Ηρακλής
Κάποτε ο Αμφιτρύωνας που ήταν βασιλιάς της Τίρυνθας και η γυναίκα του η Αλκμήνη,
κόρη του βασιλιά των Μυκηνών Ηλεκτρύωνα,
αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους και να ζητήσουν καταφύγιο στη Θήβα
επειδή ο Αμφιτρύωνας είχε δολοφονήσει τον πατέρα της Αλκμήνης κατά λάθος .
Εκεί η Αλκμήνη γέννησε δυο παιδιά. Τον Ιφικλή και τον Ηρακλή.
Ο Ηρακλής όμως δεν ήταν γιος του Αμφιτρύωνα αλλά του Δία,
ο οποίος μια νύχτα είχε πάρει τη μορφή του Αμφιτρύωνα και είχε κοιμηθεί με την Αλκμήνη.
Όταν τα δύο παιδιά έγιναν περίπου οκτώ μηνών η Ήρα, που ζήλευε την Αλκμήνη και μισούσε πολύ τον Ηρακλή,
έστειλε μια νύχτα δυο φίδια να τα πνίξουν.
Μόλις τα φίδια πλησίασαν την κούνια τους, ο Δίας έστειλε φως που έλουσε το δωμάτιο και τα παιδιά ξύπνησαν.
Ο Ιφικλής τρομαγμένος έβαλε τα κλάματα.
Ο Ηρακλής όμως, χωρίς κανένα φόβο, άρπαξε τα φίδια απ' το λαιμό και τα έπνιξε. Όλοι τότε κατάλαβαν ότι ο Ηρακλής είχε θεϊκή καταγωγή.
Όταν μεγάλωσε ο Ηρακλής, παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά της Θήβας, τη Μεγάρα κι έγινε ο ίδιος βασιλιάς.
Κυβέρνησε μερικά χρόνια τη Θήβα και ζούσε ευτυχισμένος.
Κάποια μέρα όμως η Ήρα, που πάντα τον μισούσε, τον τρέλανε
κι ο Ηρακλής έκανε κακό στα παιδιά και στη γυναίκα του, νομίζοντας πως είναι εχθροί του.
Συνήλθε όμως και κατάλαβε το κακό που είχε κάνει.
Πήγε τότε στο μαντείο των Δελφών, για να ρωτήσει τον Απόλλωνα τι έπρεπε να κάνει για να τον συγχωρέσουν οι θεοί.
Η Πυθία, η ιέρεια του Απόλλωνα, του είπε ότι έπρεπε να γυρίσει στις Μυκήνες, την πατρίδα της μητέρας του,
και να υπηρετήσει πιστά δώδεκα χρόνια τον ξάδερφό του, τον Ευρυσθέα, που βασίλευε εκεί.
Ο Ηρακλής έφυγε από τη Θήβα. Μαζί με τον ανιψιό του, τον Ιόλαο, πήγε στις Μυκήνες για να υπηρετήσει τον Ευρυσθέα.
Ο Ευρυσθέας, που φοβόταν τον Ηρακλή, τον έστειλε να κάνει δώδεκα άθλους,
δηλαδή δώδεκα δύσκολα κατορθώματα, ελπίζοντας ότι σε κάποιο από αυτά θα σκοτωνόταν.
Ο πρώτος άθλος που έκανε ο Ηρακλής ήταν να σκοτώσει το λιοντάρι της Νεμέας.
Το φοβερό αυτό λιοντάρι το είχε μεγαλώσει η Ήρα. Το δέρμα του ήταν τόσο σκληρό που τα σιδερένια βέλη δεν το περνούσαν.
Είχε τη φωλιά του σε μια σπηλιά με δυο εισόδους, στην πλαγιά ενός βουνού κοντά στη Νεμέα.
Καθημερινά κατέβαινε στην πεδιάδα και κατασπάραζε ζώα και ανθρώπους.
Οι κάτοικοι ήταν απελπισμένοι και δεν τολμούσαν να βγουν στην εξοχή.
