24-25//
Βρισκόμασταν στην όγδοη μέρα μετά τη βλάβη μου στην έρημο κι είχα ακούσει την ιστορία του εμπόρου πίνοντας την τελευταία σταγόνα από το νερό που μου απόμεινε. «Αχ!» είπα στον μικρό πρίγκιπα «οι αναμνήσεις σου είναι πολύ ωραίες αλλά δεν έχω φτιάξει ακόμη το αεροπλάνο μου, δεν έχω πια τίποτα να πιω και θα ήμουνα ευτυχισμένος αν μπορούσα να πάω κι εγώ αργά αργά σε μια πηγή!» «Η φίλη μου η αλεπού» μου είπε… «Μικρέ μου, δεν έχει καμία σχέση η αλεπού!» «Γιατί;» «Γιατί θα πεθάνουμε από τη δίψα…» Μου απάντησε χωρίς να καταλάβει τον συλλογισμό μου: «Είναι ωραίο να έχεις αποκτήσει έναν φίλο ακόμη κι αν είναι να πεθάνεις. Εγώ είμαι πολύ χαρούμενος που είχα για φίλη μου μια αλεπού…» Δεν υπολογίζει τον κίνδυνο, σκέφτηκα. Δεν νιώθει ποτέ ούτε πείνα, ούτε δίψα. Λίγος ήλιος του αρκεί… Αλλά με κοίταξε και απάντησε στη σκέψη μου: «Κι εγώ διψάω… Ας ψάξουμε για κάποιο πηγάδι…» Έκανα μια βαριεστημένη κίνηση: είναι παράλογο να ψάχνεις έτσι στην τύχη να βρεις πηγάδι μέσα στην αχανή έρημο. Ωστόσο αρχίσαμε να περπατάμε. Έχοντας περπατήσει για ώρες, σιωπηλοί, η νύχτα έπεσε και τα αστέρια άρχισαν να λάμπουν. Τα κοίταζα όπως μέσα σ' όνειρο, έχοντας λίγο πυρετό εξαιτίας της δίψας μου. Τα λόγια του μικρού πρίγκιπα χόρεψαν μέσα στη μνήμη μου: «Ώστε κι εσύ διψάς;» τον ρώτησα. Αλλά δεν απάντησε καθόλου στην ερώτησή μου. Μου είπε απλά: Β 24 71 «Το νερό μπορεί επίσης να κάνει καλό και στην καρδιά…» Δεν κατάλαβα την απάντησή του αλλά σώπασα… Ήξερα καλά πως δεν έπρεπε να τον ρωτάω. Ήταν κουρασμένος. Κάθισε. Κάθισα κι εγώ πλάι του. Και, μετά από ένα διάστημα σιωπής, είπε: «Τα αστέρια είναι όμορφα χάρη σ' ένα λουλούδι που δεν το βλέπουμε καθόλου…» Απάντησα «φυσικά» και κοίταζα σιωπηλός τους αμμολόφους υπό το φως του φεγγαριού. «Η έρημος είναι όμορφη» πρόσθεσε… Κι ήταν αλήθεια. Πάντα αγαπούσα την έρημο. Κάθεσαι πάνω σ' έναν αμμόλοφο. Δεν φαίνεται τίποτα. Δεν ακούγεται τίποτα. Κι όμως κάτι λάμπει σιωπηλά… «Αυτό που ομορφαίνει την έρημο» είπε ο μικρός πρίγκιπας, «είναι πως κάπου κρύβει ένα πηγάδι…» Ξαφνιάστηκα που κατάλαβα απότομα αυτό το μυστήριο της λάμψης της άμμου. Όταν ήμουν μικρό αγόρι, κατοικούσα σ' ένα παλιό σπίτι κι ο θρύλος έλεγε έναν θησαυρό που ήταν θαμμένος σ' αυτό. Φυσικά, ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να τον ανακαλύψει ή ίσως να μην έψαξε καν. Όμως ο θρύλος έδινε σ' αυτό το σπίτι κάτι μαγευτικό. Το σπίτι μου έκρυβε ένα μυστικό στα βάθη της καρδιάς του… «Ναι» είπα στον μικρό πρίγκιπα «είτε πρόκειται για σπίτι είτε