×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), VIII. Ο Ποληκούσκα

VIII. Ο Ποληκούσκα

Κοντά τα μεσάνυχτα δυνατοί χτύποι στην αυλόπορτα και φωνές μουζίκων, ξύπνησαν και τους εργάτες του έμπορα και τον Ποληκέη. Ήταν οι κληρωτοί από το Πακρόβσκογιε. Όλοι-όλοι κάπου δέκα νομάτοι: ο Χοριούσκιν, ο Μιτιούσκιν, κι ο Ηλία (ο ανιψιός του Ντουτλόβ), δύο αντικαταστατικοί, ο πρόεδρος του χωριού, ο γερο-Ντουτλόβ κι οι αγωγιάτες.

Το δωμάτιο φωτιζόταν μονάχα από το καντηλάκι. Η μαγείρισσα κοιμόταν στον καναπέ, κάτω από τα εικονίσματα. Τινάχτηκε επάνω και πήρε ν' ανάψει ένα σπαρματσέτο. Ο Ποληκέη, καθώς ξύπνησε, έγειρε από το πατάρι που ήταν ξαπλωμένος και κοίταζε τους νιόφερτους. Οι μουζίκοι έμπαιναν και κάθιζαν στους ξύλινους καναπέδες. Όλοι τους ήταν απόλυτα ήρεμοι, έτσι που κανείς δε θα μπορούσε να ξεχωρίσει ποιοι, ποιους ήρθαν να ξεπροβοδίσουν, χαιρετούσαν, χωράτευαν, κουβέντιαζαν, γύρευαν φαγητό. Είναι αλήθεια πως μερικοί ήταν σιωπηλοί και μελαγχολικοί, όμως οι άλλοι αντίθετα φαίνονταν πολύ κεφάτοι, προφανώς θα τα είχαν κοπανήσει. Ένας απ' αυτούς ήταν κι ο Ηλία, που ίσαμε τότες ποτές του δεν είχε βάλει βότκα στο στόμα.

- Ε, παιδιά τι λέτε, να δειπνήσουμε ή να πλαγιάσουμε καλύτερα; - είπε ο πρόεδρος.

- Να φάμε πρώτα, αποκρίθηκε ο Ηλία ξεκουμπώνοντας τη γούνα του, και πρόσθεσε, καθώς καθόταν στον καναπέ. Στείλε για βότκα.

- Σου φτάνει πια η βότκα, του πέταξε κοφτά ο πρόεδρος και στράφηκε στους άλλους. Δειπνήστε το λοιπόν με το ψωμάκι που έχετε ο καθένας, παιδιά. Τι να ξεσηκώνουμε τον κόσμο τέτοια ώρα.

- Θέλω βότκα, ξανάπε ο Ηλία δίχως να κοιτάζει και με έναν τέτοιο τόνο, που ήταν φανερό, πως δε θα υποχωρούσε εύκολα.

Οι μουζίκοι υπάκουσαν στη συμβουλή του πρόεδρου, έβγαλαν το ψωμάκι τους από τα δισάκια που είχαν στ' αμάξι του ο καθένας, έψαλαν ζήτησαν από τη μαγείρισσα από ένα ποτήρι κβας (Ζυθοειδές ποτό ρώσικης προέλευσης) και πλάγιασαν, άλλοι στο πατάρι κι άλλοι στο πάτωμα. Ο Ηλία επαναλάμβανε κάπου-κάπου «Δώστε μου βότκα σας λέω, δώστε μου βότκα». Και ξαφνικά είδε τον Ποληκέη.

- Ηλίτς, ε Ηλίτς! Συ εδώ, φιλαράκο; Εγώ που λες, πάω στο στρατό. Τους αποχαιρέτισα ολουνούς. Τη μάνα μου, τη νοικοκυρά μου... Πώς έκλαιγε η άμοιρη! Είχανε δεν είχανε με στριμώξανε στο στρατό. Βάλε βότκα να πιούμε!

- Δεν έχω λεφτά αποκρίθηκε ο Ποληκέη. Μη χολοσκάς από τώρα. Μπορεί οι γιατροί να σε βγάλουν βοηθητικό, πρόσθεσε παρηγορώντας τον.

-Τι λες, αδερφέ. Εγώ σαν την καθάρια τη σημύδα, δεν έχω δε καμιά αρρώστια ποτές μου. Και συ μου λες βοηθητικός!

Ο Ποληκέη άρχισε να του διηγιέται κάποια ιστορία πως κάποιος μουζίκους σοφίστηκε και πάσαρε με τρόπο του γιατρού λεφτά και κείνος τον έβγαλε σκάρτο και γλίτωσε το στρατιωτικό.

Ο Ηλία κοντοζύγωσε στο πατάρι και μίλησε εξ' απ' τα δόντια.

