6. Το ταξίδι από την πλατφόρμα 9 και 3/4 (1)
Ο τελευταίος μήνας που πέρασε ο Χάρι με τους Ντάρσλι δεν ήταν καθόλου ευχάριστος. Βέβαια ο Ντάντλι τον φοβόταν τώρα τόσο πολύ, που δεν έμενε ούτε στιγμή στο ίδιο δωμάτιο μαζί του, ενώ ο θείος Βέρνον κι η θεία Πετούνια δεν τον κλείδωναν πια στην αποθήκη, δεν τον ανάγκαζαν να κάνει πράγματα που δεν ήθελε, ούτε του έβαζαν τις φωνές. Γιατί δεν του μιλούσαν πια καθόλου! Μισοτρομαγμένοι και μισοθυμωμένοι, φέρονταν στον Χάρι λες και η καρέκλα στην οποία καθόταν ήταν άδεια. Και παρόλο που η καινούρια αυτή αντιμετώπιση είχε πολλά πλεονεκτήματα, γρήγορα έγινε γι' αυτόν πληκτική.
Ο Χάρι έμενε όσο περισσότερο μπορούσε στο δωμάτιό του, με την άσπρη κουκουβάγια του για συντροφιά. Είχε αποφασίσει να τη φωνάζει Χέντβιχ, ένα όνομα που είχε βρει στο βιβλίο Η ιστορία της μαγείας. Τα βιβλία για το καινούριο σχολείο του είχαν πολύ ενδιαφέρον και περνούσε ώρες ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, διαβάζοντας ως αργά τη νύχτα, ενώ η Χέντβιχ πετούσε μέσα κι έξω απ' το ανοιχτό παράθυρο, όπως της άρεσε. Ευτυχώς η θεία Πετούνια δεν έμπαινε πια στο δωμάτιό του με την ηλεκτρική σκούπα, γιατί η Χέντβιχ έφερνε συνέχεια μέσα ψόφια ποντίκια, που ήταν το αγαπημένο της φαγητό. Και κάθε βράδυ προτού κοιμηθεί, ο Χάρι έσβηνε απ' το ημερολόγιο του τοίχου άλλη μια μέρα, μετρώντας πάλι όσες του απέμεναν ως την 1η Σεπτεμβρίου.
Την τελευταία ημέρα του Αυγούστου, ο Χάρι σκέφτηκε πως έπρεπε να κουβεντιάσει με το θείο και τη θεία του για το πώς θα πήγαινε το άλλο πρωί ως το σταθμό Κινγκς Κρος, απ' όπου θα ξεκινούσε το τρένο για το «Χόγκουαρτς». Κατέβηκε, λοιπόν, στο σαλόνι, όπου οι τρεις τους έβλεπαν τηλεόραση. Ξερόβηξε, για να τους δείξει πως ήταν εκεί. Ο Ντάντλι έβγαλε μια κραυγή τρόμου κι έφυγε τρέχοντας απ' το δωμάτιο.
«Εεε... θείε Βέρνον...» είπε ο Χάρι.
Ο θείος Βέρνον γρύλισε, για να δείξει ότι άκουγε. «Αύριο... πρέπει να πάω στο Κινγκς Κρος... για το τρένο που θα με πάει στο "Χόγκουαρτς"...»
Ο θείος Βέρνον γρύλισε πάλι.
«Μήπως θα μπορούσατε να με πάτε ως εκεί με το αμάξι;» ρώτησε ο Χάρι.
Ο θείος Βέρνον γρύλισε και τρίτη φορά, τώρα όμως καταφατικά.
«Ευχαριστώ...»
Ο Χάρι ήταν έτοιμος να γυρίσει στο δωμάτιό του, όταν ο θείος Βέρνον μίλησε.
«Περίεργο να πηγαίνεις σε σχολείο για μάγους με το τρένο...» είπε ειρωνικά. «Τι πάθανε τα μαγικά χαλιά; Τους τρύπησαν τα λάστιχα;»
Ο Χάρι δε μίλησε.
«Και πού είναι αυτό το σχολείο;» ρώτησε ο θείος Βέρνον.
«Δεν ξέρω», αποκρίθηκε ο Χάρι, προσέχοντας για πρώτη φορά αυτή τη λεπτομέρεια. Βιαστικά, έβγαλε απ' την τσέπη του το εισιτήριο που του είχε δώσει ο Χάγκριντ. «Εδώ λέει πως πρέπει στις έντεκα το πρωί να πάρω το τρένο απ' την πλατφόρμα εννιά και τρία τέταρτα...» είπε κατόπιν.
Ο θείος κι η θεία του τον κοίταξαν κατάπληκτοι.
«Από ποια πλατφόρμα;»
«Εννιά και τρία τέταρτα...»
