×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 65. Στο νεροπρίονο

65. Στο νεροπρίονο

Την ώρα που ο δασάρχης έλεγε αυτά, είχαν μπει μέσα στο δάσος. Πρώτα πέρασαν ώρα πολλή μέσα από πεύκα· ύστερα, αφού προχώρησαν πιο ψηλά, μπήκαν στα λυγερά και τα ίσια έλατα.

—Ακόμη ψηλότερα από 'δώ, είπε ο δασάρχης, είναι ένα δάσος από οξιές· μα τώρα θα μείνουμε εδώ στο πριόνι. Φτάσαμε.

---

Το νεροπρίονο δούλευε όπως ένας μύλος. Το νερό έπεφτε από ένα κανάλι και με την ορμή του κινούσε ένα μεγάλο ορθό πριόνι. Όλους τους κορμούς, που έκοβαν οι λοτόμοι στο δάσος, τους έφερναν εκεί. Το πριόνι τούς έσκιζε κι έφτιαχναν απ' αυτούς την ξυλεία· σανίδες, πάτερα, μαδέρια.

Πόση ξυλεία ήταν εκεί! Την είχαν στοιβαγμένη σε μεγάλους σωρούς· πάντα το πριόνι έκοβε και πάντα κουβαλούσαν.

---

Ένα κλαράκι βγαίνει στη γη και σε σαράντα πενήντα χρόνια δίνει αυτά τα μεγάλα μαδέρια.

Πόσα καλά θα δώσουν στους ανθρώπους αυτά τα ξύλα! Τα πάνε για να γίνουν σπίτια, καράβια, εκκλησίες, γεφύρια. Για να κάνουν αμάξια, έπιπλα, κουτιά, βαρέλια, κουπιά, καλάθια, βιβλία.

Χίλια πράματα θα γίνουν με τούτη την ξυλεία, βαριά κι ελαφρά, από το μεγαλύτερο ως το μικρότερο· από το κατάρτι του καραβιού ως τις μικρές ξυλόπροκες που καρφώνουν τα παπούτσια.

Τι έπλασε ο ήλιος κι η βροχή! Τι μας χαρίζει το δάσος!

---

—Ελάτε να δείτε πώς ταξιδεύουν τα ξύλα, είπε ο δασάρχης.

Πήγαν ως την άκρη και κοίταξαν κάτω στον γκρεμό. Κάτω είδαν τη Ρούμελη. Από το μέρος αυτό η Ρούμελη είχε πολύ νερό, επειδή τώρα ερχόταν ίσια από την πηγή της, δίχως να χωρίζεται πουθενά.

Τη χαιρέτησαν όλοι, σηκώνοντας το χέρι:

—Γεια σου, Ρούμελη! Πάντα κοντά μας είσαι!

Από την κορυφή, που ήταν, ως κάτω στο νερό, οι λοτόμοι παρατούσαν τα κούτσουρα και τα μαδέρια και κείνα κυλούσαν στη ράχη και κατέβαιναν ορμητικά στο ρέμα.

Στο ρέμα πάλι τα παραλάβαιναν άλλοι λοτόμοι. Τα έριχναν μέσα και πηγαίνοντας αυτοί στις άκρες τα συνόδευαν, καθώς ταξίδευαν μέσα στο νερό. Όταν σταματούσαν σε τίποτα λιθάρια ή όταν μαζεύονταν πολλά, οι λοτόμοι τα βοηθούσαν πάλι να γλιστρήσουν.

Τα πήγαινε έτσι η Ρούμελη ως κάτω στον κάμπο, όπου γινόταν πλατύ ποτάμι. Και πάλι από ‘κεί σιγά τα ταξίδευε ως τη θάλασσα. Εκεί τα έπαιρναν και τα κουβαλούσαν στο εργοστάσιο.

—Από ‘δώ το βουνό πάει στον γιαλό, είπε ο δασάρχης στα παιδιά.

