×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 1. IV. Ο Τρίτος γιος, ο Αλιόσα

1. IV. Ο Τρίτος γιος, ο Αλιόσα

Ήταν τότε είκοσι χρονών (ο αδερφός του Ιβάν είχε πατήσει τα εικοσιτέσσερα κι ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Ντιμήτρι, τα εικοσιοχτώ). Σπεύδω να δηλώσω πως αυτός ο έφηβος, ο Αλιόσα, δεν ήταν καθόλου φανατικός και, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, ούτε καν μυστικιστής. Θα πω προκαταβολικά τη γνώμη μου: Ήταν απλώς και μόνον ανθρωπιστής, κι αν βρέθηκε στο μοναστήρι, τούτο έγινε μόνο και μόνο γιατί, κείνο τον καιρό, αυτό μονάχα του ’κανε εντύπωση και του φάνηκε σαν να λέμε η ιδανική διέξοδος για την ψυχή του, που λαχταρούσε να ξεφύγει απ' το σκοτάδι της εγκόσμιας κακίας προς το φως της αγάπης. Και του ’κανε εντύπωση το μοναστήρι μονάχα επειδή συνάντησε τότε εκεί έναν εξαιρετικό κατά τη γνώμη μου άνθρωπο, τον φημισμένο στάρετς (=Πρεσβύτης, ασκητής) του μοναστηριού μας, τον Ζωσιμά, και δέθηκε μαζί του μ’ όλη τη θέρμη της πρώτης αγάπης της φλογερής καρδιάς του. Ωστόσο δεν έχω αντίρρηση να παραδεχτώ πως ήταν από τότε κιόλας πολύ παράξενος κι ακόμα πως ήταν έτσι από κούνια.

Έχω αναφέρει πως, αν κι έχασε τη μητέρα του μόλις τεσσάρων χρονών, τη θυμόταν ύστερα σ' όλη του τη ζωή, θυμόταν το πρόσωπό της, τα χάδια της, «σαν να στέκεται ζωντανή μπροστά μου», έλεγε. Τέτοιες θύμησες μπορούν να μείνουν — κι αυτό το ξέρουν όλοι — κι από πιο μικρή ηλικία, ακόμα κι απ' τα δυό χρόνια. Παρουσιάζονται σ' όλη τη ζωή σαν φωτεινά σημεία στο σκοτάδι, σαν μια μικρή γωνίτσα από έναν τεράστιο πίνακα, που όλος έσβησε κι εξαφανίστηκε, εκτός μονάχα απ' αυτή τη γωνίτσα. Έτσι ακριβώς συνέβη και με κείνον: Του ' μείνε στη μνήμη ένα σούρουπο καλοκαιριάτικο, ήσυχο, το ανοιχτό παράθυρο, οι πλάγιες αχτίδες του ήλιου που βασίλευε (αυτές ακριβώς τις πλάγιες ηλιαχτίδες ήταν που θυμότανε ζωηρότερα απ' όλα τ' άλλα), στη γωνιά του δωματίου, το εικόνισμα, ένα αναμμένο καντήλι, και μπροστά στο εικόνισμα τη γονατιστή μητέρα του που έκλαιγε με λυγμούς σαν υστερικά, με ξεφωνητά και κραυγές, κρατώντας τον στα χέρια της, σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά της τόσο που τον έκανε να πονάει. Προσευχότανε γι ' αυτόν στη μητέρα του Θεού και τον σήκωνε με τα δυο της χέρια προς το εικόνισμα σαν για να τον βάλει κάτω απ' τη σκέπη της Παναγίας... και ξαφνικά μπαίνει μέσα τρέχοντας η παραμάνα κι αρπάζει τρομαγμένη το παιδί απ ' τα χέρια της. Να ο πίνακας! Στη μνήμη του Αλιόσα έμεινε και το πρόσωπο της μητέρας του έτσι όπως ήταν εκείνη τη στιγμή: έλεγε πως ήταν αναστατωμένο μα πολύ όμορφο, κρίνοντας απ' όσα μπορούσε να θυμηθεί. Όμως σπάνια εμπιστευότανε σε κάποιον αυτή τη θύμηση. Στα παιδικά και στα εφηβικά του χρόνια ήταν συγκρατημένος και λιγομίλητος. Όμως αυτό δε γινόταν ούτε από δυσπιστία ούτε από δειλία ούτε από σκυθρωπή μισανθρωπία. Απεναντίας. Γινόταν από κάποιαν άλλη αιτία, από κάποια, πώς να το πούμε, εσωτερική περισυλλογή, καθαρά προσωπική, που δεν αφορούσε καθόλου τους άλλους, μα που γι' αυτόν ήταν τόσο σημαντική, ώστε για χάρη της σαν να ξεχνούσε όλο τον άλλο κόσμο. Όμως τους ανθρώπους τους αγαπούσε: όπως φαίνεται, σ' όλη του τη ζωή είχε μιαν απόλυτη πίστη στους ανθρώπους κι όμως, παρ' όλ' αυτά, κανένας δεν τον θεώρησε ποτέ ούτε ηλίθιο, ούτε αφελή. Είχε κάτι μέσα του που σ' έπειθε (κι αργότερα ακόμα σ' όλη του τη ζωή) πως δε θέλει να γίνει κριτής των ανθρώπων, πως δε θέλει να πάρει πάνω του την ευθύνη μιας καταδίκης και πως ποτέ του, σε καμιά περίπτωση, δε θα καταδίκαζε κανέναν. Φαινόταν μάλιστα πως τα ανεχόταν όλα χωρίς να επικρίνει τίποτα, αν και συχνά με κάποια πικρή θλίψη. Κι ακόμα περισσότερο, έφτασε στο σημείο να μην μπορεί κανένας ούτε να τον εκπλήξει ούτε να τον τρομάξει, κι αυτό απ' την πρώτη του κιόλας νεότητα. Όταν έγινε είκοσι χρονών και ήρθε στο σπίτι του πατέρα του, που ήταν πραγματικά ένα σπίτι χυδαίας ακολασίας, αυτός, όντας ηθικός κι αγνός, έφευγε χωρίς να πει λέξη όταν πια του ήταν ανυπόφορο να βλέπει κείνα που γίνονταν, μα χωρίς να δείχνει για κανέναν ούτε την παραμικρή περιφρόνηση, ούτε την παραμικρή αποδοκιμασία. Όσο για τον πατέρα του, που ήταν κι αυτός κάποτε παράσιτο σε ξένα σπίτια και γι' αυτό ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος σε κάθε προσβολή, τον δέχτηκε στην αρχή σκυθρωπά και δύσπιστα. («Σαν πολύ να σωπαίνει, θα πει πως κρύβει πολλά»)· Όμως πολύ γρήγορα, ύστερα από δύο βδομάδες κιόλας, άρχισε πολύ συχνά να τον αγκαλιάζει και να τον φιλάει, μέσα στα δάκρια του μεθυσιού του είναι αλήθεια, μέσα στη μεθυσμένη του αισθηματικότητα, μα ήταν φανερό πως τον αγάπησε ειλικρινά και βαθιά, τόσο που σίγουρα ποτέ δεν τα κατάφερε ν' αγαπήσει ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν...

Μα κι όλοι τον αγαπούσαν αυτόν τον έφηβο, όπου κι αν πήγαινε, κι αυτό μάλιστα γινόταν απ' τα παιδικά του ακόμη χρόνια. Όταν βρέθηκε στο σπίτι του ευεργέτη του, του ανθρώπου που τον ανάθρεψε, του Εφήμ Πετρόβιτς Πολένοβ, όλοι δέθηκαν τόσο πολύ μαζί του, που τον θεωρούσανε στ' αλήθεια για δικό τους παιδί, γέννημα και θρέμμα τους. Κι όμως μπήκε σ' αυτό το σπίτι τόσο μικρός ακόμα, που με κανέναν τρόπο δε θα μπορούσες να του καταλογίσεις μιαν υστερόβουλη πονηριά ή την καπατσοσύνη και την τέχνη να γίνεται αρεστός για να τους κάνει να τον αγαπήσουν. Ώστε το χάρισμα που 'χε να γεννάει στους άλλους μιαν εξαιρετική αγάπη, ήταν, μπορούμε να πούμε, έμφυτο, άμεσο κι ανεπιτήδευτο. Το ίδιο συνέβη και στο σχολείο, αν και θα μπορούσε να 'χει κανείς την εντύπωση πως ήταν ακριβώς από κείνα τα παιδιά που εμπνέουν δυσπιστία στους συμμαθητές τους, που τα κοροϊδεύουν καμιά φορά, και ίσως ίσως τα μισούν κιόλας. Αυτός λόγου χάρη έπεφτε συχνά σε συλλογή κι απομονωνόταν. Του άρεσε απ' τα παιδικά του ακόμα χρόνια να χώνεται σε καμιά γωνιά και να διαβάζει βιβλία, κι όμως οι φίλοι του τον αγάπησαν τόσο πολύ, που μπορώ να πω με βεβαιότητα πως ήταν το χαϊδεμένο παιδί ολονών, όσο έμεινε στο σχολείο. Δεν ήταν ποτέ σχεδόν ζωηρός, ποτέ εύθυμος, όμως όλοι, μόλις τον κοίταζαν καταλάβαιναν αμέσως πως αυτό δε γίνεται γιατί έχει μέσα του μια κάποια σκυθρωπότητα, μα πως απεναντίας είναι ήρεμος και ξάστερος. Ποτέ δε θέλησε να κάνει τον σπουδαίο στους συνομήλικούς του. Ίσως γι' αυτό κιόλας ποτέ δε φοβόταν κανέναν, κι όμως τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως πως αυτός δεν περηφανεύεται καθόλου για την αφοβία του και φέρεται με τέτοιον τρόπο, σάμπως να μην καταλαβαίνει πως είναι τολμηρός κι άφοβος. Δεν ήταν ποτέ του μνησίκακος. Τύχαινε καμιά φορά, μια μόλις ώρα μετά το πείραγμα, να μιλάει με κείνον που τον είχε πειράξει ή και να πιάνει μονάχος του κουβέντα μαζί του τόσο ανοιχτόκαρδα, λες και τίποτα δεν είχε συμβεί μεταξύ τους. Κι ούτε είχε σε τέτοιες στιγμές το ύφος ανθρώπου που ξέχασε ή συγχώρεσε το πείραγμα. Ούτε καν το θεωρούσε πείραγμα, κι αυτό ήταν που σκλάβωνε και καταχτούσε ολότελα τα παιδιά. Μονάχα ένα του φέρσιμο γεννούσε την επιθυμία στους φίλους του, απ' την πρώτη τάξη του γυμνασίου ίσαμε την τελευταία, να τον ειρωνευτούν. Κι αυτό όχι από κακία μα γιατί τους διασκέδαζε. Είχε μιαν άγρια, παθιασμένη ντροπαλοσύνη και σεμνότητα. Δεν μπορούσε ν' ακούει τις γνωστές λέξεις και κουβέντες για τις γυναίκες. Αυτές οι «γνωστές» λέξεις και κουβέντες δεν μπορούν δυστυχώς να ξεριζωθούν απ' τα σχολεία. Αγόρια με καθάρια ψυχή και καρδιά, που 'ναι παιδιά σχεδόν ακόμα, μιλάνε πολύ συχνά στις τάξεις, και μάλιστα φωναχτά, για πράματα, σκηνές και εικόνες που δε θ' αποφασίζανε συχνά να μιλήσουν γι' αυτά ούτε οι φαντάροι. Τι λέω. Οι φαντάροι ούτε ξέρουν ούτε και καταλαβαίνουν πολλά απ' αυτά τα πράματα που 'ναι πολύ γνωστά πια στα παιδιά και στους έφηβους της μορφωμένης κι ανώτερης κοινωνίας μας. Ίσως αυτό να μην είναι διαφθορά ούτε και πραγματικός κυνισμός, εσώτερος, μα μονάχα ένας κυνισμός εξωτερικός. Πολλές φορές τον κυνισμό αυτό τον θεωρούν σαν κάτι τον ντελικάτο, το λεπτό, το παλικαρίσιο που αξίζει να το μιμηθεί κανείς. Βλέποντας πως ο «Αλιόσκα Καραμάζοβ» βούλωνε με τα δάχτυλα τ' αυτιά του όταν άρχιζαν να μιλάνε «γι' αυτό», τον τριγύριζαν ξεπίτηδες, καμιά φορά ολάκερο τσούρμο, και τραβώντας τα χέρια του απ' τ' αυτιά του φώναζαν μέσα σ' αυτά αισχρόλογα και κείνος πάσκιζε να ξεφύγει, αφηνόταν να πέσει-, ξαπλωνόταν χάμω, προσπαθούσε να κρυφτεί, κι όλ' αυτά, χωρίς να τους λέει λέξη, χωρίς να τους βρίζει, υποφέροντας σιωπηλά. Στο τέλος όμως τον άφησαν ήσυχο, δεν τον κοροϊδεύανε κι ούτε τον λέγανε πια «κοριτσάκι». Απεναντίας, μάλιστα, τον κοιτούσαν με κάποια συμπόνια γι' αυτό. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε πως ήταν πάντα απ' τους καλύτερους μαθητές μα ποτέ δεν ήρθε πρώτος.

