×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 68. Η θύελλα

68. Η θύελλα

Απέξω από το μικρό σπίτι οι λοτόμοι είχαν στήσει εδώ και καιρό ένα πολύ μεγάλο τραπέζι για να τρώνε.

Κανένα πλάνισμα και κανένα στολίδι δεν είχε. Ήταν όλο από κλαδιά περιττά, καρφωμένα το ένα κοντά στο άλλο. Μόνο ξύλα και καρφιά.

—Οι λοτόμοι δεν είναι μαραγκοί, είπε ο δασάρχης. Και όμως κοιτάτε, παιδιά, τι λεπτοκαμωμένο πράμα έκαναν από το άχρηστο ξύλο.

Κάθισαν σ' αυτό το τραπέζι, ο δασάρχης με όλα τα παιδιά. Μαζί τους φώναξε να καθίσει κι ο πιο γέρος λοτόμος.

---

Εδώ και λίγη ώρα είναι βαριά κουφόβραση. Έξαφνα συννέφιασε.

Την ώρα που είχαν τελειώσει το φαγητό, τα παιδιά ένιωσαν στον αέρα μια παράξενη μυρουδιά. Έρχεται θύελλα.

Γύρισαν και κοίταξαν μακριά· τα πέρα βουνά είχαν χαθεί.

Ομίχλη, σαν χειροπιαστό μαλλί, είχε σταθεί ανάμεσα τ' ουρανού και της γης. Η θύελλα νόμιζες πως συλλογιζόταν πού να ορμήσει.

Για μια στιγμή τράβηξε κατά τον κάμπο, έπειτα άλλαξε δρόμο και γύρισε πίσω κατά το Χλωρό.

Τα δέντρα ανατρίχιασαν, έσκυψαν και κάτι είπαν το ένα με το άλλο.

---

Άστραψε. Πέντε χρυσές οχιές στριφογύρισαν με την ουρά στη γη και την κεφαλή στον ουρανό. Ο αέρας κρύωσε έξαφνα. Μεγάλο βουητό ακούστηκε. Ώσπου να τρέξουν μέσα στο σπίτι, η θύελλα έφτασε κι ήθελε να μπει.

Έσπρωχναν από μέσα τα παιδιά την πόρτα, έσπρωχνε αυτή απέξω. Χρειάστηκε να βάλουν όλα μαζί τη δύναμή τους για να κλείσουν και να συρτώσουν.

Η θύελλα τότε πήγε από τα παράθυρα. Τα έσπασε και τα δυο, τα πέταξε κάτω στο πάτωμα κι έχυνε μέσα σωρούς νερό.

---

Από τα σπασμένα παράθυρα φάνηκε έξω χαλασμός. Νερό και χαλάζι στριφογύριζε και χόρευε. Ήταν σαν να κυλούν βαρέλια γυάλινα. Έσπαζαν αυτά και κυλούσαν απάνω τους άλλα και στα συντρίμματά τους άλλα.

Άκουγες σαν τρελό κρότο γυαλιών και καρφιών.

Τα παιδιά, που τα κυνηγούσε το νερό από τα παράθυρα, πήγαιναν στις γωνιές για να φυλαχτούν. Μα ήθελαν και να βλέπουν. Ήταν γεμάτα φόβο και θαυμασμό.

Απέξω χτυπούσαν δυνατά την πόρτα πέντε λοτόμοι. Σε κάποιο φουντωτό δέντρο εκεί απέξω είχαν κρυφτεί και γλίτωσαν. Τους άνοιξαν και μπήκαν μέσα.

---

Η θύελλα, αφού πέρασε από ‘κεί, έτρεξε πέρα στην άλλη άκρη από τα Τρίκορφα. Έτρεχε μυριάδες μέτρα στο λεπτό.

Έκοψε δέντρα στη μέση σαν σπαθί, ξερίζωσε άλλα, μεγάλοι κορμοί έπεσαν κάτω, άλλοι έμειναν ορθοί, χωρίς κλαρί και φύλλο.

Ένα μικρό πεύκο, που το έβλεπαν να παλεύει με τη θύελλα, τώρα το βλέπουν πάλι ορθό και λυγερό.

Σε λίγα λεπτά της ώρας η θύελλα ήταν μακριά. Μόλις φαινόταν πέρα σαν αχνός.

Τότε ξανάγινε γαλήνη. Φύλλο δε σάλευε. Τα δέντρα στάθηκαν σε προσευχή.

68. Η θύελλα 68. Der Sturm 68. The storm 68. La tormenta 68. La tempesta 68. Burza 68. A tempestade 68. Шторм

Απέξω από το μικρό σπίτι οι λοτόμοι είχαν στήσει εδώ και καιρό ένα πολύ μεγάλο τραπέζι για να τρώνε. Vor dem kleinen Haus hatten die Lottos vor langer Zeit einen sehr großen Tisch zum Essen aufgestellt. Outside the small house the lottos had long ago set up a very large table for eating.

Κανένα πλάνισμα και κανένα στολίδι δεν είχε. Es gab kein Hobeln und keine Verzierungen. There was no planing and no ornament. Ήταν όλο από κλαδιά περιττά, καρφωμένα το ένα κοντά στο άλλο. Es waren alles überflüssige Äste, die eng aneinander genagelt waren. Μόνο ξύλα και καρφιά. Nur Stöcke und Nägel. Just sticks and nails.

