×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 7. Καταστροφή στα κουλούρια του Φουντούλη

7. Καταστροφή στα κουλούρια του Φουντούλη

Ο Φουντούλης πηγαίνει απάνω στο μουλάρι του σαν φορτωμένος κι όχι σαν καβαλάρης. Είναι όμως πολύ συλλογισμένος. Κανένας δε μιλάει για φαγητό κι η όρεξη του Φουντούλη έχει σημάνει μεσημέρι πολλές φορές.

Έχωσε το χέρι μέσα στο σακούλι του και απάντησε κατιτί. Τέτοιο ευχάριστο άγγιγμα το είχε νιώσει μόνο μια φορά, που έπιασε αυγά φωλιάς. Ήταν τα κουλούρια που του είχε ετοιμάσει η μητέρα του, με τη συμβουλή να τα τρώει φρόνιμα, δηλαδή δύο κάθε πρωί.

Άμα τ' άγγιξε ο Φουντούλης, κατάλαβε πως η ζωή τους ήταν λίγη.

Έφαγε δύο. «Ας φάμε», είπε, «άλλα δύο. Τι φρέσκος αέρας!». Έγιναν τέσσερα. Σε λίγο έξι. Τώρα έχει χώσει πάλι το χέρι στο σακούλι και χαϊδεύει όσα μένουν.

—Πότε θα φάμε; ρώτησε τον αγωγιάτη.

---

O κυρ Στέφανος άκουσε και γυρίζοντας ρώτησε τα παιδιά:

—Ποιος είναι κείνος που πείνασε πιο πολύ απ' όλους και δεν μπορεί να κρατηθεί;

Όλη η συντροφιά γύρισε και κοίταξε τον Φουντούλη· εκείνος έκανε πως κοιτάζει κάτω και θαυμάζει τάχα το νερό. Και σαν να ντράπηκε, έβγαλε το χέρι του από τα κουλούρια. Έμεινε όμως μέσα στο σακούλι ο νους του.


7. Καταστροφή στα κουλούρια του Φουντούλη 7\. Катастрофа в булочках Фундулис

Ο Φουντούλης πηγαίνει απάνω στο μουλάρι του σαν φορτωμένος κι όχι σαν καβαλάρης. Фундулис едет на своем муле как в ноше, а не как всадник. Είναι όμως πολύ συλλογισμένος. Но он очень задумчив. Κανένας δε μιλάει για φαγητό κι η όρεξη του Φουντούλη έχει σημάνει μεσημέρι πολλές φορές. Никто не говорит о еде, а аппетит Фудулиса много раз означал полдень.

Έχωσε το χέρι μέσα στο σακούλι του και απάντησε κατιτί. Он полез в свою сумку и ничего не ответил. Τέτοιο ευχάριστο άγγιγμα το είχε νιώσει μόνο μια φορά, που έπιασε αυγά φωλιάς. Такое приятное прикосновение он ощутил лишь однажды, когда ловил закладные яйца. Ήταν τα κουλούρια που του είχε ετοιμάσει η μητέρα του, με τη συμβουλή να τα τρώει φρόνιμα, δηλαδή δύο κάθε πρωί. Это были крендельки, приготовленные для него матерью, с советом есть их с умом, то есть по два каждое утро.

Άμα τ' άγγιξε ο Φουντούλης, κατάλαβε πως η ζωή τους ήταν λίγη. Если Фундулис коснулся его, он понял, что их жизнь коротка.

Έφαγε δύο. Он съел два. «Ας φάμε», είπε, «άλλα δύο. — Давай съедим, — сказал он, — еще два. Τι φρέσκος αέρας!». Какой глоток свежего воздуха!' Έγιναν τέσσερα. Стало четыре. Σε λίγο έξι. Через маленькую шестерку. Τώρα έχει χώσει πάλι το χέρι στο σακούλι και χαϊδεύει όσα μένουν. Теперь он снова полез в сумку и гладит то, что осталось.

—Πότε θα φάμε; ρώτησε τον αγωγιάτη. -Когда мы будем есть; — спросил проводник.

---

O κυρ Στέφανος άκουσε και γυρίζοντας ρώτησε τα παιδιά: Мистер Стефанос услышал и, обернувшись, спросил детей:

—Ποιος είναι κείνος που πείνασε πιο πολύ απ' όλους και δεν μπορεί να κρατηθεί; — Кто тот, кто был голоднее всех и не мог удержаться?

Όλη η συντροφιά γύρισε και κοίταξε τον Φουντούλη· εκείνος έκανε πως κοιτάζει κάτω και θαυμάζει τάχα το νερό. Вся компания повернулась и посмотрела на Фундулиса, он сделал вид, что смотрит вниз и любуется водой. Και σαν να ντράπηκε, έβγαλε το χέρι του από τα κουλούρια. И как бы смущаясь, он вынул руку из кренделя. Έμεινε όμως μέσα στο σακούλι ο νους του. Но его разум остался в мешке.