Ο Ηρακλής, πηγαίνοντας στη Νεμέα, πέρασε από το ιερό άλσος της πόλης,
έκοψε μια αγριελιά κι απ' τον κορμό της έφτιαξε ένα βαρύ ρόπαλο. Μετά πήγε και περίμενε κοντά στη φωλιά του λιονταριού κι όταν αυτό φάνηκε, το χτύπησε πρώτα με τα βέλη του.
Τα βέλη έπεσαν στη γη χωρίς να το τραυματίσουν και το λιοντάρι επιτέθηκε στον Ηρακλή.
Εκείνος το χτύπησε με το ρόπαλο. Το λιοντάρι πόνεσε και κρύφτηκε στη φωλιά του.
Ο Ηρακλής τότε μάζεψε μεγάλες πέτρες, έκλεισε τη μια είσοδο και μπήκε από την άλλη.
Το ζώο βρυχήθηκε και σείστηκε όλο το βουνό.
Όρμησε πάνω στον ήρωα και πάλευαν μια ώρα. Τέλος ο Ηρακλής τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του και το έπνιξε.
Μετά πήρε το δέρμα του, τη λεοντή, το φόρεσε και γύρισε στις Μυκήνες.
Όταν τον είδε ο Ευρυσθέας τρόμαξε τόσο πολύ που διέταξε να του φτιάξουν ένα χάλκινο πιθάρι,
για να κρύβεται, όταν θα κινδύνευε.
Στη λίμνη Λέρνη της Πελοποννήσου ζούσε ένα φοβερό νερόφιδο, με τεράστιο σώμα και εννιά κεφάλια.
Από τα στόματά του έβγαινε φωτιά που κατάκαιγε φυτά, ζώα κι ανθρώπους.
Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν απελπισμένοι και κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει τη λίμνη.
Ο Ευρυσθέας διέταξε τον Ηρακλή να σκοτώσει αυτό το τέρας.
Ο Ηρακλής πήγε στη λίμνη Λέρνη μαζί με τον ανιψιό του, τον Ιόλαο.
Κατάφερε να βγάλει τη Λερναία Ύδρα από τη φωλιά της και της επιτέθηκε.
Με ένα δρεπάνι άρχισε να κόβει τα κεφάλια της. Μόλις όμως έκοβε ένα κεφάλι, στη θέση του φύτρωναν δύο.
Φώναξε τότε τον Ιόλαο, που άναψε ένα δαυλό και μόλις ο Ηρακλής έκοβε ένα κεφάλι, ο Ιόλαος έκαιγε την πληγή.
Έτσι σταμάτησαν να φυτρώνουν καινούρια κεφάλια. Το μεσαίο όμως κεφάλι της Λερναίας Ύδρας ήταν αθάνατο.
Γι' αυτό ο Ηρακλής, αφού το έκοψε, το έθαψε βαθιά στη γη κι έβαλε πάνω του μια τεράστια πέτρα. Βούτηξε και τα βέλη του στο δηλητηριασμένο σώμα της Ύδρας κι έγιναν θανατηφόρα.
Σ' ένα βουνό της Πελοποννήσου ζούσε το ιερό ελάφι της θεάς Άρτεμης. Είχε χρυσά κέρατα, χάλκινες οπλές και κανείς δεν το έφτανε στο τρέξιμο.
Ο Ευρυσθέας διέταξε τον Ηρακλή να φέρει το ελάφι αυτό ζωντανό στις Μυκήνες.
Ο Ηρακλής ανέλαβε την αποστολή, κατευθύνθηκε προς το βουνό που κατοικούσε το ζώο και το αναγνώρισε από τη λάμψη των κεράτων του.
Ξέροντας ότι δεν θα μπορούσε να το προλάβει στο τρέξιμο, ούτε να το ακινητοποιήσει με τα όπλα του,
αφού η ελαφίνα έτρεχε γρηγορότερα κι από βέλος, αποφάσισε να το εξαντλήσει.
