×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), XIV. Ο Ποληκούσκα

XIV. Ο Ποληκούσκα

Όταν βρέθηκε επιτέλους στον καθαρόν αέρα, ο Ντουτλόβ αποτραβήχτηκε κατά την αλέα με τις φλαμουριές και μάλιστα έλυσε του ζουνάρι του, για να μπορέσει πιο εύκολα να βγάλει τη σακούλα από τον κόρφο του κι άρχισε να ταχτοποιεί τα χαρτονομίσματα. Τα χείλη του κουνιόταν ολοένα, ζάρωναν και τεντώνονταν σπασμωδικά, μολονότι δεν έβγαλε μιλιά. Αφού ταχτοποίησε τα λεφτά κι έκρυψε στον κόρφο του τη σακούλα, ζώστηκε σφιχτά το ζουνάρι του, σταυροκοπήθηκε και τράβηξε να φύγει, βαδίζοντας σα μεθυσμένος στο δρομάκι, τόσο ήτανε απορροφημένος από τις σκέψεις του είχανε πλημμυρίσει το κεφάλι του. Ξαφνικά αντίκρισε κάποιο μουζίκο, που ερχόταν από την αντίθετη μεριά. Ήτανε ο Γιεφίμ, που με τη μαγκούρα στο χέρι, έκανε το γύρο του περιπτέρου, φρουρώντας τον κρεμασμένο.

- Α, μπάρμπα-Σιεμιόν, του φώναξε χαρούμενα ο Γιεφίμ, κοντοζυγώνοντάς τον κατευχαριστημένος, γιατί του ερχόταν πολύ άσκημα να τριγυρίζει μονάχος μέσα στη νύχτα. Τι απόκανες, μπάρμπα; Τους παραδώσατε τους κληρωτούς;

- Ναι. Και συ πώς βρίσκεσαι εδώ πέρα;

- Μα να, με βάλανε να φυλάω τον Ποληκέη που κρεμάστηκε.

- Πού;

- Να, στην ταράτσα, λένε, αποκρίθηκε ο Γιεφίμ, δείχνοντας με τη μαγκούρα την ταράτσα του περίπτερου.

Ο Ντουτλόβ κοίταξε κατά εκεί που του έδειχνε ο Γιεφίμ, και μολονότι δεν είδε τίποτα, ζάρωσε τα μούτρα του, κατσούφιασε και κίνησε αόριστα το κεφάλι.

- Ήρθε ο αστυνόμος, είπε ο Γιεφίμ, έτσι έλεγε ο αμαξάς. Όπου να 'ναι θα τον κατεβάσουν τον Ποληκέη. Όμως μπάρμπα μου, τι να σου πω, είναι πολύ άγρια τη νύχτα. Και να μου πούνε να ανέβω στην ταράτσα νύχτα, είναι αδύνατον να πάω. Ακόμα και να με σκοτώσει ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς δεν πάω.

- Πω, πω συμφορά! Μεγάλη συμφορά! - είπε ο Ντουτλόβ, σίγουρα μόνο για να πει κάτι, γιατί ήτανε φανερό, πως μήτε καν σκεφτόταν αυτά που έλεγε, παρά βιαζόταν μονάχα να φύγει το γρηγορότερο. Μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή του επιστάτη κι αναγκάστηκε να σταματήσει.

- Ε Γιεφίμ, φώναξε ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς από τον εξώστη. Έλα εδώ.

- Αμέσως, αποκρίθηκε ο Γιεφίμ.

- Ποιος ήτανε ο άλλος μαζί σου;

- Ο Ντουτλόβ.

- Έλα και συ, Σιεμιόν.

Σαν πλησίασε ο Ντουτλόβ, διάκρινε στο φως του φαναριού που κρατούσε ο αμαξάς τον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς και κάποιον κοντούλη δημόσιο υπάλληλο με στολή. Αυτός ήταν ο αστυνόμος.

- Να, τώρα θα έρθει και τούτος ο γέροντας μαζί μας, είπε ο επιστάτης.

Ο Ντουτλόβ δεν ήτανε καθόλου πρόθυμος, μα βρέθηκε σε δύσκολη θέση.

- Και συ, Γιεφίμ, σαν παλικάρι που είσαι, τρέχα να συγυρίσεις τη σκαλίτσα της ταράτσας, για να μπορέσει ν' ανέβει καλά ο ευγενέστατος.

Ο Γιεφίμ, που πρωτύτερα έλεγε πως με κανέναν τρόπο δε θα πήγαινε νύχτα στην ταράτσα, τώρα έτρεξε αμέσως, δίχως να πει λέξη.

