×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 51. Τα δώρα της ημέρας

51. Τα δώρα της ημέρας

Ο Φάνης ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Α, πόσο τρόμαξε αυτή τη φορά!

Τα δέντρα στο σκοτάδι θαρρούσε πως ξεκίνησαν να έρθουν απάνω του. Τα έβλεπε ν' αλλάζουν σχήμα, να γίνονται άνθρωποι μαύροι, που ετοιμάζονται να τον πάρουν.

Η ψύχρα τον έκανε να μαζευτεί στον θάμνο. Βύθιζε το πρόσωπο στα φύλλα του, μα πάλι το έβγαζε έξαφνα και κοίταξε μήπως έρχονται οι μαύροι άνθρωποι.

---

Να είχε ένα ρούχο! Μια στιγμή ένιωσε τη μητέρα του να του ρίχνει σιγά σιγά, από τα πόδια ως τον λαιμό, ένα μαλακό, ζεστό σκέπασμα. Άπλωσε να το πιάσει και δεν το βρήκε.

Κρυώνει και θέλει να κουνηθεί. Μα μόλις σηκώθηκε, μαζεύτηκε πάλι. Άλλους ίσκιους είδε από ‘κεί να έρχονται.

Όλα τ' άστρα είναι και τώρα στον ουρανό, καθώς την άλλη φορά. Απόψε όμως δεν τα βλέπει ο Φάνης.

Σ' αυτή τη θέση που βρίσκεται, θυμάται χίλια δυο πράματα. Έρχονται στον νου του όλα μαζί: τα παιχνίδια που έπαιξε, το περσινό του μάθημα, ένα φρούτο που έκοψε κι έφαγε μικρός· μια φωλιά που είχε δει... Όλα πάνε κι έρχονται στον νου του, όπως τα μυρμήγκια στη φωλιά. Βουίζει το κεφάλι του.

Τα βλέφαρά του είναι ζεστά και φουσκωμένα. Θέλει να κοιμηθεί πολύ.

---

Τέλος, ήρθε ο ύπνος. Αυτή τη φορά ήρθε πιο βαρύς. Θα κοιμήθηκε ο Φάνης πέντε ως έξι ώρες στη σειρά. Καταλάβαινε στον ύπνο του πως κρύωνε, μα δεν μπορούσε να σηκωθεί.

Όταν άνοιξε τα μάτια του, ξέχασε όλη του τη δυστυχία. Είδε την ημέρα. Είδε τα δέντρα χρυσά από τον ήλιο. Όλα τον κοίταζαν σαν φίλοι. Πουλιά τού μιλούσαν· το νερό δε φώναζε, άγρια, όπως τη νύχτα· τραγουδούσε.

Ο θάμνος του δεν ήταν πια μαύρος· είχε ένα ωραίο χρώμα πράσινο βαθύ και γυάλιζε. Τα δυο δεντράκια του, δυο φουντωτά και στρογγυλά πουρνάρια, του έλεγαν: «Εδώ είμαστε, Φάνη».

Σηκώθηκε, έτρεξε λίγο παραπέρα και ξανάρθε. Πεινούσε πολύ· άνοιξε το σακούλι του και βρήκε το ψωμί του και το λίγο φαγητό του.

---

Όλες οι ελπίδες του ήρθαν.

Να, έτσι ν' απλώσει το χέρι, του φαινόταν πως θ' άγγιζε τις καλύβες. Έφαγε καλά κι ήπιε νερό από το παγούρι του.

Έπειτα ξεχάστηκε κοιτάζοντας την απέναντι πλαγιά.

Συλλογιζόταν: «Θα σηκωθώ, θα πάρω πάλι τον ίδιο δρόμο, θα πάω, θα πάω και θα κοιτάξω μόνο για τον έλατο. Αν μπορέσω και βρω τον έλατο, ξέρω από ‘κεί και πέρα να πάω για τις καλύβες. Θα τους βγω έξαφνα μπροστά».

Κοίταξε τη μεγάλη κατηφοριά που είχε περάσει χτες, κοίταζε τα χαλίκια, τα κόκκινα χώματα, τους μικρούς θάμνους.

