26//
Κοντά στο πηγάδι υπήρχαν τα ερείπια ενός παλιού πέτρινου τοίχου. Όταν γύρισα από τη δουλειά μου, το άλλο βράδυ, είδα από μακριά τον μικρό μου πρίγκιπα καθισμένο εκεί πάνω, με τα πόδια κρεμασμένα. Και τον άκουσα που μιλούσε: «Δεν θυμάσαι πλέον;» έλεγε. «Δεν είναι ακριβώς εδώ!» Μια άλλη φωνή θα του απάντησε, αναμφίβολα, γιατί ξανάπε: «Ναι, ναι! Η μέρα είναι σωστή, μα δεν είναι εδώ το μέρος…» Συνέχισα τον δρόμο μου προς τον τοίχο. Ούτε έβλεπα ούτε άκουγα κανέναν. Ωστόσο, ο μικρός πρίγκιπας ξανάπε: «…Ασφαλώς. Θα δεις πού αρχίζουν τα ίχνη μου πάνω στην άμμο. Δεν έχεις παρά να με περιμένεις εκεί! Θα 'ρθω εκεί απόψε». Ήμουν σε είκοσι μέτρα απόσταση από τον τοίχο, και ακόμα δεν έβλεπα τίποτα. Ο μικρός πρίγκιπας είπε μετά από ένα μικρό διάστημα σιωπής: «Έχεις καλό δηλητήριο; Είσαι σίγουρο πως δεν θα με κάνεις να υποφέρω πολύ;» Σηκώθηκα αμέσως, με σφιγμένη καρδιά, χωρίς να καταλαβαίνω ακόμα. «Πήγαινε τώρα σπίτι…» είπε, «θέλω να ξανακατέβω!» Τότε χαμήλωσα κι εγώ τα μάτια προς τη βάση του τοίχου και αναπήδησα! Ήταν εκεί κάτω, σηκωμένο προς τον μικρό πρίγκιπα, ένα από εκείνα τα Κ 26 77 κίτρινα φίδια που σε σκοτώνουν μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα. Άρχισα να τρέχω προς τα εκεί, ψάχνοντας στην τσέπη μου για να βρω το πιστόλι μου, μα, με το θόρυβο που έκανα, το φίδι γλίστρησε μέσα στην άμμο και, χωρίς να βιάζεται, τρύπωσε μέσα στις πέτρες μ' έναν ανάλαφρο μεταλλικό κρότο. Έφτασα στον τοίχο ακριβώς πάνω στην ώρα για να δεχτώ στην αγκαλιά μου τον μικρό μου πρίγκιπα, κάτασπρο σαν το χιόνι. «Τι είναι πάλι αυτή η ιστορία! Μιλάς τώρα και με τα φίδια!» Έλυσα το αιώνιο κασκόλ του στο χρώμα του χρυσού. Του έβρεξα τα μηνίγγια και του έδωσα να πιει. Και πλέον δεν τολμούσα τώρα να τον ρωτήσω τίποτα. Με κοίταξε σοβαρά και πέρασε τα χέρια του γύρω στον λαιμό μου. Ένιωθα την καρδιά του να χτυπάει όπως η καρδιά ενός ετοιμοθάνατου πουλιού που το έχουν χτυπήσει με καραμπίνα. Μου είπε: «Είμαι χαρούμενος που βρήκες τι έλειπε από τη μηχανή σου. Θα μπορέσεις να ξαναγυρίσεις στον τόπο σου…» «Πώς το ξέρεις;» Ερχόμουν ακριβώς για να του ανακοινώσω πως, πέρα από κάθε ελπίδα, τα είχα καταφέρει! Δεν απάντησε στην ερώτησή μου αλλά πρόσθεσε: «Κι εγώ γυρίζω σήμερα στον τόπο μου…» Ύστερα, μελαγχολικά: «Είναι πολύ πιο μακριά… είναι πολύ πιο δύσκολο…» Ένιωθα πως συνέβαινε κάτι παράξενο και ασυνήθιστο. Τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου όπως ένα μικρό παιδάκι και όμως μου φαινόταν πως κατρακυλούσε κατακόρυφα σε μια άβυσσο χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα για να τον κρατήσω… Το βλέμμα του ήταν σοβαρό, χαμένο μακριά: «Έχω το αρνάκι σου. Και έχω και το κουτί για το αρνάκι. Κι έχω και το φίμωτρο…» Και χαμογέλασε μελαγχολικά. 