Οι Πελταστές
Ο πελταστής ήταν τύπος αρχαίου έλληνα πεζικάριου που ήταν οπλισμένος, συνήθως, με ένα ακόντιο και κρατούσε μια ελαφριά ασπίδα.
Προερχόμενος από τη Θράκη, ο τύπος του πελταστή ήταν συνηθισμένος κατά τη διάρκεια της κλασικής περιόδου
και ειδικότερα κατά την εποχή μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Το όνομα "πελταστής" προέρχεται από την πέλτη, που ήταν η τυπική ασπίδα σε σχήμα ημισελήνου,
την οποία συνήθως έφερε αυτός ο τύπος στρατιώτη.
Ο στρατιωτικός αυτός τύπος εμφανίστηκε κατά την αρχαϊκή περίοδο στην περιοχή της Θράκης
και πολεμώντας ως μισθοφόροι, οι πελταστές ήταν συνηθισμένο σώμα πολλών στρατών των πόλεων κρατών.
Κατά την κλασική περίοδο ο όρος πελταστής χρησιμοποιούνταν για κάθε στρατιώτη
που κρατούσε ακόντιο, δεν φορούσε πανοπλία και κρατούσε μια ελαφριά ασπίδα.
Το βασικό όπλο ενός πελταστή ήταν το ακόντιο.
Αυτό είχε μήκος από 1,25μ έως 2,25 μ. και είχε μικρότερη αιχμή από το δόρυ που χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες.
Επίσης ο πελταστής είχε μια ασπίδα κατασκευασμένη από ψάθα ή από τεντωμένο πετσί πάνω σε ένα ξύλινο πλαίσιο,
η οποία ήταν, φυσικά, πολύ ελαφρύτερη από τις ασπίδες των οπλιτών που είχαν ορειχάλκινη επένδυση.
Το γεγονός αυτό καθώς και η έλλειψη χάλκινης πανοπλίας και κράνους σήμαινε
ότι οι πελταστές μπορούσαν να είναι πολύ πιο κινητικοί την ώρα της μάχης από ότι οι οπλίτες.
Ένας καλά εκπαιδευμένος πελταστής μπορούσε να ρίξει το ακόντιό του έως και 25 μέτρα μακριά, ίσως και περισσότερο.
Για να διευκολύνει τη ρίψη, ο πελταστής συνήθως χρησιμοποιούσε ένα δερμάτινο λουρί, την αγκύλη,
που τυλιγόταν γύρω από το κοντάρι και πιανόταν με μια θηλιά γύρω από δύο δάχτυλα.
Την τελευταία στιγμή της ρίψης, όταν το χέρι επεκτείνονταν, άφηνε το λουρί κι έτσι επέκτεινε τη μόχλευση
και την εμβέλεια του χεριού και ως εκ τούτου την απόσταση που διένυε το ακόντιο.
Προφανώς οι πελταστές αξιοποιούνταν καλύτερα σε κάποια απόσταση από τον εχθρό
και συνήθως σχημάτιζαν ομάδες έως και 600 ατόμων, τοποθετημένες στις πλευρές της φάλαγγας των οπλιτών.
Επίσης, λόγω της κινητικότητάς τους, οι πελταστές χρησιμοποιήθηκαν πιθανώς και ως ανιχνευτές.
Αν και δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τον οργανωμένο σχηματισμό της φάλαγγας οπλιτών,
οι πελταστές ήταν αποτελεσματικοί εναντίον βαριά οπλισμένων αντιπάλων, όταν χρησιμοποιούσαν τακτικές ρίψεων και γρήγορης διαφυγής.
Οι οπλίτες είχαν πολύ βάρος λόγω της πανοπλίας τους με αποτέλεσμα να μην μπορούν να κυνηγήσουν αποτελεσματικά σε μεγάλη απόσταση τους πελταστές.
Επιπλέον, εάν το έδαφος ήταν ανώμαλο, εάν οι οπλίτες δεν είχαν ταχθεί σε σχηματισμό
ή εάν πραγματοποιούταν επίθεση από τα πλάγια ή από πίσω, τότε οι πελταστές θα μπορούσαν ακόμη και να νικήσουν μια δύναμη οπλιτών.