---

«Μπα», είπε έξαφνα, «τι είναι αυτά που κατεβαίνουν; Κατσίκια;»

Ήταν οι σύντροφοί του. Ήταν ο Αντρέας και τ' άλλα τέσσερα παιδιά. Ναι, έρχονται γι' αυτόν…

Δεν μπόρεσε να μιλήσει αμέσως. Χτύπησε τα χέρια του στον αέρα σαν δυο μεγάλα φτερά. Όρμησε τον κατήφορο· ήθελε μ' ένα πήδημα να φτάσει απέναντι. Έπειτα στάθηκε και τους έβγαλε μια φωνή, μια μεγάλη φωνή.

Τα παιδιά τον άκουσαν. Τότε από τη μια πλαγιά ο Φάνης, από την άλλη οι σύντροφοί του έτρεχαν κάτω τρελά στο ρέμα, για ν' ανταμωθούν. Πηδούσαν γκρεμίζοντας χώματα και χαλίκια. Φωνές χαρούμενες αντιλάλησαν στην κλεισούρα:

«Εδώ, εδώ! Από ‘δώ, έλα, έλα!»


51. Τα δώρα της ημέρας 51\. The gifts of the day 51. Подарки дня

Ο Φάνης ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Fanis woke up in the middle of the night. Α, πόσο τρόμαξε αυτή τη φορά! Oh, how scared he was this time!

Τα δέντρα στο σκοτάδι θαρρούσε πως ξεκίνησαν να έρθουν απάνω του. The trees in the darkness seemed to begin to come upon him. Τα έβλεπε ν' αλλάζουν σχήμα, να γίνονται άνθρωποι μαύροι, που ετοιμάζονται να τον πάρουν. He watched them change shape, becoming black people, getting ready to take him.

Η ψύχρα τον έκανε να μαζευτεί στον θάμνο. The chill made him huddle in the bush. Βύθιζε το πρόσωπο στα φύλλα του, μα πάλι το έβγαζε έξαφνα και κοίταξε μήπως έρχονται οι μαύροι άνθρωποι. He buried his face in his leaves, but again he suddenly took it off and looked to see if the black people were coming.

---

Να είχε ένα ρούχο! If only he had a garment! Μια στιγμή ένιωσε τη μητέρα του να του ρίχνει σιγά σιγά, από τα πόδια ως τον λαιμό, ένα μαλακό, ζεστό σκέπασμα. One moment he felt his mother slowly throwing a soft, warm blanket over him, from his feet to his neck. Άπλωσε να το πιάσει και δεν το βρήκε. He reached out to grab it and didn't find it.

Κρυώνει και θέλει να κουνηθεί. He's cold and wants to move. Μα μόλις σηκώθηκε, μαζεύτηκε πάλι. But as soon as he stood up, he got up again. Άλλους ίσκιους είδε από ‘κεί να έρχονται. He saw other shadows coming from there.

Όλα τ' άστρα είναι και τώρα στον ουρανό, καθώς την άλλη φορά. All the stars are in the sky now as they were last time. Απόψε όμως δεν τα βλέπει ο Φάνης. Tonight, however, Fanis doesn't see them.

Σ' αυτή τη θέση που βρίσκεται, θυμάται χίλια δυο πράματα. In this position, he remembers a thousand and two things. Έρχονται στον νου του όλα μαζί: τα παιχνίδια που έπαιξε, το περσινό του μάθημα, ένα φρούτο που έκοψε κι έφαγε μικρός· μια φωλιά που είχε δει... Όλα πάνε κι έρχονται στον νου του, όπως τα μυρμήγκια στη φωλιά. Βουίζει το κεφάλι του. His head is buzzing.

Τα βλέφαρά του είναι ζεστά και φουσκωμένα. His eyelids are warm and puffy. Θέλει να κοιμηθεί πολύ. He wants to sleep a lot.

---

Τέλος, ήρθε ο ύπνος. Finally, sleep came. Αυτή τη φορά ήρθε πιο βαρύς. This time it came heavier. Θα κοιμήθηκε ο Φάνης πέντε ως έξι ώρες στη σειρά. Phanis must have slept five to six hours in a row. Καταλάβαινε στον ύπνο του πως κρύωνε, μα δεν μπορούσε να σηκωθεί. He understood in his sleep that he was cold, but he could not get up.

