×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 46. Στον έλατο

46. Στον έλατο

Αφού έφαγαν, είπε ο Φάνης:

—Πάμε σε κείνο τον έλατο εκεί απάνω; Σ' ένα μέρος στεκόταν ένας έλατος, καταμόναχος.

—Πάμε, είπαν τα παιδιά.

—Και πότε θα γυρίσουμε στις καλύβες; ρώτησε ο Μαθιός.

—Θα έρθουμε πίσω αργά το απόγευμα, λέει ο Κωστάκης. Θα πάρουμε το αλεύρι και θα γυρίσουμε το βράδυ.

—Να πάρουμε και το σακούλι μας, είπε ο Καλογιάννης, μπορεί να πεινάσουμε.

Πήραν το σακούλι τους, το παγούρι και το ραβδί τους και κίνησαν. Ήταν ανήφορος δύσκολος· με τη δύναμη όμως που πήραν ύστερα από το λουτρό, είχαν διάθεση για μεγάλα ταξίδια.

Σε πολλά μέρη σταμάτησαν. Κυνήγησαν έντομα και γουστερίτσες, πέταξαν πέτρες τον κατήφορο και γνώρισαν φυτά που δεν τα είχαν δει ποτέ. Σ' ένα μέρος στάθηκαν και καμάρωσαν πέντ' έξι ωραία δέντρα, που ήταν θεόρατα, με δυνατό κορμό.

—Είναι καστανιές! φώναξε ο Πάνος, που τις γνώρισε.

Πήγαν τότε κοντά κι έψαχναν από κάτω με τα μάτια τα πράσινα κλαριά τους. Μα οι καστανιές δεν ήταν κεντρωμένες κι είχαν άγριο καρπό που δεν τρώγεται.

Όταν κίνησαν να φύγουν, ο νους τους πήγε στο καλάθι του καστανά που περνούσε από το σχολείο και φώναζε...

Τέλος, έφτασαν στον έλατο.

---

Ποιος τους είχε πει πως ο έλατος μοιάζει με τον πολυέλαιο της εκκλησίας; Κοιτάζουν και βλέπουν αλήθεια στα καμαρωτά κλαδιά του κάτι σαν άσπρες λαμπάδες. Είναι ο καρπός του· από ‘κεί μαζεύουν την ελατόπισσα.

Όλα τα δέντρα της γης έχουν ανώμαλο σχήμα. Μα το κυπαρίσσι στους κάμπους κι ο έλατος στο βουνό στέκουν ολόισια. Γίνονται κατάρτια στα καράβια.

Εδώ στα βουνά ο έλατος περιφρονεί τον χειμώνα. Κρατάει χιόνι πολύ. Λυγίζει, που νομίζεις πως θα σπάσει, μα μένει πάντα ίσιος και θυμώνει τον άνεμο που τον μάχεται.

Δεν καταδέχεται να φυτρώσει στα χαμηλά. Πρέπει ν' ανεβούμε ψηλά για να τον απαντήσουμε.

Τα παιδιά, κοιτάζοντας απάνω στο βουνό, είδαν ολόκληρο δάσος από έλατα ίσια.

Δεν ξέρουμε γιατί τούτος ο γερο-έλατος ήρθε και ζει εδώ μοναχός του.

---

Από ‘δώ απάνω είδαν το Χλωρό χαμηλότερα και γνώρισαν το μέρος όπου είχαν τις καλύβες.

Είδαν πλαγιές και φαράγγια, είδαν την κορφή του βουνού, μυτερή και κατάγυμνη, και τις άλλες δύο μικρότερες κορφές του, τα Τρίκορφα.

Είδαν το μοναστήρι που άσπριζε μακριά και κάτι μαύρο, που περπατούσε στην πλαγιά, τα γίδια του Λάμπρου. Θα 'χουν το βράδυ να λένε...

---

Ακόμη δεν το έκοψε ο Φάνης εκείνο το ραβδί; Είναι πολλή ώρα τώρα που κάνει να κόψει μια βέργα κι ακόμη δε γύρισε.

—Για έβγα, Πάνο, και φώναξέ τον.

—Φάαανη! Φάαααανη!

—Παρακάτω τράβα, λέει ο Μαθιός, εκεί που φαίνονται τα δέντρα. Σε κάποιον ίσκιο θα κάθεται.

Σηκώθηκαν δύο και πήγαν παρακάτω.