Όταν η ελαφίνα τον είδε, άρχισε να τρέχει προς τον βορρά, κι ο Ηρακλής ακολουθούσε ξοπίσω της.
Ένα χρόνο κράτησε η καταδίωξη περνώντας μέσα από τα εδάφη των Ελλήνων, των Θρακών και των Σκυθών,
έφθασαν στη γη των Υπερβορείων.
Εκεί το ελάφι, εξουθενωμένο από το τρέξιμο, σταμάτησε για να πιει νερό.
Ο Ηρακλής άδραξε την ευκαιρία και το ακινητοποίησε.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή του μύθου, που διασώζει ο Απολλόδωρος,
ο Ηρακλής το συνέλαβε όταν αυτό προσπαθούσε να περάσει τον ποταμό Λάδωνα στην Αρκαδία.
Όταν η Άρτεμις έμαθε τι έγινε, εξοργίστηκε και φώναξε τον αδελφό της Απόλλωνα να τη βοηθήσει με τις σαΐτες του.
Καθώς ο Ηρακλής επέστρεφε στην Ελλάδα, εμφανίστηκαν μπροστά του για να τον τιμωρήσουν.
Ο Ηρακλής της ζήτησε συγχώρεση, εξηγώντας της το λόγο της πράξης του
και δεσμευόμενος ότι μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του θα επέστρεφε το ελάφι στην προστάτιδα θεά του.
Πηγαίνοντας προς το παλάτι του Ευρυσθέα, έμαθε ότι ο βασιλιάς προόριζε το ελάφι για τον κήπο του και σκέφθηκε ένα τέχνασμα.
Κάλεσε τον Ευρυσθέα να βγει έξω από το παλάτι ώστε να παραλάβει ο ίδιος το ελάφι.
Βλέποντάς τον ο Ευρυσθέας τον συνεχάρη για την επιτυχία του ,
όταν όμως άπλωσε τα χέρια του για να το πάρει, ο ήρωας πήρε τα χέρια του από το ζώο και αυτό ταχύτατα έτρεξε προς την Άρτεμη.
Έτσι, εκπλήρωσε τόσο την αποστολή του να φέρει την Κερυνίτιδα Έλαφο στον Ευρυσθέα,
όσο και την υπόσχεσή του στην Άρτεμη ότι θα την επέστρεφε.
Στον Ερύμανθο είχε χαρίσει η Θεά Άρτεμις έναν τεράστιο αγριόχοιρο.
Από εκεί εξορμούσε σε ολόκληρη την περιοχή της Ψωφίδος και του Λασιώνα στην Πελοπόννησο,
όπου τρομοκρατούσε και κατέστρεφε τα σπαρτά των χωρικών, ενώ με τους χαυλιόδοντές του ξέσκιζε όποιο ζώο έβρισκε μπροστά του.
Αυτό το αγρίμι ενοχλούσε ακόμη και τους Κενταύρους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν
όταν κατέβαινε για τροφή στο δάσος της Φολόης και για νερό στο φαράγγι.
Ο Ευρυσθέας του ανέθεσε να πιάσει τον κάπρο και να τον φέρει ζωντανό στο Άργος ,
βέβαιος ότι ο Ηρακλής δεν θα μπορούσε να το πιάσει.
Ο ήρωας όμως, προτού βγει για κυνήγι, πέρασε από τον φίλο του Κένταυρο Φόλο για να πάρει πληροφορίες για το άγριο ζώο.
Έπρεπε να έχει επιδεξιότητα, ώστε να μην το σκοτώσει, γιατί ο άθλος του δεν θα εκτελείτο,
αλλά ούτε και να το πλησιάσει από μπροστά γιατί θα τον ξέσκιζε με τα άγρια δόντια του.
Έπρεπε λοιπόν να το προσεγγίσει κρυφά από τα πλάγια και να το δέσει.
