×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), IV. Αφέντης και Δούλος

IV. Αφέντης και Δούλος

Το σπίτι που στάθμευσε ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε ένα από τα πιο πλούσια του χωριού. Η οικογένεια όριζε πέντε μερίδια γης, και νοίκιαζε κι άλλα για καλλιέργεια. Είχανε έξι άλογα, τρεις αγελάδες, δυο χρονιάρικα μοσχάρια, καμιά εικοσαριά πρόβατα. Είκοσι δυο νομάτοι μαζευόντουσαν όλοι-όλοι στην οικογένεια: Τέσσερεις γιοι παντρεμένοι, έξι εγγόνια, που απ' αυτά μονάχα ο Πετρούσκα ήτανε παντρεμένος, δυο δισέγγονα, τρία ορφανά και τέσσερεις νύφες με τα μωρά τους. Η οικογένεια αυτή ήτανε από τις λιγοστές που είχανε απομείνει δίχως να κάνουν μοιρασιά. Όμως και σ' αυτή άρχισε να σιγοβράζει υποκινούμενη όπως πάντα από τις γυναίκες, η γρίνια της διάλυσης, υπόκωφη μυστική, που αναπόφευκτα πολύ γρήγορα θα οδηγούσε στη μοιρασιά. Οι δυο γιοι έμεναν στη Μόσχα, δουλεύοντας σα νεροκουβαλητήδες, ένας ήτανε στρατιώτης.

Στο σπίτι μέσα κείνο το βραδινό βρισκόταν ο γέρος, η γριά, ο δεύτερος γιος, που είχε κι όλη την ευθύνη του νοικοκυριού, ο μεγάλος γιος, που είχε έρθει από τη Μόσχα για τη γιορτή, κι όλες οι γυναίκες και τα παιδιά. Εκτός από τους δικούς, ήτανε ακόμα κι ένας μουσαφίρης, κάποιος γείτονας και κουμπάρος ταυτόχρονα.

Πάνω από το τραπέζι κρεμόταν η λάμπα που έριχνε το ζωηρό της φως πάνω στα πιατικά του τσαγιού, στη μπουκάλα με τη βότκα, στους μεζέδες και στους τούβλινους τοίχους που στη μια γωνία τους κρέμονταν τα εικονίσματα, πλαισιωμένα κι από τις δυο πλευρές με διάφορες ζωγραφιές. Στην πρώτη θέση του τραπεζιού καθόταν ο Βασίλη Αντρέιτς με το μαύρο κοντογούνι του, μασουλίζοντας τα παγωμένα μουστάκια του και περιφέροντας τα γουρλωμένα γερακίσια μάτια του στο εσωτερικό της κάμαρας και στους τριγυρινούς του. Γύρω στο τραπέζι καθόταν ακόμα ο γέρος, ο νοικοκύρης του σπιτιού, φαλακρός, με κάτασπρα γένια. Φορούσε άσπρο φαντό πουκάμισο. Και κοντά του ο γιος του που είχε έρθει από τη Μόσχα για τη γιορτή, ένας γεροδεμένος άντρας, που φορούσε ψιλό τσίτινο πουκάμισο. Και κοντά σε εκείνον ο μεγάλος γιος που είχε την ευθύνη όλου του νοικοκυριού και παραπέρα ο γείτονας ένας λιπόσαρκος, κοκκινοτρίχης μουζίκος.

Οι άντρες είχανε πιει κι αποφάγει κι ετοιμαζόντουσαν να πάρουν το τσάι τους. Το σαμοβάρι κόχλαζε και βούιζε κει που το είχανε στημένο κοντά στη σόμπα. Παιδιά φαινόντουσαν στριμωγμένα στο πατάρι και στα κρεβάτια. Δίπλα σε μια κούνια καθόταν μια γυναίκα και κοίμιζε το μωρό της. Η γριούλα- νοικοκυρά, με το πρόσωπό της αυλακωμένο από τις ρυτίδες, που ζάρωναν ακόμα και τα χείλη της, περιποιόταν το Βασίλη Αντρέιτς.

Τη στιγμή που έμπαινε ο Νικήτα στο δωμάτιο η γριούλα ό,τι είχε σερβίρει στον μουσαφίρη ένα χοντρό ποτήρι βότκα.

- Να μας συμπαθάς Βασίλη Αντρέιτς, του έλεγε, δεν κάνει. Πρέπει να το πιεις για το καλό.

Η θέα κι η μυρουδιά της βότκας, συγκίνησαν τρομερά το Νικήτα, προ πάντων εκείνη τη στιγμή, καθώς ήτανε ξεπαγιασμένος. Ζάρωσε τα φρύδια του και τινάζοντας τα χιόνια από το σκούφο του και το πανωφόρι του, στάθηκε μπροστά στα εικονίσματα, σα να μην έβλεπε κανένα τριγύρω, έκανε τρεις φορές το σταυρό του με μια βαθιά υπόκλιση, ύστερα στράφηκε, υποκλίθηκε πρώτα μπροστά στο γέρο-νοικοκύρη, ύστερα στους αποδέλοιπους και τελευταία στις γυναίκες που ήτανε στριμωγμένες κοντά στη σόμπα, μουρμουρίζοντας «Χρόνια πολλά». Μετά άρχισε να βγάνει τα επανώρουχά του, δίχως να κοιτάζει κατά το τραπέζι.

- Έχεις δα ωστόσο πλούσια πασπαλιστεί με το χιονάκι, μπάρμπα, παρατήρησε ο μεγάλος γιος, βλέποντας το καταχιονισμένο πρόσωπο, τα μάτια και τα γένια του Νικήτα.

Ο Νικήτα έβγαλε το πανωφόρι του, το τίναξε και το κρέμασε κοντά στη σόμπα κι ύστερα πλησίασε στο τραπέζι. Του πρόσφεραν αμέσως βότκα. Έζησε κάποια στιγμή βασανιστικής πάλης, παραλίγο ν' αρπάξει το ποτηράκι και ν' αδειάσει στο στόμα του το μυρωδάτο και διάφανο υγρό. Μα έριξε μια ματιά στο Βασίλη Αντρέιτς, θυμήθηκε την απόφαση που είχε πάρει, θυμήθηκε τα ποδήματα που παράτησε αμανάτι στο κρασοπουλειό, θυμήθηκε το αγόρι του, που του είχε υποσχεθεί ένα άλογο την άνοιξη, αναστέναξε και δεν άπλωσε το χέρι του.

- Δεν πίνω, ευχαριστιόμαστε εγκαρδιακά, είπε, κατσούφιασε και κάθισε σ' ένα μπάγκο κοντά στο δεύτερο παράθυρο.

- Πώς έτσι; - απόρησε ο μεγάλος γιος.

- Δεν πίνω, αυτό ειν' όλο, αποκρίθηκε ο Νικήτα, δίχως να σηκώσει τα μάτια του, παρά έχοντας τα χαμηλωμένα κατά τα ανάρια μουστάκια και τα γένια του και προσπαθώντας να ξεκολλήσει τα κρυσταλλάκια του πάγου, που το στόλιζαν.

- Πραγματικά δεν κάνει να πιει, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς ροκανίζοντας κάποιο κουλουράκι, αφού άδειασε το ποτήρι του.

- Ε, τότε ένα τσαγάκι, είπε καλοσυνάτα η γριούλα. Θα έχει ξεπαγιάσει ο καψερός. Ε εσείς εκεί δα, κυράδες, που πολεμάτε με το σαμοβάρι, τι χαζεύετε;

- Έτοιμο, αποκρίθηκε μια από τις νύφες, και μισοσκεπάζοντας με την ποδιά της το σαμοβάρι, που κόχλαζε, το έφερε με κόπο, το σήκωσε και το απίθωσε θορυβώδικα πάνω στο τραπέζι.

Στο αναμεταξύ ο Βασίλη Αντρέιτς διηγούταν την περιπέτειά τους, πως έχασαν το δρόμο, πως ξαναγύρισαν δυο φορές στο ίδιο χωριό, πως περιπλανήθηκαν, πως αντάμωσαν κείνους τους μεθυσμένους. Οι οικοδεσπότες απορούσαν, ξηγούσαν που και γιατί έχασαν το δρόμο και ποιοι ήτανε οι μεθυσμένοι, που αντάμωσαν και δίνανε οδηγίες για το πώς έπρεπε να τραβήξουν για να φτάσουν στον προορισμό τους.