Έψαξαν στα δέντρα και στους θάμνους, φώναξαν κι οι δύο μαζί, μα μην ακούγοντας φωνή νόμιζαν πως τους παίζει παιχνίδι.

—Έλα, Φάνη, έλεγαν, κάπου είσαι κρυμμένος.

Στη φωνή τους απαντούσε κανένα πουλάκι που άφηνε μικρή λαλιά κι έφευγε. Έπειτα ξαναγινόταν σιωπή.

—Μήπως αποκοιμήθηκε πουθενά; λέει ο Κωστάκης. Κατέβηκαν τότε πολύ κάτω. Είδαν κάτι μεγάλα κοτρόνια και δύο δεντράκια που έβγαιναν από τις σκισμάδες τους. Έψαξαν και κει πίσω· τίποτα. «Δεν μπορεί να 'ναι εδώ κοντά» συλλογίστηκαν. «Ίσως να γύρισε στον μύλο».

Μα πάλι, γιατί να τους αφήσει; Δεν ξέρουν τι να πουν.

Γυρίζουν πίσω στον έλατο για να ειδοποιήσουν πως δεν τον είχαν βρει. Και καθώς ανεβαίνουν, έχουν στην ψυχή τους πολλή ανησυχία.


46. Στον έλατο 46. In the fir tree 46. En el abeto 46. Dans le sapin 46. W jodle 46. В ельнике

Αφού έφαγαν, είπε ο Φάνης: After they had eaten, said Fanis:

—Πάμε σε κείνο τον έλατο εκεί απάνω; Σ' ένα μέρος στεκόταν ένας έλατος, καταμόναχος. -Shall we go to that fir tree up there? In one place stood a fir tree, all alone.

—Πάμε, είπαν τα παιδιά. -Let's go, the children said.

—Και πότε θα γυρίσουμε στις καλύβες; ρώτησε ο Μαθιός. -"And when shall we return to the huts?" asked Mathius.

—Θα έρθουμε πίσω αργά το απόγευμα, λέει ο Κωστάκης. -We will come back late in the afternoon, says Kostakis. Θα πάρουμε το αλεύρι και θα γυρίσουμε το βράδυ. We'll get the flour and come back tonight.

—Να πάρουμε και το σακούλι μας, είπε ο Καλογιάννης, μπορεί να πεινάσουμε. -We should take our bag too, Kalogiannis said, we might go hungry.

Πήραν το σακούλι τους, το παγούρι και το ραβδί τους και κίνησαν. They took their bag, their canteen and their stick and moved. Ήταν ανήφορος δύσκολος· με τη δύναμη όμως που πήραν ύστερα από το λουτρό, είχαν διάθεση για μεγάλα ταξίδια. It was a difficult climb; but with the strength they had gained after the bath, they were in the mood for long journeys.

Σε πολλά μέρη σταμάτησαν. In many places they stopped. Κυνήγησαν έντομα και γουστερίτσες, πέταξαν πέτρες τον κατήφορο και γνώρισαν φυτά που δεν τα είχαν δει ποτέ. They chased insects and wisteria, threw stones downhill and met plants they had never seen before. Σ' ένα μέρος στάθηκαν και καμάρωσαν πέντ' έξι ωραία δέντρα, που ήταν θεόρατα, με δυνατό κορμό. In one place they stood and gazed upon six fine trees, which were huge, with strong trunks.

—Είναι καστανιές! φώναξε ο Πάνος, που τις γνώρισε.

Πήγαν τότε κοντά κι έψαχναν από κάτω με τα μάτια τα πράσινα κλαριά τους. Then they went near and searched underneath with their eyes for their green branches. Μα οι καστανιές δεν ήταν κεντρωμένες κι είχαν άγριο καρπό που δεν τρώγεται.

Όταν κίνησαν να φύγουν, ο νους τους πήγε στο καλάθι του καστανά που περνούσε από το σχολείο και φώναζε...

Τέλος, έφτασαν στον έλατο. Finally, they reached the fir tree.

---

Ποιος τους είχε πει πως ο έλατος μοιάζει με τον πολυέλαιο της εκκλησίας; Κοιτάζουν και βλέπουν αλήθεια στα καμαρωτά κλαδιά του κάτι σαν άσπρες λαμπάδες. Είναι ο καρπός του· από ‘κεί μαζεύουν την ελατόπισσα.