Έτσι ο Ηρακλής, παρά τις προσδοκίες του Ευρυσθέα,
πέτυχε με το τέχνασμά του να οδηγήσει το ζώο στο Φαράγγι της Φολόης που είχε φράξει με δίχτυ.
Πήρε στους ώμους του το ζωντανό αγριογούρουνο και το μετέφερε στις Μυκήνες.
Όταν αντίκρισε ο Ευρυσθέας τον Ηρακλή φορτωμένο με το κάπρο κρύφτηκε στο μεγάλο πιθάρι.
Ο Ηρακλής σαν ανάθημα έστειλε τα δόντια του κάπρου στο Ναό του Απόλλωνος της Κύμης.
Αργότερα ο Ευρυσθέας τον έστειλε να καθαρίσει τους στάβλους του βασιλιά Αυγεία σε μια μέρα.
Ο Αυγείας ζούσε στην Ήλιδα κι είχε αμέτρητα κοπάδια που του τα είχε χαρίσει ο πατέρας του, ο Ήλιος.
Τα ζώα ήταν πάρα πολλά και οι βοσκοί του δεν προλάβαιναν να καθαρίζουν τους στάβλους.
Είχαν μαζευτεί λοιπόν πολλοί σωροί από κοπριά που μύριζαν πολύ άσχημα.
Ο Ηρακλής έσκαψε δύο βαθιά χαντάκια, που περνούσαν μέσα από τους στάβλους κι έφταναν μέχρι τους ποταμούς Αλφειό και Πηνειό.
Έστρεψε μετά το ρεύμα των ποταμών μέσα στα χαντάκια.
Τα ορμητικά νερά μπήκαν στους στάβλους, παρέσυραν την κοπριά και την πήγαν στη θάλασσα.
Έτσι ο Ηρακλής καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία σε μια μόνο μέρα.
Μετά ο Ηρακλής πήγε στη λίμνη Στυμφαλία.
Εκεί ζούσαν οι Στυμφαλίδες όρνιθες, μεγάλα πουλιά, με σιδερένια ράμφη και φτερά, που τρέφονταν με ανθρώπινο κρέας.
Φτάνοντας, άρχισε να χτυπά δυο χάλκινα κρόταλα που του είχε χαρίσει η Αθηνά.
Τα πουλιά βγήκαν από τα καλάμια της λίμνης όπου κρύβονταν και πέταξαν τρομαγμένα.
Τότε ο Ηρακλής με τα βέλη του σκότωσε πολλά. Όσα γλίτωσαν έφυγαν μακριά και δεν ξαναφάνηκαν.
Μετά απ' όλα αυτά τα κατορθώματα, ο Ευρυσθέας έστειλε τον Ηρακλή σε πιο μακρινά μέρη. Έτσι, ο Ηρακλής πήγε στην Κρήτη για τον έβδομο άθλο του
σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να πιάσει τον άγριο ταύρο του Μίνωα που έκανε πολλές καταστροφές.
Ο Ευρυσθέας, μάλιστα, θέλοντας να δυσκολέψει περισσότερο την αποστολή του Ηρακλή,
διέταξε να του φέρει τον ταύρο ζωντανό.
Έτσι ο ήρωας αναχώρησε για την Κρήτη.
Ο Μίνωας δέχθηκε να του δώσει τον ταύρο, με την προϋπόθεση ότι θα κατάφερνε πρώτα να τον δαμάσει.
Ο Ηρακλής αιχμαλώτισε τον ταύρο χρησιμοποιώντας ένα δίχτυ,
τον κουβάλησε στους ώμους του και τον πήγε στις Μυκήνες, όπου και τον παρέδωσε στον Ευρυσθέα.
Εκείνος τον ελευθέρωσε και τότε ο ταύρος, διασχίζοντας την Πελοπόννησο,
έφτασε στο Μαραθώνα της Αττικής, όπου συνέχισε να προξενεί καταστροφές.
Ο Ηρακλής μετά πήγε στη Θράκη, όπου ζούσε ο βασιλιάς Διομήδης, ο γιος του θεού Άρη.
