XII. Ο Ποληκούσκα
Η γιορτή πέρασε πολύ άκεφα στο Πακρόβσκογιε. Παρ' όλο που η μέρα ήτανε τόσο όμορφη, ο κόσμος δεν εβγήκε να διασκεδάσει. Οι κοπέλες δεν συγκεντρώθηκαν για να τραγουδήσουν, τα παλικάρια που ήρθαν από τα εργοστάσια της πολιτείας δεν έπαιξαν μήτε τις φυσαρμόνικες, μήτε τις μπαλαλάικες, μήδε σκαρώσανε τα συνηθισμένα τους παιχνίδια με τις κοπέλες. Όλοι κάθονταν αποτραβηγμένοι στις γωνιές κι αν ξεπετούσαν καμιά κουβέντα μιλούσαν ψιθυριστά, σάμπως να φοβόνταν μην τυχόν και τους ακούει κάποιο κακό αφτί, που παραφύλαγε εκεί δα κρυμμένο. Κι έτσι άκεφα και βαρύθυμα πέρασε όπως-όπως η ημέρα.
Όμως το βραδάκι, σαν πήρε να σκοτεινιάζει, τα σκυλιά ούρλιαζαν και ταυτόχρονα σαν να ήταν συνεννοημένος σηκώθηκε ένας αέρας τόσο δυνατός, που έκανε να βουίζουν όλες οι καπνοδόχες, και τότε τέτοια τρομάρα κυρίεψε όλο το προσωπικό, που όσοι είχαν κεριά τ' ανάψανε μπροστά στα εικονίσματα, κείνοι που ήτανε μονάχοι πήγαν στους γείτονες παρακαλώντας να περάσουν μαζί της νύχτα, και κείνοι που είχανε υπηρεσία να βγουν να συγυρίζουν τα ζωντανά, ούτε καν ξεμύτισαν, παρά τ' αφήκανε δίχως φροντίδα κείνη τη βραδιά. Και τον αγιασμό που ο καθένας κρατούσε από την πρωτομηνιά φυλαγμένο σ' ένα μπουκαλάκι, όλον τον ξοδέψανε για ξόρκι.
Πολλοί μάλιστα άκουσαν να βαδίζει κάποιος με βαριά βήματα πάνω στην ταράτσα κι ο σιδηρουργός βεβαίωνε πως είδε με τα μάτια του ένα φτερωτό δράκο να πετάει πάνω από τη σκεπή. Στη γωνιά του Ποληκέη δε βρισκότανε κανένας. Την τρελή μητέρα και τα παιδιά τα είχανε πάει αλλού και μονάχα έμενε το νεκρό μωρουδάκι και δυο γριούλες που το φυλάγανε και κάποια περαστική προσκυνήτρα, από κείνες που τάζουν να γυρνάνε πεζοπορώντας το πιότερο από πολιτεία σε πολιτεία κι από χωριό σε χωριό ίσαμε που να φτάσουν σε μια από τις μεγάλες πολιτείες με τα μεγάλα μοναστήρια για προσκύνημα. Η γυναίκα αυτή διάβαζε το ψαλτήρι όχι για το μωρό, μα έτσι γενικά για όλη κείνη τη συμφορά. Αυτή ήτανε η επιθυμία της κυρίας. Οι τρεις αυτές γυναίκες άκουγαν πως άμα τέλειωνε το διάβασμα του ακάθιστου τριζομαχούσε κάποιο δοκάρι κι αναδινόταν ένα βαρυαναστέναγμα. Κι άμα διάβαζαν το «Ανάστα ο Θεός» σύχαζαν όλα.
Η μαραγκίνα κάλεσε κοντά της κείνη τη νύχτα μια κουμπάρα της κι αγρυπνώντας ήπιαν όλο το τσάι που είχε προμηθευτεί για μια βδομάδα. Κι αυτές άκουγαν πως έτριζαν τα δοκάρια της ταράτσας και κάτι βρόντους, λες και γκρεμίζονταν από πάνω τσουβάλια γιομάτα, βαριά. Οι μουζίκοι-φρουροί, που επιστράτεψε ο επιστάτης, έδιναν κάποιο κουράγιο στους ανθρώπους της αυλής που συντρόφευαν, γιατί αλλιώς όλοι κείνοι θα είχανε ξεψυχήσει από την τρομάρα τους. Οι μουζίκοι είχανε ξαπλώσει στη μπασιά πάνω σε μπόλικο στρωμένο σανό κι αργότερα βεβαίωναν πως κι αυτοί άκουσαν πολλά θαύματα να γίνονται στην ταράτσα, μολονότι πέρασαν όλη κείνη τη νύχτα κουβεντιάζοντας άνετα για την επιστράτευση, μασούλιζαν ξερό ψωμάκι που έφεραν μαζί τους, ξύνονταν και, το κυριότερο, γιόμισαν τον τόπο με κείνη την ξέχωρη δυσοσμία που αναδίνουν οι μουζίκοι μας, τόσο πολύ, που η μαραγκίνα καθώς περνούσε για να βγει έξω, βούλωσε τη μύτη της και τους έβρισε «παλιομουζίκοι, βρομιάρηδες!».