Όταν πέθανε ο Εφήμ Πετρόβιτς, ο Αλιόσα έμεινε δυό χρόνια ακόμα στο επαρχιακό γυμνάσιο. Η απαρηγόρητη γυναίκα του Εφήμ Πετρόβιτς, σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του, έφυγε για πολύν καιρό στην Ιταλία μαζί μ' όλη την οικογένεια, που την αποτελούσαν μονάχα γυναίκες, κι ο Αλιόσα βρέθηκε στο σπίτι δυό κυριών που προηγούμενα ούτε καν τις είχε δει ποτέ του, κάποιες μακρινές συγγένισσες του Εφήμ Πετρόβιτς, μα χωρίς να ξέρει κι αυτός ποια ήταν η θέση του μέσα σ' αυτό το σπίτι. Ένα απ' τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, κι απ' τα σπουδαία μάλιστα, ήταν ότι ποτέ του δεν ενδιαφερόταν πώς και ποιος τον συντηρεί, Σ' αυτό το σημείο ήταν εντελώς αλλιώτικος απ' τον αδερφό του, τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, που πέρασε μέσα στη φτώχεια τα δυό πρώτα χρόνια των πανεπιστημιακών του σπουδών, βγάζοντας μόνος του το ψωμί του, και που απ' τα παιδικά του κιόλας χρόνια είχε νιώσει με πίκρα πως τρώει ξένο ψωμί. Όμως, αυτό το παράξενο γνώρισμα του Αλεξέι, νομίζω πως δε θα μπορούσε κανείς να το κρίνει πολύ αυστηρά. Και τούτο, γιατί ο καθένας που θα τον γνώριζε έστω και για λίγο, θα βεβαιωνόταν αμέσως, όταν το 'φερνε η περίσταση, πως ο Αλιόσα ήταν ένας από κείνους τους νέους τους κάπως «πτωχούς τω πνεύματι» που, αν του 'πεφταν λεφτά στα χέρια, ας ήταν κι ολόκληρη περιουσία, δε θα δίσταζε να τα δώσει όλα για κάποιον καλό σκοπό, με το πρώτο μάλιστα που θα τον παρακαλούσαν, ή κι απλώς σ' έναν καταφερτζή που θα του τα ζητούσε. Μα και γενικά, λες και δεν ήξερε καθόλου την αξία των χρημάτων. Εννοείται πως αυτό δεν το λέω με την κυριολεξία του. Όταν του δίνανε το χαρτζιλίκι του, που αυτός δεν το ζητούσε ποτέ του, δεν ήξερε ολόκληρες βδομάδες τι να το κάνει ή, άλλοτε, το σπαταλούσε αμέσως. Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, που ήταν πολύ ευαίσθητος σ' ό,τι αφορούσε το χρήμα και την αστική τιμιότητα, διατύπωσε αργότερα, αφού τον γνώρισε καλά, τον παρακάτω αφορισμό για τον Αλεξέι: «Να ο μοναδικός ίσως άνθρωπος στον κόσμο που, αν τον αφήσετε ξαφνικά μονάχο και χωρίς λεφτά στην πλατεία μιας άγνωστης πολιτείας μ' ένα εκατομμύριο κατοίκους, αυτός με κανέναν τρόπο δε θα χαθεί κι ούτε θα πεθάνει απ' την πείνα ούτε απ' το κρύο, γιατί θα τον ταΐσουν στη στιγμή, στη στιγμή θα τον βολέψουν, κι αν δεν τον βολέψουν, τότε αυτός θα βολευτεί αμέσως μονάχος του κι αυτό χωρίς να του κοστίσει καμιά προσπάθεια και καμιά ταπείνωση, και σε κείνον μάλιστα που θα τον βόλευε δε θα 'φερνε κανένα βάρος μα απεναντίας ίσως να το θεωρούσε κι ευχαρίστησή του». Δεν τέλειωσε το γυμνάσιο. Του 'μεινε ένας χρόνος ακόμα, όταν ξαφνικά ανακοίνωσε στις κυρίες του πως πάει στου πατέρα του για κάποιαν υπόθεση που του πέρασε απ ' το νου. Κείνες λυπήθηκαν πολύ και δεν ήθελαν να τον αφήσουν. Το ταξίδι κόστιζε πολύ λίγο και οι κυρίες δεν του επιτρέψανε να βάλει ενέχυρο το ρολόι του, που ήταν δώρο της οικογένειας του ευεργέτη του και που του το 'χαν χαρίσει πριν φύγουν για το εξωτερικό. Τον βοήθησαν πλουσιοπάροχα, του 'δωσαν μάλιστα και καινούργιο κουστούμι κι εσώρουχα. Όμως αυτός τους έδωσε πίσω τα μισά χρήματα, λέγοντας πως θέλει οπωσδήποτε να ταξιδέψει τρίτη θέση. Φτάνοντας στην πολιτεία μας δεν έδωσε καμιά ξεκάθαρη απάντηση στις πρώτες ερωτήσεις του πατέρα του: «για ποιον ακριβώς λόγο ήρθε προτού να τελειώσει τις σπουδές;» κι ήταν, όπως λέγανε, ακόμα πιο σκεφτικός απ' το συνηθισμένο. Μάθαμε σε λίγο πως ψάχνει να βρει τον τάφο της μητέρας του. Σχεδόν το παραδέχτηκε κι ο ίδιος τότε πως μόνο και μόνο γι' αυτό είχε έρθει. Όμως είναι αμφίβολο αν αυτή αποκλειστικά ήταν η αιτία του ερχομού του. Το πιθανότερο είναι πως τότε ούτε κι αυτός ο ίδιος δεν ήξερε και δε θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να εξηγήσει τι ακριβώς ήταν αυτό που ξεπήδησε ξαφνικά απ' την ψυχή του και τον τράβηξε αναπότρεπτα σ' έναν καινούργιο, άγνωστο, μα αναπόφευκτο δρόμο. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν μπόρεσε να του δείξει τον τάφο της δεύτερης γυναίκας του γιατί ποτέ δεν είχε πατήσει κει πέρα από τότε που κατέβασαν το φέρετρο και γιατί είχαν περάσει πια πολλά χρόνια και είχε ξεχάσει εντελώς πού την είχαν θάψει τότε...

Μια και το 'φερε η κουβέντα, ας μιλήσουμε και για τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Πρωτύτερα είχε ζήσει πολύν καιρό έξω απ' την πολιτεία μας. Τρία-τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της δεύτερης γυναίκας του, ταξίδεψε στη Νότια Ρωσία και τελικά βρέθηκε στην Οδησσό όπου κι έμεινε αρκετά χρόνια συνέχεια. Γνωρίστηκε στην αρχή, όπως έλεγε κι ο ίδιος, «με πολλούς οβριούς, χαχάμηδες και χαχαμίκους» και τελικά τα κατάφεραν να τον «δέχονται όχι μονάχα Εβραίοι μα και οι Ισραηλίτες». Πρέπει να υποθέσει κανείς πως σε κείνην ακριβώς την περίοδο της ζωής του απόχτησε την εξαιρετική ικανότητα να βγάζει και να μαζεύει λεφτά. Γύρισε στη μικρή μας πολιτεία για να μείνει εδώ οριστικά, μόλις τρία χρόνια πριν απ' τον ερχομό του Αλιόσα. Όσοι τον ξέρανε από πρώτα, τον βρήκανε τρομερά γερασμένον, αν και δεν ήταν δα και πολύ γέρος. Το φέρσιμό του δεν είχε περισσότερη αξιοπρέπεια από πριν μα μάλλον πιότερο θράσος. Είχε τώρα λόγου χάρη την αναίσχυντη επιθυμία, αυτός ο πρώην γελωτοποιός, να κάνει τους άλλους γελωτοποιούς του.