Ο αστυνόμος άναψε την πίπα του κι άρχισε να καπνίζει. Κατοικούσε σ' ένα χωριό που απείχε δυο βέρστια απ' το Πακρόβσκογιε κι επειδή κείνες τις μέρες τον είχε κατσαδιάσει για καλά ο προϊστάμενός του, γιατί παραμελούσε την υπηρεσία του μεθοκοπώντας, τώρα έδειξε υπέρμετρο ζήλο κι έτρεξε στις δέκα τη νύχτα να εξετάσει αμέσως την υπόθεση. Ο επιστάτης ρώτησε το Ντουτλόβ για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί πέρα αυτή την ώρα και κείνος του είπε το ιστορικό για τα λεφτά που βρήκε και πως η κυρία του τα χάρισε και πρόσθεσε πως σκοπός του ήτανε να δει πρωτύτερα το Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς και να το πει κεινού, μα τα πράγματα ήρθανε ανάποδα. Προς μεγάλη απόγνωση του Ντουτλόβ, ο επιστάτης ζήτησε να δει το φάκελο. Τον πήρε στα χέρια του και τον κοίταξε με περιέργεια. Ο αστυνόμος πήρε κι αυτός το φάκελο και ρώτησε σύντομα και κοφτά το τι και πώς.

« Ε , τώρα πια τα έχασα τα λεφτουδάκια»! στοχαζόταν στο αναμεταξύ με φρίκη ο Ντουτλόβ, μα ο αστυνόμος του τα έδωσε πίσω, λέγοντας:

- Αυτές είναι οι στραβομάρες της τύχης.

- Όχι δα, του τα έστειλε σε καλή ώρα, παρατήρησε ο επιστάτης. Μόλις είχε πάει στην πολιτεία τον ανιψιό του για το στρατό, τώρα θα εξαγοράσει τον κλήρο.

- Α, έτσι! - έκανε ο αστυνόμος και προχώρησε.

- Ε, τι λες, Σεμιόν; Θα τον εξαγοράσεις τώρα τον Ηλιούσκα; - ρώτησε ο επιστάτης.

- Πώς να τον εξαγοράσω; Φτάνουν τάχατες τα λεφτά; Κι ύστερα κιόλας μπορεί να μην προφταίνω πια.

- Κάνε όπως ξέρεις, είπε ο επιστάτης κι ακολούθησαν και οι δυο τον αστυνόμο.

Πλησίασαν το περίπτερο που στη μπασιά του οι μουζίκοι-φρουροί περίμεναν με φανάρια αναμένα. Ο Ντουτλόβ ακολουθούσε τον επιστάτη και τον αστυνόμο. Οι μουζίκοι στέκονταν σαν αποσβολωμένοι, και το ύφος αυτό ίσως να το είχανε πάρει εξαιτίας της συναίσθησης για τη χαρακτηριστική δυσοσμία που ανάδιναν, γιατί καμιά άλλη αφορμή δεν υπήρχε σε βάρος τους. Όλοι σώπαιναν.

- Πού είναι; - ρώτησε ο αστυνόμος.

- Εδώ, ψιθύρισε ο επιστάτης και πρόσθεσε. Γιεφίμ, συ που είσαι παλικάρι, τράβα μπροστά με το φανάρι.

Ο Γιεφίμ, που προηγουμένως είχε στερεώσει κάποιο σκαλοπάτι που κουνιόταν, φαινόταν να μη φοβάται πια καθόλου. Με ζωηρή έκφραση στη μορφή του, ανέβηκε δυο-δυο και τρία-τρία τα σκαλοπάτια και κάθε τόσο γύριζε για να φωτίσει με το φανάρι του το δρόμο στους άλλους που ακολουθούσαν. Πρώτος ανέβαινε ο αστυνόμος κι από πίσω ο επιστάτης. Όταν οι δύο αυτοί ανέβηκαν στην ταράτσα και δεν φαίνονταν πια, ο Ντουτλόβ με τον ένα πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι αναστέναξε και σταμάτησε. Πέρασαν κάπου δυο λεπτά. Τα βήματα των άλλων δεν ακούγονταν πια στην ταράτσα. Φαίνεται είχανε πλησιάσει και σταματήσει κοντά στο πτώμα.

- Μπάρμπα! Σε φωνάζει είπε ο Γιεφίμ από το κεφαλόσκαλο.