- Εδώ πέρα ίσαμε την Μολτσάνοβκα κι ένα μικρό παιδί μπορεί να φτάσει μια χαρά, φτάνει να πετύχει το στρίψιμο από τα πλάτωμα, κάποιο χαμόδεντρο που φαίνεται από μακριά. Και εσείς δεν το καταφέρατε, έλεγε ο γείτονας.

- Καλά θα κάνετε να μείνετε σε μας τη νύχτα. Οι κοπέλες μας θα σας ετοιμάσουν τα στρωσίδια, συμβούλεψε η γριούλα.

- Και πρωί-πρωί ξεκινάτε. Το καλύτερο που έχετε να κάνετε, την υποστήριξε ο γέρος.

- Των αδυνάτων αδύνατο, αδελφέ μου, οι υποθέσεις, βλέπεις! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. Μια ώρα που θα χάσεις, δεν την αναπληρώνεις μ' ένα χρόνο, πρόσθεσε καθώς ήρθε στο νου του το δασάκι κι οι έμποροι της πολιτείας, που θα μπορούσαν να του πάρουν μεσ' από τα χέρια του αυτήν την αγορά. Θα τα καταφέρουμε οπωσδήποτε, ε; - στράφηκε στο Νικήτα.

Ο Νικήτα αργοπόρησε ν' αποκριθεί, σάμπως να ήτανε τρομερά απασχολημένος να ξεκολλήσει τα κρυσταλλάκια από τα γένια και τα μουστάκι του. - Φτάνει μοναχά να μην ξαναχάσουμε το δρόμο, είπε κάποια στιγμή κατσουφιασμένος.

Ο Νικήτα ήτανε κατσούφης γιατί διψούσε τρομερά για βότκα και το μόνο που θα μπορούσε να κατασιγάσει αυτή του την επιθυμία ήτανε το τσάι, και δεν του είχανε σερβίρει ακόμα.

- Μα δεν έχουμε παρά να φτάσουμε ίσαμε τη στροφή, κι από εκεί και πέρα δε χάνουμε το δρόμο θα τραβήξουμε μεσ' από το δάσος ίσαμε το Γοριάτσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Εσείς ξέρετε, Βασίλη Αντρέιτς, σαν θέλετε να ξεκινήσουμε, ξεκινάμε, αποκρίθηκε ο Νικήτα παίρνοντας επιτέλους με λαχτάρα το ποτήρι το τσάι που του πρόσφεραν.

- Θα πιούμε το τσαγάκι μας και μαρς.

Ο Νικήτα δεν είπε τίποτα, παρά κούνησε μονάχα το κεφάλι γιατί επιδόθηκε στο τσάι του. Με προσοχή άδειασε λίγο μέσα στο πιατάκι και ζέσταινε στον αχνό τα χέρια του που τα δάχτυλα τους ήτανε πάντα πρησμένα από την πολλή δουλειά. Ύστερα δάγκωσε ένα μικροσκοπικό κομματάκι ζάχαρη, υποκλίθηκε μπροστά στους νοικοκυραίους λέγοντας.

- Στην υγειά σας, και ρούφηξε απολαυστικά το θερμαντικό υγρό.

- Αν μπορούσε μονάχα, να μας συνόδευε κάποιος ίσαμε τη στροφή, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Εύκολο πράμα. Θα ζέψει ο Πετρούσκα και θα σας ξεβγάλει ίσαμε τη στροφή, είπε ο μεγάλος γιος.

- Κάντε το καλό, αδελφέ μου. Κι εγώ θα σας ευχαριστήσω κατά πως πρέπει.

- Τ' είναι αυτά, που λες, καλέ μου, παρατήρησε αμέσως η γλυκομίλητη γριούλα, χρέος μας είναι, και θα το κάνουμε μ' όλη την καρδιά.

- Πετρούσκα, άντε να ζέψεις τη φοράδα, πρόσταξε ο μεγάλος γιος.

- Έφτασα κιόλας! - αποκρίθηκε ο νέος χαρούμενα, άρπαξε το σκούφο του που κρεμόταν σ' ένα καρφί κι έτρεξε να ζέψει. Την ώρα, που ο Πετρούσκα βρισκόταν στο στάβλο, η κουβέντα ξαναγύρισε στο σημείο, που είχε σταματήσει τη στιγμή που κατέφθασε το έλκηθρο του Βασίλη Αντρέιτς. Ο γέρος παραπονιόταν στο γείτονα του, που ήτανε και πρόεδρος του χωριού, πως ο τρίτος γιος του δεν έστειλε κεινού το παραμικρό για τη γιορτή, ενώ στη γυναίκα του έστειλε ένα ολομέταξο φραντσέζικο μαντίλι.

- Οι νιοι σήμερα ξεφεύγουν πια από τα χέρια μας, έλεγε ο γέρος.

- Και με το παραπάνω, βεβαίωνε ο γείτονας. Ποιος τους πιάνει! Γινήκανε πολύξεροι πια και δεν ακούνε κανένα. Να ο Ντιόμοτσκιν τις προάλλες, έσπασε το χέρι του πατέρα του. Ολ' αυτά απ' της πολλές γνώσεις που αποχτάνε τελευταία. Ο Νικήτα άκουγε με προσοχή, αυτά που λέγονταν, παρατηρούσε τα πρόσωπα κι ήτανε φανερό, πως πολύ θα ήθελε να πάρει μέρος στη συζήτηση, όμως ήτανε ολοκληρωτικά απορροφημένος με το τσάι του και μονάχα κινούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. Άδειαζε τα ποτήρια το ένα ύστερ' από το άλλο κι ένιωθε ολοένα πιότερο να απλώνεται μέσα του μια πολύ ευχάριστη ζεστασιά. Η κουβέντα κράτησε πολύ, όλο γύρω στο ίδιο θέμα στο κακό αποτέλεσμα δηλαδή, που έχει η μοιρασιά. Κι ήτανε φανερό, πως δεν το συζητούσαν ακαδημαϊκά, μα πως επρόκειτο για μοιρασιά που αφορούσε το ίδιο το σπιτικό και που την απαιτούσε ο δεύτερος γιος, που γι' αυτό το λόγο είχε έρθει από τη Μόσχα και καθόταν κατσούφης και σιωπηλός. Καταλάβαινε κάποιος πως το ζήτημα αυτό απασχολούσε οδυνηρά όλα τα μέλη της οικογένειας, μα δεν ήθελαν να ξανοιχτούν μπροστά σε ξένα πρόσωπα και να μιλήσουν καθαρά για τις οικογενειακές τους υποθέσεις. Μα στο τέλος ο γέρος δεν άντεξε και με δάκρυα στη φωνή του δήλωσε πως όσο ζει δε θα δεχτεί να μοιραστεί η περιουσία. Είπε, πως ίσαμε τα τώρα δόξα τω Θεώ πάει μια χαρά το σπιτικό του, έτσι που είναι, όμως άμα γίνει μοιρασιά, κανένας τους δε θα έχει τίποτα.

- Να, σαν τους Ματβέγιεβ, παρατήρησε ο γείτονας. Ήτανε ένα από τα πρώτα σπιτικά, και καθώς κάνανε τη μοιρασιά όλοι τους απομείνανε θεόφτωχοι.

- Αυτό πας να κάνεις και συ τώρα, είπε ο γέρος του γιου του. Ο γιος δεν αποκρίθηκε και κάποια στιγμή κράτησε μια δυσάρεστη σιωπή.

Τη σιωπή αυτή τη διέκοψε ο Πετρούσκα που είχε ζέψει και πριν λίγα λεπτά γύρισε στο δωμάτιο, πάντα γελαστός.

- Ένα τέτοιο μύθο έχει ο Πούλσον, είπε, ένας πατέρας έδωσε στους γιους του τη σκούπα για να τη σπάσουν. Όσο κι αν πασχίσανε στάθηκε αδύνατο να το κάνουν. Όμως, σαν έπιασαν ένα-ένα τα βούρλα που τη σχημάτιζαν τα έσπασαν στο λεπτό. Έτσι είναι και τούτο δω πρόσθεσε θριαμβευτικά. Ειμ' έτοιμος! - δήλωσε ταυτόχρονα σχετικά με ζέψιμο.

- Σαν ειν' έτοιμα, ας πηγαίνουμε το γρηγορότερο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. Όσο για τη μοιρασιά, παππού, κράτα καλά. Μη δεχτείς, με κανέναν τρόπο. Με τον κόπο σου τα κέρδισες όλα, δικά σου είναι. Ανάφερε το στο δικαστή και κείνος θα τα κανονίσει δίκαια.