γι' αστέρια ή έρημο, αυτό που τα ομορφαίνει είναι αόρατο!» «Χαίρομαι» είπε «που συμφωνείς με την αλεπού μου». Καθώς ο μικρός πρίγκιπας αποκοιμήθηκε, τον σήκωσα στην αγκαλιά μου και συνέχισα την πορεία. Ήμουν συγκινημένος. Ένιωθα σαν να κουβαλούσα έναν εύθραυστο θησαυρό. Μου φαινόταν πως δεν υπήρχε τίποτα πιο εύθραυστο πάνω στη Γη. Κοιτούσα στο φως του φεγγαριού αυτό το χλωμό μέτωπο, αυτά τα κλειστά μάτια, αυτές τις μπούκλες των μαλλιών που ανέμιζαν κι έλεγα μέσα μου: αυτό 72 που βλέπω δεν είναι παρά μόνο η φλούδα. Το πιο σημαντικό είναι αόρατο… Καθώς τα χείλη του άνοιξαν ελαφρώς, ένα χαμόγελο φάνηκε και σκέφτηκα: «Αυτό που με συγκινεί τόσο έντονα σ' αυτόν τον μικρό πρίγκιπα που κοιμάται, είναι η αφοσίωσή του για ένα λουλούδι, είναι η εικόνα ενός τριαντάφυλλου που λάμπει μέσα του σαν τη φλόγα ενός λυχναριού ακόμη κι όταν κοιμάται…» Και τον αισθανόμουν ακόμη πιο εύθραυστο. Πρέπει να προστατεύουμε καλά τις λάμπες: ένα φυσηματάκι του ανέμου μπορεί να τις σβήσει… Και, περπατώντας έτσι, ανακάλυψα κατά τα ξημερώματα ένα πηγάδι. 73 «Οι άνθρωποι» είπε ο μικρός πρίγκιπας «χώνονται μέσα σε υπερταχείες μα δεν ξέρουν πια τι ψάχνουν. Έτσι συγχύζονται και γυρίζουν διαρκώς γύρω γύρω…» Και πρόσθεσε: «Αυτό δεν αξίζει τον κόπο…» Το πηγάδι που είχαμε βρει δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα πηγάδια της Σαχάρας. Τα πηγάδια της Σαχάρας είναι απλές τρύπες σκαμμένες στην άμμο. Αυτό εδώ έμοιαζε με πηγάδι του χωριού. Μα εκεί δεν υπήρχε κανένα χωριό και νόμιζα πως ονειρευόμουν. «Είναι παράξενο» είπα στον μικρό πρίγκιπα «όλα είναι έτοιμα: το μαγκάνι, ο κουβάς και το σκοινί…» Γέλασε, έπιασε το σκοινί και γύρισε το μαγκάνι. Και το μαγκάνι στέναξε όπως ένα παλιό ανεμοδούρι που το φυσά ο άνεμος έπειτα από αρκετά χρόνια. «Ακούς;» είπε ο μικρός πρίγκιπας «ξυπνάμε το πηγάδι κι αυτό τραγουδάει…» Δεν ήθελα να κουραστεί με την προσπάθεια: «Άφησε εμένα να το κάνω» του είπα «είναι πολύ βαρύ για σένα». Μαλακά ανέβασα τον κουβά ως την άκρη του πηγαδιού. Τον στερέωσα καλά. Στ' αυτιά μου ηχούσε ακόμη το τραγούδι του μαγκανιού και, μέσα στο νερό που έτρεμε ακόμη, είδα να τρεμοπαίζει ο ήλιος. 