«Μη λες βλακείες!» είπε ο θείος Βέρνον. «Δεν υπάρχει πλατφόρμα εννιά και τρία τέταρτα!»
«Μα έτσι γράφει στο εισιτήριό μου...»
«Θεότρελοι είναι όλοι τους!» φώναξε ο θείος Βέρνον. «Κι εσύ μαζί τους! Περίμενε, όμως, και θα δεις τι σε περιμένει... Ωραία, λοιπόν, θα σε πάμε αύριο στο σταθμό. Πηγαίνουμε κι εμείς στο Λονδίνο, αλλιώς δε θα 'κανα τον κόπο...»
«Γιατί πηγαίνετε στο Λονδίνο;» ρώτησε ο Χάρι, προσπαθώντας να δώσει φιλικό τόνο στη συζήτηση.
«Πάμε τον Ντάντλι στο νοσοκομείο!» ούρλιαξε έξαλλος ο θείος Βέρνον. «Πρέπει να του κόψουν αυτή την καταραμένη γουρουνίσια ουρά, προτού πάει στο καινούριο του σχολείο!»
Την άλλη μέρα ο Χάρι ξύπνησε στις πέντε το πρωί κι ήταν τόσο αναστατωμένος και νευρικός, που δεν μπορούσε να ξανακοιμηθεί. Σηκώθηκε, λοιπόν, και φόρεσε το τζιν παντελόνι του κι ένα καρό πουκάμισο. Δεν ήθελε να φτάσει στο σταθμό με το μανδύα του μάγου κι είχε αποφασίσει πως θα άλλαζε αργότερα, μέσα στο τρένο. Μετά ξαναδιάβασε τον κατάλογο που του είχε στείλει το «Χόγκουαρτς», για να είναι σίγουρος πως δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Βεβαιώθηκε πως η Χέντβιχ ήταν καλά κλεισμένη στο κλουβί της και κοιμισμένη και μετά άρχισε να περπατά πάνω κάτω στο δωμάτιο, περιμένοντας να σηκωθούν οι Ντάρσλι. Δυο ώρες αργότερα η μεγάλη και βαριά βαλίτσα του Χάρι είχε φορτωθεί στο αμάξι του θείου Βέρνον. Η θεία Πετούνια είχε πείσει το γιο της να καθίσει στο πίσω κάθισμα μαζί με τον Χάρι. Έτσι ξεκίνησαν για το Λονδίνο.
Έφτασαν στο σταθμό Κινγκς Κρος στις δέκα και μισή. Ο θείος Βέρνον έβαλε τη βαλίτσα του Χάρι σ' ένα από τα καροτσάκια αποσκευών και το έσπρωξε μέσα στο σταθμό. Ο Χάρι σκέφτηκε πως αυτό ήταν ασυνήθιστη χειρονομία από μέρους του. Κάποια στιγμή ο θείος Βέρνον σταμάτησε κι ένα σαρκαστικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.
«Λοιπόν, μικρέ, τι σου 'λεγα;» είπε. «Να η πλατφόρμα εννιά... και να η πλατφόρμα δέκα! Η δική σου πλατφόρμα θα έπρεπε να είναι κάπου στη μέση, αλλά δε φαίνεται να την έχτισαν ακόμη...»
Φυσικά είχε απόλυτο δίκιο. Ένα μεγάλο νούμερο 9 ήταν επάνω από τη μια πλατφόρμα κι ένα νούμερο 10 επάνω από τη διπλανή της. Κι ανάμεσά τους δεν υπήρχε τίποτα.
«Καλή σχολική χρονιά!» είπε σαρκαστικά ο θείος Βέρνον. Γύρισε την πλάτη στον ανιψιό του και βγήκε απ' το σταθμό.
Ο Χάρι είδε το αμάξι των Ντάρσλι ν' απομακρύνεται κι άκουσε τα δυνατά γέλια τους. Το δικό του στόμα ήταν τώρα στεγνό απ' την αγωνία κι η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Τι θα 'κανε τώρα; Είχε κιόλας αρχίσει να τραβά τα περίεργα βλέμματα των γύρω του, εξαιτίας της Χέντβιχ... Κάποιον έπρεπε να ρωτήσει...
Ο Χάρι σταμάτησε ένα φύλακα που περνούσε, αλλά δεν τόλμησε ν' αναφέρει την πλατφόρμα εννιά και τρία τέταρτα κι ο φύλακας δεν είχε ποτέ ακούσει για τη σχολή «Χόγκουαρτς». Όταν μάλιστα ο Χάρι δεν μπόρεσε να του πει ούτε καν σε ποιο μέρος της χώρας βρισκόταν αυτή η σχολή, άρχισε να νευριάζει, λες και ο Χάρι έκανε επίτηδες το χαζό. Νιώθοντας την απελπισία του να μεγαλώνει, ο Χάρι τον ρώτησε τότε ποιο τρένο έφευγε στις έντεκα, αλλά ο φύλακας του απάντησε πως κανένα τρένο δεν έφευγε στις έντεκα.
