×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντίκενς, Κ. - Χριστουγεννιάτικη Ιστορία (Andreas Playmobilegolas), 2. Το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος

2. Το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος

Ήταν ακόμη σκοτάδι όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ. Νόμισε πως το ρολόι είχε σταματήσει, θυμόταν ότι έπεσε να κοιμηθεί μετά τις δυό. Το ρολόι χτύπησε μία ακριβώς.

Αμέσως, μια λάμψη δυνατή πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα. Ο Σκρούτζ ανασηκώθηκε και τότε είδε εμπρός του μια περίεργη οπτασία. Είχε το ανάστημα, το πρόσωπο, τα χέρια ενός μικρού παιδιού, αλλά τα μαλλιά της ήταν ολόλευκα όπως ενός γέρου. Από τον ώμο, πάνω από το λευκό, κοντό χιτώνιό της, κρεμόταν μια γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο του χειμώνα.

«Μη φοβάσαι», του είπε η οπτασία. «Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω».

Πήρε τον Σκρούτζ από το χέρι και τον οδήγησε στο παράθυρο.

Ο Σκρούτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, αλλά το Πνεύμα τον ενθάρρυνε να πετάξει μαζί του πάνω από στέγες και αγρούς. Κι ήταν πρωί όταν έφτασαν σε μία μικρή επαρχιακή πόλη.

«Μα, εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ο Σκρούτζ.

«Ε, τότε, θα ξέρεις το δρόμο για να έρθεις εδώ», τον ρώτησε το Πνεύμα.

«θα μπορούσα να τον βρω με κλειστά μάτια», απάντησε εκείνος.

«Κι όμως, δείχνεις σαν να έχεις ξεχάσει ακόμη και την ύπαρξη αυτού του τόπου», παρατήρησε αυστηρά το Πνεύμα.

Ύστερα βάδισαν πάνω στο χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Αγρότες με τις άμαξες, παιδιά με τ' αλογάκια τους. Ο Σκρούτζ τους θυμόταν όλους. Τους φώναξε μάλιστα με τα ονόματά τους. Αλλά κανείς δεν του απάντησε!

«Είναι μόνο σκιές», του εξήγησε το Πνεύμα, «δεν μας βλέπουν».

Ο Σκρούτζ χάρηκε πολύ που ξαναείδε φίλους και γνωστούς από τα νιάτα του. Και τούτη η χαρά ήταν πρωτόγνωρη γι' αυτόν. Σε λίγο, οι δυό ταξιδιώτες έφτασαν σ' ένα χωριουδάκι. Μπήκαν σ' ένα μεγάλο κτίριο χτισμένο από τούβλα. Στο εσωτερικό αντίκρισαν σειρές θρανία. Ήταν σχολείο με οικότροφους μαθητές, που σπούδαζαν μακριά από τις οικογένειές τους.

Σε κάποιο θρανίο, ένα μοναχικό αγόρι, καθόταν και διάβαζε. Κατά τρόπο μαγικό, οι ήρωες του βιβλίου πρόβαλαν εμπρός στο παιδί – ο Αλή Μπαμπά με την ανατολίτικη φορεσιά του, ο Ροβινσών Κρούσος με τον παπαγάλο του στον ώμο, κι άλλοι πολλοί. Στην αρχή ο Σκρούτζ ενθουσιάστηκε βλέποντας τους ήρωες των σχολικών του χρόνων. Έπειτα, όμως, κατάλαβε. Το μοναχικό αγόρι, με μοναδική παρέα τα βιβλία, ήταν ο εαυτός του. Κάθησε, τότε, σ' ένα θρανίο και έκλαψε πικρά.

«Πάμε τώρα να επισκεφτούμε κάποια άλλα Χριστούγεννα», του πρότεινε το Πνεύμα.

Καθώς μιλούσε, παρατήρησε ότι το παιδί μεγάλωσε κι έγινε έφηβος. Ο Σκρούτζ ήξερε πολύ καλά ότι ο νεαρός ήταν πάλι μόνος. Οι άλλοι μαθητές θα επέστρεφαν στα σπίτια τους για τις διακοπές.

Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Μια νέα και όμορφη κοπέλα μπήκε τρέχοντας στην αίθουσα. Ήρθε και τον αγκάλιασε.

«Αδελφούλη μου», του φώναξε. «Ήρθα να σε πάρω. Θα πάμε στο σπίτι να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα!».

«Στο σπίτι, Φαντ;» ρώτησε ο νεαρός Σκρούτζ.

«Ναι, ζήτησα από τον πατέρα να σ' αφήσει να ξαναγυρίσεις για πάντα στο σπίτι. Συμφώνησε. Δε θα ξαναπάς εσωτερικός στο σχολείο!», του ξαναφώναξε χαρούμενη.

«Είναι πολύ γλυκιά με χρυσή, με χρυσή καρδιά», σχολίασε το Πνεύμα. «Νομίζω ότι πέθανε νέα, πάνω στη γέννα!».

«Ναί…» απάντησε σκεφτικός ο Σκρούτζ.

Βγήκαν από το σχολείο και περιπλανήθηκαν στους δρόμους. Οι βιτρίνες των καταστημάτων ήταν στολισμένες για τα Χριστούγεννα. Το Πνεύμα στάθηκε εμπρός σ' ένα κατάστημα και ρώτησε τον Σκρούτζ αν το αναγνωρίζει. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και είπε: «Εδώ πρωτοεργάστηκα σαν μαθητευόμενος!».

Μπήκαν μέσα. Ένας ηλικιωμένος κύριος καθόταν στο γραφείο.

«Αυτός είναι ο γερό-Φέζιβικ!.. Ο γερό-Φέζιβικ αναστημένος!..» φώναξε μ' ενθουσιασμό ο Σκρούτζ.

Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός Σκρούτζ κι ένας άλλος μαθητευόμενος μπήκαν στην αίθουσα.

«Μαζέψτε τα όλα», τους είπε ο Φέζιβικ, «να ετοιμάσουμε τη γιορτή!».

Οι μαθητευόμενοι δεν περίμεναν να το ακούσουν δεύτερη φορά. Πριν προλάβει ο γέρο-Σκρούτζ ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια, όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι. Η γιορτή είχε οργανωθεί για όλους τους υπαλλήλους του Φέζιβικ.

Σύντομα η μουσική και ο χορός άναψαν το κέφι για τα καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα και ποτά. Ήταν πιά αργά όταν ξεκίνησαν να φύγουν οι καλεσμένοι. Ο κύριος και η κυρία Φέζιβικ έσφιξαν τα χέρια όλων και τους ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Έσφιξαν τα χέρια ακόμη και των νεαρών μαθητευομένων πριν πάνε στα κρεβάτια τους στο πίσω μέρος του καταστήματος. Ο γέρο-Σκρούτζ έδειχνε ξετρελαμένος καθώς παρακολουθούσε αυτή τη σκηνή. Ένιωθε τόση χαρά, λες και συμμετείχε πραγματικά στη γιορτή. Αργά τη νύχτα το Πνεύμα και ο Σκρούτζ άκουσαν τους μαθητευομένους να κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Παίνευαν το γέρο-Φέζιβικ και τον ευγνωμονούσαν για την ωραία γιορτή που τους ετοίμασε.

«Και του κόστισε μόνο τρεις η τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως ειρωνικά το Πνεύμα. «Έξοδο που άξιζε τον κόπο!». «Το κόστος δεν ήταν υλικό», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ. «Ανεξάρτητα από τα χρήματα, η γιορτή θα είχε επιτυχία γιατί ο Φέζιβικ ήταν καλός άνθρωπος και πάντοτε ακτινοβολούσε χαρά κι ευτυχία!».

Ξαφνικά ο Σκρούτζ έκοψε την κουβέντα του απότομα.

«Τι σου συμβαίνει;» τον ρώτησε το Πνεύμα. «Μήπως έγινε κάτι που σε τάραξε;».

«Όχι, τίποτα… Να, θα ήθελα μόνο να έχω πει κάτι στον κλητήρα μου».

Η σκηνή άλλαξε. Τώρα ο Σκρούτζ ήταν πλέον ώριμος άντρας. Και μία νέα γυναίκα εγκατέλειπε το σπίτι. Έκλαιγε η καημένη, βουβά. Γύρισε και του είπε:

«Κάποτε ήμασταν φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι. Τώρα σε κυβερνά το πάθος σου για το χρήμα!».

«Μα, μεταξύ μας, τίποτα δεν άλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ.

«Εγώ έμεινα η ίδια. Εσύ όμως άλλαξες. Δεν μπορώ να σε παντρευτώ. Σου εύχομαι κάθε ευτυχία στη σταδιοδρομία που διάλεξες».

Και με τα λόγια αυτά η γυναίκα βγήκε στο δρόμο, ενώ ο άντρας δε δοκίμασε να τη σταματήσει.

«Πνεύμα», φώναξε ο γέρο-Σκρούτζ, «σταμάτα να με βασανίζεις, θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Δεν αντέχω τις δυσάρεστες αναμνήσεις».

Μέσα σε μία στιγμή πέρασαν χρόνια. Και ξαναείδαν τη νέα γυναίκα. Τώρα γελούσε τρισευτυχισμένη με την κόρη της. Σε διαφορετικές περιστάσεις θα μπορούσε να είναι το παιδί του Σκρούτζ. Ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο. Η μικρή έτρεξε και τον φίλησε. Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις εμπρός στο αναμμένο τζάκι.

«Δεν το αντέχω», μούγκρισε ο γερο-Σκρούτζ με φωνή σπασμένη. Και στράφηκε απελπισμένος προς το Πνεύμα, που μέσα στην ολοφώτεινη ανταύγεια του έμοιαζε σαν να ειρωνεύεται την απελπισία του. Σε λίγο η οπτασία του Πνεύματος άρχισε ν' απομακρύνεται και να σβήνει σιγά-σιγά, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Ο Σκρούτζ ένιωσε αφάνταστα κουρασμένος. Τα μάτια του βάρυναν. Ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του. Μόλις που πρόλαβε να ξαπλώσει στο κρεβάτι κι έπεσε σε ύπνο βαθύ.


2. Το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος 2\. The Christmas Spirit of the Past 2. L'esprit de Noël d'autrefois 2. Geçmişin Noel Ruhu

Ήταν ακόμη σκοτάδι όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ. It was still dark when Scrooge awoke. Νόμισε πως το ρολόι είχε σταματήσει, θυμόταν ότι έπεσε να κοιμηθεί μετά τις δυό. He thought the clock had stopped, he remembered falling asleep after two. Το ρολόι χτύπησε μία ακριβώς. The clock struck exactly one.

Αμέσως, μια λάμψη δυνατή πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα. Immediately, a powerful glow flooded the bedroom. Ο Σκρούτζ ανασηκώθηκε και τότε είδε εμπρός του μια περίεργη οπτασία. Scrooge rose and then saw a strange apparition before him. Είχε το ανάστημα, το πρόσωπο, τα χέρια ενός μικρού παιδιού, αλλά τα μαλλιά της ήταν ολόλευκα όπως ενός γέρου. She had the stature, the face, the hands of a small child, but her hair was all white like an old man's. Από τον ώμο, πάνω από το λευκό, κοντό χιτώνιό της, κρεμόταν μια γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο του χειμώνα. From the shoulder, above her short white tunic, hung a garland of lioprino, a symbol of winter.

«Μη φοβάσαι», του είπε η οπτασία. "Don't be afraid," the apparition told him. «Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω». "I am the Christmas Spirit of the Past and I have come to help you."

Πήρε τον Σκρούτζ από το χέρι και τον οδήγησε στο παράθυρο. He took Scrooge by the hand and led him to the window.

Ο Σκρούτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, αλλά το Πνεύμα τον ενθάρρυνε να πετάξει μαζί του πάνω από στέγες και αγρούς. Scrooge was afraid of falling, but the Spirit encouraged him to fly with him over rooftops and fields. Κι ήταν πρωί όταν έφτασαν σε μία μικρή επαρχιακή πόλη. And it was morning when they arrived at a small country town.

«Μα, εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ο Σκρούτζ. "Why, this is where I spent my childhood," muttered Scrooge in astonishment.

