9.Τα βλαβερά βιβλία...
Καλά έλεγε ο παππούς, πως όλο αργίες είμαστε. Είχαμε κάνει μόνο δύο μαθήματα και στο διάλειμμα μας μάζεψε ο κύριος Καρανάσης στην αυλή και είπε να μπούμε στη γραμμή.
– Δε θα πάτε στις τάξεις σας, λέει, αλλά θα σας πάω στην πλατεία κι εκεί όλο το σχολείο θα πάρει ένα μεγάλο μάθημα.
– Μήπως θα κάνουμε πατριδογνωσία; ρώτησα τον Αλέξη.
– Κάτι άλλο είναι, απάντησε κείνος, γιατί θα πάνε κι οι μεγάλες τάξεις, που δεν κάνουν πατριδογνωσία.
Σα φτάσαμε στην πλατεία, τα χάσαμε. Στη μέση ακριβώς, εκεί που στέκει πάνω σε μια κολόνα ένα μαρμάρινο λιοντάρι, έκαιγε μια μεγάλη φωτιά. Λίγο παραπέρα, σε μια εξέδρα, στέκονταν ο νομάρχης, ο Αμστραντάμ Πικιπικιράμ, ο μπαμπάς της Πιπίτσας κι ο δεσπότης με τα άμφιά του. Γύρω στη φωτιά στεκότανε κόσμος, πιο πολύ παιδιά, με τα σχολεία τους. Δεν καταλαβαίναμε τίποτα.
Σε λίγο, έφτασαν δυο άντρες που κουβαλούσαν μεγάλα τσουβάλια στους ώμους τους. Αναμέρισαν σπρώχνοντας τον κόσμο και σαν έφτασαν κοντά στη φωτιά άδειασαν τα τσουβάλια τους. Ήτανε βιβλία! !
– Τι κάνουνε; ρώτησε ο Αλέξης ένα παιδί, που στεκότανε δίπλα μας.
- Καίνε τα βλαβερά βιβλία, απάντησε κείνο.
Ο κύριος Καρανάσης ανέβηκε στην εξέδρα κι άρχισε να βγάζει λόγο. Μιλούσε για βλαβερά και τρομερά βιβλία, που δηλητηριάζουν την ψυχή και γίνεται ο άνθρωπος εγκληματίας.
– Πάμε κοντά να δούμε, λέει ο Αλέξης.
Τρυπώσαμε ανάμεσα στον κόσμο και φτάσαμε κοντά στη φωτιά. Τα παιδιά από τις μεγάλες τάξεις πηδούσαν κιόλας πάνω από τις φλόγες, σα να 'τανε του Αι-Γιαννιού. Παράξενα που καίγονταν τα βιβλία. Στην αρχή, μόλις πάρουν τα φύλλα φωτιά, το βιβλίο ανοίγει σαν να τ' άγγιξε κανένα αόρατο χέρι κι ύστερα, όσο καίγεται, μοιάζει με λουλούδι, που κλείνει τα πέταλά του. Η φωτιά χαμηλώνει, και τότε μπορούν και πηδούν και τα παιδιά από το δημοτικό.
Έρχονταν όμως πάλι οι άνθρωποι με τα τσουβάλια και τ' άδειαζαν. Η φωτιά ψήλωνε, ψήλωνε, τα παιδιά τσίριζαν και δώστου ποιος θα πηδήξει πιο ψηλά. Μια στιγμή, καθώς άδειαζαν ένα τσουβάλι, μερικά βιβλία έπεσαν ακριβώς πάνω στα πόδια μας. Έκανα να κλοτσήσω ένα προς τη φωτιά, μα στάθηκα. Κάπου το 'χα ξαναδεί αυτό το βιβλίο... Δεμένο με μαύρο εξώφυλλο και χρυσά γράμματα... Γύρισα με το πόδι μου το εξώφυλλο και, τώρα πιά, ήμουνα σίγουρη. Ήταν ένας «αρχαίος» του παππού. Ο παππούς σ' όλα του τα βιβλία είχε την υπογραφή του με μωβ μελάνι. Τη γνώρισα αμέσως, φαρδιά πλατιά, στη δεύτερη σελίδα. Ο παππούς σε κανένα δεν επιτρέπει ν' αγγίξει τα βιβλία του. Που βρέθηκε εδώ ο «αρχαίος» του, έτοιμος να πέσει στη φωτιά; Έσκυψα και τον μάζεψα. Τον κράτησα λίγο στο χέρι...