Κατόπιν ο φύλακας απομακρύνθηκε γρήγορα, μουρμουρίζοντας θυμωμένος γι αυτούς που σπαταλούν άδικα το χρόνο των άλλων. Ο Χάρι έπαιρνε τώρα βαθιές αναπνοές, προσπαθώντας να μην πανικοβληθεί. Σύμφωνα με το μεγάλο ρολόι του σταθμού, του έμεναν μόνο δέκα λεπτά για να μπει στο τρένο για το «Χόγκουαρτς», όμως δεν είχε ιδέα για το πού βρισκόταν και για το πώς μπορούσε να το βρει. Η κατάσταση του κάθε άλλο παρά καλή ήταν: βρισκόταν μόνος του στη μέση ενός σταθμού, με μια βαλίτσα που δεν μπορούσε να σηκώσει, τις τσέπες του γεμάτες μαγικά λεφτά και μια κοιμισμένη κουκουβάγια στο κλουβί της. Σίγουρα ο Χάγκριντ θα είχε ξεχάσει να του πει τι να κάνει, όπως παραδείγματος χάριν το να χτυπήσει το τρίτο τούβλο δεξιά για να μπει στη Διαγώνιο Αλέα. Ο Χάρι αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να βγάλει το μαγικό ραβδί του και να χτυπήσει μ' αυτό τη θυρίδα των εισιτηρίων ανάμεσα στις πλατφόρμες 9 και 10.
Εκείνη τη στιγμή μια μεγάλη συντροφιά τον προσπέρασε κι ο Χάρι έπιασε τυχαία μια φράση που είπε κάποιος απ' αυτούς:
«... γεμάτο με Μαγκλ, φυσικά...»
Ο Χάρι γύρισε και κοίταξε. Αυτή που είχε μιλήσει, ήταν μια παχουλή γυναίκα κι απευθυνόταν σε τέσσερα αγόρια, όλα με κατακόκκινα μαλλιά. Το καθένα απ' τα αγόρια είχε μια βαλίτσα σαν τη δική του. Κι όλα κρατούσαν κλουβιά με κουκουβάγιες!
Με την καρδιά του να χτυπά λες και ήταν έτοιμη να σπάσει, ο Χάρι έσπρωξε το καρότσι του πίσω τους. Κι όταν εκείνοι σταμάτησαν, σταμάτησε κι αυτός κοντά τους, για να μπορεί να τους ακούει.
«Λοιπόν, ποιο είναι το νούμερο της πλατφόρμας;» ρώτησε η μητέρα.
«Εννιά και τρία τέταρτα», αποκρίθηκε ένα κοριτσάκι, κι αυτό με κόκκινα μαλλιά, που κρατούσε σφιχτά το χέρι της. «Μαμά, μπορώ να πάω κι εγώ;»
«Είπαμε, είσαι μικρή ακόμη, Τζίνι. Κάτσε φρόνιμα τώρα... Λοιπόν, Πέρσι, ανέβα εσύ πρώτος...»
Ένα αγόρι, το οποίο φαινόταν το μεγαλύτερο απ' όλα σε ηλικία, άρχισε να προχωρεί προς τις πλατφόρμες 9 και 10. Ο Χάρι τον παρακολουθούσε προσεκτικά, με τα μάτια του ανοιγμένα διάπλατα, από φόβο μήπως χάσει και την παραμικρή του κίνηση. Καθώς όμως το αγόρι έφτασε στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο πλατφόρμες, μια μεγάλη συντροφιά από τουρίστες μπήκαν μπροστά του. Κι όταν κι ο τελευταίος απ' αυτούς απομακρύνθηκε, το αγόρι είχε εξαφανιστεί.
«Φρεντ, η σειρά σου τώρα», είπε η παχουλή γυναίκα.
«Δεν είμαι ο Φρεντ, είμαι ο Τζορτζ», αποκρίθηκε το αγόρι. «Είσαι η μητέρα μας και δεν μπορείς να μας ξεχωρίσεις;»
«Συγγνώμη, Τζορτζ, χρυσό μου».
«Σε πειράζω, καλέ μαμά. Ο Φρεντ είμαι...»