Οργίαζε με τις γυναίκες το ίδιο όπως και πρώτα, μα πιο αποκρουστικά ακόμα κι από πριν. Σύντομα άνοιξε στην περιφέρεια πολλά καινούργια καπηλειά. Θα 'πρεπε να 'χει καμιά εκατοστή χιλιάδες ρούβλια πάνω-κάτω. Πολλοί κάτοικοι της πολιτείας μας κι όλης της περιφέρειας βρέθηκαν χρεωμένοι σ' αυτόν, φυσικά με πολύ σίγουρες υποθήκες. Τούτα τα τελευταία χρόνια, φαινότανε σαν να 'χε αποχαυνωθεί, έχανε τη σταθερότητα και την αυτοκυριαρχία του, έπεφτε σε πλέρια αφροντισιά, αρχίζοντας κάτι και παρατώντας το αμέσως για να καταπιαστεί με κάτι άλλο, αφαιρενόταν και μεθοκοπούσε όλο και πιο συχνά, κι αν δεν ήταν κείνος ο ίδιος ο υπηρέτης, ο Γρηγόρης, που 'χε γεράσει κι αυτός αρκετά πια, να τον φροντίζει σχεδόν σαν γκουβερνάντα, ίσως ο Φιόντορ Παύλοβιτς να τα 'βρίσκε σκούρα. Ο ερχομός του Αλιόσα επέδρασε κάπως απάνω του ηθικά, σάμπως να ξαναζωντάνεψε μέσα σ' αυτόν τον πρόωρα γερασμένον άνθρωπο κάτι που από πολύν καιρό πια είχε ξεχαστεί: «Το ξέρεις τάχα — άρχισε να λέει στον Αλιόσα κοιτάζοντάς τον προσεχτικά — πως μοιάζεις με κείνη τη σεληνιασμένη;» Έτσι έλεγε τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, τη μητέρα του Αλιόσα. Τον τάφο της «σεληνιασμένης» τον έδειξε επιτέλους στον Αλιόσα ο Γρηγόρης. Τον πήγε στο νεκροταφείο της πολιτείας και κει, σε μιαν απόμερη γωνιά, του 'δειξε μια φτηνή, μαντεμένια, μα καλοδιατηρημένη πλάκα, που 'χε μάλιστα πάνω μιαν επιγραφή με τ' όνομα, την ηλικία και το έτος του θανάτου της μακαρίτισσας κι από κάτω είχε ακόμα χαραγμένο κάτι σαν τετράστιχο, από κείνα τα παλιά που βλέπουμε σε φτωχικούς τάφους. Το παράξενο ήταν πως αυτή την πλάκα την έφτιαξε ο Γρηγόρης. Αυτός μονάχος του την έβαλε πάνω στον τάφο της φτωχής «σεληνιασμένης». Την έφτιαξε με δικά του έξοδα αφού ο Φιόντορ Παύλοβιτς, που τον είχε σκοτίσει πολλές φορές θυμίζοντάς του αυτό τον τάφο, έφυγε για την Οδησσό και ξέχασε όχι μονάχα τους τάφους μα κι όλες του τις αναμνήσεις. Ο Αλιόσα, όσο βρισκόταν κοντά στον τάφο της μητέρας του, δεν έδειξε καμιάν ιδιαίτερη συγκίνηση. Άκουσε μονάχα προσεχτικά τη γεμάτη σοβαρότητα διήγηση του Γρηγόρη για την κατασκευή της πλάκας, στάθηκε για λίγο με χαμηλωμένο το κεφάλι κι έφυγε χωρίς να πει λέξη. Από τότε ίσως να 'κανε κι ένα χρόνο να ξαναπάει στο νεκροταφείο. Μα αυτό το μικρό επεισόδιο είχε την επίδρασή του και στον Φιόντορ Παύλοβιτς και μάλιστα μιαν επίδραση πολύ ιδιόρρυθμη. Πήρε ξαφνικά χίλια ρούβλια και τα πήγε στο μοναστήρι μας εις μνήμην της γυναίκας του, όμως όχι της δεύτερης, όχι της μητέρας του Αλιόσα, όχι της σεληνιασμένης, μα της πρώτης, της Αδελαΐδας Ιβάνοβνας που τον έδερνε. Το ίδιο εκείνο βράδυ ήπιε και μέθυσε και, μιλώντας στον Αλιόσα, έβριζε τους καλόγερους. Ο ίδιος δεν ήταν καθόλου θρήσκος. Ίσως ποτέ του να μην άναψε ούτε ένα κερί των πέντε καπικιών μπροστά σε εικόνισμα. Κάτι τέτοια υποκείμενα έχουν καμιά φορά παράξενα ξεχειλίσματα απρόσμενων συναισθημάτων και ιδεών.

Είπα και πριν πως η όψη του είχε γίνει πλαδαρή κι αποχαυνωμένη. Η φυσιογνωμία του έδειχνε καθαρά κείνο τον καιρό τη ζωή που 'χε κάνει. Εκτός απ' τα μακρουλά και λιπαρά σακουλάκια που κρέμονταν κάτω απ' τα μικρά του μάτια, τα πάντα αναίσχυντα, φιλύποπτα και κοροϊδευτικά, εκτός απ' τις πολλές βαθιές ρυτίδες πάνω στο μικρό μα λιπαρό του πρόσωπο, κάτω απ' το μυτερό του πηγούνι κρεμόταν ακόμα ένα μεγάλο, χοντρό προγούλι που έμοιαζε σαν πουγκί και που του 'δινε μιαν έκφραση χυδαίου αισθησιασμού. Προσθέστε ακόμα ένα λάγνο, πλατύ στόμα με παχιά χείλη που άφηναν να διακρίνονται μικρά απομεινάρια μαύρων, σχεδόν σαπισμένων δοντιών. Απ' το στόμα του πετάγονταν σάλια κάθε φορά που άρχιζε να μιλάει. Εδώ που τα λέμε, του άρεσε και του ίδιου να κοροϊδεύει το μούτρο του αν και, καθώς φαίνεται, ήταν ευχαριστημένος από δαύτο. Ιδιαίτερα έδειχνε τη μύτη του που δεν ήταν και πολύ μεγάλη μα εξαιρετικά λεπτή και γρυπή: «πραγματικά ρωμαϊκή», έλεγε, «μαζί με το προγούλι σωστή φυσιογνωμία αρχαίου ρωμαίου πατρικίου των χρόνων της παρακμής». Με τούτο, φαίνεται πως καμάρωνε πολύ.

Και να που αρκετά σύντομα μετά την ανακάλυψη του τάφου της μητέρας του, ο Αλιόσα του ανακοίνωσε ξαφνικά πως θέλει να μπει στο μοναστήρι και πως οι καλόγεροι είναι πρόθυμοι να τον δεχτούν σαν δόκιμο. Εξήγησε ταυτόχρονα πως αυτό ήταν ένας διακαής πόθος και πως τον παρακαλεί να του δώσει την πατρική του ευχή. Ο γέρος ήξερε πια πως ο στάρετς Ζωσιμάς, που έσωζε την ψυχή του ζώντας στη σκήτη του μοναστηριού, είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στο «σεμνό αγόρι» του.

— Τούτος ο στάρετς είναι βέβαια ο πιο τίμιος καλόγερος εκεί πέρα, — πρόφερε αυτός αφού άκουσε σιωπηλά και σκεφτικά τον Αλιόσα, χωρίς όμως να εκπλαγεί καθόλου με την παράκλησή του. — Χμ, ώστε αυτού θες να πας, καλό μου αγόρι! — Ήταν μισομεθυσμένος και ξαφνικά χαμογέλασε με το μακρουλό, μεθυσμένο, πονηρό και πανούργο του χαμόγελο: — Χμ, για φαντάσου. Που λες σαν να το προαισθανόμουν πως έτσι θα τέλειωνε τούτη η υπόθεση. Για κει τράβαγες. Τι να σου πω λοιπόν; Έχεις τις δυό σου χιλιαδούλες, να την αμέσως-αμέσως η προίκα σου. Όμως εγώ, άγγελέ μου, ποτέ δε θα σ' εγκαταλείψω και θα δώσω όσα χρειάζονται στο μοναστήρι, αν μου ζητήσουν.

Μα αν τύχει και δεν μας ζητήσουν, δεν υπάρχει λόγος να τους φορτωνόμαστε, έτσι δεν είναι; Το ξέρω πως εσύ ξοδεύεις όσα λεφτά θα ξόδευε κι ένα καναρίνι, δυό σπυριά τη βδομάδα... Χμ, ξέρεις, σε κάποιο μοναστήρι, κάτω απ' τον τοίχο του, υπάρχει κάποιος μαχαλάς που όλοι το ξέρουν πως εκεί ζουν μονάχα «οι γυναίκες του μοναστηριού», έτσι τις λένε κει πέρα, καμιά τριανταριά γυναίκες, αν δεν κάνω λάθος... Ήμουνα κει πέρα και ξέρεις είναι ενδιαφέρον, στο είδος του εννοείται, έτσι για ποικιλία. Το μόνο κακό είναι πως ήταν όλο ντόπιο πράμα, Γαλλίδες δεν υπάρχουν καθόλου ακόμα, κι όμως μπορούσανε να υπάρχουν, τα μέσα είναι άφθονα. Μόλις το μάθουν θα 'ρθουν κι αυτές. Όμως εδώ δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχουν μοναστηριακές γυναίκες και οι καλόγεροι είναι καμιά διακοσαριά. Τίμια πράματα. Νηστεύουν. Το παραδέχομαι... Χμ, ώστε θέλεις να γίνεις καλόγερος; Κι όμως λυπάμαι να σ' αποχωριστώ, Αλιόσα, μα την αλήθεια σου λέω, το πιστεύεις; Σ ' αγάπησα... Εδώ που τα λέμε, είναι μια καλή ευκαιρία και τούτη: Θα προσευχηθείς για μας τους αμαρτωλούς, γιατί βέβαια πολύ αμαρτήσαμε δω πέρα. Όλο αυτό σκεφτόμουν: Ποιος θα βρεθεί να προσευχηθεί καμιά φορά για μένα; Υπάρχει άραγε στον κόσμο κανένας τέτοιος άνθρωπος; Καλό μου αγόρι, σ' αυτά τα πράματα είμαι τρομερά κουτός. Κι όμως, όσο κι αν είμαι άμαθος όλο σκέφτομαι, σκέφτομαι, πού και πού δηλαδή, όχι κι όλη την ώρα. Είναι αδύνατο, σκέφτομαι, να ξεχάσουν οι διάβολοι να με μαγκώσουν με τους γάντζους τους και να με πάρουν μαζί τους όταν θα πεθάνω. Το λοιπόν κι εγώ σκέφτομαι: Γάντζοι; Και πού τους βρήκανε; Από τι είναι; Σιδερένιοι; Πού τους φτιάχνουν τότε; Μπας κι έχουν κανένα εργοστάσιο; Που λες, εκεί στο μοναστήρι ίσως να νομίζουν μερικοί πως η κόλαση λόγου χάρη έχει ταβάνι. Όμως εγώ είμαι έτοιμος να πιστέψω στην κόλαση, μονάχα χωρίς ταβάνι όμως. Έτσι γίνεται σάμπως πιο ντελικάτη, πιο πολιτισμένη, λουθηρανική δηλαδή. Μα στο κάτω-κάτω το ίδιο δεν είναι αν έχει ή δεν έχει ταβάνι; Κι όμως αυτό είναι ακριβώς το καταραμένο το πρόβλημα!