- Μου έφαγε το μυαλό με την επιμονή του, έλεγε παραπονιάρικα ο γέρος, αδύνατο να πάρει με το καλό. Λες και τον κυρίεψε ο σατανάς!

Ο Νικήτα στο αναμεταξύ, σαν απόπιε το πέμπτο ποτήρι τσάι, εξακολουθούσε να μην το αναποδογυρίζει μέσα στο πιατάκι, που θα σήμαινε πως δε θέλει άλλο, μα το κρατούσε κάπως λοξά με την ελπίδα πως θα του σέρβιραν και έκτο. Μα το νερό του σαμοβάρι είχε τελειώσει, για τούτο η νοικοκυρά δεν του ξαναέβαλε κι εκτός απ' αυτό ο Βασίλη Αντρέιτς, σηκώθηκε και ντυνόταν. Θέλοντας και μη λοιπόν σηκώθηκε κι ο Νικήτα, έβαλε πίσω στη ζαχαριέρα το κομματάκι της ζάχαρης που του περίσσεψε χιλιοδαγκωμένο απ' όλες τις μεριές σκούπισε τον ίδρωτα από το καταμουσκεμένο πρόσωπο του και πήγε να φορέσει το πανωφόρι του. Σαν ντύθηκε, βαριαναστέναξε, ευχαρίστησε τους οικοδεσπότες, τους αποχαιρέτισε και βγήκε από το ζεστό και φωτεινό δωμάτιο, στη μπασιά, που ήτανε θεοσκότεινη, κατάψυχρη και καταχιονισμένη, γιατί ο αέρας που βούιζε έσπρωχνε μέσα από όλες τις χαραμάδες το χιόνι και την κρυάδα του. Από εκεί βγήκε στη θεοσκότεινη αυλή.

Ο Πετρούσκα, τυλιγμένος στη γούνα του στεκόταν κοντά στο δικό του έλκηθρο καταμεσής της αυλής και χαμογελώντας απάγγειλε στίχους από το βιβλίο του Πούλσον. «Η θύελλα κρύβει με καταχνιά τον ουρανό, οι χιονοστρόβιλοι χοροπηδάνε, κι ο αέρας μια ουρλιάζει σαν το θηρίο, μια κλαίει σαν το μωρό».

Ο Νικήτα κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του παίζοντας τα γκέμια στα χέρια του.

Ο γέρος καθώς συνόδευε το Βασίλη Αντρέιτς, κρατούσε ένα φανάρι αναμμένο για να του φέγγει στη μπασιά, ίσαμε την ξώπορτα, μα ο δυνατός αέρας το έσβησε μονομιάς. Και στην αυλή ακόμα ήτανε φανερό, πως η χιονοθύελλα δυνάμωσε πιότερο.

- Καιρός μια φορά! - στοχάστηκε ο Βασίλη Αντρέιτς, ζήτημα είναι αν τα καταφέρω να φτάσω στο Γοριάτσκινο. Μα δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Οι υποθέσεις βλέπεις! Όμως μια και τ' αποφάσισα και τούτοι δω ζέψανε τ' άλογά τους πια. Ε, κάποτε θα φτάσω εκεί που θέλω, πρώτα ο Θεός!

Και το καλό γεροντάκι σκεφτόταν πως δεν έπρεπε να ξεκινήσει ο Βασίλη Αντρέιτς, όμως το συμβούλεψε με το παραπάνω να μείνει κείνο το βράδυ, κι αυτός δε θέλησε. Να επιμείνει ακόμα το έβρισκε περιττό, μια κι απ' αρχής δεν εισακούστηκε η γνώμη του. «Μπορεί, κιόλας, εγώ να δειλιάζω τόσο απ' τα γεράματα, και να έχει αυτός δίκιο. Και στο κάτω-κάτω δίχως μουσαφιραίους, θα πέσουμε να κοιμηθούμε με την ώρα μας. Δίχως φασαρίες.».

Μα ο Πετρούσκα μήτε καν λογάριαζε τον κίνδυνο. Ήξερε τόσο καλά το δρόμο κι ολόκληρη την περιοχή, κι ύστερα κείνο το στιχάκι που «οι χιονοστρόβιλοι χοροπηδάνε» έκανε πιο έντονο το κουράγιο του γιατί παράσταινε ολοζώντανα κείνο που γινόταν έξω. Μα ο Νικήτα δεν είχε καμιά διάθεση να ξεκινήσει, αλλά από χρόνια πολλά είχε πια συνηθίσει να μην έχει δική του θέληση παρά να υπηρετεί άλλους κι έτσι κανένας δεν εμπόδισε την αναχώρηση.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

IV. Αφέντης και Δούλος IV|master|and|slave IV. Amo y siervo IV. Master and Slave

Το σπίτι που στάθμευσε ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε ένα από τα πιο πλούσια του χωριού. the|house|that|parked|the|Vasilis|Andreits|was|one|of|the|most|wealthy|of the|village The house where Vasilis Andreits parked was one of the richest in the village. Η οικογένεια όριζε πέντε μερίδια γης, και νοίκιαζε κι άλλα για καλλιέργεια. the|family|designated|five|shares|land|and|rented|also|other|for|cultivation The family owned five shares of land and rented more for cultivation. Είχανε έξι άλογα, τρεις αγελάδες, δυο χρονιάρικα μοσχάρια, καμιά εικοσαριά πρόβατα. they had|six|horses|three|cows|two|yearling|calves|about|twenty|sheep They had six horses, three cows, two yearling calves, and about twenty sheep. Είκοσι δυο νομάτοι μαζευόντουσαν όλοι-όλοι στην οικογένεια: Τέσσερεις γιοι παντρεμένοι, έξι εγγόνια, που απ' αυτά μονάχα ο Πετρούσκα ήτανε παντρεμένος, δυο δισέγγονα, τρία ορφανά και τέσσερεις νύφες με τα μωρά τους. twenty|two|men|they were gathering|||in the|family|four|sons|married|six|grandchildren|that|from|these|only|the|Petrouska|he was|married|two|great-grandchildren|three|orphans|and|four|daughters-in-law|with|the|babies|their Twenty-two people gathered all together in the family: Four married sons, six grandchildren, of which only Petrushka was married, two great-grandchildren, three orphans, and four daughters-in-law with their babies. Η οικογένεια αυτή ήτανε από τις λιγοστές που είχανε απομείνει δίχως να κάνουν μοιρασιά. the|family|this|it was|from|the|few|that|they had|remained|without|to|they make|division This family was one of the few that had remained without a division. Όμως και σ' αυτή άρχισε να σιγοβράζει υποκινούμενη όπως πάντα από τις γυναίκες, η γρίνια της διάλυσης, υπόκωφη μυστική, που αναπόφευκτα πολύ γρήγορα θα οδηγούσε στη μοιρασιά. but|and|in this|this|it began|to|simmer|instigated|as|always|by|the|women|the|grumbling|of the|dissolution|muffled|secret|that|inevitably|very|quickly|will|it would lead|to the|division However, even in this family, the simmering discontent, always instigated by the women, began to brew, a muffled secret that would inevitably lead to division very soon. Οι δυο γιοι έμεναν στη Μόσχα, δουλεύοντας σα νεροκουβαλητήδες, ένας ήτανε στρατιώτης. the|two|sons|they were living|in the|Moscow|working|as|water carriers|one|he was|soldier The two sons lived in Moscow, working as water carriers, one was a soldier.

Στο σπίτι μέσα κείνο το βραδινό βρισκόταν ο γέρος, η γριά, ο δεύτερος γιος, που είχε κι όλη την ευθύνη του νοικοκυριού, ο μεγάλος γιος, που είχε έρθει από τη Μόσχα για τη γιορτή, κι όλες οι γυναίκες και τα παιδιά. in the|house|inside|that|the|evening|was|the|old man|the|old woman|the|second|son|who|had|and|all|the|responsibility|of the|household|the|oldest|son|who|had|come|from|the|Moscow|for|the|celebration|and|all|the|women|and|the|children In that house that evening were the old man, the old woman, the second son, who had all the responsibility of the household, the eldest son, who had come from Moscow for the celebration, and all the women and children. Εκτός από τους δικούς, ήτανε ακόμα κι ένας μουσαφίρης, κάποιος γείτονας και κουμπάρος ταυτόχρονα. besides|from|the|own|there was|also|and|a|guest|some|neighbor|and|best man|at the same time Besides the family, there was also a guest, a neighbor and also a godfather.

Πάνω από το τραπέζι κρεμόταν η λάμπα που έριχνε το ζωηρό της φως πάνω στα πιατικά του τσαγιού, στη μπουκάλα με τη βότκα, στους μεζέδες και στους τούβλινους τοίχους που στη μια γωνία τους κρέμονταν τα εικονίσματα, πλαισιωμένα κι από τις δυο πλευρές με διάφορες ζωγραφιές. above|from|the|table|was hanging|the|lamp|that|cast|the|bright|its|light|on|the|dishes|of the|tea|in the|bottle|with|the|vodka|on the|appetizers|and|on the|brick|walls|that|in the|one|corner|of them|were hanging|the|icons|framed|and|on|the|both|sides|with|various|paintings Above the table hung the lamp that cast its bright light on the tea dishes, the bottle of vodka, the appetizers, and the brick walls where icons hung in one corner, framed on both sides with various paintings. Στην πρώτη θέση του τραπεζιού καθόταν ο Βασίλη Αντρέιτς με το μαύρο κοντογούνι του, μασουλίζοντας τα παγωμένα μουστάκια του και περιφέροντας τα γουρλωμένα γερακίσια μάτια του στο εσωτερικό της κάμαρας και στους τριγυρινούς του. in the|first|position|of the|table|was sitting|the|Vasilis|Andreits|with|the|black|short fur coat|of his|chewing|the|frozen|mustaches|of his|and|scanning|the|bulging|hawk-like|eyes|of his|in the|interior|of the|room|and|on the|surrounding|of his At the head of the table sat Vasily Andreyevich in his black fur coat, chewing on his frozen mustaches and surveying the room with his bulging hawk-like eyes. Γύρω στο τραπέζι καθόταν ακόμα ο γέρος, ο νοικοκύρης του σπιτιού, φαλακρός, με κάτασπρα γένια. around|at the|table|was sitting|still|the|old man|the|landlord|of the|house|bald|with|pure white|beard Around the table sat the old man, the master of the house, bald, with snow-white beard. Φορούσε άσπρο φαντό πουκάμισο. he was wearing|white|thick|shirt He wore a white fancy shirt. Και κοντά του ο γιος του που είχε έρθει από τη Μόσχα για τη γιορτή, ένας γεροδεμένος άντρας, που φορούσε ψιλό τσίτινο πουκάμισο. and|near|to him|the|son|of him|who|he had|come|from|the|Moscow|for|the|celebration|a|muscular|man|who|he was wearing|thin|cotton|shirt And next to him was his son who had come from Moscow for the celebration, a sturdy man, wearing a thin cotton shirt. Και κοντά σε εκείνον ο μεγάλος γιος που είχε την ευθύνη όλου του νοικοκυριού και παραπέρα ο γείτονας ένας λιπόσαρκος, κοκκινοτρίχης μουζίκος. and|near|to|him|the|eldest|son|who|he had|the|responsibility|of the whole|of the|household|and|further|the|neighbor|a|skinny|red-haired|peasant And next to him was the eldest son who was responsible for the entire household, and further away was the neighbor, a skinny, red-haired peasant.

Οι άντρες είχανε πιει κι αποφάγει κι ετοιμαζόντουσαν να πάρουν το τσάι τους. the|men|they had|drunk|and|finished|and|they were getting ready|to|take|the|tea|their The men had been drinking and eating and were getting ready to have their tea. Το σαμοβάρι κόχλαζε και βούιζε κει που το είχανε στημένο κοντά στη σόμπα. the|samovar|it was boiling|and|it was buzzing|there|where|it|they had|set up|near|to the|stove The samovar was bubbling and buzzing where they had it set up near the stove. Παιδιά φαινόντουσαν στριμωγμένα στο πατάρι και στα κρεβάτια. children|they seemed|squeezed|in the|attic|and|in the|beds Children could be seen squeezed in the attic and on the beds. Δίπλα σε μια κούνια καθόταν μια γυναίκα και κοίμιζε το μωρό της. next to|to|a|crib|she was sitting|a|woman|and|she was putting to sleep|the|baby|her Next to a cradle sat a woman rocking her baby to sleep. Η γριούλα- νοικοκυρά, με το πρόσωπό της αυλακωμένο από τις ρυτίδες, που ζάρωναν ακόμα και τα χείλη της, περιποιόταν το Βασίλη Αντρέιτς. the|old woman|housewife|with|the|face|her|lined|from|the|wrinkles|that|were wrinkling|still|and|the|lips|her|was taking care of|the|Vasilis|Andreits The old lady-housekeeper, with her face lined with wrinkles that even made her lips shrivel, was taking care of Vasilis Andreits.

Τη στιγμή που έμπαινε ο Νικήτα στο δωμάτιο η γριούλα ό,τι είχε σερβίρει στον μουσαφίρη ένα χοντρό ποτήρι βότκα. the|moment|that|was entering|the|Nikita|into the|room|the|old woman|||had|served|to the|guest|a|thick|glass|vodka At the moment Nikita entered the room, the old lady had served the guest a thick glass of vodka.

- Να μας συμπαθάς Βασίλη Αντρέιτς, του έλεγε, δεν κάνει. to|us|you forgive|Vasilis|Andreits|to him|she was saying|not|it is not appropriate - Please forgive us, Vasilis Andreits, she said to him, it's not proper. Πρέπει να το πιεις για το καλό. must|to|it|you drink|for|the|good You must drink it for good luck.

Η θέα κι η μυρουδιά της βότκας, συγκίνησαν τρομερά το Νικήτα, προ πάντων εκείνη τη στιγμή, καθώς ήτανε ξεπαγιασμένος. the|view|and|the|smell|of the|vodka|moved|terribly|the|Nikitas|before|all|that|the|moment|as|he was|frozen The sight and the smell of the vodka deeply moved Nikitas, especially at that moment, as he was frozen. Ζάρωσε τα φρύδια του και τινάζοντας τα χιόνια από το σκούφο του και το πανωφόρι του, στάθηκε μπροστά στα εικονίσματα, σα να μην έβλεπε κανένα τριγύρω, έκανε τρεις φορές το σταυρό του με μια βαθιά υπόκλιση, ύστερα στράφηκε, υποκλίθηκε πρώτα μπροστά στο γέρο-νοικοκύρη, ύστερα στους αποδέλοιπους και τελευταία στις γυναίκες που ήτανε στριμωγμένες κοντά στη σόμπα, μουρμουρίζοντας «Χρόνια πολλά». he frowned|the|eyebrows|his|and|shaking off|the|snow|from|the|hat|his|and|the|coat|his|he stood|in front|the|icons|as|not|not|he saw|any|around|he made|three|times|the|cross|his|with|a|deep|bow|then|he turned|he bowed|first|in front|to the|||then|to the|remaining|and|last|to the|women|who|they were|squeezed|near|to the|stove|murmuring|years|many He furrowed his brows and, shaking the snow off his hat and coat, stood in front of the icons, as if he saw no one around, made the sign of the cross three times with a deep bow, then turned, first bowing to the old master, then to the others, and finally to the women who were huddled near the stove, murmuring 'Happy New Year'. Μετά άρχισε να βγάνει τα επανώρουχά του, δίχως να κοιτάζει κατά το τραπέζι. after|he started|to|he takes off|the|outer clothes|his|without|to|he looks|towards|the|table Then he began to take off his outer clothes, without looking towards the table.

- Έχεις δα ωστόσο πλούσια πασπαλιστεί με το χιονάκι, μπάρμπα, παρατήρησε ο μεγάλος γιος, βλέποντας το καταχιονισμένο πρόσωπο, τα μάτια και τα γένια του Νικήτα. you have|indeed|however|rich|sprinkled|with|the|snow|uncle|he noticed|the|big|son|seeing|the|snow-covered|face|the|eyes|and|the|beard|his|Nikitas - You are indeed richly sprinkled with snow, uncle, observed the eldest son, seeing Nikitas's snow-covered face, eyes, and beard.