- Όχι, Ηλίτς, τώρα όλα τέλειωσαν και μηδέ εγώ ο ίδιος θέλω τώρα πια να μείνω. Ο μπάρμπας μου μ' έκαψε. Τάχατες δεν άξιζα για να μ' εξαγοράσει; Μα όχι! Και το γιο του τον πονάει και τα λεφτά τα πονάει. Και στέλνει μένα στο στρατό... Και τώρα ούτε πια που το θέλω και μόνος μου να μείνω. (Μιλούσε σιγανά, ήσυχα, εμπιστευτικά, κάτω από την επίδραση κάποιας ανάλαφρης πίκρας). Μονάχα τη μάνα μου λυπάμαι, τη δόλια. Αν την έβλεπες πώς δερνόταν η καψερή! Μα και τη νοικοκυρά μου τη λυπάμαι. Έτσι δα, για το τίποτα, πάει χαμένη. Γυναίκα στρατιώτη, σου λέει ο άλλος και, ξέρουμε δα τ' αποτελέσματα. Κάλλιο να μη με πάντρευαν. Γιατί να με παντρέψουν; Αύριο θα έρθουν οι γυναίκες.

- Όμως γιατί σας φέρανε νωρίς; ρώτησε ο Ποληκέη. Δίχως ν' ακουστεί, τίποτα έτσι δα, ξαφνικά.

- Σκιάζονται, βλέπεις για μένα, μην κάνω καμιά παλαβομάρα, αποκρίθηκε χαμογελώντας ο Ηλία. Μα ας μη σκιάζονται. Δεν το έχω στο νου μου, κάτι τέτοιο. Και ούτε που θα χαθώ στο στρατό. Μονάχα τη μάνα μου πονάω. Αχ, γιατί να με παντρέψουν; -έλεγε σιγανά και λυπημένα.

Η πόρτα άνοιξε με κρότο και μπήκε ο γερό Ντουτλόβ, τινάζοντας το βρεμένο σκούφο του και σέρνοντας τα πόδια του μέσα στα τεράστια από δεντρόφλουδα παπούτσια, που πάντα τα έπαιρνε τόσο μεγάλα, λες κι ήταν από ξένα πόδια, κι έμοιαζαν σαν βαρκάκια.

- Αφανάση, είπε, κάνοντας το σταυρό του προς τα εικονίσματα και μιλώντας στο θυρωρό, μπας κι έχεις ένα φαναράκι να μου δώσεις, για να βάλω βρόμη στ' άλογα;

Καθώς μιλούσε δεν έριξε ούτε μια ματιά στον Ηλία, παρά έκανε πως προσπαθούσε ν' ανάψει το αποτσίγαρο του. Είχε τα γάντια του και το κνούτο χωμένα στο ζουνάρι του και το χοντρό πανωφόρι του διπλωμένο και ζωσμένο σφιχτά. Λες κι είχε έρθει για ειρηνική δουλειά στην πολιτεία, τόσο το δραστήριο πρόσωπό του ήταν ήρεμο κι απασχολημένο με τις συνηθισμένες, τις απλές δουλειές του νοικοκυριού.

Ο Ηλία σαν είδε το θείο του σώπασε, στύλωσε πάλι τα μάτια του ζοφερά σ' ένα αόριστο σημείο κι ύστερα στράφηκε στον πρόεδρο.

- Δώσε μου βότκα, Γιερμίλα, θέλω να πιω.

Η φωνή του ήταν άγρια και γεμάτη θυμό.

- Δεν έχει βότκα τέτοια ώρα, αποκρίθηκε ο πρόεδρος, ρουφώντας το κβας του. Κοίτα, όλοι οι άνθρωποι έφαγαν το ψωμάκι τους και πλάγιασαν. Συ γιατί κάνεις φασαρία;

Η λέξη «φασαρία» ήταν σαν να τον ηλέκτρισε.

- Πρόεδρε, θάλασσα θα τα κάνω όλα, σα δε μου δώσεις βότκα.

- Δεν μπορείς, μακάρι συ, να του βάλεις μυαλό; - στράφηκε ο πρόεδρος στου Ντουτλόβ, που είχε ανάψει το φανάρι, μα κοντοστεκόταν, για ν' ακούσει τι θα γινόταν παραπέρα και λοξοκοίταζε τον ανιψιό του με κάποια συμπόνια, σάμπως ν' απορούσε γι' αυτά του τα καμώματα. Ο Ηλία με το βλέμμα χαμηλωμένο, ξανάπε.

- Δώσε μου να πιω, ειδεμή και εγώ δεν ξέρω τι θα κάνω.

- Πάψε, Ηλία, είπε καλοσυνάτα ο πρόεδρος. Αλήθεια σου λέω, πάψε. Θα 'ναι το καλύτερο...

