×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 2. VIII. Το Σκάνδαλο

2. VIII. Το Σκάνδαλο

Όταν ο Μιούσοβ κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μπαίνανε πια στου ηγούμενου, στην καρδιά του Πιότρ Αλεξάντροβιτς, που ήταν ένας αληθινά καθωσπρέπει και ντελικάτος άνθρωπος, έγινε ένα ντελικάτο στο είδος του γεγονός: άρχισε να ντρέπεται που ήταν θυμωμένος. Αισθάνθηκε πως αυτόν τον ελεεινό Φιόντορ Παύλοβιτς δεν έπρεπε ουσιαστικά παρά μονάχα να τον περιφρονεί έτσι που να μη χάσει καθόλου την ψυχραιμία του στο κελί του στάρετς και να μην παραφερθεί όπως παραφέρθηκε. «Όπως και να ’ναι, οι καλόγεροι δε φταίνε καθόλου για όλα όσα έγιναν», συμπέρανε ξαφνικά στο κατώφλι του ηγούμενου, «κι αν είναι και δω άνθρωποι καθωσπρέπει (αυτός ο πάτερ Νικόλαος είναι νομίζω από καλή γενιά) γιατί να μην τους φερθώ ευγενικά κι ευπροσήγορα;...

Δε θα κάνω καυγάδες, θα τους κουνάω συγκαταβατικά το κεφάλι, θα τους γοητεύσω με την ευγένειά μου και... και... θα του αποδείξω τέλος πως δεν είμαι και 'γω σαν κι αυτόν τον Αίσωπο, σαν κι αυτόν το γελωτοποιό, αυτόν τον πιερότο και πως μπλέχτηκα σ' αυτή τη φασαρία όπως ακριβώς κι αυτοί...»

Όσο για την αμφισβητούμενη υλοτομία στο δάσος και το ψάρεμα στον ποταμό —που βρίσκονταν όλ' αυτά ούτε κι ο ίδιος το 'ξερε— αποφάσισε να τους τα παραχωρήσει τελειωτικά μια για πάντα, σήμερα κιόλας, αφού μάλιστα όλα τούτα είχαν πολύ μικρή αξία, και να σταματήσει όλες του τις ενέργειες ενάντια στο μοναστήρι.

Όλες αυτές οι αγαθές προθέσεις εδραιώθηκαν ακόμα περισσότερο όταν μπήκανε στην τραπεζαρία του πάτερ ηγούμενου. Να λέμε την αλήθεια, αυτός δεν είχε καν τραπεζαρία γιατί όλο του το διαμέρισμα είχε δυό δωμάτια (σύμφωνα με τις συνήθειες του μοναστηριού), μονάχα που ήταν πιο ευρύχωρα και πιο κόμοδα απ' τα δωμάτια του στάρετς. Η επίπλωση και δω δεν ήταν σπουδαία. Τα έπιπλα ήταν από κόκκινο ξύλο, ντυμένα με δέρμα, παλιάς μόδας, στο στυλ του 1820. Ακόμα και τα πατώματα ήταν άβαφα. Όμως όλα αστράφτανε από πάστρα, στα παράθυρα υπήρχαν πολλά κι ακριβά λουλούδια. Μα η κυριότερη πολυτέλεια εκείνη τη στιγμή ήταν το πλουσιοπάροχα στρωμένο τραπέζι —μιλώντας σχετικά βέβαια: το τραπεζομάντηλο ήταν καθαρό, τα πιατικά αστραποβολούσαν. Τρεις ποιότητες καλοψημένο ψωμί, δυό μπουκάλια κρασί, δυό βάζα υδρόμελο του μοναστηριού και μια μεγάλη γυάλινη καράφα με κβας που το φτιάχνανε στο μοναστήρι και ήταν ξακουστό σ' όλη την περιφέρεια. Βότκα δεν υπήρχε καθόλου. Ο Ρακίτιν διηγόταν αργότερα πως το γεύμα τούτη τη φορά είχε πέντε φαγητά: Ψαρόσουπα οξύρυγχου και πιροσκί με γέμιση ψάρι. Ύστερα ψάρι βραστό, κάπως ιδιότροπα μαγειρεμένο. Ύστερα κεφτέδες από κόκκινο ψάρι, παγωτό και κομπόστα και τέλος ένα είδος φρούτο μπελντέ. Όλ' αυτά τα 'μαθε ο Ρακίτιν που δε βάσταξε και πήγε ξεπίτηδες στην κουζίνα του ηγούμενου (είχε και κει τα μέσα). Αυτός παντού είχε γνωριμίες κι από παντού μάθαινε τα νέα. Ήταν πολύ ανήσυχος και ζηλιάρης. Είχε συνείδηση των σημαντικών του ικανοτήτων μα τις υπερέβαλλε κι εχτιμούσε πιότερο απ' όσο θα 'πρεπε τον εαυτό του. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως θα παίξει ένα σημαντικό ρόλο στο μέλλον. Όμως ο Αλιόσα, που τον ήξερε πολύ καλά, στεναχωριόταν γιατί ο φίλος του ο Ρακίτιν δεν ήταν τίμιος και γιατί ο ίδιος ούτε το αντιλαμβανόταν καθόλου μα θεωρούσε τον εαυτό του υπερβολικά έντιμο γιατί ήξερε πως δε θα μπορούσε ποτέ να κλέψει στα φανερά. Σ ' αυτό το ζήτημα όχι μονάχα ο Αλιόσα μα και κανένας άλλος δε θα μπορούσε να τον κάνει ν' αλλάξει γνώμη.

Ο Ρακίτιν, σαν πρόσωπο πολύ ασήμαντο, δεν μπορούσε βέβαια να 'ναι προσκαλεσμένος στο γεύμα. Όμως ήταν προσκαλεσμένοι ο πάτερ Ιωσήφ, ο πάτερ Παΐσιος και μαζί τους ένας ακόμα ιερομόναχος. Αυτοί περίμεναν κιόλας στην τραπεζαρία του ηγούμενου όταν μπήκαν ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς, ο Καλγκάνοβ, κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Πρόσμενε ακόμα σε μια γωνιά κι ο χτηματίας Μαξίμοβ. Ο πάτερ ηγούμενος προχώρησε στη μέση της αίθουσας για να υποδεχτεί τους ξένους του. Ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός μα δυνατός ακόμα γέρος. Τα μαύρα του μαλλιά είχαν πολλές άσπρες τρίχες, το πρόσωπό του ήταν μακρουλό, λιπόσαρκο απ' τις νηστείες και σοβαρό. Έκανε σιωπηλός μιαν υπόκλιση στους καλεσμένους του. Όμως τούτη τη φορά εκείνοι τον πλησίασαν να τους ευλογήσει. Ο Μιούσοβ ετοιμάστηκε μάλιστα να του φιλήσει και το χέρι μα εκείνος το τράβηξε έγκαιρα κι έτσι ο ασπασμός δεν πραγματοποιήθηκε. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κι ο Καλγκάνοβ ευλογήθηκαν τούτη τη φορά με τα όλα τους, δηλαδή δίνοντας το πιο λαϊκό, ηχηρό φιλί στο χέρι.

— Έχουμε την υποχρέωση να ζητήσουμε συγνώμη, αιδεσιμότατε, άρχισε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς χαμογελώντας ευγενικά, μα όσο να 'ναι με μεγαλόπρεπο και γεμάτο σεβασμό τόνο. Να ζητήσουμε συγνώμη γιατί παρουσιαζόμαστε μονάχοι μας χωρίς τον προσκαλεσμένο σας τον Φιόντορ Παύλοβιτς.

Αυτός αναγκάστηκε να μην αποδεχτεί την πρόσκλησή σας και είχε φυσικά τους λόγους του να το κάνει. Στο κελί του πανιερότατου πάτερ Ζωσιμά παραφέρθηκε εξαιτίας εκείνης της άτυχης διαφωνίας που 'χει με το γιο του και πρόφερε μερικές φράσεις εντελώς ανάρμοστες... με δυο λόγια εντελώς άπρεπες... πράμα που, καθώς φαίνεται, (είπε και κοίταξε τους ιερομόναχους) είναι γνωστό πια στην πανοσιότητά σας. Γι' αυτό παραδέχτηκε κι ο ίδιος το σφάλμα του και μετανόησε ειλικρινά. Και νιώθοντας μεγάλη ντροπή μας παρακάλεσε, εμένα και το γιο του τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, να σας διαβιβάσουμε τη βαθιά του θλίψη και την ειλικρινή του μεταμέλεια... Με δυο λόγια, ελπίζει και επιθυμεί να επανορθώσει αργότερα το σφάλμα του μα προς το παρόν εκλιπαρεί την ευλογία σας και σας παρακαλεί να ξεχάσετε όσα συνέβησαν...

Ο Μιούσοβ σώπασε, Προφέροντας τις τελευταίες λέξεις του λογυδρίου του, έμεινε εντελώς ευχαριστημένος με τον εαυτό του, τόσο που ούτε ίχνος απ' τον προηγούμενο ερεθισμό δεν έμεινε στην ψυχή του. Αγαπούσε και πάλι πλέρια και ειλικρινά την ανθρωπότητα. Ο ηγούμενος τον άκουσε σοβαρός, ύστερα έσκυψε λίγο το κεφάλι και πρόφερε:

— Λυπάμαι βαθύτατα γι' αυτόν που δεν είναι μαζί μας. Ίσως στο τραπέζι μας να μας αγαπούσε κι αυτός όπως και μείς τον αγαπάμε. Κοπιάστε παρακαλώ, κύριοί μου, στο τραπέζι.

Στάθηκε μπροστά στο εικόνισμα κι άρχισε να λέει μια προσευχή. Όλοι σκύψανε με σεβασμό το κεφάλι κι ο χτηματίας Μαξίμοβ έγειρε μπροστά όλο του το κορμί κι ένωσε τις παλάμες του από εξαιρετική ευλάβεια.

