×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ζέη, Άλκη - Το καπλάνι της βιτρίνας, 6.2 Τα πανιά του Θησέα...

6.2 Τα πανιά του Θησέα...

Αν το παραμύθι του Πινόκκιο ήτανε αληθινό, η μύτη της Άρτεμης θα 'πρεπε να 'χει γίνει τρία μέτρα μακριά. Τόσα πολλά ψέματα είπε. Μα, φαίνεται, πρέπει να υπάρχουνε ψέματα καλά και κακά - κι από τα καλά, η μύτη δεν πρέπει να μακραίνει. Είχανε περάσει τρεις μέρες, που ο Νίκος κρυβότανε στο Μύλο με το Μισό Φτερό. Εμάς είχε αρχίσει η απελπισία μας και τι απελπισία. Εκτός που δεν μπορούσαμε να πάμε στο Νίκο είχε και κάτι νεύρα ο μπαμπάς!...

Αυτή, λέει η Ιστορία, με το καπλάνι, που πάει κι έρχεται στην Ισπανία, μπορεί να 'χει επακόλουθα. Έτσι του είπε ο Αμστραντάμ Πικιπικιράμ. Παρήγγειλε μάλιστα με τον μπαμπά στη θεία Δέσποινα, πως δε θα 'τανε άσχημο ν 'ανοίγανε την κοιλιά του καπλανιού, μήπως κρυβότανε τίποτα μέσα στ' άχυρα, που το είχαν παραγεμισμένο.

Ακούς ν' ανοίξουν την κοιλιά του καπλανιού!

– Φοβάμαι, λέει ο μπαμπάς, πως θα στείλουν μήνυμα στην Αθήνα κι ο Νίκος θα 'χει κακά ξεμπερδέματα.

Και που να 'ξερε!...

Ύστερα, ήρθαν επίσκεψη η Πιπίτσα με τη μαμά της και τον μπαμπά της. Εμάς μας είναι πολύ δύσκολο να μιλούμε με το μεγάλο μπελά, από τότε που πρόδωσε, κι ας λέει ο Νίκος πως δε φταίει αυτή.

Μια στιγμή, εκεί που βαριόμασταν να την ακούμε να λέει για τον μπαμπά της, για το προξενείο και για κάποιον Χίτλερ, πήρε το μάτι μας την Άρτεμη, που πέρασε τρεχάτη κάτω από τη βεράντα. Η Μυρτώ κρεμάστηκε ολόκληρη στο πεζούλι, για να τη φωνάξει, μα κείνη είχε πάει κιόλας μακριά. Σε λίγο, να την πάλι, ξαναγύρισε. Και πάλι ξανάφυγε. Κι έτσι κάμποσες φορές.

– Τι έπαθε; μου ψιθυρίζει η Μυρτώ.

– Να δεις, που κάτι θέλει να μας πει, λέω εγώ.

Πεθαίναμε από περιέργεια. Πως, όμως, να ξεφορτωθούμε το μεγάλο μπελά, που μας είχε κολλήσει σαν στρείδι, όπως έλεγε και η Μυρτώ. Όταν έφυγε η Πιπίτσα με τη μαμά και τον μπαμπά της, ήτανε πιά πολύ αργά και η Άρτεμη είχε, από πολλή ώρα, χαθεί. Πήγαμε να πλύνουμε τα πόδια μας, στην αυλή, στην τρόμπα και, τότε, να 'σου ξεπρόβαλε η Άρτεμη.

– Ξεροστάλιασα πιά να σας περιμένω, λέει. Κι άμα δε σας τα πω, θα σκάσω!

Πριν προλάβουμε να τη ρωτήσουμε, άρχισε κείνη να μας διηγιέται: Πήγε με τον κυρ Αντώνη στη χώρα. Τον καλέσανε στη χωροφυλακή, να τους πει, αν πραγματικά συνόδεψε το Νίκο στο βαπόρι.

– «Ναι, τον πήγα», είπε ο πατέρας, συνεχίζει η Άρτεμη. Μα το είπε έτσι κρύα, που φοβήθηκα μη και δεν τον πιστέψουνε. Πως μου 'ρθε κι άρχισα να λέω, χωρίς να με ρωτήσει κανένας, πως ήμουνα κι εγώ στη βάρκα κι άμα ξεκίναγε το βαπόρι, ο Νίκος είχε βγει στο κατάστρωμα και μας κουνούσε το χέρι.

«Έεεεεε, κυρ Νίκο! Ξέχασες τα γυαλιά σου», φώναξα εγώ. Κι εκείνος είπε: «Δεν πειράζει, σου τα χαρίζω».

– Τι γυαλιά ξέχασε; απορήσαμε εμείς.

– Μέσα στη βάρκα, ντε. Τον πήγε ο πατέρας μια βόλτα, για να νομίζει κανείς, που θα τους έβλεπε, πως τραβούνε κατά το βαπόρι. Ξέχασε τα μαύρα του γυαλιά. Τα φόρεσα σήμερα και πήγα στην πόλη. Όχου, τι αλλιώτικος που φαίνεται ο κόσμος! Μπορείς να κοιτάζεις όποιον θέλεις, χωρίς να σε προσέχει. Λέτε να μου τα χαρίσει ο Νίκος;

– Τι άλλο σε ρώτησαν; ανυπομονούσαμε εμείς.

– «Τι σας έλεγε για το καπλάνι ο κύριος Νίκος;» μου πέταξε άξαφνα ένας χωροφύλακας μ' ένα γαλόνι.

– «Τι θα πει καπλάνι;», κάνω γω την ανήξερη.

– «Ένα ζώο, σαν τίγρη, που έχει η κυρία Δέσποινα στη βιτρίνα».

– «Πρώτη φορά μου ακούω, να βάζουνε τα ζώα στη βιτρίνα», του κάνω εγώ. Ο γαλονάς έσκασε στα γέλια, κι ύστερα σοβάρεψε πολύ πολύ και ρωτάει:

– «Για την Ισπανία δε σας είπε;».

– «Ποια είναι αυτή η κυρία;», απαντάω εγώ. Πάλι έσκασε στα γέλια ο γαλονάς, πάλι ξανασοβάρεψε και πάλι ξαναρωτάει:

– «Εσύ τον βασιλιά μας και τον καινούριο μας κυβερνήτη τους αγαπάς;».

– «Αχ, να 'μουνα βασίλισσα!» κάνω εγώ. Και τότες ένας άλλος χωροφύλακας λέει:

– «Βλαμμένο είναι». Το 'πε σιγά, μα εμένα τ' αυτί μου στητό ήταν. «Λες αλήθεια;» ρωτάει τέλος ο γαλονάς.

«Μάλιστα, συνταγματάρχα μου» του κάνω.

– Μυρτώωωωωωω! Μέλιααααα! Ακόμα αυτά τα πόδια πλένετε;

Μας φώναξε ο μπαμπάς.

– Ερχόμαστε, τσιρίζουμε να μας ακούσει και φεύγουμε μ' άπλυτα τα πόδια.

Δεν είναι, βέβαια, και πολύ βρώμικα τα πόδια μας γιατί όλο το απόγευμα καθόμασταν στη βεράντα.

Μόλις πέσαμε στα κρεβάτια μας, ανέβηκε η μαμά στην κάμαρά μας να μας καληνυχτίσει.

– Μαμά, άρχισα εγώ, μα σταμάτησα.

