×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 48. Ο Φάνης ολομόναχος

48. Ο Φάνης ολομόναχος

Ως κι αυτές οι πέτρες, που έβλεπε ως τώρα, του ήταν μια συντροφιά. Τώρα σκοτείνιασε κι έμεινε κατάμονος. Τον ήλιο, που ήθελε να δει, τον είχε πάρει το σκοτάδι.

Οι σύντροφοί του ήταν μακριά. Οι άλλοι άνθρωποι μακριά. Οι ομιλίες, τα τραγούδια, οι καμπάνες μακριά απ' αυτόν. Κι αυτός μακριά πολύ απ' όλους τους ανθρώπους.

Ας άκουγε ένα πάτημα ανθρώπου, ένα σφύριγμα τσοπάνη, ένα λάλημα πουλιού και θα του ήταν αρκετό!

Μα όλα τον άφησαν.

---

Τα μαύρα φτερά που βλέπει από πάνω να πετούν ξέρει πως είναι νυχτερίδες.

Και την κουκουβάγια, που κράζει αυτή τη στιγμή, την ξέρει ο Φάνης. Είναι το πουλί της νύχτας που κοιτάζει με κίτρινα μάτια γάτας. Να φωνάζει γι' αυτόν η κουκουβάγια;

«Δεν έπρεπε ν' αφήσεις τα παιδιά» του λέει μέσα του μια φωνή.

«Ναι, δεν έπρεπε να τ' αφήσω» απαντά στον εαυτό του ο Φάνης.

Έπειτα συλλογίζεται:

«Και μήπως τ' άφησα, για να κάνω κακό; Πήγα να δω τα χρυσά σύννεφα».

---

Το νερό βουίζει στο σκοτάδι. Όχι, δεν μπορεί να υποφέρει αυτή τη φοβέρα. Σηκώνεται και με το ραβδί του ανεβαίνει στην άκρη της ρεματιάς.

Πέρασε τις μεγάλες πέτρες κι έφτασε σε δυο μικρά δέντρα. Από κάτω απ' αυτά ήταν ένας θάμνος μαλακός, σαν να προσκαλούσε άνθρωπο ν' ακουμπήσει.

Και τα δυο δέντρα έγερναν έτσι από πάνω, σαν να έλεγαν του Φάνη: «Έλα δω να σε φυλάξουμε». Εκεί μαζεύτηκε ο Φάνης.

---

Μόλις ακούμπησε, του ήρθε στον νου η Μαρούλα, η αδερφή του. Του φάνηκε πως τάχα έπαιζαν... Μια πεταλούδα δίπλωνε τάχα τα φτερά της απάνω σ' ένα φύλλο κι έκανε πως αποκοιμάται. Και όταν πλησίαζαν να την πιάσουν, έφευγε.

Έπειτα είδε τη μητέρα του να γυρίζει δεξιά κι αριστερά μέσα στο σπίτι· όλο να σιάζει κι όλο να φροντίζει. Ήθελε να μιλήσει και στις δυο. Νόμιζε πως του μιλούσαν: «Φάνη».

Μήπως αποκοιμήθηκε; Όχι. Στο λάρυγγά του είχε μαζευτεί ένας κόμπος από λύπη. Αυτός ο κόμπος λύθηκε κι έγινε κλάματα.

---

Ο Φάνης έκλαψε. Πόσο έκλαψε, η νύχτα το ξέρει. Μα όταν στέγνωσαν τα μάτια του, συλλογίστηκε έναν άλλο Φάνη· εκείνον που ήταν δασοφύλακας.

«Ντροπή να κλαις, εσύ που φύλαξες το δάσος! Εσύ που ήσουν σκοπός με τ' άλλα παιδιά τη νύχτα». Έτσι του είπε μια φωνή μέσα του.

Και πάλι του ξαναείπε: «Είσαι λιγόψυχος, Φάνη. Την άλλη φορά, που σου ρίχτηκε το μαντρόσκυλο, δείλιασες. Όταν είδες τον μπαρμπα-Κώστα χτυπημένο, λιγοψύχησες. Μα δεν είναι έτσι ο Δήμος· δεν είναι έτσι ο Αντρέας· πρέπει να 'σαι παλικάρι».