Μα προτού προφτάσει ν' αποτελειώσει τη φράση του ο Γιερμίλα, ο Ηλία τινάχτηκε πάνω, έδωσε μια γροθιά στο τζάμι και ξεφώνισε μ' όλη του τη δύναμη:

- Δεν θέλετε να μ' ακούσετε, να σας λοιπόν και εγώ! Κι όρμησε στο άλλο παράθυρο για να το σπάσει και κείνο.

Ο Ποληκέη χωρίς να χάσει καιρό, με δυο κουτρουβάλες βρέθηκε στην άλλη γωνιά του παταριού, τόσο ορμητικά, που κατατρόμαξε όλες τις κατσαρίδες. Ο πρόεδρος παράτησε το κβας του κι έτρεξε προς τον Ηλία. Ο Ντουτλόβ με αργές κινήσεις παράτησε το φανάρι, έβγαλε το ζουνάρι του, κινώντας επιτιμητικά το κεφάλι και κοντοζύγωσε και κείνος τον Ηλία που πάλευε με τον πρόεδρο και το θυρωρό, γιατί αυτοί τον εμπόδιζαν να πλησιάσει το παράθυρο. Τον είχαν πιάσει από τα χέρια και, φαινόταν να τον κρατούσαν γερά. Όμως, μόλις ο Ηλία αντίκρισε το θείο του με το ζουνάρι στα χέρια, έβαλε όλα του τα δυνατά λευτερώθηκε και με τα μάτια γουρλωμένα και τις γροθιές σφιγμένες κατά το Ντουτλόβ.

- Σε σκότωσα, μη κοντοζυγώσεις, βάρβαρε! Συ με κατάστρεψες, μ' έκαψες συ, με τους γιους σου τους κλεφταράδες, εσείς όλοι με κάψατε! Γιατί να με παντρέψεις; Μην κοντοζυγώσεις σ' έφαγα.

Ο Ηλία ήταν τρομερός. Το πρόσωπό του ήταν μελανιασμένο, τα μάτια του πεταμένα έξω από τις κόγχες κι ολόκληρο το γερό νεανικό κορμί του αναταραζόταν σαν από δυνατό πυρετό. Λες και ήθελε και μπορούσε να σκοτώσει και τους τρεις άντρες που τον τριγύριζαν.

- Αίμα αδελφικό πίνεις, αιμοβόρε.

Κάποια αστραπή πέρασε πάνω στο αιώνια ήρεμο πρόσωπο του Ντουτλόβ. Προχώρησε ένα βήμα.

- Δεν ήθελες με το καλό, είπε, και ξαφνικά (πού βρέθηκε όλη κείνη η γρηγοράδα, η δύναμη;) άδραξε με μια ορμητική κίνηση τον ανιψιό του, κυλίστηκε μαζί στο πάτωμα και, βοηθούμενος από τον πρόεδρο, άρχισε να του στρίβει τα χέρια.

Πάλεψαν έτσι κάπου πέντε λεπτά. Τέλος, ο Ντουτλόβ σηκώθηκε κάποια στιγμή, με τη βοήθεια των άλλων μουζίκων, ξεκόλλησε πάνωθέ του τα χέρια του Ηλία, που ήταν γαντζωμένα πάνω στη γούνα του, ορθώθηκε, ύστερα ανασήκωσε και τον Ηλία, με τα χέρια πισθάγκωνα δεμένα, και τον έβαλε να καθίσει στη γωνιά του καναπέ.

Ο Ηλία με τα μαλλιά του αναστατωμένα, με το πρόσωπο κατάχλομο και του πουκάμισο στραπατσαρισμένο, περιέφερε τα μάτια του γύρω στο δωμάτιο, σάμπως να ήθελε να αναθυμηθεί πού βρισκόταν. Ο θυρωρός μάζεψε τα σπασμένα γυαλιά και μ' ένα κοντογούνι έφραξε το σπασμένο παράθυρο για να μη μπαίνει το κρύο. Ο πρόεδρος ξανακάθισε ν' αποτελειώσει το κβας του.

- Αχ, Ηλία, Ηλία, μουρμούρισε. Σε λυπάμαι, μα την αλήθεια! Μα τι να γίνει! Να κι ο Χαριούσκιν, κι αυτός νιόπαντρος είναι. Έτσι ήταν το γραφτό σας, φαίνεται...

- Από τον κακούργο το θείο μου, χάνομαι, είπε ο Ηλία με πίκρα και θυμό. Κείνος το γιο του λυπάται... Η μάνα έπεσε στα πόδια του, ο επιστάτης τον ορμήνεψε να εξαγοράσει τον κλήρο. Μα αυτός το δικό του. Δε θέλει... Λέει πως δε φτάνουν τα λεφτά... Τάχατες λίγο δουλέψαμε στο σπιτικό του ο αδερφός μου και εγώ;... Είναι κακούργος...