Ο Νικήτα έβγαλε το πανωφόρι του, το τίναξε και το κρέμασε κοντά στη σόμπα κι ύστερα πλησίασε στο τραπέζι. the|Nikita|he took off|the|coat|his|it|he shook|and|it|he hung|near|the|stove|and|then|he approached|the|table Nikitas took off his coat, shook it out, and hung it near the stove, then approached the table. Του πρόσφεραν αμέσως βότκα. to him|they offered|immediately|vodka They immediately offered him vodka. Έζησε κάποια στιγμή βασανιστικής πάλης, παραλίγο ν' αρπάξει το ποτηράκι και ν' αδειάσει στο στόμα του το μυρωδάτο και διάφανο υγρό. he lived|some|moment|torturous|struggle|almost|to|he grabbed|the|small glass|and|to|he emptied|into|mouth|his|the|fragrant|and|clear|liquid He experienced a moment of torturous struggle, almost grabbing the little glass and pouring the fragrant and clear liquid into his mouth. Μα έριξε μια ματιά στο Βασίλη Αντρέιτς, θυμήθηκε την απόφαση που είχε πάρει, θυμήθηκε τα ποδήματα που παράτησε αμανάτι στο κρασοπουλειό, θυμήθηκε το αγόρι του, που του είχε υποσχεθεί ένα άλογο την άνοιξη, αναστέναξε και δεν άπλωσε το χέρι του. but|he cast|a|glance|at|Vasilis|Andreits|he remembered|the|decision|that|he had|made|he remembered|the|belongings|that|he left|as a deposit|at|tavern|he remembered|the|boy|his|that|to him|he had|promised|a|horse|the|spring|he sighed|and|not|he reached out|his|hand|his But he glanced at Vasilis Andreits, remembered the decision he had made, recalled the shoes he had left as a deposit at the wine shop, remembered his boy, who had promised him a horse in the spring, sighed, and did not reach for it.

- Δεν πίνω, ευχαριστιόμαστε εγκαρδιακά, είπε, κατσούφιασε και κάθισε σ' ένα μπάγκο κοντά στο δεύτερο παράθυρο. not|I drink|we enjoy|heartily|he said|he frowned|and|he sat|on|a|bench|near|to the|second|window - I don't drink, we enjoy ourselves heartily, he said, frowning and sitting on a bench near the second window.

- Πώς έτσι; - απόρησε ο μεγάλος γιος. how|like this|he wondered|the|eldest|son - How come? - wondered the eldest son.

- Δεν πίνω, αυτό ειν' όλο, αποκρίθηκε ο Νικήτα, δίχως να σηκώσει τα μάτια του, παρά έχοντας τα χαμηλωμένα κατά τα ανάρια μουστάκια και τα γένια του και προσπαθώντας να ξεκολλήσει τα κρυσταλλάκια του πάγου, που το στόλιζαν. not|I drink|this|it is|all|he replied|the|Nikita|without|to|he raised|his|eyes|his|but|having|his|lowered|along|his|thin|mustaches|and|his|beard|his|and|trying|to|he unglued|the|little crystals|of|ice|that|it|they adorned - I don't drink, that's all, replied Nikita, without raising his eyes, but having them lowered towards his scruffy mustache and beard, trying to scrape off the little ice crystals that adorned them.

- Πραγματικά δεν κάνει να πιει, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς ροκανίζοντας κάποιο κουλουράκι, αφού άδειασε το ποτήρι του. really|not|it is right|to|he drinks|he said|the|Vasilis|Andreits|gnawing|some|cookie|after|he emptied|the|glass|his - He really shouldn't drink, said Vasily Andreyevich, nibbling on a cookie after emptying his glass.

- Ε, τότε ένα τσαγάκι, είπε καλοσυνάτα η γριούλα. well|then|a|little tea|she said|kindly|the|old lady - Well, then a little tea, the old woman said kindly. Θα έχει ξεπαγιάσει ο καψερός. will|has|frozen|the|poor guy The poor thing must be freezing. Ε εσείς εκεί δα, κυράδες, που πολεμάτε με το σαμοβάρι, τι χαζεύετε; well|you|there|indeed|ladies|who|you are fighting|with|the|samovar|what|you are staring at You there, ladies, who are struggling with the samovar, what are you staring at?

- Έτοιμο, αποκρίθηκε μια από τις νύφες, και μισοσκεπάζοντας με την ποδιά της το σαμοβάρι, που κόχλαζε, το έφερε με κόπο, το σήκωσε και το απίθωσε θορυβώδικα πάνω στο τραπέζι. ready|she replied|one|from|the|brides|and|half-covering|with|the|apron|her|the|samovar|that|was boiling|it|she brought|with|effort|it|she lifted|and|it|she set down|noisily|on|the|table - Ready, one of the brides replied, and half-covering the boiling samovar with her apron, she brought it with effort, lifted it, and placed it noisily on the table.

Στο αναμεταξύ ο Βασίλη Αντρέιτς διηγούταν την περιπέτειά τους, πως έχασαν το δρόμο, πως ξαναγύρισαν δυο φορές στο ίδιο χωριό, πως περιπλανήθηκαν, πως αντάμωσαν κείνους τους μεθυσμένους. in the|meantime|the|Vasilis|Andreits|he was telling|the|adventure|their|how|they lost|the|road|how|they returned|two|times|to the|same|village|how|they wandered|how|they met|those|the|drunkards In the meantime, Vasilis Andreits was recounting their adventure, how they lost their way, how they returned twice to the same village, how they wandered, how they encountered those drunkards. Οι οικοδεσπότες απορούσαν, ξηγούσαν που και γιατί έχασαν το δρόμο και ποιοι ήτανε οι μεθυσμένοι, που αντάμωσαν και δίνανε οδηγίες για το πώς έπρεπε να τραβήξουν για να φτάσουν στον προορισμό τους. the|hosts|they were wondering|they were explaining|where|and|why|they lost|the|road|and|who|they were|the|drunkards|that|they met|and|they were giving|instructions|for|the|how|it had to|to|they should go|to|to|they reach|to the|destination|their The hosts were puzzled, explaining where and why they lost their way and who the drunkards were that they encountered, and they were giving directions on how they should proceed to reach their destination.

- Εδώ πέρα ίσαμε την Μολτσάνοβκα κι ένα μικρό παιδί μπορεί να φτάσει μια χαρά, φτάνει να πετύχει το στρίψιμο από τα πλάτωμα, κάποιο χαμόδεντρο που φαίνεται από μακριά. here|over|up to|the|Moltsanovka|and|a|small|child|it can|to|reach|a|easily|as long as|to|it hits|the|turn|from|the|plateau|some|landmark tree|that|it is visible|from|far - Here, all the way to Moltsanovka, even a small child can reach it just fine, as long as they hit the turn from the plateau, some landmark tree that can be seen from afar. Και εσείς δεν το καταφέρατε, έλεγε ο γείτονας. and|you|not|it|you managed|he was saying|the|neighbor And you couldn't manage it, the neighbor said.

- Καλά θα κάνετε να μείνετε σε μας τη νύχτα. well|you will|you do|to|you stay|in|us|the|night - You will do well to stay with us for the night. Οι κοπέλες μας θα σας ετοιμάσουν τα στρωσίδια, συμβούλεψε η γριούλα. the|girls|our|they will|you|they prepare|the|bedding|she advised|the|old woman Our girls will prepare the bedding for you, the old woman advised.

- Και πρωί-πρωί ξεκινάτε. and|||you start - And you will set off early in the morning. Το καλύτερο που έχετε να κάνετε, την υποστήριξε ο γέρος. the|best|that|you have|to|you do|the|she supported|the|old man The best thing you can do, the old man supported.

- Των αδυνάτων αδύνατο, αδελφέ μου, οι υποθέσεις, βλέπεις! |of the weak|||||| - Of the weak, it is impossible, my brother, the assumptions, you see! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. - said Vasilis Andreits. Μια ώρα που θα χάσεις, δεν την αναπληρώνεις μ' ένα χρόνο, πρόσθεσε καθώς ήρθε στο νου του το δασάκι κι οι έμποροι της πολιτείας, που θα μπορούσαν να του πάρουν μεσ' από τα χέρια του αυτήν την αγορά. ||||lose|||you can make up for|||||||||||||||||||||||part||||||| An hour that you lose cannot be compensated with a year, he added as the little forest and the state merchants came to his mind, who could take this market from his hands. Θα τα καταφέρουμε οπωσδήποτε, ε; - στράφηκε στο Νικήτα. We will definitely manage, right? - he turned to Nikitas.

Ο Νικήτα αργοπόρησε ν' αποκριθεί, σάμπως να ήτανε τρομερά απασχολημένος να ξεκολλήσει τα κρυσταλλάκια από τα γένια και τα μουστάκι του. the|Nikita|he was late|to|respond|as if|to|he was|terribly|busy|to|peel off|the|little crystals|from|the|beard|and|the|mustache|his Nikitas delayed to respond, as if he were terribly busy peeling the little crystals off his beard and mustache. - Φτάνει μοναχά να μην ξαναχάσουμε το δρόμο, είπε κάποια στιγμή κατσουφιασμένος. it is enough|just|to|not|we lose again|the|road|he said|some|moment|sulking - As long as we don't lose the way again, he said at one point, sulking.

