×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 13. Πόλεμος μ’ ένα μαντρόσκυλο

13. Πόλεμος μ’ ένα μαντρόσκυλο

Ο Δήμος κι ο Φάνης σηκώθηκαν και πήγαν για τους βλάχους. Δεξιά τούς είχαν πει πως είναι. Μπήκαν στα δέντρα κι άφησαν το μονοπάτι να τους βγάλει. Μα ύστερα από πέντε λεπτά της ώρας το μονοπάτι χάθηκε, όπως γίνεται συχνά στο δάσος. Έμοιαζε με τον άλλον τόπο.

Γύρισαν από ‘δώ κι από ‘κεί, δεν το ξαναβρήκαν. Προχώρησαν τότε χωρίς δρόμο προς ένα σημείο που φαινόταν ένας τόπος χωρίς δέντρα.

Εκεί τους φάνηκε πως έβλεπαν κάτι καλύβες.

«Εεε!» φώναξαν.

---

Τρέχοντας ερχόταν τον ανήφορο κάποιος. Μα δεν ήταν άνθρωπος, ήταν σκύλος. Ανέβαινε με θυμό και να, τούς βρέθηκε μπροστά.

Μόλις είδε ο Δήμος πως το μαλλιαρό τούτο μαντρόσκυλο, ένα αληθινό θηρίο, ερχόταν καταπάνω τους, άρπαξε μια χοντρή πέτρα κι άλλη μια πήρε στο αριστερό του χέρι.

O μαντρόσκυλος κατάλαβε πως μ' αυτόν είχε να πολεμήσει.

O καημένος ο Φάνης φώναξε μονάχα «όξω, όξω» και σήκωσε τη βέργα. Μα, ενώ έκανε πως φοβέριζε, είχε χλομιάσει κι ήταν σαν να παρακαλούσε τον σκύλο: «Μη με τρως!».

---

O Δήμος είδε πως κινδύνευαν κι έπρεπε να γλιτώσουν. Σφεντόνισε λοιπόν το λιθάρι με όλη του τη δύναμη.

Το λιθάρι βρήκε τον σκύλο στη ραχοκοκαλιά. O σκύλος φώναξε, έτρεξε στην πέτρα που έπεσε, τη δάγκασε με μανία, σαν να ήθελε να τη ροκανίσει, γύρισε πίσω και ξαναρίχτηκε.

Άμα είδε όμως το παιδί με μια πέτρα πάλι στο δεξί, έτοιμο να του καταφέρει και δεύτερη, έκοψε τη φόρα του.

Την αντίσταση όλοι τη φοβούνται. O μαντρόσκυλος είχε να κάνει με παιδί που υπερασπίζει τη ζωή του. O Φάνης είδε τη στιγμή εκείνη τι αξίζει το θάρρος. Πώς το ήθελε, να είχε ρίξει αυτός την πέτρα!

13. Πόλεμος μ’ ένα μαντρόσκυλο 13. War with a watchdog 13. Guerra con un perro guardián 13. Guerre avec un chien de garde 13. Wojna z psem stróżującym 13. Bir bekçi köpeği ile savaş

Ο Δήμος κι ο Φάνης σηκώθηκαν και πήγαν για τους βλάχους. Demos and Fanis got up and went to the hill tribes. Δεξιά τούς είχαν πει πως είναι. Auf der rechten Seite wurde ihnen gesagt, dass es so sei. On the right they were told it was. Μπήκαν στα δέντρα κι άφησαν το μονοπάτι να τους βγάλει. Sie setzten sich in die Bäume und ließen sich den Weg hinausführen. They got into the trees and let the path lead them out. Ağaçların arasına girdiler ve patikanın onları dışarı çıkarmasına izin verdiler. Μα ύστερα από πέντε λεπτά της ώρας το μονοπάτι χάθηκε, όπως γίνεται συχνά στο δάσος. But after five minutes of the hour the path was lost, as is often the case in the forest. Έμοιαζε με τον άλλον τόπο. It looked like the other place.

Γύρισαν από ‘δώ κι από ‘κεί, δεν το ξαναβρήκαν. They went back and forth, they never found it again. Προχώρησαν τότε χωρίς δρόμο προς ένα σημείο που φαινόταν ένας τόπος χωρίς δέντρα. They then proceeded without a road to what appeared to be a place without trees.

Εκεί τους φάνηκε πως έβλεπαν κάτι καλύβες. There it seemed to them that they saw some huts.

«Εεε!» φώναξαν. "Hey!" they shouted.

--- ---

Τρέχοντας ερχόταν τον ανήφορο κάποιος. A man was running up the hill. Μα δεν ήταν άνθρωπος, ήταν σκύλος. But it wasn't a man, it was a dog. Ανέβαινε με θυμό και να, τούς βρέθηκε μπροστά. He went up in anger, and behold, he was before them.

Μόλις είδε ο Δήμος πως το μαλλιαρό τούτο μαντρόσκυλο, ένα αληθινό θηρίο, ερχόταν καταπάνω τους, άρπαξε μια χοντρή πέτρα κι άλλη μια πήρε στο αριστερό του χέρι. When Demos saw that this hairy mastiff, a real beast, was coming towards them, he grabbed a thick stone and took another one in his left hand.

O μαντρόσκυλος κατάλαβε πως μ' αυτόν είχε να πολεμήσει. The watchdog realized that he was the one he had to fight with.

O καημένος ο Φάνης φώναξε μονάχα «όξω, όξω» και σήκωσε τη βέργα. Poor Fanis only shouted "out, out" and lifted the rod. Μα, ενώ έκανε πως φοβέριζε, είχε χλομιάσει κι ήταν σαν να παρακαλούσε τον σκύλο: «Μη με τρως!». But, while pretending to be afraid, he had turned pale and it was as if he was begging the dog: "Don't eat me!" Ama korkmuş gibi yaparken beti benzi atmıştı ve sanki köpeğe yalvarıyordu: "Beni yeme!"

---

O Δήμος είδε πως κινδύνευαν κι έπρεπε να γλιτώσουν. The municipality saw that they were in danger and had to escape. Σφεντόνισε λοιπόν το λιθάρι με όλη του τη δύναμη. So he slung the stone with all his might.

Το λιθάρι βρήκε τον σκύλο στη ραχοκοκαλιά. The stone found the dog in the spine. O σκύλος φώναξε, έτρεξε στην πέτρα που έπεσε, τη δάγκασε με μανία, σαν να ήθελε να τη ροκανίσει, γύρισε πίσω και ξαναρίχτηκε. The dog cried out, ran to the fallen stone, bit it furiously, as if to gnaw at it, turned back and threw itself again.

Άμα είδε όμως το παιδί με μια πέτρα πάλι στο δεξί, έτοιμο να του καταφέρει και δεύτερη, έκοψε τη φόρα του. Aber als er den Jungen wieder mit einem Stein in der rechten Hand sah, bereit, ihn mit einem zweiten zu schlagen, schnitt er ihm den Weg ab. But when he saw the boy with a stone in his right hand again, ready to hit him with a second one, he cut him off.

Την αντίσταση όλοι τη φοβούνται. Resistance is what everyone fears. Direniş herkesin korktuğu şeydir. O μαντρόσκυλος είχε να κάνει με παιδί που υπερασπίζει τη ζωή του. The watchdog had to do with a child defending his life. Bekçi köpeği, hayatını savunan bir çocukla ilgiliydi. O Φάνης είδε τη στιγμή εκείνη τι αξίζει το θάρρος. Fanis saw at that moment what courage was worth. Πώς το ήθελε, να είχε ρίξει αυτός την πέτρα! How he wished he had thrown the stone!