– Πέτα το, λοιπόν, μου ψιθυρίζει ο Αλέξης κι αρπάζει το βιβλίο από τα χέρια μου, να το ρίξει στη φωτιά. Δε βλέπεις που σε κοιτάνε!
Εγώ τα 'χασα. Από την εξέδρα, ο κύριος Καρανάσης κι ο Πικιπικιράμ κοίταζαν προς τη μεριά μου και κάτι λέγανε. Έφερα γύρω το βλέμμα μου κι είδα παιδιά που ξεφωνίζανε, και μεγάλους ακόμα, και πηδούσαν τη φωτιά, μα ο πιο πολύς κόσμος στεκότανε αμίλητος με κλειστά χείλια. Έψαχνα ένα ένα τα πρόσωπά τους, σίγουρη πως θα 'βρισκα έναν άντρα με κατεβασμένο το καπέλο, που να του κρύβει σχεδόν τα μάτια και να 'χει ένα πυκνό μουστάκι, σαν βούρτσα!...
Έπειτα χωρίς κι εγώ να ξέρω γιατί, άρχισα να σπρώχνω τα παιδιά να πάω πιο πίσω, να βγω απ' τον κύκλο, που όλο έσφιγγε και μας έφερνε, έτσι όπως είχαμε σταθεί με τον Αλέξη στην πρώτη γραμμή, όλο και πιο κοντά στη φωτιά. Ήρθε κι ο Αλέξης από πίσω μου. Σταθήκαμε, λίγο πιο πέρα απ' τον κόσμο, ν' ανασάνουμε. Πάνω από τα κεφάλια μας πετούσαν σαν νυχτερίδες κομμάτια από καμένο χαρτί.
– Να 'βλεπες πως σε κοίταξε ο κύριος Καρανάσης, σαν έσκυψες να πάρεις το βιβλίο! λέει ο Αλέξης.
Όταν έσβησε η φωτιά και δεν είχαν πιά άλλα βιβλία να ρίξουν, ο κόσμος άρχισε να διαλύεται. Ο κύριος Καρανάσης είπε, πως πέρασε η ώρα για να γυρίσουμε στο σχολείο, και μας άφησε να πάμε στα σπίτια μας. Ξεκινήσαμε μαζί με τον Αλέξη. Δεν ξέρω γιατί, μα δεν του είχα πει ακόμα, πως το βιβλίο που έσκυψα να πιάσω ήτανε ο «αρχαίος» του παππού. Αφού περάσαμε την πλατεία, είδα να στέκει κοντά στον τοίχο ενός σπιτιού ο παππούς και πλάι του ο πατέρας του Αλέξη. Δεν γνωριζόντανε. Στέκονταν με την πλάτη, σχεδόν, ο ένας στον άλλο, αμίλητοι. Ο παππούς με το μπαστούνι του έσπρωχνε τα καμένα χαρτιά, που είχαν γεμίσει το δρόμο και το πεζοδρόμιο. Ο Αλέξης κι εγώ τρέξαμε κοντά τους.
– Παππού, ένας «αρχαίος» σου βρέθηκε μέσα στη φωτιά, λέω.
– Ξέρω, ξέρω, κουνάει το κεφάλι ο παππούς.
Ο πατέρας του Αλέξη γύρισε ξαφνιασμένος.
– Σύστησέ με λοιπόν στον παππού σου, Μέλισσα.
– Παππού, ο πατέρας του Αλέξη...
Δεν πρόλαβα ν' αποτελειώσω κι άπλωσαν κι οι δυό τα χέρια τους...
– Πήραν κι από σας βιβλία; ρωτάει χαμηλόφωνα ο πατέρας του Αλέξη.
– Σήμερα το πρωί ήρθαν με τα τσουβάλια, απαντάει ο παππούς.