78 Περίμενα αρκετά. Ένιωθα πως συνερχόταν λίγο λίγο: «Μικρέ, φοβήθηκες…» Και βέβαια είχε φοβηθεί! Μα χαμογέλασε γλυκά: «Θα φοβηθώ πολύ περισσότερο απόψε…» Πάλι ένιωσα να παγώνω απ' το αίσθημα του ανεπανόρθωτου. Και κατάλαβα πως δεν άντεχα την ιδέα ότι δεν θα άκουγα ποτέ πια αυτό το γέλιο. Ήταν για μένα σαν μια πηγή μέσα στην έρημο. «Μικρέ, θέλω να σε ακούσω να γελάς πάλι…» Μα εκείνος μου είπε: «Απόψε θα συμπληρωθεί ένας χρόνος. Το αστέρι μου θα βρίσκεται ακριβώς πάνω απ' το μέρος όπου προσγειώθηκα πέρυσι». «Μικρέ, πες μου πως δεν είναι παρά ένα κακό όνειρο αυτή η ιστορία με το φίδι, το ραντεβού και το αστέρι…» Αλλά δεν απάντησε στην ερώτησή μου. Μου είπε: «Αυτό που είναι σημαντικό, δεν φαίνεται…» «Φυσικά…» «Είναι όπως με το λουλούδι. Αν αγαπάς ένα λουλούδι που βρίσκεται σ' ένα αστέρι, είναι όμορφο τη νύχτα να κοιτάς τον ουρανό. Όλα τα αστέρια είναι ανθισμένα. Όπως και με το νερό. Αυτό που μου έδωσες να πιω ήταν σαν μουσική χάρη στο μαγκάνι και το σκοινί… θυμάσαι… ήταν καλό». «Φυσικά…» «Θα βλέπεις τη νύχτα τα αστέρια. Το δικό μου είναι πολύ μικρό για να σου δείξω πού βρίσκεται. Είναι καλύτερα έτσι. Το αστέρι μου θα είναι για σένα ένα απ' όλα τα αστέρια. 79 Έτσι, θα σου αρέσει να τα κοιτάζεις όλα… Θα γίνουν όλα φίλοι σου… Κι ύστερα θα σου κάνω κι ένα δώρο…» Γέλασε πάλι. «Α! μικρέ, μικρέ, μου αρέσει να ακούω αυτό το γέλιο!» «Αυτό ακριβώς θα είναι το δώρο μου… θα είναι όπως και με το νερό…» «Τι θέλεις να πεις;» «Οι άνθρωποι έχουν αστέρια που δεν είναι τα ίδια. Γι' αυτούς που ταξιδεύουν, τα αστέρια είναι οδηγοί. Γι' άλλους δεν είναι παρά μικρά φωτάκια. Γι' άλλους που είναι σοφοί, είναι προβλήματα. Για τον επιχειρηματία μου, ήταν χρυσάφι. Μα όλα αυτά τα αστέρια σωπαίνουν. Εσύ θα έχεις αστέρια που δεν θα τα έχει κανένας». «Τι θέλεις να πεις;» «Όταν θα κοιτάζεις τον ουρανό, τη νύχτα, αφού θα κατοικώ σ' ένα από αυτά, αφού θα γελώ σ' ένα από αυτά, θα είναι τότε για σένα σαν να γελάνε όλα τα αστέρια. Εσύ θα έχεις αστέρια που θα ξέρουν να γελούν!» Και γέλασε πάλι. «Και όταν θα παρηγορηθείς (πάντα παρηγορείται κανείς), θα είσαι ευχαριστημένος που με έχεις γνωρίσει. Θα είσαι πάντοτε φίλος μου. Θα