Όπως κι αν είχε το πράγμα ωστόσο, ο κρεμασμένος έμεινε στην ταράτσα κείνη τη νύχτα κι ήτανε σάμπως κάποιο κακό πνεύμα ν' άπλωνε πάνω από ολάκερο το περίπτερο τη μεγάλη του φτερούγα, δείχνοντας έτσι τη δύναμή του και πλησιάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο όσο πιο πολύ μπορούσε τους ενοίκους. Τουλάχιστον εκείνοι όλο αυτό αισθάνονταν.
Δεν ξέρω αν ήτανε σωστή η άποψη. Μου φαίνεται μάλιστα εμένα, πως δεν ήτανε καθόλου σωστή. Και φαντάζομαι πως αν βρισκότανε κάποιος τολμηρός κείνη τη νύχτα κι άδραχνε ένα φανάρι ή ένα κερί και, κάνοντας το σταυρό του, ακόμα και μη κάνοντάς τον, τραβούσε για την ταράτσα και σκόρπιζε με το φως που κρατούσε τη φρίκη της σκοτεινιάς και φώτιζε τα δοκάρια και τα αραχνοσκεπασμένα πεζούλια, και τα ρούχα που παράτησε η μαραγκίνα να κρέμονται, κι έφτανε ίσαμε τον Ποληκέη κι αν, δίχως κανένα φόβο σήκωνε το φως ίσαμε το πρόσωπο κεινού, δεν θα έβλεπε παρά το γνώριμο λιπόσαρκο κορμί, με τα πόδια στυλωμένα χάμω (είχε ξελασκάρει πια το σκοινί) να γέρνει άπνοο από τη μια μεριά, με ξεκούμπωτο το γιακά του πουκαμίσου του, δίχως σταυρουδάκι κρεμασμένο στο λαιμό, και με το κεφάλι γερμένο πάνω στο στήθος και το αγαθό πρόσωπο μ' ανοιχτά τα δίχως όραση μάτια και με κείνο το ήσυχο το φταιξιάρικο χαμόγελο και μια αυστηρή γαλήνη και σιγαλιά απλωμένη παντού.
Μα την αλήθεια, η μαραγκίνα, καθώς ήταν στριμωγμένη στη μια άκρη του κρεβατιού της με τα μαλλιά αναστατωμένα και με τα μάτια περίτρομα και διαβεβαίωνε πως άκουγε να γκρεμίζονται με βρόντο τα γιομάτα σακιά, ήτανε πολύ πιο τρομερή η όψη της από τον Ποληκέη, παρ' όλο που κεινού του είχανε αφαιρέσει το σταυρουδάκι που φορούσε στο λαιμό και τα είχαν ακουμπήσει εκεί δα στο δοκάρι. Επάνω, δηλαδή στης κυρίας, ίδια τρομάρα επικρατούσε, όπως και στις γωνιές. Στο δωμάτιο της κυρίας ήτανε διάχυτη η μυρωδιά κολόνιας και φαρμάκων. Κείνη τη νύχτα στο δωμάτιο των κοριτσιών ήρθε να τις συντροφέψει η θειά της Ντουνιάσας, και οι τέσσερείς τους κάθονταν και κουβέντιαζαν σιγανά.
- Ποιος θα πάει να φέρει λάδι για το καντήλι; - είπε ξαφνικά η Ντουνιάσα.
- Εγώ δεν πάω, δεν πάω με κανέναν τρόπο, αποκρίθηκε αποφασιστικά η δεύτερη καμαριέρα.
- Έλα, τώρα. Να πας μαζί με την Αξιούτκα.
- Πάω εγώ μονάχη μου. Για τίποτα δε φοβάμαι, φώναξε η Αξιούτκα, μα την ίδια κιόλας στιγμή σαν να δείλιασε.
- Άντε, το λοιπόν, κορίτσι μου, και γύρεψε από τη γιαγιά να σου βάλει στο ποτήρι και φέρτο. Πρόσεξε μην το χύσεις στο δρόμο.
Η Αξιούτκα με το ένα χέρι της συμμάζεψε και κράτησε τη φούστα της και, καθώς, εξαιτίας αυτό δε μπορούσε τώρα να κινεί τα δυο χέρια κίνησε το ελεύθερο μονάχα αλλά με διπλάσια δύναμη, κάθετα προς τη γραμμή της κατεύθυνσής της και έφυγε σαν αστραπή. Φοβόταν τρομερά κι ένιωθε πως αν τύχαινε να δει ή να ακούσει κάτι, ακόμα και την ίδια της τη μάνα να της μιλάει θα πέθαινε την ίδια στιγμή. Και περνούσε τρεχάτη, και με το μουτράκι της ζαρωμένο, το γνώριμο μονοπάτι.