«Ε, τότε, θα ξέρεις το δρόμο για να έρθεις εδώ», τον ρώτησε το Πνεύμα. "Well, then, you will know the way to come here," the Spirit asked him.

«θα μπορούσα να τον βρω με κλειστά μάτια», απάντησε εκείνος. "I could find him with my eyes closed," he replied.

«Κι όμως, δείχνεις σαν να έχεις ξεχάσει ακόμη και την ύπαρξη αυτού του τόπου», παρατήρησε αυστηρά το Πνεύμα. "Yet you seem to have forgotten even the existence of this place," remarked the Spirit sternly.

Ύστερα βάδισαν πάνω στο χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Dann gingen sie auf der verschneiten Straße und trafen auf bekannte Gesichter. Then they walked on the snowy road meeting familiar figures. Αγρότες με τις άμαξες, παιδιά με τ' αλογάκια τους. Farmers with their carriages, children with their ponies. Ο Σκρούτζ τους θυμόταν όλους. Scrooge remembered them all. Τους φώναξε μάλιστα με τα ονόματά τους. He even called them by their names. Αλλά κανείς δεν του απάντησε! But no one answered him!

«Είναι μόνο σκιές», του εξήγησε το Πνεύμα, «δεν μας βλέπουν». "They are only shadows," the Spirit explained to him, "they do not see us." "Ce ne sont que des ombres", lui expliqua l'Esprit, "ils ne nous voient pas".

Ο Σκρούτζ χάρηκε πολύ που ξαναείδε φίλους και γνωστούς από τα νιάτα του. Scrooge was overjoyed to see friends and acquaintances from his youth again. Scrooge était très heureux de revoir des amis et des connaissances de sa jeunesse. Και τούτη η χαρά ήταν πρωτόγνωρη γι' αυτόν. And this joy was unprecedented for him. Σε λίγο, οι δυό ταξιδιώτες έφτασαν σ' ένα χωριουδάκι. Before long, the two travelers reached a small village. Μπήκαν σ' ένα μεγάλο κτίριο χτισμένο από τούβλα. They entered a large brick building. Ils entrèrent dans un grand bâtiment construit en briques. Στο εσωτερικό αντίκρισαν σειρές θρανία. Inside they saw rows of desks. À l'intérieur, ils virent des rangées de bureaux. Ήταν σχολείο με οικότροφους μαθητές, που σπούδαζαν μακριά από τις οικογένειές τους. It was a school with boarding students, studying away from their families.

Σε κάποιο θρανίο, ένα μοναχικό αγόρι, καθόταν και διάβαζε. At a desk, a lonely boy was sitting and reading. Κατά τρόπο μαγικό, οι ήρωες του βιβλίου πρόβαλαν εμπρός στο παιδί – ο Αλή Μπαμπά με την ανατολίτικη φορεσιά του, ο Ροβινσών Κρούσος με τον παπαγάλο του στον ώμο, κι άλλοι πολλοί. Magically, the heroes of the book projected in front of the child – Ali Baba in his oriental costume, Robinson Crusoe with his parrot on his shoulder, and many others. De manière magique, les héros du livre se sont projetés devant l'enfant - Ali Baba dans son costume oriental, Robinson Kroussos avec son perroquet sur l'épaule, et bien d'autres. Στην αρχή ο Σκρούτζ ενθουσιάστηκε βλέποντας τους ήρωες των σχολικών του χρόνων. At first Scrooge was excited to see the heroes of his school days. Έπειτα, όμως, κατάλαβε. But then he understood. Το μοναχικό αγόρι, με μοναδική παρέα τα βιβλία, ήταν ο εαυτός του. The lonely boy, with books as his only company, was himself. Κάθησε, τότε, σ' ένα θρανίο και έκλαψε πικρά. He then sat down at a desk and wept bitterly.

«Πάμε τώρα να επισκεφτούμε κάποια άλλα Χριστούγεννα», του πρότεινε το Πνεύμα. "Let's go visit some other Christmases now," suggested the Spirit.