Αχ, να ήτανε μια μαμά παχουλή παχουλή κι όχι τόσο μικρούλα, με πόδι σχεδόν σαν της Μυρτώς... Πόσα πράγματα, κι εγώ κι η Μυρτώ, θα 'χαμε να τη ρωτήσουμε! Θα μας έλεγε, ίσως τι είναι αυτό το κάτι άλλο, που είπε η Σταματίνα, πως είναι ο Νίκος. Αν έκανε καλά η Άρτεμη, που είπε τόσα ψέματα κι αν δεν πειράζει, να λες ψέματα στους χωροφύλακες· η δε λογαριάζεται ψέμα, σα μας ρωτάνε για το Νίκο και μείς λέμε άλλα αντ' άλλων).

– Τι θέλεις να μου πεις; ρώτησε η μαμά κι έσκυψε να μ' αγκαλιάσει.

– Τι είναι πιο καλά: να 'ναι κανείς παιδί η μεγάλος;

– Δεν ξέρω. Εμένα μ' άρεσε, σαν ήμουνα παιδί.

– Είχες μυστικά από τους μεγάλους;

– Βέβαια και είχα.

Αχ , να μην είναι τώρα παιδί η μαμά. Θα μπορούσε να παίζει μαζί μας και θα 'ξερε για το Μύλο με το Μισό Φτερό!

Κι οι τέσσερις μαζί ήτανε δύσκολο να πηγαίνουμε στο Νίκο. Έπρεπε να μη μας πάρει είδηση η Πιπίτσα και τα δυό μικρά: ο Οδυσσέας και η Αυγή. Έτσι, αποφασίσαμε να πηγαίνουμε δυό δυό. Μια φορά η Άρτεμη με τη Μυρτώ και μια εγώ με το Νώλη. Ήτανε η δική μας σειρά να πάμε. Χαιρόμασταν, γιατί κρατούσαμε ένα γράμμα, που το 'φερε ο κυρ Αντώνης από τη χώρα κι ο Νίκος κάθε φορά που πηγαίναμε, ρωτούσε:

– Μήπως φέρατε κανένα γράμμα;

Είχαμε ανέβει πιά το μικρό βουναλάκι, ήμασταν στην κορυφή κι ετοιμαζόμασταν να πάρουμε την κατηφοριά για να βγούμε στη μικρή λαγκαδιά, όταν ακούσαμε φωνές κι είδαμε, λίγο πιο κάτω δυό χωροφύλακες, που σπρώχνανε μπροστά μας έναν άνθρωπο και τον χτυπούσανε, μια στο κεφάλι και μια στις πλάτες. Εμείς ξαπλώσαμε τρομαγμένοι μέσα στα θάμνα και κοιτάζαμε. Μας φάνηκε πως πηγαίνανε προς το Μύλο με το Μισό Φτερό. Ο άνθρωπος ξεφώνιζε κι οι χωροφύλακες δώστου τον χτυπούσανε πιο πολύ. Μια στιγμή το πρόσωπό του γέμισε αίματα κι εγώ έκλεισα τα μάτια να μη βλέπω. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει να τρέχει τόσο αίμα.

Περιμέναμε αρκετή ώρα, ώσπου σιγουρευτήκαμε πως δεν πάνε προς το Μύλο, κι όταν πιά ακούγονταν πολύ ξέμακρα οι κραυγές, βγήκαμε από την κρυψώνα μας. Καθώς κατηφορίζαμε βιαστικά το βουναλάκι, έσκισα το πόδι μου σ' ένα μυτερό βράχο. Ήθελα να κλάψω, μα ντρεπόμουνα το Νώλη, που θα 'λεγε, πως τα κορίτσια όλο κλάψες είναι. Ο Νίκος, όμως, τρόμαξε άμα με είδε, γιατί εγώ δεν είχα πάρει είδηση πως είχα γεμίσει αίματα και το πόδι μου έτρεχε ασταμάτητα. Θυμήθηκα τον άνθρωπο, που είχαμε δει, που τον χτυπούσαν οι χωροφύλακες, κι άρχισα, χωρίς να το θέλω να τρέμω ολόκληρη. Ο Νίκος καθάρισε την πληγή με οινόπνευμα, που είχε σ' ένα μπουκαλάκι, μου έδεσε με το καθαρό μαντίλι μου το πόδι και με πήρε, σαν μωρό, στην αγκαλιά του. Ο Νώλης του διηγιότανε για τους χωροφύλακες και τον άνθρωπο που δέρνανε. Ο Νίκος είχε ακούσει τις φωνές και τρόμαξε μήπως πάθαμε μείς τίποτε, την ώρα που πηγαίναμε.

– Είστε πολύ μικρά παιδιά· μια σταλιά, μας λέει, κι εγώ το ξέχασα.

– Δεν είμαστε καθόλου μικροί, κάνει ο Νώλης. Κι αν φοβούνται τα κορίτσια, θα 'ρχομαι μόνος μου.

– Όχι, Νώλη, συνεχίζει ο Νίκος. Είστε παιδιά και θα 'πρεπε να παίζετε ξένοιαστα παιχνίδια. Μα να, ήρθαν έτσι τα πράγματα, που εμείς οι μεγάλοι έχουμε την ανάγκη σας.

Εγώ δε μιλούσα, γιατί είδα το μαντίλι, που μού 'δεσε ο Νίκος το πόδι, να 'χει γίνει κόκκινο κόκκινο και «φοβόμουνα πολύ το αίμα!

– Να πας με τη Σταματίνα αμέσως στη χώρα, γύρισε ο Νίκος σε μένα. Πρέπει να σου κάνουνε αντιτετανικό όρο. Εδώ γύρω είναι όλο βρωμιές.

Αλήθεια, παντού μύριζε μούχλα και σαπίλα. Ξαφνικά, όλα μου φάνηκαν τόσο άσχημα. Το μικρό καμαράκι, με το στρώμα κατάχαμα, που έμενε ο Νίκος, το μισό φτερό που σκέπαζε σχεδόν όλο το μικρό παραθυράκι του μύλου, τα κουνούπια, που μπαινόβγαιναν και τσιμπούσανε. Έβαλα τα κλάματα.

– Πήγαινέ με σπίτι, Νίκο! παρακάλεσα. Δεν μπορώ να γυρίσω μόνο με το Νώλη!

– Πονάς πολύ; ανησύχησε κείνος.

– Ναι. λέω εγώ, μα δεν· ήξερα αν πονούσα η αν φοβόμουνα τον αντιτετανικό όρο η, πιότερο, τον άνθρωπο με το σπασμένο κεφάλι, τα αίματα, που τρέχανε και τους χωροφύλακες που τον δέρνανε.

– Πήγαινέ με σπίτι, Νίκο, σε παρακαλώ!... έκλαιγα με λυγμούς.

– Πάμε, λέει τότε ο Νίκος και σηκώνεται.

Σταμάτησα αμέσως τα κλάματα. Εκείνος έπιασε να με βοηθήσει να κατεβούμε τη σκαλίτσα.

– Αν σε δει κανείς;... έκανε να πει ο Νώλης. Οι χωροφύλακες μπορεί να είναι κάπου Εδώ κοντά.

– Είπατε πως πήγανε κατά την άλλη μεριά της λαγκαδιάς. Εμείς θα περάσουμε μέσα από το δασάκι κι ας κάνουμε τόση μεγάλη βόλτα για να φτάσουμε. Άρχισε να σκοτεινιάζει και δε θα μας δει κανείς.

Θα 'θελα να μπορούσα να πω στο Νίκο να μείνει, μα φοβόμουνα. Ξεκινήσαμε.

Ο Νίκος με πήρε στα χεριά γιατί δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι μου.