—Οι λοτόμοι δεν είναι μαραγκοί, είπε ο δασάρχης. -Lotharios sind keine Zimmerleute, sagte der Förster. -The lotharios are not carpenters, said the forester. Και όμως κοιτάτε, παιδιά, τι λεπτοκαμωμένο πράμα έκαναν από το άχρηστο ξύλο. Doch seht, Leute, was für ein schönes Ding sie aus diesem wertlosen Holz gemacht haben. And yet look, folks, what a fine thing they made of that worthless wood.

Κάθισαν σ' αυτό το τραπέζι, ο δασάρχης με όλα τα παιδιά. They sat at this table, the forester and all the children. Μαζί τους φώναξε να καθίσει κι ο πιο γέρος λοτόμος. With them, the older lotto man called out to sit down.

---

Εδώ και λίγη ώρα είναι βαριά κουφόβραση. It's been heavy deafening for a while now. Έξαφνα συννέφιασε.

Την ώρα που είχαν τελειώσει το φαγητό, τα παιδιά ένιωσαν στον αέρα μια παράξενη μυρουδιά. Just as they finished eating, the children felt a strange smell in the air. Έρχεται θύελλα. There's a storm coming.

Γύρισαν και κοίταξαν μακριά· τα πέρα βουνά είχαν χαθεί. They turned and looked away; the mountains beyond were gone.

Ομίχλη, σαν χειροπιαστό μαλλί, είχε σταθεί ανάμεσα τ' ουρανού και της γης. A mist, like tangible wool, had stood between the sky and the earth. Η θύελλα νόμιζες πως συλλογιζόταν πού να ορμήσει. You thought the storm was contemplating where to pounce.

Για μια στιγμή τράβηξε κατά τον κάμπο, έπειτα άλλαξε δρόμο και γύρισε πίσω κατά το Χλωρό. For a moment he pulled across the plain, then changed his way and turned back towards Chloro.

Τα δέντρα ανατρίχιασαν, έσκυψαν και κάτι είπαν το ένα με το άλλο. The trees shuddered, bent down and said something to each other.

---

Άστραψε. He glared. Πέντε χρυσές οχιές στριφογύρισαν με την ουρά στη γη και την κεφαλή στον ουρανό. Five golden vipers whirled around with their tails on the earth and their heads in the sky. Ο αέρας κρύωσε έξαφνα. Μεγάλο βουητό ακούστηκε. There was a great roar. Ώσπου να τρέξουν μέσα στο σπίτι, η θύελλα έφτασε κι ήθελε να μπει. By the time they ran into the house, the storm was upon them and wanted to get in.

Έσπρωχναν από μέσα τα παιδιά την πόρτα, έσπρωχνε αυτή απέξω. The children were pushing the door from the inside, the door was pushing the door from the outside. Χρειάστηκε να βάλουν όλα μαζί τη δύναμή τους για να κλείσουν και να συρτώσουν. It took all of them putting their strength together to shut down and crawl.

Η θύελλα τότε πήγε από τα παράθυρα. The storm then went out the windows. Τα έσπασε και τα δυο, τα πέταξε κάτω στο πάτωμα κι έχυνε μέσα σωρούς νερό. He broke them both, threw them down on the floor and poured piles of water into them.

---

Από τα σπασμένα παράθυρα φάνηκε έξω χαλασμός. From the broken windows there was a commotion outside. Νερό και χαλάζι στριφογύριζε και χόρευε. Water and hail swirled and danced. Ήταν σαν να κυλούν βαρέλια γυάλινα. It was like rolling barrels of glass. Έσπαζαν αυτά και κυλούσαν απάνω τους άλλα και στα συντρίμματά τους άλλα.

Άκουγες σαν τρελό κρότο γυαλιών και καρφιών.

Τα παιδιά, που τα κυνηγούσε το νερό από τα παράθυρα, πήγαιναν στις γωνιές για να φυλαχτούν. Μα ήθελαν και να βλέπουν. Ήταν γεμάτα φόβο και θαυμασμό.

Απέξω χτυπούσαν δυνατά την πόρτα πέντε λοτόμοι. Σε κάποιο φουντωτό δέντρο εκεί απέξω είχαν κρυφτεί και γλίτωσαν. Τους άνοιξαν και μπήκαν μέσα.

---

Η θύελλα, αφού πέρασε από ‘κεί, έτρεξε πέρα στην άλλη άκρη από τα Τρίκορφα. Έτρεχε μυριάδες μέτρα στο λεπτό.

Έκοψε δέντρα στη μέση σαν σπαθί, ξερίζωσε άλλα, μεγάλοι κορμοί έπεσαν κάτω, άλλοι έμειναν ορθοί, χωρίς κλαρί και φύλλο.

Ένα μικρό πεύκο, που το έβλεπαν να παλεύει με τη θύελλα, τώρα το βλέπουν πάλι ορθό και λυγερό.

Σε λίγα λεπτά της ώρας η θύελλα ήταν μακριά. Μόλις φαινόταν πέρα σαν αχνός.

Τότε ξανάγινε γαλήνη. Φύλλο δε σάλευε. Τα δέντρα στάθηκαν σε προσευχή.