Κι ακριβώς κείνη τη στιγμή ο Φιόντορ Παύλοβιτς τους έκανε την τελευταία του φιγούρα. Πρέπει να παρατηρήσουμε πως στ' αλήθεια ήταν έτοιμος να φύγει και πραγματικά αισθάνθηκε πως του ήταν αδύνατο, μετά την επαίσχυντη διαγωγή του στο κελί του στάρετς, να πάει, σαν να μην έγινε τίποτα, στο γεύμα του ηγούμενου. Όχι πως ντρεπόταν και καταδίκαζε τον εαυτό του. Ίσως μάλιστα να συνέβαινε και τ' αντίθετο. Μα, όπως και να 'ναι, καταλάβαινε πως ήταν αγένεια να πάει στον ηγούμενο. Όμως, καθώς του φέρανε μπροστά στην εξώπορτα του ξενώνα το σαραβαλιασμένο του αμάξι κι όταν πια ανέβαινε απάνω, ξαφνικά σταμάτησε. Θυμήθηκε τα ίδια του τα λόγια, που είπε στον στάρετς: «Πάντα όταν μπαίνω σε κανένα σπίτι μου φαίνεται πως είμαι ο πιο πρόστυχος απ' όλους και πως όλοι με παίρνουν για γελωτοποιό. Άσε λοιπόν, λέω, να σας κάνω και στ' αλήθεια το γελωτοποιό, γιατί όλοι σεις είστε πιο γελοίοι και πιο πρόστυχοι από μένα». Θέλησε να τους εκδικηθεί όλους για τις ίδιες του τις βρωμιές. Θυμήθηκε τώρα ξαφνικά πως, εδώ και πολύν καιρό, τον είχανε ρωτήσει: «Γιατί δεν τον χωνεύατε τον τάδε τόσο πολύ;» Και τότε αυτός, σ' ένα παροξυσμό αδιαντροπιάς, απάντησε: «Να γιατί: αυτός, είν' αλήθεια, δε μου 'κανε τίποτα, εγώ όμως του σκάρωσα μια τέτοια βρομοδουλειά και μόλις την έκανα, τον μίσησα αμέσως γι' αυτό ακριβώς». Το θυμήθηκε τώρα αυτό και σκέφτηκε για μια στιγμή χαμογελώντας ήρεμα και μοχθηρά. Τα μάτια του άστραψαν και τα χείλη του αρχίσανε να τρέμουν. «Μια κι άρχισα, πρέπει να τελειώσω», έβγαλε ξαφνικά το συμπέρασμα. Τα συναισθήματά του αυτής της στιγμής θα μπορούσε να τα εκφράσει κανείς με τούτα τα λόγια: «Τώρα πια ό,τι έγινε έγινε, και δεν πρόκειται ποτέ να το επανορθώσω. Άσε λοιπόν να τους φτύσω ακόμα μια φορά ξετσίπωτα: δε σας ντρέπομαι, καρφί δε μου καίγεται!» Πρόσταξε τον αμαξά να περιμένει, κι αυτός γύρισε γρήγορα με μεγάλα βήματα προς το μοναστήρι και πήγε ίσα στου ηγούμενου. Δεν ήξερε ακόμα καλά-καλά τι θα κάνει, μα ήξερε πως δεν είναι πια κύριος του εαυτού του και —με την πρώτη αφορμή— θα φτάσει τώρα ως το ακρότατο σημείο κάποιας αισχρότητας (να λέμε την αλήθεια, μονάχα ως την αισχρότητα θα 'φτανε και ποτέ ως το έγκλημα ή σε καμιά πράξη που θα μπορούσε να τον φέρει στο δικαστήριο). Όσο γι' αυτό ήξερε πάντα να συγκρατεί τον εαυτό του και μάλιστα πολλές φορές απορούσε κι ο ίδιος πώς τα κατάφερνε. Εμφανίστηκε λοιπόν στην τραπεζαρία του ηγούμενου τη στιγμή ακριβώς που τέλειωσε η προσευχή κι όλοι προχωρούσαν προς το τραπέζι. Σταμάτησε στο κατώφλι, τους έριξε ένα βλέμμα κι άρχισε να γελάει μ' ένα μακρόσυρτο, αδιάντροπο και μοχθηρό γέλιο, κοιτάζοντάς τους όλους με θράσος στα μάτια.

— Φαντάζονταν πως έφυγα κι όμως να 'μαι! φώναξε αυτός τόσο δυνατά που αντήχησε όλη η αίθουσα.

Για μια στιγμή τον κοίταξαν όλοι σιωπηλά και ξαφνικά νιώσανε πως τώρα θα συμβεί κάτι αποκρουστικό, ανήκουστο, που θα κατέληγε οπωσδήποτε σε σκάνδαλο. Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς πέρασε μονομιάς απ' τη μεγαλύτερη καλοκαγαθία στην πιο ασυγκράτητη μανία. Αυτή η οργή που 'χε σβήσει μέσα του αναζωπυρώθηκε και ξέσπασε.

— Όχι, αυτό πια δεν μπορώ να το υποφέρω! φώναξε. Καθόλου δεν μπορώ και... με κανέναν τρόπο δεν μπορώ.

Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. Τα μπέρδεψε κιόλας μα δεν ήταν τώρα καιρός για ωραίο ύφος. Άρπαξε το καπέλο του, και ήταν έτοιμος να φύγει.

— Τι είναι αυτό που δεν μπορεί κείνος εκεί; φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, «με κανέναν τρόπο δεν μπορεί κι ό,τι και να του δώσουν δεν μπορεί;» Αιδεσιμότατε, να μπω για όχι; Δέχεστε ένα συνδαιτημόνα;

— Κοπιάστε, από καρδιάς σας παρακαλούμε, απάντησε ο ηγούμενος. Κύριοι! Θα μου επιτρέψετε τάχα πρόστεσε ξαφνικά, να σας παρακαλέσω ν' αφήσετε τις τυχαίες διαφορές σας και να συγκεντρωθούμε όλοι γύρω απ' το ταπεινό μας τραπέζι εν αγάπη σαν αδερφοί αναπέμποντες μια προσευχή στον Ύψιστο;...

— Όχι, όχι, αυτό είναι αδύνατο, φώναξε χάνοντας κάθε αυτοκυριαρχία ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς.

— Μια λοιπόν και είναι αδύνατο για τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς, είναι αδύνατο και για μένα. Ούτε και 'γω δε θα μείνω. Με τούτη την απόφαση ήρθα. Από δω και μπρος θ' ακολουθάω παντού τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς. Αν θα φύγετε, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, θα φύγω και γω. Αν θα μείνετε, θα μείνω. Αυτό το «σαν αδερφοί» τον πείραξε, πάτερ ηγούμενε. Δε με παραδέχεται για συγγενή του. Έτσι δεν είναι, φον Ζον; Νά κι ο φον Ζον που στέκεται κει σαν κούτσουρο. Γειά σου, φον Ζον.

— Εμένα... το λέτε δηλαδή; πρόφερε ο χτηματίας Μαξίμοβ κι απόμεινε με το στόμα ανοιχτό.

— Και βέβαια εσένα το λέω, φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Αμ σε ποιόν άλλον θα το 'λεγα; Δεν μπορεί φυσικά ο πάτερ ηγούμενος να 'ναι ο φον Ζον!

— Μα και 'γω δεν είμαι φον Ζον, είμαι ο Μαξίμοβ.

— Όχι, εσύ είσαι ο φον Ζον. Αιδεσιμότατε, ξέρετε τι πράμα είναι αυτός ο φον Ζον; 'Ήταν μια εγκληματική υπόθεση: τον σκότωσαν παρασέρνοντάς τον σ' έναν οίκο ασέλγειας —έτσι νομίζω πως το λέτε σεις εδώ πέρα— τον σκοτώσανε και τον ληστέψανε και παραβλέποντας τη σεβάσμια ηλικία του τον βάλανε σ' ένα κασόνι, το κάρφωσαν καλά-καλά και το στείλανε απ' την Πετρούπολη στη Μόσχα με φορτηγό βαγόνι και βγάλανε και φορτωτική. Κι όταν καρφώνανε την κάσα, άσεμνες χορεύτριες χόρευαν ένα γύρω ξεδιάντροπα εν χορδαίς και οργάνοις —δηλαδή με πιάνο θέλω να πω. Το λοιπόν αυτός είναι κείνος ο ίδιος ο φον Ζον. Αναστήθηκε εκ νεκρών. Έτσι δεν είναι, φον Ζον;

— Τι πα' να πει αυτό; Τι 'ναι και τούτο πάλι; ακούστηκαν φωνές απ' την ομάδα των ιερομόναχων.

— Πάμε! φώναξε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς στον Καλγκάνοβ.

— Όχι δα! γρύλισε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, κάνοντας ένα ακόμα βήμα μέσα στο δωμάτιο. Επιτρέψτε μου να τελειώσω και γω. Εκεί στο κελί με κατηγόρησαν για ασέβεια επειδή φώναξα για τους κοκοβιούς. Ο συγγενής μου, ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, θέλει στις κουβέντες να υπάρχει plus de sincérité que de noblesse (περισσότερη ευγένεια παρά ειλικρίνεια) μα εμένα μ' αρέσει τ' αντίθετο, θέλω δηλαδή στην κουβέντα μου να υπάρχει plus de sincerite que de noblesse(περισσότερη ειλικρίνεια παρά ευγένεια). Στα παλιά μου τα παπούτσια η noblesse! Έτσι, φον Ζον; Επιτρέψτε μου, πάτερ ηγούμενε. Αν και είμαι γελωτοποιός κι αν και το λέω μονάχος μου πως είμαι, είμαι ωστόσο ιππότης της τιμής και θέλω να πω ό,τι έχω να πω. Ναι, είμαι ιππότης της τιμής εγώ, ενώ ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς είναι ολόκληρος ένα πληγωμένο φιλότιμο και τίποτα παραπάνω. Ίσως και να 'ρθα εδώ πέρα πριν από λίγο για να δω τι γίνεται και να σας τα πω ένα χεράκι. Έχω εδώ το γιο μου τον Αλεξέι που σώζει την ψυχή του. Είμαι πατέρας, φροντίζω για το μέλλον του και πρέπει να φροντίζω. Έπαιζα κωμωδία, ωστόσο την ίδια στιγμή άκουγα και παρατηρούσα κιόλας κρυφά και τώρα θέλω να σας παίξω και την τελευταία πράξη της παράστασης. Αμ πώς δα; Νομίζετε πως ό,τι πέφτει μένει εκεί πεσμένο, ε; Αυτό που έπεσε θα μένει κει στον αιώνα τον άπαντα, ε; Σας γελάσανε! Εγώ θέλω ν' ανυψωθώ και πάλι. Άγιοι πατεράδες μου, είμαι αγαναχτισμένος μαζί σας. Η εξομολόγηση είναι μέγα μυστήριο που μπροστά του με πιάνει και μένα δέος και το σέβομαι κι όμως εκεί στο κελί πέφτουν όλοι στα γόνατα και ξομολογιούνται φωναχτά. Μήπως επιτρέπεται τάχα να ξομολογιέται κανείς φωναχτά; Οι άγιοι πατέρες καθιέρωσαν η εξομολόγηση να γίνεται ψιθυριστά και στ' αυτί- τότε μονάχα θα 'ναι μυστήριο. Αυτό πια είναι γνωστό απ' τα παλιά τα χρόνια. Αλλιώς πώς μπορώ να του εξηγήσω πως είμαι τούτο και τ' άλλο... ναι, δηλαδή τούτο και τ' άλλο, με καταλαβαίνετε; Μερικές φορές είναι αγένεια και να τα ονοματίζει κανείς κάτι τέτοια πράματα. Αυτό είναι σκάνδαλο λοιπόν! Μα την αλήθεια, πατεράδες μου, φοβάμαι πως εδώ μαζί σας μπορεί να βυθιστεί κανένας στην αίρεση των αυτομαστιγούμενων... Με την πρώτη κιόλας ευκαιρία θα γράψω στη Σύνοδο, και το γιό μου τον Αλεξέι θα τον πάρω από δω...

Εδώ χρειάζεται μια υποσημείωση: Ο Φιόντορ Παύλοβιτς κάτι είχε ακουστά. Κυκλοφορούσαν άλλοτε διάφορες κακόβουλες φήμες που φτάσανε και στον αρχιεπίσκοπο ακόμα (όχι μονάχα για το δικό μας μα και για τ' άλλα μοναστήρια όπου υπήρχαν στάρετς) πως τάχα οι στάρετς παραείναι σε μεγάλη υπόληψη, τόσο μάλιστα που παραβλέπονταν οι ηγούμενοι και πως οι στάρετς βεβηλώνουν το μυστήριο της εξομολόγησης κ.τ.λ. κ.τ.λ. Κατηγορίες ανόητες, που αποδείχτηκαν ψεύτικες και κατέπεσαν από μόνες τους όχι μονάχα στο δικό μας μοναστήρι μα και παντού. Μα ο ανόητος δαίμονας που παράσερνε τον Φιόντορ Παύλοβιτς όλο και πιο βαθιά στην αναισχυντία, του σφύριξε στ ' αυτί αυτή την παλιά κατηγορία που ο ίδιος δεν καταλάβαινε ούτε το πνεύμα ούτε το γράμμα της. Μα ούτε και τα κατάφερε να τη διατυπώσει όπως έπρεπε αφού μάλιστα, τούτη τη φορά τουλάχιστον, στο κελί του στάρετς κανένας δε γονάτιζε και κανένας δεν εξομολογιόταν φωναχτά, ώστε ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν μπορούσε να δει τίποτα τέτοιο και τα 'πε όλ' αυτά αναμασώντας τις παλιές μονάχα φήμες και τα παλιά κουτσομπολιά που τώρα τα θυμήθηκε όπως-όπως. Όμως όταν πια είπε την ανοησία του ένιωσε πως έκανε μεγάλη κουταμάρα και ξαφνικά θέλησε ν' αποδείξει αμέσως στους ακροατές του κι ακόμα περισσότερο στον εαυτό του πως αυτά που είπε δεν ήταν καθόλου ηλιθιότητες. Και, αν και το 'ξερε περίφημα πως με την κάθε λέξη που προφέρει προσθέτει κι άλλη μια βλακεία στις τόσες άλλες που 'χε πει, δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί και τον πήρε ο κατήφορος.

— Τι προστυχιά! φώναξε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς.

— Με συγχωρείτε, είπε ξαφνικά ο ηγούμενος. Έχει ειπωθεί στα παλιά ακόμα χρόνια: «Και θα αρχίσωσι να λέγωσι περί εμού πολλά και διάφορα, ακόμη και λοιδωρίας θα ακούσω. Όμως υπομένω και λέγω εις εαυτόν: Τούτο είναι μία δοκιμασία σταλείσα από τον 'Ιησούν διά να ταπεινωθή ή υπερήφανος ψυχή μου». Γι' αυτό και μείς σας ευχαριστούμε ταπεινά ακριβέ μας ξένε!

Είπε κι έκανε μιαν βαθιάν υπόκλιση στον Φιόντορ Παύλοβιτς.

— Βρε, βρε, βρε! ψευτοευλάβεια και ξαναμασημένες φράσεις! Παλιές φράσεις και παλιοί τρόποι! Παλιές ψευτιές και η ρουτίνα των εδαφιαίων υποκλίσεων! Τα ξέρουμε όλα τούτα: «φιλί στα χείλη και στιλέτο στην καρδιά», όπως στους Ληστές του Σίλλερ.

Δε μ' αρέσει, πατεράδες μου, το ψεύτικο. Θέλω την αλήθεια! Και η αλήθεια δε βρίσκεται με τους κοκοβιούς, το 'πα και το ξαναλέω! Πατεράδες μου καλόγεροι, γιατί νηστεύετε; Γιατί νομίζετε πως θα πάρετε γι' αυτό την ανταμοιβή σας στον ουρανό; Μα για μια τέτοιαν ανταμοιβή θα πήγαινα και 'γω να νηστέψω! Όχι, άγιε μου καλόγερε, σε θέλω να 'σαι ενάρετος στη ζωή, να 'σαι χρήσιμος στην κοινωνία κι όχι να κλείνεσαι στο μοναστήρι και να τρως έτοιμο φαΐ περιμένοντας ανταμοιβή από κει πάνω. Νά κάτι που θα 'ταν λίγο πιο δύσκολο. Ξέρω και 'γω, πάτερ ηγούμενε, να τα λέω όμορφα-όμορφα. Τι έχουν ετοιμάσει αυτού πέρα; είπε και πλησίασε στο τραπέζι: Παλιό πορτό, υδρόμελο φίρμας αδερφών Ελισέεβ. Βρε τους πατεράδες! Μα την αλήθεια, αυτά δε μοιάζουν με κοκοβιούς. Για κοίτα κει μπουκάλια που αράδιασαν οι ευσεβέστατοι! Χε-χε-χε! Και πώς βρέθηκαν όλ' αυτά; Είναι γιατί ο Ρώσος χωρικός, ο δουλευτής, έφερε δω πέρα την πεντάρα που κέρδισε βγάζοντας κάλους στα χέρια του, στερώντας την απ' την οικογένειά του κι απ' τις ανάγκες του Κράτους! Θα πει λοιπόν, αγιότατοι πατεράδες μου, πως πίνετε το αίμα του λαού!

— Αυτό πια είναι εντελώς άπρεπο από μέρους σας, πρόφερε ο πάτερ Ιωσήφ. Ο πάτερ Παΐσιος σώπαινε επίμονα. Ο Μιούσοβ ρίχτηκε τρέχοντας να βγει απ' το δωμάτιο κι ο Καλγκάνοβ βιάστηκε να τον προφτάσει.

— Το λοιπόν, πατεράδες μου, θ' ακολουθήσω και 'γω τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς! Δε θα ξανάρθω ποτέ πια, γονατιστοί να με παρακαλάτε, δε θα ξανάρθω. Σας έστειλα χίλια ρούβλια και φαίνεται πως έχετε όρεξη να μου πάρετε κι άλλα, χε-χε-χε! Όχι, ούτε πεντάρα δε θα δώσω πια. Εκδικιέμαι για τη χαμένη νιότη μου, για όλη μου την ταπείνωση, είπε κι άρχισε να χτυπάει τη γροθιά του στο τραπέζι μ ' ένα παροξυσμό πλαστού αναβρασμού. Πολύ μου κόστισε αυτό το μοναστήρι! Έκλαψα πικρά πολλές φορές εξαιτίας του! Εσείς κάνατε τη γυναίκα μου, τη σεληνιασμένη, να μ' εχθρεύεται. Με καταραστήκατε σ' εφτά εκκλησιές, με κάνατε ρεντίκολο σ' όλο τον κόσμο! Αρκετά, πατεράδες μου, ο τωρινός αιώνας είναι φιλελεύθερος, είναι ο αιώνας των ατμοπλοίων και των σιδηροδρόμων. Ούτε χίλια, ούτε εκατό ρούβλια, ούτε εκατό καπίκια, τίποτα δε θα σας δώσω.

Εδώ χρειάζεται άλλη μια υποσημείωση. Ποτέ το μοναστήρι μας δεν έπαιξε κανένα σημαντικό ρόλο στη ζωή του Φιόντορ Παύλοβιτς και ποτέ του δεν τον έκανε να χύσει πικρά δάκρυα. Μα τον παρασύρανε τόσο πολύ τα προσποιητά του δάκρυα που για ένα λεπτό κόντεψε να πιστέψει κι ο ίδιος αυτά που έλεγε. Σχεδόν άρχισε να κλαίει απ' τη συγκίνηση. Μα κείνη την ίδια στιγμή ένιωσε πως ήταν καιρός πια ν' αλλάξει τροπάρι. Ο ηγούμενος στο κακόβουλο ψέμα του απάντησε και πάλι με ύφος διδαχής κρατώντας σκυμμένο το κεφάλι:

— Έχει κι άλλοτε ειπωθεί: «Υπόμενε αγογγύστως και με αγαλλίασιν την πλήττουσάν σε ατίμωσιν, και μην ταράττεσαι και μη μισείς τον ατιμάζοντά σε». Έτσι θα φερθούμε και μείς.

— Βρε, βρε, βρε, «υπόμενε» και οι αποδέλοιπες μπούρδες! Μια στιγμή και φεύγω, πατεράδες μου. Όσο για το γ ιό μου τον Αλεξέι, τον παίρνω από δω για πάντα. Με το δικαίωμα της πατρικής εξουσίας. Ιβάν Φιοντόροβιτς, αξιοσέβαστε γιέ μου, επιτρέψτε μου να σας διατάξω να μ' ακολουθήσετε! Και συ, φον Ζον, γιατί να μείνεις δω πέρα;

Έλα μαζί μου στην πολιτεία. Το σπίτι μου είναι όλο κέφι. Όλο κι όλο ένα βέρστι από δω κι αντί για νηστήσιμα θα σου σερβίρω γουρουνόπουλο με πιλάφι. Θα φάμε. Ύστερα θα φέρω κονιάκ και λικεράκι και μια... τρυφερή κοτούλα. Έι, φον Ζον, μη χάνεις την ευκαιρία!

Βγήκε φωνάζοντας και χειρονομώντας. Κείνην ακριβώς τη στιγμή τον είδε ο Ρακίτιν και τον έδειξε στον Αλιόσα.

— Αλεξέι! του φώναξε από μακριά ο πατέρας του όταν τον είδε. Σήμερα κιόλας έλα σπίτι μου, πάρε και το μαξιλάρι και το στρώμα σου κι ούτε ίχνος από σένα να μη μείνει δω μέσα.

Ο Αλιόσα έμεινε σαν να κοκάλωσε, ατενίζοντας σιωπηλά και προσεχτικά τη σκηνή. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς μπήκε στο μεταξύ στ' αμάξι κι από πίσω του άρχισε ν' ανεβαίνει σιωπηλός και σκυθρωπός ο Ιβάν, που ούτε καν γύρισε να χαιρετήσει τον Αλιόσα. Μα τότε έγινε μια ακόμα καραγκιοζίστικη και σχεδόν απίθανη σκηνή που συμπλήρωσε το επεισόδιο. Ξαφνικά εμφανίστηκε δίπλα στο σκαλοπάτι του αμαξιού ο χτηματίας Μαξίμοβ. Είχε έρθει τρέχοντας για να μην αργήσει και είχε λαχανιάσει. Ο Ρακίτιν κι ο Αλιόσα τον είδαν που 'τρεχε. Βιαζόταν τόσο πολύ που απ' την ανυπομονησία του είχε βάλει κιόλας το πόδι του στο σκαλοπάτι όπου βρισκόταν ακόμα τ' αριστερό πόδι του Ιβάν Φιοντόροβιτς, αρπάχτηκε απ' τ' αμάξι κι άρχισε ν' αναπηδάει για να καταφέρει να μπει:

— Και 'γω, και 'γω μαζί σας, φώναζε αυτός αναπηδώντας, γελώντας εύθυμα, με μιαν έκφραση αγαλλίασης στο πρόσωπό του κι έτοιμος για όλα. Πάρτε με και μένα!