- Να τρως πιο πολύ, αστειεύτηκε. Θαρρώ, πως δε σηκώνω τίποτα. Καλά που δεν είναι η Μυρτώ στη θέση σου, γιατί θα μου κοβότανε η μέση.

Ο Νώλης προχωρούσε βουβός δίπλα μας. Είχε σκοτεινιάσει για καλά, μέσα στο δασάκι. Αν δεν ήτανε ο Νίκος, εγώ θα 'χα πεθάνει από το φόβο μου. Μόνο ν' ακούς τα ξεραμένα πευκοτσίγκανα να τρίζουνε χρίτς χράτς κάτω από τα πόδια, να βλέπεις τα κλαριά, που αργοκουνιούνται σαν χέρια γίγαντα έτοιμα να σ' αρπάξουν! Πως αλλάζουν όλα τη νύχτα! Τότες φορές έχουμε παίξει στο δασάκι και ξέρουμε κάθε του δέντρο και θάμνο, τώρα, μοιάζει σαν ξένο κι άγριο μέρος.

Κοντά, όμως, στο Νίκο ο φόβος μικραίνει και γίνεται τόσος δα, σαν μικρό καρυδάκι, που κάθεται κάπου στην καρδιά και τη σφίγγει.

Ο Νίκος κάνει αστεία, μιλάει για το καπλάνι, μας λέει τρέλες που έκανε, σαν ήτανε μικρός. Για μια στιγμή, νόμισα πως όλα ήτανε σαν πριν. Πως να, τώρα θα γυρίσουμε στο σπίτι μαζί του να φάμε για βραδινό ντοματόσουπα και φουσκωτές φουσκωτές τηγανίτες με τυρί κι εκείνος με τον παππού θα πειράζουν τη θεία Δέσποινα για τον κομήτη και τους βασιλιάδες της.

Σα φτάσαμε στην άκρη του δάσους και φάνηκε από πέρα ο πύργος μας, ο Νίκος μ' άφησε κάτω και είπε του Νώλη να με βοηθήσει. Τότε θυμήθηκα πάλι, πως όλα είχαν αλλάξει. Θα 'πρεπε τώρα να πω χίλια ψέματα στη θεία Δέσποινα, κι ύστερα, άλλα τόσα στη μαμά και τον μπαμπά, για το που ήμασταν, πως χτύπησα...

– Να πεις στη Σταματίνα να σε πάει, απόψε κιόλας, στη χώρα, λέει ο Νίκος πριν φύγει. Είναι επικίνδυνο.

Έκανε δυο βήματα κι υστέρα ξαναγύρισε και με φίλησε:

– Μη φοβάσαι, Μέλισσα, κι όλα θα περάσουνε!

«Άμα μεγαλώσεις, μου έλεγε ο Νίκος, να σε φωνάζουν Μέλισσα. Μέλια δε θα πει τίποτα». Μήπως μεγάλωσα λοιπόν;

Ο Νώλης με βοήθησε να περπατήσω, μα δεν έβγαζε μιλιά.

– Τι θα πούμε, που αργήσαμε; τον ρωτώ. Που θα πούμε πως χτύπησα;

Εκείνος μήτε λέξη.

– Γιατί δε μιλάς, Νώλη;

– Γιατί είσαι φοβητσιάρα. Γιατί μπορεί, στο γυρισμό, να πέσει πάνω στους χωροφύλακες ο Νίκος και να τον χτυπήσουν, όπως εκείνον τον άνθρωπο. Μπορεί και να τον σκοτώσουν.

– Μέλιαααα! Μέλιαααα!

Οι φωνές της Σταματίνας, του παππού, της θείας Δέσποινας.

– Εδώ είμαστε! φωνάζει ο Νώλης.

Πρώτοι τρέξανε η Άρτεμη και η Μυρτώ. Προλάβανε να μας πούνε, πως ανησύχησαν όλοι και κείνες είπανε, πως δε μας είδανε, γιατί η Άρτεμη ήθελε να της διαβάσει η Μυρτώ ένα βιβλίο, που εγώ με το Νώλη το ξέραμε και βαρεθήκαμε να το ξανακούσουμε και φύγαμε. Εγώ έκλαιγα συνέχεια και δεν μπορούσα να μιλήσω. Ο Νώλης όμως τα είπε όλα: Πως είμαι φοβητσιάρα και πως ο Νίκος κινδυνεύει, για το χατίρι μου. Περισσότερα δεν πρόλαβε να πει, γιατί έφτασαν ο παππούς, η θεία Δέσποινα κι η Σταματίνα.

Ο Νώλης δεν μπορεί να πει ψέματα, ούτε σαν είναι για το Νίκο. Εγώ έκλαιγα. Έτσι τις ψευτιές πάλι τις είπε η Άρτεμη. Τάχα, πως πήγαμε στο πέρα λιμανάκι, για πεταλίδες κι εγώ γλίστρησα σ' ένα βράχο και χτύπησα το πόδι μου, μα αργήσαμε, γιατί είναι μακριά και δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι μου. Οι μεγάλοι αρχίσανε να μιλάνε όλοι μαζί. Η θεία Δέσποινα έλεγε: «Τις παραφήσαμε να τριγυρνάνε! Μόνο να το μάθει ο πατέρας τους!» Ο παππούς: «Παιδιά είναι και θα πέσουν και θα χτυπήσουν». Η Σταματίνα: «Ώσπου να παντρευτείς, θα σου περάσει».

Με πήρε ο παππούς αγκαλιά να με πάει στο σπίτι.

– Να πεις να σε πάνε στη χώρα, μου ψιθύρισε ο Νώλης.

Εγώ όμως το πήρα απόφαση: Δε θα πω τίποτα. Κι ας είναι να πεθάνω. Για να μη λέει ο Νώλης, πως είμαι φοβητσιάρα.

Μου πλύνανε το πόδι, βάλανε ιώδιο κι έσφιγγα τα δόντια, να μην ξεφωνίσω.

– Καλά, λέει ο παππούς, που χτύπησε η Μέλια στα βράχια, αλλιώς, θα 'πρεπε να της κάνουμε αντιτετανικό όρο.

– Γιατί κάνουν αντιτετανικό όρο; ρώτησα.

– Γιατί, άμα χτυπήσει κανείς σε μέρος βρώμικο, είναι επικίνδυνο.

– Μπορεί και να πεθάνει άμα δεν του κάνουν;

– Μη φοβάσαι, Μέλια, γέλασε ο παππούς. Εσύ χτύπησες στη θάλασσα κι η θάλασσα έχει ιώδιο και το ιώδιο είναι το καλύτερο απολυμαντικό.

Θα πέθαινα λοιπόν! Τώρα πιά ήμουνα σίγουρη. Αφού χτύπησα σε τόσες βρωμιές! Κι ίσως, άμα το μάθει, ο Νίκος να πει: «Ήτανε γενναίο κοριτσάκι η Μέλια, που δε φοβήθηκε να πεθάνει». Για να μάθει ο Νώλης... Μα αν έπαθε ο Νίκος τίποτα στο γυρισμό; Αν τον είδε κανείς από τους χωροφύλακες; Τότε τι ωφελεί που θα πεθάνω; Κι όλα αυτά, γιατί είμαι φοβητσιάρα. Τα παιδιά δε θα μ' αγαπούνε πιά και θα μ' έχουνε σαν την Πιπίτσα. Όχι, καλύτερα να πεθάνω!

Με βάλανε στο κρεβάτι κι όταν είπα στη Μυρτώ: «ΛΥ-ΠΟ», συλλογίστηκα πως δεν θα 'χει πιά κανένα να της λέει ΛΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ και τη λυπήθηκα.

