XV. Ο Ποληκούσκα (2)
- Μη βαρυγκομάς, Ηλία, είπε πλησιάζοντας τον ανιψιό του. Βαριά κουβέντα ξεστόμισες αποβραδίς... θαρρείς, δε σε πονάω; Πολύ καλά θυμάμαι που ο αδερφός μου, πεθαίνοντας, σε εμπιστεύτηκε στα χέρια μου. Κι αν είχα λεφτά, θα σ' άφηνα να πας στρατιώτης; Μα να, που, άμα ο Θεός βοήθησε, την ίδια στιγμή έτρεξαν και σε εξαγόρασα, πρόσθεσε απλώνοντας την απόδειξη πάνω στο τραπέζι και σιάχνοντας τις τσαλακωμένες άκρες της με τα γέρικα δάχτυλά του που ήταν στραβωμένα από τα χρόνια και τις χοντροδουλειές και με κόπο λυγούσαν.
Σιγά-σιγά έμπαιναν στο δωμάτιο όλοι οι μουζίκοι που είχαν έρθει από το Πακρόβσκογιε, όλοι οι εργάτες του έμπορα, ακόμα και ο ξένος κόσμος. Όλοι μισομάντευαν τι είχε γίνει, μα κανένας δεν τολμούσε να διακόψει το γέρο που μιλούσε με τόση επισημότητα.
Ο Ηλία σηκώθηκε, μα σώπαινε, μη ξέροντας τι να πει. Τα χείλη του σιγότρεμαν από τη συγκίνηση. Η γριά μάνα του, έκανε να πάει κοντά στο λαιμό του, μα ο Ντουτλόβ την απομάκρυνε με μια αργή και επιβλητική κίνηση του χεριού και συνέχισε.
- Μια κουβέντα πολύ βαριά ξεστόμισες εχτές, ξανάπε, που με δαύτηνε ήτανε σα να μου διαπέρασες με δίκοπο μαχαίρι την καρδιά. Ο μπαμπάς σου, πεθαίνοντας, σε παρέδωσε στα χέρια μου και εγώ δε σε ξεχώρισα από παιδί μου, κι αν σου έφταιξα, μαθές, σε τίποτις, άνθρωποι είμαστε ούλοι μας κι αμαρταίνουμε δίχως να το θέλουμε και δίχως να το νιώσουμε. Καλά δε λέω, χριστιανοί μου; - στράφηκε στους μουζίκους που τον κύκλωναν.
- Κι η μάνα σου εδώ να είναι κι η νια γυναίκα σου, μπροστά σ' όλους σου παραδίνω τούτο το χαρτί. Στο καλό τα λεφτά! Και μένα σχωρέστε με, για το Χριστό.
Κι ανασηκώνοντας τις δυο άκρες του πανωφοριού του, γονάτισε αργά-αργά μπροστά στον Ηλία και στη γυναίκα του. Μάταια εκείνοι προσπάθησαν να τον εμποδίσουν. Ο γέρος σηκώθηκε μονάχα αφού άγγιξε το μέτωπό του στο πάτωμα τρεις φορές, τίναξε το ρούχο του και κάθισε στον καναπέ. Η μάνα του Ηλία κι η γυναίκα του έβαλαν φωναχτά κλάματα από τη χαρά τους κι οι μουζίκοι που είχανε στριμωχτεί εκεί μέσα παίνευαν την πράξη του Ντουτλόβ. «Σύμφωνα με την αλήθεια και με του Θεού το θέλημα», έλεγε ένας. «Τι να τα κάνεις τα λεφτά; Δεν αγοράζεις ένα παλικάρι με δαύτα», έλεγε άλλος. «Τι μεγάλη χαρά! Δίκαιος άνθρωπος, που λέει ο λόγος», έλεγε τρίτος. Και μονάχα οι υποψήφιοι κληρωτοί, που έπρεπε να παρουσιαστούν στο στρατολογικό γραφείο δεν έβγαλαν μιλιά, παρά βγήκαν αθόρυβα έξω.