– Εμένα μάζεψαν και χειρόγραφα, συνεχίζει ο μπαμπάς του Αλέξη και κοιτάζει γύρω του.
Μπροστά προχωρούμε εγώ με τον Αλέξη και πίσω ο παππούς με τον μπαμπά του Αλέξη. Φυσάει αέρας και στη μέση του δρόμου στροβιλίζονται τα καμένα χαρτιά, σαν να χορεύουνε.
– Θα το θυμάται το νησί μας αυτό το αίσχος, ακούω που λέει ο παππούς.
– Φοβάμαι πως αυτό είναι μόνο η αρχή, η φωνή του μπαμπά του Αλέξη.
– Κοίταξε! λέει ο Αλέξης και δείχνει τα χαρτιά.
Σχημάτισαν σαν ένα ωμέγα.
Πλάτων! Το ο με ωμέγα. Έτσι τον έλεγαν τον «αρχαίο» του παππού, που κάηκε στη φωτιά.
Σαν πρωτόμαθα το αλφάβητο, μ' άρεσε πολύ το ωμέγα και ζήλευα τη Μυρτώ, που το όνομά της γραφόταν έτσι. Σαν έμαθα να συλλαβίζω, πήγαινα στη βιβλιοθήκη του παππού και μ' άφηνε να ανεβαίνω στη μικρή σκαλίτσα και να διαβάζω τα εξώφυλλα από τους «αρχαίους» του. Πλάτων... Πλάτων...
– Παππού, μπορώ να βγάλω την αρκουδίτσα μου έτσι; τον ρώτησα.
– Αν είναι σοφή, σαν τον Πλάτωνα..., γέλασε ο παππούς.
Δεν ήταν, φυσικά, όμως το Πλάτων μου άρεσε πολύ κι εγώ τη βάφτισα. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, ο παππούς με πήρε στο γραφείο του. Στα ράφια έχασκαν άδειες τρύπες: τα βιβλία που έλειπαν.
– Αυτό που είδες σήμερα, Μέλισσα, να μην το ξεχάσεις ποτέ, σ' όλη σου τη ζωή. Κι όταν πεθάνω εγώ, να μείνουν έτσι οι άδειες θέσεις των βιβλίων, να σ' το θυμίζουν.
Έτσι είπε ο παππούς και, θαρρώ, πρώτη φορά στη ζωή μου από τότε που γεννήθηκα, τον είδα να κάθεται με καμπουριασμένη την πλάτη κι όχι στητός στητός σαν πάντα.
Η Μυρτώ δεν ήτανε στην πλατεία να δει τη φωτιά, γιατί την είχανε στείλει να κάνει πρόβα στη στολή της φαλαγγίτισσας.
– ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, λέει πριν κοιμηθούμε. Γιατί δεν πρόλαβα να δω τη φωτιά.
– ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, λέω εγώ. Γιατί είδα τη φωτιά.
Έκλεινα τα μάτια μου, μα δε μ' έπαιρνε ο ύπνος. Μια έβλεπα το Νίκο, με το μουστάκι σαν βούρτσα, μια ένα ωμέγα να κατρακυλάει στη μέση του δρόμου... και φωτιά, φωτιά, φωτιά..., ν' ανεβαίνουν οι φλόγες της και να γλείφουν τη βιβλιοθήκη του παππού, για να φτάσουν τα σοφά του βιβλία.
Από κείνη τη μέρα της φωτιάς, μόλις ακούω το ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ του παππού, ξέρω πως σε λίγο θ' ακουστεί το κουδούνι της πόρτας. Είναι ο μπαμπάς του Αλέξη. Γίνανε φίλοι με τον παππού.
Κάθε μέρα όταν γυρίζουμε από το σχολείο, ο παππούς μας ρωτάει:
– Λοιπόν, τι κάνατε σήμερα;
Εμείς του λέμε τι μαθήματα είχαμε, αν μάθαμε τίποτα καινούρια. Τον τελευταίο καιρό η Μυρτώ απαντάει:
– Εγώ δεν έκανα μάθημα. Με πήρε από την τάξη ο κύριος Καρανάσης για πρόβες.