Καθώς μιλούσε, παρατήρησε ότι το παιδί μεγάλωσε κι έγινε έφηβος. As he spoke, he noticed that the child had grown into a teenager. Ο Σκρούτζ ήξερε πολύ καλά ότι ο νεαρός ήταν πάλι μόνος. Scrooge knew very well that the young man was alone again. Οι άλλοι μαθητές θα επέστρεφαν στα σπίτια τους για τις διακοπές. The other students would return home for the holidays.

Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Suddenly, the door opened. Μια νέα και όμορφη κοπέλα μπήκε τρέχοντας στην αίθουσα. A young and beautiful girl ran into the hall. Ήρθε και τον αγκάλιασε. She came and hugged him.

«Αδελφούλη μου», του φώναξε. "My sister," he called to him. «Ήρθα να σε πάρω. “I came to get you. Θα πάμε στο σπίτι να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα!». We're going home to celebrate Christmas!"

«Στο σπίτι, Φαντ;» ρώτησε ο νεαρός Σκρούτζ. "At home, Fud?" asked young Scrooge.

«Ναι, ζήτησα από τον πατέρα να σ' αφήσει να ξαναγυρίσεις για πάντα στο σπίτι. “Yes, I asked father to let you come home forever. Συμφώνησε. He agreed. Δε θα ξαναπάς εσωτερικός στο σχολείο!», του ξαναφώναξε χαρούμενη. You won't go to school as an insider again!", she happily called out to him again.

«Είναι πολύ γλυκιά με χρυσή, με χρυσή καρδιά», σχολίασε το Πνεύμα. "She is very sweet of gold, with a heart of gold," commented the Spirit. «Νομίζω ότι πέθανε νέα, πάνω στη γέννα!». "I think she died young, in childbirth!"

«Ναί…» απάντησε σκεφτικός ο Σκρούτζ. "Yes…" Scrooge replied thoughtfully.

Βγήκαν από το σχολείο και περιπλανήθηκαν στους δρόμους. They left the school and wandered the streets. Οι βιτρίνες των καταστημάτων ήταν στολισμένες για τα Χριστούγεννα. Shop windows were decorated for Christmas. Το Πνεύμα στάθηκε εμπρός σ' ένα κατάστημα και ρώτησε τον Σκρούτζ αν το αναγνωρίζει. The Spirit stopped in front of a shop and asked Scrooge if he recognized it. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και είπε: «Εδώ πρωτοεργάστηκα σαν μαθητευόμενος!». He shook his head and said: "This is where I first worked as an apprentice!"

Μπήκαν μέσα. They got in. Ils sont entrés. Ένας ηλικιωμένος κύριος καθόταν στο γραφείο. An old gentleman was sitting at the desk. Un monsieur âgé était assis au bureau.

«Αυτός είναι ο γερό-Φέζιβικ!.. "This is strong-Fezivik!.. Ο γερό-Φέζιβικ αναστημένος!..» φώναξε μ' ενθουσιασμό ο Σκρούτζ. Scrooge shouted excitedly.

Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός Σκρούτζ κι ένας άλλος μαθητευόμενος μπήκαν στην αίθουσα. At that moment, young Scrooge and another apprentice entered the room. A ce moment, le jeune Scrooge et un autre apprenti entrèrent dans la pièce.

«Μαζέψτε τα όλα», τους είπε ο Φέζιβικ, «να ετοιμάσουμε τη γιορτή!». "Gather them all," said Fezivik, "let us prepare the feast!" « Rassemblez tout », leur dit Fezivik, « préparons la fête !

Οι μαθητευόμενοι δεν περίμεναν να το ακούσουν δεύτερη φορά. The apprentices did not expect to hear it a second time. Les élèves ne s'attendaient pas à l'entendre une seconde fois. Πριν προλάβει ο γέρο-Σκρούτζ ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια, όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα. Before old Scrooge could blink, everything was clean and tidy. Avant que le vieux Scrooge ne puisse ouvrir et fermer les yeux, tout était propre et rangé. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι. Soon the guests began to arrive. Bientôt, les invités ont commencé à arriver. Η γιορτή είχε οργανωθεί για όλους τους υπαλλήλους του Φέζιβικ. The celebration was organized for all Fezivik employees. La fête a été organisée pour tous les employés de Fezivik.

