σ᾽ εμένα ας μη φερνόσουν.

ΦΕΡ. Χειρότερο, αν θα πέθαινα για σένα.

ΑΔΜ. Μα το ίδιο, να πεθάνει νιος ή γέρος;

ΦΕΡ. Χρέος μας να ζούμε για ένα, όχι για δύο.

ΑΔΜ. Ξεπέρασε λοιπόν το Δία στα χρόνια.

ΦΕΡ. Καταριέσαι γονιό που δε σου φταίει.

ΑΔΜ. Γιατί η μακροζωία πολύ σ᾽ αρέσει.

ΦΕΡ. Μα άλλος νεκρός δεν πάει αντίς για σένα;

ΑΔΜ. Ναι, απόδειξη της τόσης σου δειλίας.

ΦΕΡ. Δε θα μας πεις πως πέθανε για μένα.

ΑΔΜ. Άμποτε να λάβεις την ανάγκη μου μια μέρα.

ΦΕΡ. Παίρνε πολλές, να ᾽χεις πολλές να στέλνεις.

ΑΔΜ. Ντροπή για σε, που δείλιασες να φύγεις.

ΦΕΡ. Γλυκό ειν᾽ αυτό το φως το θείο της μέρας.

ΑΔΜ. Άναντρη και δειλή ειν᾽ η βούλησή σου.

ΦΕΡ. Δε βρήκες γέρο μπαίγνιο, να τον θάψεις.

ΑΔΜ. Κακονοματισμένος θα πεθάνεις.

ΦΕΡ. Σα δε θα ζω, δεν πάνε να με βρίζουν;

ΑΔΜ. Τα γερατειά σταλιά ντροπή δεν έχουν.

ΦΕΡ., (δείχνοντας τη νεκρή.)

Ετούτη είχε ντροπή, μυαλό δεν είχε.

ΑΔΜ. Μπρος! Φεύγα κι άφησέ με να τη θάψω.

ΦΕΡ. Φεύγω. Θα θάψεις μια που είσ᾽ ο φονιάς της

και που θα δώσεις λόγο στη γενιά της.

Άντρας δε θα ᾽ναι ο Άκαστος, αν πίσω

της αδερφής του δε ζητήσει το αίμα.

(Φεύγει με την ακολουθία του.)

ΑΔΜ. Σύρε, κι όπως τ᾽ αξίζετε να ζείτε,

κι εσύ κι αυτή που σπίτι σου την έχεις,

δυο γέροι που έχουν γιο, μα που άκληροι είναι·

γιατί στη στέγη που είμαι δε θα μπείτε·

κι αν γινότανε κήρυκες να βάλω,

το πατρικό ν᾽ αποκηρύξω σπίτι,

θα το ᾽κανα.

(Προς τους συνοδούς της κηδείας.)

Εμείς τώρα, φίλοι, πάμε

—πρώτο μου χρέος ετούτη η συμφορά μου—

την πεθαμένη στην πυρά να βάλουμε.

(Η νεκρική πομπή και ο Χορός ξεκινούνε να φύγουν.)

ΚΟΡ. Γενναιόψυχη, ασύγκριτη εσύ,

που αποτόλμησες πράξη βαριά, φοβερή,

στο καλό, στο καλό!

Και καλόκαρδο δέξιμο εκεί που θα πας

απ᾽ τον χθόνιον Ερμή κι απ᾽ τον Άδη να βρεις.

Κι αν με κάποια αγαθά ξεχωρίζουν εκεί

τους ενάρετους, άμποτε εσύ

να τα λάβεις, και πλάι στην κυρά

του Άδη να ᾽χεις το θρόνο σου πάντα.

9.2 ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (675-746)

ΦΕΡ. Ε γιε μου, ποιόν θαρρείς πως βρίζεις; Δούλο

Φρύγα ή Λυδό που αγοραστό τον έχεις;

Γιος γνήσιου Θεσσαλού πατέρα εγώ ᾽μαι

και Θεσσαλός ελεύθερος, να ξέρεις.

Παραείσαι αυθάδης· μη θαρρείς πως έτσι

θ᾽ αφήσω εγώ τ᾽ ασύστολά σου λόγια.

Σ᾽ έκαμα και σ᾽ ανάθρεψα για αφέντη

του παλατιού, μα δε χρωστώ για σένα

και να πεθάνω· νόμο απ᾽ τους προγόνους

ούτε απ᾽ τους άλλους Έλληνες δε βρήκα

για τα παιδιά οι πατέρες να πεθαίνουν.

Με δική σου, καλή ή κακή, ήρθες τύχη

στον κόσμο εδώ. Από μένα τα ᾽χεις όλα

όσα έπρεπε· έχεις πλήθος υπηκόους,

και στρέμματα χωράφια θα σου αφήσω

πλήθος, απ᾽ τον πατέρα μου όσα βρήκα.

Πού σ᾽ αδίκησα; Τί δικό σου πήρα;

Μην πεθαίνεις για με, ούτ᾽ εγώ για σένα.

Η ζωή σ᾽ αρέσει· του πατέρα σου όχι;

Πολύν καιρό θα ᾽ναι κανείς στον Άδη,

λίγο εδώ πάνω, μα η ζωή γλυκιά ᾽ναι.