Ύστερα από δύο ώρες τα δυο αμάξια του Ντουτλόβ έφευγαν από την πολιτεία. Στο πρώτο, που έσερνε η γκριζόασπρη φοράδα κάθονταν ο γέρος κι ο Ιγνάτ. Τ' αμάξι ήτανε φορτωμένο με διάφορα δέματα και μπόγους. Στο δεύτερο, που ακολουθούσε και δεν το διεύθυνε κανείς, καθόταν η Αξίνια με τη πεθερά της κατευχαριστημένες και καμαρωτές, έχοντας τα κεφάλια τους σφιχτοδεμένα με μάλλινα μαντίλια. Η νύφη κρατούσε, τυλιγμένη σε μια πετσέτα, μια μποτίλια βότκα. Ο Ηλία καθόταν αντικρύ τους με τη ράχη γυρισμένη στην κατεύθυνση τ' αμαξιού, με τα μάγουλα κατακόκκινα και δεν έπαυε να κουβεντιάζει ζωηρά και να δαγκώνει το τσουρέκι που κρατούσε.
Κι οι ομιλίες κι οι κρότοι των αμαξιών και τα σιγανά χλιμιντρίσματα των αλόγων, όλα μαζί συγχωνεύονταν σε μια χαρούμενη φασαρία. Τ' άλογα κουνώντας τις ουρές τους, τάχυναν ολοένα το βήμα τους, όσο ένιωθαν πως κοντοζύγωναν στο χωριό. Κι όλοι όσοι διασταυρώνονται στο δρόμο μ' αυτά τα δύο αμάξια, άθελά τους γύριζαν και ξαναγύριζαν να κοιτάξουν την οικογένεια κείνη, που φαινόταν τόσο ευτυχισμένη.
Καθώς ξεμάκρυναν από την πολιτεία, τ' αμάξια των Ντουτλόβ προσπαθούσαν να ξεπεράσουν, δίχως να το καταφέρουν, μια παρτίδα κληρωτούς, που τώρα είχανε σταματήσει έξω από ένα κρασοπουλειό. Ένας νεοσύλλεχτος, με κείνη την αφύσικη έκφραση που δίνει στον άνθρωπο το ξυρισμένο κεφάλι, φορώντας ασίκικα το γκρίζο κασκέτο, έπαιζε με φόρα τη μπαλαλάικα. Ένας άλλος, ξεσκούφωτος με μια μποτίλια βότκα στο ένα χέρι, χόρευε στη μέση του κύκλου, που σχημάτιζε η υπόλοιπη συντροφιά.
Ο Ιγνάτ σταμάτησε τ' αμάξι και κατέβηκε για να σφίξει το λουρί του άξονα που είχε ξελασκάρει. Όλοι οι Ντουτλόβ κοίταζαν με περιέργεια, μ' επιδοκιμασία και με καλή διάθεση τον άνθρωπο που χόρευε. Εκείνος έδειχνε σαν να μην έβλεπε κανένα, μονάχα νιώθοντας πως οι θεατές που τον καμάρωναν πληθύνονταν ολοένα, πάσχιζε να δείξει όλη τη χορευτική μαεστρία του. Χόρευε με φόρα. Τα φρύδια του ήτανε σουφρωμένα, το κατακόκκινο πρόσωπό του ακίνητο. Το στόμα είχε σταματήσει σε κάποιο χαμόγελο, που από ώρα πια είχε χάσει την έκφρασή του. Φαινόταν σάμπως να είχε συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της ψυχής του μονάχα στο πως θα έβανε τα ένα πόδι ύστερ' από τ' άλλο πότε πατώντας στο τακούνι πότε στη μύτη. Κάπου-κάπου, σταματούσε απότομα κι έγνεφε του μουσικού, και κείνος τότε άρχιζε να παίζει μ' όλες τις χορδές της μπαλαλάικας και να χτυπάει ακόμα με τα δάχτυλά του αναποδογυρισμένα στο ξύλο της.
Ο χορευτής σταματούσε κάποια στιγμή. Μα κι έτσι, καθώς στεκόταν ακίνητος, νόμιζε κάποιος πως εξακολουθούσε να χορεύει. Ξαφνικά πάλι, άρχιζε να κινείται αργά- αργά, ανασηκώνοντας τους ώμους και μονομιάς στριφογύριζε στον αέρα με φόρα, ανακλαδιζόταν, και μ' άγρια ξεφωνητά συνέχιζε το χορό.
