×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), II. Τρεις θάνατοι

II. Τρεις θάνατοι

Το όχημα της άρρωστης ήτανε ζεμένο, έτοιμο, μα ο αμαξάς χρονοτριβούσε. Είχε πάει στο σπιτάκι του σταθμού, που χρησίμευε για χάνι των αμαξάδων. Η ατμόσφαιρα μέσα εκεί, ήτανε πολύ ζεστή, αποπνιχτική, βαριά, αφόρητη. Αναδινόταν μια δυνατή μυρουδιά χνωτίλας, ψημένου ψωμιού, λάχανου και προβατίλας. Κάμποσοι αμαξάδες κάθονταν και σιγοκουβεντιάζαν. Η μαγείρισσα πάλευε κοντά στον αναμμένο φούρνο. Πάνω στο πατάρι κειτόταν τυλιγμένος μέσα σε προβιές ένας άρρωστος.

- Μπάρμπα-Χβεντόρ! Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ, είπε ένας νεαρός αμαξάς τυλιγμένος στο πανωφόρι του και με το μαστίγι χωμένο στη ζώνη του, μπαίνοντας ορμητικά μέσα και μιλώντας στον άρρωστο.

- Τι ενοχλείς τώρα το γέρο, σαχλαμάρα; - πήρε το λόγο κάποιος από τους αμαξάδες που κουβέντιαζαν. Σε προσμένει το ζεμένο αμάξι σου.

- Θέλω να του γυρέψω τα ποδήματά του, γιατί τα δικά μου κουρελιάστηκαν αποκρίθηκε το παλικάρι σιάχνοντας τα μαλλιά του, που του έπεφταν στα μάτια και χώνοντας τα γάντια του στη ζώνη. Μα κοιμάται; Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ! - ξαναφώναξε, και πήγε πιο κοντά στο πατάρι.

- Τι 'ναι; - ακούστηκε μια αδύναμη φωνή κι ένα πρόσωπο ξανθό λιπόσαρκο πρόβαλε πάνω από το πατάρι. Το πλατύ κοκαλιάρικο και κατακίτρινο χέρι, με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, με κόπο προσπαθούσε να κρατήσει πάνω από το λερό πουκάμισο που φορούσε, το σάκο στις πλάτες του. Δος μου να πιω, αδελφάκι. Τι θες;

Το παλικάρι του έδωσε ένα κύπελλο με νερό.

- Να που λες μπάρμπα-Χβεντόρ, ήθελα να σε παρακαλέσω. Ελόγου σου, μαθές, τώρα πια δεν πρόκειται να περπατήσεις και δε σου χρειάζονται πια τα ποδήματα. Κι ήθελα να σε παρακαλέσω να μου τα δώσεις εμένα, που τα δικά μου λιώσανε ολότελα.

Ο άρρωστος είχε γυρίσει το κουρασμένο κεφάλι στο γυαλιστερό κύπελλο και με τα ανάρια, μακριά μουστάκια του βουτηγμένα στο σκούρο νερό, έπινε αχόρταγα και με κόπο. Τα μπερδεμένα γένια του ήτανε βρόμικα και τα βουλωμένα, θολά μάτια του στράφηκαν αργά-αργά και κοίταξαν το παλικάρι. Σαν παράτησε το νερό, θέλησε να σηκώσει το χέρι του για να σφουγγίσει τα βρεμένα χείλη του, μα δεν το κατόρθωσε και σφουγγίστηκε πάνω στο μανίκι του σάκου που κρεμόταν κοντύτερα. Ανάσαινε σωπαίνοντας με μεγάλη δυσκολία και κρατούσε τα μάτια στυλωμένα στο παλικάρι, ώσπου να μπορέσει να μιλήσει.

- Μα μπορεί κιόλας να τα έχεις κανενού υποσχεθεί είπε το παλικάρι. Το ζήτημα είναι πως κάνει μεγάλη υγρασία έξω και μένα μου έλαχε κάποια καλή δουλειά. Για τούτο σκέφτηκα να σε παρακαλέσω να μου δώσεις τα ποδήματά του. Μα αν τυχόν τα θες για ελόγου σου, πες μου το.

Μέσα στο στήθος του αρρώστου κάτι άρχισε να αναταράζεται και να βράζει. Έσκυψε και ταραζόταν σύγκορμος από το βήχα που τον έπνιγε, δίχως να ξεσπάσει ανακουφιστικά.

- Τι να τα κάνει ατός του τα ποδήματά; - ξεφώνισε ξαφνικά η μαγείρισσα όλο θυμό. Δυο μήνες τώρα δεν κατέβηκε από το πατάρι. Κοίτα τον σαν τραντάζεται. Πονάνε τα σωθικά του ανθρώπου ακούγοντας τον μονάχα. Τι να τα κάνει τα ποδήματα; Δεν πρόκειται να τον θάψουνε με καινούργια ποδήματα. Κι ωστόσο, από καιρό θα έπρεπε να έχει πεθάνει. Θεέ μου σχώρα με. Άκου τον πως τυραννιέται. Μακάρι να μπορούσανε να τον μεταφέρουνε κάπου αλλού! Λένε πως υπάρχουνε στις πολιτείες τόσα και τόσα νοσοκομεία. Γιατί και τούτο κατάντησε ανυπόφερτο. Έπιασε όλο το πατάρι μόνος του, δυο μήνες τώρα. Δεν έχουμε πού να γυρίσουμε. Κι από πάνου μας βάνουν πόστα κάθε τόσο για την πάστρα.

- Ε, Σεριόγα! Έλα στ' αμάξι σου, τ' αφεντικά περιμένουν, φώναξε από την πόρτα ο σταθμάρχης. Ο Σεριόγα έκανε να φύγει δίχως να πάρει απάντηση, μα ο γέρος, μέσα στο βήχα του, του έγνεψε με τα μάτια πως ήθελε να του μιλήσει.

- Πάρτα τα ποδήματά, Σεριόγα, κατάφερε να πει, σαν απόβηξε και ξανάσανε λιγάκι. Μονάχα, άκουσε με, ν' αγοράσεις μια πέτρα για τον τάφο μου, σαν πεθάνω, πρόσθεσε βραχνά.

- Σ' ευχαριστώ, μπάρμπα. Τα παίρνω το λοιπόν. Κι όσο για την πέτρα, έχεις το λόγο μου.

- Τ' ακούσατε ούλοι σας και σεις παιδιά, μπόρεσε να προσθέσει ακόμα ο άρρωστος και ξανάσκυψε πνιγμένος από το βήχα.

- Καλά, καλά. Τ' ακούσαμε, αποκρίθηκε ένας αμαξάς. Και συ, Σεριόγα, κάνε γρήγορα, γιατί να, ξανάρχεται τρέχοντας ο σταθμάρχης. Είναι βλέπεις, εκείνη η άρρωστη κυρά από το Σίρκινο.

Ο Σεριόγα, με μια γρήγορη κίνηση, τράβηξε κι έβγαλε τα ποδήματα που φορούσε και που ήταν πολύ μεγάλα για το πόδι του και καταξεσκισμένα και τα πέταξε κάτω από τον πάγκο. Τα ολοκαίνουργια ποδήματα του γέρου του ήρθανε καλούπι κι αφού τα φόρεσε έφυγε βιαστικά, καμαρώνοντάς τα.

- Με γεια τα ποδήματα! Μα είναι για να 'ναι, μωρέ Σεριόγα. Έλα να στ' αλείψω λίγο κατράμι, του είπε ο συνάδελφός του του άλλου αμαξιού και καθώς το παλικάρι ανέβαινε στη θέση του, του άλειψε καλά-καλά. Στα χάρισε;

- Μπας και ζήλεψες; - έκανε ο Σεριόγα, τυλίγοντας με τις ποδιές του πανωφοριού του τα πόδια του προτού να καθίσει. Μπρος τώρα. Ε, σεις, φιλαράκοι! Φώναξε στ' άλογα, κινώντας το μαστίγι. Και τα δυο οχήματα με τους επιβάτες, με τις βαλίτσες και τα δέματα, ξεκίνησαν μέσα στη γκρίζα φθινοπωριάτικη καταχνιά, κυλώντας γοργά τις ρόδες τους πάνω στο μουσκεμένο δρόμο.

Ο άρρωστος αμαξάς έμεινε μέσα σε κείνη την αποπνιχτική ατμόσφαιρα, ξαπλωμένος στο πατάρι. Γύρισε με κόπο από την άλλη μεριά, δίχως να κατορθώσει ν' αποβήξει και ζάρωσε εκεί δα. Ίσαμε το βράδυ κόσμος πολύς, μπαινόβγαινε, γευμάτιζε, δειπνούσε, μα ο άρρωστος δεν ακουγόταν. Προτού νυχτώσει η μαγείρισσα σκαρφάλωσε στο πατάρι για να πάρει το ζεστό σάκο της.

- Μη βαρυγκωμάς άλλο, Ναστάσια, μουρμούρισε ο γέρος, κοντεύει η ώρα που θα σ' αδειάσω τη γωνία.

- Καλά, καλά. Δεν βαρυγκωμάω του αποκρίθηκε εκείνη. Τι σου πονάει μπάρμπα; Για πες μου.

- Λιώσανε ούλα μου τα σωθικά. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.

- Θα σου πονάει, πρέπει κι ο λαιμός, σαν βήχεις. Ε;

- Ούλα πονάνε. Ο θάνατος μου έφτασε. Αυτό είναι. Ωχ, ωχ, ωχ! αγκομάχησε.