Ο Νικήτα ήτανε κατσούφης γιατί διψούσε τρομερά για βότκα και το μόνο που θα μπορούσε να κατασιγάσει αυτή του την επιθυμία ήτανε το τσάι, και δεν του είχανε σερβίρει ακόμα. the|Nikita|he was|sulky|because|he was thirsty|terribly|for|vodka|and|the|only|that|would|he could|to|calm|this|his|the|desire|it was|the|tea|and|not|to him|they had|served|yet Nikitas was sulking because he was terribly thirsty for vodka and the only thing that could quell this desire of his was tea, and they hadn't served him any yet.

- Μα δεν έχουμε παρά να φτάσουμε ίσαμε τη στροφή, κι από εκεί και πέρα δε χάνουμε το δρόμο θα τραβήξουμε μεσ' από το δάσος ίσαμε το Γοριάτσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. but|not|we have|except|to|we reach|until|the|turn|and|from|there|and|beyond|not|we lose|the|road|will|we pull|through|from|the|forest|until|the|Goryatskino|he said|the|Vasily|Andreyevich - But we only have to reach the bend, and from there on we won't lose the way, we'll go through the forest all the way to Goryatskino, said Vasily Andreyevich.

- Εσείς ξέρετε, Βασίλη Αντρέιτς, σαν θέλετε να ξεκινήσουμε, ξεκινάμε, αποκρίθηκε ο Νικήτα παίρνοντας επιτέλους με λαχτάρα το ποτήρι το τσάι που του πρόσφεραν. you|know|Vasilis|Andreits|if|want|to|we start|we start|he replied|the|Nikita|taking|finally|with|eagerness|the|glass|the|tea|that|to him|they offered - You know, Vasilis Andreits, if you want to start, we start, replied Nikita finally taking eagerly the cup of tea that was offered to him.

- Θα πιούμε το τσαγάκι μας και μαρς. will|we drink|the|tea|our|and|let's go - We will drink our tea and that's it.

Ο Νικήτα δεν είπε τίποτα, παρά κούνησε μονάχα το κεφάλι γιατί επιδόθηκε στο τσάι του. the|Nikita|not|he said|anything|but|he nodded|only|the|head|because|he devoted himself|to the|tea|his Nikita said nothing, just nodded his head because he was focused on his tea. Με προσοχή άδειασε λίγο μέσα στο πιατάκι και ζέσταινε στον αχνό τα χέρια του που τα δάχτυλα τους ήτανε πάντα πρησμένα από την πολλή δουλειά. with|care|he poured out|a little|inside|to the|saucer|and|he warmed|in the|steam|his|hands|his|that|the|fingers|their|they were|always|swollen|from|the|much|work Carefully, he poured a little into the saucer and warmed his hands over the steam, which were always swollen from too much work. Ύστερα δάγκωσε ένα μικροσκοπικό κομματάκι ζάχαρη, υποκλίθηκε μπροστά στους νοικοκυραίους λέγοντας. then|he bit|a|tiny|piece|sugar|he bowed|in front|to the|hosts|saying Then he bit a tiny piece of sugar, bowed before the hosts saying.

- Στην υγειά σας, και ρούφηξε απολαυστικά το θερμαντικό υγρό. to the|health|your|and|he slurped|deliciously|the|warming|liquid - To your health, and he sipped the warming liquid deliciously.

- Αν μπορούσε μονάχα, να μας συνόδευε κάποιος ίσαμε τη στροφή, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. if|he could|only|to|us|he accompanied|someone|until|the|turn|he said|the|Vasilis|Andreits - If only someone could accompany us to the turn, said Vasily Andreitch.

- Εύκολο πράμα. easy|thing - Easy thing. Θα ζέψει ο Πετρούσκα και θα σας ξεβγάλει ίσαμε τη στροφή, είπε ο μεγάλος γιος. will|he will harness|the|Petrushka|and|will|you|he will take you out|up to|the|turn|he said|the|big|son Petroushka will harness and take you up to the turn, said the eldest son.

- Κάντε το καλό, αδελφέ μου. do|the|good|brother|my - Do good, my brother. Κι εγώ θα σας ευχαριστήσω κατά πως πρέπει. and|I|will|you|I will thank|as|that|it is necessary And I will thank you properly.

- Τ' είναι αυτά, που λες, καλέ μου, παρατήρησε αμέσως η γλυκομίλητη γριούλα, χρέος μας είναι, και θα το κάνουμε μ' όλη την καρδιά. what|is|these|that|you say|dear|my|she noticed|immediately|the|sweet-talking|old lady|duty|our|it is|and|will|it|we will do|with|all|the|heart - What are you saying, my dear, the sweet-talking old woman immediately remarked, it is our duty, and we will do it with all our heart.

- Πετρούσκα, άντε να ζέψεις τη φοράδα, πρόσταξε ο μεγάλος γιος. Petrushka|come on|to|you harness|the|mare|he commanded|the|big|son - Petrushka, come on and harness the mare, commanded the eldest son.

- Έφτασα κιόλας! I arrived|already - I'm already here! - αποκρίθηκε ο νέος χαρούμενα, άρπαξε το σκούφο του που κρεμόταν σ' ένα καρφί κι έτρεξε να ζέψει. he replied|the|young man|happily|he grabbed|the|cap|his|that|was hanging|on|a|nail|and|he ran|to|harness - replied the young man happily, grabbing his cap that was hanging on a nail and ran to harness. Την ώρα, που ο Πετρούσκα βρισκόταν στο στάβλο, η κουβέντα ξαναγύρισε στο σημείο, που είχε σταματήσει τη στιγμή που κατέφθασε το έλκηθρο του Βασίλη Αντρέιτς. the|time|when|the|Petrushka|he was|in the|stable|the|conversation|it returned|to the|point|that|he had|stopped|the|moment|when|it arrived|the|sleigh|of|Vasilis|Andreits At the moment when Petrushka was in the stable, the conversation returned to the point where it had stopped when Vasily Andreyevich's sleigh arrived. Ο γέρος παραπονιόταν στο γείτονα του, που ήτανε και πρόεδρος του χωριού, πως ο τρίτος γιος του δεν έστειλε κεινού το παραμικρό για τη γιορτή, ενώ στη γυναίκα του έστειλε ένα ολομέταξο φραντσέζικο μαντίλι. the|old man|he was complaining|to the|neighbor|his|who|he was|and|president|of the|village|that|the|third|son|his|not|he sent|to him|the|slightest|for|the|celebration|while|to the|wife|his|he sent|a|pure silk|French|scarf The old man was complaining to his neighbor, who was also the village president, that his third son didn't send him anything for the holiday, while he sent his wife a pure silk French scarf.

- Οι νιοι σήμερα ξεφεύγουν πια από τα χέρια μας, έλεγε ο γέρος. the|young men|today|they are escaping|now|from|the|hands|our|he was saying|the|old man - The young ones today are slipping out of our hands, the old man said.