25 74 «Διψώ γι' αυτό εδώ το νερό» είπε ο μικρός πρίγκιπας «δώσε μου να πιω…» Και κατάλαβα τι ήταν αυτό που έψαχνε! Σήκωσα τον κουβά μέχρι τα χείλη του. Ήπιε με κλειστά τα μάτια. Ήταν γλυκό όπως μια γιορτή. Αυτή είχε γεννηθεί από την πορεία κάτω από τα αστέρια, από το τραγούδι του μαγκανιού, από την προσπάθεια των χεριών μου. Έδινε χαρά στην καρδιά όπως ένα δώρο. Όταν ήμουν μικρό αγόρι, το φως του χριστουγεννιάτικου δέντρου, η μουσική της μεσονύχτιας λειτουργίας, η γλυκύτητα από τα χαμόγελα αντανακλούσαν όλη τη λάμψη του χριστουγεννιάτικου δώρου που δεχόμουν. «Οι άνθρωποι του τόπου σου» είπε ο μικρός πρίγκιπας «καλλιεργούν πέντε χιλιάδες τριαντάφυλλα στον ίδιο κήπο… και δεν βρίσκουν καθόλου αυτό που ψάχνουν…» «Δεν το βρίσκουν καθόλου» απάντησα… «Κι όμως αυτό που ψάχνουν θα μπορούσε να βρεθεί σ' ένα μόνο τριαντάφυλλο ή σε λίγο νερό…» Κι ο μικρός πρίγκιπας πρόσθεσε: «Όμως τα μάτια είναι τυφλά. Πρέπει να ψάχνεις με την καρδιά». Είχα πιει. Ανέπνεα καλά. Η άμμος, τα ξημερώματα, έχει το χρώμα του μελιού. Ήμουν ευτυχισμένος και από αυτό το χρώμα του μελιού. Γιατί όμως αισθανόμουν ότι με κυρίευε η λύπη… «Πρέπει να τηρήσεις την υπόσχεσή σου» μου είπε σιγά ο μικρός πρίγκιπας που κάθισε πάλι στο πλάι μου. «Ποια υπόσχεση;» «Ξέρεις… ένα φίμωτρο για το αρνάκι μου… είμαι υπεύθυνος γι' αυτό το λουλούδι!» Έβγαλα από την τσέπη μου το μπλοκ με τα σκίτσα μου. Ο μικρός πρίγκιπας τα κοίταξε και είπε γελώντας: «Τα μπαομπάμπ σου μοιάζουν λιγάκι με λάχανα…» «Α!» Κι εγώ που ήμουν τόσο περήφανος για τα μπαομπάμπ! 75 «Η αλεπού σου… τα αυτιά της… μοιάζουν λιγάκι με κέρατα… κι είναι πολύ μεγάλα!» Και γέλασε πάλι. «Είσαι άδικος, μικρέ μου, δεν ήξερα να ζωγραφίζω τίποτα άλλο πέρα από βόες, ως προς το εξωτερικό και το εσωτερικό τους». «Ω! Μη σε νοιάζει» είπε «τα παιδιά ξέρουν». Σκιτσάρισα λοιπόν ένα φίμωτρο. Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά καθώς του το έδινα: «Έχεις σχέδια που δεν τα γνωρίζω…» Μα δεν μου απάντησε καθόλου. Μου είπε: «Ξέρεις από τότε που προσγειώθηκα στη Γη… αύριο κλείνει ένας χρόνος…» Έπειτα από μια περίοδο σιωπής είπε: «Προσγειώθηκα κάπου εδώ κοντά…» Και κοκκίνισε. Και πάλι, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί, ένιωσα μια περίεργη λύπη. Ωστόσο μία ερώτηση μου ήρθε: «Δηλαδή το πρωί που συναντηθήκαμε, πριν οχτώ μέρες, δεν περιπλανιόσουν τυχαία, μόνος σου, χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή! Ξαναγύρισες εκεί όπου είχες προσγειωθεί». Ο μικρός πρίγκιπας κοκκίνισε πάλι. Δεν απαντούσε ποτέ σε ερωτήσεις αλλά όταν κανείς κοκκινίζει, αυτό σημαίνει «ναι», έτσι δεν είναι; «Αχ!» του είπα «φοβάμαι…» Αλλά μου απάντησε: «Πρέπει να δουλέψεις τώρα. Πρέπει να επιστρέψεις στη μηχανή σου. Σε περιμένω εδώ. Έλα πάλι αύριο βράδυ…» Μα δεν ήμουν καθησυχασμένος. Θυμόμουν την αλεπού. Κινδυνεύεις να κλάψεις λιγάκι όταν αφήνεσαι να σ' εξημερώσουν…