Ο Ντουτλόβ γύρισε από το στάβλο, σταυροκοπήθηκε μπροστά στα εικονίσματα, έβγαλε τη γούνα του και κάθισε κοντά στον πρόεδρο. Η μαγείρισσα του σέρβιρε κβας κι ένα κουτάλι. Ο Ηλία σώπασε και κλείνοντας τα μάτια του έγειρε το κεφάλι του πάνω σε κάποιο ρούχο που ήταν τυλιγμένο εκεί δα. Ο πρόεδρος, κουνώντας με συμπόνια το κεφάλι του, τον έδειξε με μια κίνηση του χεριού στο θείο του.

- Τάχατες δεν τον πονάω και εγώ; Είναι παιδί του αδερφού μου. Και σαν να μην έφτανε που τον πονάω τόσο, με το πες, πες τον έκαναν να με θεωρεί κακούργο. Η γυναίκα του, βλέπεις, μια παμπόνηρη, κι ας είναι και τόσο μικρή στα χρόνια, του έβαλε στο νου πως έχω τόσα λεφτά, που μπορώ να εξαγοράσω τον κλήρο. Άντε να τους βγάλεις τώρα από το μυαλό πως τον αδίκησα. Και να ήξερες πόσο τον πονάω!

- Ωχ, τι να σου πω. Το παλικάρι είναι από τα λίγα κι είναι κρίμα να χαραμιστεί στο στρατό, παρατήρησε ο πρόεδρος.

- Απόκανα με δαύτον τούτες τις μέρες. Θα στείλω αύριο τον Ιγνάτ κι ήθελε να έρθει κι η γυναίκα του.

- Ναι, ναι, ας έρθουν, πάει καλά, είπε ο Γιερμίλα κι ανέβηκε στο πατάρι. Τι να τα κάνεις τα λεφτά; Τα λεφτά μια σκόνη είναι.

- Φτάνει να υπάρχουν τα άτιμα, τα λεφτά. Τότες ποιος τα λογαριάζει! Παρατήρησε ο θυρωρός.

- Αχ, αυτά τα λεφτά! Πόσο αμαρτάνουμε εμείς οι άνθρωποι εξαιτίας τους! - παρατήρησε μελαγχολικά ο Ντουτλόβ. Όλες οι πιότερες αμαρτίες που γίνονται είναι εξαιτίας τα λεφτά, το λέει κι η Γραφή.

- Όλα τα λέει η Γραφή μα εμείς οι άνθρωποι, γνώση δε βάνουμε, είπε ο θυρωρός. Άκου τι μου έλεγε κάποτε ένας γνώριμός μου: ήτανε λέει μια φορά ένας έμπορας, θησαύρισε πλούτη αμέτρητα, όμως τίποτις δεν ήθελε να δώσει σε κανένα και ούτε ν' αποχωριστεί το θησαυρό του ήθελε. Και το λοιπόν τα πήρε μαζί του τα λεφτά του όλα στον τάφο του. Σαν ψυχομαχούσε άφησε παραγγελία, κείνο το προσκεφαλάκι που είχε πάντα κάτω από το κεφάλι του, να το βάλουν έτσι δα, σαν τον συγυρίσουν στην κάσα μέσα. Ούτε φαντάστηκαν ποτές οι δικοί του, πως μέσα σε κείνο το προσκεφαλάκι, ήταν ραμμένος όλος του ο βιος. Σαν πέρασε καιρός, κι αφού μάταια ψάξανε παντού και πουθενά δε βρήκανε τίποτις, τότες μονάχα ο ένας από τους γιους του στοχάστηκε πως πρέπει μέσα σε κείνο το προσκεφαλάκι να τα έχει κρύψει ο γεροτσιγκούνης. Τότες κάνανε ενέργειες, να πάρουν την άδεια ν' ανοίξουν τον τάφο. Ίσαμε τον τσάρο φτάσανε για τούτη τη δουλειά. Καμιά φορά η άδεια ήρθε, άνοιξαν τον τάφο και τι φαντάζεσαι; Το προσκεφαλάκι ήταν αδειανό, κι η κάσα γιομάτη φίδια. Ξανασκέπασαν μάνι-μάνι τον τάφο. Να, το λοιπόν τι κάνουν τα λεφτά.

- Αυτό πια είναι γνωστό, πως μονάχα κακό μας φέρνουν τα λεφτά, παρατήρησε ο Ντουτλόβ, κι άρχισε να κάνει τη βραδινή του προσευχή.

Σαν τελείωσε, γύρισε και κοίταξε τον ανιψιό του. Εκείνος κοιμόταν. Ο Ντουτλόβ πήγε κοντά του, του έλυσε τα χέρια, πήρε σιγά-σιγά, για να μην τον ξυπνήσει, το ζουνάρι του και πλάγιασε. Ο άλλος μουζίκος πήγε να κοιμηθεί στο στάβλο.