Όλη τη νύχτα είχα πυρετό... Μέσα σε μια χαράδρα περπατούσε ένας άνθρωπος... τον έδερναν οι χωροφύλακες... έτρεχαν αίματα. Ήτανε ο Νίκος! «Η Μέλισσα, η Μέλισσα φταίει» φώναζε... Ύστερα πρόβαλε το καπλάνι μ' ανοιχτό το μαύρο του μάτι κι ερχότανε καταπάνω μου... Ξεφώνισα!

– Μέλια, Μέλια, τι έχεις;

Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τη Μυρτώ δίπλα μου. Καιγόμουνα στον πυρετό.

– Μη, της λέω, μη φωνάξεις κανένα! Θα κοιμηθώ. Κοιμήθηκα και ως το πρωί δεν είχα πεθάνει! Έπεσε μάλιστα κι ο πυρετός. Το πόδι μου δεν πονούσε σχεδόν καθόλου, μόνο που δεν μπορούσα να το πατήσω. Ο παππούς στερέωσε την αμάκα κάτω από τα πεύκα.

Η Μυρτώ κουβάλησε τρεις τόμους βιβλία.

– Ούτε εγώ θα πάω για μπάνιο, λέει. Θα σου κάνω συντροφιά.

Δεν προλάβαμε να καλοανοίξουμε τα βιβλία κι είδαμε το Νώλη να πηγαίνει τρεχάτος κατά τον πύργο μας. Τι πάει να κάνει; αναρωτήθηκα. Σε λίγο ξαναβγήκε μαζί με τη Σταματίνα κι ήρθαν κοντά μας. Εκείνη έβαλε το χέρι της στο μέτωπό μου και με ρώτησε ανήσυχα:

– Πως είσαι, πουλάκι μου; Ύστερα αγρίεψε:

– Γιατί δεν είπες να σε πάμε στη χώρα; Ξέρεις πως μπορούσες να πεθάνεις; Αχ , αυτή η βρωμοδικτατορία, που έκανε να μπλέξετε σε τέτοιες ιστορίες, μικρά παιδιά!

– Θα πέθαινε η Μέλια; τρόμαξε η Μυρτώ.

Ο Νώλης τότε είπε πως έφταιγε εκείνος, που με είχε πει φοβητσιάρα. Άνοιξε τη χούφτα του και μας έδειξε μια πολύχρωμη αχιβάδα. Ήτανε ροζωπή, με χρυσές και πράσινες ραβδωτές γραμμές. Τόσο όμορφη αχιβάδα δεν ξανάδα ποτέ!

– Σου τη χαρίζω, λέει ο Νώλης και μου τη δίνει.

Τι καλά που δεν πέθανα! Όλοι με χαϊδεύουνε, μου χαρίζουνε πράματα! Καλό είναι, καμιά φορά, να κοντεύεις να πεθάνεις, μόνο να μην πεθαίνεις στ' αλήθεια... Ξαφνικά πετάχτηκα.

– Ο Νίκος; ρώτησα το Νώλη.

– Είναι καλά, χαμογελάει εκείνος. Και σου εύχεται περαστικά.

Θα πει, πως ο Νώλης γύρισε χτες το βράδυ στο Μύλο με το Μισό Φτερό, να δει μην είχε συμβεί τίποτα στο Νίκο. Και δε φοβήθηκε! Ολομόναχος, μέσα στη νύχτα!

Στο Νίκο δεν ξαναπήγα. Στην αρχή, γιατί πονούσε το πόδι μου κι ύστερα, γιατί σε λίγο εκείνος έφυγε από το Λαμαγάρι. Πήγε «κάπου» στη χώρα, όπως έλεγε η Σταματίνα.

Κάθε μέρα τριγύριζαν στο Λαμαγάρι χωροφύλακες, μια μέρα μάλιστα ήρθαν και στον Πύργο μας κι έψαχναν, ως και στο κουτί που βάζουμε το αλάτι ακόμα. Τον έναν απ' αυτούς τον ήξερε η Σταματίνα. Ήτανε χοντρός χοντρός και τον λέγανε κυρ Παντελή! Σαν βγήκαν οι άλλοι δυο, που ήτανε μαζί του, ο κυρ Παντελής έμεινε λιγάκι στην κουζίνα, να τον κεράσει καφέ η Σταματίνα.

– Δε ντρέπεσαι, μωρέ, του λέει εκείνη, να ψάχνεις τα ξένα σπίτια;

– Σάμπως το θέλω κι εγώ, της απάντησε. Μας υποχρεώνουνε. Αύριο, είπανε να πάρουμε και τα παιδιά από πίσω, να δούμε τι παίζουνε και που πηγαίνουνε.

Ο Νίκος ήτανε να φύγει για τη χώρα σε λίγες μέρες. Εμείς θα φυλάγαμε τσίλιες, ώσπου να τον παραλάβει ο κυρ Αντώνης με τη βάρκα από ένα απόμερο λιμανάκι. Έπρεπε να τον φευγατίσει μέρα, γιατί τη νύχτα, μπορούσε να τους κάνει έλεγχο η μπενζίνα του λιμεναρχείου, μήπως ψαρεύουνε με δυναμίτη.

Σαν έμαθε όμως τα νέα ο κυρ Αντώνης είπε, πως δε σηκώνει αναβολή κι ο Νίκος πρέπει να φύγει αύριο κιόλας για τη Χώρα. Κι η Άρτεμη σκέφτηκε πως να ξεγελάσουμε τους χωροφύλακες: να κάνουμε, τάχατες, πως προσέχουμε μη μας δούνε και να πάμε προς το γκρεμισμένο κάστρο, που ήτανε στην αντίθετη μεριά από κει που θα περνούσε το Νίκο με τη βάρκα ο κυρ Αντώνης.

Στο γκρεμισμένο κάστρο δεν παίζαμε και πολύ συχνά, γιατί είναι μακριά από τη θάλασσα κι ύστερα φοβόμασταν και λιγάκι, γιατί όλοι λέγανε πως έβγαιναν φαντάσματα. Ξεκινήσαμε καταμεσήμερο, ντάλα ο ήλιος, και σαν βεβαιωθήκαμε πως ο κυρ Παντελής κι ένας άλλος χωροφύλακας έρχονταν από πίσω μας, βαδίσαμε κατά το κάστρο. Εξήντα οχτώ πέτρινα σκαλιά πρέπει ν' ανεβεί κανείς, για να φτάσει στο κάστρο.

– Έεεεεε, παιδιά! Για που το βάλατε; φώναξε ο κυρ Παντελής, από τα μισά της σκάλας. Κάθισε ξεφυσώντας σ' ένα σκαλί.

– Και που πάτε την καλαθούναααααα; ξαναφώναξε ο κυρ Παντελής.

Είχαμε πάρει μαζί το καλάθι, που βάζαμε τα τρόφιμα του Νίκου και το σέρναμε έτσι, πάνω στις σκάλες, που να μπορεί όλο το Λαμαγάρι να το βλέπει.

– Πάμε δώρα στο φάντασμα του κάααααστρου! απάντησε ο Νώλης.

Ο κυρ Παντελής κι ο άλλος χωροφύλακας κοιτάχτηκαν κι άρχισαν ξανά ν' ανεβαίνουν ξεφυσώντας. Από το κάστρο είχανε μείνει ψηλοί πέτρινοι τοίχοι και μια σκάλα που έβγαζε σε μια ταράτσα με πυργάκια και πολεμίστρες. Στη μέση της σκάλας ήταν ένα πλατύσκαλο, κι από τη μεριά του τοίχου ένα άνοιγμα, με σκουριασμένο σιδερένιο κιγκλίδωμα. Που έβγαζε, κανείς δεν ήξερε. Δυο βήματα πιο μέσα από το άνοιγμα, ερχότανε ένας κρύος αέρας και ήτανε τόσο σκοτάδι που δεν μπορούσες να δεις τη μύτη σου.

