×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 3. V. Η εξομολόγηση μιας φλογερής καρδιάς —με το κεφάλι κάτω

3. V. Η εξομολόγηση μιας φλογερής καρδιάς —με το κεφάλι κάτω

ΤΩΡΑ, είπε ο Αλιόσα, ξέρω το πρώτο μισό τούτης της υπόθεσης.

— Το πρώτο μισό το καταλαβαίνεις: είναι δράμα και παίχτηκε εκεί. Όσο για το δεύτερο μισό, τούτο είναι τραγωδία και θα παιχτεί δω πέρα.

— Απ' το δεύτερο μισό. ως τα τώρα, δεν καταλαβαίνω τίποτα, είπε ο Αλιόσα.

— Αμ' εγώ; Μήπως τάχα εγώ καταλαβαίνω;

— Για στάσου, Ντιμήτρι, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι σπουδαίο:

Πες μου, είσαι αρραβωνιαστικός της, είσαι και τώρα, έτσι δεν είναι;

— Δεν αρραβωνιάστηκα αμέσως μα μόλις ύστερ' από τρεις μήνες μετά από κείνο που σου είπα. Την άλλη κιόλας μέρα, ύστερ' από κείνο που 'γινε, είπα μέσα μου πως όλα πια είχαν τελειώσει, δε θα υπάρξει καμιά συνέχεια. Να πάω και να της προσφέρω το χέρι μου, μου φαινόταν ποταπό. και κείνη, όλες τις έξη βδομάδες που' μείνε στην πολιτεία μας, δε μου 'στειλε ούτε μια λέξη, ούτε μια είδηση. Έξω από μια φορά, είν' αλήθεια: την επόμενη μέρα της επίσκεψής της, ήρθε βιαστικά βιαστικά η καμαριέρα της και χωρίς να μου πει λέξη μου 'δωσε από μέρους της ένα φάκελο. Πάνω στο φάκελο: τ' όνομά μου. Ανοίγω —τα ρέστα απ' τις 5.000. Τους χρειάζονταν μονάχα τέσσερεις χιλιάδες πεντακόσια, μα πουλώντας την ομολογία χάσανε πάνω από διακόσια ρούβλια. Μου' στείλε κάπου διακόσια εξήντα ρούβλια, δε θυμάμαι πια και καλά. Και μονάχα τα λεφτά μου 'στείλε. Ούτε μια λέξη, ούτε μια σημείωση, ούτε μια εξήγηση. Έψαξα μέσα στο φάκελο μήπως υπάρχει κανένα σημείωμα, όμως τίποτα! Το λοιπόν και 'γω άρχισα να γλεντάω με τα υπόλοιπα ρούβλια μου, τόσο που ο καινούργιος ταγματάρχης αναγκάστηκε τελικά να μου κάνει παρατήρηση. Όμως ο παλιός ταγματάρχης παράδωσε το ταμείο εντάξει. Όλοι απορήσανε γιατί κανένας δεν πίστευε πια πως θα 'χε ακόμα αυτό το ποσό ακέραιο. Τα παράδωσε κι αρρώστησε, κρεβατώθηκε, έμεινε έτσι τρεις βδομάδες, ύστερα έπαθε ξαφνικά μαλάκυνση του εγκεφάλου και σε πέντε μέρες πέθανε. Τον κηδέψανε με στρατιωτικές τιμές γιατί δεν είχαν προφτάσει ακόμα να τον αποστρατεύσουν. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα, η αδερφή της και η θεία, μόλις κηδέψανε τον πατέρα, ύστερ' από δέκα μέρες, τράβηξαν για τη Μόσχα. Και μονάχα πριν απ' την αναχώρηση, την ίδια ακριβώς μέρα που φύγανε, (εγώ δεν τις είδα κι ούτε τις ξεπροβόδισα), παίρνω ένα μπιλιετάκι μπλέ, δαντελωτό, και πάνω του μια αράδα με μολύβι: «Θα σας γράψω, περιμένετε. Κ.». Τίποτ' άλλο.

Τη συνέχεια θα στην πω πολύ σύντομα. Στη Μόσχα τα πράγματα εξελίχθηκαν με τη γρηγοράδα αστραπής και ήταν τόσο αναπάντεχα όσο κι ένα αραβικό παραμύθι. Κείνη η στρατηγίνα, η πιο σπουδαία συγγενής της, χάνει άξαφνα και μονομιάς τις δυό πιο κοντινές της κληρονόμους, τις δυό πιο κοντινές της ανιψιές, —πεθάνανε και οι δυό την ίδια βδομάδα από ευλογιά. Η συντριμμένη γριά υποδέχτηκε την Κάτια σαν πραγματική κόρη της, σαν άστρο σωτηρίας, αφοσιώθηκε σ' αυτήν, άλλαξε τη διαθήκη της και τ' άφηνε όλα σε κείνην. Όμως αυτό ήταν μελλοντικό. Προς το παρόν της έδωσε ογδόντα χιλιάδες· να η προίκα σου, σαν να της έλεγε, κάντηνε ότι θέλεις. Ήταν μια υστερική γυναίκα, τη γνώρισα αργότερα στη Μόσχα. Τότε λοιπόν λαβαίνω ξαφνικά με το ταχυδρομείο τεσσερισήμιση χιλιάδες ρούβλια και φυσικά μένω κατάπληχτος κι άλαλος. Τρεις μέρες αργότερα έρχεται και το γράμμα που μου είχε υποσχεθεί. Και τώρα το 'χω πάνω μου, θα το 'χω πάντα, και θα πεθάνω μ' αυτό, —θέλεις να στο δείξω; Πρέπει χωρίς άλλο να το διαβάσεις: μου προτείνει να γίνει γυναίκα μου, αυτή μονάχη της μου το προτείνει, «σας αγαπώ παράφορα κι ας μη μ' αγαπάτε σεις, το ίδιο μου κάνει, γενείτε μονάχα άντρας μου. Μη φοβάστε, σε τίποτα δε θα σας γίνω εμπόδιο, θα 'μαι ένα σας έπιπλο, το χαλί που πάνω του πατάτε... Θέλω να σας αγαπώ παντοτινά, θέλω να σας σώσω απ' τον ίδιο τον εαυτό σας...» Αλιόσα, εγώ δεν αξίζω ούτε να επαναλάβω τούτες τις γραμμές με τις πρόστυχες λέξεις μου και το πρόστυχο ύφος μου, το παντοτινά πρόστυχο ύφος μου που ποτέ δεν μπόρεσα να το διορθώσω. Μ' έσφαξε τούτο το γράμμα κι ως τα σήμερα το νιώθω αυτό. Και μήπως τώρα ησύχασα, μήπως νομίζεις πως και σήμερα δεν υποφέρω; Τότε της απάντησα αμέσως (δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να πάω ο ίδιος στη Μόσχα). Με δάκρυα της έγραψα. Για ένα πράμα είναι που πάντα θα ντρέπομαι: της θύμισα πως τώρα είναι πλούσια με προίκα και πως εγώ δεν είμαι παρά ένας απένταρος χυδαίος. Σκέψου! Της μίλησα για λεφτά! Θα 'πρεπε να συγκρατηθώ, μα μου ξέφυγε μονάχο του απ' την πένα μου. Έγραψα τότε αμέσως και στον Ιβάν που βρισκόταν στη Μόσχα και του τα εξήγησα όλα στο γράμμα όσο μπορούσα' το γράμμα έπιασε έξη φύλλα, κι έστειλα τον Ιβάν να πάει να τη δει. Γιατί με κοιτάς έτσι; Ναι, βέβαια, ο Ιβάν την ερωτεύτηκε, είναι και τώρα ερωτευμένος, το ξέρω, έκανα βλακεία σύμφωνα με τη δική σας αντίληψη, την κοσμική, μα ίσως-ίσως αυτή ακριβώς η βλακεία είναι που θα μας σώσει τώρα όλους! Ου! Μήπως δε βλέπεις τάχα πώς τον θαυμάζει και πώς τον σέβεται; Μήπως μπορεί, συγκρίνοντας τους δυό μας, ν' αγαπάει έναν άνθρωπο σαν και μένα και μάλιστα ύστερ' απ' όσα γίνανε δω πέρα;

— Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος πως αγαπάει έναν σαν εσένα κι όχι σαν εκείνον.

— Αυτή αγαπάει την αρετή της κι όχι εμένα, είπε σχεδόν χωρίς να το θέλει ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς με θυμό.

Άρχισε να γελάει, όμως αμέσως τα μάτια του λάμψανε, κατακοκκίνισε και χτύπησε δυνατά τη γροθιά του στο τραπέζι.

— Σ' ορκίζομαι, Αλιόσα, φώναξε τρομερά και ειλικρινά θυμωμένος με τον εαυτό του,— κι αν θέλεις πίστεψέ το, αν δε θες μην το πιστεύεις· όμως, μα το Θεό σου λέω, κι ορκίζομαι στ' όνομα του Χριστού, πως αν και ειρωνεύτηκα τώρα μόλις τα ανώτερα αισθήματά της, ξέρω πως εγώ έχω χιλιάδες και χιλιάδες φορές πιο τιποτένια ψυχή και πως τούτα της τα αισθήματα είναι ειλικρινά όσο θα 'ταν κι ενός επουράνιου αγγέλου. Κι αυτό ακριβώς είναι η τραγωδία, πως το ξέρω με απόλυτη βεβαιότητα. Τι κι αν ρητορεύει καμιά φορά μια στάλα ο άνθρωπος; Μήπως και 'γω δε ρητορεύω τώρα; Κι όμως είμαι ειλικρινής, πολύ ειλικρινής. Όσο για τον Ιβάν, το καταλαβαίνω πολύ καλά με τι μίσος θα κοιτάζει τώρα τον κόσμο, έχοντας μάλιστα ένα τέτοιο μυαλό! Γιατί ποιος προτιμήθηκε; Προτιμήθηκε ένα έκτρωμα που και δω ακόμα, όντας πια αρραβωνιασμένο κι όταν όλοι βλέπανε τι κάνει, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ακολασία του. Κι όλ' αυτά μπροστά στη μνηστή του! Κι όμως, νά που προτιμήθηκε ένας τέτοιος σαν και μένα κι ο άλλος απορρίφθηκε. Μα γιατί λοιπόν; Γιατί η κοπέλα, από ευγνωμοσύνη, θέλει να βιάσει τη ζωή και τη μοίρα της! Ανοησία! Εγώ δεν είπα τίποτα και ποτέ στον Ιβάν γι' αυτό το ζήτημα, κι ο Ιβάν δε μου 'πε λέξη εννοείται, ούτε τον παραμικρό υπαινιγμό δε μου 'κανε. Όμως τα πράματα θα πάρουν τον κανονικό τους δρόμο, ο άξιος θα πάρει τη θέση του κι ο ανάξιος θα κρυφτεί για πάντα στο σοκάκι του, στο βρώμικο σοκάκι του, στο σοκάκι που αγάπησε και του ταιριάζει, και κει, μέσα στο βούρκο και στη βρώμα, θα καταστραφεί θεληματικά και με ηδονή. Λέω, λέω, —τα λόγια μου όλα είναι φθαρμένα λες και τα πετάω στην τύχη, μα όπως το αποφάσισα έτσι και θα γίνει. Εγώ θα πνιγώ στο λασπωμένο σοκάκι μου και κείνη θα παντρευτεί τον Ιβάν.

— Για στάσου, αδερφέ μου, διέκοψε και πάλι εξαιρετικά ανήσυχος ο Αλιόσα, ένα πράμα δε μου εξήγησες ακόμα: Είσαι αρραβωνιασμένος, έτσι δεν είναι; Πώς λοιπόν θες να τα χαλάσεις μαζί της αφού εκείνη, η μνηστή σου, δεν το θέλει;

— Είμαι αρραβωνιασμένος κι ευλογήθηκα κιόλας απ' την εκκλησία. Όλα γίνανε στη Μόσχα, όταν πήγα κει πέρα, γίνανε με τελετή, με εικονίσματα, όλα καθωσπρέπει και με πολυτέλεια. Η στρατηγίνα μας έδωσε την ευχή της και —το πιστεύεις τάχα; —συνεχάρη μάλιστα την Κάτια: «Καλά διάλεξες», της είπε, εγώ βλέπω ως μέσα στην καρδιά του. Και —το πιστεύεις;— τον Ιβάν δεν τον αγάπησε κι ούτε τον συνεχάρη. Στη Μόσχα κουβέντιασα πολύ και με την Κάτια, της περιέγραψα τίμια τον εαυτό μου, ακριβώς όπως είμαι, με ειλικρίνεια. Τ' άκουσε όλα:

« Ήταν μια ταραχή γλυκιά Ήτανε λόγια τρυφερά»...

Μα, για να πούμε την αλήθεια, λόγια υπήρχαν και περήφανα. Με ανάγκασε τότε να της δώσω τη μεγάλη υπόσχεση πως θα διορθωθώ. Της υποσχέθηκα. Και να...

— Τι λοιπόν;

— Και να που σε φώναξα και σε κουβάλησα δω πέρα σήμερα —να τη θυμάσαι τη σημερινή ημερομηνία!— για να σε στείλω σήμερα κιόλας στην Κατερίνα Ιβάνοβνα και...

— Τι;

— Να της πεις πως δε θα πάω ποτέ πια στο σπίτι της και πως την αποχαιρετώ για πάντα.

— Μα είναι δυνατό κάτι τέτοιο;

— Μα γι' αυτό και στέλνω εσένα αντί να πάω εγώ. Γιατί ακριβώς είναι αδύνατο. Γιατί πώς μπορώ να της το πω ο ίδιος;

— Και πού θα πας λοιπόν;

— Στο σοκάκι.

— Στην Γκρούσενκα θες να πεις! αναφώνησε θλιμμένα ο Αλιόσα και χτύπησε τα χέρια του. Μα είναι δυνατόν λοιπόν ο Ρακίτιν να 'χει πει την αλήθεια; Και 'γω που νόμιζα πως θα πήγαινες εκεί λίγες φορές και πως αυτό είχε τελειώσει κιόλας.

— Ένας αρραβωνιασμένος να πηγαίνει; Μα είναι δυνατόν κάτι τέτοιο όταν έχει κανείς μια τέτοια μνηστή, και μπροστά σ' όλο τον κόσμο; Έχω και 'γω την τιμή μου, μη νομίζεις. Μόλις άρχισα να πηγαίνω στην Γκρούσενκα, έπαψα στο λεπτό να 'μαι αρραβωνιασμένος και τίμιος άνθρωπος. Το καταλαβαίνω αυτό, τι νομίζεις; Τι με κοιτάς; Στην αρχή πήγα βλέπεις να τη δείρω. Είχα μάθει, και τώρα πια το ξέρω θετικά, πως εκείνος ο λοχαγός, ο πληρεξούσιος του πατέρα μου, έδωσε στην Γκρούσενκα ένα γραμμάτιο δικό μου για να μου κάνει αγωγή και να μην κάνω πια το ζόρικο. Θέλανε να με φοβίσουν. Τότε λοιπόν και 'γω ξεκίνησα να ξυλοφορτώσω την Γκρούσενκα. Την είχα δει και προηγούμενα, έτσι τυχαία. Δε σου κάνει μεγάλη εντύπωση με την πρώτη ματιά. Ήξερα και τις σχέσεις της με το γέρο έμπορο που τώρα κοίτεται άρρωστος, μα θα της αφήσει όπως και να 'ναι ένα γερό πουγκί. Ήξερα ακόμα πως της αρέσει να κερδίζει λεφτά, πως κερδίζει, δανείζει με γερούς τόκους, η κανάγισσα, η κατεργάρα, που δε λυπάται κανέναν. Πήγα να τη δείρω μα έμεινα μαζί της. Λες και με χτύπησε κεραυνός, λες και μ' έπιασε πανούκλα, κι ως τα τώρα άρρωστος είμαι και ξέρω πως όλα πια έχουν τελειώσει, πως ποτέ δε θα μεταλλάξουν τα πράματα για μένα. Ο κύκλος της ζωής μου έχει κλείσει. Να η ιστορία μου. Και τότε, λες κι έγινε ξεπίτηδες, έτυχε να 'χω στην τσέπη μου, εγώ ο ζητιάνος τρεις χιλιάδες ρούβλια. Πήγαμε λοιπόν μαζί στο Μόκρογιε εικοσιπέντε βέρστια από δω, έφερα τσιγγάνους, τσιγγάνες, σαμπάνια, μέθυσα κει πέρα όλους τους μουζίκους, όλες τις κυράδες και τις κοπέλες, έβαλα κάτω τα χιλιάρικά μου. Σε τρεις μέρες έμεινα γυμνός σαν γυμνοσάλιαγκας, όμως ευτυχισμένος και περήφανος σάμπως αϊτός. Νομίζεις μήπως πως πέτυχα τίποτα; Μπα, ούτε από μακριά. Έχει κάτι απάνω της, σου λέω. Η Γκρούσενκα, η κατεργάρα, έχει ένα κάτι σ' όλο της το κορμί, που και στο ποδαράκι της έχει το καθρέφτισμά του, ακόμα και στο μικρό δαχτυλάκι τ' αριστερού της ποδιού. Το 'δα και το φίλησα, όμως αυτό ήταν όλο κι όλο, στ' ορκίζομαι! Μου λέει: «Αν θες σε παντρεύομαι έτσι όπως είσαι, αδέκαρος. Δος μου την υπόσχεση πως δε θα με δέρνεις και θα μ' αφήνεις να κάνω ό,τι θέλω, τότε ίσως και να σε πάρω». Και γελάει. Και τώρα γελάει!

Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς σηκώθηκε σχεδόν μανιασμένος απ' τη θέση του και ξάφνου έγινε σαν μεθυσμένος. Τα μάτια του κατακοκκίνησαν.

— Και συ θέλεις στ' αλήθεια να την παντρευτείς;

— Αν το θελήσει, την παίρνω αμέσως, κι αν δε θελήσει θα μείνω κι έτσι. Θα γίνω θυρωρός της. Εσύ... εσύ Αλιόσα.,. σταμάτησε άξαφνα μπροστά του κι αρπάζοντάς τον απ' τους ώμους άρχισε να τον τραντάζει: Μα το ξέρεις τάχα, το ξέρεις τάχα, αθώο μου αγόρι, πως όλα τούτα είναι εφιάλτης, αφόρητος εφιάλτης, γιατί εδώ υπάρχει μια σωστή τραγωδία! Μάθε λοιπόν, Αλεξέι, πως μπορεί να 'μαι τιποτένιος, με ταπεινά κι ολέθρια πάθη, μα κλέφτης, πορτοφολάς, λωποδύτης, ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ δεν μπορεί να 'ναι ποτέ. Όμως, μάθε τώρα πως είμαι ένας παλιοκλέφτης, ένας πορτοφολάς κι ένας λωποδύτης! Ακριβώς κείνο το πρωινό, λίγο πριν πάω να δείρω την Γκρούσενκα, με φωνάζει κείνο το ίδιο πρωινό η Κατερίνα Ιβάνοβνα και με τρομερή μυστικότητα, για να μην το μάθει προς το παρόν κανένας (το γιατί δεν το ξέρω, φαίνεται πως έτσι έπρεπε), με παρακαλάει να πάω στην πρωτεύουσα της επαρχίας κι από κει να στείλω με το ταχυδρομείο στην Αγάθια Ιβάνοβνα, στη Μόσχα, τρεις χιλιάδες ρούβλια κι αυτό για να μην το μάθει κανείς εδώ πέρα. Μ' αυτές λοιπόν τις τρεις χιλιάδες στην τσέπη βρέθηκα στο σπίτι της Γκρούσενκα και μ' αυτές πήγαμε τότε στο Μόκρογιε. Ύστερα προσποιήθηκα πως είχα πάει στην πολιτεία, μα δεν της έδωσα την απόδειξη του ταχυδρομείου, είπα πως τα λεφτά τα 'στειλα και πως την απόδειξη θα της την πάω κι ως τα τώρα δεν της την πήγα, το ξεχνάω τάχα. Τώρα τι λες και συ πως θα συμβεί; Να που σήμερα θα πας και θα της πεις: «σας αποχαιρετάει για πάντα». Και κείνη θα πει: «Και τα λεφτά;» Εσύ ακόμα θα μπορούσες να πεις: «Αυτός είναι ποταπός, φιλήδονος κι ένα πλάσμα πρόστυχο με ασυγκράτητα πάθη. Δεν τα 'στειλε τότε τα λεφτά σας μα τα σπατάλησε γιατί δεν μπορούσε να συγκρατηθεί, φέρθηκε σαν πραγματικό κτήνος». Αν όμως μπορούσες να προσθέσεις: «Μα δεν είναι και κλέφτης, να οι τρεις σας χιλιάδες, σας τις στέλνει πίσω, στείλτε τις μονάχη σας στην Αγάθια Ιβάνοβνα κι αυτός μου είπε να σας πω πως σας αποχαιρετάει για πάντα». Ενώ τώρα μπορεί να σου πει ξαφνικά: «Και πού είναι τα λεφτά;»

— Μίτια, είσαι δυστυχισμένος. Ναι, έτσι είναι. Μα όχι και τόσο πια όσο το νομίζεις. Μη σκοτώνεις τον εαυτό σου με την απελπισία, μην τον σκοτώνεις!