- Να έχεις τα ποδάρια σου έτσι δα σκεπασμένα, είπε η Ναστάσια, σκεπάζοντάς του τα πόδια καθώς κατέβαινε. Τη νύχτα το λαμπάκι φώτιζε αχνά το δωμάτιο. Η Ναστάσια και καμιά δεκαριά αμαξάδες κοιμόνταν ξαπλωμένοι καταγής και πάνω στους πάγκους με άγρια ροχαλητά. Μονάχα ο άρρωστος αγκομαχούσε σιγανά, σιγόβηχε και στριφογύριζε στο πατάρι. Κατά τα ξημερώματα ησύχασε ολότελα.

- Παράξενο όνειρο που έβλεπα απόψε στον ύπνο μου, έλεγε η μαγείρισσα, σαν ξύπνησε το πρωινό. Σάμπως λέει ο μπάρμπα-Χβεντόρ να κατέβηκε από το πατάρι και πήγε να κόψει ξύλα. Έλα Νάστια, μου λέει, να σε βοηθήσω. Και πού μπορείς εσύ, του λέω, να κόψεις ξύλα. Μα κείνος άδραξε το τσεκούρι, και δος του να κόβει ξύλα, με τέτοια γρηγοράδα, τι να σας πω; Τα πελεκούδια ξεπετάγονταν βροχή. Μα συ, ήσουνα άρρωστος του λέω. Όχι, μου λέει. Είμαι γιατρεμένος τώρα. Και σηκώνει με μια φόρα το τσεκούρι, φοβερίζοντάς με, τόσο που έμπηξα μια φωνή από την τρομάρα μου και ξύπνησα. Λέτε να πέθανε τη νύχτα; Μπάρμπα-Χβεντόρ, ε μπάρμπα!

Ο άρρωστος δεν αποκρινόταν.

- Θα έχει γούστο να πόθανε. Για να δω, είπε ένας από τους αμαξάδες που είχανε ξυπνήσει.

Το κοκαλιάρικο χέρι με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, που κρεμόταν από το πατάρι ήτανε παγωμένο και κίτρινο.

- Πρέπει να πάμε να το πούμε του σταθμάρχη. Φαίνεται να έχει πεθάνει, συμπέρανε ο αμαξάς.

Ο άρρωστος δεν είχε συγγενείς. Είχε ξεπέσει σε κείνα τα μέρη, από κάποιο μακρινό χωριό. Την άλλη μέρα τον έθαψαν στο καινούριο νεκροταφείο, πίσω από το δασάκι, κι η Ναστάσια κάμποσες ημέρες εξακολουθούσε να διηγιέται σ' όλους τ' όνειρό της και πως εκείνη πρώτη κατάλαβε πως ο Φιοντόρ πέθανε.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

II. Τρεις θάνατοι II|three|deaths II. Tres muertes II. Three Deaths

Το όχημα της άρρωστης ήτανε ζεμένο, έτοιμο, μα ο αμαξάς χρονοτριβούσε. the|vehicle|of the|sick woman|it was|harnessed|ready|but|the|coachman|he was delaying The sick person's vehicle was harnessed, ready, but the coachman was dawdling. Είχε πάει στο σπιτάκι του σταθμού, που χρησίμευε για χάνι των αμαξάδων. he had|gone|to the|small house|of the|station|that|it served|for|inn|of the|coachmen He had gone to his little house at the station, which served as an inn for the coachmen. Η ατμόσφαιρα μέσα εκεί, ήτανε πολύ ζεστή, αποπνιχτική, βαριά, αφόρητη. the|atmosphere|inside|there|it was|very|warm|suffocating|heavy|unbearable The atmosphere inside was very warm, suffocating, heavy, unbearable. Αναδινόταν μια δυνατή μυρουδιά χνωτίλας, ψημένου ψωμιού, λάχανου και προβατίλας. it was emanating|a|strong|smell|of steam|baked|bread|cabbage|and|of lamb A strong smell of steam, baked bread, cabbage, and lamb was rising. Κάμποσοι αμαξάδες κάθονταν και σιγοκουβεντιάζαν. several|cart drivers|they were sitting|and|they were chatting quietly Several cart drivers were sitting and chatting quietly. Η μαγείρισσα πάλευε κοντά στον αναμμένο φούρνο. the|cook|she was struggling|near|to the|lit|oven The cook was struggling near the lit oven. Πάνω στο πατάρι κειτόταν τυλιγμένος μέσα σε προβιές ένας άρρωστος. on|the|loft|he was lying|wrapped|inside|in|sheepskins|a|sick man On the loft lay a sick person wrapped in blankets.

- Μπάρμπα-Χβεντόρ! |Xventor - Uncle Kvendor! Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ, είπε ένας νεαρός αμαξάς τυλιγμένος στο πανωφόρι του και με το μαστίγι χωμένο στη ζώνη του, μπαίνοντας ορμητικά μέσα και μιλώντας στον άρρωστο. well|||he said|a|young|coachman|wrapped|in the|coat|his|and|with|the|whip|tucked|in the|belt|his|entering|forcefully|inside|and|speaking|to the|sick Well, Uncle Kvendor, said a young coachman wrapped in his coat and with his whip tucked into his belt, bursting in and speaking to the sick man.

- Τι ενοχλείς τώρα το γέρο, σαχλαμάρα; - πήρε το λόγο κάποιος από τους αμαξάδες που κουβέντιαζαν. what|you disturb|now|the|old man|nonsense|he took|the|word|someone|from|the|coachmen|who|they were chatting - Why are you bothering the old man now, nonsense? - someone from the coachmen who were chatting interjected. Σε προσμένει το ζεμένο αμάξι σου. you|awaits|the|harnessed|carriage|your Your harnessed carriage is waiting for you.

- Θέλω να του γυρέψω τα ποδήματά του, γιατί τα δικά μου κουρελιάστηκαν αποκρίθηκε το παλικάρι σιάχνοντας τα μαλλιά του, που του έπεφταν στα μάτια και χώνοντας τα γάντια του στη ζώνη. I want|to|to him|I search for|the|bicycles|his|because|the|own|my|they got torn|he replied|the|young man|fixing|the|hair|his|that|to him|they were falling|in the|eyes|and|stuffing|the|gloves|his|in the|belt - I want to borrow his shoes, because mine are all torn up, the young man replied, fixing his hair that was falling into his eyes and tucking his gloves into his belt. Μα κοιμάται; Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ! but|he sleeps|well|| Is he sleeping? Hey, Uncle Hvendor! - ξαναφώναξε, και πήγε πιο κοντά στο πατάρι. he shouted again|and|he went|more|close|to the|loft - he shouted again, and moved closer to the loft.

- Τι 'ναι; - ακούστηκε μια αδύναμη φωνή κι ένα πρόσωπο ξανθό λιπόσαρκο πρόβαλε πάνω από το πατάρι. what|is it|it was heard|a|weak|voice|and|a|face|blond|skinny|it appeared|above|from|the|loft - What is it? - a weak voice was heard and a thin blond face appeared over the loft. Το πλατύ κοκαλιάρικο και κατακίτρινο χέρι, με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, με κόπο προσπαθούσε να κρατήσει πάνω από το λερό πουκάμισο που φορούσε, το σάκο στις πλάτες του. the|wide|skinny|and|bright yellow|hand|with|the|reddish-blond|fur|with|effort|he was trying|to|hold|above|from|the|dirty|shirt|that|he was wearing|the|backpack|on|back|his The broad, skinny, and bright yellow hand, with the reddish-blond hair, was struggling to hold up the sack on his back over the dirty shirt he was wearing. Δος μου να πιω, αδελφάκι. give|me|to|drink|little brother Give me to drink, little brother. Τι θες; what|you want What do you want?

Το παλικάρι του έδωσε ένα κύπελλο με νερό. the|young man|to him|he gave|a|cup|with|water The young man gave him a cup of water.

- Να που λες μπάρμπα-Χβεντόρ, ήθελα να σε παρακαλέσω. to|that|you say|||I wanted|to|you|I ask - You see, Uncle Xventor, I wanted to ask you. Ελόγου σου, μαθές, τώρα πια δεν πρόκειται να περπατήσεις και δε σου χρειάζονται πια τα ποδήματα. your own|to you|you know|now|anymore|not|I intend|to|you walk|and|not|to you|they are needed|anymore|the|shoes Well, you know, now you can no longer walk and you no longer need the shoes. Κι ήθελα να σε παρακαλέσω να μου τα δώσεις εμένα, που τα δικά μου λιώσανε ολότελα. and|I wanted|to|you|I ask|to|to me|the|you give|me|that|the|own|my|they melted|completely And I wanted to ask you to give them to me, since mine have completely worn out.

Ο άρρωστος είχε γυρίσει το κουρασμένο κεφάλι στο γυαλιστερό κύπελλο και με τα ανάρια, μακριά μουστάκια του βουτηγμένα στο σκούρο νερό, έπινε αχόρταγα και με κόπο. the|sick man|he had|turned|the|tired|head|to the|shiny|cup|and|with|the|thin|long|mustaches|his|dipped|in the|dark|water|he drank|greedily|and|with|effort The sick man had turned his tired head towards the shiny cup and with his thin, long mustaches dipped in the dark water, he drank greedily and with effort. Τα μπερδεμένα γένια του ήτανε βρόμικα και τα βουλωμένα, θολά μάτια του στράφηκαν αργά-αργά και κοίταξαν το παλικάρι. the|tangled|beard|his|they were|dirty|and|the|clogged|cloudy|eyes|his|they turned|||and|they looked|the|young man His tangled beard was dirty and his clogged, cloudy eyes slowly turned and looked at the young man. Σαν παράτησε το νερό, θέλησε να σηκώσει το χέρι του για να σφουγγίσει τα βρεμένα χείλη του, μα δεν το κατόρθωσε και σφουγγίστηκε πάνω στο μανίκι του σάκου που κρεμόταν κοντύτερα. when|he left|the|water|he wanted|to|he raised|the|hand|his|to|to|he wiped|the|wet|lips|his|but|not|it|he managed|and|he wiped himself|on|the|sleeve|his|bag|that|it was hanging|closer As he left the water, he wanted to raise his hand to wipe his wet lips, but he couldn't manage it and wiped them on the sleeve of the bag that hung closer. Ανάσαινε σωπαίνοντας με μεγάλη δυσκολία και κρατούσε τα μάτια στυλωμένα στο παλικάρι, ώσπου να μπορέσει να μιλήσει. he breathed|silently|with|great|difficulty|and|he held|the|eyes|fixed|on|young man|until|to|he could|to|he spoke He breathed silently with great difficulty and kept his eyes fixed on the young man until he could speak.

- Μα μπορεί κιόλας να τα έχεις κανενού υποσχεθεί είπε το παλικάρι. but|he can|already|to|them|you have|no one|you promised|he said|the|young man - But you might have promised them to someone else, said the young man. Το ζήτημα είναι πως κάνει μεγάλη υγρασία έξω και μένα μου έλαχε κάποια καλή δουλειά. the|issue|is|that|it makes|great|humidity|outside|and|me|to me|it fell to me|some|good|job The issue is that it is very humid outside and I happened to get a good job. Για τούτο σκέφτηκα να σε παρακαλέσω να μου δώσεις τα ποδήματά του. for|this|I thought|to|you|I ask|to|to me|you give|the|bicycles|his For this reason, I thought to ask you to give me his bicycles. Μα αν τυχόν τα θες για ελόγου σου, πες μου το. but|if|perhaps|them|you want|for|your own|you|say|to me|it But if you happen to want them for yourself, let me know.

Μέσα στο στήθος του αρρώστου κάτι άρχισε να αναταράζεται και να βράζει. inside|in the|chest|of the|sick person|something|it started|to|it stirs|and|to|it boils Inside the chest of the sick person, something began to stir and boil. Έσκυψε και ταραζόταν σύγκορμος από το βήχα που τον έπνιγε, δίχως να ξεσπάσει ανακουφιστικά. he bent|and|he was getting agitated|completely|from|the|cough|that|him|it was choking|without|to|he burst out|relieved He bent down and was shaking all over from the cough that was choking him, without breaking out in relief.

- Τι να τα κάνει ατός του τα ποδήματά; - ξεφώνισε ξαφνικά η μαγείρισσα όλο θυμό. what|to|them|he does|he|his|them|bicycles|she shouted|suddenly|the|cook|full of|anger - What is he going to do with his bicycles? - the cook suddenly shouted in anger. Δυο μήνες τώρα δεν κατέβηκε από το πατάρι. two|months|now|not|he went down|from|the|attic For two months now he hasn't come down from the loft. Κοίτα τον σαν τραντάζεται. look|him|as|he shakes Look at him as he trembles. Πονάνε τα σωθικά του ανθρώπου ακούγοντας τον μονάχα. they hurt|the|insides|of the|man|hearing|him|only The insides of a person hurt just by hearing him. Τι να τα κάνει τα ποδήματα; Δεν πρόκειται να τον θάψουνε με καινούργια ποδήματα. what|to|the|he does|the|shoes|not|is going|to|him|they will bury|with|new|shoes What good are the shoes? They are not going to bury him with new shoes. Κι ωστόσο, από καιρό θα έπρεπε να έχει πεθάνει. and|yet|for|a while|will|should|to|he has|died And yet, he should have died a long time ago. Θεέ μου σχώρα με. God|my|forgive|me God, forgive me. Άκου τον πως τυραννιέται. listen|him|how|he is suffering Listen to how he is suffering. Μακάρι να μπορούσανε να τον μεταφέρουνε κάπου αλλού! I wish|to|they could|to|him|they transfer|somewhere|else I wish they could transfer him somewhere else! Λένε πως υπάρχουνε στις πολιτείες τόσα και τόσα νοσοκομεία. they say|that|they exist|in the|states|so many|and|so many|hospitals They say there are so many hospitals in the states. Γιατί και τούτο κατάντησε ανυπόφερτο. because|and|this|it has become|unbearable Because this has become unbearable. Έπιασε όλο το πατάρι μόνος του, δυο μήνες τώρα. he caught|all|the|attic|alone|his|two|months|now He has taken the whole attic by himself for two months now. Δεν έχουμε πού να γυρίσουμε. not|we have|where|to|we return We have nowhere to go back to. Κι από πάνου μας βάνουν πόστα κάθε τόσο για την πάστρα. and|from|above|us|they put|posts|every|so often|for|the|cleaning And on top of that, they keep putting up posts for cleaning every now and then.

- Ε, Σεριόγα! well|Serioğa - Well, Serio! Έλα στ' αμάξι σου, τ' αφεντικά περιμένουν, φώναξε από την πόρτα ο σταθμάρχης. come|to the|car|your|the|bosses|they are waiting|he shouted|from|the|door|the|stationmaster "Come to your car, the bosses are waiting," shouted the stationmaster from the door. Ο Σεριόγα έκανε να φύγει δίχως να πάρει απάντηση, μα ο γέρος, μέσα στο βήχα του, του έγνεψε με τα μάτια πως ήθελε να του μιλήσει. the|Seryoga|he made|to|leave|without|to|he took|answer|but|the|old man|inside|in the|cough|his|to him|||||||||speak Serioga was about to leave without answering, but the old man, amidst his coughing, signaled with his eyes that he wanted to speak to him.

- Πάρτα τα ποδήματά, Σεριόγα, κατάφερε να πει, σαν απόβηξε και ξανάσανε λιγάκι. take them|the|bicycles|Seryoga|he managed|to|say|as|he coughed|and|he breathed again|a little - Take the bicycles, Serioga, he managed to say, as he coughed and breathed a little. Μονάχα, άκουσε με, ν' αγοράσεις μια πέτρα για τον τάφο μου, σαν πεθάνω, πρόσθεσε βραχνά. only|listen|to me|to|you buy|a|stone|for|the|grave|my|when|I die|he added|hoarsely Just listen to me, buy a stone for my grave when I die, he added hoarsely.

- Σ' ευχαριστώ, μπάρμπα. to you|I thank|uncle - Thank you, uncle. Τα παίρνω το λοιπόν. them|I take|therefore| So I'm taking it. Κι όσο για την πέτρα, έχεις το λόγο μου. and|as far as|for|the|stone|you have|the|word|my And as for the stone, you have my word.

- Τ' ακούσατε ούλοι σας και σεις παιδιά, μπόρεσε να προσθέσει ακόμα ο άρρωστος και ξανάσκυψε πνιγμένος από το βήχα. them|you heard|all|you|and|you|children|he was able|to|he added|still|the|sick person|and|he bent down again|choking|from|the|cough - You all heard it, and you too kids, the sick man was able to add even more and bent down again, choked by the cough.

- Καλά, καλά. well|well - Alright, alright. Τ' ακούσαμε, αποκρίθηκε ένας αμαξάς. it|we heard|he replied|a|coachman We heard it, replied a coachman. Και συ, Σεριόγα, κάνε γρήγορα, γιατί να, ξανάρχεται τρέχοντας ο σταθμάρχης. and|you|Serio|make|quickly|because|that|he is coming back|running|the|stationmaster And you, Serio, hurry up, because look, the station master is coming back running. Είναι βλέπεις, εκείνη η άρρωστη κυρά από το Σίρκινο. it is|you see|that|the|sick|lady|from|the|Sirkino You see, it's that sick lady from Sirkinos.

Ο Σεριόγα, με μια γρήγορη κίνηση, τράβηξε κι έβγαλε τα ποδήματα που φορούσε και που ήταν πολύ μεγάλα για το πόδι του και καταξεσκισμένα και τα πέταξε κάτω από τον πάγκο. the|Seryoga|with|a|quick|movement|he pulled|and|he took off|the|shoes|that|he was wearing|and|that|they were|very|big|for|the|foot|his|and|torn|and|the|he threw|down|from|the|counter Serioga, with a quick motion, pulled off and took off the shoes he was wearing, which were too big for his foot and torn, and threw them under the counter. Τα ολοκαίνουργια ποδήματα του γέρου του ήρθανε καλούπι κι αφού τα φόρεσε έφυγε βιαστικά, καμαρώνοντάς τα. the|brand new|shoes|his|old man|to him|they came|fitting|and|after|them|he wore|he left|hurriedly|showing off|them The brand new shoes of his old man fit perfectly, and after he put them on, he hurriedly left, proudly showing them off.

- Με γεια τα ποδήματα! with|health|the|shoes - Nice shoes! Μα είναι για να 'ναι, μωρέ Σεριόγα. but|they are|to|to|be|you know|Seryoga But they are meant to be, you know, Seriga. Έλα να στ' αλείψω λίγο κατράμι, του είπε ο συνάδελφός του του άλλου αμαξιού και καθώς το παλικάρι ανέβαινε στη θέση του, του άλειψε καλά-καλά. come|to|it|I will smear|a little|tar|to him|he said|the|colleague|his|to him|other|cart|and|as|it|young man|he was climbing|to the|seat|his|to him|he smeared|| "Come let me smear some tar on you," his colleague from the other cart said to him, and as the young man climbed into his seat, he smeared it on well. Στα χάρισε; them|he gave "Did he give them to you?"