VIII. Ο Ποληκούσκα VIII. Polikuska VIII. Polikuska

Κοντά τα μεσάνυχτα δυνατοί χτύποι στην αυλόπορτα και φωνές μουζίκων, ξύπνησαν και τους εργάτες του έμπορα και τον Ποληκέη. Ήταν οι κληρωτοί από το Πακρόβσκογιε. Όλοι-όλοι κάπου δέκα νομάτοι: ο Χοριούσκιν, ο Μιτιούσκιν, κι ο Ηλία (ο ανιψιός του Ντουτλόβ), δύο αντικαταστατικοί, ο πρόεδρος του χωριού, ο γερο-Ντουτλόβ κι οι αγωγιάτες.

Το δωμάτιο φωτιζόταν μονάχα από το καντηλάκι. Η μαγείρισσα κοιμόταν στον καναπέ, κάτω από τα εικονίσματα. Τινάχτηκε επάνω και πήρε ν' ανάψει ένα σπαρματσέτο. Ο Ποληκέη, καθώς ξύπνησε, έγειρε από το πατάρι που ήταν ξαπλωμένος και κοίταζε τους νιόφερτους. Οι μουζίκοι έμπαιναν και κάθιζαν στους ξύλινους καναπέδες. Όλοι τους ήταν απόλυτα ήρεμοι, έτσι που κανείς δε θα μπορούσε να ξεχωρίσει ποιοι, ποιους ήρθαν να ξεπροβοδίσουν, χαιρετούσαν, χωράτευαν, κουβέντιαζαν, γύρευαν φαγητό. Είναι αλήθεια πως μερικοί ήταν σιωπηλοί και μελαγχολικοί, όμως οι άλλοι αντίθετα φαίνονταν πολύ κεφάτοι, προφανώς θα τα είχαν κοπανήσει. Ένας απ' αυτούς ήταν κι ο Ηλία, που ίσαμε τότες ποτές του δεν είχε βάλει βότκα στο στόμα.

- Ε, παιδιά τι λέτε, να δειπνήσουμε ή να πλαγιάσουμε καλύτερα; - είπε ο πρόεδρος.

- Να φάμε πρώτα, αποκρίθηκε ο Ηλία ξεκουμπώνοντας τη γούνα του, και πρόσθεσε, καθώς καθόταν στον καναπέ. Στείλε για βότκα.

- Σου φτάνει πια η βότκα, του πέταξε κοφτά ο πρόεδρος και στράφηκε στους άλλους. Δειπνήστε το λοιπόν με το ψωμάκι που έχετε ο καθένας, παιδιά. Τι να ξεσηκώνουμε τον κόσμο τέτοια ώρα.

- Θέλω βότκα, ξανάπε ο Ηλία δίχως να κοιτάζει και με έναν τέτοιο τόνο, που ήταν φανερό, πως δε θα υποχωρούσε εύκολα.

Οι μουζίκοι υπάκουσαν στη συμβουλή του πρόεδρου, έβγαλαν το ψωμάκι τους από τα δισάκια που είχαν στ' αμάξι του ο καθένας, έψαλαν ζήτησαν από τη μαγείρισσα από ένα ποτήρι κβας (Ζυθοειδές ποτό ρώσικης προέλευσης) και πλάγιασαν, άλλοι στο πατάρι κι άλλοι στο πάτωμα. Ο Ηλία επαναλάμβανε κάπου-κάπου «Δώστε μου βότκα σας λέω, δώστε μου βότκα». Και ξαφνικά είδε τον Ποληκέη.

- Ηλίτς, ε Ηλίτς! Συ εδώ, φιλαράκο; Εγώ που λες, πάω στο στρατό. Τους αποχαιρέτισα ολουνούς. Τη μάνα μου, τη νοικοκυρά μου... Πώς έκλαιγε η άμοιρη! Είχανε δεν είχανε με στριμώξανε στο στρατό. Βάλε βότκα να πιούμε!

- Δεν έχω λεφτά αποκρίθηκε ο Ποληκέη. Μη χολοσκάς από τώρα. Μπορεί οι γιατροί να σε βγάλουν βοηθητικό, πρόσθεσε παρηγορώντας τον.

-Τι λες, αδερφέ. Εγώ σαν την καθάρια τη σημύδα, δεν έχω δε καμιά αρρώστια ποτές μου. Και συ μου λες βοηθητικός!

Ο Ποληκέη άρχισε να του διηγιέται κάποια ιστορία πως κάποιος μουζίκους σοφίστηκε και πάσαρε με τρόπο του γιατρού λεφτά και κείνος τον έβγαλε σκάρτο και γλίτωσε το στρατιωτικό.

Ο Ηλία κοντοζύγωσε στο πατάρι και μίλησε εξ' απ' τα δόντια.