- Και με το παραπάνω, βεβαίωνε ο γείτονας. and|with|the|more than that|he was assuring|the|neighbor - And even more so, the neighbor assured. Ποιος τους πιάνει! who|them|catches Who can catch them! Γινήκανε πολύξεροι πια και δεν ακούνε κανένα. they became|very know-it-alls|now|and|not|they listen to|anyone They have become very knowledgeable now and do not listen to anyone. Να ο Ντιόμοτσκιν τις προάλλες, έσπασε το χέρι του πατέρα του. here is|the|Diomotskin|the|other day|he broke|the|arm|his|father|his There was Diomotskin the other day, he broke his father's arm. Ολ' αυτά απ' της πολλές γνώσεις που αποχτάνε τελευταία. all|these|from|the|many|knowledge|that|they acquire|lately All of this is from the many knowledge they are acquiring lately. Ο Νικήτα άκουγε με προσοχή, αυτά που λέγονταν, παρατηρούσε τα πρόσωπα κι ήτανε φανερό, πως πολύ θα ήθελε να πάρει μέρος στη συζήτηση, όμως ήτανε ολοκληρωτικά απορροφημένος με το τσάι του και μονάχα κινούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. the|Nikita|he was listening|with|attention|these|that|were being said|he was observing|the|faces|and|he was|obvious|that|very|would|he wanted|to|to take|part|in|discussion|but|he was|completely|absorbed|with|the|tea|his|and|only|he was nodding|approvingly|the|head|his Nikitas was listening attentively to what was being said, observing the faces, and it was clear that he would very much like to take part in the discussion, but he was completely absorbed in his tea and only nodded his head in approval. Άδειαζε τα ποτήρια το ένα ύστερ' από το άλλο κι ένιωθε ολοένα πιότερο να απλώνεται μέσα του μια πολύ ευχάριστη ζεστασιά. he was emptying|the|glasses|the|one|after|from|the|another|and|he felt|increasingly|more|to|it spreads|inside|him|a|very|pleasant|warmth He emptied the glasses one after the other and felt an increasingly pleasant warmth spreading inside him. Η κουβέντα κράτησε πολύ, όλο γύρω στο ίδιο θέμα στο κακό αποτέλεσμα δηλαδή, που έχει η μοιρασιά. the|conversation|it lasted|long|always|around|on|same|topic|on|bad|result|that is|that|it has|the|sharing The conversation lasted a long time, always revolving around the same topic, namely the bad outcome of the division. Κι ήτανε φανερό, πως δεν το συζητούσαν ακαδημαϊκά, μα πως επρόκειτο για μοιρασιά που αφορούσε το ίδιο το σπιτικό και που την απαιτούσε ο δεύτερος γιος, που γι' αυτό το λόγο είχε έρθει από τη Μόσχα και καθόταν κατσούφης και σιωπηλός. and|it was|obvious|that|not|it|they were discussing|academically|but|that|it was about|for|sharing|that|it concerned|the|same|the||and|||demanded||||||||||||||and||||silent And it was clear that they were not discussing it academically, but that it was about a division concerning the household itself, which the second son demanded, and for that reason he had come from Moscow and sat sullen and silent. Καταλάβαινε κάποιος πως το ζήτημα αυτό απασχολούσε οδυνηρά όλα τα μέλη της οικογένειας, μα δεν ήθελαν να ξανοιχτούν μπροστά σε ξένα πρόσωπα και να μιλήσουν καθαρά για τις οικογενειακές τους υποθέσεις. he understood|someone|that|the|issue|this|it occupied|painfully|all|the|members|of the|family|but|not|they wanted|to|they open up|in front|to|foreign|faces|and|to|they speak|clearly|about|their|family|their|matters One could understand that this issue painfully occupied all the family members, but they did not want to open up in front of strangers and speak openly about their family matters. Μα στο τέλος ο γέρος δεν άντεξε και με δάκρυα στη φωνή του δήλωσε πως όσο ζει δε θα δεχτεί να μοιραστεί η περιουσία. but|in the|end|the|old man|not|he endured|and|with|tears|in the|voice|his|he declared|that|as long as|he lives|not|will|he accept|to|share|the|property But in the end, the old man couldn't take it anymore and with tears in his voice declared that as long as he lives, he will not accept sharing the property. Είπε, πως ίσαμε τα τώρα δόξα τω Θεώ πάει μια χαρά το σπιτικό του, έτσι που είναι, όμως άμα γίνει μοιρασιά, κανένας τους δε θα έχει τίποτα. he said|that|until|the|now|glory|to the|God|it goes|a|joy|the|household|his|like this|that|it is|but|if|it becomes|division|no one|of them|not|will|he will have|nothing He said that so far, thank God, his household is doing just fine as it is, but if there is a division, none of them will have anything.

- Να, σαν τους Ματβέγιεβ, παρατήρησε ο γείτονας. look|like|the|Matveyev|he observed|the|neighbor - Just like the Matveyev family, the neighbor remarked. Ήτανε ένα από τα πρώτα σπιτικά, και καθώς κάνανε τη μοιρασιά όλοι τους απομείνανε θεόφτωχοι. it was|one|of|the|first|households|and|as|they were doing|the|division|all|of them|they remained|godforsaken poor They were one of the first households, and when they did the division, they all ended up very poor.

- Αυτό πας να κάνεις και συ τώρα, είπε ο γέρος του γιου του. this|you go|to|you do|and|you|now|he said|the|old man|of|son|his - This is what you are trying to do now, said the old man to his son. Ο γιος δεν αποκρίθηκε και κάποια στιγμή κράτησε μια δυσάρεστη σιωπή. the|son|not|he replied|and|some|moment|he held|an|unpleasant|silence The son did not reply and at some point held an unpleasant silence.

Τη σιωπή αυτή τη διέκοψε ο Πετρούσκα που είχε ζέψει και πριν λίγα λεπτά γύρισε στο δωμάτιο, πάντα γελαστός. this|silence|this|it|he interrupted|the|Petrushka|who|he had|he harnessed|and|before|few|minutes|he returned|to the|room|always|smiling This silence was interrupted by Petrushka, who had harnessed and returned to the room a few minutes ago, always smiling.

- Ένα τέτοιο μύθο έχει ο Πούλσον, είπε, ένας πατέρας έδωσε στους γιους του τη σκούπα για να τη σπάσουν. a|such|myth|he has|the|Pulson|he said|a|father|he gave|to the|sons|his|the|broom|to|to|it|they break - Pulson has such a myth, he said, a father gave his sons the broom to break it. Όσο κι αν πασχίσανε στάθηκε αδύνατο να το κάνουν. as|and|if|they struggled|it became|impossible|to|it|they do No matter how hard they tried, it was impossible for them to do it. Όμως, σαν έπιασαν ένα-ένα τα βούρλα που τη σχημάτιζαν τα έσπασαν στο λεπτό. but|when|they caught|||the|reeds|that|it|they formed|they|they broke|in the|moment However, when they caught one by one the reeds that formed it, they broke them in an instant. Έτσι είναι και τούτο δω πρόσθεσε θριαμβευτικά. so|it is|and|this|here|he added|triumphantly This is how it is here, he added triumphantly. Ειμ' έτοιμος! I am|ready I am ready! - δήλωσε ταυτόχρονα σχετικά με ζέψιμο. he declared|simultaneously|regarding|with|yoking - he simultaneously stated regarding the harnessing.

- Σαν ειν' έτοιμα, ας πηγαίνουμε το γρηγορότερο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. when|they are|ready|let's|we go|the|fastest|he said|the|Vasilis|Andreits - When it's ready, let's go as quickly as possible, said Vasilis Andreits. Όσο για τη μοιρασιά, παππού, κράτα καλά. as|for|the|sharing|grandpa|keep|well As for the sharing, grandfather, hold it well. Μη δεχτείς, με κανέναν τρόπο. not|you accept|with|any|way Do not accept, in any way. Με τον κόπο σου τα κέρδισες όλα, δικά σου είναι. with|the|effort|your|all|you earned|all|own|your|they are You earned everything with your hard work, they are yours. Ανάφερε το στο δικαστή και κείνος θα τα κανονίσει δίκαια. mention|it|to the|judge|and|he|will|them|arrange|fairly Mention it to the judge and he will arrange it fairly.

- Μου έφαγε το μυαλό με την επιμονή του, έλεγε παραπονιάρικα ο γέρος, αδύνατο να πάρει με το καλό. to me|he ate|the|mind|with|the|persistence|his|he was saying|whiny|the|old man|impossible|to|he takes|with|the|good - He drove me crazy with his insistence, the old man said complainingly, impossible to take it nicely. Λες και τον κυρίεψε ο σατανάς! you say|and|him|he possessed|the|devil As if the devil possessed him!