---

Τα ξύλα που έστειλαν στο ποτάμι αυτή την ώρα οι λοτόμοι θα χρησίμευαν για ένα καράβι. Ήταν διάφορα ξύλα· από πεύκα, από βαλανίδια, από οξιά.

Μαζί με την άλλη ξυλεία του καραβιού κατέβαζαν από άλλο δρόμο δυο κορμούς από τετράψηλα έλατα, δεμένους πίσω από μουλάρια. Ήταν τα κατάρτια του.

Στο θέαμα τούτο τα παιδιά ένιωσαν μια επιθυμία. Τους ήρθαν στον νου τα κύματα και τα ταξίδια που έχουν ακούσει και ήθελαν να πάνε, να πάνε...

Ο Αντρέας κι ο Φάνης θυμήθηκαν τη θάλασσα που είδαν με τον μεγάλο ήλιο.

Τότε η μάνα του πρωτομάστορα λοτόμου, μια γριά, πολύ γριά, που δεν έβλεπε καθόλου τον κόσμο, καθισμένη σε μια πέτρα τραγούδησε το νέο καράβι μ' αυτά τα λόγια:


65. Στο νεροπρίονο 65. In the water mill

Την ώρα που ο δασάρχης έλεγε αυτά, είχαν μπει μέσα στο δάσος. Πρώτα πέρασαν ώρα πολλή μέσα από πεύκα· ύστερα, αφού προχώρησαν πιο ψηλά, μπήκαν στα λυγερά και τα ίσια έλατα. First they passed a long time through pine trees; then, after they had gone higher, they entered the bending and straight fir trees.

—Ακόμη ψηλότερα από 'δώ, είπε ο δασάρχης, είναι ένα δάσος από οξιές· μα τώρα θα μείνουμε εδώ στο πριόνι. -"Even higher than here," said the forester, "is a forest of beech trees; but now we will stay here at the saw. Φτάσαμε. We're here.

---

Το νεροπρίονο δούλευε όπως ένας μύλος. The water mill worked like a mill. Το νερό έπεφτε από ένα κανάλι και με την ορμή του κινούσε ένα μεγάλο ορθό πριόνι. The water was falling from a canal and its momentum moved a large upright saw. Όλους τους κορμούς, που έκοβαν οι λοτόμοι στο δάσος, τους έφερναν εκεί. All the logs that the lotharios cut in the forest were brought there. Το πριόνι τούς έσκιζε κι έφτιαχναν απ' αυτούς την ξυλεία· σανίδες, πάτερα, μαδέρια. The saw cut them and from them they made the timber - boards, pateras, maderias.

Πόση ξυλεία ήταν εκεί! How much timber was there! Την είχαν στοιβαγμένη σε μεγάλους σωρούς· πάντα το πριόνι έκοβε και πάντα κουβαλούσαν. They had it piled up in big piles; the saw was always cutting and they were always carrying it.

---

Ένα κλαράκι βγαίνει στη γη και σε σαράντα πενήντα χρόνια δίνει αυτά τα μεγάλα μαδέρια. A twig comes out of the earth and in forty-fifty years it gives these big marigolds.

Πόσα καλά θα δώσουν στους ανθρώπους αυτά τα ξύλα! How much good these woods will do people! Τα πάνε για να γίνουν σπίτια, καράβια, εκκλησίες, γεφύρια. They take them to make houses, boats, churches, bridges. Για να κάνουν αμάξια, έπιπλα, κουτιά, βαρέλια, κουπιά, καλάθια, βιβλία. To make cars, furniture, boxes, barrels, barrels, oars, baskets, books.

Χίλια πράματα θα γίνουν με τούτη την ξυλεία, βαριά κι ελαφρά, από το μεγαλύτερο ως το μικρότερο· από το κατάρτι του καραβιού ως τις μικρές ξυλόπροκες που καρφώνουν τα παπούτσια. A thousand things will be made with this timber, heavy and light, from the largest to the smallest; from the mast of the ship to the little wooden sticks that nail the shoes.