– Εδώ μέσα είναι το φάντασμά μας, λέμε στον Παντελή και του δείχνομε την ολοσκότεινη τρύπα που έχασκε.

Πρώτη έχωσε η Μυρτώ το κεφάλι της στην τρύπα.

– Πες τα ξόρκια! της λέει η Άρτεμη.

Κι η Μυρτώ άρχισε ν' απαγγέλνει:

«ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ...»

– Τι λέει, μωρέ, αυτή! φωνάζει του κυρ Παντελή ο άλλος χωροφύλακας. Σταμάτα τη! Δίνει σύνθημα αυτουνού που είναι μέσα να φύγει.

– Αστειεύεσαι, κυρ χωροφύλακα; κάνει η Άρτεμη. Αυτά είναι ξόρκια για καλόπιασμα. Το φάντασμα δε φεύγει ποτέ από τον Πύργο!

– Πάμε να ψάξουμε, λέει πάλι εκείνος στον κυρ Παντελή.

Ο κυρ Παντελής δε φαινότανε να 'χει και μεγάλη όρεξη να χωθεί στην τρύπα. Ο άλλος όμως είχε κιόλας χαθεί μέσα. Ο κυρ Παντελής έκανε ν' ανάψει ένα σπίρτο.

– Άδικα τ' ανάβεις, του λέει ο Νώλης, θα το σβήσει ο αέρας από την τρύπα. Το φάντασμα δεν αγαπάει το φως!

– Παντελήηηηη. Έρχεσαι; ακούστηκε από τα βάθη η φωνή του χωροφύλακα.

– Ακολουθώ, φωνάζει ο κυρ Παντελής.

Έκανε το σταυρό του και χώθηκε κι αυτός μέσα.

Εμείς ανεβήκαμε γρήγορα γρήγορα τη σκάλα και βγήκαμε στην ταράτσα.

Κάτω, πέρα μακριά, απλωνόταν η θάλασσα. Μια βαρκούλα με κάτασπρο πανί αρμένιζε κιόλας. Είχε κι ένα κόκκινο πανί για την «Κρυσταλλία» ο κυρ Αντώνης, μα μείς τα 'χαμε συμφωνήσει, αν όλα πάνε καλά, να σηκώσει το άσπρο. Κι ο κυρ Αντώνης δε λάθεψε σαν το Θησέα. Σε λίγο από κάτω ακούσαμε δυνατά φτερνίσματα.

Ήτανε ο κυρ Παντελής κι ο χωροφύλακας που είχανε βγει από την τρύπα. Ακούσαμε τις αρβύλες τους στο πλακόστρωτο της αυλής να βροντάνε γκράπ γκράπ. Σκύψαμε από μια πολεμίστρα και κρυφοκοιτάζαμε. Ο κυρ Παντελής είχε βγάλει ένα τεράστιο καρό κόκκινο μαντίλι και φύσαγε τη μύτη του.

– Φάντασμα δε βρήκαμε, μα ο Παντελής την άρπαξε την πούντα! τον ακούμε που λέει.

Ωραιότερο παιχνίδι δεν είχαμε παίξει κανένα καλοκαίρι! Αυτό ήτανε και το τελευταίο παιχνίδι μας στο Λαμαγάρι. Ώσπου να φύγουμε για τη χώρα, για να πάμε σχολείο, περάσαμε πολύ βαρετά. Χωρίς το Νίκο, χωρίς το καπλάνι, χωρίς ούτε ένα μυστικό! Κι ως την ώρα που μπήκαμε στην «Κρυσταλλία», για να γυρίσουμε στη χώρα, δεν έγινε τίποτε το σπουδαίο, έκτος που πήρε η θάλασσα το καπέλο με τα κερασάκια της Άρτεμης και τα κύματα το πήγανε τόσο βαθιά, που δεν μπορέσαμε να το πιάσουμε. Το κοιτάζαμε μονάχα από μακριά, που έπλεε σαν μια μεγάλη τσούχτρα.

Το Νώλη και την Άρτεμη θα τους βλέπαμε όλο το χειμώνα, γιατί ο παππούς θα έκανε μέρα παραμέρα μάθημα στο Νώλη, που έτσι θα μπορούσε να δίνει κάθε χρόνο εξετάσεις ως «διδαχθείς κατ' οίκον». Θα 'τανε, βέβαια, δύσκολο να πηγαινοέρχεται με τις βροχές και τα κρύα, μα ο Νώλης δε φοβάται τίποτα κι άμα μεγαλώσει, θα γίνει σαν το Νίκο. Αυτό το ξέρουμε μόνο εγώ κι ο Νώλης. Από τότε που χτύπησα το πόδι μου γίναμε πολύ φίλοι με το Νώλη. Μου λέει όλα του τα μυστικά. Τον κάλεσαν κι αυτόν στη χωροφυλακή μια μέρα και τον ρωτούσανε για το Νίκο. Εκεί του είπαν τι είναι αυτό το «κάτι άλλο», που έλεγε η Σταματίνα πως είναι ο Νίκος.

– Ε, αφού είναι ο Νίκος επαναστάτης, έτσι του είπαν οι χωροφύλακες, θα γίνω κι εγώ το ίδιο, άμα μεγαλώσω, μου είπε ο Νώλης και μ' έβαλε να ορκιστώ, πως δε θα το πω σε κανέναν, ούτε στη Μυρτώ.

Η αλήθεια είναι πως πολύ στεναχωρέθηκα, που δεν μπορούσα να το πω στη Μυρτώ. Ήτανε η πρώτη φορά στη ζωή μου που είχα μυστικά από κείνη.

Είναι πολύ ωραίο να 'χεις μυστικά από τους μεγάλους που να τα ξέρουν μονάχα τα παιδιά. Αλλά να ξέρεις κάτι Εσύ μόνο και να 'χεις δώσει το λόγο σου, πώς δε θα πεις ούτε στην αδελφή σου, δε μ' αρέσει καθόλου αυτό! Όταν πέφταμε στα κρεβάτια μας, πριν μας πάρει o ύπνος και πριν πούμε ΛΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, φοβόμουνα, πάντα μήπως, χωρίς να το θέλω, μού ξεφύγει και φα νερώσω το μυστικό στη Μυρτώ. Γι' αυτό, για να ξαλαφρώσω λίγο, έκανα σαν τον κουρέα του Μίδα, Έσκαψα ένα λακκουβάκι στην άμμο και φώναξα εκεί μέσα τρεις φορές. «O Νώλης θα γίνει επαναστάτης». Ύστερα, σκέπασα καλά καλά το λακκουβάκι με βρεγμένη άμμο και το πατίκωσα με τα πόδια μου.

Εκείνη τη νύχτα, όμως, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ από το φόβο μου. Έλεγα, μη φυτρώσει καμιά καλαμιά και μουρμουρίζουν το μυστικό μου τα καλάμια. Το άλλο πρωί πετάχτηκα άπλυτη ακόμα στην αμμουδιά κι ησύχασα, σαν είδα την άμμο γυμνή, όπως πάντα. Η θεία Δέσποινα με είδε που γύριζα και με κατσάδιασε.

– Δεν ντρέπεσαι να παίρνεις, άνιφτη ακόμα, τα σοκάκια!

– Αλήθεια, που ήσουνα; ρώτησε ύστερα η Μυρτώ.