Και σε λίγο η φωνή του είπε: «Περίμενε την ημέρα».

---

Ο Φάνης δεν έκλαιγε τώρα. Τα μάτια του στέγνωσαν. Σαν να πήρε θάρρος.

Έπιασε το σακούλι του κι ένιωσε πως κάτι ήταν μέσα. Είχε και το παγούρι του· είχε ψωμί και νερό. Χάιδεψε έπειτα τον θάμνο με τα δυο του χέρια και τον χάιδεψε, θαρρείς, κι ο θάμνος· ήταν ένας μαλακός και φουντωμένος σκίνος.

Σ' αυτό το ευωδιασμένο κρεβάτι έγειρε ο Φάνης. Κι αφού δυο φορές του ήρθε ο ύπνος και δυο φορές τινάχτηκε τρομαγμένος, στο τέλος αποκοιμήθηκε.

48. Ο Φάνης ολομόναχος 48. Fanis all alone 48. Fanis solo 48. Fanis sam 48. Fanis sozinho

Ως κι αυτές οι πέτρες, που έβλεπε ως τώρα, του ήταν μια συντροφιά. Even these stones, which he had seen until now, were a companion to him. Τώρα σκοτείνιασε κι έμεινε κατάμονος. Now it grew dark and stubborn. Τον ήλιο, που ήθελε να δει, τον είχε πάρει το σκοτάδι. The sun, which he wanted to see, had been taken away by darkness.

Οι σύντροφοί του ήταν μακριά. Οι άλλοι άνθρωποι μακριά. Οι ομιλίες, τα τραγούδια, οι καμπάνες μακριά απ' αυτόν. The speeches, the songs, the bells away from him. Κι αυτός μακριά πολύ απ' όλους τους ανθρώπους. And he's far away from all the people.

Ας άκουγε ένα πάτημα ανθρώπου, ένα σφύριγμα τσοπάνη, ένα λάλημα πουλιού και θα του ήταν αρκετό! He could have heard a man's footstep, a shepherd's whistle, a bird's warble and it would have been enough!

Μα όλα τον άφησαν.

---

Τα μαύρα φτερά που βλέπει από πάνω να πετούν ξέρει πως είναι νυχτερίδες. The black wings he sees flying overhead he knows are bats.

Και την κουκουβάγια, που κράζει αυτή τη στιγμή, την ξέρει ο Φάνης. Είναι το πουλί της νύχτας που κοιτάζει με κίτρινα μάτια γάτας. It's the night bird that stares with yellow cat eyes. Να φωνάζει γι' αυτόν η κουκουβάγια; The owl hooting for him?

«Δεν έπρεπε ν' αφήσεις τα παιδιά» του λέει μέσα του μια φωνή. "You shouldn't have left the children," a voice inside him says.

«Ναι, δεν έπρεπε να τ' αφήσω» απαντά στον εαυτό του ο Φάνης. "Yes, I shouldn't have left them", replies Fanis to himself.

Έπειτα συλλογίζεται:

«Και μήπως τ' άφησα, για να κάνω κακό; Πήγα να δω τα χρυσά σύννεφα». "And did I leave it to do harm? I went to see the golden clouds."

---

Το νερό βουίζει στο σκοτάδι. Όχι, δεν μπορεί να υποφέρει αυτή τη φοβέρα. No, he cannot suffer this fear. Σηκώνεται και με το ραβδί του ανεβαίνει στην άκρη της ρεματιάς. He gets up and with his stick he climbs up to the edge of the ravine.

Πέρασε τις μεγάλες πέτρες κι έφτασε σε δυο μικρά δέντρα. He passed the big stones and came to two small trees. Από κάτω απ' αυτά ήταν ένας θάμνος μαλακός, σαν να προσκαλούσε άνθρωπο ν' ακουμπήσει.