Τι έπλασε ο ήλιος κι η βροχή! What the sun and rain have created! Τι μας χαρίζει το δάσος!

---

—Ελάτε να δείτε πώς ταξιδεύουν τα ξύλα, είπε ο δασάρχης. -Come and see how the wood travels, said the forester.

Πήγαν ως την άκρη και κοίταξαν κάτω στον γκρεμό. They went to the edge and looked down at the cliff. Κάτω είδαν τη Ρούμελη. Down below they saw Roumeli. Από το μέρος αυτό η Ρούμελη είχε πολύ νερό, επειδή τώρα ερχόταν ίσια από την πηγή της, δίχως να χωρίζεται πουθενά. From this place Roumeli had a lot of water, because now it came straight from its source, without being divided anywhere.

Τη χαιρέτησαν όλοι, σηκώνοντας το χέρι: They all greeted her, raising their hands:

—Γεια σου, Ρούμελη! Πάντα κοντά μας είσαι! You are always near us!

Από την κορυφή, που ήταν, ως κάτω στο νερό, οι λοτόμοι παρατούσαν τα κούτσουρα και τα μαδέρια και κείνα κυλούσαν στη ράχη και κατέβαιναν ορμητικά στο ρέμα. From the top, which was down to the water, the lottos would drop their logs and their maderies and they would roll down the ridge and rush down to the stream.

Στο ρέμα πάλι τα παραλάβαιναν άλλοι λοτόμοι. In the stream again, they were picked up by other lotto men. Τα έριχναν μέσα και πηγαίνοντας αυτοί στις άκρες τα συνόδευαν, καθώς ταξίδευαν μέσα στο νερό. They would throw them in and they would go to the edges and accompany them as they traveled through the water. Όταν σταματούσαν σε τίποτα λιθάρια ή όταν μαζεύονταν πολλά, οι λοτόμοι τα βοηθούσαν πάλι να γλιστρήσουν. When they stopped at some stones or when many were gathered, the lottos helped them to slide again.

Τα πήγαινε έτσι η Ρούμελη ως κάτω στον κάμπο, όπου γινόταν πλατύ ποτάμι. Thus the Rumeli went down to the plain, where it became a wide river. Και πάλι από ‘κεί σιγά τα ταξίδευε ως τη θάλασσα. Εκεί τα έπαιρναν και τα κουβαλούσαν στο εργοστάσιο. There they would take them and carry them to the factory.

—Από ‘δώ το βουνό πάει στον γιαλό, είπε ο δασάρχης στα παιδιά. -From here the mountain goes to the yale, said the forester to the children.

---

Τα ξύλα που έστειλαν στο ποτάμι αυτή την ώρα οι λοτόμοι θα χρησίμευαν για ένα καράβι. Ήταν διάφορα ξύλα· από πεύκα, από βαλανίδια, από οξιά.

Μαζί με την άλλη ξυλεία του καραβιού κατέβαζαν από άλλο δρόμο δυο κορμούς από τετράψηλα έλατα, δεμένους πίσω από μουλάρια. Along with the other timber of the boat they were bringing down from another road two logs of square fir trees, tied behind mules. Ήταν τα κατάρτια του. It was his boats.

Στο θέαμα τούτο τα παιδιά ένιωσαν μια επιθυμία. At this sight the children felt a desire. Τους ήρθαν στον νου τα κύματα και τα ταξίδια που έχουν ακούσει και ήθελαν να πάνε, να πάνε... They were reminded of the waves and the voyages they have heard about and wanted to go, to go...

Ο Αντρέας κι ο Φάνης θυμήθηκαν τη θάλασσα που είδαν με τον μεγάλο ήλιο.

Τότε η μάνα του πρωτομάστορα λοτόμου, μια γριά, πολύ γριά, που δεν έβλεπε καθόλου τον κόσμο, καθισμένη σε μια πέτρα τραγούδησε το νέο καράβι μ' αυτά τα λόγια: Then the mother of the master builder, an old woman, a very old woman, who did not see the world at all, sitting on a stone, sang these words to the new ship: