×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 47. Για τον ήλιο που βασιλεύει

47. Για τον ήλιο που βασιλεύει

Ο Φάνης είχε σταθεί λίγο παρακάτω από τον έλατο· ήθελε να κόψει μια βέργα.

Από ‘κεί που στάθηκε κοίταξε μακριά όπως πάντα. Είδε τις κρεμαστές κατηφοριές, τις φυτεμένες από πεύκα και ίσια έλατα και τότε τον έπιασε μια επιθυμία να πάει κάπου αλλού· να δει νέους τόπους μακρινούς από ψηλά.

Μέρες τώρα συλλογίζεται ν' ανεβεί σ' έναν πολύ ψηλό τόπο και ν' αγναντέψει τον ήλιο, που θα βυθίζεται στη θάλασσα.

«Τι να φαίνεται από κείνο τον όρθιο βράχο εκεί πέρα; Ίσως κάποιο πέλαγος» λέει με τον νου του «…ίσως πολιτείες, χωριά με τα καμπαναριά τους... Τι παράξενος βράχος! Πώς στέκει! Ανέβηκε κανένας άλλος εκεί;».

Θ' ανεβεί ο Φάνης.

---

Την ώρα που τον ζητούσαν οι άλλοι, αυτός ήταν μακριά. Πήγαινε, όλο πήγαινε.

Αν τον έβλεπε κανένας, θα ρωτούσε: «Πού πάει αυτό το παιδί μοναχό του;».

Ο Φάνης δεν κοίταζε στον δρόμο τίποτα. Ούτε τα δέντρα πρόσεχε ούτε τις γουστέρες που τρύπωναν στα χαμόκλαδα, πράσινες σαν φρεσκοβαμμένες.

Ένας κότσυφας κατάμαυρος ήρθε με την κίτρινη μύτη του και στάθηκε μπρος του σ' ένα κλαδί. Άλλη φορά τι χαρές θα έκανε γι' αυτόν ο Φάνης!... Πώς θα ήθελε να τον είχε στο κλουβί! Τώρα μόλις τον κοίταζε.

«Θ' ανεβώ» συλλογιζόταν «στην κορφή. Θα δω τον ήλιο που θα βασιλεύει. Θα είναι πολύ μεγάλος... Θα 'ναι σύννεφα γύρω χρυσά και κόκκινα. Θα φαίνονται και τα μακριά βουνά· θα φαίνεται και η θάλασσα... και κανένα καράβι».

---

Ενώ τα συλλογιζόταν αυτά, έχασε τον δρόμο. Έπαθε ό,τι και την άλλη φορά, που πήγαινε στους βλάχους.

Το μονοπάτι που πήρε είχε σβήσει· δε φαινόταν πια. Κοπάδι από γίδια θα το είχε κάνει.

Δοκίμασε να το βρει δεξιά και αριστερά, μα μονάχα τόπο έβλεπε, όχι δρόμο.

Να πάει εμπρός; Θα παραστρατούσε περισσότερο. Κοίταξε με προσοχή να βρει δρόμο από κάπου αλλού. Κι αφού δεν έβρισκε, τράβηξε με απόφαση κατά τον κατήφορο για να φτάσει όπου θα τελείωνε αυτός.

«Ο κατήφορος» συλλογίστηκε «πάντα θα με φέρει στη ρίζα του βράχου».

Αλήθεια, κατέβηκε σε μια λαγκαδιά. Από ‘κεί πια βρέθηκε στην απέναντι πλαγιά, που κρατούσε απάνω της τον ορθό της βράχο. «Τώρα» συλλογίστηκε «δεν έχει άλλα εμπόδια· θ' ανεβώ από ‘δώ».

Αλλιώς όμως τα λογάριαζε από μακριά κι αλλιώς ήταν.

Βρισκόταν βέβαια στη ρίζα του βράχου και μπορούσε ν' ανεβεί και ως τη μέση. Μα από ‘κεί κι απάνω; Πέτρες μεγάλες, ορθές, σαν έτοιμες να πέσουν, έζωναν τον βράχο. Έπρεπε ο Φάνης ν' ανεβεί πολλές απ' αυτές. Μα κι αν μπορούσε να σκαρφαλώσει τέτοια θεόρατα κοτρόνια, πότε θα έφτανε εκεί ψηλά; Και πότε θα κατέβαινε;

Πρώτη φορά άρχισε να λογαριάζει πόσο μακριά ήρθε και πόση ώρα πέρασε.

---

Απάνω στα έλατα έπεφτε κόκκινο φως από τον ήλιο, απόδειξη πως ήταν αργά και πρέπει να γυρίσει πίσω. Να πάει πάλι στον έλατο; Χρειάζεται να ξαναπεράσει όλο τον δρόμο που είχε κάνει· ν' ανεβεί όσον κατήφορο κατέβηκε και να κατεβεί όσον ανήφορο ανέβηκε.

Τα παιδιά όμως θα έχουν φύγει τώρα και θα τον ζητούν παντού. Μήπως έρχονται προς τα εδώ; Έβγαλε μια φωνή ο Φάνης.

Δεν άκουσε τίποτα. «Θα γύρισαν, φαίνεται, στον μύλο» είπε μέσα του και ξαναφώναξε:

—Κωστάκη, Μαθιέεεε... παιδιάααα!

Έβαλε το αφτί του και αφουγκράστηκε σ' όλη την ερημιά.

Μέσα στη σιωπή άκουσε μια βοή μακρινή, ένα φύσημα, σαν από αέρα, σαν από νερό. Αυτή η βοή ερχόταν από το άλλο μέρος του βράχου κι από χαμηλά.

Ο Φάνης πήγε από ‘κεί και κοίταξε. Είδε αριστερά του μια απότομη και βαθιά κλεισούρα. Και κάτω στο βάθος είδε να σχηματίζεται μια ρεματιά.

Είδε ακόμη να πετιέται από τη σκισμάδα ενός γκρεμού και να χύνεται στη ρεματιά άφθονο νερό, χοντρό σαν τη ρίζα ενός δέντρου. Έπεφτε από μια οργιά ψηλά όλο μαζί με ορμή κι έκανε πολλή βοή.

Πράσινα δέντρα πολλά και φουντωμένα έκρυβαν τη ρεματιά. Και πίσω από τα δέντρα ξεχώριζε ο Φάνης άσπρα σπίτια.

Α, τι χαρά! Να λοιπόν, θα δει ανθρώπους.

---

Ξεκινά χωρίς να χάνει καιρό. Πηγαίνει από μονοπάτια, τα χάνει, βρίσκει άλλα. Κατεβαίνει με πηδήματα. Κινδυνεύει κάποτε να γκρεμιστεί, μα η χαρά τον κάνει ν' αλαφροπατά σαν το κατσίκι.

Έφτασε στα πλατάνια και στο νερό. Ερημιά ήταν κι εδώ!

Από τη λαχτάρα του να δει ανθρώπους είχε πάρει για σπίτια τις άσπρες μεγάλες πέτρες που έστεκαν στην άλλη άκρη της ρεματιάς.

Όχι, εδώ δεν ήταν ούτε ψυχή. Τι να κάνουν άνθρωποι στο άγριο τούτο μέρος;

Πώς αντιλαλεί το νερό στην κλεισούρα!

Τώρα; Εδώ θα περάσει τη νύχτα; Ή θα πάει να ζητήσει ανθρώπους; Μα είναι πολύ κουρασμένος. Στάθηκε για να χαρεί ακόμη το λίγο φως της ημέρας που έσβηνε. Σε λίγο θα είναι όλα σκοτεινά.


47. Για τον ήλιο που βασιλεύει 47. For the reigning sun

Ο Φάνης είχε σταθεί λίγο παρακάτω από τον έλατο· ήθελε να κόψει μια βέργα. Fanis had stood a little below the fir tree; he wanted to cut a stick.

Από ‘κεί που στάθηκε κοίταξε μακριά όπως πάντα. From where he stood he looked away as always. Είδε τις κρεμαστές κατηφοριές, τις φυτεμένες από πεύκα και ίσια έλατα και τότε τον έπιασε μια επιθυμία να πάει κάπου αλλού· να δει νέους τόπους μακρινούς από ψηλά. He saw the hanging slopes, planted with pines and straight fir-trees, and then he was seized with a desire to go somewhere else; to see new and distant lands from above.

Μέρες τώρα συλλογίζεται ν' ανεβεί σ' έναν πολύ ψηλό τόπο και ν' αγναντέψει τον ήλιο, που θα βυθίζεται στη θάλασσα. For days now he has been contemplating climbing to a very high place and gazing at the sun sinking into the sea.

«Τι να φαίνεται από κείνο τον όρθιο βράχο εκεί πέρα; Ίσως κάποιο πέλαγος» λέει με τον νου του «…ίσως πολιτείες, χωριά με τα καμπαναριά τους... Τι παράξενος βράχος! "What can you see from that upright rock over there? Maybe a sea" he says with his mind "...maybe states, villages with their bell towers... What a strange rock! Πώς στέκει! How it stands! Ανέβηκε κανένας άλλος εκεί;». Did anyone else go up there?".