- Όχι, Ηλίτς, τώρα όλα τέλειωσαν και μηδέ εγώ ο ίδιος θέλω τώρα πια να μείνω. Ο μπάρμπας μου μ' έκαψε. Τάχατες δεν άξιζα για να μ' εξαγοράσει; Μα όχι! Και το γιο του τον πονάει και τα λεφτά τα πονάει. Και στέλνει μένα στο στρατό... Και τώρα ούτε πια που το θέλω και μόνος μου να μείνω. (Μιλούσε σιγανά, ήσυχα, εμπιστευτικά, κάτω από την επίδραση κάποιας ανάλαφρης πίκρας). Μονάχα τη μάνα μου λυπάμαι, τη δόλια. Αν την έβλεπες πώς δερνόταν η καψερή! Μα και τη νοικοκυρά μου τη λυπάμαι. Έτσι δα, για το τίποτα, πάει χαμένη. Γυναίκα στρατιώτη, σου λέει ο άλλος και, ξέρουμε δα τ' αποτελέσματα. Κάλλιο να μη με πάντρευαν. Γιατί να με παντρέψουν; Αύριο θα έρθουν οι γυναίκες.

- Όμως γιατί σας φέρανε νωρίς; ρώτησε ο Ποληκέη. Δίχως ν' ακουστεί, τίποτα έτσι δα, ξαφνικά.

- Σκιάζονται, βλέπεις για μένα, μην κάνω καμιά παλαβομάρα, αποκρίθηκε χαμογελώντας ο Ηλία. Μα ας μη σκιάζονται. Δεν το έχω στο νου μου, κάτι τέτοιο. Και ούτε που θα χαθώ στο στρατό. Μονάχα τη μάνα μου πονάω. Αχ, γιατί να με παντρέψουν; -έλεγε σιγανά και λυπημένα.

Η πόρτα άνοιξε με κρότο και μπήκε ο γερό Ντουτλόβ, τινάζοντας το βρεμένο σκούφο του και σέρνοντας τα πόδια του μέσα στα τεράστια από δεντρόφλουδα παπούτσια, που πάντα τα έπαιρνε τόσο μεγάλα, λες κι ήταν από ξένα πόδια, κι έμοιαζαν σαν βαρκάκια.

- Αφανάση, είπε, κάνοντας το σταυρό του προς τα εικονίσματα και μιλώντας στο θυρωρό, μπας κι έχεις ένα φαναράκι να μου δώσεις, για να βάλω βρόμη στ' άλογα;

Καθώς μιλούσε δεν έριξε ούτε μια ματιά στον Ηλία, παρά έκανε πως προσπαθούσε ν' ανάψει το αποτσίγαρο του. Είχε τα γάντια του και το κνούτο χωμένα στο ζουνάρι του και το χοντρό πανωφόρι του διπλωμένο και ζωσμένο σφιχτά. Λες κι είχε έρθει για ειρηνική δουλειά στην πολιτεία, τόσο το δραστήριο πρόσωπό του ήταν ήρεμο κι απασχολημένο με τις συνηθισμένες, τις απλές δουλειές του νοικοκυριού.

Ο Ηλία σαν είδε το θείο του σώπασε, στύλωσε πάλι τα μάτια του ζοφερά σ' ένα αόριστο σημείο κι ύστερα στράφηκε στον πρόεδρο.

- Δώσε μου βότκα, Γιερμίλα, θέλω να πιω.

Η φωνή του ήταν άγρια και γεμάτη θυμό.

- Δεν έχει βότκα τέτοια ώρα, αποκρίθηκε ο πρόεδρος, ρουφώντας το κβας του. Κοίτα, όλοι οι άνθρωποι έφαγαν το ψωμάκι τους και πλάγιασαν. Συ γιατί κάνεις φασαρία;

Η λέξη «φασαρία» ήταν σαν να τον ηλέκτρισε.

- Πρόεδρε, θάλασσα θα τα κάνω όλα, σα δε μου δώσεις βότκα.

- Δεν μπορείς, μακάρι συ, να του βάλεις μυαλό; - στράφηκε ο πρόεδρος στου Ντουτλόβ, που είχε ανάψει το φανάρι, μα κοντοστεκόταν, για ν' ακούσει τι θα γινόταν παραπέρα και λοξοκοίταζε τον ανιψιό του με κάποια συμπόνια, σάμπως ν' απορούσε γι' αυτά του τα καμώματα. Ο Ηλία με το βλέμμα χαμηλωμένο, ξανάπε.

- Δώσε μου να πιω, ειδεμή και εγώ δεν ξέρω τι θα κάνω.

- Πάψε, Ηλία, είπε καλοσυνάτα ο πρόεδρος. Αλήθεια σου λέω, πάψε. Θα 'ναι το καλύτερο...