Τα παιδιά γελούσαν, οι γυναίκες κουνούσαν το κεφάλι τους, οι άντρες χαμογελούσαν επιδοκιμαστικά. Ένας γηραλέος υπαξιωματικός στεκόταν αδιάφορος κοντά στο χορευτή, με ένα ύφος σαν να ήθελε να πει στον κόσμο που χάζευε: «Σεις το έχετε για θέαμα τούτο εδώ, μα για μας είναι πολύ γνώριμο». Ο μουσικός φαίνεται να κουράστηκε κάποια στιγμή, έριξε γύρω του μια κουρασμένη ματιά, έκανε κάποια παράφωνη συγχορδία, χτύπησε με τα δάχτυλα το ξύλο της μπαλαλάικας κι ο χορός σταμάτησε.
- Ε, Αλιόχα! - στράφηκε ύστερα στο χορευτή, δείχνοντάς του τον Ντουτλόβ. Να ο νουνός σου!
- Πού είναι τος; Ω, φίλε μου αγαπημένε! - ξεφώνισε ο Αλιόχα, δηλαδή το παλικάρι που εξαγόρασε ο Ντουτλόβ για ν' αντικαταστήσει τον Ηλία στο στρατό, και χωρίς να χάσει καιρό, τρικλίζοντας με τα κουρασμένα πόδια του και σηκώνοντας πάνω από το κεφάλι τη μποτίλια με τη βότκα προχώρησε κατά τα δύο αμάξια.
- Μίσκα! Ένα ποτήρι! - ξεφώνισε. Κύρη μου! Φίλε, αγαπημένε! Ω, χαρά μου, μα την αλήθεια! - συνέχισε τις φωνές και χώνοντας το μεθυσμένο κεφάλι του στ' αμάξια, άρχισε να κερνάει βότκα.
Οι άντρες ήπιαν από ένα ποτήρι, οι δυο γυναίκες ευχαρίστησαν κι αρνήθηκαν να πιουν.
- Ω, αγαπημένες μου γριούλες ξεφώνιζε ο Αλιόχα, αγκαλιάζοντας τη μάνα του Ηλία, τι να σας κεράσω;
Μια γυναίκα που πουλούσε μεζέδες στεκόταν ανάμεσα στον μαζεμένο κόσμο. Ο Αλιόχα την είδε. Άδραξε το πανέρι της με τους μεζέδες και το άδειασε όλο μέσα στο αμάξι.
- Θα στα πλερώσω, διάολε! Ούρλιαξε άγρια με θρηνώδικη φωνή, και βγάνοντας από την τσέπη του πανταλονιού του τη σακούλα με τα λεφτά, την πέταξε του Μίσκα.
Στεκόταν εκεί δα ακουμπώντας τους αγκώνες του στ' αμάξι και με μάτια μουσκεμένα στα δάκρυα, κοίταζε κείνους που κάθονταν μέσα.
- Η μάνα ποια είναι; - ρώτησε. Ελόγου σου, μήπως; Κάτι πρέπει να της χαρίσω της μάνας.
Απόμεινε κάποια στιγμή σκεφτικός. Ύστερα έχωσε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε ένα καινούριο, καλοδιπλωμένο μαντίλι. Έβγαλε το προσόψι που είχε ζωσμένο στη μέση του. Με γοργές κινήσεις έλυσε το κόκκινο μαντίλι από το λαιμό του και ζαρώνοντάς τα όλ' αυτά μέσα στα χέρια του, τα έχωσε στην ποδιά της γριάς.
- Πάρτα, στα χαρίζω, είπε με μια φωνή, που ολοένα γινόταν και πιο σιγανή.
- Μα γιατί; Σ' ευχαριστώ καλέ μου! Κοιτά κει καλοσύνη που στην έχει τούτο τα παιδί! παρατήρησε η γριά μιλώντας του Ντουτλόβ, που κατέβηκε από το πρώτο αμάξι και πλησίασε το αμάξι του Ηλία.
Ο Αλιόχα είχε σωπάσει στο αναμεταξύ και νυσταγμένος έγερνε όλο και πιο πολύ το κεφάλι, λες κι αποκοιμιόταν.
- Για σας πάω στο στρατό, για σας είναι που χάνομαι απ' τον κόσμο, μουρμούρισε, για τούτο και σας κερνάω.