Ο Ντουτλόβ αναγκάστηκε ν' ανέβει. Στο φως του φαναριού διακρινόταν πίσω από το δοκάρι, μονάχα τα κεφάλια κι οι πλάτες του αστυνόμου και του επιστάτη και παραπίσω στεκόταν άλλος ένας, με τις πλάτες του κατά τη μεριά τους. Αυτός ήτανε ο Ποληκέη. Ο Ντουτλόβ πέρασε κάτω από το δοκάρι και σταμάτησε κάνοντας το σταυρό του.

- Για γύρισε τον κατά εδώ, παιδιά, είπε ο αστυνόμος.

Κανένας δεν κουνήθηκε.

- Γιεφίμκα, συ που είσαι παλικάρι, πρόσταξε ο επιστάτης.

Το παλικάρι, δίχως να χάσει καιρό, προχώρησε, γύρισε τον κρεμασμένο, στάθηκε δίπλα του και μ' ένα χαρούμενο ύφος, κοίταζε μια τον αστυνόμο, μια τον Ποληκέη, ίδια σαν κείνους τους θαυματοποιούς που μια κοιτάζουν το κοινό, μια το θαύμα που επιδείχνουν κι είναι πρόθυμοι να εκτελέσουν το κάθε τι που οι θεατές τους ζητήσουν.

- Γύρισέ τον ακόμα.

Τον ξαναγύρισε, έτσι που κινήθηκαν στο κενό τα χέρια του Ποληκέη και σύρθηκαν τα πόδια του.

- Πιάσε τώρα να τον ξεκρεμάσεις.

- Διατάζετε να κόψουν το σκοινί, Βασίλη Μπορίσοβιτς; - ρώτησε ο επιστάτης. Δώστε δω ένα τσεκούρι.

Αναγκάστηκαν να επαναλάβουν δυο και τρεις φορές τη διαταγή για ν' αποφασίσουν να το κάνουν οι φρουροί κι ο Ντουτλόβ. Ενώ ο Γιεφίμ συμπεριφερόταν με το Ποληκέη σαν με κάποιο τομάρι ψόφιου ζώου. Κάποια στιγμή κατάφεραν να κόψουν το σκοινί, ξεκρέμασαν το πτώμα και το σκέπασαν. Ο αστυνόμος είπε, πως αύριο θα έστελνε το γιατρό και πως τώρα μπορούσαν να φύγουν όλοι.

XIV. Ο Ποληκούσκα

Όταν βρέθηκε επιτέλους στον καθαρόν αέρα, ο Ντουτλόβ αποτραβήχτηκε κατά την αλέα με τις φλαμουριές και μάλιστα έλυσε του ζουνάρι του, για να μπορέσει πιο εύκολα να βγάλει τη σακούλα από τον κόρφο του κι άρχισε να ταχτοποιεί τα χαρτονομίσματα. Τα χείλη του κουνιόταν ολοένα, ζάρωναν και τεντώνονταν σπασμωδικά, μολονότι δεν έβγαλε μιλιά. Αφού ταχτοποίησε τα λεφτά κι έκρυψε στον κόρφο του τη σακούλα, ζώστηκε σφιχτά το ζουνάρι του, σταυροκοπήθηκε και τράβηξε να φύγει, βαδίζοντας σα μεθυσμένος στο δρομάκι, τόσο ήτανε απορροφημένος από τις σκέψεις του είχανε πλημμυρίσει το κεφάλι του. Ξαφνικά αντίκρισε κάποιο μουζίκο, που ερχόταν από την αντίθετη μεριά. Ήτανε ο Γιεφίμ, που με τη μαγκούρα στο χέρι, έκανε το γύρο του περιπτέρου, φρουρώντας τον κρεμασμένο.

- Α, μπάρμπα-Σιεμιόν, του φώναξε χαρούμενα ο Γιεφίμ, κοντοζυγώνοντάς τον κατευχαριστημένος, γιατί του ερχόταν πολύ άσκημα να τριγυρίζει μονάχος μέσα στη νύχτα. Τι απόκανες, μπάρμπα; Τους παραδώσατε τους κληρωτούς;

- Ναι. Και συ πώς βρίσκεσαι εδώ πέρα;

- Μα να, με βάλανε να φυλάω τον Ποληκέη που κρεμάστηκε.

- Πού;

- Να, στην ταράτσα, λένε, αποκρίθηκε ο Γιεφίμ, δείχνοντας με τη μαγκούρα την ταράτσα του περίπτερου.

Ο Ντουτλόβ κοίταξε κατά εκεί που του έδειχνε ο Γιεφίμ, και μολονότι δεν είδε τίποτα, ζάρωσε τα μούτρα του, κατσούφιασε και κίνησε αόριστα το κεφάλι.