— Μπας και νομίζεις πως θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, αν δε βρω να της δώσω τις τρεις χιλιάδες; Αυτό είναι ακριβώς το σπουδαίο: πως δε θα τα τινάξω. Δεν έχω τώρα τη δύναμη, αργότερα ίσως το κάνω, μα τώρα, θα πάω στην Γκρούσενκα... Κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!

— Και τι θα κάνεις εκεί;

— Θα την παντρευτώ, θ' αξιωθώ να γίνω σύζυγός της κι αν τύχει κι έρθει κανένας εραστής, θα πάω στο άλλο δωμάτιο. Θα καθαρίζω τις λασπωμένες γαλότσες των φίλων της, θ' ανάβω το σαμοβάρι, θα της κάνω θελήματα...

— Η Κατερίνα Ιβάνοβνα θα τα καταλάβει όλα, είπε ξάφνου επίσημα ο Αλιόσα, θα καταλάβει όλον το βαθύ τούτο σπαραγμό και θα σε συγχωρέσει. Αυτή έχει μιαν ανώτερη διάνοια και θα δει πως δεν μπορεί να γίνει κανείς πιο δυστυχισμένος από σένα, θα το νιώσει αυτό.

— Δε θα τα συγχωρέσει όλα, είπε μ' ένα πικρό χαμόγελο ο Μίτια. Εδώ, αδερφέ μου, είναι κάτι που καμιά γυναίκα δεν μπορεί να το ανεχτεί. Ξέρεις τι θα 'ταν καλύτερο να γίνει;

— Τι;

— Να της επιστρέφω τις τρεις χιλιάδες.

— Μα πού να τις βρεις; Άκουσε, εγώ έχω δυό χιλιάδες, ο Ιβάν θα δώσει κι αυτός χίλιες· να που γίνονται τρεις. Πάρτες και δόστες.

— Και πότε θα τις έχω στο χέρι τούτες τις τρεις σου χιλιάδες; Κοντά στ' άλλα εσύ δεν είσαι ακόμα ενήλικος και πρέπει το δίχως άλλο, το δίχως άλλο σήμερα κιόλας να πας και να της πεις πως την αποχαιρετάω, με τα λεφτά ή χωρίς τα λεφτά, γιατί δεν μπορώ πια να το υποφέρω πιότερο έτσι που 'ρθαν τα πράματα. Αύριο θα 'ναι πια αργά. Πολύ αργά. Θα σε στείλω στον πατέρα.

— Στον πατέρα;

— Ναι, στον πατέρα. Απ' αυτόν να ζητήσεις τις τρεις χιλιάδες.

— Μα αυτός, Μίτια, δε θα τις δώσει.

— Αυτό έλειπε κιόλας να τις δώσει. Το ξέρω πως δε θα τις δώσει. Ξέρεις τάχα, Αλεξέι, τι θα πει απελπισία!

— Ξέρω.

— Άκου: νομικά, δε μου χρωστάει τίποτα. Όλα όσα είχα να πάρω του τα πήρα, αυτό το ξέρω. Όμως ηθικά μου χρωστάει. Έτσι δεν είναι; Γιατί αυτός άρχισε με τις εικοσιοχτώ χιλιάδες της μητέρας και κέρδισε εκατό. Ας μου δώσει μονάχα τρεις χιλιάδες απ' τις εικοσιοχτώ, μονάχα τρεις κι ας βγάλει την ψυχή μου απ' την κόλαση και θα συγχωρεθούν τότε πολλές του αμαρτίες! Εγώ τότε, στο λόγο της τιμής μου, δε θα 'χω πια καμιάν απαίτηση και θα τον αφήσω για πάντα ήσυχο. Του δίνω για τελευταία φορά την ευκαιρία να φερθεί σαν πατέρας. Πες του πως ο ίδιος ο Θεός του στέλνει τούτη την ευκαιρία.

— Μίτια, με κανέναν τρόπο δε θα τις δώσει.

— Το ξέρω πως δε θα τις δώσει, και μάλιστα τώρα. Γιατί ξέρω ακόμα και τούτο: Μόλις τώρα τελευταία, ίσως και χτες μόλις, έμαθε για πρώτη φορά στα σοβαρά (σημείωσέ το), πως η Γκρούσενκα ίσως και στ' αλήθεια δεν αστειεύεται και πως μπορεί πραγματικά να κάνει το σάλτο μορτάλε και να με πάρει. Τον ξέρει αυτός τον χαρακτήρα της, την ξέρει και τι γάτα είναι. Ε, λοιπόν, μπορεί τώρα να μου δώσει λεφτά για να με βοηθήσει σ' αυτό, την ώρα που κι ο ίδιος είναι ξετρελαμένος μαζί της; Και δεν είναι μονάχα αυτό, έχω να σου πω και τούτο δω. Ξέρω πως εδώ και πέντε μέρες έχει ξεχωρίσει κιόλας τρεις χιλιάδες ρούβλια, όλο κατοστάρικα, τα 'κανε πακέτο, πάτησε πέντε σφραγίδες και τα 'δεσε σταυρωτά με μια κόκκινη κορδέλα. Βλέπεις με τι λεπτομέρειες τα ξέρω! Και πάνω στο πακέτο έχει γράψει: «Για τον άγγελό μου την Γκρούσενκα, αν τυχόν θελήσει να' ρθει» το 'γραψε μόνος του αυτό —κάτι ορνιθοσκαλίσματα —κρυφά και μυστικά, και κανένας δεν το ξέρει πως έχει έτοιμα τούτα τα λεφτά, εκτός απ' τον υπηρέτη Σμερντιακόβ που ο γέρος πιστεύει στην τιμιότητά του όσο και στη δική του. Το λοιπόν τώρα είναι η τρίτη ή και η τέταρτη μέρα που περιμένει την Γκρούσενκα, ελπίζει πως θα' ρθει να πάρει το πακέτο, την ειδοποίησε, και κείνη του απάντησε πως «ίσως και να 'ρθω». Όμως αν θα πάει στο γέρο, μπορώ τάχα να την παντρευτώ; Το καταλαβαίνεις τώρα λοιπόν γιατί μένω δω πέρα κρυμμένος και παραφυλάω;

— Εκείνην;

— Εκείνην. Ο Θωμάς νοικιάζει δω πέρα ένα δωματιάκι. Ο Θωμάς είναι απ' τα μέρη μας, παλιός φαντάρος. Είναι στη δούλεψή τους δω πέρα, τους κάνει το φύλακα τη νύχτα, και τη μέρα πάει και κυνηγάει τσαλαπετεινούς και μ' αυτό ζει. Έτσι λοιπόν και 'γω μπορώ και μένω εδώ. Ούτε αυτός ούτε και οι νοικοκυρές ξέρουν το μυστικό, πως παραφυλάω δηλαδή εδώ που κάθομαι.

— Μονάχα ο Σμερντιακόβ το ξέρει;

— Μονάχα αυτός. Αυτός θα με ειδοποιήσει κιόλας αν πάει εκείνη στο γέρο.

— Αυτός σου είπε για το πακέτο;

— Αυτός. Είναι πολύ μεγάλο μυστικό. Ακόμα κι ο Ιβάν δεν ξέρει ούτε για τα λεφτά, ούτε για τίποτα. Κι ο γέρος στέλνει τον Ιβάν στην Τσερμασνιά για δυο-τρεις μέρες: Βρέθηκε ένας αγοραστής για το δάσος' δίνει οχτώ χιλιάδες και λοιπόν ο γέρος παρακαλάει τον Ιβάν: «Βοήθησέ με, καλέ μου, πήγαινε συ» για δυό τρεις μέρες δηλαδή. Κι αυτό για να μην είναι δω όταν θα 'ρθει η Γκρούσενκα.

— Ώστε και σήμερα περιμένει την Γκρούσενκα;

— Όχι, σήμερα δε θα 'ρθει, φαίνεται πως δε θα 'ρθει. Σίγουρα δε θα 'ρθει! φώναξε ξαφνικά ο Μίτια. Έτσι υπολογίζει κι ο Σμερντιακόβ. Ο πατέρας τώρα μεθοκοπάει, κάθεται στο τραπέζι μαζί με τον Ιβάν. Πήγαινε, Αλεξέι και γύρεψέ του τούτες τις τρεις χιλιάδες...

— Μίτια, καλέ μου, μα τι έπαθες; αναφώνησε ο Αλιόσα και πήδηξε απ' τη θέση του καρφώνοντας το βλέμμα του στον εξημμένο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

Για μια στιγμή σκέφτηκε πως είχε τρελαθεί.

— Τι συμβαίνει; Δεν έχασα ακόμα τα λογικά μου, πρόφερε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς κοιτάζοντάς τον επίμονα και μάλιστα κάπως θριαμβευτικά. Σε στέλνω στον πατέρα και ξέρω τι κάνω:

Πιστεύω στο θαύμα.

— Στο θαύμα;

— Στο θαύμα της Θείας Πρόνοιας. Ο Θεός βλέπει την καρδιά μου, βλέπει όλη την απελπισία μου. Βλέπει όλη τούτη τη σκηνή. Μπορεί τάχα να επιτρέψει να γίνει κάτι που θα 'ναι τρομερό; Αλιόσα, πιστεύω στο θαύμα, Πήγαινε!

— Θα πάω. Για πες μου όμως. Εδώ θα περιμένεις;

— Ναι. Το καταλαβαίνω πως θ' αργήσεις, καταλαβαίνω πως δεν μπορείς να πας και να του το πεις έτσι αμέσως! Τώρα είναι μεθυσμένος. Θα περιμένω και τρεις ώρες και τέσσερεις και πέντε και έξι και εφτά μονάχα πρέπει να ξέρεις πως σήμερα, έστω και τα μεσάνυχτα, θα πας στην Κατερίνα Ιβάνοβνα με τα λεφτά ή και χωρίς τα λεφτά και θα πεις: σας αποχαιρετάει. Θέλω να πεις ακριβώς τούτη τη φράση: «σας αποχαιρετάει μ' όλο του το σεβασμό».

— Μίτια! Κι αν έρθει η Γκρούσενκα σήμερα... Κι αν όχι σήμερα, αύριο ή μεθαύριο;

— Η Γκρούσενκα; Θα τη δω, θα τρέξω και θα την εμποδίσω...

— Κι αν...

— Κι αν γίνει το «αν» θα σκοτώσω. Δε θ' αντέξω πια.

— Ποιον θα σκοτώσεις;

— Το γέρο. Αυτή δε θα τη σκοτώσω.

— Τι 'ναι αυτά που λες, αδερφέ μου!

— Μα δεν ξέρω, δεν ξέρω... Ίσως να μη σκοτώσω, ίσως όμως και να σκοτώσω. Φοβάμαι πως θα μου φανεί σιχαμερό το μούτρο του εκείνη τη στιγμή. Σιχαίνομαι το προγούλι του, τη μύτη του, τα μάτια του, την αδιάντροπη ειρωνεία του. Μου φέρνει αναγούλα το μούτρο του. Να, αυτό είναι που φοβάμαι. Μπορεί και να μη συγκρατηθώ...

— Θα πάω, Μίτια. Πιστεύω πως ο Θεός θα τα κανονίσει όσο καλύτερα μπορεί για να μη συμβεί τίποτα τρομερό.

Και 'γω θα κάθομαι δω πέρα και θα περιμένω το θαύμα. Μα αν δε γίνει, τότε...

Ο Αλιόσα τράβηξε σκεφτικός για το σπίτι του πατέρα του.


3. V. Η εξομολόγηση μιας φλογερής καρδιάς —με το κεφάλι κάτω 3. V. Das Bekenntnis eines feurigen Herzens - Kopf runter 3. V. The confession of a fiery heart - head down

ΤΩΡΑ, είπε ο Αλιόσα, ξέρω το πρώτο μισό τούτης της υπόθεσης. NOW, said Aliosha, I know the first half of this case.

— Το πρώτο μισό το καταλαβαίνεις: είναι δράμα και παίχτηκε εκεί. - You can understand the first half: it's a drama and it was set there. Όσο για το δεύτερο μισό, τούτο είναι τραγωδία και θα παιχτεί δω πέρα. As for the second half, that's a tragedy and it will be played out here.

— Απ' το δεύτερο μισό. - From the second half. ως τα τώρα, δεν καταλαβαίνω τίποτα, είπε ο Αλιόσα. So far, I don't understand anything, said Aliosa.

— Αμ' εγώ; Μήπως τάχα εγώ καταλαβαίνω; - What about me? Do I understand?

— Για στάσου, Ντιμήτρι, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι σπουδαίο: - Wait a minute, Dimitri, I wanted to ask you something important:

Πες μου, είσαι αρραβωνιαστικός της, είσαι και τώρα, έτσι δεν είναι; Tell me, you're her fiancé, you're her fiancé now, aren't you?

— Δεν αρραβωνιάστηκα αμέσως μα μόλις ύστερ' από τρεις μήνες μετά από κείνο που σου είπα. - I didn't get engaged right away, but only three months after what I told you. Την άλλη κιόλας μέρα, ύστερ' από κείνο που 'γινε, είπα μέσα μου πως όλα πια είχαν τελειώσει, δε θα υπάρξει καμιά συνέχεια. The very next day, after what happened, I said to myself that everything was over, there would be no more. Να πάω και να της προσφέρω το χέρι μου, μου φαινόταν ποταπό. To go and offer her my hand seemed despicable. και κείνη, όλες τις έξη βδομάδες που' μείνε στην πολιτεία μας, δε μου 'στειλε ούτε μια λέξη, ούτε μια είδηση. and she, in all the six weeks she stayed in our state, never sent me a word, not even a message. Έξω από μια φορά, είν' αλήθεια: την επόμενη μέρα της επίσκεψής της, ήρθε βιαστικά βιαστικά η καμαριέρα της και χωρίς να μου πει λέξη μου 'δωσε από μέρους της ένα φάκελο. Except once, it's true: the next day of her visit, her maid came in a hurry and without a word she handed me an envelope from her. Πάνω στο φάκελο: τ' όνομά μου. On the envelope: my name. Ανοίγω —τα ρέστα απ' τις 5.000. I'm opening - change from 5,000. Τους χρειάζονταν μονάχα τέσσερεις χιλιάδες πεντακόσια, μα πουλώντας την ομολογία χάσανε πάνω από διακόσια ρούβλια. They only needed four thousand five hundred, but by selling the bond they lost over two hundred rubles. Μου' στείλε κάπου διακόσια εξήντα ρούβλια, δε θυμάμαι πια και καλά. He sent me somewhere two hundred and sixty rubles, I don't remember very well. Και μονάχα τα λεφτά μου 'στείλε. And just send me the money. Ούτε μια λέξη, ούτε μια σημείωση, ούτε μια εξήγηση. Not a word, not a note, not an explanation. Έψαξα μέσα στο φάκελο μήπως υπάρχει κανένα σημείωμα, όμως τίποτα! I looked in the envelope to see if there was a note, but nothing! Το λοιπόν και 'γω άρχισα να γλεντάω με τα υπόλοιπα ρούβλια μου, τόσο που ο καινούργιος ταγματάρχης αναγκάστηκε τελικά να μου κάνει παρατήρηση. So I also started partying with the rest of my rubles, so much so that the new major finally had to reprimand me. Όμως ο παλιός ταγματάρχης παράδωσε το ταμείο εντάξει. But the old major delivered the cash box all right. Όλοι απορήσανε γιατί κανένας δεν πίστευε πια πως θα 'χε ακόμα αυτό το ποσό ακέραιο. Everybody was surprised because nobody thought he would still have that amount intact. Τα παράδωσε κι αρρώστησε, κρεβατώθηκε, έμεινε έτσι τρεις βδομάδες, ύστερα έπαθε ξαφνικά μαλάκυνση του εγκεφάλου και σε πέντε μέρες πέθανε. He handed them over and fell ill, got sick, got into bed, stayed like that for three weeks, then suddenly had a sudden softening of the brain and died in five days. Τον κηδέψανε με στρατιωτικές τιμές γιατί δεν είχαν προφτάσει ακόμα να τον αποστρατεύσουν. They buried him with military honours because they had not yet had time to demobilise him. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα, η αδερφή της και η θεία, μόλις κηδέψανε τον πατέρα, ύστερ' από δέκα μέρες, τράβηξαν για τη Μόσχα. Katerina Ivanovna, her sister and aunt, after burying the father, after ten days, left for Moscow. Και μονάχα πριν απ' την αναχώρηση, την ίδια ακριβώς μέρα που φύγανε, (εγώ δεν τις είδα κι ούτε τις ξεπροβόδισα), παίρνω ένα μπιλιετάκι μπλέ, δαντελωτό, και πάνω του μια αράδα με μολύβι: «Θα σας γράψω, περιμένετε. And just before leaving, on the very day they left, (I didn't see them and I didn't send them away), I take a little blue, lacey ball, and on it a line in pencil: "I will write to you, wait. Κ.». Τίποτ' άλλο.