- Μπας και ζήλεψες; - έκανε ο Σεριόγα, τυλίγοντας με τις ποδιές του πανωφοριού του τα πόδια του προτού να καθίσει. perhaps|and|you got jealous|he said|the|Seryoga|wrapping|with|the|aprons|his|outer garment|his||||before|to|he sat "Are you jealous?" said Seriogha, wrapping the hem of his coat around his legs before sitting down. Μπρος τώρα. forward|now "Now forward." Ε, σεις, φιλαράκοι! well|you|buddies Well, you guys! Φώναξε στ' άλογα, κινώντας το μαστίγι. he shouted|to the|horses|moving|the|whip He shouted to the horses, waving the whip. Και τα δυο οχήματα με τους επιβάτες, με τις βαλίτσες και τα δέματα, ξεκίνησαν μέσα στη γκρίζα φθινοπωριάτικη καταχνιά, κυλώντας γοργά τις ρόδες τους πάνω στο μουσκεμένο δρόμο. and|the|two|vehicles|with|the|passengers|with|the|suitcases|and|the|packages|they started|inside|in the|gray|autumn|haze|rolling|quickly|their|wheels|on|on|the|wet|road And both vehicles with the passengers, with the suitcases and packages, set off into the gray autumn mist, rolling their wheels quickly over the wet road.

Ο άρρωστος αμαξάς έμεινε μέσα σε κείνη την αποπνιχτική ατμόσφαιρα, ξαπλωμένος στο πατάρι. the|sick|coachman|he stayed|inside|in|that|the|suffocating|atmosphere|lying|on the|loft The sick coachman remained in that suffocating atmosphere, lying on the loft. Γύρισε με κόπο από την άλλη μεριά, δίχως να κατορθώσει ν' αποβήξει και ζάρωσε εκεί δα. he turned|with|effort|from|the|other|side|without|to|he managed|to|he would leave|and|he shrank|there|right He turned over with difficulty to the other side, unable to cough up and shrank there. Ίσαμε το βράδυ κόσμος πολύς, μπαινόβγαινε, γευμάτιζε, δειπνούσε, μα ο άρρωστος δεν ακουγόταν. until|the|evening|people|many|he was coming and going|he was having lunch|he was having dinner|but|the|sick person|not|he was heard Until evening, many people came and went, had lunch, dined, but the sick person was not heard. Προτού νυχτώσει η μαγείρισσα σκαρφάλωσε στο πατάρι για να πάρει το ζεστό σάκο της. before|it gets dark|the|cook|she climbed|to the|attic|to|to|she takes|the|warm|bag|her Before nightfall, the cook climbed up to the attic to get her warm bag.

- Μη βαρυγκωμάς άλλο, Ναστάσια, μουρμούρισε ο γέρος, κοντεύει η ώρα που θα σ' αδειάσω τη γωνία. don't|you complain|anymore|Nastasia|he murmured|the|old man|it's nearing|the|time|that|will|you|I will clear|the|corner - Don't groan anymore, Nastasia, the old man murmured, the time is approaching when I will clear you out of the corner.

- Καλά, καλά. okay|okay - Okay, okay. Δεν βαρυγκωμάω του αποκρίθηκε εκείνη. not|I complain|to him|she replied|that one I'm not complaining, she replied. Τι σου πονάει μπάρμπα; Για πες μου. what|to you|it hurts|uncle|for|say|to me What hurts you, uncle? Tell me.

- Λιώσανε ούλα μου τα σωθικά. they melted|all|my|the|guts - All my insides have melted. Ο Θεός να βάλει το χέρι του. the|God|to|put|the|hand|his May God put His hand.

- Θα σου πονάει, πρέπει κι ο λαιμός, σαν βήχεις. Ε; will|to you|it hurts|must|also|the|throat|when|you cough|eh - It must hurt, your throat too, when you cough. Right?

- Ούλα πονάνε. Ο θάνατος μου έφτασε. everything|they hurt|the|death|to me|it has come - Everything hurts. Death has reached me. Αυτό είναι. this|is That's it. Ωχ, ωχ, ωχ! oh|oh|oh Oh, oh, oh! αγκομάχησε. he groaned he groaned.

- Να έχεις τα ποδάρια σου έτσι δα σκεπασμένα, είπε η Ναστάσια, σκεπάζοντάς του τα πόδια καθώς κατέβαινε. to|you have|the|feet|your|like this|so|covered|she said|the|Nastasia|covering him|his|the|feet|as|he was going down - Keep your feet covered like that, said Nastasia, covering his feet as she went down. Τη νύχτα το λαμπάκι φώτιζε αχνά το δωμάτιο. the|night|the|little light|it illuminated|dimly|the|room At night, the little lamp dimly lit the room. Η Ναστάσια και καμιά δεκαριά αμαξάδες κοιμόνταν ξαπλωμένοι καταγής και πάνω στους πάγκους με άγρια ροχαλητά. the|Nastasia|and|no|ten or so|drivers|they were sleeping|lying|on the ground|and|on|the|benches|with|wild|snoring Nastasia and about ten coachmen were sleeping sprawled on the ground and on the benches with loud snoring. Μονάχα ο άρρωστος αγκομαχούσε σιγανά, σιγόβηχε και στριφογύριζε στο πατάρι. only|the|sick|he was groaning|quietly|he was coughing softly|and|he was tossing|in the|attic Only the sick man was quietly gasping, softly coughing, and tossing around in the loft. Κατά τα ξημερώματα ησύχασε ολότελα. around|the|dawn|he calmed down|completely By dawn, he was completely quiet.

