×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ευριπίδης - Άλκηστις, 2. ΠΑΡΟΔΟΣ (77-131)

2. ΠΑΡΟΔΟΣ (77-131)

Έρχονται οι Φεραίοι πολίτες που αποτελούν το Χορό.

--

Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Πώς μια τέτοια ησυχία στο παλάτι μπροστά;

Γιατί του Άδμητου τάχα σωπαίνει το σπίτι;

Κι ένας φίλος δεν είν᾽ εδώ γύρω, να πει:

να την κλαίω για νεκρή

ή της μέρας ακόμα αντικρίζει το φως

η βασίλισσα, η Άλκηστη,

που, όσο τίμησε κείνη τον άντρα της, άλλη καμιά

το δικό της δεν τίμησε ως τώρα;

Το πιστεύω, μα κι όλος ο κόσμος το ξέρει.

Ο ΧΟΡΟΣ

Μέσα στο σπίτι ακούει κανείς

στηθοδαρσίματα χεριών

ή θρήνους κι αναστεναγμούς,

σα να ᾽χει γίνει το κακό;

Βάγια καμιά, δούλος κανείς

δε στέκεται στη θύρα εμπρός.

Να ερχόσουν, αχ, ω Φοίβε εσύ,

να σταματήσεις, λυτρωτή,

το κύμ᾽ αυτό των συμφορών.

(Η συνέχεια σε λυρικό διάλογο των ημιχορίων.)

― Δε θα σώπαιναν, αν είχε ξεψυχήσει.

― Είναι, λέω, νεκρή.

― Απ᾽ το σπίτι δεν την έβγαλαν ωστόσο.

― Πώς το λες αυτό; Φοβούμαι.

Τί σου δίνει εσένα θάρρος;

― Ο Άδμητος δε θα μπορούσε

τέτοιο ξόδι βουβό κι έρμο

της γυναίκας του να κάμει,

μιας γυναίκας τιμημένης.

Δε βλέπω στην εξώθυρα

νερό αναβρυστικό, αγιασμό,

έτσι όπως συνηθίζεται (100)

έξω απ᾽ τα σπίτια των νεκρών·

δε βλέπω εκεί στο πρόθυρο

μαλλιά κομμένα, προσφορά

για τους νεκρούς που τους πενθούν·

μοιρολογήτρες δε χτυπούν

τα χέρια τους λυπητερά.

(Η συνέχεια κατά ημιχόρια.)

― Η ορισμένη μέρα σήμερα είναι ωστόσο…

― Που θα γίνει τί;

― που θα φύγει για να πάει στον κάτω κόσμο.

― Αχ πληγώνεις την ψυχή μου

και τη σκέψη μου ταράζεις.

― Όταν χάνεται, όταν σβήνει

ένας άνθρωπος με αξία,

χρέος το πένθος για όλους που έχουν

μια καλή για πάντα φήμη.

Χώρα δε βρίσκεται στη γη,

Λυκία να πεις ή το άνυδρο

μαντείο του Άμμωνα του θεού,

που θα μπορούσε πλεούμενο

κανείς να στείλει, τη ζωή

να σώσει αυτής της άμοιρης·

κοντά ᾽ναι του χαμού ο γκρεμός

κι άλλον δεν ξέρω εγώ βωμό

για προσφορές, θυσίες αρνιών,

να πάω και να προσευχηθώ.

Του Φοίβου μόνο αν ζούσε ο γιος

και του ήλιου αν έβλεπε το φως,

μπορούσε κι η βασίλισσα

ν᾽ αφήσει του Άδη τη νυχτιά

και νά ᾽ρθει πάλι εδώ στη γη·

κείνος ανάσταινε νεκρούς,

ώσπου η φωτιά του κεραυνού,

ριχτή απ᾽ το Δία, τον χτύπησε.

Ζωής ελπίδα τώρα εγώ

δεν καρτερώ από πουθενά.

ΚΟΡ. Τελετή δεν αφήκε καμιά ο βασιλιάς

ανεκτέλεστη, κι όλοι οι βωμοί

των θεών ραντιστήκανε με αίμα θυσιών·

μα γιατρειά δεν υπάρχει.