Γιατί, αν τυχόν και δεν έχει ταβάνι, πάει να πει πως δεν έχει γάντζους. Κι αν τυχόν και δεν έχει γάντζους, πάει να πει πως όλα πάνε στράφι. Κάτι τέτοιο θα 'ταν ακατανόητο: ποιος λοιπόν θα με τραβήξει τότε με τους γάντζους; Γιατί αν δε με τραβήξουν εμένανε, τί θα γίνει πια; Πού είναι η δικαιοσύνη στον κόσμο; Il faudrait les inventer (Θα 'πρεπε να τους εφεύρουν) αυτούς τους γάντζους ειδικά για μένα, μονάχα για μένα, γιατί αν ήξερες, Αλιόσα, τι έχω κάνει... Ντρέπομαι και να στα λέω!

— Μα δεν υπάρχουν γάντζοι εκεί πέρα, είπε ήσυχα και σοβαρά ο Αλιόσα κοιτάζοντας τον πατέρα του.

— Έτσι, έτσι λένε. Υπάρχουν μονάχα οι σκιές των γάντζων. Ξέρω, ξέρω. Είναι όπως ένας Γάλλος περιέγραψε την κόλαση: J'ai vu l'ombre d'un cocher, qui avec l'ombre d'une brosse frottait l'ombre d'un carosee. (Είδα τη σκιά ενός αμαξά που με τη σκιά της βούρτσας έτριβε τη σκιά μιας καρότσας). Από πού ξέρεις, καλούλη μου, πως δεν υπάρχουν γάντζοι; Όταν μείνεις κάμποσο στο μοναστήρι θ' αλλάξεις γνώμη. Πάντως τράβα τώρα, μάθε κει πέρα την αλήθεια κι έλα να μου την ιστορήσεις: Όπως και να 'ναι θα μου είναι πιο εύκολο να πάω στον άλλο κόσμο όταν θα ξέρω θετικά τι θα συμβαίνει εκεί πέρα. Κι εξάλλον είναι πιο ευπρεπές για σένα να μείνεις με τους καλόγερους παρά με μένα, το γερομεθύστακα, και τα παλιοκόριτσα... αν και σένα, σαν να 'σαι άγγελος, τίποτα δεν μπορεί να σ' αγγίξει. Μακάρι και κει να μη σ' αγγίξει τίποτα. Γι' αυτό κιόλας σ' αφήνω να πας, γιατί το ελπίζω αυτό το τελευταίο. Τα μυαλά σου, βλέπεις, δεν έχουν πάρει αέρα. Θα σου περάσει και θα γυρίσεις πίσω. Και γω θα σε περιμένω: Γιατί το νιώθω πως είσαι ο μοναδικός άνθρωπος σε τούτη τη γη που δε με καταδίκασε, καλό μου αγόρι, το αισθάνομαι αυτό, δεν μπορώ δα να μην το αισθάνομαι!...

Κλαψούρισε κιόλας. Ήταν συναισθηματικός. Ήταν μοχθηρός και συναισθηματικός.


1. IV. Ο Τρίτος γιος, ο Αλιόσα 1. IV. The third son, Alyosha 1. IV. El tercer hijo, Aliosha 1 IV.三男アリョーシャ

Ήταν τότε είκοσι χρονών (ο αδερφός του Ιβάν είχε πατήσει τα εικοσιτέσσερα κι ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Ντιμήτρι, τα εικοσιοχτώ). Σπεύδω να δηλώσω πως αυτός ο έφηβος, ο Αλιόσα, δεν ήταν καθόλου φανατικός και, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, ούτε καν μυστικιστής. Θα πω προκαταβολικά τη γνώμη μου: Ήταν απλώς και μόνον ανθρωπιστής, κι αν βρέθηκε στο μοναστήρι, τούτο έγινε μόνο και μόνο γιατί, κείνο τον καιρό, αυτό μονάχα του ’κανε εντύπωση και του φάνηκε σαν να λέμε η ιδανική διέξοδος για την ψυχή του, που λαχταρούσε να ξεφύγει απ' το σκοτάδι της εγκόσμιας κακίας προς το φως της αγάπης. Και του ’κανε εντύπωση το μοναστήρι μονάχα επειδή συνάντησε τότε εκεί έναν εξαιρετικό κατά τη γνώμη μου άνθρωπο, τον φημισμένο στάρετς (=Πρεσβύτης, ασκητής) του μοναστηριού μας, τον Ζωσιμά, και δέθηκε μαζί του μ’ όλη τη θέρμη της πρώτης αγάπης της φλογερής καρδιάς του. Ωστόσο δεν έχω αντίρρηση να παραδεχτώ πως ήταν από τότε κιόλας πολύ παράξενος κι ακόμα πως ήταν έτσι από κούνια. He was then twenty years old (his brother Ivan was twenty-four and his older brother Dimitri was twenty-eight). I hasten to state that this teenager, Aliosha, was not at all a fanatic and, in my opinion at least, not even a mystic. I will state my opinion in advance: He was merely a humanist, and if he found himself in the convent, it was only because, at the time, it only made an impression on him and seemed to him, as it were, the ideal outlet for his soul, which longed to escape from the darkness of worldly wickedness into the light of love. And the monastery made an impression on him only because he met there an extraordinary man, in my opinion, the famous starets (=Presbyter, ascetic) of our monastery, Zosima, and he bonded with him with all the fervour of the first love of his fervent heart. Yet I have no objection to admit that he was from that time onwards very strange, and even that he had been so from the cradle.

Έχω αναφέρει πως, αν κι έχασε τη μητέρα του μόλις τεσσάρων χρονών, τη θυμόταν ύστερα σ' όλη του τη ζωή, θυμόταν το πρόσωπό της, τα χάδια της, «σαν να στέκεται ζωντανή μπροστά μου», έλεγε. I have mentioned that, although he lost his mother when he was only four years old, he remembered her afterwards all his life, remembered her face, her caresses, "as if she were standing alive in front of me," he said. Τέτοιες θύμησες μπορούν να μείνουν — κι αυτό το ξέρουν όλοι — κι από πιο μικρή ηλικία, ακόμα κι απ' τα δυό χρόνια. Such memories can linger - and everyone knows this - even from a younger age, even from two years old. Παρουσιάζονται σ' όλη τη ζωή σαν φωτεινά σημεία στο σκοτάδι, σαν μια μικρή γωνίτσα από έναν τεράστιο πίνακα, που όλος έσβησε κι εξαφανίστηκε, εκτός μονάχα απ' αυτή τη γωνίτσα. They appear throughout life as bright spots in the darkness, like a small corner of a huge painting, all of which has faded and disappeared, except for that corner. Έτσι ακριβώς συνέβη και με κείνον: Του ' μείνε στη μνήμη ένα σούρουπο καλοκαιριάτικο, ήσυχο, το ανοιχτό παράθυρο, οι πλάγιες αχτίδες του ήλιου που βασίλευε (αυτές ακριβώς τις πλάγιες ηλιαχτίδες ήταν που θυμότανε ζωηρότερα απ' όλα τ' άλλα), στη γωνιά του δωματίου, το εικόνισμα, ένα αναμμένο καντήλι, και μπροστά στο εικόνισμα τη γονατιστή μητέρα του που έκλαιγε με λυγμούς σαν υστερικά, με ξεφωνητά και κραυγές, κρατώντας τον στα χέρια της, σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά της τόσο που τον έκανε να πονάει. That's exactly what happened to him: He remembers a quiet summer dusk, the open window, the side rays of the reigning sun (it was precisely these side rays that he remembered most vividly) in the corner of the room, the icon, a lighted candle, and in front of the icon his kneeling mother, sobbing hysterically, sobbing hysterically, sobbing and screaming, holding him in her arms, clutching him in her arms so tightly that it made him ache. Προσευχότανε γι ' αυτόν στη μητέρα του Θεού και τον σήκωνε με τα δυο της χέρια προς το εικόνισμα σαν για να τον βάλει κάτω απ' τη σκέπη της Παναγίας... και ξαφνικά μπαίνει μέσα τρέχοντας η παραμάνα κι αρπάζει τρομαγμένη το παιδί απ ' τα χέρια της. She prayed for him to the Mother of God and lifted him with both hands towards the icon as if to place him under the Virgin Mary's roof... and suddenly the nanny comes running in and grabs the child from her arms, frightened. Να ο πίνακας! There's the painting! Στη μνήμη του Αλιόσα έμεινε και το πρόσωπο της μητέρας του έτσι όπως ήταν εκείνη τη στιγμή: έλεγε πως ήταν αναστατωμένο μα πολύ όμορφο, κρίνοντας απ' όσα μπορούσε να θυμηθεί. Alyosha's memory of his mother's face remained as it was at that moment: he said it was upset but very beautiful, judging from what he could remember. Όμως σπάνια εμπιστευότανε σε κάποιον αυτή τη θύμηση. But he rarely trusted anyone with this memory. Στα παιδικά και στα εφηβικά του χρόνια ήταν συγκρατημένος και λιγομίλητος. In his childhood and adolescence he was reserved and taciturn. Όμως αυτό δε γινόταν ούτε από δυσπιστία ούτε από δειλία ούτε από σκυθρωπή μισανθρωπία. But this was neither out of mistrust nor out of cowardice nor out of sullen misanthropy. Απεναντίας. Γινόταν από κάποιαν άλλη αιτία, από κάποια, πώς να το πούμε, εσωτερική περισυλλογή, καθαρά προσωπική, που δεν αφορούσε καθόλου τους άλλους, μα που γι' αυτόν ήταν τόσο σημαντική, ώστε για χάρη της σαν να ξεχνούσε όλο τον άλλο κόσμο. It was for some other reason, for some, how shall we say, inner contemplation, purely personal, which did not concern others at all, but which was so important to him that for its sake he seemed to forget the whole other world. Όμως τους ανθρώπους τους αγαπούσε: όπως φαίνεται, σ' όλη του τη ζωή είχε μιαν απόλυτη πίστη στους ανθρώπους κι όμως, παρ' όλ' αυτά, κανένας δεν τον θεώρησε ποτέ ούτε ηλίθιο, ούτε αφελή. But he loved people: it seems that all his life he had an absolute faith in people and yet, in spite of all this, no one ever thought him either stupid or naive. Είχε κάτι μέσα του που σ' έπειθε (κι αργότερα ακόμα σ' όλη του τη ζωή) πως δε θέλει να γίνει κριτής των ανθρώπων, πως δε θέλει να πάρει πάνω του την ευθύνη μιας καταδίκης και πως ποτέ του, σε καμιά περίπτωση, δε θα καταδίκαζε κανέναν. There was something in him that convinced you (and later on throughout his life) that he did not want to be a judge of men, that he did not want to take the responsibility of condemnation upon himself and that he would never, under any circumstances, condemn anyone. Φαινόταν μάλιστα πως τα ανεχόταν όλα χωρίς να επικρίνει τίποτα, αν και συχνά με κάποια πικρή θλίψη. He even seemed to tolerate everything without criticizing anything, though often with some bitter sadness. Κι ακόμα περισσότερο, έφτασε στο σημείο να μην μπορεί κανένας ούτε να τον εκπλήξει ούτε να τον τρομάξει, κι αυτό απ' την πρώτη του κιόλας νεότητα. And even more, he reached the point where no one could surprise or frighten him, and this from his earliest youth. Όταν έγινε είκοσι χρονών και ήρθε στο σπίτι του πατέρα του, που ήταν πραγματικά ένα σπίτι χυδαίας ακολασίας, αυτός, όντας ηθικός κι αγνός, έφευγε χωρίς να πει λέξη όταν πια του ήταν ανυπόφορο να βλέπει κείνα που γίνονταν, μα χωρίς να δείχνει για κανέναν ούτε την παραμικρή περιφρόνηση, ούτε την παραμικρή αποδοκιμασία. When he was twenty years old and came to his father's house, which was really a house of vulgar debauchery, he, being moral and pure, would leave without a word when he found it intolerable to see what was going on, but without showing for anyone the slightest contempt or disapproval. Όσο για τον πατέρα του, που ήταν κι αυτός κάποτε παράσιτο σε ξένα σπίτια και γι' αυτό ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος σε κάθε προσβολή, τον δέχτηκε στην αρχή σκυθρωπά και δύσπιστα. As for his father, who had once been a pest in other people's houses and was therefore extremely sensitive to any insult, he received him at first sullenly and distrustfully. («Σαν πολύ να σωπαίνει, θα πει πως κρύβει πολλά»)· Όμως πολύ γρήγορα, ύστερα από δύο βδομάδες κιόλας, άρχισε πολύ συχνά να τον αγκαλιάζει και να τον φιλάει, μέσα στα δάκρια του μεθυσιού του είναι αλήθεια, μέσα στη μεθυσμένη του αισθηματικότητα, μα ήταν φανερό πως τον αγάπησε ειλικρινά και βαθιά, τόσο που σίγουρα ποτέ δεν τα κατάφερε ν' αγαπήσει ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν... ("If he is very silent, he will say that he hides a lot"); but very quickly, after two weeks, she began to embrace and kiss him very often, in the tears of his drunkenness, it is true, in his drunken sensuality, but it was obvious that she loved him sincerely and deeply, so much that a man like him could never have managed to love him...