Σύντομα η μουσική και ο χορός άναψαν το κέφι για τα καλά. Soon the music and dancing got the party going. Bientôt, la musique et la danse ont illuminé le plaisir pour de bon. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα και ποτά. Sweets and drinks were offered. Ήταν πιά αργά όταν ξεκίνησαν να φύγουν οι καλεσμένοι. It was already late when the guests started to leave. Il était déjà tard quand les invités ont commencé à partir. Ο κύριος και η κυρία Φέζιβικ έσφιξαν τα χέρια όλων και τους ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Mr. and Mrs. Feziwick shook everyone's hands and wished them a "Merry Christmas!" M. et Mme Fezivik ont serré la main de tout le monde et leur ont souhaité "Joyeux Noël!". Έσφιξαν τα χέρια ακόμη και των νεαρών μαθητευομένων πριν πάνε στα κρεβάτια τους στο πίσω μέρος του καταστήματος. They even shook the hands of the young apprentices before going to their beds in the back of the shop. Ils ont même serré la main des jeunes apprentis avant d'aller se coucher au fond du magasin. Ο γέρο-Σκρούτζ έδειχνε ξετρελαμένος καθώς παρακολουθούσε αυτή τη σκηνή. Old Scrooge looked mad as he watched this scene. Old Scrooge avait l'air fou en regardant cette scène. Ένιωθε τόση χαρά, λες και συμμετείχε πραγματικά στη γιορτή. He felt so happy, as if he was really participating in the celebration. Il se sentait si heureux, comme s'il participait vraiment à la fête. Αργά τη νύχτα το Πνεύμα και ο Σκρούτζ άκουσαν τους μαθητευομένους να κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Late at night the Ghost and Scrooge overheard the apprentices lying on their beds chatting. Tard dans la nuit, Spirit et Scrooge ont entendu les apprentis discuter dans leur lit. Παίνευαν το γέρο-Φέζιβικ και τον ευγνωμονούσαν για την ωραία γιορτή που τους ετοίμασε. They danced to old Fezivik and thanked him for the fine feast he had prepared for them. Ils ont fait l'éloge du vieil homme-Fezivik et l'ont remercié pour la belle fête qu'il leur a préparée.

«Και του κόστισε μόνο τρεις η τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως ειρωνικά το Πνεύμα. "And it only cost him three or four pounds," remarked the Spirit somewhat wryly. "Et cela ne lui a coûté que trois ou quatre livres," commenta l'Esprit avec une certaine ironie. «Έξοδο που άξιζε τον κόπο!». "Worth it out!" «Το κόστος δεν ήταν υλικό», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ. "The cost was not material," protested Scrooge. "Le coût n'était pas important", a protesté Scrooge. «Ανεξάρτητα από τα χρήματα, η γιορτή θα είχε επιτυχία γιατί ο Φέζιβικ ήταν καλός άνθρωπος και πάντοτε ακτινοβολούσε χαρά κι ευτυχία!». "Regardless of the money, the celebration would be a success because Fezivik was a good person and always radiated joy and happiness!" "Peu importe l'argent, la fête serait réussie car Fezivik était un homme bon et rayonnait toujours de joie et de bonheur !"

Ξαφνικά ο Σκρούτζ έκοψε την κουβέντα του απότομα. Suddenly Scrooge cut his conversation short. Tout à coup, Scrooge coupa court à sa conversation.

«Τι σου συμβαίνει;» τον ρώτησε το Πνεύμα. "What's wrong with you?" the Spirit asked him. "Qu'est-ce qui ne va pas?" lui a demandé l'Esprit. «Μήπως έγινε κάτι που σε τάραξε;». "Did something happen that upset you?" "Il s'est passé quelque chose qui t'a bouleversé ?"

«Όχι, τίποτα… Να, θα ήθελα μόνο να έχω πει κάτι στον κλητήρα μου». "No, nothing… Well, I just wish I had said something to my usher." « Non, rien… Oui, j'aurais juste aimé dire quelque chose à mon messager.