Θ' ανεβεί ο Φάνης. Fanny's coming up.

---

Την ώρα που τον ζητούσαν οι άλλοι, αυτός ήταν μακριά. While the others were asking for him, he was far away. Πήγαινε, όλο πήγαινε. Go, go, go.

Αν τον έβλεπε κανένας, θα ρωτούσε: «Πού πάει αυτό το παιδί μοναχό του;». If anyone saw him, they would ask: "Where is this child going, alone?".

Ο Φάνης δεν κοίταζε στον δρόμο τίποτα. Ούτε τα δέντρα πρόσεχε ούτε τις γουστέρες που τρύπωναν στα χαμόκλαδα, πράσινες σαν φρεσκοβαμμένες. He paid no attention to the trees or the tastes that crept into the branches, green as freshly painted.

Ένας κότσυφας κατάμαυρος ήρθε με την κίτρινη μύτη του και στάθηκε μπρος του σ' ένα κλαδί. A jet-black stump came with its yellow nose and stood in front of him on a branch. Άλλη φορά τι χαρές θα έκανε γι' αυτόν ο Φάνης!... Another time what joys Fanis would have done for him!... Πώς θα ήθελε να τον είχε στο κλουβί! Τώρα μόλις τον κοίταζε. Now she was just looking at him.

«Θ' ανεβώ» συλλογιζόταν «στην κορφή. Θα δω τον ήλιο που θα βασιλεύει. I will see the sun reigning. Θα είναι πολύ μεγάλος... Θα 'ναι σύννεφα γύρω χρυσά και κόκκινα. It's going to be very big... There'll be clouds around, gold and red. Θα φαίνονται και τα μακριά βουνά· θα φαίνεται και η θάλασσα... και κανένα καράβι». The long mountains will be visible; the sea will be visible... and a ship."

---

Ενώ τα συλλογιζόταν αυτά, έχασε τον δρόμο. While pondering this, he lost his way. Έπαθε ό,τι και την άλλη φορά, που πήγαινε στους βλάχους. He had the same thing that happened the last time he went to the hillbillies.

Το μονοπάτι που πήρε είχε σβήσει· δε φαινόταν πια. The path he had taken had faded; it was no longer visible. Κοπάδι από γίδια θα το είχε κάνει. A herd of goats would have done it.

Δοκίμασε να το βρει δεξιά και αριστερά, μα μονάχα τόπο έβλεπε, όχι δρόμο. He tried to find it to the right and left, but he could only see a place, not a road.

Να πάει εμπρός; Θα παραστρατούσε περισσότερο. Go ahead? He would stray further. Κοίταξε με προσοχή να βρει δρόμο από κάπου αλλού. He looked carefully to find a way out from somewhere else. Κι αφού δεν έβρισκε, τράβηξε με απόφαση κατά τον κατήφορο για να φτάσει όπου θα τελείωνε αυτός. And since he could not find it, he decided to go downhill to reach the place where it would end.

«Ο κατήφορος» συλλογίστηκε «πάντα θα με φέρει στη ρίζα του βράχου». "The descent" he mused, "will always bring me to the root of the rock."

Αλήθεια, κατέβηκε σε μια λαγκαδιά. Από ‘κεί πια βρέθηκε στην απέναντι πλαγιά, που κρατούσε απάνω της τον ορθό της βράχο. From there he found himself on the opposite slope, which held its upright rock above him. «Τώρα» συλλογίστηκε «δεν έχει άλλα εμπόδια· θ' ανεβώ από ‘δώ». "Now," he reflected, "there are no more obstacles; I'll climb up from here."

Αλλιώς όμως τα λογάριαζε από μακριά κι αλλιώς ήταν. But it was one way of figuring it out from afar and another way.

Βρισκόταν βέβαια στη ρίζα του βράχου και μπορούσε ν' ανεβεί και ως τη μέση. It was, of course, at the root of the rock and could go all the way up to the middle. Μα από ‘κεί κι απάνω; Πέτρες μεγάλες, ορθές, σαν έτοιμες να πέσουν, έζωναν τον βράχο. But from there on up? Stones large, upright, as if ready to fall, were animating the rock. Έπρεπε ο Φάνης ν' ανεβεί πολλές απ' αυτές. Fanny had to climb many of them. Μα κι αν μπορούσε να σκαρφαλώσει τέτοια θεόρατα κοτρόνια, πότε θα έφτανε εκεί ψηλά; Και πότε θα κατέβαινε; But even if he could climb such god-awful rocks, when would he get up there? And when would he come down?

Πρώτη φορά άρχισε να λογαριάζει πόσο μακριά ήρθε και πόση ώρα πέρασε. For the first time he began to calculate how far he had come and how much time had passed.