– Καλά γράμματα θα μάθεις, κουνάει ο παππούς το κεφάλι του.
Η αλήθεια είναι πως ούτε στη δίκιά μας τάξη γίνεται κανονικό μάθημα. Όλο και κάποιο παιδί θα φωνάξουν για πρόβα, γιατί η μεγάλη γιορτή για την «επέτειο της δικτατορίας και της ευτυχίας μας», όπως λέει ο κύριος Καρανάσης, πλησιάζει.
– Πρόσεξες, μου λέει ο Αλέξης, πως τα «κανονικά» παιδιά θα πούνε τα πιο μεγάλα ποιήματα, ενώ εμείς, τα «με έκπτωση» κάτι μικρά στιχάκια μόνο.
Δεν το είχα προσέξει. Είχα απορήσει μονάχα, γιατί η Πιπίτσα, που είναι η χειρότερη στην απαγγελία απ' όλη την τάξη, θα πει ένα τόσο μεγάλο ποίημα. Το 'λεγε όλο, με μιάν ανάσα, χωρίς κόμματα και τελείες, με τη μονότονη και κλαψιάρικη φωνή της. Ίδρωνε η κακομοίρα η κυρία Ειρήνη να την κάνει να νιώσει κάπως αυτά που λέει, μα τίποτα.
Έχουμε ένα κορίτσι στην τάξη που το λένε Αντιγόνη. Όταν τη σηκώνει η κυρία Ειρήνη να απαγγείλει κανένα ποίημα, σ' όλη την τάξη δεν ακούγεται ανάσα! Η Αντιγόνη δεν είναι ούτε «κανονικιά» ούτε «με έκπτωση». Είναι «δωρεάν». Η μαμά της δουλεύει παραδουλεύτρα στο σπίτι του κυρίου Καρανάση κι εκείνος αντί να της πληρώνει μεροκάματο, πήρε την Αντιγόνη στο σχολείο. Πολύ τη λυπόμαστε με τον Αλέξη, και λέμε, βέβαια, πως πολύ καλύτερα να είσαι με έκπτωση παρά δωρεάν. Γιατί ό,τι αταξίες και να κάνουν τ' άλλα παιδιά η Αντιγόνη τις πληρώνει. Αν λερώσουν το αποχωρητήριο, η αν πιτσιλίσουν μελάνια στον τοίχο, έρχεται ο κύριος Καρανάσης και τη φωνάζει από το μάθημα να πάει να τα καθαρίσει. Στο θρανίο κάθεται ολομόναχη. Είμαστε μονά παιδιά στην τάξη και κάποιος έπρεπε να κάθεται μόνος. Κι ο κύριος Καρανάσης έκανε παρατήρηση στη δασκάλα μας, που είχε βάλει την Αντιγόνη δίπλα στην κόρη του Αμστραντάμ Πικιπικιράμ.
– Καιρός είναι να μάθετε να ξεχωρίζετε την ήρα από το στάρι, κυρία Ειρήνη, της είπε.
Εκείνη κοκκίνισε σαν παπαρούνα, το ίδιο και η Αντιγόνη, που μάζεψε τα βιβλία στη σάκα της, για να πάει στο μοναχικό θρανίο και δάγκωνε τα χείλια της να μην κλάψει. Η μικρή Πικιπικιράμ έκλαιγε με λυγμούς. Είναι καλό κοριτσάκι. Κοντούλα και χλωμή σαν χαρτί. Δεν είναι καλή μαθήτρια και στα διαλείμματα παρακαλούσε την Αντιγόνη:
– Θα μ' αφήσεις να κοιτάζω στην ορθογραφία;
Η Αντιγόνη την άφηνε και της έδινε και τα τετράδιά της ακόμα να αντιγράψει τις ασκήσεις. Ως και την ιχνογραφία της ζωγράφιζε και την έκανε να παίρνει άριστα, γιατί μόνη της, η καημένη, ούτε μια ίσια γραμμή δεν μπορούσε να τραβήξει.
Η Μυρτώ, κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε, μάθαινε το μονόλογό της, που θα πει στη γιορτή. Τη «σαχλαμάρα των σαχλαμαρών», έτσι έλεγε ο Αλέξης το μονόλογο της Μυρτώς, που τον είχε γράψει ο ίδιος ο κύριος Καρανάσης.