Ο μικρός άρχισε να προχωρεί αργά προς τις πλατφόρμες κι ο δίδυμος αδελφός του του φώναξε να βιαστεί. Κι αυτό μάλλον έκανε, γιατί την επόμενη στιγμή είχε κι αυτός εξαφανιστεί. Πώς όμως το είχε καταφέρει;
Τώρα ο τρίτος αδελφός προχωρούσε γρήγορα προς τη θυρίδα εισιτηρίων ανάμεσα στις δύο πλατφόρμες και τον ξύλινο φράχτη... Με το που έφτασε εκεί, ξαφνικά εξαφανίστηκε κι αυτός.
Ο Χάρι είχε πια καταλάβει πως δεν υπήρχε άλλη λύση. «Συγγνώμη», είπε στην παχουλή γυναίκα.
«Ναι, χρυσό μου» αποκρίθηκε εκείνη, ρίχνοντας του ένα διαπεραστικό βλέμμα. «Πρώτη φορά πας στο "Χόγκουαρτς"; Κι ο Ρον μου το ίδιο...»
Και του έδειξε τον πιο μικρό απ' τους γιους της, ένα πολύ ψηλό κι αδύνατο αγόρι, με φακίδες στο πρόσωπο, μακριά χέρια και πόδια και μια μακριά μύτη.
«Ναι, πρώτη φορά», παραδέχθηκε ο Χάρι. Και το πρόβλημά μου είναι... πως... πως δεν ξέρω τι...»
«Δεν ξέρεις πώς να βρεις την πλατφόρμα;» ρώτησε με καλοσύνη η παχουλή γυναίκα κι ο Χάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Δεν είναι δύσκολο», τον καθησύχασε κατόπιν. «Το μόνο που πρέπει να κάνεις, είναι να πας ίσια στο φράχτη που χωρίζει τις πλατφόρμες εννέα και δέκα. Μη σταματήσεις και μη φοβηθείς πως θα πέσεις επάνω του! Καλύτερα να το κάνεις γρήγορα, αφού είναι η πρώτη σου φορά κι είσαι λίγο νευρικός... Εμπρός, λοιπόν, πήγαινε πριν από τον Ρον!»
«Εεε...» είπε ο Χάρι. «Εντάξει...»
Σπρώχνοντας το καρότσι του, άρχισε να πλησιάζει το φράχτη, που σε κάθε βήμα του του φαινόταν όλο και μεγαλύτερος. Άλλοι ταξιδιώτες τον προσπερνούσαν, πηγαίνοντας προς τις πλατφόρμες 9 και 10. Ο Χάρι άρχισε να τρέχει... ο φράχτης πλησίαζε όλο και περισσότερο... το καρότσι κυλούσε σχεδόν ακυβέρνητο... η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη... κι ο Χάρι έκλεισε τα μάτια, περιμένοντας την...
Η σύγκρουση δεν έγινε... το καρότσι συνέχισε να τρέχει... ο Χάρι άνοιξε τα μάτια...
Μια κατακόκκινη ατμομηχανή με πολλά βαγόνια περίμενε δίπλα σε μια πλατφόρμα γεμάτη ανθρώπους. Μια επιγραφή κρεμασμένη ψηλά έγραφε Χόγκουαρτς Εξπρές, 11 π.μ. Ο Χάρι κοίταξε πίσω του κι είδε μια σκαλιστή καγκελόπορτα, εκεί όπου πιο πριν ήταν η θυρίδα των εισιτηρίων. Επάνω από την καγκελόπορτα ήταν στερεωμένη μια ταμπέλα με την επιγραφή Πλατφόρμα 9 3/4. Τα είχε καταφέρει!
Καπνός απ' την ατμομηχανή περνούσε πάνω απ' τα κεφάλια των επιβατών, ενώ γάτες κάθε χρώματος τριγύριζαν ανάμεσα στα πόδια τους. Κουκουβάγιες έβγαζαν διαπεραστικές κραυγές, που ακούγονταν ολοκάθαρα παρά το θόρυβο από τις φωνές, τα αγκομαχητά και τα συρσίματα των βαλιτσών.
Τα πρώτα βαγόνια του τρένου ήταν κιόλας γεμάτα με φοιτητές. Μερικοί κρέμονταν από τα παράθυρα, κουβεντιάζοντας με τους συγγενείς τους. Άλλοι τσακώνονταν μεταξύ τους για τις καλύτερες θέσεις. Ο Χάρι άρχισε να σπρώχνει το καρότσι του κατά μήκος του τρένου, ψάχνοντας για μια άδεια θέση. Κάποια στιγμή πέρασε δίπλα από ένα στρογγυλοπρόσωπο αγόρι, που έλεγε: «Γιαγιά, πάλι έχασα το βάτραχό μου...»
«Αχ, Νέβιλ!» αναστέναξε απελπισμένη η γιαγιά.