Όταν άνοιξε τα μάτια του, ξέχασε όλη του τη δυστυχία. When he opened his eyes, he forgot all his misery. Είδε την ημέρα. Είδε τα δέντρα χρυσά από τον ήλιο. He saw the trees golden from the sun. Όλα τον κοίταζαν σαν φίλοι. They all looked at him like friends. Πουλιά τού μιλούσαν· το νερό δε φώναζε, άγρια, όπως τη νύχτα· τραγουδούσε. Birds spoke to him; the water did not cry out, wildly, as at night; it sang.

Ο θάμνος του δεν ήταν πια μαύρος· είχε ένα ωραίο χρώμα πράσινο βαθύ και γυάλιζε. His bush was no longer black; it was a nice deep green color and shiny. Τα δυο δεντράκια του, δυο φουντωτά και στρογγυλά πουρνάρια, του έλεγαν: «Εδώ είμαστε, Φάνη».

Σηκώθηκε, έτρεξε λίγο παραπέρα και ξανάρθε. Πεινούσε πολύ· άνοιξε το σακούλι του και βρήκε το ψωμί του και το λίγο φαγητό του. He was very hungry; he opened his bag and found his bread and his little food.

---

Όλες οι ελπίδες του ήρθαν. All his hopes came.

Να, έτσι ν' απλώσει το χέρι, του φαινόταν πως θ' άγγιζε τις καλύβες. Here, so he reached out his hand, it seemed to him that he would touch the huts. Έφαγε καλά κι ήπιε νερό από το παγούρι του.

Έπειτα ξεχάστηκε κοιτάζοντας την απέναντι πλαγιά. Then he forgot himself looking at the opposite slope.

Συλλογιζόταν: «Θα σηκωθώ, θα πάρω πάλι τον ίδιο δρόμο, θα πάω, θα πάω και θα κοιτάξω μόνο για τον έλατο. He was contemplating: "I will get up, go the same way again, go, go, and look only for the fir tree. Αν μπορέσω και βρω τον έλατο, ξέρω από ‘κεί και πέρα να πάω για τις καλύβες. If I can find the fir tree, I know where to go from there to the huts. Θα τους βγω έξαφνα μπροστά». I'm going to take them by surprise."

Κοίταξε τη μεγάλη κατηφοριά που είχε περάσει χτες, κοίταζε τα χαλίκια, τα κόκκινα χώματα, τους μικρούς θάμνους. He looked at the long downhill he had passed yesterday, looked at the gravel, the red dirt, the small bushes.

---

«Μπα», είπε έξαφνα, «τι είναι αυτά που κατεβαίνουν; Κατσίκια;» "Nah," he said suddenly, "what are they coming down? Goats?"

Ήταν οι σύντροφοί του. Ήταν ο Αντρέας και τ' άλλα τέσσερα παιδιά. It was Andreas and the other four children. Ναι, έρχονται γι' αυτόν… Yes, they're coming for him...

Δεν μπόρεσε να μιλήσει αμέσως. He could not speak immediately. Χτύπησε τα χέρια του στον αέρα σαν δυο μεγάλα φτερά. He flapped his hands in the air like two big wings. Όρμησε τον κατήφορο· ήθελε μ' ένα πήδημα να φτάσει απέναντι. He rushed downhill; he wanted to reach the other side with a leap. Έπειτα στάθηκε και τους έβγαλε μια φωνή, μια μεγάλη φωνή. Then he stood and gave them a voice, a big voice.

Τα παιδιά τον άκουσαν. Τότε από τη μια πλαγιά ο Φάνης, από την άλλη οι σύντροφοί του έτρεχαν κάτω τρελά στο ρέμα, για ν' ανταμωθούν. Then Fanis from one side and his companions from the other were running madly down the stream to meet each other. Πηδούσαν γκρεμίζοντας χώματα και χαλίκια. They were jumping around knocking over dirt and gravel. Φωνές χαρούμενες αντιλάλησαν στην κλεισούρα:

«Εδώ, εδώ! Από ‘δώ, έλα, έλα!» This way, come on, come on!"