Αυτός είχε τέσσερα άγρια άλογα, που τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες.
Ο Ηρακλής, παίρνοντας μαζί του ορισμένους συντρόφους του ξεκίνησε για τη Θράκη,
όπου και κατόρθωσε με ευκολία να εξουδετερώσει τους υπηρέτες του Διομήδη και να αιχμαλωτίσει τα άλογα.
Στη συνέχεια ανέθεσε τη φύλαξη των ζώων στον Άβδηρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει το στρατό του βασιλιά.
Οι σύντροφοι του Ηρακλή αρχικά ηττήθηκαν από τον πολυάριθμο στρατό.
Ο Ηρακλής όμως κατόρθωσε να ανατρέψει το αποτέλεσμα.
Σκάβοντας ένα χαντάκι μετέφερε νερό από τη θάλασσα στην πεδιάδα,
αναγκάζοντας τους στρατιώτες να τραπούν σε φυγή προκειμένου να μην πνιγούν.
Στη συνέχεια έσυρε το Διομήδη στη λίμνη που σχηματίσθηκε από το νερό
και τον έριξε στα ανθρωποφάγα άλογα, τα οποία τον καταβρόχθισαν.
Προηγουμένως όμως είχαν καταβροχθίσει τον Άβδηρο, ο οποίος είχε αναλάβει τη φύλαξη τους.
Ο Ηρακλής για να τον τιμήσει ίδρυσε την πόλη Άβδηρα.
Ο Ηρακλής παρέδωσε τα άλογα στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα ελευθέρωσε, αφού πρώτα τα αφιέρωσε στην Ήρα.
Η Ιππολύτη, ή βάσει άλλης εκδοχής Μελανίππη, ήταν βασίλισσα των Αμαζόνων.
Η ζώνη τής είχε δοθεί ως δώρο από τον Άρη, τον θεό του Πολέμου, και αποτελούσε για τις Αμαζόνες έμβλημα εξουσίας.
Η Αδμήτη, κόρη του Ευρυσθέα, επιθυμούσε να αποκτήσει τη ζώνη αυτή,
γι' αυτό και ο Ευρυσθέας ανέθεσε στον Ηρακλή να του τη φέρει. Ο Ηρακλής λοιπόν αποβιβάζεται στη Θεμίσκυρα, πρωτεύουσα της χώρας των Αμαζόνων.
Η Ιππολύτη φαινόταν καταρχήν πρόθυμη να τους παραχωρήσει τη ζώνη.
Ωστόσο η Ήρα, θέλοντας να δυσκολέψει το έργο του Ηρακλή, μεταμορφώθηκε σε Αμαζόνα και ξεσήκωσε τις υπόλοιπες εναντίον του.
Αυτό το κατόρθωσε διαδίδοντας τη φήμη ότι ο Ηρακλής και οι σύντροφοι του είχαν σκοπό να απαγάγουν τη βασίλισσά τους.
Αποτέλεσμα της δολοπλοκίας ήταν οι Αμαζόνες να οπλιστούν ακαριαία
και να ορμήσουν στο μέρος όπου βρισκόταν το πλοίο του Ηρακλή.
Ακολούθησε αιματηρή μάχη η οποία οδήγησε στο θάνατο πολλές από τις Αμαζόνες.
Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος υποστήριζε ότι μεταξύ των Αμαζόνων που θανατώθηκαν βρισκόταν και η Ιππολύτη,
από το νεκρό σώμα της οποίας ο Ηρακλής πήρε τελικά τη ζώνη.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης από την άλλη αναφέρει ότι η Ιππολύτη απλά αιχμαλωτίστηκε
και παρέδωσε τη ζώνη ως αντάλλαγμα για την ελευθερία της.
Ό Απολλώνιος ο Ρόδιος πάντως αναφέρει πως ο Ηρακλής έπιασε με ενέδρα την κόρη του Άρη, την Μελανίππη,
εκεί που προχωρούσε, και η Ιππολύτη του έδωσε τη στολισμένη ζώνη της λύτρα για την αδερφή της,
και ο Ηρακλής την έστειλε πίσω απείραχτη.