— Δεν το 'λεγα γω; φώναξε θριαμβευτικά ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Δεν το 'λεγα πως αυτός είναι ο φον Ζον; Πως αυτός είναι ο πραγματικός, ο αναστηθείς εκ νεκρών φον Ζον; Μα πώς τους ξέφυγες από κει; Σαν τι να φονζόνισες κει πέρα και πώς μπόρεσες να φύγεις απ' το γεύμα; Πρέπει να 'σαι μπιτ χοντρόπετσος για να κάνεις αυτή τη δουλειά! Είμαι και 'γω χοντρόπετσος κι όμως, αδερφέ μου, τα χάνω με σένα! Πήδα πήδα μέσα γρήγορα! Άστονε, Βάνια, θα γελάσουμε. Θα βολευτεί κάπως εδώ στα πόδια μας. Θα βολευτείς, φον Ζον; Ή, μήπως θα 'ταν καλύτερα να τον βάλουμε να σκαρφαλώσει κοντά στον αμαξά;... Σκαρφάλωσε κει πάνω, φον Ζον!...

Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, που 'χε κάτσει κιόλας στη θέση του, έσπρωξε ξαφνικά στο στήθος τον Μαξίμοβ κι αυτός πετάχτηκε δυο μέτρα μακριά. Ήταν θαύμα πώς δεν έπεσε.

— Τράβα! φώναξε θυμωμένα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στον αμαξά.

— Γιατί το 'κανες αυτό; Γιατί το 'κανες; Γιατί του φέρθηκες έτσι; ξεφώνισε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, μα τ' αμάξι είχε ξεκινήσει πια. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν απάντησε.

— Για κοίτα τον! είπε πάλι ο Φιόντορ Παύλοβιτς λοξοκοιτάζοντας το γιό του αφού έμεινε για δυό λεπτά σιωπηλός: Μα συ μονάχος σου σκαρφίστηκες τούτη την επίσκεψη στο μοναστήρι, συ ο ίδιος μας παρότρυνες και το επιδοκίμαζες. Γιατί θυμώνεις τώρα;

— Αρκετές κουταμάρες κάνατε ως τα τώρα, ξεκουραστείτε πια λιγάκι, απάντησε αυστηρά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Ο Φιόντορ Παύλοβιτς έμεινε και πάλι σιωπηλός για δυό λεπτά.

— Καλό θα 'ταν να 'χαμε τώρα λίγο κονιάκ, είπε αποφθεγματικά. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν απάντησε.

— Όταν φτάσουμε θα πιεις και συ.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς εξακολουθούσε να σωπαίνει.

Ο Φιόντορ Παύλοβιτς περίμενε κάνα-δυό λεπτά ακόμα.

— Όμως τον Αλιόσα όπως και να 'ναι θα τον πάρω απ' το μοναστήρι, παρ' όλο που αυτό δε θα σας ευχαριστήσει καθόλου, αξιοσέβαστε Καρλ φον Μορ.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ανασήκωσε περιφρονητικά τους ώμους και γυρίζοντάς του την πλάτη άρχισε να κοιτάει το δρόμο. Και δεν ξαναμίλησαν ώσπου φτάσανε στο σπίτι.


2. VIII. Το Σκάνδαλο 2. VIII. The Scandal 2. VIII. Le scandale

Όταν ο Μιούσοβ κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μπαίνανε πια στου ηγούμενου, στην καρδιά του Πιότρ Αλεξάντροβιτς, που ήταν ένας αληθινά καθωσπρέπει και ντελικάτος άνθρωπος, έγινε ένα ντελικάτο στο είδος του γεγονός: άρχισε να ντρέπεται που ήταν θυμωμένος. Αισθάνθηκε πως αυτόν τον ελεεινό Φιόντορ Παύλοβιτς δεν έπρεπε ουσιαστικά παρά μονάχα να τον περιφρονεί έτσι που να μη χάσει καθόλου την ψυχραιμία του στο κελί του στάρετς και να μην παραφερθεί όπως παραφέρθηκε. «Όπως και να ’ναι, οι καλόγεροι δε φταίνε καθόλου για όλα όσα έγιναν», συμπέρανε ξαφνικά στο κατώφλι του ηγούμενου, «κι αν είναι και δω άνθρωποι καθωσπρέπει (αυτός ο πάτερ Νικόλαος είναι νομίζω από καλή γενιά) γιατί να μην τους φερθώ ευγενικά κι ευπροσήγορα;... When Mushov and Ivan Fyodorovich were now entering the abbot's house, in the heart of Pyotr Alexandrovitch, who was a truly decent and delicate man, a delicate event of his own kind took place: he became ashamed of being angry. He felt that this wretched Fyodor Pavlovitch had practically nothing to do but to despise him so that he would not lose his temper at all in the starets' cell and misbehave as he misbehaved. "Be that as it may, the monks are not at all to blame for all that has happened," he suddenly concluded on the abbot's doorstep, "and if they are decent people here too (this Father Nicholas is, I think, of good breeding) why should I not treat them kindly and graciously?...

Δε θα κάνω καυγάδες, θα τους κουνάω συγκαταβατικά το κεφάλι, θα τους γοητεύσω με την ευγένειά μου και... και... θα του αποδείξω τέλος πως δεν είμαι και 'γω σαν κι αυτόν τον Αίσωπο, σαν κι αυτόν το γελωτοποιό, αυτόν τον πιερότο και πως μπλέχτηκα σ' αυτή τη φασαρία όπως ακριβώς κι αυτοί...» I won't pick fights, I'll nod my head condescendingly, charm them with my kindness and... and... I'll finally prove to him that I'm not like this Aesop, this jester, this pierrot, and that I got into this trouble just as much as they did..."

Όσο για την αμφισβητούμενη υλοτομία στο δάσος και το ψάρεμα στον ποταμό —που βρίσκονταν όλ' αυτά ούτε κι ο ίδιος το 'ξερε— αποφάσισε να τους τα παραχωρήσει τελειωτικά μια για πάντα, σήμερα κιόλας, αφού μάλιστα όλα τούτα είχαν πολύ μικρή αξία, και να σταματήσει όλες του τις ενέργειες ενάντια στο μοναστήρι. As for the disputed logging in the forest and the fishing in the river -where they were all located, even he himself did not know it- he decided to give them up once and for all, today, since all this was of very little value, and to stop all his actions against the monastery.

Όλες αυτές οι αγαθές προθέσεις εδραιώθηκαν ακόμα περισσότερο όταν μπήκανε στην τραπεζαρία του πάτερ ηγούμενου. All these good intentions were further consolidated when they entered the Abbot's dining room. Να λέμε την αλήθεια, αυτός δεν είχε καν τραπεζαρία γιατί όλο του το διαμέρισμα είχε δυό δωμάτια (σύμφωνα με τις συνήθειες του μοναστηριού), μονάχα που ήταν πιο ευρύχωρα και πιο κόμοδα απ' τα δωμάτια του στάρετς. To tell the truth, he didn't even have a dining room because his whole apartment had two rooms (according to the monastery's habits), only they were more spacious and more comfortable than the starets' rooms. Η επίπλωση και δω δεν ήταν σπουδαία. The furnishings here were not great either. Τα έπιπλα ήταν από κόκκινο ξύλο, ντυμένα με δέρμα, παλιάς μόδας, στο στυλ του 1820. The furniture was of red wood, dressed in leather, old fashioned, in the style of 1820. Ακόμα και τα πατώματα ήταν άβαφα. Even the floors were unpainted. Όμως όλα αστράφτανε από πάστρα, στα παράθυρα υπήρχαν πολλά κι ακριβά λουλούδια. But everything was shining with sparkling pastras, and there were many expensive flowers in the windows. Μα η κυριότερη πολυτέλεια εκείνη τη στιγμή ήταν το πλουσιοπάροχα στρωμένο τραπέζι —μιλώντας σχετικά βέβαια: το τραπεζομάντηλο ήταν καθαρό, τα πιατικά αστραποβολούσαν. But the main luxury at that moment was the lavishly set table - relatively speaking, of course: the tablecloth was clean, the crockery was sparkling. Τρεις ποιότητες καλοψημένο ψωμί, δυό μπουκάλια κρασί, δυό βάζα υδρόμελο του μοναστηριού και μια μεγάλη γυάλινη καράφα με κβας που το φτιάχνανε στο μοναστήρι και ήταν ξακουστό σ' όλη την περιφέρεια. Three qualities of well-baked bread, two bottles of wine, two jars of the monastery's water melon and a large glass carafe of kvass that was made in the monastery and was famous throughout the region. Βότκα δεν υπήρχε καθόλου. There was no vodka at all. Ο Ρακίτιν διηγόταν αργότερα πως το γεύμα τούτη τη φορά είχε πέντε φαγητά: Ψαρόσουπα οξύρυγχου και πιροσκί με γέμιση ψάρι. Rakitin later recounted that the meal this time had five dishes: Sturgeon fish soup and pierogi with fish filling. Ύστερα ψάρι βραστό, κάπως ιδιότροπα μαγειρεμένο. Then fish boiled, somewhat capriciously cooked. Ύστερα κεφτέδες από κόκκινο ψάρι, παγωτό και κομπόστα και τέλος ένα είδος φρούτο μπελντέ. Then red fish meatballs, ice cream and compote and finally a kind of fruit beldé. Όλ' αυτά τα 'μαθε ο Ρακίτιν που δε βάσταξε και πήγε ξεπίτηδες στην κουζίνα του ηγούμενου (είχε και κει τα μέσα). All this was heard by Rakitin, who did not baptize and went to the abbot's kitchen (he had the means). Αυτός παντού είχε γνωριμίες κι από παντού μάθαινε τα νέα. He had contacts everywhere and he got his news from everywhere. Ήταν πολύ ανήσυχος και ζηλιάρης. He was very restless and jealous. Είχε συνείδηση των σημαντικών του ικανοτήτων μα τις υπερέβαλλε κι εχτιμούσε πιότερο απ' όσο θα 'πρεπε τον εαυτό του. He was aware of his important abilities but he exaggerated them and he valued himself more than he should have. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως θα παίξει ένα σημαντικό ρόλο στο μέλλον. He was absolutely sure that he would play an important role in the future. Όμως ο Αλιόσα, που τον ήξερε πολύ καλά, στεναχωριόταν γιατί ο φίλος του ο Ρακίτιν δεν ήταν τίμιος και γιατί ο ίδιος ούτε το αντιλαμβανόταν καθόλου μα θεωρούσε τον εαυτό του υπερβολικά έντιμο γιατί ήξερε πως δε θα μπορούσε ποτέ να κλέψει στα φανερά. But Alyosha, who knew him very well, was distressed because his friend Rakitin was not honest, and because he did not realize it at all, but he considered himself too honest because he knew he could never steal in the open. Σ ' αυτό το ζήτημα όχι μονάχα ο Αλιόσα μα και κανένας άλλος δε θα μπορούσε να τον κάνει ν' αλλάξει γνώμη. In this matter not only Alyosha but no one else could make him change his mind.

Ο Ρακίτιν, σαν πρόσωπο πολύ ασήμαντο, δεν μπορούσε βέβαια να 'ναι προσκαλεσμένος στο γεύμα. Rakitin, as a person of very little importance, could not of course be invited to the meal. Όμως ήταν προσκαλεσμένοι ο πάτερ Ιωσήφ, ο πάτερ Παΐσιος και μαζί τους ένας ακόμα ιερομόναχος. But Father Joseph, Father Paisios and another monk were invited, and with them another monk. Αυτοί περίμεναν κιόλας στην τραπεζαρία του ηγούμενου όταν μπήκαν ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς, ο Καλγκάνοβ, κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. They were already waiting in the abbot's dining room when Pyotr Alexandrovich, Kalganov, and Ivan Fyodorovich entered. Πρόσμενε ακόμα σε μια γωνιά κι ο χτηματίας Μαξίμοβ. The rancher Maximov was still waiting in a corner. Ο πάτερ ηγούμενος προχώρησε στη μέση της αίθουσας για να υποδεχτεί τους ξένους του. The abbot proceeded to the middle of the room to greet his strangers. Ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός μα δυνατός ακόμα γέρος. He was a tall, thin but still strong old man. Τα μαύρα του μαλλιά είχαν πολλές άσπρες τρίχες, το πρόσωπό του ήταν μακρουλό, λιπόσαρκο απ' τις νηστείες και σοβαρό. His black hair had many white hairs, his face was long, gaunt from fasting and serious. Έκανε σιωπηλός μιαν υπόκλιση στους καλεσμένους του. He made a silent bow to his guests. Όμως τούτη τη φορά εκείνοι τον πλησίασαν να τους ευλογήσει. But this time they approached him to bless them. Ο Μιούσοβ ετοιμάστηκε μάλιστα να του φιλήσει και το χέρι μα εκείνος το τράβηξε έγκαιρα κι έτσι ο ασπασμός δεν πραγματοποιήθηκε. Musov even prepared to kiss his hand but he pulled it away in time and so the kiss did not take place. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κι ο Καλγκάνοβ ευλογήθηκαν τούτη τη φορά με τα όλα τους, δηλαδή δίνοντας το πιο λαϊκό, ηχηρό φιλί στο χέρι. But Ivan Fyodorovich and Kalganov were blessed this time with everything, i.e. by giving the most popular, loud kiss on the hand.

— Έχουμε την υποχρέωση να ζητήσουμε συγνώμη, αιδεσιμότατε, άρχισε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς χαμογελώντας ευγενικά, μα όσο να 'ναι με μεγαλόπρεπο και γεμάτο σεβασμό τόνο. - "We are obliged to apologise, Reverend," began Pyotr Alexandrovich, smiling politely, but with a dignified and respectful tone. Να ζητήσουμε συγνώμη γιατί παρουσιαζόμαστε μονάχοι μας χωρίς τον προσκαλεσμένο σας τον Φιόντορ Παύλοβιτς. We apologize for appearing alone without your guest Fiodor Pavlovic.

Αυτός αναγκάστηκε να μην αποδεχτεί την πρόσκλησή σας και είχε φυσικά τους λόγους του να το κάνει. He was forced to decline your invitation and of course had his reasons for doing so. Στο κελί του πανιερότατου πάτερ Ζωσιμά παραφέρθηκε εξαιτίας εκείνης της άτυχης διαφωνίας που 'χει με το γιο του και πρόφερε μερικές φράσεις εντελώς ανάρμοστες... με δυο λόγια εντελώς άπρεπες... πράμα που, καθώς φαίνεται, (είπε και κοίταξε τους ιερομόναχους) είναι γνωστό πια στην πανοσιότητά σας. In the cell of His Holiness Father Zosima he went too far because of that unfortunate disagreement he has with his son and uttered some totally inappropriate phrases... in short, totally inappropriate... which, it seems, (he said, looking at the monks) is now known to your Eminence. Γι' αυτό παραδέχτηκε κι ο ίδιος το σφάλμα του και μετανόησε ειλικρινά. That is why he himself admitted his mistake and sincerely repented. Και νιώθοντας μεγάλη ντροπή μας παρακάλεσε, εμένα και το γιο του τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, να σας διαβιβάσουμε τη βαθιά του θλίψη και την ειλικρινή του μεταμέλεια... Με δυο λόγια, ελπίζει και επιθυμεί να επανορθώσει αργότερα το σφάλμα του μα προς το παρόν εκλιπαρεί την ευλογία σας και σας παρακαλεί να ξεχάσετε όσα συνέβησαν... And feeling great shame, he begged us, me and his son Ivan Fyodorovich, to convey to you his deep sorrow and his sincere regret... In short, he hopes and wishes to make amends for his mistake later, but for the time being he begs your blessing and begs you to forget what happened...

Ο Μιούσοβ σώπασε, Προφέροντας τις τελευταίες λέξεις του λογυδρίου του, έμεινε εντελώς ευχαριστημένος με τον εαυτό του, τόσο που ούτε ίχνος απ' τον προηγούμενο ερεθισμό δεν έμεινε στην ψυχή του. Mushov fell silent, uttering the last words of his speech, he was completely pleased with himself, so much so that not a trace of the previous irritation remained in his soul. Αγαπούσε και πάλι πλέρια και ειλικρινά την ανθρωπότητα. He loved humanity again, deeply and sincerely. Ο ηγούμενος τον άκουσε σοβαρός, ύστερα έσκυψε λίγο το κεφάλι και πρόφερε: The abbot listened to him seriously, then bowed his head a little and said:

— Λυπάμαι βαθύτατα γι' αυτόν που δεν είναι μαζί μας. - I am deeply sorry for him who is not with us. Ίσως στο τραπέζι μας να μας αγαπούσε κι αυτός όπως και μείς τον αγαπάμε. Perhaps at our table he would have loved us as much as we love him. Κοπιάστε παρακαλώ, κύριοί μου, στο τραπέζι. Please sit down, gentlemen, at the table.

Στάθηκε μπροστά στο εικόνισμα κι άρχισε να λέει μια προσευχή. He stood in front of the icon and began to say a prayer. Όλοι σκύψανε με σεβασμό το κεφάλι κι ο χτηματίας Μαξίμοβ έγειρε μπροστά όλο του το κορμί κι ένωσε τις παλάμες του από εξαιρετική ευλάβεια. They all bowed their heads respectfully, and Maximov the rancher leaned forward with his whole body and joined his palms together in extreme reverence.

Κι ακριβώς κείνη τη στιγμή ο Φιόντορ Παύλοβιτς τους έκανε την τελευταία του φιγούρα. And it was at that very moment that Fyodor Pavlovic showed them his last act. Πρέπει να παρατηρήσουμε πως στ' αλήθεια ήταν έτοιμος να φύγει και πραγματικά αισθάνθηκε πως του ήταν αδύνατο, μετά την επαίσχυντη διαγωγή του στο κελί του στάρετς, να πάει, σαν να μην έγινε τίποτα, στο γεύμα του ηγούμενου. It must be observed that he was really ready to leave and really felt that it was impossible for him, after his shameful conduct in the starets' cell, to go, as if nothing had happened, to the abbot's meal. Όχι πως ντρεπόταν και καταδίκαζε τον εαυτό του. Not that he was ashamed and condemned himself. Ίσως μάλιστα να συνέβαινε και τ' αντίθετο. Perhaps even the opposite would be true. Μα, όπως και να 'ναι, καταλάβαινε πως ήταν αγένεια να πάει στον ηγούμενο. But, be that as it may, he understood that it was impolite to go to the abbot. Όμως, καθώς του φέρανε μπροστά στην εξώπορτα του ξενώνα το σαραβαλιασμένο του αμάξι κι όταν πια ανέβαινε απάνω, ξαφνικά σταμάτησε. But as they brought his battered car to the front door of the guesthouse and as he was climbing up, it suddenly stopped. Θυμήθηκε τα ίδια του τα λόγια, που είπε στον στάρετς: «Πάντα όταν μπαίνω σε κανένα σπίτι μου φαίνεται πως είμαι ο πιο πρόστυχος απ' όλους και πως όλοι με παίρνουν για γελωτοποιό. He remembered his own words to the starlet: "Whenever I enter any house it seems to me that I am the most vile of all, and that everybody takes me for a fool. Άσε λοιπόν, λέω, να σας κάνω και στ' αλήθεια το γελωτοποιό, γιατί όλοι σεις είστε πιο γελοίοι και πιο πρόστυχοι από μένα». So let me, I say, let me really make a fool of you, because you are all more ridiculous and more wicked than I am." Θέλησε να τους εκδικηθεί όλους για τις ίδιες του τις βρωμιές. He wanted to avenge all of them for his own filth. Θυμήθηκε τώρα ξαφνικά πως, εδώ και πολύν καιρό, τον είχανε ρωτήσει: «Γιατί δεν τον χωνεύατε τον τάδε τόσο πολύ;» Και τότε αυτός, σ' ένα παροξυσμό αδιαντροπιάς, απάντησε: «Να γιατί: αυτός, είν' αλήθεια, δε μου 'κανε τίποτα, εγώ όμως του σκάρωσα μια τέτοια βρομοδουλειά και μόλις την έκανα, τον μίσησα αμέσως γι' αυτό ακριβώς». He now suddenly remembered that, long ago, he had been asked: "Why didn't you like him so much?" And then he, in a paroxysm of shamelessness, replied, "That is why: he, it is true, did nothing to me, but I did such a dirty job for him, and as soon as I did it, I hated him immediately for that very thing." Το θυμήθηκε τώρα αυτό και σκέφτηκε για μια στιγμή χαμογελώντας ήρεμα και μοχθηρά. He remembered this now and thought for a moment, smiling quietly and wickedly. Τα μάτια του άστραψαν και τα χείλη του αρχίσανε να τρέμουν. His eyes flashed and his lips began to tremble. «Μια κι άρχισα, πρέπει να τελειώσω», έβγαλε ξαφνικά το συμπέρασμα. "Once I've started, I have to finish," he suddenly concluded. Τα συναισθήματά του αυτής της στιγμής θα μπορούσε να τα εκφράσει κανείς με τούτα τα λόγια: «Τώρα πια ό,τι έγινε έγινε, και δεν πρόκειται ποτέ να το επανορθώσω. His feelings at this moment could be expressed in these words: 'Now what is done is done, and I will never make up for it. Άσε λοιπόν να τους φτύσω ακόμα μια φορά ξετσίπωτα: δε σας ντρέπομαι, καρφί δε μου καίγεται!» Πρόσταξε τον αμαξά να περιμένει, κι αυτός γύρισε γρήγορα με μεγάλα βήματα προς το μοναστήρι και πήγε ίσα στου ηγούμενου. So let me spit on them one more time: I'm not ashamed of you, I don't give a damn!" He commanded the coachman to wait, and he turned quickly with long strides towards the monastery and went straight to the abbot's. Δεν ήξερε ακόμα καλά-καλά τι θα κάνει, μα ήξερε πως δεν είναι πια κύριος του εαυτού του και —με την πρώτη αφορμή— θα φτάσει τώρα ως το ακρότατο σημείο κάποιας αισχρότητας (να λέμε την αλήθεια, μονάχα ως την αισχρότητα θα 'φτανε και ποτέ ως το έγκλημα ή σε καμιά πράξη που θα μπορούσε να τον φέρει στο δικαστήριο). He did not yet know what he would do, but he knew that he was no longer his own master, and - on the first occasion - he would now go to the extreme of some obscenity (to tell the truth, he would only go to obscenity and never to crime or any act that could bring him to court). Όσο γι' αυτό ήξερε πάντα να συγκρατεί τον εαυτό του και μάλιστα πολλές φορές απορούσε κι ο ίδιος πώς τα κατάφερνε. As far as that was concerned, he always knew how to control himself and sometimes even wondered himself how he managed to do it. Εμφανίστηκε λοιπόν στην τραπεζαρία του ηγούμενου τη στιγμή ακριβώς που τέλειωσε η προσευχή κι όλοι προχωρούσαν προς το τραπέζι. So he appeared in the abbot's dining room just as the prayer was over and everyone was walking towards the table. Σταμάτησε στο κατώφλι, τους έριξε ένα βλέμμα κι άρχισε να γελάει μ' ένα μακρόσυρτο, αδιάντροπο και μοχθηρό γέλιο, κοιτάζοντάς τους όλους με θράσος στα μάτια. He stopped at the threshold, gave them a look and began to laugh a long, shameless, vicious laugh, looking them all boldly in the eye.