- Ωστόσο θα έχει κι αυτός μάνα παρατήρησε κάποιος από τους μαζεμένους γύρω. Το κακόμοιρο το παιδί! Κι είναι καλόκαρδο μα πάει χαμένο!
Ο Αλιόχα σήκωσε το κεφάλι του.
- Και μάνα έχω είπε και κύρη έχω. Ούλοι τους μ' απαρνήθηκαν. Άκου με ελόγου σου γριά, πρόστεσε αδράχνοντας τη μητέρα τη Ηλία από το χέρι. Σου χάρισα το φτωχικό μου χάρισμα. Άκου με, για το Χριστό. Να πας στο χωριό Βόντνογιε, να γυρέψεις εκεί πέρα τη γριά Νικόνοβα, αυτή είναι μάνα μου τ' ακούς. Και να πεις αυτήνης της γριάς Νικόνοβας, τρίτο σπίτι από την άκρη του χωριού, κοντά στο πηγάδι... να της πεις πως ο Αλιόχα, ο γιος σου... δηλαδής... Μίσκα! Μουσική! Τι σώπασες! Ξεφώνισε.
Και ξανάρχισε να χορεύει μουρμουρίζοντας και πέταξε με φόρα μακριά τη μποτίλια με τη βότκα.
Ο Ιγνάτ ανέβηκε στ' αμάξι κι έκανε να ξεκινήσει.
- Γεια σου, ο Θεός μαζί σου!... είπε η γριά διπλώνοντας τη γούνα της.
Ο Αλιόχα σταμάτησε απότομα.
- Στο διάολο όλοι σας, ξεφώνισε κινώντας απειλητικά τις γροθιές του. Τη μάνα σου...
- Ωχ, Θεέ μου! - σταυροκοπήθηκε η μητέρα του Ηλία.
Ο Ιγνάτ πήρε τα γκέμια στα χέρια του και τα δύο αμάξια ξεκίνησαν. Ο Αλιόχα στεκόταν καταμεσής του δρόμου και σφίγγοντας τις γροθιές του με μιαν άγρια έκφραση στη μορφή, έβριζε τους μουζίκους που είχανε μαζευτεί γύρω του, ξεφωνίζοντας όσο μπορούσε πιο δυνατά.
- Τι στεκόσαστε; Τραβάτε! Διάολοι, ανθρωποφάγοι! Δε μου ξεφεύγετε εμένα! Σατανάδες! Τσαρουχάδες!...
Με την τελευταία αυτή λέξη, οι φωνές του κόπηκαν και, καθώς στεκόταν, έπεσε μονοκόμματος κάτω φαρδύς-πλατύς.
Οι Ντουτλόβ σε λίγο απομακρύνθηκαν τόσο, που δεν διάκριναν πια, όταν γύρισαν να δουν πίσω τους, ούτε το κρασοπουλειό, ούτε τον μαζεμένο κόσμο. Σαν πέρασαν κάπου πέντε βέρστια, ο Ιγνάτ κατέβηκε από τ' αμάξι του πατέρα του, που ο γερός είχε πια αποκοιμηθεί και βάδιζε πλάι στ' αμάξι του Ηλία που προχωρούσε αργά-αργά. Άδειασαν οι δυο τους τη μποτίλια με τη βότκα π' αγόρασαν από την πολιτεία.
Σε λίγο, ο Ηλία αρχίνησε κάποιο τραγούδι οι δυο γυναίκες ένωσαν τις φωνές τους. Ο Ιγνάτ βίαζε χαρούμενα τ' άλογό του, σύμφωνα με το ρυθμό του τραγουδιού. Γοργά ερχόταν από την αντίθετη μεριά κάποιο χαρούμενο ταχυδρομικό αμάξι. Ο αμαξάς βίασε κεφάτα τ' άλογά του. Σαν κοντοζύγωσε τα δύο αμάξια, ο ταχυδρόμος έσκυψε γελαστός κι έγνεψε κλείνοντας το μάτι, καθώς αντίκρισε τα κατακόκκινα πρόσωπα των γυναικών και των μουζίκων που τραμπαλίζονταν πάνω στ' αμάξια τους και τραγουδούσαν τόσο ζωηρά.