×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 55. Ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα

55. Ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα

Απόψε μετά το φαγητό κάθισαν έξω κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα. Άργησαν να κοιμηθούν απόψε· ήθελαν να χαρούν τον Φάνη. Είπαν ένα τραγούδι, είπαν δεύτερο και τρίτο. Είπαν κι ένα παραμύθι.

Με το παραμύθι και με τη φωτιά σαν χειμώνας ήταν.

—Απόψε έχετε μεγάλη χαρά, είπε ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα. Σταθείτε να σας παίξω κι εγώ μια μουσική.

Να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν εκεί ο Θύμιος ο κουδουνάς· ήταν στα Σάλωνα. Μα έπαιζε τη μουσική του σαν να ήταν εκεί. Γιατί ακούστηκε μακριά ένα κοπάδι πρόβατα με τα κουδούνια του κι αυτά τα κουδούνια ήταν όλα από το εργαστήρι του Θύμιου.

Από ‘κεί ψωνίζει ο Γεροθανάσης.

---

—Άκου, άκου! είπε ο Δημητράκης κι ο Γιώργος μαζί.

Κι άκουγαν όλοι τα κουδούνια. Από τον χτύπο των κουδουνιών καταλαβαίνουν πώς περπατούν τα πρόβατα, πώς τινάζουν το κεφάλι για να κόψουν το χορταράκι, πώς πάνε λίγα βήματα και στέκουν· πώς βόσκουν, όλο βόσκουν.

Τραγουδούσαν τα βαθιά κουδούνια, τραγουδούσαν και τα ψιλά, όπως τους είχε πει ο κουδουνάς. Κι άκουγαν τα βουνά...

---

Έτσι τα έφτιαξε τα κουδούνια ο μαστρο-Θύμιος. Καθένα με τη φωνή του.

Μέρες πολλές, εβδομάδες δούλευε στο εργαστήρι του γι' αυτά τα κουδούνια. Τα έβαζε μέσα στο καμίνι του ώσπου να γίνουν κόκκινα σαν κάρβουνα· τα σφυροκοπούσε στο αμόνι, πάλι τα έκαιγε, πάλι τα δούλευε με το σφυρί.

—Όχι, όχι, ακόμη δεν τραγούδησες, έλεγε. Κι όλο τα χτυπούσε, ώσπου τα έφτιαχνε όπως ήθελε. Εσύ θα 'χεις τη φωνή σου και συ τη φωνούλα σου. Εσύ θα τραγουδείς σαν κούκος, εσύ σαν σταλαματιές νερό. Κι όλα μαζί θα λέτε το τραγούδι που ξέρω εγώ.

Όποιος πέρασε από τα Σάλωνα είδε τον Θύμιο σκυμμένο στο εργαστήρι του. Τίμησε την τέχνη του· κανένας δεν τον πέρασε στη μαστοριά.

Έχει πολλούς καλφάδες. Στέλνει κουδούνια στον Παρνασσό, στο Βελούχι, στον Όλυμπο. Ποιος βιολιτζής μπορεί να μετρηθεί με τον μαστρο-Θύμιο που κάνει και τραγουδούν οι ράχες;

55. Ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα 55. Thymios der Glöckner von Salona 55. Thymios the bell ringer from Salona 55. Thymios el campanero de Salona 55. Thymios, dzwonnik z Salony 55. Тимиос - звонарь из Салоны

Απόψε μετά το φαγητό κάθισαν έξω κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα. Tonight after dinner they sat outside and built a big fire, because it was chilly. Άργησαν να κοιμηθούν απόψε· ήθελαν να χαρούν τον Φάνη. They were late to sleep tonight; they wanted to enjoy Fanny. Είπαν ένα τραγούδι, είπαν δεύτερο και τρίτο. They said one song, they said a second and a third. Είπαν κι ένα παραμύθι. They told a story.

Με το παραμύθι και με τη φωτιά σαν χειμώνας ήταν. With the fairy tale and the fire it was like winter.