Αξιοσημείωτη νίκη με αυτόν τον τρόπο σημειώθηκε το 424 π.Χ.
όταν Αθηναίοι πελταστές νίκησαν τους Σπαρτιάτες οπλίτες στο ανώμαλο έδαφος της Σφακτηρίας στην Πελοπόννησο.
Άλλη μία μάχη, όπου η κινητικότητα των πελταστών και η προθυμία τους να εμπλακούν
σε κοντινή απόσταση, όταν κρίθηκε απαραίτητο, ήταν στην Αμφίπολη το 422 π.Χ..
Εκεί ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας χρησιμοποίησε πελταστές από τη Μύρκινο και την Χαλκιδική για να κατατροπώσει μια δύναμη Αθηναίων οπλιτών.
Ως τρίτο παράδειγμα, ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης νίκησε τους Σπαρτιάτες οπλίτες με τους πελταστές του
το 390 π.Χ. στο Λέχαιο, κοντά στην Κόρινθο, πραγματοποιώντας ταχύτατες επιθέσεις.
Οι πελταστές εξελίχθηκαν ακόμη περισσότερο στη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. όταν γεννήθηκε ένας νέος τύπος, ο θυρεοφόρος πελταστής.
Οι θυρεοφόροι ήταν εξοπλισμένοι με μακρύ δόρυ, μήκους 3 μέτρων, αριθμό ακοντίων (συνήθως 4),
σπαθί, κράνος και μια νέα ασπίδα, μεγάλου μεγέθους, τον θυρεό, από την οποία πήραν και το όνομα τους.
Ο θυρεός θεωρείται γαλατικής εμπνεύσεως.
Οι περισσότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι εισήχθη στο ελληνικό οπλοστάσιο μετά την γαλατική επιδρομή των στιφών του Βρένου.
Ο θυρεός έμοιαζε με βοιωτική ασπίδα, χωρίς όμως τα πλάγια ανοίγματά της,
τεμνόμενης κατά μήκος από κεντρική νεύρωση, ακριβώς όπως και οι μυκηναϊκές οκτώσχημες ασπίδες.
Οι θυρεοφόροι πελταστές, χάρη στα μακρά τους δόρατα, ήταν ικανοί να αντιμάχονται με ευνοϊκούς, αν και όχι ίσους, όρους τους οπλίτες.
Και αυτοί τάσσονταν σε χαλαρούς σχηματισμούς, βάθους έως 8 ζυγών,
ήταν όμως ικανοί να πυκνώνουν τους σχηματισμούς τους, σχηματίζοντας κατ' ουσία μια ελαφρότερη φάλαγγα.
Αρχικά δεν έφεραν θώρακες. Προς τα τέλη του 3ου αιώνα όμως εξοπλίστηκαν με θώρακες.
Οι φέροντες θώρακα θυρεοφόροι ονομάστηκαν θωρακίτες.
Ένας τελευταίος τύπος πελταστή που έδρασε στην ύστερη ελληνιστική περίοδο ήταν ο Θράκας ρομφαιφόρος πελταστής.
Οι ρομφαιοφόροι έφεραν τον ίδιο εξοπλισμό με τους θυρεοφόρους.
Αντί όμως του δόρατος ήταν εξοπλισμένοι με τη ρομφαία.
Η ρομφαία ήταν ένα θλαστικό όπλο, ουσιαστικά μια δρεπανοειδής λεπίδα,
στηριγμένη επί μακρού ξύλινου στειλεού, ικανό να τεμαχίζει τον αντίπαλο.
Ωστόσο, καθώς οι πελταστές ήταν απίθανο να νικήσουν ολοκληρωτικά μια δύναμη οργανωμένων οπλιτών
σε ομαλό έδαφος, έγινε όλο και πιο εμφανές από τον 4ο αιώνα π.Χ.
ότι οι πιο επιτυχημένοι στρατοί ήταν εκείνοι που χρησιμοποίησαν ένα μείγμα και των δύο σωμάτων
μαζί με άλλους τύπους στρατιωτών, όπως τοξότες, σφενδονήτες και, φυσικά, ιππικό.