Τα βόδια του Γηρυόνη ήταν στην ελληνική μυθολογία όντα που ανήκαν στον Γηρυόνη,
ενός ανθρώπου με τρία σώματα, γιου του Χρυσάωρα. Βρίσκονταν μαζί του στη νήσο Ερύθεια.
Ο Γηρυόνης είχε αναθέσει τη φύλαξη των ζώων τους σε δύο φύλακες, τον Ευρυτίωνα και τον Όρθρο.
Ο Ευρυτίωνας ήταν γιος του Άρη και της Ερυθείας.
Ο Όρθρος ήταν ένας τερατόμορφος σκύλος, γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας.
Είχε δύο κεφάλια και επιπλέον εφτά κεφάλια φιδιού.
Μόλις ο Ηρακλής έφτασε στην Ερύθεια, και αφού πέρασε τη νύχτα του στο βουνό Άβας,
ήρθε αντιμέτωπος με τους δύο φύλακες των ζώων.
Τόσο ο Όρθρος, όσο και ο Ευρυτίωνας βρήκαν τραγικό θάνατο από το ρόπαλο του Ηρακλή.
Στη συνέχεια ο Μενοίτιος, φύλακας των βοδιών του Άδη, ειδοποίησε το Γηρυόνη για τα συμβάντα
και έτσι εκείνος έσπευσε να αντιμετωπίσει τον εισβολέα.
Ο Ηρακλής κατόρθωσε να εξολοθρεύσει το Γηρυόνη, αφού τον τόξευσε με τα βέλη του.
Στο δρόμο της επιστροφής, ο Ηρακλής αντιμετώπισε πολλές περιπέτειες.
Όταν τελικά επέστρεψε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αμβρακία,
ένας οίστρος σταλμένος από την Ήρα διασκόρπισε το κοπάδι των βοδιών στα βουνά της Θράκης.
Ο ήρωας κατόρθωσε να περισυλλέξει το μεγαλύτερο μέρος των ζώων.
Τα υπόλοιπα παρέμειναν στα βουνά και περιήλθαν σε άγρια κατάσταση.
Τελικά ο Ηρακλής έφτασε στις Μυκήνες, παρέδωσε τα βόδια στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα θυσίασε στη θεά Ήρα.
Ο κήπος των Εσπερίδων βρισκόταν στην άκρη της γης. Εκεί υπήρχε το δέντρο που έκανε τα χρυσά μήλα.
Όποιος τα έτρωγε έμενε για πάντα νέος. Το φύλαγαν οι νύμφες Εσπερίδες κι ένας ακοίμητος δράκος.
Εκεί κοντά βρισκόταν κι ο τιτάνας Άτλαντας που κρατούσε τον Ουρανό στη ράχη του.
Ο Ηρακλής ταξίδεψε πολύ για να φτάσει εκεί. Πέρασε από πολλές χώρες.
Πέρασε κι από τον Καύκασο όπου ελευθέρωσε τον Προμηθέα.
Εκείνος, για να τον ευχαριστήσει, του έδειξε το δρόμο για να φτάσει στον κήπο των Εσπερίδων
και τον συμβούλεψε να στείλει τον Άτλαντα να πάρει τα χρυσά μήλα.
Ο Ηρακλής βρήκε τον Άτλαντα κι εκείνος δέχτηκε να πάει στον κήπο των Εσπερίδων.
Ο Ηρακλής όμως αναγκάστηκε να κρατήσει ο ίδιος τον ουρανό στη ράχη του, ώσπου ο Άτλαντας να γυρίσει.
Ο Άτλαντας με τη βοήθεια των Εσπερίδων, που έφτιαξαν ένα μαγικό ποτό και κοίμισαν το δράκο, πήρε τα χρυσά μήλα.