Μα κι όλοι τον αγαπούσαν αυτόν τον έφηβο, όπου κι αν πήγαινε, κι αυτό μάλιστα γινόταν απ' τα παιδικά του ακόμη χρόνια. But everyone loved this teenager, wherever he went, and this was even from his childhood. Όταν βρέθηκε στο σπίτι του ευεργέτη του, του ανθρώπου που τον ανάθρεψε, του Εφήμ Πετρόβιτς Πολένοβ, όλοι δέθηκαν τόσο πολύ μαζί του, που τον θεωρούσανε στ' αλήθεια για δικό τους παιδί, γέννημα και θρέμμα τους. When he found himself in the house of his benefactor, the man who brought him up, Efim Petrovich Polenov, they all became so attached to him that they really considered him their own child, their birthright. Κι όμως μπήκε σ' αυτό το σπίτι τόσο μικρός ακόμα, που με κανέναν τρόπο δε θα μπορούσες να του καταλογίσεις μιαν υστερόβουλη πονηριά ή την καπατσοσύνη και την τέχνη να γίνεται αρεστός για να τους κάνει να τον αγαπήσουν. And yet he entered this house so young still, that in no way could you impute to him an ulterior cunning or the cunning and art of making himself liked to make them love him. Ώστε το χάρισμα που 'χε να γεννάει στους άλλους μιαν εξαιρετική αγάπη, ήταν, μπορούμε να πούμε, έμφυτο, άμεσο κι ανεπιτήδευτο. So the gift that he had of generating in others an extraordinary love was, we can say, innate, direct and unpretentious. Το ίδιο συνέβη και στο σχολείο, αν και θα μπορούσε να 'χει κανείς την εντύπωση πως ήταν ακριβώς από κείνα τα παιδιά που εμπνέουν δυσπιστία στους συμμαθητές τους, που τα κοροϊδεύουν καμιά φορά, και ίσως ίσως τα μισούν κιόλας. The same happened at school, although one could get the impression that he was one of those children who inspire distrust in their classmates, who sometimes mock them, and perhaps even hate them. Αυτός λόγου χάρη έπεφτε συχνά σε συλλογή κι απομονωνόταν. He, for example, often fell into a collection and became isolated. Του άρεσε απ' τα παιδικά του ακόμα χρόνια να χώνεται σε καμιά γωνιά και να διαβάζει βιβλία, κι όμως οι φίλοι του τον αγάπησαν τόσο πολύ, που μπορώ να πω με βεβαιότητα πως ήταν το χαϊδεμένο παιδί ολονών, όσο έμεινε στο σχολείο. He liked to crawl into a corner and read books since he was a child, and yet his friends loved him so much that I can say with certainty that he was the most pampered child of all, while he stayed at school. Δεν ήταν ποτέ σχεδόν ζωηρός, ποτέ εύθυμος, όμως όλοι, μόλις τον κοίταζαν καταλάβαιναν αμέσως πως αυτό δε γίνεται γιατί έχει μέσα του μια κάποια σκυθρωπότητα, μα πως απεναντίας είναι ήρεμος και ξάστερος. He was never almost lively, never cheerful, but everyone, as soon as they looked at him, immediately understood that this was not because he had a certain sulkiness in him, but that on the contrary he was calm and clear-headed. Ποτέ δε θέλησε να κάνει τον σπουδαίο στους συνομήλικούς του. He never wanted to pretend to be great to his peers. Ίσως γι' αυτό κιόλας ποτέ δε φοβόταν κανέναν, κι όμως τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως πως αυτός δεν περηφανεύεται καθόλου για την αφοβία του και φέρεται με τέτοιον τρόπο, σάμπως να μην καταλαβαίνει πως είναι τολμηρός κι άφοβος. Perhaps that is why he was never afraid of anyone, and yet the children immediately understood that he was not proud of his fearlessness and behaved in such a way, as if he did not understand that he was bold and fearless. Δεν ήταν ποτέ του μνησίκακος. He was never the grudge-holder. Τύχαινε καμιά φορά, μια μόλις ώρα μετά το πείραγμα, να μιλάει με κείνον που τον είχε πειράξει ή και να πιάνει μονάχος του κουβέντα μαζί του τόσο ανοιχτόκαρδα, λες και τίποτα δεν είχε συμβεί μεταξύ τους. He would sometimes, just an hour after the teasing, talk to the person who had teased him, or even talk to him alone, as if nothing had happened between them. Κι ούτε είχε σε τέτοιες στιγμές το ύφος ανθρώπου που ξέχασε ή συγχώρεσε το πείραγμα. Nor did he have at such times the look of a man who had forgotten or forgiven the teasing. Ούτε καν το θεωρούσε πείραγμα, κι αυτό ήταν που σκλάβωνε και καταχτούσε ολότελα τα παιδιά. He didn't even consider it a tease, and that's what enslaved and abused the children completely. Μονάχα ένα του φέρσιμο γεννούσε την επιθυμία στους φίλους του, απ' την πρώτη τάξη του γυμνασίου ίσαμε την τελευταία, να τον ειρωνευτούν. Only one of his attitudes made his friends, from the first class of high school to the last, want to mock him. Κι αυτό όχι από κακία μα γιατί τους διασκέδαζε. And not out of malice but because it amused them. Είχε μιαν άγρια, παθιασμένη ντροπαλοσύνη και σεμνότητα. He had a wild, passionate shyness and modesty. Δεν μπορούσε ν' ακούει τις γνωστές λέξεις και κουβέντες για τις γυναίκες. He could not hear the familiar words and words about women. Αυτές οι «γνωστές» λέξεις και κουβέντες δεν μπορούν δυστυχώς να ξεριζωθούν απ' τα σχολεία. These "familiar" words and phrases cannot, unfortunately, be eradicated from schools. Αγόρια με καθάρια ψυχή και καρδιά, που 'ναι παιδιά σχεδόν ακόμα, μιλάνε πολύ συχνά στις τάξεις, και μάλιστα φωναχτά, για πράματα, σκηνές και εικόνες που δε θ' αποφασίζανε συχνά να μιλήσουν γι' αυτά ούτε οι φαντάροι. Boys with pure souls and hearts, who are almost still children, talk very often in the classroom, and even out loud, about things, scenes and images that even soldiers would not often decide to talk about. Τι λέω. What I say. Οι φαντάροι ούτε ξέρουν ούτε και καταλαβαίνουν πολλά απ' αυτά τα πράματα που 'ναι πολύ γνωστά πια στα παιδιά και στους έφηβους της μορφωμένης κι ανώτερης κοινωνίας μας. The soldiers neither know nor understand many of these things that are now very familiar to the children and teenagers of our educated and superior society. Ίσως αυτό να μην είναι διαφθορά ούτε και πραγματικός κυνισμός, εσώτερος, μα μονάχα ένας κυνισμός εξωτερικός. Perhaps this is neither corruption nor real cynicism, inner cynicism, but only an outer cynicism. Πολλές φορές τον κυνισμό αυτό τον θεωρούν σαν κάτι τον ντελικάτο, το λεπτό, το παλικαρίσιο που αξίζει να το μιμηθεί κανείς. Often this cynicism is seen as something delicate, subtle, brave and worthy of imitation. Βλέποντας πως ο «Αλιόσκα Καραμάζοβ» βούλωνε με τα δάχτυλα τ' αυτιά του όταν άρχιζαν να μιλάνε «γι' αυτό», τον τριγύριζαν ξεπίτηδες, καμιά φορά ολάκερο τσούρμο, και τραβώντας τα χέρια του απ' τ' αυτιά του φώναζαν μέσα σ' αυτά αισχρόλογα και κείνος πάσκιζε να ξεφύγει, αφηνόταν να πέσει-, ξαπλωνόταν χάμω, προσπαθούσε να κρυφτεί, κι όλ' αυτά, χωρίς να τους λέει λέξη, χωρίς να τους βρίζει, υποφέροντας σιωπηλά. Seeing how "Alioska Karamazov" was plugging his ears with his fingers when they started talking "about it", he was surrounded by a bunch of outlaws, sometimes a whole bunch of them, and pulling his hands from his ears they would shout obscenities into them, and he would struggle to escape, let himself fall; he would lie down on his back, try to hide, and all this without saying a word, without cursing them, suffering in silence. Στο τέλος όμως τον άφησαν ήσυχο, δεν τον κοροϊδεύανε κι ούτε τον λέγανε πια «κοριτσάκι». But in the end they left him alone, they didn't make fun of him or call him "little girl" anymore. Απεναντίας, μάλιστα, τον κοιτούσαν με κάποια συμπόνια γι' αυτό. On the contrary, in fact, they looked at him with some compassion for it. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε πως ήταν πάντα απ' τους καλύτερους μαθητές μα ποτέ δεν ήρθε πρώτος. Here we should add that he was always one of the best students but he never came first.