Ένα άλλο αγόρι, με μακριά κι ανακατωμένα μαλλιά, ήταν τριγυρισμένο από φίλους του.
«Έλα, Λι, μην κάνεις το δύσκολο!» του φώναζαν. «Δείξε μας!»
Το αγόρι έβγαλε το καπάκι από ένα μεγάλο κουτί που κρατούσε στα χέρια του κι οι φίλοι του ξεφώνισαν τρομαγμένοι, καθώς ένα μακρύ και τριχωτό πόδι πετάχτηκε έξω.
Ο Χάρι συνέχισε να προχωρεί μέσα απ' το πλήθος, ώσπου βρήκε ένα άδειο βαγόνι σχεδόν στο τέλος του τρένου. Έβαλε πρώτα μέσα το κλουβί με τη Χέντβιχ και μετά άρχισε να τραβά και να σπρώχνει τη βαριά βαλίτσα του κοντά στην πόρτα του βαγονιού. Μετά προσπάθησε να τη σηκώσει, για να την ανεβάσει επάνω, αλλά δεν τα κατάφερε. Δυο φορές την άφησε να πέσει κάτω, τη μια μάλιστα επάνω στο πόδι του.
«Θέλεις βοήθεια;» Ήταν το ένα απ' τα δυο κοκκινομάλλικα δίδυμα αγόρια, που είχαν φτάσει πριν απ' αυτόν στην πλατφόρμα 9 και 3/4.
«Ναι, ευχαριστώ», αποκρίθηκε λαχανιασμένος ο Χάρι.
«Εντάξει. Φρεντ, έλα να βοηθήσεις...»
Με τη βοήθεια των διδύμων, η βαλίτσα του Χάρι μπήκε στο βαγόνι και τοποθετήθηκε κάτω απ' τα καθίσματα. «Ευχαριστώ πολύ», είπε ο Χάρι κι έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του, για να σκουπίσει το ιδρωμένο του μέτωπο.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε αμέσως το ένα απ' τα δίδυμα, δείχνοντας το σημάδι στο μέτωπό του.
«Όπα!» φώναξε το άλλο δίδυμο, προτού ο Χάρι προλάβει ν' απαντήσει. «Μήπως είσαι ο...»
«Ναι, αυτός είναι!» τον διέκοψε ο αδελφός του. «Εσύ δεν είσαι, ε;» ρώτησε κατόπιν τον Χάρι.
«Τι πράγμα;» απόρησε εκείνος.
«Ο Χάρι Πότερ!» φώναξαν μαζί και τα δυο παιδιά.
«Ναι, αυτός είναι... Θέλω να πω, εγώ είμαι», παραδέχτηκε σαστισμένος ο Χάρι.
Τα δύο δίδυμα αδέλφια τον κοιτούσαν τώρα μ' ανοιχτό στόμα. Ο Χάρι κοκκίνισε. Ανακουφίστηκε όταν απ' έξω ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
«Φρεντ!... Τζορτζ!... Πού είσαστε;»
«Ερχόμαστε, μαμά!»
Με μια τελευταία ματιά στον Χάρι, τα δυο αδέλφια πήδησαν απ' το τρένο. Ο Χάρι κάθισε κοντά στο παράθυρο, απ' όπου μπορούσε να βλέπει την οικογένεια με τα κόκκινα μαλλιά και ν' ακούει τι έλεγαν. Η μητέρα των παιδιών κρατούσε τώρα στα χέρια της ένα μαντίλι.
«Ρον», είπε, «έχεις μια μουντζούρα στη μύτη σου».
Ο μικρός προσπάθησε να της ξεφύγει, αλλά εκείνη τον άρπαξε σφιχτά απ' το μπράτσο κι άρχισε να τρίβει δυνατά την άκρη της μύτης του.
«Έλα! Ασε με, μαμά!» διαμαρτυρήθηκε ο μικρός.
«Αχ, το χρυσούλι μας! Ο Ρον μας! Έχει μουντζούρα στη μυτούλα του!» κορόιδεψαν τα δίδυμα αδέλφια του.
«Εσείς, σκασμός!» φώναξε ο Ρον.
«Πού είναι ο Πέρσι;» ρώτησε η μητέρα τους.
«Έρχεται. Να τον...»
Το μεγαλύτερο απ' τα αδέλφια πλησίασε με γρήγορα βήματα. Είχε κιόλας αλλάξει ρούχα και φορούσε τώρα τη μακριά ρόμπα και το φαρδύ μανδύα του μάγου, τα οποία ανέμιζαν πίσω του. Ο Χάρι πρόσεξε πως στο στήθος του ήταν στερεωμένη μια στρογγυλή ασημένια καρφίτσα με το γράμμα Π χαραγμένο στο κέντρο της.