— Φαντάζονταν πως έφυγα κι όμως να 'μαι! - They thought I was gone, and yet here I am! φώναξε αυτός τόσο δυνατά που αντήχησε όλη η αίθουσα. he shouted so loudly that the whole room echoed.

Για μια στιγμή τον κοίταξαν όλοι σιωπηλά και ξαφνικά νιώσανε πως τώρα θα συμβεί κάτι αποκρουστικό, ανήκουστο, που θα κατέληγε οπωσδήποτε σε σκάνδαλο. For a moment they all looked at him in silence, and suddenly they felt that something repulsive, unheard of, that would definitely end up in a scandal, was about to happen. Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς πέρασε μονομιάς απ' τη μεγαλύτερη καλοκαγαθία στην πιο ασυγκράτητη μανία. Pyotr Alexandrovich went at once from the greatest benevolence to the most unrestrained fury. Αυτή η οργή που 'χε σβήσει μέσα του αναζωπυρώθηκε και ξέσπασε. This rage that had been extinguished in him was rekindled and erupted.

— Όχι, αυτό πια δεν μπορώ να το υποφέρω! - No, I can't take this anymore! φώναξε. Καθόλου δεν μπορώ και... με κανέναν τρόπο δεν μπορώ. I can't at all and... no way can I.

Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. The blood rushed to his head. Τα μπέρδεψε κιόλας μα δεν ήταν τώρα καιρός για ωραίο ύφος. He had already confused them, but now was not the time for a nice style. Άρπαξε το καπέλο του, και ήταν έτοιμος να φύγει. He grabbed his hat, and was about to leave.

— Τι είναι αυτό που δεν μπορεί κείνος εκεί; φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, «με κανέναν τρόπο δεν μπορεί κι ό,τι και να του δώσουν δεν μπορεί;» Αιδεσιμότατε, να μπω για όχι; Δέχεστε ένα συνδαιτημόνα; - What is it that he cannot do there?" cried Fyodor Pavlovic, "in no way can he, and no matter what they give him, he cannot?" Reverend, shall I go in for no? Will you accept an arbitrator?

— Κοπιάστε, από καρδιάς σας παρακαλούμε, απάντησε ο ηγούμενος. - "Please, from the bottom of my heart," the abbot replied. Κύριοι! Θα μου επιτρέψετε τάχα πρόστεσε ξαφνικά, να σας παρακαλέσω ν' αφήσετε τις τυχαίες διαφορές σας και να συγκεντρωθούμε όλοι γύρω απ' το ταπεινό μας τραπέζι εν αγάπη σαν αδερφοί αναπέμποντες μια προσευχή στον Ύψιστο;... Will you allow me, all of a sudden, to ask you to put aside your random differences and let us all gather around our humble table in love as brothers and sisters offering a prayer to the Most High?....

— Όχι, όχι, αυτό είναι αδύνατο, φώναξε χάνοντας κάθε αυτοκυριαρχία ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς. - No, no, that is impossible, cried Piotr Alexandrovich, losing all self-control.

— Μια λοιπόν και είναι αδύνατο για τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς, είναι αδύνατο και για μένα. - So since it is impossible for Pyotr Alexandrovich, it is impossible for me. Ούτε και 'γω δε θα μείνω. I'm not staying either. Με τούτη την απόφαση ήρθα. With this decision I came. Από δω και μπρος θ' ακολουθάω παντού τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς. From now on I'll follow Piotr Alexandrovich everywhere. Αν θα φύγετε, Πιότρ Αλεξάντροβιτς, θα φύγω και γω. If you go, Pyotr Alexandrovich, I'll go too. Αν θα μείνετε, θα μείνω. Αυτό το «σαν αδερφοί» τον πείραξε, πάτερ ηγούμενε. That "like brothers" thing bothered him, Father Superior. Δε με παραδέχεται για συγγενή του. He won't admit me as his relative. Έτσι δεν είναι, φον Ζον; Νά κι ο φον Ζον που στέκεται κει σαν κούτσουρο. Isn't that right, Von Zon? There's Von Zon standing there like a log. Γειά σου, φον Ζον.

— Εμένα... το λέτε δηλαδή; πρόφερε ο χτηματίας Μαξίμοβ κι απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. - Me... you mean me?said the rancher Maximov and was left with his mouth hanging open.

— Και βέβαια εσένα το λέω, φώναξε ο Φιόντορ Παύλοβιτς. - Of course I'm talking about you," shouted Fiodor Pavlovic. Αμ σε ποιόν άλλον θα το 'λεγα; Δεν μπορεί φυσικά ο πάτερ ηγούμενος να 'ναι ο φον Ζον! Who else would I tell? Of course the Father Superior can't be Von Zon!

— Μα και 'γω δεν είμαι φον Ζον, είμαι ο Μαξίμοβ. - But I'm not Von Zon either, I'm Maximov.

— Όχι, εσύ είσαι ο φον Ζον. - No, you're von Zon. Αιδεσιμότατε, ξέρετε τι πράμα είναι αυτός ο φον Ζον; 'Ήταν μια εγκληματική υπόθεση: τον σκότωσαν παρασέρνοντάς τον σ' έναν οίκο ασέλγειας —έτσι νομίζω πως το λέτε σεις εδώ πέρα— τον σκοτώσανε και τον ληστέψανε και παραβλέποντας τη σεβάσμια ηλικία του τον βάλανε σ' ένα κασόνι, το κάρφωσαν καλά-καλά και το στείλανε απ' την Πετρούπολη στη Μόσχα με φορτηγό βαγόνι και βγάλανε και φορτωτική. Reverend, do you know what this Von Zon is? 'It was a criminal affair: they killed him by luring him to a house of prostitution - I think that's what you call it here - they killed him and robbed him and, disregarding his venerable age, they put him in a box, nailed it up good and proper and sent it from Petersburg to Moscow by wagon and got a bill of lading. Κι όταν καρφώνανε την κάσα, άσεμνες χορεύτριες χόρευαν ένα γύρω ξεδιάντροπα εν χορδαίς και οργάνοις —δηλαδή με πιάνο θέλω να πω. And when they nailed the case, obscene dancers danced around shamelessly in strings and organs - I mean, with a piano. Το λοιπόν αυτός είναι κείνος ο ίδιος ο φον Ζον. So this is the same von Zon himself. Αναστήθηκε εκ νεκρών. He rose from the dead. Έτσι δεν είναι, φον Ζον; Isn't that right, Von Zon?

— Τι πα' να πει αυτό; Τι 'ναι και τούτο πάλι; ακούστηκαν φωνές απ' την ομάδα των ιερομόναχων. - What's that supposed to mean? What's that again?There were voices from the group of monks.

— Πάμε! φώναξε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς στον Καλγκάνοβ. Pyotr Alexandrovich shouted to Kalganov.

— Όχι δα! - No! γρύλισε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, κάνοντας ένα ακόμα βήμα μέσα στο δωμάτιο. Fiodor Pavlovic growled, taking another step into the room. Επιτρέψτε μου να τελειώσω και γω. Let me finish. Εκεί στο κελί με κατηγόρησαν για ασέβεια επειδή φώναξα για τους κοκοβιούς. Ο συγγενής μου, ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, θέλει στις κουβέντες να υπάρχει plus de sincérité que de noblesse (περισσότερη ευγένεια παρά ειλικρίνεια) μα εμένα μ' αρέσει τ' αντίθετο, θέλω δηλαδή στην κουβέντα μου να υπάρχει plus de sincerite que de noblesse(περισσότερη ειλικρίνεια παρά ευγένεια). My relative, Pyotr Aleksandrovich Mushov, wants his conversation to be more de sincérité que de noblesse (more sincerity than sincerity), but I like the opposite, that is, I want my conversation to be more de sincerite que de noblesse (more sincerity than sincerity). Στα παλιά μου τα παπούτσια η noblesse! In my old shoes the noblesse! Έτσι, φον Ζον; Επιτρέψτε μου, πάτερ ηγούμενε. Right, Von Zon? Allow me, Father Prior. Αν και είμαι γελωτοποιός κι αν και το λέω μονάχος μου πως είμαι, είμαι ωστόσο ιππότης της τιμής και θέλω να πω ό,τι έχω να πω. Though I am a jester and though I say it myself that I am, I am nevertheless a knight of honor and I want to say what I have to say. Ναι, είμαι ιππότης της τιμής εγώ, ενώ ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς είναι ολόκληρος ένα πληγωμένο φιλότιμο και τίποτα παραπάνω. Yes, I am a knight of honour myself, while Pyotr Alexandrovich is a whole wounded philanthropist and nothing more. Ίσως και να 'ρθα εδώ πέρα πριν από λίγο για να δω τι γίνεται και να σας τα πω ένα χεράκι. I may have even come over here a while ago to see what's going on and give you a hand. Έχω εδώ το γιο μου τον Αλεξέι που σώζει την ψυχή του. I have here my son Alexei who is saving his soul. Είμαι πατέρας, φροντίζω για το μέλλον του και πρέπει να φροντίζω. I am a father, I care about his future and I have to care. Έπαιζα κωμωδία, ωστόσο την ίδια στιγμή άκουγα και παρατηρούσα κιόλας κρυφά και τώρα θέλω να σας παίξω και την τελευταία πράξη της παράστασης. I was playing comedy, but at the same time I was listening and observing in secret and now I want to play the last act of the show for you. Αμ πώς δα; Νομίζετε πως ό,τι πέφτει μένει εκεί πεσμένο, ε; Αυτό που έπεσε θα μένει κει στον αιώνα τον άπαντα, ε; Σας γελάσανε! How so? You think everything that falls down stays down, huh? What's fallen will stay there forever and ever, eh? They laughed at you! Εγώ θέλω ν' ανυψωθώ και πάλι. I want to rise again. Άγιοι πατεράδες μου, είμαι αγαναχτισμένος μαζί σας. My holy fathers, I am indignant with you. Η εξομολόγηση είναι μέγα μυστήριο που μπροστά του με πιάνει και μένα δέος και το σέβομαι κι όμως εκεί στο κελί πέφτουν όλοι στα γόνατα και ξομολογιούνται φωναχτά. Confession is a great mystery that I am in awe of and respect, and yet there in the cell everyone falls on their knees and confesses out loud. Μήπως επιτρέπεται τάχα να ξομολογιέται κανείς φωναχτά; Οι άγιοι πατέρες καθιέρωσαν η εξομολόγηση να γίνεται ψιθυριστά και στ' αυτί- τότε μονάχα θα 'ναι μυστήριο. Is it allowed to confess out loud? The holy fathers established that confession should be made in a whisper and in the ear; then only it would be a sacrament. Αυτό πια είναι γνωστό απ' τα παλιά τα χρόνια. That's been known since the old days. Αλλιώς πώς μπορώ να του εξηγήσω πως είμαι τούτο και τ' άλλο... ναι, δηλαδή τούτο και τ' άλλο, με καταλαβαίνετε; Μερικές φορές είναι αγένεια και να τα ονοματίζει κανείς κάτι τέτοια πράματα. Otherwise how can I explain to him that I am this and that... yes, I mean this and that, you understand me? Sometimes it's rude even to call such things by their names. Αυτό είναι σκάνδαλο λοιπόν! So this is a scandal! Μα την αλήθεια, πατεράδες μου, φοβάμαι πως εδώ μαζί σας μπορεί να βυθιστεί κανένας στην αίρεση των αυτομαστιγούμενων... Με την πρώτη κιόλας ευκαιρία θα γράψω στη Σύνοδο, και το γιό μου τον Αλεξέι θα τον πάρω από δω... But the truth is, my fathers, I fear that here with you, one may be plunged into the heresy of self-flagellation... I'll write to the Synod at the first opportunity, and I'll take my son Alexei away from here...