Όταν πέθανε ο Εφήμ Πετρόβιτς, ο Αλιόσα έμεινε δυό χρόνια ακόμα στο επαρχιακό γυμνάσιο. When Efim Petrovic died, Aliosha stayed two more years at the provincial high school. Η απαρηγόρητη γυναίκα του Εφήμ Πετρόβιτς, σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του, έφυγε για πολύν καιρό στην Ιταλία μαζί μ' όλη την οικογένεια, που την αποτελούσαν μονάχα γυναίκες, κι ο Αλιόσα βρέθηκε στο σπίτι δυό κυριών που προηγούμενα ούτε καν τις είχε δει ποτέ του, κάποιες μακρινές συγγένισσες του Εφήμ Πετρόβιτς, μα χωρίς να ξέρει κι αυτός ποια ήταν η θέση του μέσα σ' αυτό το σπίτι. Efim Petrovic's inconsolable wife, almost immediately after his death, left for a long time for Italy with the whole family, which consisted only of women, and Aliosa found himself in the house of two ladies whom he had never even seen before, some distant relatives of Efim Petrovic, but without knowing his place in the house. Ένα απ' τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, κι απ' τα σπουδαία μάλιστα, ήταν ότι ποτέ του δεν ενδιαφερόταν πώς και ποιος τον συντηρεί, Σ' αυτό το σημείο ήταν εντελώς αλλιώτικος απ' τον αδερφό του, τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, που πέρασε μέσα στη φτώχεια τα δυό πρώτα χρόνια των πανεπιστημιακών του σπουδών, βγάζοντας μόνος του το ψωμί του, και που απ' τα παιδικά του κιόλας χρόνια είχε νιώσει με πίκρα πως τρώει ξένο ψωμί. One of his characteristics, and one of his great ones, was that he never cared how and who supported him, In this respect he was completely different from his brother, Ivan Fyodorovich, who spent the first two years of his university studies in poverty, earning his own bread, and who from his childhood had felt bitterly that he was eating someone else's bread. Όμως, αυτό το παράξενο γνώρισμα του Αλεξέι, νομίζω πως δε θα μπορούσε κανείς να το κρίνει πολύ αυστηρά. But this strange trait of Alexei's, I don't think one could judge it too harshly. Και τούτο, γιατί ο καθένας που θα τον γνώριζε έστω και για λίγο, θα βεβαιωνόταν αμέσως, όταν το 'φερνε η περίσταση, πως ο Αλιόσα ήταν ένας από κείνους τους νέους τους κάπως «πτωχούς τω πνεύματι» που, αν του 'πεφταν λεφτά στα χέρια, ας ήταν κι ολόκληρη περιουσία, δε θα δίσταζε να τα δώσει όλα για κάποιον καλό σκοπό, με το πρώτο μάλιστα που θα τον παρακαλούσαν, ή κι απλώς σ' έναν καταφερτζή που θα του τα ζητούσε. And this, because anyone who knew him, even for a short time, would immediately ascertain, when the occasion arose, that Alyosha was one of those young men of somewhat "poor in spirit" who, if money came into his hands, even if it was a fortune, would not hesitate to give it all for a good cause, the first time he was asked for it, or simply to a hustler who asked for it. Μα και γενικά, λες και δεν ήξερε καθόλου την αξία των χρημάτων. But also in general, as if he didn't know the value of money at all. Εννοείται πως αυτό δεν το λέω με την κυριολεξία του. It goes without saying that I do not mean this literally. Όταν του δίνανε το χαρτζιλίκι του, που αυτός δεν το ζητούσε ποτέ του, δεν ήξερε ολόκληρες βδομάδες τι να το κάνει ή, άλλοτε, το σπαταλούσε αμέσως. When he was given his allowance, which he never asked for, he didn't know what to do with it for weeks, or, sometimes, he wasted it immediately. Ο Πιότρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοβ, που ήταν πολύ ευαίσθητος σ' ό,τι αφορούσε το χρήμα και την αστική τιμιότητα, διατύπωσε αργότερα, αφού τον γνώρισε καλά, τον παρακάτω αφορισμό για τον Αλεξέι: «Να ο μοναδικός ίσως άνθρωπος στον κόσμο που, αν τον αφήσετε ξαφνικά μονάχο και χωρίς λεφτά στην πλατεία μιας άγνωστης πολιτείας μ' ένα εκατομμύριο κατοίκους, αυτός με κανέναν τρόπο δε θα χαθεί κι ούτε θα πεθάνει απ' την πείνα ούτε απ' το κρύο, γιατί θα τον ταΐσουν στη στιγμή, στη στιγμή θα τον βολέψουν, κι αν δεν τον βολέψουν, τότε αυτός θα βολευτεί αμέσως μονάχος του κι αυτό χωρίς να του κοστίσει καμιά προσπάθεια και καμιά ταπείνωση, και σε κείνον μάλιστα που θα τον βόλευε δε θα 'φερνε κανένα βάρος μα απεναντίας ίσως να το θεωρούσε κι ευχαρίστησή του». Pyotr Aleksandrovich Mushov, who was very sensitive about money and bourgeois honesty, later, after knowing him well, formulated the following aphorism about Alexei: "Here is perhaps the only man in the world who, if you suddenly leave him alone and penniless in the square of an unknown state with a million inhabitants, he will by no means perish and will not die of hunger or cold, for he will be fed in an instant, in a moment they will make him comfortable, and if they don't make him comfortable, then he will immediately make himself comfortable and that without any effort and without any humiliation, and even to him who would make him comfortable it would not be a burden but on the contrary he might even consider it his pleasure". Δεν τέλειωσε το γυμνάσιο. He didn't finish high school. Του 'μεινε ένας χρόνος ακόμα, όταν ξαφνικά ανακοίνωσε στις κυρίες του πως πάει στου πατέρα του για κάποιαν υπόθεση που του πέρασε απ ' το νου. He had a year left, when suddenly he announced to his ladies that he was going to his father's on some business that had crossed his mind. Κείνες λυπήθηκαν πολύ και δεν ήθελαν να τον αφήσουν. They were very sorry and did not want to leave him. Το ταξίδι κόστιζε πολύ λίγο και οι κυρίες δεν του επιτρέψανε να βάλει ενέχυρο το ρολόι του, που ήταν δώρο της οικογένειας του ευεργέτη του και που του το 'χαν χαρίσει πριν φύγουν για το εξωτερικό. The trip cost very little, and the ladies would not allow him to pawn his watch, which was a gift from his benefactor's family and had been given to him before they left for abroad. Τον βοήθησαν πλουσιοπάροχα, του 'δωσαν μάλιστα και καινούργιο κουστούμι κι εσώρουχα. They helped him lavishly, even gave him a new suit and underwear. Όμως αυτός τους έδωσε πίσω τα μισά χρήματα, λέγοντας πως θέλει οπωσδήποτε να ταξιδέψει τρίτη θέση. But he gave them back half the money, saying he definitely wants to travel third. Φτάνοντας στην πολιτεία μας δεν έδωσε καμιά ξεκάθαρη απάντηση στις πρώτες ερωτήσεις του πατέρα του: «για ποιον ακριβώς λόγο ήρθε προτού να τελειώσει τις σπουδές;» κι ήταν, όπως λέγανε, ακόμα πιο σκεφτικός απ' το συνηθισμένο. Upon arriving in our state he gave no clear answer to his father's initial questions: "why exactly did he come before he finished his studies?" and was, as they said, even more thoughtful than usual. Μάθαμε σε λίγο πως ψάχνει να βρει τον τάφο της μητέρας του. We soon learned that he's looking for his mother's grave. Σχεδόν το παραδέχτηκε κι ο ίδιος τότε πως μόνο και μόνο γι' αυτό είχε έρθει. He almost admitted it himself at the time that that was the only reason he had come. Όμως είναι αμφίβολο αν αυτή αποκλειστικά ήταν η αιτία του ερχομού του. But it is doubtful that this was the sole reason for his coming. Το πιθανότερο είναι πως τότε ούτε κι αυτός ο ίδιος δεν ήξερε και δε θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να εξηγήσει τι ακριβώς ήταν αυτό που ξεπήδησε ξαφνικά απ' την ψυχή του και τον τράβηξε αναπότρεπτα σ' έναν καινούργιο, άγνωστο, μα αναπόφευκτο δρόμο. Most probably, even he himself did not know then and could not explain in any way what it was that suddenly sprang from his soul and drew him irrevocably into a new, unknown but inevitable path. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν μπόρεσε να του δείξει τον τάφο της δεύτερης γυναίκας του γιατί ποτέ δεν είχε πατήσει κει πέρα από τότε που κατέβασαν το φέρετρο και γιατί είχαν περάσει πια πολλά χρόνια και είχε ξεχάσει εντελώς πού την είχαν θάψει τότε... Fiodor Pavlovic could not show him the grave of his second wife because he had never been there since the coffin was lowered and because many years had passed and he had completely forgotten where she had been buried then...

Μια και το 'φερε η κουβέντα, ας μιλήσουμε και για τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Speaking of which, let's talk about Fiodor Pavlovic. Πρωτύτερα είχε ζήσει πολύν καιρό έξω απ' την πολιτεία μας. He had previously lived a long time outside our state. Τρία-τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της δεύτερης γυναίκας του, ταξίδεψε στη Νότια Ρωσία και τελικά βρέθηκε στην Οδησσό όπου κι έμεινε αρκετά χρόνια συνέχεια. Three or four years after the death of his second wife, he travelled to Southern Russia and eventually found himself in Odessa where he stayed for several years. Γνωρίστηκε στην αρχή, όπως έλεγε κι ο ίδιος, «με πολλούς οβριούς, χαχάμηδες και χαχαμίκους» και τελικά τα κατάφεραν να τον «δέχονται όχι μονάχα Εβραίοι μα και οι Ισραηλίτες». At first he met, as he himself said, "with many obrios, hakhamis and hakhamis" and finally managed to be "accepted not only by Jews but also by the Israelites". Πρέπει να υποθέσει κανείς πως σε κείνην ακριβώς την περίοδο της ζωής του απόχτησε την εξαιρετική ικανότητα να βγάζει και να μαζεύει λεφτά. One must assume that it was at that period of his life that he acquired the extraordinary ability to make and collect money. Γύρισε στη μικρή μας πολιτεία για να μείνει εδώ οριστικά, μόλις τρία χρόνια πριν απ' τον ερχομό του Αλιόσα. He came back to our little state to stay here permanently, just three years before Aliosha's arrival. Όσοι τον ξέρανε από πρώτα, τον βρήκανε τρομερά γερασμένον, αν και δεν ήταν δα και πολύ γέρος. Those who had known him from the beginning found him terribly old, although he was not very old. Το φέρσιμό του δεν είχε περισσότερη αξιοπρέπεια από πριν μα μάλλον πιότερο θράσος. His manner had no more dignity than before, but rather more impudence. Είχε τώρα λόγου χάρη την αναίσχυντη επιθυμία, αυτός ο πρώην γελωτοποιός, να κάνει τους άλλους γελωτοποιούς του. He now had, for example, the shameless desire, this former jester, to make other jester of him.

