×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 53. Καληνύχτα, γερο-Αράπη

53. Καληνύχτα, γερο-Αράπη

Κατεβαίνουν τα παιδιά γρήγορα. Βιάζονται πολύ, γιατί θα νυχτώσουν.

Να, έφυγαν από τον Αραπόβραχο.

Πέρασαν τα λαγκάδια, έφτασαν στον δρόμο όπου είχαν δει το πάτημα του Φάνη και πηγαίνουν με γρήγορο βήμα προς τον έλατο.

Θα κόψουν από ‘κεί πάλι δρόμο, θα φτάσουν γρήγορα στις καλύβες και θα φέρουν εκεί τον Φάνη, που τον περιμένουν.

—Πώς θα περιμένουν! είπε ο Μαθιός. Αργήσαμε, πολύ αργήσαμε.

—Αργήσαμε, μα τι είδαμε; είπαν τ' άλλα παιδιά.

—Είδες τι μεγάλος που ήταν ο ήλιος;

—Όταν άγγιζε τη θάλασσα, σάλευε.

—Για δες κάτι σύννεφα, για δες!

Ενώ βράδιαζε, τα σύννεφα στον ουρανό ήταν κατακόκκινα· έπαιρναν ακόμη χρώμα από τον σβησμένο ήλιο, λίγο λίγο όμως μαύριζαν κι αυτά.

---

—Για κοιτάτε, παιδιά, λέει ο Μαθιός, πώς φαίνεται ο Αραπόβραχος από μακριά· σαν άνθρωπος!

Γύρισαν και κοίταξαν τον Αραπόβραχο, που μαύριζε στο σκοτείνιασμα. Στην κορυφή του έβλεπες αλήθεια ένα κεφάλι, ένα μέτωπο, μια πλατιά μύτη, ένα στόμα και δυο χοντρά χείλια.

Από κοντά οι πέτρες εκείνες δεν έλεγαν τίποτα. Από μακριά όμως σχημάτιζαν ένα πρόσωπο, σαν πρόσωπο αράπη. Γι' αυτό λοιπόν πίστεψαν οι γριές πως εκεί κατοικεί αράπης!

---

Δεν είναι ο πρώτος τέτοιος βράχος. Πολλές πέτρες από μακριά μοιάζουν με ανθρώπινο πρόσωπο· μια γριά μπορεί να τις πάρει για στοιχειά· ένα παιδί μπορεί να τις φοβηθεί.

Ένα παιδί, μα όχι άντρες, όπως ο Αντρέας, ο Φάνης, ο Μαθιός, ο Καλογιάννης, ο Κωστάκης.

Όχι αυτοί που τόλμησαν ν' ανεβούν και να δουν.

---

Και τώρα γελούν με τα λόγια της γρια-Χάρμαινας!

Πού είναι οι φωτιές του Αράπη; Πού είναι ο Αράπης; Από μακριά κοιτάζουν τον βράχο και του φωνάζουν:

—Ε, Αράπη!

—Να βάλεις τον σκούφο σου, μπαρμπα-Αράπη!

—Να καπνίσεις και το τσιμπούκι σου, γερο-Αράααπη!

—Καλή νύχτα, γερο-Αράααπη!


53. Καληνύχτα, γερο-Αράπη 53. Gute Nacht, alter Nigger. 53. Good night, old nigger. 53.晚安,老黑鬼

Κατεβαίνουν τα παιδιά γρήγορα. The children come down quickly. Βιάζονται πολύ, γιατί θα νυχτώσουν. They're in a hurry, because it's going to be dark.

Να, έφυγαν από τον Αραπόβραχο. Here they are, they've left the Arapovracho.

Πέρασαν τα λαγκάδια, έφτασαν στον δρόμο όπου είχαν δει το πάτημα του Φάνη και πηγαίνουν με γρήγορο βήμα προς τον έλατο.

Θα κόψουν από ‘κεί πάλι δρόμο, θα φτάσουν γρήγορα στις καλύβες και θα φέρουν εκεί τον Φάνη, που τον περιμένουν.

—Πώς θα περιμένουν! είπε ο Μαθιός. Αργήσαμε, πολύ αργήσαμε.

—Αργήσαμε, μα τι είδαμε; είπαν τ' άλλα παιδιά. -"We are late, but what have we seen?" said the other children.

—Είδες τι μεγάλος που ήταν ο ήλιος; -Did you see how big the sun was?

—Όταν άγγιζε τη θάλασσα, σάλευε.

—Για δες κάτι σύννεφα, για δες!

Ενώ βράδιαζε, τα σύννεφα στον ουρανό ήταν κατακόκκινα· έπαιρναν ακόμη χρώμα από τον σβησμένο ήλιο, λίγο λίγο όμως μαύριζαν κι αυτά. While it was getting dark, the clouds in the sky were red; they were still taking on the colour of the extinguished sun, but little by little they too were turning black.

---

—Για κοιτάτε, παιδιά, λέει ο Μαθιός, πώς φαίνεται ο Αραπόβραχος από μακριά· σαν άνθρωπος!

Γύρισαν και κοίταξαν τον Αραπόβραχο, που μαύριζε στο σκοτείνιασμα. Στην κορυφή του έβλεπες αλήθεια ένα κεφάλι, ένα μέτωπο, μια πλατιά μύτη, ένα στόμα και δυο χοντρά χείλια. At the top you could really see a head, a forehead, a broad nose, a mouth and two thick lips.

Από κοντά οι πέτρες εκείνες δεν έλεγαν τίποτα. Από μακριά όμως σχημάτιζαν ένα πρόσωπο, σαν πρόσωπο αράπη. Γι' αυτό λοιπόν πίστεψαν οι γριές πως εκεί κατοικεί αράπης!

---

Δεν είναι ο πρώτος τέτοιος βράχος. Πολλές πέτρες από μακριά μοιάζουν με ανθρώπινο πρόσωπο· μια γριά μπορεί να τις πάρει για στοιχειά· ένα παιδί μπορεί να τις φοβηθεί.

Ένα παιδί, μα όχι άντρες, όπως ο Αντρέας, ο Φάνης, ο Μαθιός, ο Καλογιάννης, ο Κωστάκης.

Όχι αυτοί που τόλμησαν ν' ανεβούν και να δουν.

---

Και τώρα γελούν με τα λόγια της γρια-Χάρμαινας! And now they laugh at the words of old Charmona!

Πού είναι οι φωτιές του Αράπη; Πού είναι ο Αράπης; Από μακριά κοιτάζουν τον βράχο και του φωνάζουν: Where are the fires of the Nigger? Where's the nigger? From afar they look at the rock and call to him:

—Ε, Αράπη!

—Να βάλεις τον σκούφο σου, μπαρμπα-Αράπη!

—Να καπνίσεις και το τσιμπούκι σου, γερο-Αράααπη!

—Καλή νύχτα, γερο-Αράααπη!