Μα προτού προφτάσει ν' αποτελειώσει τη φράση του ο Γιερμίλα, ο Ηλία τινάχτηκε πάνω, έδωσε μια γροθιά στο τζάμι και ξεφώνισε μ' όλη του τη δύναμη:

- Δεν θέλετε να μ' ακούσετε, να σας λοιπόν και εγώ! Κι όρμησε στο άλλο παράθυρο για να το σπάσει και κείνο.

Ο Ποληκέη χωρίς να χάσει καιρό, με δυο κουτρουβάλες βρέθηκε στην άλλη γωνιά του παταριού, τόσο ορμητικά, που κατατρόμαξε όλες τις κατσαρίδες. Ο πρόεδρος παράτησε το κβας του κι έτρεξε προς τον Ηλία. Ο Ντουτλόβ με αργές κινήσεις παράτησε το φανάρι, έβγαλε το ζουνάρι του, κινώντας επιτιμητικά το κεφάλι και κοντοζύγωσε και κείνος τον Ηλία που πάλευε με τον πρόεδρο και το θυρωρό, γιατί αυτοί τον εμπόδιζαν να πλησιάσει το παράθυρο. Τον είχαν πιάσει από τα χέρια και, φαινόταν να τον κρατούσαν γερά. Όμως, μόλις ο Ηλία αντίκρισε το θείο του με το ζουνάρι στα χέρια, έβαλε όλα του τα δυνατά λευτερώθηκε και με τα μάτια γουρλωμένα και τις γροθιές σφιγμένες κατά το Ντουτλόβ.

- Σε σκότωσα, μη κοντοζυγώσεις, βάρβαρε! Συ με κατάστρεψες, μ' έκαψες συ, με τους γιους σου τους κλεφταράδες, εσείς όλοι με κάψατε! Γιατί να με παντρέψεις; Μην κοντοζυγώσεις σ' έφαγα.

Ο Ηλία ήταν τρομερός. Το πρόσωπό του ήταν μελανιασμένο, τα μάτια του πεταμένα έξω από τις κόγχες κι ολόκληρο το γερό νεανικό κορμί του αναταραζόταν σαν από δυνατό πυρετό. Λες και ήθελε και μπορούσε να σκοτώσει και τους τρεις άντρες που τον τριγύριζαν.

- Αίμα αδελφικό πίνεις, αιμοβόρε.

Κάποια αστραπή πέρασε πάνω στο αιώνια ήρεμο πρόσωπο του Ντουτλόβ. Προχώρησε ένα βήμα.

- Δεν ήθελες με το καλό, είπε, και ξαφνικά (πού βρέθηκε όλη κείνη η γρηγοράδα, η δύναμη;) άδραξε με μια ορμητική κίνηση τον ανιψιό του, κυλίστηκε μαζί στο πάτωμα και, βοηθούμενος από τον πρόεδρο, άρχισε να του στρίβει τα χέρια.

Πάλεψαν έτσι κάπου πέντε λεπτά. Τέλος, ο Ντουτλόβ σηκώθηκε κάποια στιγμή, με τη βοήθεια των άλλων μουζίκων, ξεκόλλησε πάνωθέ του τα χέρια του Ηλία, που ήταν γαντζωμένα πάνω στη γούνα του, ορθώθηκε, ύστερα ανασήκωσε και τον Ηλία, με τα χέρια πισθάγκωνα δεμένα, και τον έβαλε να καθίσει στη γωνιά του καναπέ.

Ο Ηλία με τα μαλλιά του αναστατωμένα, με το πρόσωπο κατάχλομο και του πουκάμισο στραπατσαρισμένο, περιέφερε τα μάτια του γύρω στο δωμάτιο, σάμπως να ήθελε να αναθυμηθεί πού βρισκόταν. Ο θυρωρός μάζεψε τα σπασμένα γυαλιά και μ' ένα κοντογούνι έφραξε το σπασμένο παράθυρο για να μη μπαίνει το κρύο. Ο πρόεδρος ξανακάθισε ν' αποτελειώσει το κβας του.

- Αχ, Ηλία, Ηλία, μουρμούρισε. Σε λυπάμαι, μα την αλήθεια! Μα τι να γίνει! Να κι ο Χαριούσκιν, κι αυτός νιόπαντρος είναι. Έτσι ήταν το γραφτό σας, φαίνεται...

- Από τον κακούργο το θείο μου, χάνομαι, είπε ο Ηλία με πίκρα και θυμό. Κείνος το γιο του λυπάται... Η μάνα έπεσε στα πόδια του, ο επιστάτης τον ορμήνεψε να εξαγοράσει τον κλήρο. Μα αυτός το δικό του. Δε θέλει... Λέει πως δε φτάνουν τα λεφτά... Τάχατες λίγο δουλέψαμε στο σπιτικό του ο αδερφός μου και εγώ;... Είναι κακούργος...