---

Απάνω στα έλατα έπεφτε κόκκινο φως από τον ήλιο, απόδειξη πως ήταν αργά και πρέπει να γυρίσει πίσω. On the fir trees, red light was falling from the sun, proof that it was too late and he must turn back. Να πάει πάλι στον έλατο; Χρειάζεται να ξαναπεράσει όλο τον δρόμο που είχε κάνει· ν' ανεβεί όσον κατήφορο κατέβηκε και να κατεβεί όσον ανήφορο ανέβηκε. Go back to the fir tree? He needs to go over all the way he had gone; to go up as far as he went down and down as far as he went up.

Τα παιδιά όμως θα έχουν φύγει τώρα και θα τον ζητούν παντού. But the children will be gone now and they'll be asking for him everywhere. Μήπως έρχονται προς τα εδώ; Έβγαλε μια φωνή ο Φάνης. Are they coming this way? Fanis made a voice.

Δεν άκουσε τίποτα. «Θα γύρισαν, φαίνεται, στον μύλο» είπε μέσα του και ξαναφώναξε: "They must have gone back, it seems, to the mill," he said to himself, and cried again:

—Κωστάκη, Μαθιέεεε... παιδιάααα! -Kostaki, Mathieu... guys!

Έβαλε το αφτί του και αφουγκράστηκε σ' όλη την ερημιά.

Μέσα στη σιωπή άκουσε μια βοή μακρινή, ένα φύσημα, σαν από αέρα, σαν από νερό. In the silence he heard a distant roar, a murmur, as of air, as of water. Αυτή η βοή ερχόταν από το άλλο μέρος του βράχου κι από χαμηλά. This roar was coming from the other side of the rock and from below.

Ο Φάνης πήγε από ‘κεί και κοίταξε. Fanis went over and looked. Είδε αριστερά του μια απότομη και βαθιά κλεισούρα. He saw to his left a sharp and deep close. Και κάτω στο βάθος είδε να σχηματίζεται μια ρεματιά.

Είδε ακόμη να πετιέται από τη σκισμάδα ενός γκρεμού και να χύνεται στη ρεματιά άφθονο νερό, χοντρό σαν τη ρίζα ενός δέντρου. He also saw water, as thick as a tree root, being thrown from the crevice of a cliff and poured into the ravine. Έπεφτε από μια οργιά ψηλά όλο μαζί με ορμή κι έκανε πολλή βοή. He fell from a fury high up all together with a rush and made a great roar.

Πράσινα δέντρα πολλά και φουντωμένα έκρυβαν τη ρεματιά. Many green trees, many and tufted, hid the ravine. Και πίσω από τα δέντρα ξεχώριζε ο Φάνης άσπρα σπίτια. And behind the trees, Fanis could make out white houses.

Α, τι χαρά! Ah, what a joy! Να λοιπόν, θα δει ανθρώπους. So there you go, he's going to see people.

---

Ξεκινά χωρίς να χάνει καιρό. It starts without wasting time. Πηγαίνει από μονοπάτια, τα χάνει, βρίσκει άλλα. He goes down paths, loses them, finds others. Κατεβαίνει με πηδήματα. It comes down by leaps and bounds. Κινδυνεύει κάποτε να γκρεμιστεί, μα η χαρά τον κάνει ν' αλαφροπατά σαν το κατσίκι. He's in danger of falling down one day, but joy makes him as light-hearted as a goat.

Έφτασε στα πλατάνια και στο νερό. Ερημιά ήταν κι εδώ!

Από τη λαχτάρα του να δει ανθρώπους είχε πάρει για σπίτια τις άσπρες μεγάλες πέτρες που έστεκαν στην άλλη άκρη της ρεματιάς. Out of his longing to see people he had taken for homes the large white stones that stood at the other end of the ravine.

Όχι, εδώ δεν ήταν ούτε ψυχή. No, there wasn't even a soul here. Τι να κάνουν άνθρωποι στο άγριο τούτο μέρος; What can people do in this wild place?

Πώς αντιλαλεί το νερό στην κλεισούρα! How the water reacts in the cleft of the rock

Τώρα; Εδώ θα περάσει τη νύχτα; Ή θα πάει να ζητήσει ανθρώπους; Μα είναι πολύ κουρασμένος. Now? Is this where he's spending the night? Or is he going to ask for people? But he's very tired. Στάθηκε για να χαρεί ακόμη το λίγο φως της ημέρας που έσβηνε. He stood still to enjoy the little light of the fading day. Σε λίγο θα είναι όλα σκοτεινά.