Η σκηνή άλλαξε. The scene changed. Τώρα ο Σκρούτζ ήταν πλέον ώριμος άντρας. Now Scrooge was a grown man. Και μία νέα γυναίκα εγκατέλειπε το σπίτι. And a young woman was leaving home. Έκλαιγε η καημένη, βουβά. The poor, mute woman was crying. Γύρισε και του είπε: He turned and said to him:

«Κάποτε ήμασταν φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι. "Once we were poor but happy. Τώρα σε κυβερνά το πάθος σου για το χρήμα!». Now you are ruled by your passion for money!" "Maintenant, votre passion pour l'argent vous gouverne!"

«Μα, μεταξύ μας, τίποτα δεν άλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ. "But, between us, nothing has changed," protested Scrooge. "Mais entre nous, rien n'a changé," protesta Scrooge.

«Εγώ έμεινα η ίδια. "I stayed the same. Εσύ όμως άλλαξες. But you changed. Mais tu as changé. Δεν μπορώ να σε παντρευτώ. I can't marry you. Je ne peux pas t'épouser. Σου εύχομαι κάθε ευτυχία στη σταδιοδρομία που διάλεξες». I wish you every happiness in your chosen career." Je te souhaite plein de bonheur dans la carrière que tu as choisie".

Και με τα λόγια αυτά η γυναίκα βγήκε στο δρόμο, ενώ ο άντρας δε δοκίμασε να τη σταματήσει. And with these words the woman went out into the street, while the man did not try to stop her. Et sur ces mots, la femme sortit dans la rue, tandis que l'homme n'essayait pas de l'arrêter.

«Πνεύμα», φώναξε ο γέρο-Σκρούτζ, «σταμάτα να με βασανίζεις, θέλω να γυρίσω στο σπίτι. “Spirit,” cried old Scrooge, “stop tormenting me, I want to go home. « Esprit, cria le vieux Scrooge, arrête de me torturer, je veux rentrer chez moi. Δεν αντέχω τις δυσάρεστες αναμνήσεις». I can't bear the unpleasant memories." "Je ne supporte pas les souvenirs désagréables."

Μέσα σε μία στιγμή πέρασαν χρόνια. Years passed in an instant. Les années ont passé en un instant. Και ξαναείδαν τη νέα γυναίκα. And they saw the new woman again. Τώρα γελούσε τρισευτυχισμένη με την κόρη της. Now she was laughing happily with her daughter. Σε διαφορετικές περιστάσεις θα μπορούσε να είναι το παιδί του Σκρούτζ. In different circumstances he could be Scrooge's child. Ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο. Father entered the room. Η μικρή έτρεξε και τον φίλησε. The little girl ran and kissed him. Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις εμπρός στο αναμμένο τζάκι. All three of them hugged each other in front of the lit fireplace.

«Δεν το αντέχω», μούγκρισε ο γερο-Σκρούτζ με φωνή σπασμένη. "I can't stand it," growled old Scrooge in a broken voice. Και στράφηκε απελπισμένος προς το Πνεύμα, που μέσα στην ολοφώτεινη ανταύγεια του έμοιαζε σαν να ειρωνεύεται την απελπισία του. And he turned in despair to the Spirit, which in its all-luminous radiance seemed to mock his despair. Et il se tourna, désespéré, vers l'Esprit qui, dans sa lumière radieuse, semblait se moquer de son désespoir. Σε λίγο η οπτασία του Πνεύματος άρχισε ν' απομακρύνεται και να σβήνει σιγά-σιγά, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. In a little while the apparition of the Spirit began to move away and slowly fade away, until it disappeared completely. En peu de temps, l'apparition de l'Esprit a commencé à s'éloigner et à s'estomper lentement, jusqu'à ce qu'elle disparaisse complètement. Ο Σκρούτζ ένιωσε αφάνταστα κουρασμένος. Scrooge felt incredibly tired. Τα μάτια του βάρυναν. His eyes were heavy. Ses yeux étaient lourds. Ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του. He returned to his bedroom. Μόλις που πρόλαβε να ξαπλώσει στο κρεβάτι κι έπεσε σε ύπνο βαθύ. As soon as he had time to lay down on the bed he fell into a deep sleep. Dès qu'il réussit à s'allonger sur le lit et tomba dans un profond sommeil.