«Δεν μπορώ να μείνω πολύ, μαμά» είπε. «Η θέση μου είναι μπροστά, γιατί οι επιμελητές έχουμε δυο βαγόνια δικά μας...»
«Α, ώστε είσαι επιμελητής, Πέρσι;» ρώτησε κοροϊδευτικά το ένα από τα δίδυμα. «Έπρεπε να μας το πεις! Δεν είχαμε ιδέα πως...»
«Μας το είπε, μας το είπε!» διέκοψε ο άλλος δίδυμος. «Δεν έκανε άλλη δουλειά όλο το καλοκαίρι!»
«Σκάστε εσείς!» είπε αυστηρά ο επιμελητής Πέρσι.
«Και γιατί ο Πέρσι έχει καινούρια ρούχα;» ρώτησε το ένα απ' τα δίδυμα.
«Μα γιατί είναι επιμελητής», αποκρίθηκε η μητέρα τους, κοιτάζοντας με υπερηφάνεια το μεγαλύτερο γιο της. «Λοιπόν, χρυσό μου», συνέχισε, «καλό διάβασμα και καλή πρόοδο. Στείλε μου μια κουκουβάγια όταν φτάσεις».
Κατόπιν φίλησε τον Πέρσι στο μάγουλο κι εκείνος έφυγε.
«Τώρα, εσείς οι δυο», είπε στους δίδυμους. «Αυτή τη χρονιά πρέπει να είσαστε φρόνιμοι. Αν πάρω έστω και μια κουκουβάγια που να λέει πως ανατινάξατε μια τουαλέτα... ή κάτι τέτοιο...»
«Μα εμείς ποτέ δεν ανατινάξαμε τουαλέτα!» διαμαρτυρήθηκε ο ένας.
«Καλή ιδέα, όμως! Ευχαριστώ, μαμά!» είπε ο άλλος.
«Αφήστε τις ανοησίες. Και να προσέχετε τον Ρον!...»
«Μην ανησυχείς, μαμά. Ο κανακάρης σου είναι ασφαλής μαζί μας».
«Σκασμός!» είπε ο Ρον στ' αδέλφια του. Ήταν σχεδόν τόσο ψηλός όσο κι αυτοί, αλλά η μύτη του ήταν ακόμη κόκκινη, απ' το τρίψιμο που της είχε κάνει η μαμά του.
«Ε, μαμά!» είπε πάλι ο ένας απ' τους δίδυμους. «Μάντεψε ποιον συναντήσαμε πριν λίγο στο τρένο».
Ο Χάρι τραβήχτηκε αμέσως προς τα πίσω, για να μην τον δουν να κρυφακούει.
«Ποιον;»
«Τον Χάρι Πότερ!»
Ο Χάρι άκουσε αμέσως τη φωνή της μικρής αδελφής των αγοριών.
«Αχ, μαμά! Ν' ανέβω στο τρένο να τον δω;»
«Τον είδες κιόλας, Τζίνι», αποκρίθηκε η μητέρα της. «Κι ο καημένος ο μικρός δεν είναι θηρίο σε ζωολογικό κήπο, για να τον κοιτάζουν... Είναι όμως αλήθεια αυτός, Φρεντ; Πώς είσαι βέβαιος;»
«Τον ρώτησα. Κι είδα και το σημάδι στο μέτωπό του, αυτό που είναι σαν αστραπή!»
«Ο καημένος! Γι' αυτό ήταν μόνος του στην πλατφόρμα... Και πόσο ευγενικά με ρώτησε πώς να βρει το τρένο...»
«Άσ' το αυτό, καλέ μαμά. Λες να θυμάται πώς είναι ο...Ξέρεις-Ποιος;»
Ξαφνικά η μητέρα των αγοριών έγινε πολύ αυστηρή. «Σου απαγορεύω να τον ρωτήσεις!» είπε στο γιο της. «Με άκουσες, Φρεντ; Δεν του χρειάζονται τέτοιες ερωτήσεις την πρώτη του μέρα στο σχολείο...»
«Καλά, καλά, μαμά. Μη νευριάζεις».
Ένα δυνατό σφύριγμα ακούστηκε.
«Εμπρός! Ανεβείτε γρήγορα!» είπε η μητέρα τους.
Τα τρία αγόρια σκαρφάλωσαν στο τρένο. Όταν μπήκαν στο βαγόνι, έσκυψαν αμέσως απ' το παράθυρο για να τους φιλήσει η μητέρα τους. Η μικρή αδελφή τους άρχισε να κλαίει.
«Μην κλαις, Τζίνι!» την παρηγόρησαν. «Θα σου στείλουμε πολλές πολλές κουκουβάγιες».
«Θα σου στείλουμε κι ένα κομμάτι από τουαλέτα του "Χόγκουαρτς! "...»
