×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 56. Ο Φουντούλης άρρωστος

56. Ο Φουντούλης άρρωστος

Την άλλη μέρα το πρωί ο Φουντούλης δεν μπόρεσε να σηκωθεί. Το χέρι του καίει κι ο σφυγμός του χτυπά δυνατά. Πρώτη φορά τούς έτυχε αρρώστια εδώ ψηλά.

Ο Αντρέας κάθεται στο κρεβάτι του μικρού συντρόφου του και τον κοιτάζει λυπημένος. Το παιδί θέλει να πετάξει τα σκεπάσματα. Βυθίζεται λίγο σε ύπνο, τινάζεται και γυρίζει από το άλλο πλευρό. Διψά και θέλει νερό.

—Να πάμε να φέρουμε γιατρό, λέει ο Δήμος.

—Πού να τον βρούμε; ρωτά ο Αντρέας. Γιατρό δεν έχει στο Μικρό Χωριό ούτε στην Πέτρα.

—Να πάμε σε κανένα άλλο χωριό. Να πάμε κάτω στην πόλη.

---

Τη στιγμή που τα έλεγαν αυτά, φάνηκε ο κυρ Στέφανος. Μεγάλο θάρρος πήραν μόλις τον είδαν.

—Τι κάνετε, παιδιά; Τι κάνεις, Αντρέα;

—Ο Φουντούλης! είπαν τα παιδιά.

—Τι έκανε ο Φουντούλης;

—Είναι άρρωστος.

Ο κυρ Στέφανος προχώρησε στην καλύβα κι έσκυψε απάνω στο παιδί· του έπιασε το χέρι και το μέτωπο. Ο Φουντούλης άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε.

—Τι αισθάνεσαι, Φουντούλη; ρώτησε ο κυρ Στέφανος· πονάς πουθενά;

—Όχι.

—Τίποτα κουλούρια μήπως έφαγες;

—Δεν έχω, είπε ο Φουντούλης.

—Τίποτ' άλλο βαρύ; Τίποτα ελαφρύ;

—Όχι, ούτ' ελαφρύ.

—Για πες μου, σκύβει και λέει κρυφά, μήπως έφαγες τίποτα αχλάδια άγρια;

—Λίγα, είπε ο Φουντούλης.

—Λίγα; Ως πόσα;

—Όσα ήταν στην αχλαδιά.

—Πότε έγινε αυτό;

—Προχτές, είπε ο Φουντούλης· και χτες.

---

Ο κυρ Στέφανος βγήκε έξω και κάλεσε τον Αντρέα με τον Φάνη και τον Δήμο.

—Ο Φουντούλης, είπε, είναι πολύ αγαθό παιδί και τον αγαπάμε όλοι, μα ξέρετε το ελάττωμά του. Είναι λαίμαργος. Από ‘δώ και πέρα να τον προσέχετε. Σήμερα κι αύριο θα πίνει μόνο ζεστό· καμιά φασκομηλιά. Έχετε;

—Ου! Μας άφησε ο μπαρμπα-Κώστας ένα σακί.

—Δυο μέρες λοιπόν ο Φουντούλης θα πίνει φασκομηλιά.

Τι ατυχία! Σε λίγη ώρα η Αφρόδω έστειλε μια πίτα.

56. Ο Φουντούλης άρρωστος 56. Hazel sick 56. Hazel enfermo

Την άλλη μέρα το πρωί ο Φουντούλης δεν μπόρεσε να σηκωθεί. The next morning Hazel could not get up. Το χέρι του καίει κι ο σφυγμός του χτυπά δυνατά. Πρώτη φορά τούς έτυχε αρρώστια εδώ ψηλά. The first time they've ever been sick up here.

Ο Αντρέας κάθεται στο κρεβάτι του μικρού συντρόφου του και τον κοιτάζει λυπημένος. Andreas sits on his little companion's bed and looks at him sadly. Το παιδί θέλει να πετάξει τα σκεπάσματα. Βυθίζεται λίγο σε ύπνο, τινάζεται και γυρίζει από το άλλο πλευρό. He drifts off to sleep a little, shakes himself and turns over on the other side. Διψά και θέλει νερό.