– Είπα ένα μυστικό, σ' ένα λακκουβάκι στην άμμο κι ήθελα να δω, αν φύτρωσε καλάμια.

– Θα κλείσεις τα οχτώ λέει εκείνη, κι όλο μωρουδίστικα πράγματα κάνεις.

– Γιατί μωρουδίστικα; θύμωσα εγώ. Ο κουρέας του Μίδα έτσι δεν έκανε;

– Αυτά είναι παραμύθια.

– Όχι, δεν είναι!

Ύστερα από μερικές μέρες, με ρώτησε ένα βράδυ η Μυρτώ:

– Τί μυστικό είπες στο λακκουβάκι; Εγώ έκανα την κοιμισμένη, μα ήμουνα ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, που είχα μυστικά από κείνη.

Έκτος από το Νώλη, θα 'ρχότανε κι η Άρτεμη πότε πότε το χειμώνα στη χώρα, να της μαθαίνει ράψιμο η θεία Δέσποινα. Έτσι έλεγε. Δεν ξέρω αν της άρεσε να ράβει. Θαρρώ, πως ζήλεψε, σαν άκουσε πως θα 'ρχεται ο Νώλης. Έτσι, ο χειμώνας που θα 'ρχότανε δε θα 'τανε καθόλου βαρετός. Θα πηγαίναμε σχολείο, θα 'χαμε καινούριες φιλενάδες, θα βλέπαμε το Νώλη και την Άρτεμη κι ίσως άρχιζε καμιά παράξενη ιστορία με το Νίκο και το καπλάνι.

Παρ' όλα αυτά, ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται, καθώς ξεμακραίναμε με την «Κρυσταλλία» και το Λαμαγάρι άρχισε να χάνεται από τα μάτια μας. Στάθηκα όρθια κοντά στο κατάρτι και το αποχαιρετούσα, λέγοντας από μέσα μου:

– Γειά σου, γειά σου, καλό μου Λαμαγάρι. Ομορφότερο μέρος του κόσμου! Καλύτερο σ' όλη τη γη!

Σηκώθηκε κι η Μυρτώ και ήρθε δίπλα μου. Πριν χαθεί και η τελευταία μύτη του Λαμαγαριού, κάναμε χωνί τα χέρια και φωνάξαμε μ' όλη μας τη δύναμη:

– Καλή αντάμωση, Λαμαγάρι!

– Λαμαγάριιιιι! απάντησε η ηχώ.


6.2 Τα πανιά του Θησέα... 6.2 The sails of Theseus...

Αν το παραμύθι του Πινόκκιο ήτανε αληθινό, η μύτη της Άρτεμης θα 'πρεπε να 'χει γίνει τρία μέτρα μακριά. If Pinocchio's fairy tale were true, Artemis's nose should have been three meters away. Τόσα πολλά ψέματα είπε. He told so many lies. Μα, φαίνεται, πρέπει να υπάρχουνε ψέματα καλά και κακά - κι από τα καλά, η μύτη δεν πρέπει να μακραίνει. But, it seems, there must be good and bad lies - and of the good ones, the nose should not grow long. Είχανε περάσει τρεις μέρες, που ο Νίκος κρυβότανε στο Μύλο με το Μισό Φτερό. Three days had passed since Nikos had been hiding in the Half-Feather Mill. Εμάς είχε αρχίσει η απελπισία μας και τι απελπισία. We had begun to despair, and what despair. Εκτός που δεν μπορούσαμε να πάμε στο Νίκο είχε και κάτι νεύρα ο μπαμπάς!... Apart from the fact that we couldn't go to Niko's, dad was also a bit nervous!...

Αυτή, λέει η Ιστορία, με το καπλάνι, που πάει κι έρχεται στην Ισπανία, μπορεί να 'χει επακόλουθα. This, says History, with the chaplain, who goes back and forth to Spain, may have consequences. Έτσι του είπε ο Αμστραντάμ Πικιπικιράμ. So Amstradam Pikipikiram told him. Παρήγγειλε μάλιστα με τον μπαμπά στη θεία Δέσποινα, πως δε θα 'τανε άσχημο ν 'ανοίγανε την κοιλιά του καπλανιού, μήπως κρυβότανε τίποτα μέσα στ' άχυρα, που το είχαν παραγεμισμένο. He even ordered with dad to aunt Despina that it wouldn't be bad if they opened the belly of the goat, in case there was something hidden in the straw, which they had stuffed it with.

Ακούς ν' ανοίξουν την κοιλιά του καπλανιού! You hear them open the belly of the goat!

– Φοβάμαι, λέει ο μπαμπάς, πως θα στείλουν μήνυμα στην Αθήνα κι ο Νίκος θα 'χει κακά ξεμπερδέματα. - I'm afraid, says the dad, that they will send a message to Athens and Nikos will have a bad time.

Και που να 'ξερε!... And who knows!

Ύστερα, ήρθαν επίσκεψη η Πιπίτσα με τη μαμά της και τον μπαμπά της. Then, Pipitsa came to visit with her mom and dad. Εμάς μας είναι πολύ δύσκολο να μιλούμε με το μεγάλο μπελά, από τότε που πρόδωσε, κι ας λέει ο Νίκος πως δε φταίει αυτή. It is very difficult for us to talk to the big trouble, since she betrayed, even if Nikos says that it is not her fault.

Μια στιγμή, εκεί που βαριόμασταν να την ακούμε να λέει για τον μπαμπά της, για το προξενείο και για κάποιον Χίτλερ, πήρε το μάτι μας την Άρτεμη, που πέρασε τρεχάτη κάτω από τη βεράντα. At one point, when we were bored listening to her talk about her dad, about the consulate and about a certain Hitler, we caught our eye on Artemis, who ran under the porch. Η Μυρτώ κρεμάστηκε ολόκληρη στο πεζούλι, για να τη φωνάξει, μα κείνη είχε πάει κιόλας μακριά. Myrto hung herself on the terrace to call her, but she had already gone far. Σε λίγο, να την πάλι, ξαναγύρισε. In a little while, she came back again. Και πάλι ξανάφυγε. He left again. Κι έτσι κάμποσες φορές. And so several times.

– Τι έπαθε; μου ψιθυρίζει η Μυρτώ. - What happened to him; Myrto whispers to me.

– Να δεις, που κάτι θέλει να μας πει, λέω εγώ. - Look, he wants to tell us something, I say.

Πεθαίναμε από περιέργεια. We were dying of curiosity. Πως, όμως, να ξεφορτωθούμε το μεγάλο μπελά, που μας είχε κολλήσει σαν στρείδι, όπως έλεγε και η Μυρτώ. But how to get rid of the big trouble, which had stuck to us like an oyster, as Myrto used to say. Όταν έφυγε η Πιπίτσα με τη μαμά και τον μπαμπά της, ήτανε πιά πολύ αργά και η Άρτεμη είχε, από πολλή ώρα, χαθεί. When Pipitsa left with her mom and dad, it was too late and Artemis had been missing for a long time. Πήγαμε να πλύνουμε τα πόδια μας, στην αυλή, στην τρόμπα και, τότε, να 'σου ξεπρόβαλε η Άρτεμη. We went to wash our feet, in the yard, in the tub, and then Artemis appeared to you.

– Ξεροστάλιασα πιά να σας περιμένω, λέει. – I'm tired of waiting for you, he says. Κι άμα δε σας τα πω, θα σκάσω! And if I don't tell you, I'll run away!