2. ΠΑΡΟΔΟΣ (77-131)

Έρχονται οι Φεραίοι πολίτες που αποτελούν το Χορό.

--

Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Πώς μια τέτοια ησυχία στο παλάτι μπροστά;

Γιατί του Άδμητου τάχα σωπαίνει το σπίτι;

Κι ένας φίλος δεν είν᾽ εδώ γύρω, να πει:

να την κλαίω για νεκρή

ή της μέρας ακόμα αντικρίζει το φως

η βασίλισσα, η Άλκηστη,

που, όσο τίμησε κείνη τον άντρα της, άλλη καμιά

το δικό της δεν τίμησε ως τώρα;

Το πιστεύω, μα κι όλος ο κόσμος το ξέρει.

Ο ΧΟΡΟΣ

Μέσα στο σπίτι ακούει κανείς

στηθοδαρσίματα χεριών

ή θρήνους κι αναστεναγμούς,

σα να ᾽χει γίνει το κακό;

Βάγια καμιά, δούλος κανείς

δε στέκεται στη θύρα εμπρός.

Να ερχόσουν, αχ, ω Φοίβε εσύ,

να σταματήσεις, λυτρωτή,

το κύμ᾽ αυτό των συμφορών. esta ola de adversidad.

(Η συνέχεια σε λυρικό διάλογο των ημιχορίων.) (La continuación en un diálogo lírico de las mitades.)

― Δε θα σώπαιναν, αν είχε ξεψυχήσει.

― Είναι, λέω, νεκρή.

― Απ᾽ το σπίτι δεν την έβγαλαν ωστόσο.

― Πώς το λες αυτό; Φοβούμαι.

Τί σου δίνει εσένα θάρρος;

― Ο Άδμητος δε θα μπορούσε

τέτοιο ξόδι βουβό κι έρμο

της γυναίκας του να κάμει,

μιας γυναίκας τιμημένης.

Δε βλέπω στην εξώθυρα

νερό αναβρυστικό, αγιασμό,

έτσι όπως συνηθίζεται (100)

έξω απ᾽ τα σπίτια των νεκρών·

δε βλέπω εκεί στο πρόθυρο

μαλλιά κομμένα, προσφορά

για τους νεκρούς που τους πενθούν·

μοιρολογήτρες δε χτυπούν

τα χέρια τους λυπητερά.

(Η συνέχεια κατά ημιχόρια.)

― Η ορισμένη μέρα σήμερα είναι ωστόσο…

― Που θα γίνει τί;

― που θα φύγει για να πάει στον κάτω κόσμο.

― Αχ πληγώνεις την ψυχή μου

και τη σκέψη μου ταράζεις.

― Όταν χάνεται, όταν σβήνει

ένας άνθρωπος με αξία,

χρέος το πένθος για όλους που έχουν

μια καλή για πάντα φήμη.

Χώρα δε βρίσκεται στη γη,

Λυκία να πεις ή το άνυδρο Licia para decir o la seca

μαντείο του Άμμωνα του θεού,

που θα μπορούσε πλεούμενο

κανείς να στείλει, τη ζωή

να σώσει αυτής της άμοιρης·

κοντά ᾽ναι του χαμού ο γκρεμός

κι άλλον δεν ξέρω εγώ βωμό

για προσφορές, θυσίες αρνιών,

να πάω και να προσευχηθώ.

Του Φοίβου μόνο αν ζούσε ο γιος

και του ήλιου αν έβλεπε το φως,

μπορούσε κι η βασίλισσα

ν᾽ αφήσει του Άδη τη νυχτιά

και νά ᾽ρθει πάλι εδώ στη γη·

κείνος ανάσταινε νεκρούς,

ώσπου η φωτιά του κεραυνού,

ριχτή απ᾽ το Δία, τον χτύπησε.

Ζωής ελπίδα τώρα εγώ

δεν καρτερώ από πουθενά.

ΚΟΡ. Τελετή δεν αφήκε καμιά ο βασιλιάς

ανεκτέλεστη, κι όλοι οι βωμοί

των θεών ραντιστήκανε με αίμα θυσιών·

μα γιατρειά δεν υπάρχει.