«Τζορτζ!»
«Αστειεύομαι, καλέ μαμά...»
Το τρένο άρχισε να κινείται. Ο Χάρι είδε τη μητέρα και την αδελφή των τριών αγοριών να κλαίνε και να γελάνε μαζί ενώ έτρεχαν δίπλα απ' το τρένο, ώσπου εκείνο ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και τότε σταμάτησαν να το ακολουθούν.
Ο Χάρι συνέχισε να κοιτάζει τη μικρή και τη μητέρα της, ώσπου χάθηκαν πίσω απ' την πρώτη στροφή. Σπίτια άρχισαν να περνούν γρήγορα μπροστά απ' τα μάτια του κι η καρδιά του γέμισε αισιοδοξία. Δεν ήξερε τι τον περίμενε εκεί που πήγαινε... αλλά σίγουρα πρέπει να ήταν καλύτερα απ' αυτό που άφηνε πίσω του...
Η πόρτα του βαγονιού όπου καθόταν ο Χάρι άνοιξε και το πιο μικρό απ' τα κοκκινομάλλικα αγόρια μπήκε μέσα.
«Κάθεται κανείς εκεί;» ρώτησε, δείχνοντας το κάθισμα απέναντι σ' αυτό του Χάρι. «Όλες οι άλλες θέσεις είναι πιασμένες».
Ο Χάρι έκανε μιαν αρνητική κίνηση με το κεφάλι κι ο μικρός κάθισε απέναντί του. Του έριξε μια γρήγορη ματιά γεμάτη περιέργεια και μετά γύρισε το βλέμμα του έξω απ' το παράθυρο, κάνοντας πως δεν τον είχε κοιτάξει.
Η πόρτα άνοιξε πάλι και οι δυο δίδυμοι έβαλαν τα κεφάλια τους μέσα.
«Ε, Ρον!» είπαν στον αδελφό τους. «Θα πάμε δυο βαγόνια πιο πέρα, στη μέση του τρένου. Ο Λι Τζόρνταν έχει μαζί του μιαν αράχνη γίγαντα...»
«Καλά», μουρμούρισε ο Ρον.
«Χάρι», είπε κατόπιν ο ένας απ' τους δίδυμους, «νομίζω πως δε συστηθήκαμε. Εγώ είμαι ο Φρεντ κι αυτός είναι ο Τζορτζ Ουέσλι. Κι από δω ο αδελφός μας, ο Ρον. Θα τα πούμε αργότερα, λοιπόν...»
«Γεια», είπαν μαζί ο Χάρι κι ο Ρον.
Οι δίδυμοι έφυγαν κλείνοντας πίσω τους την πόρτα. «Είσαι αλήθεια ο Χάρι Πότερ;» ρώτησε ξαφνικά ο Ρον.
Ο Χάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Α... εντάξει. Νόμιζα πως είναι καμιά απ' τις φάρσες του Φρεντ και του Τζορτζ... Κι έχεις, αλήθεια, εκείνο το...» Έδειξε με το δάχτυλο του το μέτωπο του Χάρι.
Σιωπηλός ο Χάρι, παραμέρισε τα μαλλιά του για να φανεί το σημάδι. Ο Ρον το κοίταξε μ' ορθάνοιχτα μάτια. «Ώστε εκεί ήταν, που ο Ξέρεις-Ποιος...»
«Ναι», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Αλλά δεν το θυμάμαι...»
«Καθόλου;»
«Να... θυμάμαι ένα πράσινο φως, αλλά τίποτ' άλλο».
Ο Ρον συνέχισε να τον κοιτάζει με έκπληξη, ώσπου ο Χάρι πρόσεξε τι έκανε και τότε ο Ρον γύρισε βιαστικά το βλέμμα του στο παράθυρο.
«Είναι όλη η οικογένειά σου μάγοι;» ρώτησε ο Χάρι, που έβρισκε τον Ρον τόσο περίεργο, όσο τον έβρισκε κι εκείνος.
«Μα... νομίζω ναι...» αποκρίθηκε ο Ρον. «Η μαμά έχει ένα δεύτερο εξάδελφο που είναι λογιστής... αλλά δε μιλάμε ποτέ γι' αυτόν...»
«Εσύ, λοιπόν, ξέρεις κιόλας πολλά μαγικά, έτσι;»
Ο Χάρι ήταν σίγουρος πως οι Ουέσλι ήταν μια απ' αυτές τις παλιές οικογένειες μάγων, σαν αυτή που ανήκε και το χλομό αγόρι στο μαγαζί των ρούχων.