- Ήρθε ο αστυνόμος, είπε ο Γιεφίμ, έτσι έλεγε ο αμαξάς. Όπου να 'ναι θα τον κατεβάσουν τον Ποληκέη. Όμως μπάρμπα μου, τι να σου πω, είναι πολύ άγρια τη νύχτα. Και να μου πούνε να ανέβω στην ταράτσα νύχτα, είναι αδύνατον να πάω. Ακόμα και να με σκοτώσει ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς δεν πάω.

- Πω, πω συμφορά! Μεγάλη συμφορά! - είπε ο Ντουτλόβ, σίγουρα μόνο για να πει κάτι, γιατί ήτανε φανερό, πως μήτε καν σκεφτόταν αυτά που έλεγε, παρά βιαζόταν μονάχα να φύγει το γρηγορότερο. Μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή του επιστάτη κι αναγκάστηκε να σταματήσει.

- Ε Γιεφίμ, φώναξε ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς από τον εξώστη. Έλα εδώ.

- Αμέσως, αποκρίθηκε ο Γιεφίμ.

- Ποιος ήτανε ο άλλος μαζί σου;

- Ο Ντουτλόβ.

- Έλα και συ, Σιεμιόν.

Σαν πλησίασε ο Ντουτλόβ, διάκρινε στο φως του φαναριού που κρατούσε ο αμαξάς τον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς και κάποιον κοντούλη δημόσιο υπάλληλο με στολή. Αυτός ήταν ο αστυνόμος.

- Να, τώρα θα έρθει και τούτος ο γέροντας μαζί μας, είπε ο επιστάτης.

Ο Ντουτλόβ δεν ήτανε καθόλου πρόθυμος, μα βρέθηκε σε δύσκολη θέση.

- Και συ, Γιεφίμ, σαν παλικάρι που είσαι, τρέχα να συγυρίσεις τη σκαλίτσα της ταράτσας, για να μπορέσει ν' ανέβει καλά ο ευγενέστατος.

Ο Γιεφίμ, που πρωτύτερα έλεγε πως με κανέναν τρόπο δε θα πήγαινε νύχτα στην ταράτσα, τώρα έτρεξε αμέσως, δίχως να πει λέξη.

Ο αστυνόμος άναψε την πίπα του κι άρχισε να καπνίζει. Κατοικούσε σ' ένα χωριό που απείχε δυο βέρστια απ' το Πακρόβσκογιε κι επειδή κείνες τις μέρες τον είχε κατσαδιάσει για καλά ο προϊστάμενός του, γιατί παραμελούσε την υπηρεσία του μεθοκοπώντας, τώρα έδειξε υπέρμετρο ζήλο κι έτρεξε στις δέκα τη νύχτα να εξετάσει αμέσως την υπόθεση. Ο επιστάτης ρώτησε το Ντουτλόβ για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί πέρα αυτή την ώρα και κείνος του είπε το ιστορικό για τα λεφτά που βρήκε και πως η κυρία του τα χάρισε και πρόσθεσε πως σκοπός του ήτανε να δει πρωτύτερα το Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς και να το πει κεινού, μα τα πράγματα ήρθανε ανάποδα. Προς μεγάλη απόγνωση του Ντουτλόβ, ο επιστάτης ζήτησε να δει το φάκελο. Τον πήρε στα χέρια του και τον κοίταξε με περιέργεια. Ο αστυνόμος πήρε κι αυτός το φάκελο και ρώτησε σύντομα και κοφτά το τι και πώς.

« Ε , τώρα πια τα έχασα τα λεφτουδάκια»! στοχαζόταν στο αναμεταξύ με φρίκη ο Ντουτλόβ, μα ο αστυνόμος του τα έδωσε πίσω, λέγοντας:

- Αυτές είναι οι στραβομάρες της τύχης.

- Όχι δα, του τα έστειλε σε καλή ώρα, παρατήρησε ο επιστάτης. Μόλις είχε πάει στην πολιτεία τον ανιψιό του για το στρατό, τώρα θα εξαγοράσει τον κλήρο.

- Α, έτσι! - έκανε ο αστυνόμος και προχώρησε.

- Ε, τι λες, Σεμιόν; Θα τον εξαγοράσεις τώρα τον Ηλιούσκα; - ρώτησε ο επιστάτης.

- Πώς να τον εξαγοράσω; Φτάνουν τάχατες τα λεφτά; Κι ύστερα κιόλας μπορεί να μην προφταίνω πια.