—Απόψε έχετε μεγάλη χαρά, είπε ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα. "Tonight you have great joy," said Thymios the bell-ringer from Salona. Σταθείτε να σας παίξω κι εγώ μια μουσική. Wait, let me play you some music.

Να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν εκεί ο Θύμιος ο κουδουνάς· ήταν στα Σάλωνα. To tell the truth, Thymios the bell ringer was not there; he was in Salona. Μα έπαιζε τη μουσική του σαν να ήταν εκεί. But he played his music as if he were there. Γιατί ακούστηκε μακριά ένα κοπάδι πρόβατα με τα κουδούνια του κι αυτά τα κουδούνια ήταν όλα από το εργαστήρι του Θύμιου. For a flock of sheep was heard in the distance with its bells, and these bells were all from Thymios' workshop.

Από ‘κεί ψωνίζει ο Γεροθανάσης. That's where Old Man Athanasius shops from.

---

—Άκου, άκου! είπε ο Δημητράκης κι ο Γιώργος μαζί.

Κι άκουγαν όλοι τα κουδούνια. Από τον χτύπο των κουδουνιών καταλαβαίνουν πώς περπατούν τα πρόβατα, πώς τινάζουν το κεφάλι για να κόψουν το χορταράκι, πώς πάνε λίγα βήματα και στέκουν· πώς βόσκουν, όλο βόσκουν. From the ringing of the bells they understand how the sheep walk, how they shake their heads to cut the grass, how they go a few steps and stand; how they graze, they graze all the time.

Τραγουδούσαν τα βαθιά κουδούνια, τραγουδούσαν και τα ψιλά, όπως τους είχε πει ο κουδουνάς. They sang the deep bells, they also sang the small ones, as the bell-ringer had told them. Κι άκουγαν τα βουνά... And the mountains listened...

---

Έτσι τα έφτιαξε τα κουδούνια ο μαστρο-Θύμιος. That's how mastro-Thymius made the bells. Καθένα με τη φωνή του. Each with his own voice.

Μέρες πολλές, εβδομάδες δούλευε στο εργαστήρι του γι' αυτά τα κουδούνια. For days and weeks he worked in his workshop on these bells. Τα έβαζε μέσα στο καμίνι του ώσπου να γίνουν κόκκινα σαν κάρβουνα· τα σφυροκοπούσε στο αμόνι, πάλι τα έκαιγε, πάλι τα δούλευε με το σφυρί. He put them in his furnace until they were as red as coals; he hammered them on the anvil, he burned them again, he worked them again with the hammer.

—Όχι, όχι, ακόμη δεν τραγούδησες, έλεγε. -No, no, you haven't sung yet, he said. Κι όλο τα χτυπούσε, ώσπου τα έφτιαχνε όπως ήθελε. And he kept knocking them around until he got them just the way he wanted them. Εσύ θα 'χεις τη φωνή σου και συ τη φωνούλα σου. You'll have your voice and you'll have your little voice. Εσύ θα τραγουδείς σαν κούκος, εσύ σαν σταλαματιές νερό. You'll sing like a cuckoo, you'll sing like water droplets. Κι όλα μαζί θα λέτε το τραγούδι που ξέρω εγώ. And all together you'll sing the song I know.

Όποιος πέρασε από τα Σάλωνα είδε τον Θύμιο σκυμμένο στο εργαστήρι του. Anyone who passed by Salona saw Thymio crouched in his workshop. Τίμησε την τέχνη του· κανένας δεν τον πέρασε στη μαστοριά. He honored his art; no one passed him by in the craft.

Έχει πολλούς καλφάδες. Στέλνει κουδούνια στον Παρνασσό, στο Βελούχι, στον Όλυμπο. It sends bells to Parnassus, Velouchi, Olympus. Ποιος βιολιτζής μπορεί να μετρηθεί με τον μαστρο-Θύμιο που κάνει και τραγουδούν οι ράχες; What fiddler can be measured by the mastiff-thyme that makes and sings the ridges?