Οργίαζε με τις γυναίκες το ίδιο όπως και πρώτα, μα πιο αποκρουστικά ακόμα κι από πριν. He raged with women as much as before, but even more repulsively than before. Σύντομα άνοιξε στην περιφέρεια πολλά καινούργια καπηλειά. Soon he opened many new taverns in the region. Θα 'πρεπε να 'χει καμιά εκατοστή χιλιάδες ρούβλια πάνω-κάτω. He should have about a hundred thousand rubles give or take. Πολλοί κάτοικοι της πολιτείας μας κι όλης της περιφέρειας βρέθηκαν χρεωμένοι σ' αυτόν, φυσικά με πολύ σίγουρες υποθήκες. Many residents of our state and the entire region found themselves indebted to him, of course with very secure mortgages. Τούτα τα τελευταία χρόνια, φαινότανε σαν να 'χε αποχαυνωθεί, έχανε τη σταθερότητα και την αυτοκυριαρχία του, έπεφτε σε πλέρια αφροντισιά, αρχίζοντας κάτι και παρατώντας το αμέσως για να καταπιαστεί με κάτι άλλο, αφαιρενόταν και μεθοκοπούσε όλο και πιο συχνά, κι αν δεν ήταν κείνος ο ίδιος ο υπηρέτης, ο Γρηγόρης, που 'χε γεράσει κι αυτός αρκετά πια, να τον φροντίζει σχεδόν σαν γκουβερνάντα, ίσως ο Φιόντορ Παύλοβιτς να τα 'βρίσκε σκούρα. These last few years, it seemed as if he had become disenchanted, losing his stability and self-control, falling into a plebeian aphrodisiac, starting something and immediately abandoning it to take up something else, he was more and more often distracted, and if it had not been for the servant himself, Gregory, who had grown quite old himself, looking after him almost like a governess, perhaps Fyodor Pavlovitch would have found it hard. Ο ερχομός του Αλιόσα επέδρασε κάπως απάνω του ηθικά, σάμπως να ξαναζωντάνεψε μέσα σ' αυτόν τον πρόωρα γερασμένον άνθρωπο κάτι που από πολύν καιρό πια είχε ξεχαστεί: «Το ξέρεις τάχα — άρχισε να λέει στον Αλιόσα κοιτάζοντάς τον προσεχτικά — πως μοιάζεις με κείνη τη σεληνιασμένη;» Έτσι έλεγε τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, τη μητέρα του Αλιόσα. The coming of Aliosha had some effect on him morally, as if something had been revived in this prematurely aged man that had long since been forgotten: "Do you know," he began to say to Alyosha, looking at him intently, "that you look like that lunar woman?" That was what he called his late wife, Alyosha's mother. Τον τάφο της «σεληνιασμένης» τον έδειξε επιτέλους στον Αλιόσα ο Γρηγόρης. The grave of the "lunar" was finally shown to Aliosha by Gregory. Τον πήγε στο νεκροταφείο της πολιτείας και κει, σε μιαν απόμερη γωνιά, του 'δειξε μια φτηνή, μαντεμένια, μα καλοδιατηρημένη πλάκα, που 'χε μάλιστα πάνω μιαν επιγραφή με τ' όνομα, την ηλικία και το έτος του θανάτου της μακαρίτισσας κι από κάτω είχε ακόμα χαραγμένο κάτι σαν τετράστιχο, από κείνα τα παλιά που βλέπουμε σε φτωχικούς τάφους. She took him to the state cemetery and there, in a secluded corner, she showed him a cheap, orphaned, but well-preserved stone, which had an inscription on it with the name, age and year of death of the deceased, and underneath it was still engraved with something like a quatrefoil, one of those old ones we see on poor graves. Το παράξενο ήταν πως αυτή την πλάκα την έφτιαξε ο Γρηγόρης. The strange thing was that this plate was made by Gregory. Αυτός μονάχος του την έβαλε πάνω στον τάφο της φτωχής «σεληνιασμένης». He alone put it on the grave of the poor "lunatic". Την έφτιαξε με δικά του έξοδα αφού ο Φιόντορ Παύλοβιτς, που τον είχε σκοτίσει πολλές φορές θυμίζοντάς του αυτό τον τάφο, έφυγε για την Οδησσό και ξέχασε όχι μονάχα τους τάφους μα κι όλες του τις αναμνήσεις. He built it at his own expense after Fyodor Pavlovich, who had killed him many times by reminding him of this tomb, left for Odessa and forgot not only the graves but all his memories. Ο Αλιόσα, όσο βρισκόταν κοντά στον τάφο της μητέρας του, δεν έδειξε καμιάν ιδιαίτερη συγκίνηση. Alyosha, as he stood near his mother's grave, showed no particular emotion. Άκουσε μονάχα προσεχτικά τη γεμάτη σοβαρότητα διήγηση του Γρηγόρη για την κατασκευή της πλάκας, στάθηκε για λίγο με χαμηλωμένο το κεφάλι κι έφυγε χωρίς να πει λέξη. He only listened carefully to Gregory's serious narrative about the construction of the plate, stood for a moment with his head bowed and left without saying a word. Από τότε ίσως να 'κανε κι ένα χρόνο να ξαναπάει στο νεκροταφείο. Since then, it's probably been a year since he's been back to the cemetery. Μα αυτό το μικρό επεισόδιο είχε την επίδρασή του και στον Φιόντορ Παύλοβιτς και μάλιστα μιαν επίδραση πολύ ιδιόρρυθμη. But this little episode also had its effect on Fyodor Pavlovic, and a very peculiar effect. Πήρε ξαφνικά χίλια ρούβλια και τα πήγε στο μοναστήρι μας εις μνήμην της γυναίκας του, όμως όχι της δεύτερης, όχι της μητέρας του Αλιόσα, όχι της σεληνιασμένης, μα της πρώτης, της Αδελαΐδας Ιβάνοβνας που τον έδερνε. He suddenly took a thousand rubles and took them to our monastery in memory of his wife, but not the second, not his mother Aliosa, not the moonstruck one, but the first, Adelaide Ivanovna, who had beaten him. Το ίδιο εκείνο βράδυ ήπιε και μέθυσε και, μιλώντας στον Αλιόσα, έβριζε τους καλόγερους. That very night he drank and got drunk and, talking to Aliosha, he cursed the monks. Ο ίδιος δεν ήταν καθόλου θρήσκος. He himself was not religious at all. Ίσως ποτέ του να μην άναψε ούτε ένα κερί των πέντε καπικιών μπροστά σε εικόνισμα. Perhaps he never lit a single five-wick candle in front of an icon. Κάτι τέτοια υποκείμενα έχουν καμιά φορά παράξενα ξεχειλίσματα απρόσμενων συναισθημάτων και ιδεών. Such subjects sometimes have strange outpourings of unexpected emotions and ideas.

Είπα και πριν πως η όψη του είχε γίνει πλαδαρή κι αποχαυνωμένη. I said before that his face had become flabby and disenchanted. Η φυσιογνωμία του έδειχνε καθαρά κείνο τον καιρό τη ζωή που 'χε κάνει. His physiognomy clearly showed at that time the life he had led. Εκτός απ' τα μακρουλά και λιπαρά σακουλάκια που κρέμονταν κάτω απ' τα μικρά του μάτια, τα πάντα αναίσχυντα, φιλύποπτα και κοροϊδευτικά, εκτός απ' τις πολλές βαθιές ρυτίδες πάνω στο μικρό μα λιπαρό του πρόσωπο, κάτω απ' το μυτερό του πηγούνι κρεμόταν ακόμα ένα μεγάλο, χοντρό προγούλι που έμοιαζε σαν πουγκί και που του 'δινε μιαν έκφραση χυδαίου αισθησιασμού. Apart from the long and fat bags that hung under his small eyes, always shameless, unashamed, smiling and mocking, apart from the many deep wrinkles on his small but greasy face, under his pointed chin hung another big, fat, pouch-like cheek that gave him an expression of vulgar sensuality. Προσθέστε ακόμα ένα λάγνο, πλατύ στόμα με παχιά χείλη που άφηναν να διακρίνονται μικρά απομεινάρια μαύρων, σχεδόν σαπισμένων δοντιών. Add to that a lustful, wide mouth with thick lips that left small remnants of black, almost rotting teeth visible. Απ' το στόμα του πετάγονταν σάλια κάθε φορά που άρχιζε να μιλάει. His mouth drooled every time he started to speak. Εδώ που τα λέμε, του άρεσε και του ίδιου να κοροϊδεύει το μούτρο του αν και, καθώς φαίνεται, ήταν ευχαριστημένος από δαύτο. As a matter of fact, he liked to make fun of his own face, although, as it turns out, he was happy about it. Ιδιαίτερα έδειχνε τη μύτη του που δεν ήταν και πολύ μεγάλη μα εξαιρετικά λεπτή και γρυπή: «πραγματικά ρωμαϊκή», έλεγε, «μαζί με το προγούλι σωστή φυσιογνωμία αρχαίου ρωμαίου πατρικίου των χρόνων της παρακμής». He particularly showed off his nose, which was not very big but extremely thin and snotty: "truly Roman," he said, "together with the cheekbone the correct physiognomy of an ancient Roman patrician of decadent times." Με τούτο, φαίνεται πως καμάρωνε πολύ. With this, he seemed to be very proud.

Και να που αρκετά σύντομα μετά την ανακάλυψη του τάφου της μητέρας του, ο Αλιόσα του ανακοίνωσε ξαφνικά πως θέλει να μπει στο μοναστήρι και πως οι καλόγεροι είναι πρόθυμοι να τον δεχτούν σαν δόκιμο. And here he is, soon enough after the discovery of his mother's grave, Aliosa suddenly announced that he wants to join the monastery and that the monks are willing to accept him as a novice. Εξήγησε ταυτόχρονα πως αυτό ήταν ένας διακαής πόθος και πως τον παρακαλεί να του δώσει την πατρική του ευχή. He explained at the same time that this was an ardent desire and that he begged him to give him his paternal wish. Ο γέρος ήξερε πια πως ο στάρετς Ζωσιμάς, που έσωζε την ψυχή του ζώντας στη σκήτη του μοναστηριού, είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στο «σεμνό αγόρι» του. The old man now knew that the starets Zosimas, who saved his soul by living in the monastery's skete, had made a special impression on his "modest boy".