Πριν προλάβουμε να τη ρωτήσουμε, άρχισε κείνη να μας διηγιέται: Πήγε με τον κυρ Αντώνη στη χώρα. Before we could ask her, she began to tell us: She went with Mr. Antonis to the country. Τον καλέσανε στη χωροφυλακή, να τους πει, αν πραγματικά συνόδεψε το Νίκο στο βαπόρι. They called him to the gendarmerie, to tell them if he really accompanied Nikos on the steamer.

– «Ναι, τον πήγα», είπε ο πατέρας, συνεχίζει η Άρτεμη. – "Yes, I took him," said the father, Artemis continues. Μα το είπε έτσι κρύα, που φοβήθηκα μη και δεν τον πιστέψουνε. But he said it so coldly that I was afraid they wouldn't believe him. Πως μου 'ρθε κι άρχισα να λέω, χωρίς να με ρωτήσει κανένας, πως ήμουνα κι εγώ στη βάρκα κι άμα ξεκίναγε το βαπόρι, ο Νίκος είχε βγει στο κατάστρωμα και μας κουνούσε το χέρι. It came to me and I started to say, without anyone asking me, that I was also on the boat and when the steamer started, Nikos was out on deck and waving to us.

«Έεεεεε, κυρ Νίκο! "Eeeee, Mr. Niko! Ξέχασες τα γυαλιά σου», φώναξα εγώ. You forgot your glasses,” I shouted. Κι εκείνος είπε: «Δεν πειράζει, σου τα χαρίζω». And he said: "It doesn't matter, I'll give it to you."

– Τι γυαλιά ξέχασε; απορήσαμε εμείς. – What glasses did you forget? we wondered.

– Μέσα στη βάρκα, ντε. – Inside the boat, huh. Τον πήγε ο πατέρας μια βόλτα, για να νομίζει κανείς, που θα τους έβλεπε, πως τραβούνε κατά το βαπόρι. His father took him for a walk, so that anyone who would see them would think that they were pulling towards the steamer. Ξέχασε τα μαύρα του γυαλιά. He forgot his dark glasses. Τα φόρεσα σήμερα και πήγα στην πόλη. I wore them today and went to town. Όχου, τι αλλιώτικος που φαίνεται ο κόσμος! Wow, how strange the world looks! Μπορείς να κοιτάζεις όποιον θέλεις, χωρίς να σε προσέχει. You can look at whoever you want, without them looking at you. Λέτε να μου τα χαρίσει ο Νίκος; Are you saying that Nikos will give it to me?

– Τι άλλο σε ρώτησαν; ανυπομονούσαμε εμείς. – What else did they ask you? we were looking forward to it.

– «Τι σας έλεγε για το καπλάνι ο κύριος Νίκος;» μου πέταξε άξαφνα ένας χωροφύλακας μ' ένα γαλόνι. – "What was Mr. Nikos telling you about the chaplain?" a gendarme suddenly threw a gallon at me.

– «Τι θα πει καπλάνι;», κάνω γω την ανήξερη. - "What will Kaplani say?", I pretend she didn't know.

– «Ένα ζώο, σαν τίγρη, που έχει η κυρία Δέσποινα στη βιτρίνα». – "An animal, like a tiger, that Mrs. Despina has in the shop window."

– «Πρώτη φορά μου ακούω, να βάζουνε τα ζώα στη βιτρίνα», του κάνω εγώ. – "It's the first time I've heard of animals being put in the shop window," I tell him. Ο γαλονάς έσκασε στα γέλια, κι ύστερα σοβάρεψε πολύ πολύ και ρωτάει: The galleon burst out laughing, and then became very serious and asked:

– «Για την Ισπανία δε σας είπε;». - "He didn't tell you about Spain?"

– «Ποια είναι αυτή η κυρία;», απαντάω εγώ. – "Who is this lady?", I answer. Πάλι έσκασε στα γέλια ο γαλονάς, πάλι ξανασοβάρεψε και πάλι ξαναρωτάει: Again the gallant burst out laughing, again he became serious and again he asks again:

– «Εσύ τον βασιλιά μας και τον καινούριο μας κυβερνήτη τους αγαπάς;». – "Do you love our king and our new ruler?"

– «Αχ, να 'μουνα βασίλισσα!» κάνω εγώ. – "Oh, to be a queen!" I do. Και τότες ένας άλλος χωροφύλακας λέει: And then another gendarme says:

– «Βλαμμένο είναι». – "It's damaged." Το 'πε σιγά, μα εμένα τ' αυτί μου στητό ήταν. He said it softly, but I was listening. «Λες αλήθεια;» ρωτάει τέλος ο γαλονάς. "Are you telling the truth;" the gallon finally asks.

«Μάλιστα, συνταγματάρχα μου» του κάνω. "Indeed, my colonel" I say to him.

– Μυρτώωωωωωω! – Myrtooooooo! Μέλιααααα! Honey! Ακόμα αυτά τα πόδια πλένετε; Are you still washing those feet?

Μας φώναξε ο μπαμπάς. Dad called us.

– Ερχόμαστε, τσιρίζουμε να μας ακούσει και φεύγουμε μ' άπλυτα τα πόδια. – We come, we squeal for him to hear us and we leave with our feet unwashed.

Δεν είναι, βέβαια, και πολύ βρώμικα τα πόδια μας γιατί όλο το απόγευμα καθόμασταν στη βεράντα. Of course, our feet are not too dirty because we sat on the veranda all afternoon.

Μόλις πέσαμε στα κρεβάτια μας, ανέβηκε η μαμά στην κάμαρά μας να μας καληνυχτίσει. As soon as we fell into our beds, mom came up to our room to say goodnight.

– Μαμά, άρχισα εγώ, μα σταμάτησα. - Mom, I started, but I stopped.

Αχ, να ήτανε μια μαμά παχουλή παχουλή κι όχι τόσο μικρούλα, με πόδι σχεδόν σαν της Μυρτώς... Πόσα πράγματα, κι εγώ κι η Μυρτώ, θα 'χαμε να τη ρωτήσουμε! Oh, if only there was a chubby mom and not so small, with a leg almost like Myrto's... How many things, Myrto and I, would have to ask her! Θα μας έλεγε, ίσως τι είναι αυτό το κάτι άλλο, που είπε η Σταματίνα, πως είναι ο Νίκος. He would tell us, perhaps what this something else is, that Stamatina said, that Nikos is. Αν έκανε καλά η Άρτεμη, που είπε τόσα ψέματα κι αν δεν πειράζει, να λες ψέματα στους χωροφύλακες· η δε λογαριάζεται ψέμα, σα μας ρωτάνε για το Νίκο και μείς λέμε άλλα αντ' άλλων). If Artemis did well, who told so many lies, it's okay to tell lies to the gendarmes; it's not considered a lie, like when they ask us about Nikos and we say things instead of others).

– Τι θέλεις να μου πεις; ρώτησε η μαμά κι έσκυψε να μ' αγκαλιάσει. - What do you want to tell me; Mom asked and leaned down to hug me.

– Τι είναι πιο καλά: να 'ναι κανείς παιδί η μεγάλος; – What is better: to be a child or an adult?

– Δεν ξέρω. - I do not know. Εμένα μ' άρεσε, σαν ήμουνα παιδί. I liked it, as if I was a child.

– Είχες μυστικά από τους μεγάλους; – Did you have secrets from the adults?

– Βέβαια και είχα. - Of course I had.

Αχ , να μην είναι τώρα παιδί η μαμά. Ah, let mom not be a child now. Θα μπορούσε να παίζει μαζί μας και θα 'ξερε για το Μύλο με το Μισό Φτερό! He could be playing with us and he would know about the Half Feather Mill!