Και τα δυο δέντρα έγερναν έτσι από πάνω, σαν να έλεγαν του Φάνη: «Έλα δω να σε φυλάξουμε». Both trees were leaning over like this, as if saying to Fanis: "Come here and we'll guard you". Εκεί μαζεύτηκε ο Φάνης. That's where Fanis gathered.

---

Μόλις ακούμπησε, του ήρθε στον νου η Μαρούλα, η αδερφή του. As soon as he touched it, he thought of Marula, his sister. Του φάνηκε πως τάχα έπαιζαν... Μια πεταλούδα δίπλωνε τάχα τα φτερά της απάνω σ' ένα φύλλο κι έκανε πως αποκοιμάται. Και όταν πλησίαζαν να την πιάσουν, έφευγε. And when they came close to catching her, she would run away.

Έπειτα είδε τη μητέρα του να γυρίζει δεξιά κι αριστερά μέσα στο σπίτι· όλο να σιάζει κι όλο να φροντίζει. Ήθελε να μιλήσει και στις δυο. He wanted to talk to both of them. Νόμιζε πως του μιλούσαν: «Φάνη». He thought they were talking to him: "Fanny."

Μήπως αποκοιμήθηκε; Όχι. Στο λάρυγγά του είχε μαζευτεί ένας κόμπος από λύπη. A knot of regret had gathered in his throat. Αυτός ο κόμπος λύθηκε κι έγινε κλάματα. This knot was untied and became tears.

---

Ο Φάνης έκλαψε. Fanis cried. Πόσο έκλαψε, η νύχτα το ξέρει. How much he cried, the night knows. Μα όταν στέγνωσαν τα μάτια του, συλλογίστηκε έναν άλλο Φάνη· εκείνον που ήταν δασοφύλακας. But when his eyes were dry, he contemplated another Fanny - the one who was a ranger.

«Ντροπή να κλαις, εσύ που φύλαξες το δάσος! "Shame to cry, you who guarded the forest! Εσύ που ήσουν σκοπός με τ' άλλα παιδιά τη νύχτα». You who stood guard with the other children at night." Έτσι του είπε μια φωνή μέσα του. So said a voice inside him.

Και πάλι του ξαναείπε: «Είσαι λιγόψυχος, Φάνη. And again she told him again: "You are faint-hearted, Fanny. Την άλλη φορά, που σου ρίχτηκε το μαντρόσκυλο, δείλιασες. The other time, when you got the mutt, you chickened out. Όταν είδες τον μπαρμπα-Κώστα χτυπημένο, λιγοψύχησες. When you saw Uncle Kostas beaten up, you got cold feet. Μα δεν είναι έτσι ο Δήμος· δεν είναι έτσι ο Αντρέας· πρέπει να 'σαι παλικάρι». But that's not the Municipality; that's not Andreas; you have to be a lad."

Και σε λίγο η φωνή του είπε: «Περίμενε την ημέρα». And in a moment his voice said: "Wait for the day."

---

Ο Φάνης δεν έκλαιγε τώρα. Fanny wasn't crying now. Τα μάτια του στέγνωσαν. Σαν να πήρε θάρρος. It's like he's got courage.

Έπιασε το σακούλι του κι ένιωσε πως κάτι ήταν μέσα. He reached for his bag and felt that something was inside. Είχε και το παγούρι του· είχε ψωμί και νερό. Χάιδεψε έπειτα τον θάμνο με τα δυο του χέρια και τον χάιδεψε, θαρρείς, κι ο θάμνος· ήταν ένας μαλακός και φουντωμένος σκίνος. Then he stroked the bush with both his hands, and he stroked the bush, and the bush was a soft and tufted moth.

Σ' αυτό το ευωδιασμένο κρεβάτι έγειρε ο Φάνης. On this fragrant bed Fanis leaned. Κι αφού δυο φορές του ήρθε ο ύπνος και δυο φορές τινάχτηκε τρομαγμένος, στο τέλος αποκοιμήθηκε. And after falling asleep twice and shaking twice in fright, he finally fell asleep.