- Κάνε όπως ξέρεις, είπε ο επιστάτης κι ακολούθησαν και οι δυο τον αστυνόμο.

Πλησίασαν το περίπτερο που στη μπασιά του οι μουζίκοι-φρουροί περίμεναν με φανάρια αναμένα. Ο Ντουτλόβ ακολουθούσε τον επιστάτη και τον αστυνόμο. Οι μουζίκοι στέκονταν σαν αποσβολωμένοι, και το ύφος αυτό ίσως να το είχανε πάρει εξαιτίας της συναίσθησης για τη χαρακτηριστική δυσοσμία που ανάδιναν, γιατί καμιά άλλη αφορμή δεν υπήρχε σε βάρος τους. Όλοι σώπαιναν.

- Πού είναι; - ρώτησε ο αστυνόμος.

- Εδώ, ψιθύρισε ο επιστάτης και πρόσθεσε. Γιεφίμ, συ που είσαι παλικάρι, τράβα μπροστά με το φανάρι.

Ο Γιεφίμ, που προηγουμένως είχε στερεώσει κάποιο σκαλοπάτι που κουνιόταν, φαινόταν να μη φοβάται πια καθόλου. Με ζωηρή έκφραση στη μορφή του, ανέβηκε δυο-δυο και τρία-τρία τα σκαλοπάτια και κάθε τόσο γύριζε για να φωτίσει με το φανάρι του το δρόμο στους άλλους που ακολουθούσαν. Πρώτος ανέβαινε ο αστυνόμος κι από πίσω ο επιστάτης. Όταν οι δύο αυτοί ανέβηκαν στην ταράτσα και δεν φαίνονταν πια, ο Ντουτλόβ με τον ένα πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι αναστέναξε και σταμάτησε. Πέρασαν κάπου δυο λεπτά. Τα βήματα των άλλων δεν ακούγονταν πια στην ταράτσα. Φαίνεται είχανε πλησιάσει και σταματήσει κοντά στο πτώμα.

- Μπάρμπα! Σε φωνάζει είπε ο Γιεφίμ από το κεφαλόσκαλο.

Ο Ντουτλόβ αναγκάστηκε ν' ανέβει. Στο φως του φαναριού διακρινόταν πίσω από το δοκάρι, μονάχα τα κεφάλια κι οι πλάτες του αστυνόμου και του επιστάτη και παραπίσω στεκόταν άλλος ένας, με τις πλάτες του κατά τη μεριά τους. Αυτός ήτανε ο Ποληκέη. Ο Ντουτλόβ πέρασε κάτω από το δοκάρι και σταμάτησε κάνοντας το σταυρό του.

- Για γύρισε τον κατά εδώ, παιδιά, είπε ο αστυνόμος.

Κανένας δεν κουνήθηκε.

- Γιεφίμκα, συ που είσαι παλικάρι, πρόσταξε ο επιστάτης.

Το παλικάρι, δίχως να χάσει καιρό, προχώρησε, γύρισε τον κρεμασμένο, στάθηκε δίπλα του και μ' ένα χαρούμενο ύφος, κοίταζε μια τον αστυνόμο, μια τον Ποληκέη, ίδια σαν κείνους τους θαυματοποιούς που μια κοιτάζουν το κοινό, μια το θαύμα που επιδείχνουν κι είναι πρόθυμοι να εκτελέσουν το κάθε τι που οι θεατές τους ζητήσουν.

- Γύρισέ τον ακόμα.

Τον ξαναγύρισε, έτσι που κινήθηκαν στο κενό τα χέρια του Ποληκέη και σύρθηκαν τα πόδια του.

- Πιάσε τώρα να τον ξεκρεμάσεις.

- Διατάζετε να κόψουν το σκοινί, Βασίλη Μπορίσοβιτς; - ρώτησε ο επιστάτης. Δώστε δω ένα τσεκούρι.

Αναγκάστηκαν να επαναλάβουν δυο και τρεις φορές τη διαταγή για ν' αποφασίσουν να το κάνουν οι φρουροί κι ο Ντουτλόβ. Ενώ ο Γιεφίμ συμπεριφερόταν με το Ποληκέη σαν με κάποιο τομάρι ψόφιου ζώου. Κάποια στιγμή κατάφεραν να κόψουν το σκοινί, ξεκρέμασαν το πτώμα και το σκέπασαν. Ο αστυνόμος είπε, πως αύριο θα έστελνε το γιατρό και πως τώρα μπορούσαν να φύγουν όλοι.