Εδώ χρειάζεται μια υποσημείωση: Ο Φιόντορ Παύλοβιτς κάτι είχε ακουστά. A footnote is needed here: Fiodor Pavlovic had heard something. Κυκλοφορούσαν άλλοτε διάφορες κακόβουλες φήμες που φτάσανε και στον αρχιεπίσκοπο ακόμα (όχι μονάχα για το δικό μας μα και για τ' άλλα μοναστήρια όπου υπήρχαν στάρετς) πως τάχα οι στάρετς παραείναι σε μεγάλη υπόληψη, τόσο μάλιστα που παραβλέπονταν οι ηγούμενοι και πως οι στάρετς βεβηλώνουν το μυστήριο της εξομολόγησης κ.τ.λ. Various malicious rumours used to circulate, which even reached the archbishop (not only for our monastery but also for other monasteries where there were starets) that the starets were too highly regarded, so much so that the abbots were overlooked and that the starets desecrated the sacrament of confession, etc. κ.τ.λ. Κατηγορίες ανόητες, που αποδείχτηκαν ψεύτικες και κατέπεσαν από μόνες τους όχι μονάχα στο δικό μας μοναστήρι μα και παντού. Accusations of foolishness, which turned out to be false and fell by themselves, not only in our monastery but everywhere. Μα ο ανόητος δαίμονας που παράσερνε τον Φιόντορ Παύλοβιτς όλο και πιο βαθιά στην αναισχυντία, του σφύριξε στ ' αυτί αυτή την παλιά κατηγορία που ο ίδιος δεν καταλάβαινε ούτε το πνεύμα ούτε το γράμμα της. But the foolish demon who was dragging Fiodor Pavlovitch deeper and deeper into shamelessness, whistled in his ear this old accusation which he himself understood neither the spirit nor the letter of. Μα ούτε και τα κατάφερε να τη διατυπώσει όπως έπρεπε αφού μάλιστα, τούτη τη φορά τουλάχιστον, στο κελί του στάρετς κανένας δε γονάτιζε και κανένας δεν εξομολογιόταν φωναχτά, ώστε ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν μπορούσε να δει τίποτα τέτοιο και τα 'πε όλ' αυτά αναμασώντας τις παλιές μονάχα φήμες και τα παλιά κουτσομπολιά που τώρα τα θυμήθηκε όπως-όπως. But neither did he manage to formulate it as he should have, since, this time at least, in the starets' cell no one was kneeling and no one was confessing aloud, so that Fyodor Pavlovitch could see nothing of the sort, and he said all this by regurgitating the old rumours and old gossip, which he now remembered as he remembered them. Όμως όταν πια είπε την ανοησία του ένιωσε πως έκανε μεγάλη κουταμάρα και ξαφνικά θέλησε ν' αποδείξει αμέσως στους ακροατές του κι ακόμα περισσότερο στον εαυτό του πως αυτά που είπε δεν ήταν καθόλου ηλιθιότητες. But when he had said his nonsense he felt that he had made a great fool of himself, and suddenly he wanted to prove at once to his listeners and even more to himself that what he had said was no nonsense at all. Και, αν και το 'ξερε περίφημα πως με την κάθε λέξη που προφέρει προσθέτει κι άλλη μια βλακεία στις τόσες άλλες που 'χε πει, δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί και τον πήρε ο κατήφορος. And, although he knew perfectly well that with every word he uttered he was adding another stupid thing to the many others he had said, he could no longer contain himself and he was going downhill.

— Τι προστυχιά! - What a blemish! φώναξε ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς. Pyotr Alexandrovich shouted.

— Με συγχωρείτε, είπε ξαφνικά ο ηγούμενος. - "Excuse me," said the abbot suddenly. Έχει ειπωθεί στα παλιά ακόμα χρόνια: «Και θα αρχίσωσι να λέγωσι περί εμού πολλά και διάφορα, ακόμη και λοιδωρίας θα ακούσω. It has been said in the old days: 'And I shall begin to say many things about myself, and even hear ridicule. Όμως υπομένω και λέγω εις εαυτόν: Τούτο είναι μία δοκιμασία σταλείσα από τον 'Ιησούν διά να ταπεινωθή ή υπερήφανος ψυχή μου». But I endure, and say to myself: This is a trial sent by Jesus to humble my proud soul." Γι' αυτό και μείς σας ευχαριστούμε ταπεινά ακριβέ μας ξένε! For this we humbly thank you, dear strangers!

Είπε κι έκανε μιαν βαθιάν υπόκλιση στον Φιόντορ Παύλοβιτς. He said and gave a deep bow to Fyodor Pavlovic.

— Βρε, βρε, βρε! ψευτοευλάβεια και ξαναμασημένες φράσεις! false reverence and regurgitated phrases! Παλιές φράσεις και παλιοί τρόποι! Old phrases and old ways! Παλιές ψευτιές και η ρουτίνα των εδαφιαίων υποκλίσεων! Old lies and the routine of territorial bows! Τα ξέρουμε όλα τούτα: «φιλί στα χείλη και στιλέτο στην καρδιά», όπως στους Ληστές του Σίλλερ. We know all this: "kiss on the lips and dagger in the heart", as in Schiller's Bandits.

Δε μ' αρέσει, πατεράδες μου, το ψεύτικο. I don't like it, my fathers, the fake one. Θέλω την αλήθεια! Και η αλήθεια δε βρίσκεται με τους κοκοβιούς, το 'πα και το ξαναλέω! Πατεράδες μου καλόγεροι, γιατί νηστεύετε; Γιατί νομίζετε πως θα πάρετε γι' αυτό την ανταμοιβή σας στον ουρανό; Μα για μια τέτοιαν ανταμοιβή θα πήγαινα και 'γω να νηστέψω! My fathers, monks, why do you fast? Why do you think you will get your reward in heaven? But for such a reward I would also go fasting! Όχι, άγιε μου καλόγερε, σε θέλω να 'σαι ενάρετος στη ζωή, να 'σαι χρήσιμος στην κοινωνία κι όχι να κλείνεσαι στο μοναστήρι και να τρως έτοιμο φαΐ περιμένοντας ανταμοιβή από κει πάνω. No, my holy monk, I want you to be virtuous in life, to be useful in society and not to shut yourself up in the monastery and eat ready-made food waiting for a reward from above. Νά κάτι που θα 'ταν λίγο πιο δύσκολο. Here's something that would be a little more difficult. Ξέρω και 'γω, πάτερ ηγούμενε, να τα λέω όμορφα-όμορφα. I too, Father Superior, know how to say beautiful things. Τι έχουν ετοιμάσει αυτού πέρα; είπε και πλησίασε στο τραπέζι: Παλιό πορτό, υδρόμελο φίρμας αδερφών Ελισέεβ. What have they prepared over there?" he said and approached the table: An old port, a watercolor of the firm of the Elisheva brothers. Βρε τους πατεράδες! Μα την αλήθεια, αυτά δε μοιάζουν με κοκοβιούς. But really, these don't look like cockroaches. Για κοίτα κει μπουκάλια που αράδιασαν οι ευσεβέστατοι! Look at the bottles the pious ones have left behind! Χε-χε-χε! Και πώς βρέθηκαν όλ' αυτά; Είναι γιατί ο Ρώσος χωρικός, ο δουλευτής, έφερε δω πέρα την πεντάρα που κέρδισε βγάζοντας κάλους στα χέρια του, στερώντας την απ' την οικογένειά του κι απ' τις ανάγκες του Κράτους! And how did all this come about? It's because the Russian peasant, the deputy, brought over the penny he earned by getting calluses on his hands, depriving his family and the needs of the State! Θα πει λοιπόν, αγιότατοι πατεράδες μου, πως πίνετε το αίμα του λαού! So, my holy fathers, it will be said that you drink the blood of the people!

— Αυτό πια είναι εντελώς άπρεπο από μέρους σας, πρόφερε ο πάτερ Ιωσήφ. - "This is now totally unseemly of you," Father Joseph said. Ο πάτερ Παΐσιος σώπαινε επίμονα. Father Paisios kept quiet insistently. Ο Μιούσοβ ρίχτηκε τρέχοντας να βγει απ' το δωμάτιο κι ο Καλγκάνοβ βιάστηκε να τον προφτάσει. Mushov rushed out of the room and Kalganov hurried to catch up with him.

— Το λοιπόν, πατεράδες μου, θ' ακολουθήσω και 'γω τον Πιότρ Αλεξάντροβιτς! - So, my fathers, I'll follow Pyotr Alexandrovich! Δε θα ξανάρθω ποτέ πια, γονατιστοί να με παρακαλάτε, δε θα ξανάρθω. I will never come again, kneel down and beg me, I will never come again. Σας έστειλα χίλια ρούβλια και φαίνεται πως έχετε όρεξη να μου πάρετε κι άλλα, χε-χε-χε! I sent you a thousand rubles and you seem to be in the mood to take more from me, hee-hee-hee! Όχι, ούτε πεντάρα δε θα δώσω πια. No, I won't give a penny more. Εκδικιέμαι για τη χαμένη νιότη μου, για όλη μου την ταπείνωση, είπε κι άρχισε να χτυπάει τη γροθιά του στο τραπέζι μ ' ένα παροξυσμό πλαστού αναβρασμού. I am avenging my lost youth, all my humiliation, he said and began to pound his fist on the table in a frenzy of fake exasperation. Πολύ μου κόστισε αυτό το μοναστήρι! This monastery cost me a lot! Έκλαψα πικρά πολλές φορές εξαιτίας του! I cried bitterly many times because of it! Εσείς κάνατε τη γυναίκα μου, τη σεληνιασμένη, να μ' εχθρεύεται. You made my wife, the lunar woman, hate me. Με καταραστήκατε σ' εφτά εκκλησιές, με κάνατε ρεντίκολο σ' όλο τον κόσμο! You have cursed me in seven churches, you have made me a reticule in the whole world! Αρκετά, πατεράδες μου, ο τωρινός αιώνας είναι φιλελεύθερος, είναι ο αιώνας των ατμοπλοίων και των σιδηροδρόμων. Enough, my fathers, the present century is liberal, it is the century of steamers and railways. Ούτε χίλια, ούτε εκατό ρούβλια, ούτε εκατό καπίκια, τίποτα δε θα σας δώσω. Not a thousand, not a hundred rubles, not a hundred rubles, not a hundred capics, I will give you nothing.

