×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ευριπίδης - Άλκηστις, 5.1 ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (238-279)

5.1 ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (238-279)

ΚΟΡ. Α, ποτέ δε θα πω πως του γάμου οι χαρές

ξεπερνούν τα φαρμάκια που αυτός μας ποτίζει·

το ᾽δα κι άλλες φορές, βλέπω τώρα κι αυτή

του καλού βασιλιά τη βαριά συμφορά,

που την έξοχη χάνει γυναίκα, και πια

μιαν αβάσταχτη τώρα ζωή θα περνάει.

ΑΛΚΗΣΤΗ

Ω φως της ημέρας, ω ήλιε εσύ,

κι ω στροβιλίσματα νεφών που τρέχουνε στα ουράνια!

ΑΔΜΗΤΟΣ

Μας βλέπει, τους δυο δύστυχους· πεθαίνεις

χωρίς ποτέ στους θεούς να ᾽χουμε φταίξει.

ΑΛΚ. Ω γη, και του σπιτιού σκεπή,

και της πατρίδας, της Ιωλκού, ω νυφικό κρεβάτι!

ΑΔΜ. Ανασηκώσου, μη μ᾽ αφήνεις· δεήσου

στους δυνατούς θεούς να σπλαχνιστούνε.

ΑΛΚ. Βλέπω ένα πλοίο με δυο κουπιά,

και με το χέρι στο κοντάρι

το Χάρωνα, νεκρών περαματάρη,

που κράζει κιόλας: «Πώς αργείς;

Πιο γρήγορα, έλα! Μη με κάνεις

εσύ την ώρα μου να χάνω».

Αυτά μου λέει, και να βιαστώ με πιέζει.

ΑΔΜ. Ταξίδι, οϊμέ, πικρό, φαρμακωμένο.

Δυστυχισμένη, τί κακό μας βρήκε!

ΑΛΚ. Κάποιος με σέρνει, με τραβά

– δε βλέπεις; – θέλει να με φέρει

κάτω στων πεθαμένων το λημέρι·

φλόγες τα μάτια του πετούν

κάτω απ᾽ τα μαύρα φρύδια· κι έχει

φτερούγες. Ο Άδης! Τί θα κάμεις;

Άσε με, μη! Τί στράτα παίρνω η δόλια!

ΑΔΜ. Πικρή στους φίλους, πιο πικρή σ᾽ εμένα

και στα παιδιά, της θλίψης μου συντρόφους.

ΑΛΚ. Αφήστε με πια, αφήστε με·

δε με κρατούν τα πόδια μου·

πλαγιάστε με, σιμώνει ο Άδης·

στα δυο μου μάτια χύνεται νύχτας σκοτάδι.

Παιδάκια μου, παιδάκια μου, δεν έχετε πια μάνα·

τελειώνω. Εσείς, παιδιά μου,

να ζήσετε, να χαίρεστε το φως τη μέρας.

ΑΔΜ. Τί πικρός, πιο βαρύς

κι από θάνατο ο λόγος σου αυτός.

Στ᾽ όνομα, αχ, των θεών, μη μ᾽ αφήσεις, ω, μη,

στ᾽ όνομα, αχ, των παιδιών, που ορφανά

θ᾽ απομείνουνε· σήκω, έχε θάρρος·

αν πεθάνεις, κι εγώ θα χαθώ·

τη δική μας ζωή και το θάνατο εσύ

μες στα δυο σου τα χέρια κρατάς.

Είν᾽ η αγάπη σου πράγμα ιερό για μας όλους.


5.1 ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (238-279)

ΚΟΡ. Α, ποτέ δε θα πω πως του γάμου οι χαρές

ξεπερνούν τα φαρμάκια που αυτός μας ποτίζει·

το ᾽δα κι άλλες φορές, βλέπω τώρα κι αυτή

του καλού βασιλιά τη βαριά συμφορά,

που την έξοχη χάνει γυναίκα, και πια

μιαν αβάσταχτη τώρα ζωή θα περνάει.

ΑΛΚΗΣΤΗ

Ω φως της ημέρας, ω ήλιε εσύ,

κι ω στροβιλίσματα νεφών που τρέχουνε στα ουράνια!

ΑΔΜΗΤΟΣ

Μας βλέπει, τους δυο δύστυχους· πεθαίνεις

χωρίς ποτέ στους θεούς να ᾽χουμε φταίξει.

ΑΛΚ. Ω γη, και του σπιτιού σκεπή,

και της πατρίδας, της Ιωλκού, ω νυφικό κρεβάτι!

ΑΔΜ. Ανασηκώσου, μη μ᾽ αφήνεις· δεήσου

στους δυνατούς θεούς να σπλαχνιστούνε.

ΑΛΚ. Βλέπω ένα πλοίο με δυο κουπιά,

και με το χέρι στο κοντάρι

το Χάρωνα, νεκρών περαματάρη,

που κράζει κιόλας: «Πώς αργείς;

Πιο γρήγορα, έλα! Μη με κάνεις

εσύ την ώρα μου να χάνω».

Αυτά μου λέει, και να βιαστώ με πιέζει.

ΑΔΜ. Ταξίδι, οϊμέ, πικρό, φαρμακωμένο.

Δυστυχισμένη, τί κακό μας βρήκε!

ΑΛΚ. Κάποιος με σέρνει, με τραβά

– δε βλέπεις; – θέλει να με φέρει

κάτω στων πεθαμένων το λημέρι·

φλόγες τα μάτια του πετούν

κάτω απ᾽ τα μαύρα φρύδια· κι έχει

φτερούγες. Ο Άδης! Τί θα κάμεις;

Άσε με, μη! Τί στράτα παίρνω η δόλια!

ΑΔΜ. Πικρή στους φίλους, πιο πικρή σ᾽ εμένα

και στα παιδιά, της θλίψης μου συντρόφους.

ΑΛΚ. Αφήστε με πια, αφήστε με·

δε με κρατούν τα πόδια μου·

πλαγιάστε με, σιμώνει ο Άδης·

στα δυο μου μάτια χύνεται νύχτας σκοτάδι.

Παιδάκια μου, παιδάκια μου, δεν έχετε πια μάνα·

τελειώνω. Εσείς, παιδιά μου,

να ζήσετε, να χαίρεστε το φως τη μέρας.

ΑΔΜ. Τί πικρός, πιο βαρύς

κι από θάνατο ο λόγος σου αυτός.

Στ᾽ όνομα, αχ, των θεών, μη μ᾽ αφήσεις, ω, μη,

στ᾽ όνομα, αχ, των παιδιών, που ορφανά

θ᾽ απομείνουνε· σήκω, έχε θάρρος·

αν πεθάνεις, κι εγώ θα χαθώ·

τη δική μας ζωή και το θάνατο εσύ

μες στα δυο σου τα χέρια κρατάς.

Είν᾽ η αγάπη σου πράγμα ιερό για μας όλους.