Ο Νικήτα στο αναμεταξύ, σαν απόπιε το πέμπτο ποτήρι τσάι, εξακολουθούσε να μην το αναποδογυρίζει μέσα στο πιατάκι, που θα σήμαινε πως δε θέλει άλλο, μα το κρατούσε κάπως λοξά με την ελπίδα πως θα του σέρβιραν και έκτο. the|Nikita|in the|meantime|when|he drank|the|fifth|glass|tea|he continued|to|not|it|he turns over|inside|in the|saucer|which|would|it would mean|that|not|he wants|another|but|it|he was holding|somewhat|sideways|with|the|hope|that|would|to him|they would serve|and|sixth Nikita, in the meantime, as he finished the fifth cup of tea, still did not turn it upside down in the saucer, which would mean he didn't want any more, but held it somewhat askew in the hope that they would serve him a sixth. Μα το νερό του σαμοβάρι είχε τελειώσει, για τούτο η νοικοκυρά δεν του ξαναέβαλε κι εκτός απ' αυτό ο Βασίλη Αντρέιτς, σηκώθηκε και ντυνόταν. but|the|water|of the|samovar|it had|finished|for|this|the|hostess|not|to him|she put again|and|besides|from|this|the|Vasilis|Andreits|he got up|and|he was getting dressed But the water in the samovar had run out, which is why the hostess did not refill it, and besides that, Vasilis Andreits had gotten up and was getting dressed. Θέλοντας και μη λοιπόν σηκώθηκε κι ο Νικήτα, έβαλε πίσω στη ζαχαριέρα το κομματάκι της ζάχαρης που του περίσσεψε χιλιοδαγκωμένο απ' όλες τις μεριές σκούπισε τον ίδρωτα από το καταμουσκεμένο πρόσωπο του και πήγε να φορέσει το πανωφόρι του. wanting|and|not|therefore|he got up|and|the|Nikita|he put|back|in the|sugar bowl|the|little piece|of the|sugar|that|to him|it was left|chewed many times|from|all|the|sides|he wiped|the|sweat|from|the|drenched|face|his|and|he went|to|to wear|the|coat|his Whether he wanted to or not, Nikita also got up, put back in the sugar bowl the piece of sugar that he had bitten into from all sides, wiped the sweat from his drenched face, and went to put on his coat. Σαν ντύθηκε, βαριαναστέναξε, ευχαρίστησε τους οικοδεσπότες, τους αποχαιρέτισε και βγήκε από το ζεστό και φωτεινό δωμάτιο, στη μπασιά, που ήτανε θεοσκότεινη, κατάψυχρη και καταχιονισμένη, γιατί ο αέρας που βούιζε έσπρωχνε μέσα από όλες τις χαραμάδες το χιόνι και την κρυάδα του. when|he got dressed|he sighed heavily|he thanked|the|hosts|them|he said goodbye|and|he went out|from|the|warm|and|bright|room|in the|hallway|which|it was|pitch dark|freezing cold|and|snow-covered|because|the|wind|that|it was roaring|it was pushing|inside|through|all|the|cracks|the|snow|and|the|cold|of it Once he was dressed, he sighed heavily, thanked the hosts, bid them farewell, and stepped out of the warm and bright room into the hallway, which was pitch dark, freezing cold, and snow-covered, because the air that buzzed pushed the snow and its chill through all the cracks. Από εκεί βγήκε στη θεοσκότεινη αυλή. from|there|he/she/it came out|to the|god-dark|yard From there he emerged into the god-dark courtyard.

Ο Πετρούσκα, τυλιγμένος στη γούνα του στεκόταν κοντά στο δικό του έλκηθρο καταμεσής της αυλής και χαμογελώντας απάγγειλε στίχους από το βιβλίο του Πούλσον. the|Petrushka|wrapped|in the|fur|his|he was standing|near|to the|own|his|sled|in the middle|of the|yard|and|smiling|he recited|verses|from|the|book|his|Pulson Petrushka, wrapped in his fur, stood near his own sleigh in the middle of the courtyard and, smiling, recited verses from Pulson's book. «Η θύελλα κρύβει με καταχνιά τον ουρανό, οι χιονοστρόβιλοι χοροπηδάνε, κι ο αέρας μια ουρλιάζει σαν το θηρίο, μια κλαίει σαν το μωρό». the|storm|it hides|with|haze|the|sky|the|snowstorms|they bounce|and|the|wind|sometimes|it howls|like|the|beast|sometimes|it cries|like|the|baby "The storm hides the sky with gloom, the snowstorms leap about, and the wind howls like a beast, then cries like a baby."

Ο Νικήτα κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του παίζοντας τα γκέμια στα χέρια του. the|Nikita|he was shaking|approvingly|the|head|his|playing|the|reins|in the|hands| Nikita nodded approvingly, playing with the reins in his hands.

Ο γέρος καθώς συνόδευε το Βασίλη Αντρέιτς, κρατούσε ένα φανάρι αναμμένο για να του φέγγει στη μπασιά, ίσαμε την ξώπορτα, μα ο δυνατός αέρας το έσβησε μονομιάς. the|old man|as|he was accompanying|the|Vasilis|Andreits|he was holding|a|lantern|lit|to|to|to him|it shines|in the|path|until|the|back door|but|the|strong|wind|it|it extinguished|instantly The old man, as he accompanied Vasilis Andreits, held a lit lantern to light his way to the back door, but the strong wind extinguished it in an instant. Και στην αυλή ακόμα ήτανε φανερό, πως η χιονοθύελλα δυνάμωσε πιότερο. and|in the|yard|still|it was|clear|that|the|snowstorm|it intensified|more And even in the yard, it was clear that the snowstorm had intensified.

- Καιρός μια φορά! about time|once|time - What a weather! - στοχάστηκε ο Βασίλη Αντρέιτς, ζήτημα είναι αν τα καταφέρω να φτάσω στο Γοριάτσκινο. he thought|the|Vasilis|Andreits|question|it is|if|them|I manage|to|I reach|to the|Goryatskino - thought Vasilis Andreits, it's a question whether I will manage to reach Goriatskino. Μα δε μπορώ να κάνω αλλιώς. but|not|I can|to|I do|otherwise But I can't do otherwise. Οι υποθέσεις βλέπεις! the|assumptions|you see The circumstances, you see! Όμως μια και τ' αποφάσισα και τούτοι δω ζέψανε τ' άλογά τους πια. but|once|and|the|I decided|and|these|here|they harnessed|the|horses|their|now But since I've decided and they have already harnessed their horses. Ε, κάποτε θα φτάσω εκεί που θέλω, πρώτα ο Θεός! well|someday|will|I will arrive|there|where|I want|first|the|God Well, someday I will reach where I want, God willing!

Και το καλό γεροντάκι σκεφτόταν πως δεν έπρεπε να ξεκινήσει ο Βασίλη Αντρέιτς, όμως το συμβούλεψε με το παραπάνω να μείνει κείνο το βράδυ, κι αυτός δε θέλησε. and|the|good|little old man|he was thinking|that|not|he should|to|he start|the|Vasilis|Andreits|but|it|he advised|with|the|more|to|he stay|that|the|night|and|he|not|he wanted And the good old man thought that Vasili Andreits should not start, but he advised him strongly to stay that night, and he did not want to. Να επιμείνει ακόμα το έβρισκε περιττό, μια κι απ' αρχής δεν εισακούστηκε η γνώμη του. to|he insist|still|it|he found|unnecessary|since|and|from|beginning|not|he was heard|the|opinion|his He found it unnecessary to insist further, since his opinion had not been heeded from the beginning. «Μπορεί, κιόλας, εγώ να δειλιάζω τόσο απ' τα γεράματα, και να έχει αυτός δίκιο. it may be|even|I|to|I hesitate|so|from|the|old age|and|to|he has|this|right "Maybe I am just hesitating so much because of old age, and he is right. Και στο κάτω-κάτω δίχως μουσαφιραίους, θα πέσουμε να κοιμηθούμε με την ώρα μας. and|in the|||without|guests|will|we fall|to|we sleep|with|the|time|our And after all, without guests, we will go to sleep at our usual time. Δίχως φασαρίες.». without|fuss "Without fuss."

Μα ο Πετρούσκα μήτε καν λογάριαζε τον κίνδυνο. but|the|Petrushka|not even|at all|he was considering|the|danger But Petrushka didn't even consider the danger. Ήξερε τόσο καλά το δρόμο κι ολόκληρη την περιοχή, κι ύστερα κείνο το στιχάκι που «οι χιονοστρόβιλοι χοροπηδάνε» έκανε πιο έντονο το κουράγιο του γιατί παράσταινε ολοζώντανα κείνο που γινόταν έξω. he knew|so|well|the|road|and|entire|the|area|and|then|that|the|little verse|that|the|snowstorms|they are bouncing|it made|more|intense|the|courage|his|because|it portrayed|vividly|that|that|was happening|outside He knew the road and the entire area so well, and then that little verse about "the snowstorms bouncing" intensified his courage because it vividly represented what was happening outside. Μα ο Νικήτα δεν είχε καμιά διάθεση να ξεκινήσει, αλλά από χρόνια πολλά είχε πια συνηθίσει να μην έχει δική του θέληση παρά να υπηρετεί άλλους κι έτσι κανένας δεν εμπόδισε την αναχώρηση. but|the|Nikita|not|he had|any|disposition|to|he would start|but|for|years|many|he had|now|he had gotten used to|to|not|he has|own|his|will|except|to|he serves|others|and|so|no one|not|he prevented|the|departure But Nikita had no desire to start, but for many years he had gotten used to not having his own will, only to serve others, and so no one hindered the departure.

ai_request(all=64 err=0.00%) translation(all=128 err=0.00%) cwt(all=2160 err=4.21%) en:B7ebVoGS openai.2025-02-07 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=5.26 PAR_CWT:B7ebVoGS=13.01