«Άκουσα πως πήγες να ζήσεις σε μια οικογένεια Μαγκλ», είπε κατόπιν ο Ρον. «Πώς είναι;»
«Απαίσιοι!» αποκρίθηκε ο Χάρι. «Όχι όλοι οι Μαγκλ... βέβαια... Ο θείος, η θεία κι ο εξάδελφός μου είναι πάντως... Μακάρι να είχα κι εγώ τρεις αδελφούς μάγους...»
«Όχι τρεις, πέντε!» τον διόρθωσε ο Ρον, δείχνοντας ξαφνικά απαισιόδοξος. «Εγώ είμαι ο έκτος στην οικογένειά μας που πάει στο "Χόγκουαρτς"... Ο Μπίλι κι ο Τσάρλι έχουν κιόλας αποφοιτήσει. Ο Μπίλι ήταν αρχηγός της τάξης του κι ο Τσάρλι πρωταθλητής στο κουίντιτς. Και, τώρα, ο Πέρσι είναι επιμελητής... Ο Φρεντ κι ο Τζορτζ μπορεί να κάνουν πολλές φάρσες, αλλά οι βαθμοί τους είναι πολύ καλοί κι όλοι τους βρίσκουν τρομερά αστείους. Όσο για μένα, όλοι περιμένουν να τα πάω τόσο καλά όσο και τ' άλλα αδέλφια μου. Το να τα καταφέρω όμως, δε θα 'ναι δα και κανένα μεγάλο κατόρθωμα, γιατί οι άλλοι το 'χουν κάνει πρώτοι! Άσε που με πέντε μεγαλύτερους αδελφούς, ποτέ δε σου αγοράζουν τίποτα καινούριο. Έχω τον παλιό μανδύα του Μπίλι, το παλιό μαγικό ραβδί του Τσάρλι και τον παλιό αρουραίο του Πέρσι...»
Μιλώντας, ο Ρον έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε από μέσα ένα μεγαλόσωμο γκρίζο αρουραίο, ο οποίος κοιμόταν βαθιά.
«Τον λένε Σκάμπερς κι είναι εντελώς άχρηστος, γιατί σπάνια ξυπνάει», συνέχισε. «Ο Πέρσι πήρε δώρο μια κουκουβάγια, γιατί έγινε επιμελητής, αλλά οι γονείς μου δεν μπορούσαν ν' αγοράσουν... θέλω να πω, σε μένα έδωσαν τον Σκάμπερς».
Τ' αφτιά του Ρον είχαν τώρα γίνει κατακόκκινα. Μάλλον είχε πει πιο πολλά απ' όσα έπρεπε, γιατί έσφιξε τα χείλη του κι άρχισε πάλι να κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο.
Ο Χάρι, όμως, θεώρησε πως δεν υπήρχε τίποτα το στραβό αν κάποιος δεν είχε τα χρήματα για ν' αγοράσει μια κουκουβάγια. Στο κάτω κάτω της γραφής, κι ο ίδιος δεν είχε πεντάρα μέχρι πριν από ένα μήνα και το είπε στον Ρον. Του είπε, ακόμη, πως υποχρεωνόταν να φορά τα παλιά ρούχα του Ντάντλι και πως ποτέ δεν έπαιρνε δώρο στα γενέθλιά του. Όλ' αυτά φάνηκαν να δίνουν στον Ρον κουράγιο.
«...κι ώσπου μου το είπε ο Χάγκριντ», συνέχισε ο Χάρι, «δεν ήξερα τίποτα για το ότι ήμουν μάγος, ή για τους γονείς μου, ή για τον Βόλντεμορτ...»
Ο Ρον έβγαλε μια κραυγή τρόμου.
«Τι τρέχει;» ρώτησε ο Χάρι.
«Είπες τ' όνομα του Ξέρεις-Ποιος!» αποκρίθηκε ο Ρον, δείχνοντας τρομαγμένος αλλά και πολύ εντυπωσιασμένος. «Θα περίμενα πως εσύ... πιο πολύ απ' όλους...»
«Δεν προσπαθώ να κάνω το θαρραλέο, λέγοντας τ' όνομά του», εξήγησε ο Χάρι. «Απλώς, ποτέ δεν έμαθα πως αυτό το όνομα δεν πρέπει να λέγεται... Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Πως έχω ακόμη πάρα πολλά να μάθω... Και φαντάζομαι πως... πως θα είμαι ο χειρότερος στην τάξη...»
Μ' αυτά τα λόγια, ο Χάρι ομολογούσε για πρώτη φορά κάτι που τον είχε απασχολήσει πολύ τον τελευταίο καιρό.
«Δε θα είσαι», τον καθησύχασε ο Ρον. «Είναι κι άλλα παιδιά από οικογένειες Μαγκλ και μαθαίνουν πολύ γρήγορα...»