— Τούτος ο στάρετς είναι βέβαια ο πιο τίμιος καλόγερος εκεί πέρα, — πρόφερε αυτός αφού άκουσε σιωπηλά και σκεφτικά τον Αλιόσα, χωρίς όμως να εκπλαγεί καθόλου με την παράκλησή του. - "This starlet is certainly the most honest monk there," he said after listening to Aliosha silently and thoughtfully, but not at all surprised by his request. — Χμ, ώστε αυτού θες να πας, καλό μου αγόρι! - Uh, so that's where you want to go, my good boy! — Ήταν μισομεθυσμένος και ξαφνικά χαμογέλασε με το μακρουλό, μεθυσμένο, πονηρό και πανούργο του χαμόγελο: — Χμ, για φαντάσου. - He was half-drunk and suddenly smiled his long, drunken, sly and cunning smile: - Hmm, imagine that. Που λες σαν να το προαισθανόμουν πως έτσι θα τέλειωνε τούτη η υπόθεση. As if I had a premonition that this was how this case was going to end. Για κει τράβαγες. That's where you were headed. Τι να σου πω λοιπόν; Έχεις τις δυό σου χιλιαδούλες, να την αμέσως-αμέσως η προίκα σου. So what can I tell you? You've got your two grand, here's your dowry right away. Όμως εγώ, άγγελέ μου, ποτέ δε θα σ' εγκαταλείψω και θα δώσω όσα χρειάζονται στο μοναστήρι, αν μου ζητήσουν. But I, my angel, will never abandon you and will give what is needed to the monastery if they ask me.

Μα αν τύχει και δεν μας ζητήσουν, δεν υπάρχει λόγος να τους φορτωνόμαστε, έτσι δεν είναι; Το ξέρω πως εσύ ξοδεύεις όσα λεφτά θα ξόδευε κι ένα καναρίνι, δυό σπυριά τη βδομάδα... Χμ, ξέρεις, σε κάποιο μοναστήρι, κάτω απ' τον τοίχο του, υπάρχει κάποιος μαχαλάς που όλοι το ξέρουν πως εκεί ζουν μονάχα «οι γυναίκες του μοναστηριού», έτσι τις λένε κει πέρα, καμιά τριανταριά γυναίκες, αν δεν κάνω λάθος... Ήμουνα κει πέρα και ξέρεις είναι ενδιαφέρον, στο είδος του εννοείται, έτσι για ποικιλία. But if they happen not to ask us, there's no point in charging them, is there? I know you spend as much as a canary would spend, two pimples a week... Uh, you know, in some monastery, under the wall, there's a cloister that everybody knows that only "the women of the monastery" live there, that's what they call them over there, about thirty women, if I'm not mistaken... I've been there and you know it's interesting, in a way, of course, just for variety. Το μόνο κακό είναι πως ήταν όλο ντόπιο πράμα, Γαλλίδες δεν υπάρχουν καθόλου ακόμα, κι όμως μπορούσανε να υπάρχουν, τα μέσα είναι άφθονα. The only bad thing is that it was all local stuff, French women don't exist at all yet, and yet they could exist, the resources are plentiful. Μόλις το μάθουν θα 'ρθουν κι αυτές. As soon as they find out, they'll come too. Όμως εδώ δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχουν μοναστηριακές γυναίκες και οι καλόγεροι είναι καμιά διακοσαριά. But here there is nothing, there are no convent women and there are a couple of hundred monks. Τίμια πράματα. Honest stuff. Νηστεύουν. They are fasting. Το παραδέχομαι... Χμ, ώστε θέλεις να γίνεις καλόγερος; Κι όμως λυπάμαι να σ' αποχωριστώ, Αλιόσα, μα την αλήθεια σου λέω, το πιστεύεις; Σ ' αγάπησα... Εδώ που τα λέμε, είναι μια καλή ευκαιρία και τούτη: Θα προσευχηθείς για μας τους αμαρτωλούς, γιατί βέβαια πολύ αμαρτήσαμε δω πέρα. I admit it... Uh, so you want to be a monk? Yet I am sorry to part with you, Alyosha, but I tell you the truth, do you believe it? I loved you... As a matter of fact, this is a good opportunity too: You will pray for us sinners, for we have sinned much here. Όλο αυτό σκεφτόμουν: Ποιος θα βρεθεί να προσευχηθεί καμιά φορά για μένα; Υπάρχει άραγε στον κόσμο κανένας τέτοιος άνθρωπος; Καλό μου αγόρι, σ' αυτά τα πράματα είμαι τρομερά κουτός. That's all I've been thinking about: Who will be found to pray for me sometimes? I wonder if there is such a person in the world? My dear boy, I'm terribly stupid in these matters. Κι όμως, όσο κι αν είμαι άμαθος όλο σκέφτομαι, σκέφτομαι, πού και πού δηλαδή, όχι κι όλη την ώρα. And yet, as much as I am a bastard, I am always thinking, thinking, now and then that is, not all the time. Είναι αδύνατο, σκέφτομαι, να ξεχάσουν οι διάβολοι να με μαγκώσουν με τους γάντζους τους και να με πάρουν μαζί τους όταν θα πεθάνω. It is impossible, I think, that the devils will forget to hook me with their hooks and take me with them when I die. Το λοιπόν κι εγώ σκέφτομαι: Γάντζοι; Και πού τους βρήκανε; Από τι είναι; Σιδερένιοι; Πού τους φτιάχνουν τότε; Μπας κι έχουν κανένα εργοστάσιο; Που λες, εκεί στο μοναστήρι ίσως να νομίζουν μερικοί πως η κόλαση λόγου χάρη έχει ταβάνι. So I'm thinking the same thing: Hooks? And where did they get them? What are they made of? Iron? Where do they make them then? Maybe they have a factory? You know, some people at the monastery might think that hell has a ceiling. Όμως εγώ είμαι έτοιμος να πιστέψω στην κόλαση, μονάχα χωρίς ταβάνι όμως. But I am ready to believe in hell, only without a ceiling. Έτσι γίνεται σάμπως πιο ντελικάτη, πιο πολιτισμένη, λουθηρανική δηλαδή. So it becomes somehow more delicate, more civilized, Lutheran. Μα στο κάτω-κάτω το ίδιο δεν είναι αν έχει ή δεν έχει ταβάνι; Κι όμως αυτό είναι ακριβώς το καταραμένο το πρόβλημα! But after all, isn't it the same whether it has a ceiling or not? And yet that's exactly the damn problem!

Γιατί, αν τυχόν και δεν έχει ταβάνι, πάει να πει πως δεν έχει γάντζους. Because if it doesn't have a ceiling, it means it doesn't have hooks. Κι αν τυχόν και δεν έχει γάντζους, πάει να πει πως όλα πάνε στράφι. And if he doesn't have hooks, it means it's all for nothing. Κάτι τέτοιο θα 'ταν ακατανόητο: ποιος λοιπόν θα με τραβήξει τότε με τους γάντζους; Γιατί αν δε με τραβήξουν εμένανε, τί θα γίνει πια; Πού είναι η δικαιοσύνη στον κόσμο; Il faudrait les inventer (Θα 'πρεπε να τους εφεύρουν) αυτούς τους γάντζους ειδικά για μένα, μονάχα για μένα, γιατί αν ήξερες, Αλιόσα, τι έχω κάνει... Ντρέπομαι και να στα λέω! Such a thing would be incomprehensible: so who will pull me with the hooks then? For if they don't pull me, what will happen? Where is justice in the world? Il faudrait les inventer (They ought to invent) these hooks especially for me, only for me, for if you knew, Alyosha, what I have done... I'm ashamed to tell you!

— Μα δεν υπάρχουν γάντζοι εκεί πέρα, είπε ήσυχα και σοβαρά ο Αλιόσα κοιτάζοντας τον πατέρα του. - But there are no hooks over there, said Alyosha quietly and seriously, looking at his father.

— Έτσι, έτσι λένε. - So, so they say. Υπάρχουν μονάχα οι σκιές των γάντζων. There are only the shadows of the hooks. Ξέρω, ξέρω. I know, I know. Είναι όπως ένας Γάλλος περιέγραψε την κόλαση: J'ai vu l'ombre d'un cocher, qui avec l'ombre d'une brosse frottait l'ombre d'un carosee. It is as a Frenchman described hell: 'J'ai vu l'ombre d'un cocher, qui avec l'ombre d'une brosse frottait l'ombre d'un carosee. (Είδα τη σκιά ενός αμαξά που με τη σκιά της βούρτσας έτριβε τη σκιά μιας καρότσας). (I saw the shadow of a coachman rubbing the shadow of a cart with the shadow of a brush). Από πού ξέρεις, καλούλη μου, πως δεν υπάρχουν γάντζοι; Όταν μείνεις κάμποσο στο μοναστήρι θ' αλλάξεις γνώμη. How do you know, sweetheart, that there are no hooks? When you've been in the convent a while, you'll change your mind. Πάντως τράβα τώρα, μάθε κει πέρα την αλήθεια κι έλα να μου την ιστορήσεις: Όπως και να 'ναι θα μου είναι πιο εύκολο να πάω στον άλλο κόσμο όταν θα ξέρω θετικά τι θα συμβαίνει εκεί πέρα. Anyway, go now, find out the truth and come back and tell me: Anyway, it will be easier for me to go to the other world when I know positively what's going on there. Κι εξάλλον είναι πιο ευπρεπές για σένα να μείνεις με τους καλόγερους παρά με μένα, το γερομεθύστακα, και τα παλιοκόριτσα... αν και σένα, σαν να 'σαι άγγελος, τίποτα δεν μπορεί να σ' αγγίξει. And besides, it is more decent for you to stay with the monks than with me, the old drunkard, and the old girls... though nothing can touch you, as if you were an angel. Μακάρι και κει να μη σ' αγγίξει τίποτα. May nothing touch you there either. Γι' αυτό κιόλας σ' αφήνω να πας, γιατί το ελπίζω αυτό το τελευταίο. That's why I'm already letting you go, because I'm hoping for that last one. Τα μυαλά σου, βλέπεις, δεν έχουν πάρει αέρα. Your brains, you see, are not up to air. Θα σου περάσει και θα γυρίσεις πίσω. It'll pass and you'll come back. Και γω θα σε περιμένω: Γιατί το νιώθω πως είσαι ο μοναδικός άνθρωπος σε τούτη τη γη που δε με καταδίκασε, καλό μου αγόρι, το αισθάνομαι αυτό, δεν μπορώ δα να μην το αισθάνομαι!... And I will wait for you: for I feel that you are the only man on this earth who has not condemned me, my good boy, I feel it, I can't help feeling it!...

Κλαψούρισε κιόλας. He's already crying. Ήταν συναισθηματικός. He was sentimental. Ήταν μοχθηρός και συναισθηματικός. He was vicious and emotional.