Όλα τα δέντρα της γης έχουν ανώμαλο σχήμα. All trees on earth have an irregular shape. Μα το κυπαρίσσι στους κάμπους κι ο έλατος στο βουνό στέκουν ολόισια. But the cypress in the plains and the fir tree in the mountain are standing still. Γίνονται κατάρτια στα καράβια.

Εδώ στα βουνά ο έλατος περιφρονεί τον χειμώνα. Κρατάει χιόνι πολύ. It holds snow a lot. Λυγίζει, που νομίζεις πως θα σπάσει, μα μένει πάντα ίσιος και θυμώνει τον άνεμο που τον μάχεται.

Δεν καταδέχεται να φυτρώσει στα χαμηλά. Πρέπει ν' ανεβούμε ψηλά για να τον απαντήσουμε.

Τα παιδιά, κοιτάζοντας απάνω στο βουνό, είδαν ολόκληρο δάσος από έλατα ίσια.

Δεν ξέρουμε γιατί τούτος ο γερο-έλατος ήρθε και ζει εδώ μοναχός του.

---

Από ‘δώ απάνω είδαν το Χλωρό χαμηλότερα και γνώρισαν το μέρος όπου είχαν τις καλύβες.

Είδαν πλαγιές και φαράγγια, είδαν την κορφή του βουνού, μυτερή και κατάγυμνη, και τις άλλες δύο μικρότερες κορφές του, τα Τρίκορφα. They saw slopes and gorges, they saw the top of the mountain, pointed and downturned, and the other two smaller peaks, the Trikorfa.

Είδαν το μοναστήρι που άσπριζε μακριά και κάτι μαύρο, που περπατούσε στην πλαγιά, τα γίδια του Λάμπρου. They saw the monastery whitening in the distance and something black walking on the slope, Lambros' goats. Θα 'χουν το βράδυ να λένε...

---

Ακόμη δεν το έκοψε ο Φάνης εκείνο το ραβδί; Είναι πολλή ώρα τώρα που κάνει να κόψει μια βέργα κι ακόμη δε γύρισε. Hasn't Fanny cut that stick yet? It's a long time now since he's been cutting a stick and he's not back yet.

—Για έβγα, Πάνο, και φώναξέ τον. -Go out, Panos, and call him.

—Φάαανη! -Faaani! Φάαααανη!

—Παρακάτω τράβα, λέει ο Μαθιός, εκεί που φαίνονται τα δέντρα. -"Go down below," says Mathius, "to where the trees are visible. Σε κάποιον ίσκιο θα κάθεται.

Σηκώθηκαν δύο και πήγαν παρακάτω. Two got up and went on.

Έψαξαν στα δέντρα και στους θάμνους, φώναξαν κι οι δύο μαζί, μα μην ακούγοντας φωνή νόμιζαν πως τους παίζει παιχνίδι. They searched the trees and bushes, they both called out together, but hearing no voice they thought he was playing a game.

—Έλα, Φάνη, έλεγαν, κάπου είσαι κρυμμένος. -Come on, Fanny, they said, you are hidden somewhere.

Στη φωνή τους απαντούσε κανένα πουλάκι που άφηνε μικρή λαλιά κι έφευγε. Their voice was answered by a little bird that let out a little cry and left. Έπειτα ξαναγινόταν σιωπή. Then there was silence again.

—Μήπως αποκοιμήθηκε πουθενά; λέει ο Κωστάκης. -Did he fall asleep somewhere? says Kostakis. Κατέβηκαν τότε πολύ κάτω. They went way down then. Είδαν κάτι μεγάλα κοτρόνια και δύο δεντράκια που έβγαιναν από τις σκισμάδες τους. They saw some big rocks and two little trees coming out of their cracks. Έψαξαν και κει πίσω· τίποτα. They looked back there - nothing. «Δεν μπορεί να 'ναι εδώ κοντά» συλλογίστηκαν. "It can't be near here," they reasoned. «Ίσως να γύρισε στον μύλο».

Μα πάλι, γιατί να τους αφήσει; Δεν ξέρουν τι να πουν. But then again, why would he leave them? They don't know what to say.

Γυρίζουν πίσω στον έλατο για να ειδοποιήσουν πως δεν τον είχαν βρει. They go back to the fir tree to warn that they had not found him. Και καθώς ανεβαίνουν, έχουν στην ψυχή τους πολλή ανησυχία. And as they go up, they have a lot of anxiety in their souls.