Εδώ χρειάζεται άλλη μια υποσημείωση. Another footnote is needed here. Ποτέ το μοναστήρι μας δεν έπαιξε κανένα σημαντικό ρόλο στη ζωή του Φιόντορ Παύλοβιτς και ποτέ του δεν τον έκανε να χύσει πικρά δάκρυα. Our monastery never played any important role in Fyodor Pavlovic's life and never made him shed bitter tears. Μα τον παρασύρανε τόσο πολύ τα προσποιητά του δάκρυα που για ένα λεπτό κόντεψε να πιστέψει κι ο ίδιος αυτά που έλεγε. But he was so carried away by his feigned tears that for a moment he almost believed what he was saying. Σχεδόν άρχισε να κλαίει απ' τη συγκίνηση. He almost started crying with emotion. Μα κείνη την ίδια στιγμή ένιωσε πως ήταν καιρός πια ν' αλλάξει τροπάρι. But at the same time she felt that it was time to change her tune. Ο ηγούμενος στο κακόβουλο ψέμα του απάντησε και πάλι με ύφος διδαχής κρατώντας σκυμμένο το κεφάλι: The abbot replied to his malicious lie again with a look of docility, keeping his head bowed:

— Έχει κι άλλοτε ειπωθεί: «Υπόμενε αγογγύστως και με αγαλλίασιν την πλήττουσάν σε ατίμωσιν, και μην ταράττεσαι και μη μισείς τον ατιμάζοντά σε». - It has been said before: "Wait for the reproach that shall befall thee with gladness and joy, and be not dismayed, and hate not thy reproach." Έτσι θα φερθούμε και μείς. That's how we're going to behave.

— Βρε, βρε, βρε, «υπόμενε» και οι αποδέλοιπες μπούρδες! - Well, well, well, well, "underneath" and all that bullshit! Μια στιγμή και φεύγω, πατεράδες μου. I'll be gone in a moment, my fathers. Όσο για το γ ιό μου τον Αλεξέι, τον παίρνω από δω για πάντα. As for my son Alexei, I'm taking him away forever. Με το δικαίωμα της πατρικής εξουσίας. By right of paternal authority. Ιβάν Φιοντόροβιτς, αξιοσέβαστε γιέ μου, επιτρέψτε μου να σας διατάξω να μ' ακολουθήσετε! Ivan Fyodorovich, my esteemed son, allow me to order you to follow me! Και συ, φον Ζον, γιατί να μείνεις δω πέρα; And you, Von Zon, why do you stay here?

Έλα μαζί μου στην πολιτεία. Come with me to the state. Το σπίτι μου είναι όλο κέφι. My house is full of fun. Όλο κι όλο ένα βέρστι από δω κι αντί για νηστήσιμα θα σου σερβίρω γουρουνόπουλο με πιλάφι. I'm gonna serve you a whole bunch of pork chops with pilaf instead of the food. Θα φάμε. Ύστερα θα φέρω κονιάκ και λικεράκι και μια... τρυφερή κοτούλα. Then I'll bring cognac and liqueur and a... tender little chicken. Έι, φον Ζον, μη χάνεις την ευκαιρία! Hey, Von Zon, don't miss your chance!

Βγήκε φωνάζοντας και χειρονομώντας. He came out shouting and gesticulating. Κείνην ακριβώς τη στιγμή τον είδε ο Ρακίτιν και τον έδειξε στον Αλιόσα. At that very moment Rakitin saw him and pointed him out to Aliosa.

— Αλεξέι! του φώναξε από μακριά ο πατέρας του όταν τον είδε. his father shouted to him from afar when he saw him. Σήμερα κιόλας έλα σπίτι μου, πάρε και το μαξιλάρι και το στρώμα σου κι ούτε ίχνος από σένα να μη μείνει δω μέσα. Come to my house today, take your pillow and your mattress and not a trace of you shall be left here.

Ο Αλιόσα έμεινε σαν να κοκάλωσε, ατενίζοντας σιωπηλά και προσεχτικά τη σκηνή. Alyosha stood as if red-faced, gazing silently and intently at the scene. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς μπήκε στο μεταξύ στ' αμάξι κι από πίσω του άρχισε ν' ανεβαίνει σιωπηλός και σκυθρωπός ο Ιβάν, που ούτε καν γύρισε να χαιρετήσει τον Αλιόσα. Meanwhile Fiodor Pavlovic got into the car and behind him Ivan, who did not even turn to greet Aliosha, started to climb up, silent and sullen. Μα τότε έγινε μια ακόμα καραγκιοζίστικη και σχεδόν απίθανη σκηνή που συμπλήρωσε το επεισόδιο. But then there was another clownish and almost unlikely scene that rounded out the episode. Ξαφνικά εμφανίστηκε δίπλα στο σκαλοπάτι του αμαξιού ο χτηματίας Μαξίμοβ. Suddenly the rancher Maximov appeared next to the step of the car. Είχε έρθει τρέχοντας για να μην αργήσει και είχε λαχανιάσει. He had come running to avoid being late and was out of breath. Ο Ρακίτιν κι ο Αλιόσα τον είδαν που 'τρεχε. Rakitin and Aliosa saw him running around. Βιαζόταν τόσο πολύ που απ' την ανυπομονησία του είχε βάλει κιόλας το πόδι του στο σκαλοπάτι όπου βρισκόταν ακόμα τ' αριστερό πόδι του Ιβάν Φιοντόροβιτς, αρπάχτηκε απ' τ' αμάξι κι άρχισε ν' αναπηδάει για να καταφέρει να μπει: He was in such a hurry that in his impatience he had already put his foot on the step where Ivan Fyodorovich's left foot still was, grabbed the car and started bouncing around to get in:

— Και 'γω, και 'γω μαζί σας, φώναζε αυτός αναπηδώντας, γελώντας εύθυμα, με μιαν έκφραση αγαλλίασης στο πρόσωπό του κι έτοιμος για όλα. - "Me too, and me with you," he cried, bouncing, laughing merrily, with an expression of joy on his face, ready for anything. Πάρτε με και μένα! Take me with you!

— Δεν το 'λεγα γω; φώναξε θριαμβευτικά ο Φιόντορ Παύλοβιτς. - Didn't I tell you?" shouted Fiodor Pavlovic triumphantly. Δεν το 'λεγα πως αυτός είναι ο φον Ζον; Πως αυτός είναι ο πραγματικός, ο αναστηθείς εκ νεκρών φον Ζον; Μα πώς τους ξέφυγες από κει; Σαν τι να φονζόνισες κει πέρα και πώς μπόρεσες να φύγεις απ' το γεύμα; Πρέπει να 'σαι μπιτ χοντρόπετσος για να κάνεις αυτή τη δουλειά! Didn't I tell you that's Von Zon? That he's the real, risen-from-the-dead Von Zon? But how did you get away from them? Like what you killed there and how could you leave the dinner table? You'd have to be a big fat cop to do this job! Είμαι και 'γω χοντρόπετσος κι όμως, αδερφέ μου, τα χάνω με σένα! I'm a fat-ass too, and yet, my brother, I'm losing it with you! Πήδα πήδα μέσα γρήγορα! Jump jump in quick! Άστονε, Βάνια, θα γελάσουμε. Ashton, Vanya, we'll laugh. Θα βολευτεί κάπως εδώ στα πόδια μας. He'll somehow get comfortable here at our feet. Θα βολευτείς, φον Ζον; Ή, μήπως θα 'ταν καλύτερα να τον βάλουμε να σκαρφαλώσει κοντά στον αμαξά;... Σκαρφάλωσε κει πάνω, φον Ζον!... Will you make yourself comfortable, Von Zon? Or would it be better to have him climb up near the coachman... Climb up there, Von Zon!

Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, που 'χε κάτσει κιόλας στη θέση του, έσπρωξε ξαφνικά στο στήθος τον Μαξίμοβ κι αυτός πετάχτηκε δυο μέτρα μακριά. But Ivan Fyodorovich, who had already sat down in his seat, suddenly pushed Maximov in the chest and he was thrown two metres away. Ήταν θαύμα πώς δεν έπεσε. It was a miracle he didn't fall.

— Τράβα! - Pull! φώναξε θυμωμένα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στον αμαξά. Ivan Fyodorovich shouted angrily to the coachman.

— Γιατί το 'κανες αυτό; Γιατί το 'κανες; Γιατί του φέρθηκες έτσι; ξεφώνισε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, μα τ' αμάξι είχε ξεκινήσει πια. - Why did you do that? Why did you do that? Why did you treat him like that?Fyodor Pavlovitch cried out, but the car had already started. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν απάντησε. Ivan Fyodorovich did not reply.

— Για κοίτα τον! - Look at him! είπε πάλι ο Φιόντορ Παύλοβιτς λοξοκοιτάζοντας το γιό του αφού έμεινε για δυό λεπτά σιωπηλός: Μα συ μονάχος σου σκαρφίστηκες τούτη την επίσκεψη στο μοναστήρι, συ ο ίδιος μας παρότρυνες και το επιδοκίμαζες. said Fyodor Pavlovitch again, looking at his son after he had been silent for two minutes: but you alone invented this visit to the monastery, you yourself encouraged us and approved it. Γιατί θυμώνεις τώρα; Why are you angry now?

— Αρκετές κουταμάρες κάνατε ως τα τώρα, ξεκουραστείτε πια λιγάκι, απάντησε αυστηρά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. - You have done enough nonsense so far, get some rest, Ivan Fyodorovich replied sternly.

Ο Φιόντορ Παύλοβιτς έμεινε και πάλι σιωπηλός για δυό λεπτά. Fiodor Pavlovic was silent again for two minutes.

— Καλό θα 'ταν να 'χαμε τώρα λίγο κονιάκ, είπε αποφθεγματικά. - It would be nice to have some cognac now, he said dismissively. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν απάντησε. But Ivan Fyodorovich did not reply.

— Όταν φτάσουμε θα πιεις και συ. - When we get there, you'll drink too.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς εξακολουθούσε να σωπαίνει. Ivan Fyodorovich was still silent.

Ο Φιόντορ Παύλοβιτς περίμενε κάνα-δυό λεπτά ακόμα. Fiodor Pavlovic waited a couple more minutes.

— Όμως τον Αλιόσα όπως και να 'ναι θα τον πάρω απ' το μοναστήρι, παρ' όλο που αυτό δε θα σας ευχαριστήσει καθόλου, αξιοσέβαστε Καρλ φον Μορ. - But I will take Aliosa from the monastery anyway, although it will not please you at all, esteemed Karl von Mohr.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ανασήκωσε περιφρονητικά τους ώμους και γυρίζοντάς του την πλάτη άρχισε να κοιτάει το δρόμο. Ivan Fyodorovich shrugged his shoulders contemptuously and turning his back he began to look down the street. Και δεν ξαναμίλησαν ώσπου φτάσανε στο σπίτι. And they didn't speak again until they got home.