Επιστρέφοντας στον Ηρακλή δεν ήθελε να ξαναπάρει τον Ουρανό στη ράχη του
και είπε ότι θα πήγαινε ο ίδιος και καλά τα μήλα στον Ευρυσθέα.
Ο Ηρακλής έκανε πως συμφώνησε και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να βάλει ένα μαξιλάρι στη ράχη του,
για να κρατάει καλύτερα τον Ουρανό.
Ο Άτλαντας πλησίασε να τον βοηθήσει κι ο Ηρακλής με μια γρήγορη κίνηση
έριξε τον Ουρανό στη ράχη του Άτλαντα, άρπαξε τα χρυσά μήλα και γύρισε στις Μυκήνες.
Στη γη ο Ηρακλής ήταν ανίκητος. Γι' αυτό ο Ευρυσθέας αποφάσισε να τον στείλει στον Κάτω Κόσμο για να του φέρει τον Κέρβερο, ένα φοβερό σκυλί με τρία κεφάλια, που φύλαγε την είσοδο του Άδη.
Ο Ηρακλής πήγε στον Κάτω Κόσμο και με την άδεια του Άδη και της Περσεφόνης, πάλεψε με τον Κέρβερο, τον νίκησε, τον έδεσε και τον έφερε στις Μυκήνες.
Όταν τον αντίκρισε, ο Ευρυσθέας…μαντέψτε… τρόμαξε και κρύφτηκε πάλι στο πιθάρι.
Ο Ηρακλής γύρισε τον Κέρβερο στον Κάτω Κόσμο, όπως είχε υποσχεθεί στον Άδη.
Καταφέρνοντας και αυτό τον άθλο, επιτέλους ήταν ελεύθερος.
Ελεύθερος πια ο Ηρακλής παντρεύτηκε τη Δηιάνειρα, κόρη του βασιλιά της Αιτωλίας, του Οινέα.
Μια μέρα πήγαν να περάσουν τον Εύηνο ποταμό. Εκεί συνάντησαν τον Κένταυρο Νέσσο.
Ο Νέσσος πήρε στη ράχη του τη ∆ηιάνειρα, για να την περάσει απέναντι.
Θέλησε όμως να την πάρει δική του κι άρχισε να τρέχει.
Τότε ο Ηρακλής τον χτύπησε με ένα από τα δηλητηριασμένα βέλη του. Πριν ξεψυχήσει ο Νέσσος είπε στη Δηιάνειρα:
«Μάζεψε λίγο από το αίμα μου. Αν αλείψεις μ' αυτό το χιτώνα του Ηρακλή, θα σε αγαπάει για πάντα». Έτσι, κάποτε που ο Ηρακλής ζήτησε ένα καθαρό χιτώνα από τη Δηιάνειρα, για να τον φορέσει και να κάνει θυσία στο ∆ία,
εκείνη άλειψε ένα χιτώνα με το δηλητήριο του Νέσσου και του τον έδωσε.
Ο Ηρακλής τον φόρεσε κι ο χιτώνας κόλλησε πάνω του. Αμέσως άρχισε να νιώθει αβάσταχτους πόνους.
Κατάλαβε τότε ότι έφτασε το τέλος του.
Ανέβηκε στο βουνό Οίτη, έφτιαξε ένα σωρό από ξύλα, ξάπλωσε πάνω του και ζήτησε ν' ανάψουν τη φωτιά. Κανείς δε δέχτηκε να το κάνει αυτό. Μόνο ο Φιλοκτήτης, που περνούσε από κει, δέχτηκε ν' ανάψει τη φωτιά κι ο Ηρακλής, για να τον ευχαριστήσει, του χάρισε τα δηλητηριασμένα βέλη του.
Ξαφνικά άρχισε ν' αστράφτει και να βροντά. Ένα σύννεφο κατέβηκε, πήρε τον Ηρακλή και τον ανέβασε στον Όλυμπο.
Εκεί συμφιλιώθηκε με την Ήρα κι έζησε για πάντα με τους θεούς του Ολύμπου.