σου έρχεται να γελάσεις μαζί μου. Και θα ανοίγεις καμιά φορά το παράθυρό σου, έτσι, για ευχαρίστηση… Και οι φίλοι σου θα παραξενευτούν βλέποντας εσένα να γελάς κοιτάζοντας τον ουρανό. Τότε θα τους πεις: ναι, τα αστέρια με κάνουν πάντα να γελάω! Και θα σε περάσουν για τρελό. Θα σου έχω σκαρφιστεί έτσι μια άσχημη βρωμοδουλειά…» Και γέλασε πάλι. «Θα είναι σαν να σου έχω δώσει, αντί γι' αστέρια, ένα σωρό κουδουνάκια που ξέρουν να γελούν…» Και γέλασε για ακόμη μια φορά. Έπειτα σοβάρεψε πάλι: «Απόψε, ξέρεις, μην έρθεις». «Δεν θα σ' εγκαταλείψω». 80 «Θα φαίνομαι άρρωστος… Θα φαίνομαι λιγάκι σαν ετοιμοθάνατος. Έτσι είναι. Μην έρθεις να το δεις αυτό, δεν αξίζει τον κόπο…» «Δεν θα σ' εγκαταλείψω». Όμως ανησυχούσε. «Στο λέω αυτό… εξαιτίας του φιδιού. Δεν πρέπει να σε δαγκώσει… Τα φίδια είναι μοχθηρά. Μπορεί να σε δαγκώσει έτσι, για ευχαρίστηση…» «Δεν θα σ' εγκαταλείψω». Μα κάτι τον καθησύχασε: «Είναι αλήθεια πως δεν τους απομένει δηλητήριο για δεύτερη δαγκωνιά…» Εκείνη τη νύχτα δεν τον είδα που ξεκίνησε. Το έσκασε αθόρυβα. Όταν κατάφερα να τον φτάσω, βάδιζε αποφασιστικά, με γρήγορο βήμα. Μου είπε μονάχα: «Α! Εδώ βρίσκεσαι…» Και μ' έπιασε από το χέρι. Στεναχωριόταν όμως ακόμη: «Λάθος έκανες. Θα πονέσεις. Θα φαίνομαι σαν ετοιμοθάνατος και δεν θα είναι αλήθεια…» Εγώ σώπαινα. «Καταλαβαίνεις. Είναι πολύ μακριά. Δεν μπορώ να πάρω μαζί μου αυτό το σώμα. Είναι πολύ βαρύ». Εγώ σώπαινα. Έχασε λίγο το κουράγιο του. Μα έκανε μια προσπάθεια ακόμα: «Θα είναι όμορφα, ξέρεις. Θα κοιτάζω κι εγώ τα αστέρια. Όλα τα αστέρια θα είναι πηγάδια μ' ένα σκουριασμένο μαγκάνι. Όλα τα αστέρια θα μου δίνουν να πιω…» Εγώ σώπαινα. «Θα είναι τόσο διασκεδαστικό! Θα έχεις πεντακόσια εκατομμύρια 81 κουδουνάκια, θα έχω πεντακόσια εκατομμύρια πηγές…» Και σώπασε κι αυτός, επειδή έκλαιγε… «Έτσι είναι. Άφησέ με να κάνω ένα βήμα μόνος μου». Και κάθισε γιατί φοβόταν. Είπε ακόμα: «Ξέρεις… το λουλούδι μου… είμαι υπεύθυνος γι' αυτό! Κι είναι τόσο λεπτοκαμωμένο! Είναι τόσο απλοϊκό. Έχει τέσσερα ανώφελα αγκάθια για να αμυνθεί ενάντια στον κόσμο…» Κι εγώ κάθισα καθώς δεν μπορούσα πια να σταθώ όρθιος. Είπε: «Να… Αυτό είναι όλο…» Δίστασε λιγάκι ακόμα κι ύστερα σηκώθηκε. Έκανε ένα βήμα. Εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ. Δεν είδα τίποτα πέρα από μια κίτρινη αστραπή κοντά στον ουρανό. Έμεινε για μια στιγμή ακίνητος. Δεν φώναξε. Έπεσε απαλά, όπως πέφτει ένα δέντρο. Και δεν έκανε καθόλου θόρυβο χάρη στην άμμο.