Την παραμονή της γιορτής, σαν πέσαμε στα κρεβάτια μας, η Μυρτώ ήθελε πάλι να κάνει την πρόβα της. Στάθηκε όρθια πάνω στο κρεβάτι της, έβγαλε τη θήκη του μαξιλαριού, την πάτησε με το πόδι της και άρχισε να απαγγέλλει:
«... Σε ποδοπατώ, μισητόν λάβαρον του εχθρού και προτάσσω τα στήθη μου στο εχθρικόν ξίφος. Κι αν είναι να πέσω λαβωμένη επί της γης...»
Εδώ, η Μυρτώ ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτι, άρπαξε τη μαξιλαροθήκη με τα δόντια της και συνέχισε: «... θα σε σχίσω με τα δόντια μου, ώσπου να βγει η ύστερη πνοή μου...».
– Τι κάνεις; της φωνάζω. Σχίζεις τη μαξιλαροθήκη!
Θύμωσε τόσο πολύ που τη σταμάτησα, που μ' ένα σάλτο πήδηξε στο κρεβάτι μου. Το σομιέ ξέφυγε από τη θέση του κι ώσπου να το καταλάβω, βρεθήκαμε κάτω κι οι δυό. Η Μυρτώ κρατιόταν από τα κάγκελα του κρεβατιού μου και ξεφώνιζε, πως στραμπούληξε το λαιμό της. Πάνω στην ώρα μπαίνουν στο δωμάτιο: ο παππούς, ο μπαμπάς, η μαμά, η θεία Δέσποινα κι η Σταματίνα. Ρωτούσαν, όλοι μαζί, τι έγινε. Η Μυρτώ τσίριζε για τα καλά, πως δεν μπορεί να γυρίσει το κεφάλι της. Ο μπαμπάς είπε να της κάνουν εντριβή, η μαμά είπε: όχι δεν κάνει, πρέπει να την αλείψουν με μια αλοιφή, η θεία Δέσποινα την πήρε στην αγκαλιά της, κι η Σταματίνα κοίταγε να στήσει το κρεβάτι.
Το πρωί, η Μυρτώ ξύπνησε στραβολαιμιασμένη. Το κεφάλι της θαρρείς και ήτανε βιδωμένο στραβά και κοίταζε μόνο δεξιά.
– Πως θα πω το μονόλογό μου; Πως θα γίνω φαλαγγίτισσα; κλαψούριζε.
Η μαμά, η Σταματίνα κι η θεία Δέσποινα την ντύνανε κι οι τρεις μαζί με χίλιες δυσκολίες. Τη λυπόμουνα την κακομοίρα, μα ήτανε και πολύ αστεία.
Πήγαμε στο σχολείο μαζί με τη θεία Δέσποινα και τη μαμά. Όσο κι αν παρακάλεσε η Μυρτώ τον παππού να 'ρθει να τη δει, που θα απαγγείλει και θα ντυθεί φαλαγγίτισσα, εκείνος αρνιότανε.
– Αυτό δα μου έλειπε, έλεγε.
Φτάσαμε στο σχολείο και μπήκαμε στη μεγάλη σάλα, που θα γινόταν η γιορτή. Ήταν κιόλας ο Αλέξης με τη μαμά του. Ο Αλέξης φορούσε ακόμα τα «βασανάκια» της Μυρτώς κι η μαμά του το ίδιο ξεβαμμένο μπλε φόρεμα, που φορούσε όσες φορές την έβλεπα. Η γιορτή άρχισε. Έβγαλε πρώτα λόγο ο κύριος Καρανάσης. Εγώ με τον Αλέξη, όσο μιλούσε, παίζαμε ένα πολύ ωραίο παιχνίδι. Μπροστά μας καθότανε η μαμά ενός παιδιού που φορούσε ένα φόρεμα όλο τετραγωνάκια. Σε κάθε τετραγωνάκι είχε διάφορα σχέδια: μια καμήλα, μια χουρμαδιά, έναν πίθηκο. Ρωτούσαμε, λοιπόν, με τη σειρά, ο ένας τον άλλον: «Σε δέκα τετραγωνάκια, πόσες λ.χ. καμήλες;» Όποιος πετύχαινε το σωστό αριθμό κέρδιζε.