Τη συνέχεια θα στην πω πολύ σύντομα. I will tell you the rest very soon. Στη Μόσχα τα πράγματα εξελίχθηκαν με τη γρηγοράδα αστραπής και ήταν τόσο αναπάντεχα όσο κι ένα αραβικό παραμύθι. In Moscow things developed with the speed of lightning and were as unexpected as an Arabic fairy tale. Κείνη η στρατηγίνα, η πιο σπουδαία συγγενής της, χάνει άξαφνα και μονομιάς τις δυό πιο κοντινές της κληρονόμους, τις δυό πιο κοντινές της ανιψιές, —πεθάνανε και οι δυό την ίδια βδομάδα από ευλογιά. This general, her most important relative, loses suddenly and all at once her two nearest heirs, her two nearest nieces and nephews, both of whom died of smallpox the same week. Η συντριμμένη γριά υποδέχτηκε την Κάτια σαν πραγματική κόρη της, σαν άστρο σωτηρίας, αφοσιώθηκε σ' αυτήν, άλλαξε τη διαθήκη της και τ' άφηνε όλα σε κείνην. The crushed old woman welcomed Katia as her true daughter, as a star of salvation, devoted herself to her, changed her will and left everything to her. Όμως αυτό ήταν μελλοντικό. But that was in the future. Προς το παρόν της έδωσε ογδόντα χιλιάδες· να η προίκα σου, σαν να της έλεγε, κάντηνε ότι θέλεις. At present he gave her eighty thousand; here is your dowry, as if he said to her, do what you will. Ήταν μια υστερική γυναίκα, τη γνώρισα αργότερα στη Μόσχα. She was a hysterical woman, I met her later in Moscow. Τότε λοιπόν λαβαίνω ξαφνικά με το ταχυδρομείο τεσσερισήμιση χιλιάδες ρούβλια και φυσικά μένω κατάπληχτος κι άλαλος. So then I suddenly receive four and a half thousand roubles in the mail and of course I am amazed and speechless. Τρεις μέρες αργότερα έρχεται και το γράμμα που μου είχε υποσχεθεί. Three days later the letter he had promised me arrives. Και τώρα το 'χω πάνω μου, θα το 'χω πάντα, και θα πεθάνω μ' αυτό, —θέλεις να στο δείξω; Πρέπει χωρίς άλλο να το διαβάσεις: μου προτείνει να γίνει γυναίκα μου, αυτή μονάχη της μου το προτείνει, «σας αγαπώ παράφορα κι ας μη μ' αγαπάτε σεις, το ίδιο μου κάνει, γενείτε μονάχα άντρας μου. And now I've got it on me, I'll always have it on me, and I'll die with it, -would you like me to show you? You must read it without more: she proposes to be my wife, she alone proposes it to me, 'I love you madly, and though you love me not, she does the same to me, only be my husband. Μη φοβάστε, σε τίποτα δε θα σας γίνω εμπόδιο, θα 'μαι ένα σας έπιπλο, το χαλί που πάνω του πατάτε... Θέλω να σας αγαπώ παντοτινά, θέλω να σας σώσω απ' τον ίδιο τον εαυτό σας...» Αλιόσα, εγώ δεν αξίζω ούτε να επαναλάβω τούτες τις γραμμές με τις πρόστυχες λέξεις μου και το πρόστυχο ύφος μου, το παντοτινά πρόστυχο ύφος μου που ποτέ δεν μπόρεσα να το διορθώσω. Don't be afraid, I will not be a hindrance to you, I will be your furniture, the carpet you step on... I want to love you forever, I want to save you from yourself..." Alyosha, I am not even worthy to repeat these lines with my vile words and my vile style, my forever vile style that I have never been able to correct. Μ' έσφαξε τούτο το γράμμα κι ως τα σήμερα το νιώθω αυτό. This letter killed me and to this day I feel it. Και μήπως τώρα ησύχασα, μήπως νομίζεις πως και σήμερα δεν υποφέρω; Τότε της απάντησα αμέσως (δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να πάω ο ίδιος στη Μόσχα). And have I now become quiet, do you think that I am not suffering today? Then I answered her at once (there was no way I could go to Moscow myself). Με δάκρυα της έγραψα. With tears I wrote to her. Για ένα πράμα είναι που πάντα θα ντρέπομαι: της θύμισα πως τώρα είναι πλούσια με προίκα και πως εγώ δεν είμαι παρά ένας απένταρος χυδαίος. There is one thing I shall always be ashamed of: I reminded her that she is now rich with a dowry and that I am nothing but a broke vulgarian. Σκέψου! Think! Της μίλησα για λεφτά! I talked to her about money! Θα 'πρεπε να συγκρατηθώ, μα μου ξέφυγε μονάχο του απ' την πένα μου. I should have restrained myself, but it escaped my pen. Έγραψα τότε αμέσως και στον Ιβάν που βρισκόταν στη Μόσχα και του τα εξήγησα όλα στο γράμμα όσο μπορούσα' το γράμμα έπιασε έξη φύλλα, κι έστειλα τον Ιβάν να πάει να τη δει. Then I immediately wrote to Ivan, who was in Moscow, and explained everything to him in the letter as best I could; the letter took six pages, and I sent Ivan to go and see her. Γιατί με κοιτάς έτσι; Ναι, βέβαια, ο Ιβάν την ερωτεύτηκε, είναι και τώρα ερωτευμένος, το ξέρω, έκανα βλακεία σύμφωνα με τη δική σας αντίληψη, την κοσμική, μα ίσως-ίσως αυτή ακριβώς η βλακεία είναι που θα μας σώσει τώρα όλους! Why are you looking at me like that? Yes, of course, Ivan fell in love with her, he's in love now, I know, I did a stupid thing according to your worldly perception, but maybe-maybe it's exactly this stupid thing that will save us all now! Ου! Μήπως δε βλέπεις τάχα πώς τον θαυμάζει και πώς τον σέβεται; Μήπως μπορεί, συγκρίνοντας τους δυό μας, ν' αγαπάει έναν άνθρωπο σαν και μένα και μάλιστα ύστερ' απ' όσα γίνανε δω πέρα; Do you not see how he admires and respects him? Can he, comparing the two of us, love a man like me, and after all that has happened here?

— Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος πως αγαπάει έναν σαν εσένα κι όχι σαν εκείνον. - And yet I'm sure she loves someone like you, not like him.

— Αυτή αγαπάει την αρετή της κι όχι εμένα, είπε σχεδόν χωρίς να το θέλει ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς με θυμό. - She loves her virtue and not me, Dimitri Fyodorovich said almost unintentionally with anger.

Άρχισε να γελάει, όμως αμέσως τα μάτια του λάμψανε, κατακοκκίνισε και χτύπησε δυνατά τη γροθιά του στο τραπέζι. He started to laugh, but immediately his eyes lit up, he blushed and slammed his fist hard on the table.

— Σ' ορκίζομαι, Αλιόσα, φώναξε τρομερά και ειλικρινά θυμωμένος με τον εαυτό του,— κι αν θέλεις πίστεψέ το, αν δε θες μην το πιστεύεις· όμως, μα το Θεό σου λέω, κι ορκίζομαι στ' όνομα του Χριστού, πως αν και ειρωνεύτηκα τώρα μόλις τα ανώτερα αισθήματά της, ξέρω πως εγώ έχω χιλιάδες και χιλιάδες φορές πιο τιποτένια ψυχή και πως τούτα της τα αισθήματα είναι ειλικρινά όσο θα 'ταν κι ενός επουράνιου αγγέλου. - 'I swear to you, Alyosha,' he cried, terribly and sincerely angry with himself, 'and if you will believe it, if you will not, believe it not; but by God I say, and I swear by the name of Christ, that though I have just now scorned her higher feelings, I know that I have a thousand and a thousand times more base soul, and that these feelings are as sincere as those of a heavenly angel. Κι αυτό ακριβώς είναι η τραγωδία, πως το ξέρω με απόλυτη βεβαιότητα. And that's the tragedy, that I know with absolute certainty. Τι κι αν ρητορεύει καμιά φορά μια στάλα ο άνθρωπος; Μήπως και 'γω δε ρητορεύω τώρα; Κι όμως είμαι ειλικρινής, πολύ ειλικρινής. What if the man sometimes rhetoric a little bit? Do I not rant now? And yet I am honest, very honest. Όσο για τον Ιβάν, το καταλαβαίνω πολύ καλά με τι μίσος θα κοιτάζει τώρα τον κόσμο, έχοντας μάλιστα ένα τέτοιο μυαλό! As for Ivan, I understand very well with what hatred he will now look at the world, having such a mind! Γιατί ποιος προτιμήθηκε; Προτιμήθηκε ένα έκτρωμα που και δω ακόμα, όντας πια αρραβωνιασμένο κι όταν όλοι βλέπανε τι κάνει, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ακολασία του. Why was who preferred? Preference was given to an abomination who, even here, being now engaged, and when everyone saw what he was doing, could not restrain his debauchery. Κι όλ' αυτά μπροστά στη μνηστή του! And all this in front of his fiancée! Κι όμως, νά που προτιμήθηκε ένας τέτοιος σαν και μένα κι ο άλλος απορρίφθηκε. And yet, here was one such as me preferred and the other rejected. Μα γιατί λοιπόν; Γιατί η κοπέλα, από ευγνωμοσύνη, θέλει να βιάσει τη ζωή και τη μοίρα της! But why then? Because the girl, out of gratitude, wants to rape her life and her fate! Ανοησία! Nonsense! Εγώ δεν είπα τίποτα και ποτέ στον Ιβάν γι' αυτό το ζήτημα, κι ο Ιβάν δε μου 'πε λέξη εννοείται, ούτε τον παραμικρό υπαινιγμό δε μου 'κανε. I never said anything to Ivan about this matter, and Ivan didn't say a word to me, of course, not even the slightest hint. Όμως τα πράματα θα πάρουν τον κανονικό τους δρόμο, ο άξιος θα πάρει τη θέση του κι ο ανάξιος θα κρυφτεί για πάντα στο σοκάκι του, στο βρώμικο σοκάκι του, στο σοκάκι που αγάπησε και του ταιριάζει, και κει, μέσα στο βούρκο και στη βρώμα, θα καταστραφεί θεληματικά και με ηδονή. But things will take their normal course, the worthy will take his place and the unworthy will hide forever in his alley, his dirty alley, the alley that he loved and that suits him, and there, in the mud and the dirt, he will be destroyed willingly and with pleasure. Λέω, λέω, —τα λόγια μου όλα είναι φθαρμένα λες και τα πετάω στην τύχη, μα όπως το αποφάσισα έτσι και θα γίνει. I say, I say, -my words are all worn out as if I were throwing them away at random, but as I have decided so it shall be. Εγώ θα πνιγώ στο λασπωμένο σοκάκι μου και κείνη θα παντρευτεί τον Ιβάν. I will drown in my muddy alley and she will marry Ivan.

— Για στάσου, αδερφέ μου, διέκοψε και πάλι εξαιρετικά ανήσυχος ο Αλιόσα, ένα πράμα δε μου εξήγησες ακόμα: Είσαι αρραβωνιασμένος, έτσι δεν είναι; Πώς λοιπόν θες να τα χαλάσεις μαζί της αφού εκείνη, η μνηστή σου, δεν το θέλει; - "Wait a minute, my brother," interrupted Aliosha again, extremely worried, "there's one thing you haven't explained to me yet: You're engaged, aren't you? So how do you want to break up with her if she, your fiancée, doesn't want it?