Το θάνατο εσύ κοίταες ν᾽ αποφύγεις,

καλά και σώνει, κι έτσι ζεις ακόμα

πέρ᾽ απ᾽ το μέτρο που ᾽χε ορίσει η μοίρα,

θυσιάζοντας ετούτη εδώ. Κι εμένα

τολμάς να λες δειλό, που μια γυναίκα,

άναντρε, σε ξεπέρασε στην τόλμη

και πάει για σένα, τον ωραίο λεβέντη;

Με την έξυπνη τέχνη αυτή που βρήκες

ποτέ δε θα πεθάνεις, αν εκείνη (700)

που έχεις κάθε φορά γυναίκα πείθεις

το θάνατο στη θέση σου να παίρνει.

Κι έπειτα βρίζεις κείνους τους δικούς σου

που δεν κάνουν, δειλέ, το θέλημά σου.

Πάψε. Να ξέρεις ότι, αν τη ζωή σου

εσύ αγαπάς, την αγαπούνε κι οι άλλοι·

κι αν πεις κακό για μας, πολλά θ᾽ ακούσεις

κακά από μας που ψέματα δε θα ᾽ναι.

ΚΟΡ. Βρισιές, τώρα και πριν, πέρ᾽ απ᾽ το μέτρο·

(πάψε το γιο σου, γέρο, να ξομπλιάζεις.)

ΑΔΜ. Μίλα και θ᾽ απαντήσω· αν τσούζ᾽ η αλήθεια,

τόσο κακά σ᾽ εμένα ας μη φερνόσουν.

ΦΕΡ. Χειρότερο, αν θα πέθαινα για σένα.

ΑΔΜ. Μα το ίδιο, να πεθάνει νιος ή γέρος;

ΦΕΡ. Χρέος μας να ζούμε για ένα, όχι για δύο.

ΑΔΜ. Ξεπέρασε λοιπόν το Δία στα χρόνια.

ΦΕΡ. Καταριέσαι γονιό που δε σου φταίει.

ΑΔΜ. Γιατί η μακροζωία πολύ σ᾽ αρέσει.

ΦΕΡ. Μα άλλος νεκρός δεν πάει αντίς για σένα;

ΑΔΜ. Ναι, απόδειξη της τόσης σου δειλίας.

ΦΕΡ. Δε θα μας πεις πως πέθανε για μένα.

ΑΔΜ. Άμποτε να λάβεις την ανάγκη μου μια μέρα.

ΦΕΡ. Παίρνε πολλές, να ᾽χεις πολλές να στέλνεις.

ΑΔΜ. Ντροπή για σε, που δείλιασες να φύγεις.

ΦΕΡ. Γλυκό ειν᾽ αυτό το φως το θείο της μέρας.

ΑΔΜ. Άναντρη και δειλή ειν᾽ η βούλησή σου.

ΦΕΡ. Δε βρήκες γέρο μπαίγνιο, να τον θάψεις.

ΑΔΜ. Κακονοματισμένος θα πεθάνεις.

ΦΕΡ. Σα δε θα ζω, δεν πάνε να με βρίζουν;

ΑΔΜ. Τα γερατειά σταλιά ντροπή δεν έχουν.

ΦΕΡ., (δείχνοντας τη νεκρή.)

Ετούτη είχε ντροπή, μυαλό δεν είχε.

ΑΔΜ. Μπρος! Φεύγα κι άφησέ με να τη θάψω.

ΦΕΡ. Φεύγω. Θα θάψεις μια που είσ᾽ ο φονιάς της

και που θα δώσεις λόγο στη γενιά της.

Άντρας δε θα ᾽ναι ο Άκαστος, αν πίσω

της αδερφής του δε ζητήσει το αίμα.

(Φεύγει με την ακολουθία του.)

ΑΔΜ. Σύρε, κι όπως τ᾽ αξίζετε να ζείτε,

κι εσύ κι αυτή που σπίτι σου την έχεις,

δυο γέροι που έχουν γιο, μα που άκληροι είναι·

γιατί στη στέγη που είμαι δε θα μπείτε·

κι αν γινότανε κήρυκες να βάλω,

το πατρικό ν᾽ αποκηρύξω σπίτι,

θα το ᾽κανα.

(Προς τους συνοδούς της κηδείας.)

Εμείς τώρα, φίλοι, πάμε

—πρώτο μου χρέος ετούτη η συμφορά μου—

την πεθαμένη στην πυρά να βάλουμε.

(Η νεκρική πομπή και ο Χορός ξεκινούνε να φύγουν.)

ΚΟΡ. Γενναιόψυχη, ασύγκριτη εσύ,

που αποτόλμησες πράξη βαριά, φοβερή,

στο καλό, στο καλό!

Και καλόκαρδο δέξιμο εκεί που θα πας

απ᾽ τον χθόνιον Ερμή κι απ᾽ τον Άδη να βρεις.

Κι αν με κάποια αγαθά ξεχωρίζουν εκεί

τους ενάρετους, άμποτε εσύ

να τα λάβεις, και πλάι στην κυρά

του Άδη να ᾽χεις το θρόνο σου πάντα.