—Να πάμε να φέρουμε γιατρό, λέει ο Δήμος. -Let's go get a doctor, says the Municipality.

—Πού να τον βρούμε; ρωτά ο Αντρέας. -Where can we find him? asks Andreas. Γιατρό δεν έχει στο Μικρό Χωριό ούτε στην Πέτρα. There is no doctor in the Little Village or in Petra.

—Να πάμε σε κανένα άλλο χωριό. -Let's go to another village. Να πάμε κάτω στην πόλη. Let's go downtown.

---

Τη στιγμή που τα έλεγαν αυτά, φάνηκε ο κυρ Στέφανος. Just as they were saying this, Mr. Stephen appeared. Μεγάλο θάρρος πήραν μόλις τον είδαν. They took great courage when they saw him.

—Τι κάνετε, παιδιά; Τι κάνεις, Αντρέα; -What are you guys doing? What are you doing, Andrea?

—Ο Φουντούλης! είπαν τα παιδιά. the children said.

—Τι έκανε ο Φουντούλης; -What did Hazel do?

—Είναι άρρωστος. -He's sick.

Ο κυρ Στέφανος προχώρησε στην καλύβα κι έσκυψε απάνω στο παιδί· του έπιασε το χέρι και το μέτωπο. Mr. Stephen went into the hut and bent down to the child; he took his hand and his forehead. Ο Φουντούλης άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε. Hazel opened his eyes and looked at him.

—Τι αισθάνεσαι, Φουντούλη; ρώτησε ο κυρ Στέφανος· πονάς πουθενά; -"What do you feel, Hazel?" asked Mr. Stephen; "does it hurt anywhere?

—Όχι.

—Τίποτα κουλούρια μήπως έφαγες; -Did you eat any pretzels?

—Δεν έχω, είπε ο Φουντούλης. -I don't have one, said Hazel.

—Τίποτ' άλλο βαρύ; Τίποτα ελαφρύ; -Anything else heavy? Anything light?

—Όχι, ούτ' ελαφρύ. -No, it's light.

—Για πες μου, σκύβει και λέει κρυφά, μήπως έφαγες τίποτα αχλάδια άγρια; -And tell me, he bends down and says secretly, have you eaten any wild pears?

—Λίγα, είπε ο Φουντούλης. -Liga, said Hazel.

—Λίγα; Ως πόσα; -Liga? How many?

—Όσα ήταν στην αχλαδιά. -What was in the pear tree.

—Πότε έγινε αυτό;

—Προχτές, είπε ο Φουντούλης· και χτες. -Yesterday, said Hazel; and yesterday.

---

Ο κυρ Στέφανος βγήκε έξω και κάλεσε τον Αντρέα με τον Φάνη και τον Δήμο. Mr. Stefanos went out and called Andreas with Fanis and Demos.

—Ο Φουντούλης, είπε, είναι πολύ αγαθό παιδί και τον αγαπάμε όλοι, μα ξέρετε το ελάττωμά του. -Fountoulis, he said, is a very good boy and we all love him, but you know his defect. Είναι λαίμαργος. Από ‘δώ και πέρα να τον προσέχετε. From now on, keep an eye on him. Σήμερα κι αύριο θα πίνει μόνο ζεστό· καμιά φασκομηλιά. Today and tomorrow he'll only drink hot - no sage. Έχετε; Do you?

—Ου! -You! Μας άφησε ο μπαρμπα-Κώστας ένα σακί. Uncle Kostas left us a sack.

—Δυο μέρες λοιπόν ο Φουντούλης θα πίνει φασκομηλιά. -So for two days Hazel will drink sage.

Τι ατυχία! Σε λίγη ώρα η Αφρόδω έστειλε μια πίτα.