Ούτε καταλάβαμε πως τέλειωσε ο κύριος Καρανάσης.
Είχε πει ακόμα και το «Ζήτω ο βασιλεύς», «Ζήτω ο κυβερνήτης», «Ζήτω το έθνος», γιατί τα παιδιά ξεφώνιζαν: «ζήτω» τόσο δυνατά, που μόλις άκουσα τον Αλέξη, που μου έλεγε:
– Τρεις πίθηκοι σε έξι τετράγωνα.
Ύστερα ο δάσκαλος της γυμναστικής χτύπησε δυνατά το ταμπούρλο. Ο κύριος Καρανάσης στάθηκε στη μέση της εξέδρας, που είχαν στήσει και είπε:
– Τώρα, θα σας παρουσιάσω τους πρώτους φαλαγγίτες και φαλαγγίτισσες του νησιού μας, που έχουμε την τιμή να ανήκουν στο σχολείο μας.
Από την πόρτα, που είναι πίσω από την εξέδρα, βγήκαν έξι παιδιά: τρία αγόρια και τρία κορίτσια, ντυμένα με μπλε σκούρα στολή, άσπρη γραβάτα και δίκοχο. Στις επωμίδες τους είχαν, άλλος από δύο, άλλος από τρία αστέρια. Στάθηκαν προσοχή και χαιρέτησαν με το χέρι τεντωμένο ψηλά (χαιρέτησαν φασιστικά, όπως λέει ο Αλέξης). Το ένα κορίτσι μόνο δεν κοίταζε όπως έπρεπε μπροστά. Είχε το κεφάλι του γυρισμένο δεξιά, σα να 'τανε στραβοβιδωμένο. Ήταν η αδελφή μου η Μυρτώ! Με τον Αλέξη δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τα γέλια - τόσο αστεία ήτανε. Ξαφνικά, ο Αλέξης σταμάτησε να γελάει και μ' έσπρωξε με τον αγκώνα.
– Κοίτα, κοίτα, λέει. Είναι ο Κόσκορης! !
Δίπλα στη Μυρτώ στεκότανε ένα κοντόχοντρο αγόρι, με λιγδωμένα μαλλιά. Ήτανε ο Κόσκορης, μαθητής της δευτέρας γυμνασίου, που όλο φασαρίες έκανε στο σχολείο. Μια φορά, τον πιάσανε να καπνίζει μέσα στο μάθημα. Έκλεβε τα μολύβια και τις γόμες των παιδιών κι όλο έσπαζε και κανένα κεφάλι, Ο κύριος Καρανάσης του έλεγε: «Άμα το ξανακάνεις θα σε διώξω!». Μα δεν τον τιμωρούσε. Ο Αλέξης λέει, πως ο Κόσκορης όχι μόνο πληρώνει κανονικά δίδαχτρα, μα κι ο μπαμπάς του είναι στη χωροφυλακή. Γύρισα να κοιτάξω τη μαμά, που καθότανε πιο πίσω. Είχε κρύψει το κεφάλι της και δεν κοίταζε καθόλου τη Μυρτώ. Η θεία Δέσποινα καθότανε στητή στητή και καμαρωτή.
Όταν η Μυρτώ ανέβηκε στην εξέδρα να πει το μονόλογό της ο κύριος Καρανάσης ανήγγειλε:
– Και τώρα, η φαλαγγίτισσά μας θα απαγγείλει ένα μονόλογο του υποφαινομένου, με τον τίτλο: «Οι μπολσεβίκοι θα πεθάνουν».
Χάμω, στην εξέδρα, ήτανε μια κόκκινη σημαία, που η Μυρτώ έπρεπε να την ποδοπατήσει και να τη σχίσει με τα δόντια της. Την είχαν βάλει στα αριστερά της κι όταν εκείνη άρχισε να την ποδοπατάει, το... βιδωμένο κεφάλι της κοίταζε δεξιά. Σαν ήρθε η ώρα να ξαπλωθεί κάτω, τη βλέπω και στηρίζεται με τα χέρια και πόδια στο πάτωμα και το κορμί της ήτανε στον αέρα.