Ο Ντουτλόβ γύρισε από το στάβλο, σταυροκοπήθηκε μπροστά στα εικονίσματα, έβγαλε τη γούνα του και κάθισε κοντά στον πρόεδρο. Η μαγείρισσα του σέρβιρε κβας κι ένα κουτάλι. Ο Ηλία σώπασε και κλείνοντας τα μάτια του έγειρε το κεφάλι του πάνω σε κάποιο ρούχο που ήταν τυλιγμένο εκεί δα. Ο πρόεδρος, κουνώντας με συμπόνια το κεφάλι του, τον έδειξε με μια κίνηση του χεριού στο θείο του.

- Τάχατες δεν τον πονάω και εγώ; Είναι παιδί του αδερφού μου. Και σαν να μην έφτανε που τον πονάω τόσο, με το πες, πες τον έκαναν να με θεωρεί κακούργο. Η γυναίκα του, βλέπεις, μια παμπόνηρη, κι ας είναι και τόσο μικρή στα χρόνια, του έβαλε στο νου πως έχω τόσα λεφτά, που μπορώ να εξαγοράσω τον κλήρο. Άντε να τους βγάλεις τώρα από το μυαλό πως τον αδίκησα. Και να ήξερες πόσο τον πονάω!

- Ωχ, τι να σου πω. Το παλικάρι είναι από τα λίγα κι είναι κρίμα να χαραμιστεί στο στρατό, παρατήρησε ο πρόεδρος.

- Απόκανα με δαύτον τούτες τις μέρες. Θα στείλω αύριο τον Ιγνάτ κι ήθελε να έρθει κι η γυναίκα του.

- Ναι, ναι, ας έρθουν, πάει καλά, είπε ο Γιερμίλα κι ανέβηκε στο πατάρι. Τι να τα κάνεις τα λεφτά; Τα λεφτά μια σκόνη είναι.

- Φτάνει να υπάρχουν τα άτιμα, τα λεφτά. Τότες ποιος τα λογαριάζει! Παρατήρησε ο θυρωρός.

- Αχ, αυτά τα λεφτά! Πόσο αμαρτάνουμε εμείς οι άνθρωποι εξαιτίας τους! - παρατήρησε μελαγχολικά ο Ντουτλόβ. Όλες οι πιότερες αμαρτίες που γίνονται είναι εξαιτίας τα λεφτά, το λέει κι η Γραφή.

- Όλα τα λέει η Γραφή μα εμείς οι άνθρωποι, γνώση δε βάνουμε, είπε ο θυρωρός. Άκου τι μου έλεγε κάποτε ένας γνώριμός μου: ήτανε λέει μια φορά ένας έμπορας, θησαύρισε πλούτη αμέτρητα, όμως τίποτις δεν ήθελε να δώσει σε κανένα και ούτε ν' αποχωριστεί το θησαυρό του ήθελε. Και το λοιπόν τα πήρε μαζί του τα λεφτά του όλα στον τάφο του. Σαν ψυχομαχούσε άφησε παραγγελία, κείνο το προσκεφαλάκι που είχε πάντα κάτω από το κεφάλι του, να το βάλουν έτσι δα, σαν τον συγυρίσουν στην κάσα μέσα. Ούτε φαντάστηκαν ποτές οι δικοί του, πως μέσα σε κείνο το προσκεφαλάκι, ήταν ραμμένος όλος του ο βιος. Σαν πέρασε καιρός, κι αφού μάταια ψάξανε παντού και πουθενά δε βρήκανε τίποτις, τότες μονάχα ο ένας από τους γιους του στοχάστηκε πως πρέπει μέσα σε κείνο το προσκεφαλάκι να τα έχει κρύψει ο γεροτσιγκούνης. Τότες κάνανε ενέργειες, να πάρουν την άδεια ν' ανοίξουν τον τάφο. Ίσαμε τον τσάρο φτάσανε για τούτη τη δουλειά. Καμιά φορά η άδεια ήρθε, άνοιξαν τον τάφο και τι φαντάζεσαι; Το προσκεφαλάκι ήταν αδειανό, κι η κάσα γιομάτη φίδια. Ξανασκέπασαν μάνι-μάνι τον τάφο. Να, το λοιπόν τι κάνουν τα λεφτά.

- Αυτό πια είναι γνωστό, πως μονάχα κακό μας φέρνουν τα λεφτά, παρατήρησε ο Ντουτλόβ, κι άρχισε να κάνει τη βραδινή του προσευχή.

Σαν τελείωσε, γύρισε και κοίταξε τον ανιψιό του. Εκείνος κοιμόταν. Ο Ντουτλόβ πήγε κοντά του, του έλυσε τα χέρια, πήρε σιγά-σιγά, για να μην τον ξυπνήσει, το ζουνάρι του και πλάγιασε. Ο άλλος μουζίκος πήγε να κοιμηθεί στο στάβλο.