- Παράξενο όνειρο που έβλεπα απόψε στον ύπνο μου, έλεγε η μαγείρισσα, σαν ξύπνησε το πρωινό. strange|dream|that|I was seeing|tonight|in the|sleep|my|she was saying|the|cook|as|she woke up|the|morning - Strange dream I had tonight in my sleep, said the cook when she woke up in the morning. Σάμπως λέει ο μπάρμπα-Χβεντόρ να κατέβηκε από το πατάρι και πήγε να κόψει ξύλα. perhaps|he says|the|||to|he went down|from|the|attic|and|he went|to|cut|wood Isn't it said that Uncle Hvendor came down from the attic and went to chop wood? Έλα Νάστια, μου λέει, να σε βοηθήσω. come|Nastia|to me|he says|to|you|I help Come on Nastia, he says to me, let me help you. Και πού μπορείς εσύ, του λέω, να κόψεις ξύλα. and|where|you can|you|to him|I say|to|you cut|wood And where can you, I say to him, chop wood. Μα κείνος άδραξε το τσεκούρι, και δος του να κόβει ξύλα, με τέτοια γρηγοράδα, τι να σας πω; Τα πελεκούδια ξεπετάγονταν βροχή. but|he|he grabbed|the|axe|and|give|to him|to|he cuts|wood|with|such|speed|what|to|to you|I say|the|hatchets|they were popping out|rain But he grabbed the axe, and off he went chopping wood, with such speed, what can I tell you? The chips were flying like rain. Μα συ, ήσουνα άρρωστος του λέω. but|you|you were|sick|to him|I say But you, I told him, you were sick. Όχι, μου λέει. no|to me|he says No, he says to me. Είμαι γιατρεμένος τώρα. I am|healed|now I am healed now. Και σηκώνει με μια φόρα το τσεκούρι, φοβερίζοντάς με, τόσο που έμπηξα μια φωνή από την τρομάρα μου και ξύπνησα. and|he lifts|me|one|motion|the|axe|threatening|me|so|that|I let out|a|scream|from|the|fright|my|and|I woke up And he lifts the axe with a force, threatening me, so much that I let out a scream from my fright and woke up. Λέτε να πέθανε τη νύχτα; Μπάρμπα-Χβεντόρ, ε μπάρμπα! you say|to|he died|the|night|uncle||| Do you think he died during the night? Uncle-Hvendor, hey uncle!

Ο άρρωστος δεν αποκρινόταν. the|sick|not|he was responding The sick man did not respond.

- Θα έχει γούστο να πόθανε. will|he has|taste|to|he died - It would be interesting if he died. Για να δω, είπε ένας από τους αμαξάδες που είχανε ξυπνήσει. for|to|I see|he said|one|from|the|coachmen|who|they had|woken up Let's see, said one of the coachmen who had woken up.

Το κοκαλιάρικο χέρι με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, που κρεμόταν από το πατάρι ήτανε παγωμένο και κίτρινο. the|skinny|hand|with|the|reddish-blond|fur|that|was hanging|from|the|attic|it was|frozen|and|yellow The skinny hand with the reddish-blonde fur, hanging from the loft, was cold and yellow.

- Πρέπει να πάμε να το πούμε του σταθμάρχη. must|to|we go|to|it|we say|to the|stationmaster - We need to go tell the stationmaster. Φαίνεται να έχει πεθάνει, συμπέρανε ο αμαξάς. it seems|to|he has|died|he concluded|the|coachman It seems he has died, concluded the coachman.

Ο άρρωστος δεν είχε συγγενείς. the|sick person|not|he had|relatives The sick man had no relatives. Είχε ξεπέσει σε κείνα τα μέρη, από κάποιο μακρινό χωριό. he had|fallen|in|those|the|places|from|some|distant|village He had fallen into disrepute in those parts, from some distant village. Την άλλη μέρα τον έθαψαν στο καινούριο νεκροταφείο, πίσω από το δασάκι, κι η Ναστάσια κάμποσες ημέρες εξακολουθούσε να διηγιέται σ' όλους τ' όνειρό της και πως εκείνη πρώτη κατάλαβε πως ο Φιοντόρ πέθανε. her|next|day|him|they buried|in the|new|cemetery|behind|from|the|small forest|and|the|Nastasia|several|days|she continued|to|narrate|to|everyone|the|dream|her|and|that|she|first|she understood|that|the|Fyodor|he died The next day they buried him in the new cemetery, behind the little forest, and Nastasia continued for several days to tell everyone about her dream and how she was the first to understand that Fyodor had died.

PAR_TRANS:gpt-4o-mini=4.89 PAR_CWT:AvJ9dfk5=5.63 en:AvJ9dfk5 openai.2025-02-07 ai_request(all=56 err=0.00%) translation(all=110 err=0.00%) cwt(all=1198 err=2.42%)