– Τα παιδιά είχανε τόσο βρωμίσει με τα πόδια τους το πάτωμα, που θα λέρωνα το φουστάνι μου, αν ξάπλωνα χάμω, μου είπε ύστερα, που τη ρώτησα, γιατί έπεσε έτσι άβολα.
Σαν τέλειωσε τη «σαχλαμάρα των σαχλαμαρών», την έπιασε ο κύριος Καρανάσης από το χέρι να υποκλιθούνε μαζί στον κόσμο. Ο Αλέξης γελούσε τόσο πολύ, που άρχισα να θυμώνω. Ήτανε κρίμα η Μυρτώ.
Σα γυρίσαμε στο σπίτι, η μαμά έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε σαν παιδί. Πρώτη φορά έχω δει μεγάλο να κλαίει! Έλεγε, πως καλύτερα να 'χανε ο μπαμπάς τη δουλειά του και να γινόμασταν σαν τους τσιγγάνους, που μένουνε στο οικόπεδο πίσω από το σπίτι μας, παρά να γίνει η Μυρτώ φαλαγγίτισσα και να σταθεί δίπλα στον Κόσκορη, που είναι κλέφτης. Ο μπαμπάς φώναζε, πως λέει παιδιάστικα πράγματα. Ο παππούς υπεράσπιζε τη μαμά, η θεία Δέσποινα ήτανε με το μέρος του μπαμπά κι η Μυρτώ, με το στραβολαιμιασμένο κεφάλι της δοκίμαζε, μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη της σάλας, πως να χαιρετάει καλύτερα φασιστικά. Το καπλάνι την κοίταζε μ' αγριεμένο το μαύρο μάτι και το γαλάζιο ήτανε λυπημένο. Πήγα κοντά του. Κοίταξα μήπως έχει κανένα άσπρο χαρτάκι ανάμεσα στα δόντια του. Πόσες, άραγε, μέρες πέρασαν από την τελευταία φορά που είδα το Νίκο;
– Αν δε σου μηνύσει το καπλάνι, να μην έρθεις, έστω κι αν φέρει ο Νώλης τσιγάρα, μου είχε πει ο Νίκος.
Ήθελα να καθίσω σήμερα εκεί, σε μια γωνία στη σάλα, πλάι στο καπλάνι, να μην πάω καθόλου στο άλλο σπίτι, που τσακώνονταν οι μεγάλοι... Να 'χανε ο μπαμπάς τη δουλειά του, συλλογιόμουνα. Δε θα 'τανε και τόσο άσχημα, να πάμε να ζήσουμε στο διπλανό οικόπεδο, σαν τους τσιγγάνους. Θα 'χαμε για σπίτι, όπως αυτοί, ένα άχρηστο λεωφορείο, και στα παράθυρά του θα κρεμόντανε τσίτινα κλαδωτά κουρτινάκια.
Κι άμα πέρναγε ο χειμώνας, θα γυρίζαμε από χωριό σε χωριό, ίσως πηγαίναμε και σ' άλλα νησιά και πιο μακριά ακόμα, στην άλλη Ελλάδα, ίσως φτάναμε και στην Αθήνα, να δούμε την Ακρόπολη, που τόσα και τόσα μας έχει πει ο παππούς γι' αυτή. Μετά, μπορεί να πηγαίναμε σε άλλες πολιτείες και ξένους τόπους, να γυρίζαμε τον κόσμο ολόκληρο. Μπορεί, τότε, κι η Μυρτώ να ξαναγινότανε όπως ήτανε πρώτα, πριν αγοράσει τα χρυσά αστέρια, από το ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής. Τώρα, απ' όλα τα παλιά, απόμεινε να ρωτάμε κάθε βράδυ η μια την άλλη: ΛΥ-ΠΟ; ΕΥ-ΠΟ;
– ΕΥ-ΠΟ! ΕΥ-ΠΟ! απαντάει πάντα η Μυρτώ.
– ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, εγώ.