— Είμαι αρραβωνιασμένος κι ευλογήθηκα κιόλας απ' την εκκλησία. - I'm engaged and I've already been blessed by the church. Όλα γίνανε στη Μόσχα, όταν πήγα κει πέρα, γίνανε με τελετή, με εικονίσματα, όλα καθωσπρέπει και με πολυτέλεια. It was all done in Moscow, when I went there, it was done with ceremony, with icons, all proper and luxurious. Η στρατηγίνα μας έδωσε την ευχή της και —το πιστεύεις τάχα; —συνεχάρη μάλιστα την Κάτια: «Καλά διάλεξες», της είπε, εγώ βλέπω ως μέσα στην καρδιά του. The general gave us her blessing and - can you believe it?- even congratulated Katia: "You have chosen well," she said, "I can see right into his heart. Και —το πιστεύεις;— τον Ιβάν δεν τον αγάπησε κι ούτε τον συνεχάρη. And - can you believe it?- he didn't love Ivan and didn't congratulate him. Στη Μόσχα κουβέντιασα πολύ και με την Κάτια, της περιέγραψα τίμια τον εαυτό μου, ακριβώς όπως είμαι, με ειλικρίνεια. In Moscow I also talked a lot with Katia, I described myself honestly, exactly as I am, with honesty. Τ' άκουσε όλα:

« Ήταν μια ταραχή γλυκιά Ήτανε λόγια τρυφερά»... "It was a turmoil sweet It was words of tenderness"...

Μα, για να πούμε την αλήθεια, λόγια υπήρχαν και περήφανα. But, truth be told, there were proud words. Με ανάγκασε τότε να της δώσω τη μεγάλη υπόσχεση πως θα διορθωθώ. She then forced me to make a big promise to her that I would correct myself. Της υποσχέθηκα. I promised her. Και να...

— Τι λοιπόν;

— Και να που σε φώναξα και σε κουβάλησα δω πέρα σήμερα —να τη θυμάσαι τη σημερινή ημερομηνία!— για να σε στείλω σήμερα κιόλας στην Κατερίνα Ιβάνοβνα και... - And here I called you and carried you over here today - remember today's date!- to send you today to Katerina Ivanovna and...

— Τι;

— Να της πεις πως δε θα πάω ποτέ πια στο σπίτι της και πως την αποχαιρετώ για πάντα. - Tell her that I'll never go to her house again and that I'm saying goodbye to her forever.

— Μα είναι δυνατό κάτι τέτοιο; - But is such a thing possible?

— Μα γι' αυτό και στέλνω εσένα αντί να πάω εγώ. - But that's why I'm sending you instead of going myself. Γιατί ακριβώς είναι αδύνατο. Because it is impossible. Γιατί πώς μπορώ να της το πω ο ίδιος; Because how can I tell her myself?

— Και πού θα πας λοιπόν; - So where will you go?

— Στο σοκάκι. - In the alley.

— Στην Γκρούσενκα θες να πεις! - To Grussenka, you mean! αναφώνησε θλιμμένα ο Αλιόσα και χτύπησε τα χέρια του. Alyosha exclaimed sadly and clapped his hands. Μα είναι δυνατόν λοιπόν ο Ρακίτιν να 'χει πει την αλήθεια; Και 'γω που νόμιζα πως θα πήγαινες εκεί λίγες φορές και πως αυτό είχε τελειώσει κιόλας. But is it possible that Rakitin could have told the truth? And here I thought you'd been there a few times and that it was already over.

— Ένας αρραβωνιασμένος να πηγαίνει; Μα είναι δυνατόν κάτι τέτοιο όταν έχει κανείς μια τέτοια μνηστή, και μπροστά σ' όλο τον κόσμο; Έχω και 'γω την τιμή μου, μη νομίζεις. - An engaged man going? But is such a thing possible when one has such a fiancée, and in front of the whole world? I have my honor too, don't you think. Μόλις άρχισα να πηγαίνω στην Γκρούσενκα, έπαψα στο λεπτό να 'μαι αρραβωνιασμένος και τίμιος άνθρωπος. As soon as I started going to Grushenka, I ceased to be an engaged and honest man in an instant. Το καταλαβαίνω αυτό, τι νομίζεις; Τι με κοιτάς; Στην αρχή πήγα βλέπεις να τη δείρω. I understand that, what do you think? What are you looking at me for? At first I went to beat her up. Είχα μάθει, και τώρα πια το ξέρω θετικά, πως εκείνος ο λοχαγός, ο πληρεξούσιος του πατέρα μου, έδωσε στην Γκρούσενκα ένα γραμμάτιο δικό μου για να μου κάνει αγωγή και να μην κάνω πια το ζόρικο. I had learned, and now I know it positively, that that captain, my father's attorney, had given Grussenka a note of mine to sue me, so that I would no longer have to do the hard thing. Θέλανε να με φοβίσουν. They wanted to scare me. Τότε λοιπόν και 'γω ξεκίνησα να ξυλοφορτώσω την Γκρούσενκα. So that's when I started beating up Grussenka. Την είχα δει και προηγούμενα, έτσι τυχαία. I had seen it before, just by chance. Δε σου κάνει μεγάλη εντύπωση με την πρώτη ματιά. It doesn't make much of an impression at first glance. Ήξερα και τις σχέσεις της με το γέρο έμπορο που τώρα κοίτεται άρρωστος, μα θα της αφήσει όπως και να 'ναι ένα γερό πουγκί. I also knew her relations with the old merchant, who is now looking ill, but he will leave her a strong pouch anyway. Ήξερα ακόμα πως της αρέσει να κερδίζει λεφτά, πως κερδίζει, δανείζει με γερούς τόκους, η κανάγισσα, η κατεργάρα, που δε λυπάται κανέναν. I still knew that she likes to earn money, that she earns it, lends it out at a hefty interest rate, the cannibal, the trickster, who spares no one. Πήγα να τη δείρω μα έμεινα μαζί της. I went to beat her up, but I stayed with her. Λες και με χτύπησε κεραυνός, λες και μ' έπιασε πανούκλα, κι ως τα τώρα άρρωστος είμαι και ξέρω πως όλα πια έχουν τελειώσει, πως ποτέ δε θα μεταλλάξουν τα πράματα για μένα. As if I was struck by lightning, as if I was struck by the plague, and until now I am sick and I know that everything is over, that things will never change for me. Ο κύκλος της ζωής μου έχει κλείσει. The circle of my life has come full circle. Να η ιστορία μου. Here's my story. Και τότε, λες κι έγινε ξεπίτηδες, έτυχε να 'χω στην τσέπη μου, εγώ ο ζητιάνος τρεις χιλιάδες ρούβλια. And then, as if I had become a beggar, I happened to have three thousand rubles in my pocket, I the beggar. Πήγαμε λοιπόν μαζί στο Μόκρογιε εικοσιπέντε βέρστια από δω, έφερα τσιγγάνους, τσιγγάνες, σαμπάνια, μέθυσα κει πέρα όλους τους μουζίκους, όλες τις κυράδες και τις κοπέλες, έβαλα κάτω τα χιλιάρικά μου. So we went together to Mokroje twenty-five versts from here, I brought gypsies, gypsies, champagne, I got all the muses, all the ladies and girls drunk there, I put down my thousands. Σε τρεις μέρες έμεινα γυμνός σαν γυμνοσάλιαγκας, όμως ευτυχισμένος και περήφανος σάμπως αϊτός. In three days I was naked as a slug, but happy and proud as a slug. Νομίζεις μήπως πως πέτυχα τίποτα; Μπα, ούτε από μακριά. Do you think I'm getting anywhere? Nah, not even from a distance. Έχει κάτι απάνω της, σου λέω. She's got something on her, I'm telling you. Η Γκρούσενκα, η κατεργάρα, έχει ένα κάτι σ' όλο της το κορμί, που και στο ποδαράκι της έχει το καθρέφτισμά του, ακόμα και στο μικρό δαχτυλάκι τ' αριστερού της ποδιού. Grushenka, the rascal, has something all over her body, which is reflected in her little foot, even in the little toe of her left foot. Το 'δα και το φίλησα, όμως αυτό ήταν όλο κι όλο, στ' ορκίζομαι! I saw it and I kissed it, but that was it, I swear! Μου λέει: «Αν θες σε παντρεύομαι έτσι όπως είσαι, αδέκαρος. He says: "If you want me to marry you as you are, penniless. Δος μου την υπόσχεση πως δε θα με δέρνεις και θα μ' αφήνεις να κάνω ό,τι θέλω, τότε ίσως και να σε πάρω». Give me a promise that you won't beat me and let me do what I want, then maybe I'll call you." Και γελάει. And he laughs. Και τώρα γελάει! And now he's laughing!

Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς σηκώθηκε σχεδόν μανιασμένος απ' τη θέση του και ξάφνου έγινε σαν μεθυσμένος. Dimitri Fyodorovich got up almost frantically from his seat and suddenly became like a drunkard. Τα μάτια του κατακοκκίνησαν. His eyes glazed over.

— Και συ θέλεις στ' αλήθεια να την παντρευτείς; - And you really want to marry her?

— Αν το θελήσει, την παίρνω αμέσως, κι αν δε θελήσει θα μείνω κι έτσι. - If she wants it, I'll take it right away, and if she doesn't, I'll stay that way. Θα γίνω θυρωρός της. I'll be her concierge. Εσύ... εσύ Αλιόσα.,. You... you, Alyosha... σταμάτησε άξαφνα μπροστά του κι αρπάζοντάς τον απ' τους ώμους άρχισε να τον τραντάζει: Μα το ξέρεις τάχα, το ξέρεις τάχα, αθώο μου αγόρι, πως όλα τούτα είναι εφιάλτης, αφόρητος εφιάλτης, γιατί εδώ υπάρχει μια σωστή τραγωδία! she stopped suddenly in front of him and grabbing him by the shoulders she began to jerk him: But do you know, do you know, my innocent boy, that all this is a nightmare, an unbearable nightmare, for here is a real tragedy! Μάθε λοιπόν, Αλεξέι, πως μπορεί να 'μαι τιποτένιος, με ταπεινά κι ολέθρια πάθη, μα κλέφτης, πορτοφολάς, λωποδύτης, ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ δεν μπορεί να 'ναι ποτέ. Learn then, Alexey, that I may be a petty, humble and pernicious passion, but a thief, a pickpocket, a robber, Dimitri Karamazov can never be. Όμως, μάθε τώρα πως είμαι ένας παλιοκλέφτης, ένας πορτοφολάς κι ένας λωποδύτης! But know now that I am a scoundrel, a pickpocket and a pickpocket! Ακριβώς κείνο το πρωινό, λίγο πριν πάω να δείρω την Γκρούσενκα, με φωνάζει κείνο το ίδιο πρωινό η Κατερίνα Ιβάνοβνα και με τρομερή μυστικότητα, για να μην το μάθει προς το παρόν κανένας (το γιατί δεν το ξέρω, φαίνεται πως έτσι έπρεπε), με παρακαλάει να πάω στην πρωτεύουσα της επαρχίας κι από κει να στείλω με το ταχυδρομείο στην Αγάθια Ιβάνοβνα, στη Μόσχα, τρεις χιλιάδες ρούβλια κι αυτό για να μην το μάθει κανείς εδώ πέρα. Μ' αυτές λοιπόν τις τρεις χιλιάδες στην τσέπη βρέθηκα στο σπίτι της Γκρούσενκα και μ' αυτές πήγαμε τότε στο Μόκρογιε. Ύστερα προσποιήθηκα πως είχα πάει στην πολιτεία, μα δεν της έδωσα την απόδειξη του ταχυδρομείου, είπα πως τα λεφτά τα 'στειλα και πως την απόδειξη θα της την πάω κι ως τα τώρα δεν της την πήγα, το ξεχνάω τάχα. Then I pretended that I had gone to the state, but I didn't give her the post office receipt, I said that I had sent the money and that I would take the receipt to her, and so far I haven't taken it to her, I forget. Τώρα τι λες και συ πως θα συμβεί; Να που σήμερα θα πας και θα της πεις: «σας αποχαιρετάει για πάντα». Now how do you think that's going to happen? That's where you're gonna go today and tell her: "she's saying goodbye forever." Και κείνη θα πει: «Και τα λεφτά;» Εσύ ακόμα θα μπορούσες να πεις: «Αυτός είναι ποταπός, φιλήδονος κι ένα πλάσμα πρόστυχο με ασυγκράτητα πάθη. And she will say: "What about the money?" You could still say: "He's a vile, disloyal, and a vile creature of unrestrained passions. Δεν τα 'στειλε τότε τα λεφτά σας μα τα σπατάλησε γιατί δεν μπορούσε να συγκρατηθεί, φέρθηκε σαν πραγματικό κτήνος». He didn't send your money then, but he wasted it because he couldn't control himself, he behaved like a real beast." Αν όμως μπορούσες να προσθέσεις: «Μα δεν είναι και κλέφτης, να οι τρεις σας χιλιάδες, σας τις στέλνει πίσω, στείλτε τις μονάχη σας στην Αγάθια Ιβάνοβνα κι αυτός μου είπε να σας πω πως σας αποχαιρετάει για πάντα». But if you could add: "But he is not a thief, here are your three thousand, he is sending them back to you, send them to Agathia Ivanovna alone, and he told me to tell you that he is saying goodbye to you forever." Ενώ τώρα μπορεί να σου πει ξαφνικά: «Και πού είναι τα λεφτά;» Whereas now he might suddenly say, "And where's the money?"

— Μίτια, είσαι δυστυχισμένος. - Mitia, you're unhappy. Ναι, έτσι είναι. Μα όχι και τόσο πια όσο το νομίζεις. But not as much as you think. Μη σκοτώνεις τον εαυτό σου με την απελπισία, μην τον σκοτώνεις! Don't kill yourself with despair, don't kill yourself!

— Μπας και νομίζεις πως θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, αν δε βρω να της δώσω τις τρεις χιλιάδες; Αυτό είναι ακριβώς το σπουδαίο: πως δε θα τα τινάξω. - You think I'm gonna blow my brains out if I don't find a way to give her the three grand? That's the great thing: I won't blow my brains out. Δεν έχω τώρα τη δύναμη, αργότερα ίσως το κάνω, μα τώρα, θα πάω στην Γκρούσενκα... Κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει! I don't have the strength now, maybe later I will, but for now, I'm going to Grushenka... And let the rain come down!

— Και τι θα κάνεις εκεί; - And what are you going to do there?

— Θα την παντρευτώ, θ' αξιωθώ να γίνω σύζυγός της κι αν τύχει κι έρθει κανένας εραστής, θα πάω στο άλλο δωμάτιο. - I'll marry her, I'll claim to be her husband, and if a lover comes along, I'll go into the other room. Θα καθαρίζω τις λασπωμένες γαλότσες των φίλων της, θ' ανάβω το σαμοβάρι, θα της κάνω θελήματα... I'll clean her friends' muddy galoshes, light the samovar, run errands for her.

— Η Κατερίνα Ιβάνοβνα θα τα καταλάβει όλα, είπε ξάφνου επίσημα ο Αλιόσα, θα καταλάβει όλον το βαθύ τούτο σπαραγμό και θα σε συγχωρέσει. - Katerina Ivanovna will understand everything, Aliosha suddenly said solemnly, she will understand all this deep heartbreak and will forgive you. Αυτή έχει μιαν ανώτερη διάνοια και θα δει πως δεν μπορεί να γίνει κανείς πιο δυστυχισμένος από σένα, θα το νιώσει αυτό. She has a higher intelligence and she will see that no one can be more unhappy than you, she will feel that.

— Δε θα τα συγχωρέσει όλα, είπε μ' ένα πικρό χαμόγελο ο Μίτια. - 'He won't forgive everything,' said Mitia with a bitter smile. Εδώ, αδερφέ μου, είναι κάτι που καμιά γυναίκα δεν μπορεί να το ανεχτεί. Here, my brother, is something no woman can tolerate. Ξέρεις τι θα 'ταν καλύτερο να γίνει; You know what would be better?

— Τι; - What?

— Να της επιστρέφω τις τρεις χιλιάδες. - I'll pay her back the three thousand.

— Μα πού να τις βρεις; Άκουσε, εγώ έχω δυό χιλιάδες, ο Ιβάν θα δώσει κι αυτός χίλιες· να που γίνονται τρεις. - But where to find them? Listen, I have two thousand, and Ivan will give a thousand; here are three. Πάρτες και δόστες. Takers and givers.

— Και πότε θα τις έχω στο χέρι τούτες τις τρεις σου χιλιάδες; Κοντά στ' άλλα εσύ δεν είσαι ακόμα ενήλικος και πρέπει το δίχως άλλο, το δίχως άλλο σήμερα κιόλας να πας και να της πεις πως την αποχαιρετάω, με τα λεφτά ή χωρίς τα λεφτά, γιατί δεν μπορώ πια να το υποφέρω πιότερο έτσι που 'ρθαν τα πράματα. - And when shall I have these three thousand in my hand? Besides, you are not yet an adult, and you must go and tell her that I am saying goodbye to her, with or without the money, because I can't bear it any longer, the way things are. Αύριο θα 'ναι πια αργά. Tomorrow will be too late. Πολύ αργά. Too late. Θα σε στείλω στον πατέρα. I'll send you to Father.

— Στον πατέρα;

— Ναι, στον πατέρα. Απ' αυτόν να ζητήσεις τις τρεις χιλιάδες. Ask him for the three thousand.

— Μα αυτός, Μίτια, δε θα τις δώσει. - But he, Mitia, will not give them.

— Αυτό έλειπε κιόλας να τις δώσει. - That's all he needed to give them. Το ξέρω πως δε θα τις δώσει. I know he won't give them. Ξέρεις τάχα, Αλεξέι, τι θα πει απελπισία! You know, Alexei, what despair means!

— Ξέρω. - I know.

— Άκου: νομικά, δε μου χρωστάει τίποτα. - Listen: legally, he doesn't owe me anything. Όλα όσα είχα να πάρω του τα πήρα, αυτό το ξέρω. Everything I had to take from him I took, I know that. Όμως ηθικά μου χρωστάει. But morally he owes me. Έτσι δεν είναι; Γιατί αυτός άρχισε με τις εικοσιοχτώ χιλιάδες της μητέρας και κέρδισε εκατό. Isn't it? Because he started with the mother's twenty-eight thousand and won a hundred. Ας μου δώσει μονάχα τρεις χιλιάδες απ' τις εικοσιοχτώ, μονάχα τρεις κι ας βγάλει την ψυχή μου απ' την κόλαση και θα συγχωρεθούν τότε πολλές του αμαρτίες! Let him give me only three thousand out of twenty-eight, only three and let him take my soul out of hell and then many of his sins will be forgiven! Εγώ τότε, στο λόγο της τιμής μου, δε θα 'χω πια καμιάν απαίτηση και θα τον αφήσω για πάντα ήσυχο. I will then, on my word of honour, have no more claims and will leave him alone forever. Του δίνω για τελευταία φορά την ευκαιρία να φερθεί σαν πατέρας. I'm giving him one last chance to be a father. Πες του πως ο ίδιος ο Θεός του στέλνει τούτη την ευκαιρία. Tell him that God himself sends him this opportunity.

— Μίτια, με κανέναν τρόπο δε θα τις δώσει. - Mitia, there's no way he's going to give them away.

— Το ξέρω πως δε θα τις δώσει, και μάλιστα τώρα. - I know he won't give them, and now. Γιατί ξέρω ακόμα και τούτο: Μόλις τώρα τελευταία, ίσως και χτες μόλις, έμαθε για πρώτη φορά στα σοβαρά (σημείωσέ το), πως η Γκρούσενκα ίσως και στ' αλήθεια δεν αστειεύεται και πως μπορεί πραγματικά να κάνει το σάλτο μορτάλε και να με πάρει. Because I even know this: just recently, maybe even just yesterday, he learned for the first time in earnest (take note) that Grussenka might not really be joking and that she can really do the mortal salute and get me. Τον ξέρει αυτός τον χαρακτήρα της, την ξέρει και τι γάτα είναι. He knows her character, he knows her and he knows what kind of cat she is. Ε, λοιπόν, μπορεί τώρα να μου δώσει λεφτά για να με βοηθήσει σ' αυτό, την ώρα που κι ο ίδιος είναι ξετρελαμένος μαζί της; Και δεν είναι μονάχα αυτό, έχω να σου πω και τούτο δω. Well, can he now give me money to help me with this, while he himself is infatuated with her? And that's not all, I'll tell you this. Ξέρω πως εδώ και πέντε μέρες έχει ξεχωρίσει κιόλας τρεις χιλιάδες ρούβλια, όλο κατοστάρικα, τα 'κανε πακέτο, πάτησε πέντε σφραγίδες και τα 'δεσε σταυρωτά με μια κόκκινη κορδέλα. I know that for five days he has already separated three thousand roubles, all in hundreds, packed them up, pressed five stamps and tied them crosswise with a red ribbon. Βλέπεις με τι λεπτομέρειες τα ξέρω! See how much detail I know! Και πάνω στο πακέτο έχει γράψει: «Για τον άγγελό μου την Γκρούσενκα, αν τυχόν θελήσει να' ρθει» το 'γραψε μόνος του αυτό —κάτι ορνιθοσκαλίσματα —κρυφά και μυστικά, και κανένας δεν το ξέρει πως έχει έτοιμα τούτα τα λεφτά, εκτός απ' τον υπηρέτη Σμερντιακόβ που ο γέρος πιστεύει στην τιμιότητά του όσο και στη δική του. And on the package it has written: "For my angel Grushenka, if she should wish to come" He wrote this himself - some scribblings - secret and clandestine, and nobody knows that he has this money ready, except the servant Smerdiakov, who the old man believes in his honesty as much as in his own. Το λοιπόν τώρα είναι η τρίτη ή και η τέταρτη μέρα που περιμένει την Γκρούσενκα, ελπίζει πως θα' ρθει να πάρει το πακέτο, την ειδοποίησε, και κείνη του απάντησε πως «ίσως και να 'ρθω». So this is the third or even fourth day that he is waiting for Grushenka, he hopes she will come to pick up the package, he warned her, and she replied that "maybe I will." Όμως αν θα πάει στο γέρο, μπορώ τάχα να την παντρευτώ; Το καταλαβαίνεις τώρα λοιπόν γιατί μένω δω πέρα κρυμμένος και παραφυλάω; But if she goes to the old man, can I marry her? So you see now why I stay here hiding and lurking?

— Εκείνην; - Her?

— Εκείνην. Ο Θωμάς νοικιάζει δω πέρα ένα δωματιάκι. Thomas rents a little room over here. Ο Θωμάς είναι απ' τα μέρη μας, παλιός φαντάρος. Thomas is a local boy, an old soldier. Είναι στη δούλεψή τους δω πέρα, τους κάνει το φύλακα τη νύχτα, και τη μέρα πάει και κυνηγάει τσαλαπετεινούς και μ' αυτό ζει. He's in their employ over here, he's their watchman at night, and by day he goes out and hunts for chatterboxes, and that's what he lives on. Έτσι λοιπόν και 'γω μπορώ και μένω εδώ. So I can stay here too. Ούτε αυτός ούτε και οι νοικοκυρές ξέρουν το μυστικό, πως παραφυλάω δηλαδή εδώ που κάθομαι. Neither he nor the housewives know the secret, that is, how I lurk where I sit.

— Μονάχα ο Σμερντιακόβ το ξέρει; - Only Smerdyakov knows?

— Μονάχα αυτός. Αυτός θα με ειδοποιήσει κιόλας αν πάει εκείνη στο γέρο. He'll even let me know if she goes to the old man.

— Αυτός σου είπε για το πακέτο; - Did he tell you about the package?

— Αυτός. Είναι πολύ μεγάλο μυστικό. Ακόμα κι ο Ιβάν δεν ξέρει ούτε για τα λεφτά, ούτε για τίποτα. Even Ivan doesn't know about the money or anything. Κι ο γέρος στέλνει τον Ιβάν στην Τσερμασνιά για δυο-τρεις μέρες: Βρέθηκε ένας αγοραστής για το δάσος' δίνει οχτώ χιλιάδες και λοιπόν ο γέρος παρακαλάει τον Ιβάν: «Βοήθησέ με, καλέ μου, πήγαινε συ» για δυό τρεις μέρες δηλαδή. And the old man sends Ivan to Chermasnia for two or three days: A buyer has been found for the forest; he gives eight thousand and the old man begs Ivan: "Help me, my dear, you go" for two or three days. Κι αυτό για να μην είναι δω όταν θα 'ρθει η Γκρούσενκα. And that's so she won't be here when Grussenka comes.

— Ώστε και σήμερα περιμένει την Γκρούσενκα; - So he's expecting Grussenka today?

— Όχι, σήμερα δε θα 'ρθει, φαίνεται πως δε θα 'ρθει. - No, he's not coming today, looks like he's not coming. Σίγουρα δε θα 'ρθει! φώναξε ξαφνικά ο Μίτια. Έτσι υπολογίζει κι ο Σμερντιακόβ. That's how Smerdiakov calculates. Ο πατέρας τώρα μεθοκοπάει, κάθεται στο τραπέζι μαζί με τον Ιβάν. The father is now drinking, sitting at the table with Ivan. Πήγαινε, Αλεξέι και γύρεψέ του τούτες τις τρεις χιλιάδες... Go, Alexei, and give him these three thousand...

— Μίτια, καλέ μου, μα τι έπαθες; αναφώνησε ο Αλιόσα και πήδηξε απ' τη θέση του καρφώνοντας το βλέμμα του στον εξημμένο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. - Mitia, my dear, what is the matter with you?Aliosha exclaimed and jumped up from his seat, fixing his eyes on the tame Dimitri Fyodorovich.

Για μια στιγμή σκέφτηκε πως είχε τρελαθεί. For a moment he thought he had gone mad.

— Τι συμβαίνει; Δεν έχασα ακόμα τα λογικά μου, πρόφερε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς κοιτάζοντάς τον επίμονα και μάλιστα κάπως θριαμβευτικά. - What's going on? I haven't lost my senses yet, Dimitri Fyodorovich said, staring at him stubbornly and even somewhat triumphantly. Σε στέλνω στον πατέρα και ξέρω τι κάνω: I'm sending you to Father and I know what I'm doing:

Πιστεύω στο θαύμα. I believe in miracles.

— Στο θαύμα;

— Στο θαύμα της Θείας Πρόνοιας. - In the miracle of Divine Providence. Ο Θεός βλέπει την καρδιά μου, βλέπει όλη την απελπισία μου. God sees my heart, He sees all my despair. Βλέπει όλη τούτη τη σκηνή. He sees this whole scene. Μπορεί τάχα να επιτρέψει να γίνει κάτι που θα 'ναι τρομερό; Αλιόσα, πιστεύω στο θαύμα, Πήγαινε! Can he allow something that would be terrible to happen? Alyosha, I believe in miracles. Go!

— Θα πάω. Για πες μου όμως. But tell me something. Εδώ θα περιμένεις; You're gonna wait here?

— Ναι. Το καταλαβαίνω πως θ' αργήσεις, καταλαβαίνω πως δεν μπορείς να πας και να του το πεις έτσι αμέσως! I understand that you'll be late, I understand that you can't go and tell him right away! Τώρα είναι μεθυσμένος. Now he's drunk. Θα περιμένω και τρεις ώρες και τέσσερεις και πέντε και έξι και εφτά μονάχα πρέπει να ξέρεις πως σήμερα, έστω και τα μεσάνυχτα, θα πας στην Κατερίνα Ιβάνοβνα με τα λεφτά ή και χωρίς τα λεφτά και θα πεις: σας αποχαιρετάει. I will wait for three hours and four hours and four hours and five hours and five hours and six hours and seven hours only you have to know that today, even at midnight, you will go to Katerina Ivanovna with or without money and say: she is saying goodbye to you. Θέλω να πεις ακριβώς τούτη τη φράση: «σας αποχαιρετάει μ' όλο του το σεβασμό». I want you to say exactly this phrase: "He bids you farewell with all due respect."

— Μίτια! Κι αν έρθει η Γκρούσενκα σήμερα... Κι αν όχι σήμερα, αύριο ή μεθαύριο; And if Grushenka comes today... And if not today, tomorrow or the day after?

— Η Γκρούσενκα; Θα τη δω, θα τρέξω και θα την εμποδίσω... - Grushenka? I'll see her, I'll run and stop her...

— Κι αν...

— Κι αν γίνει το «αν» θα σκοτώσω. Δε θ' αντέξω πια. I can't take it anymore.

— Ποιον θα σκοτώσεις; - Who are you gonna kill?

— Το γέρο. Αυτή δε θα τη σκοτώσω. I'm not gonna kill her.

— Τι 'ναι αυτά που λες, αδερφέ μου! - What are you talking about, brother!

— Μα δεν ξέρω, δεν ξέρω... Ίσως να μη σκοτώσω, ίσως όμως και να σκοτώσω. - But I don't know, I don't know... Maybe I won't kill, maybe I will. Φοβάμαι πως θα μου φανεί σιχαμερό το μούτρο του εκείνη τη στιγμή. I'm afraid I'm going to find his face disgusting at that moment. Σιχαίνομαι το προγούλι του, τη μύτη του, τα μάτια του, την αδιάντροπη ειρωνεία του. I hate his cheek, his nose, his eyes, his shameless irony. Μου φέρνει αναγούλα το μούτρο του. His face makes me sick. Να, αυτό είναι που φοβάμαι. Well, that's what I'm afraid of. Μπορεί και να μη συγκρατηθώ... I may or may not be able to contain myself...

— Θα πάω, Μίτια. Πιστεύω πως ο Θεός θα τα κανονίσει όσο καλύτερα μπορεί για να μη συμβεί τίποτα τρομερό. I believe that God will take care of it as best he can so that nothing terrible will happen.

Και 'γω θα κάθομαι δω πέρα και θα περιμένω το θαύμα. And I'll just sit here and wait for the miracle. Μα αν δε γίνει, τότε... But if it doesn't happen, then...

Ο Αλιόσα τράβηξε σκεφτικός για το σπίτι του πατέρα του. Alyosha pulled thoughtfully for his father's house.