Κι οι τέσσερις μαζί ήτανε δύσκολο να πηγαίνουμε στο Νίκο. All four of us together, it was difficult to go to Nikos. Έπρεπε να μη μας πάρει είδηση η Πιπίτσα και τα δυό μικρά: ο Οδυσσέας και η Αυγή. Pipitsa and the two little ones: Odysseus and Avgi, should not have heard from us. Έτσι, αποφασίσαμε να πηγαίνουμε δυό δυό. So we decided to go in pairs. Μια φορά η Άρτεμη με τη Μυρτώ και μια εγώ με το Νώλη. Once Artemis with Myrto and once I with Noli. Ήτανε η δική μας σειρά να πάμε. It was our turn to go. Χαιρόμασταν, γιατί κρατούσαμε ένα γράμμα, που το 'φερε ο κυρ Αντώνης από τη χώρα κι ο Νίκος κάθε φορά που πηγαίναμε, ρωτούσε: We were happy, because we were holding a letter that Mr. Antonis brought from the country, and every time we went, Nikos would ask:

– Μήπως φέρατε κανένα γράμμα; – Did you bring any letters?

Είχαμε ανέβει πιά το μικρό βουναλάκι, ήμασταν στην κορυφή κι ετοιμαζόμασταν να πάρουμε την κατηφοριά για να βγούμε στη μικρή λαγκαδιά, όταν ακούσαμε φωνές κι είδαμε, λίγο πιο κάτω δυό χωροφύλακες, που σπρώχνανε μπροστά μας έναν άνθρωπο και τον χτυπούσανε, μια στο κεφάλι και μια στις πλάτες. We had already climbed the small hill, we were at the top and we were preparing to take the descent to go out to the small lagadia, when we heard voices and saw, a little below, two gendarmes, who were pushing a man in front of us and hitting him, one on the head and one on the backs. Εμείς ξαπλώσαμε τρομαγμένοι μέσα στα θάμνα και κοιτάζαμε. We lay frightened in the bushes and watched. Μας φάνηκε πως πηγαίνανε προς το Μύλο με το Μισό Φτερό. It seemed to us that they were going to the Half Feather Mill. Ο άνθρωπος ξεφώνιζε κι οι χωροφύλακες δώστου τον χτυπούσανε πιο πολύ. The man was shouting and the gendarmes beat him even more. Μια στιγμή το πρόσωπό του γέμισε αίματα κι εγώ έκλεισα τα μάτια να μη βλέπω. For a moment his face filled with blood and I closed my eyes so as not to see. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει να τρέχει τόσο αίμα. I had never seen so much blood in my life.

Περιμέναμε αρκετή ώρα, ώσπου σιγουρευτήκαμε πως δεν πάνε προς το Μύλο, κι όταν πιά ακούγονταν πολύ ξέμακρα οι κραυγές, βγήκαμε από την κρυψώνα μας. We waited for a long time, until we were sure that they were not going towards the Mill, and when the screams could be heard very far away, we came out of our hiding place. Καθώς κατηφορίζαμε βιαστικά το βουναλάκι, έσκισα το πόδι μου σ' ένα μυτερό βράχο. As we hurried down the hill, I tore my foot on a sharp rock. Ήθελα να κλάψω, μα ντρεπόμουνα το Νώλη, που θα 'λεγε, πως τα κορίτσια όλο κλάψες είναι. I wanted to cry, but I was ashamed of Noli, who would say that girls cry all the time. Ο Νίκος, όμως, τρόμαξε άμα με είδε, γιατί εγώ δεν είχα πάρει είδηση πως είχα γεμίσει αίματα και το πόδι μου έτρεχε ασταμάτητα. Nikos, however, was scared when he saw me, because I hadn't received news that I was full of blood and my leg was running non-stop. Θυμήθηκα τον άνθρωπο, που είχαμε δει, που τον χτυπούσαν οι χωροφύλακες, κι άρχισα, χωρίς να το θέλω να τρέμω ολόκληρη. I remembered the man we had seen being beaten by the gendarmes, and I began, without wanting to, to tremble all over. Ο Νίκος καθάρισε την πληγή με οινόπνευμα, που είχε σ' ένα μπουκαλάκι, μου έδεσε με το καθαρό μαντίλι μου το πόδι και με πήρε, σαν μωρό, στην αγκαλιά του. Nikos cleaned the wound with alcohol, which he had in a bottle, tied my leg with a clean scarf and took me, like a baby, in his arms. Ο Νώλης του διηγιότανε για τους χωροφύλακες και τον άνθρωπο που δέρνανε. Nolis was telling him about the gendarmes and the man they were beating. Ο Νίκος είχε ακούσει τις φωνές και τρόμαξε μήπως πάθαμε μείς τίποτε, την ώρα που πηγαίναμε. Nikos had heard the voices and was scared that we might get hurt while we were going.

– Είστε πολύ μικρά παιδιά· μια σταλιά, μας λέει, κι εγώ το ξέχασα. – You are very young children; a trickle, he tells us, and I forgot it too.

– Δεν είμαστε καθόλου μικροί, κάνει ο Νώλης. - We are not small at all, says Nolis. Κι αν φοβούνται τα κορίτσια, θα 'ρχομαι μόνος μου. And if the girls are afraid, I'll come alone.

– Όχι, Νώλη, συνεχίζει ο Νίκος. – No, Noli, Nikos continues. Είστε παιδιά και θα 'πρεπε να παίζετε ξένοιαστα παιχνίδια. You are children and should play carefree games. Μα να, ήρθαν έτσι τα πράγματα, που εμείς οι μεγάλοι έχουμε την ανάγκη σας. Well, that's how things came to be, that we adults need you.

Εγώ δε μιλούσα, γιατί είδα το μαντίλι, που μού 'δεσε ο Νίκος το πόδι, να 'χει γίνει κόκκινο κόκκινο και «φοβόμουνα πολύ το αίμα! I didn't speak, because I saw the scarf that Nikos tied around my leg, had turned red and I was very afraid of the blood!

– Να πας με τη Σταματίνα αμέσως στη χώρα, γύρισε ο Νίκος σε μένα. - Go with Stamatina immediately to the country, Nikos turned to me. Πρέπει να σου κάνουνε αντιτετανικό όρο. They should put you on a tetanus shot. Εδώ γύρω είναι όλο βρωμιές. It's all dirt around here.

Αλήθεια, παντού μύριζε μούχλα και σαπίλα. Indeed, everywhere smelled of mold and decay. Ξαφνικά, όλα μου φάνηκαν τόσο άσχημα. Suddenly, everything seemed so bad. Το μικρό καμαράκι, με το στρώμα κατάχαμα, που έμενε ο Νίκος, το μισό φτερό που σκέπαζε σχεδόν όλο το μικρό παραθυράκι του μύλου, τα κουνούπια, που μπαινόβγαιναν και τσιμπούσανε. The small arch, with the broken mattress, where Nikos lived, the half wing that covered almost the entire small window of the mill, the mosquitoes that came in and out and bit. Έβαλα τα κλάματα. I burst into tears.

– Πήγαινέ με σπίτι, Νίκο! – Take me home, Niko! παρακάλεσα. I begged. Δεν μπορώ να γυρίσω μόνο με το Νώλη! I can't go back with Noli alone!

– Πονάς πολύ; ανησύχησε κείνος. - You hurt a lot; he worried.

– Ναι. λέω εγώ, μα δεν· ήξερα αν πονούσα η αν φοβόμουνα τον αντιτετανικό όρο η, πιότερο, τον άνθρωπο με το σπασμένο κεφάλι, τα αίματα, που τρέχανε και τους χωροφύλακες που τον δέρνανε. I say, but no; I knew if I was in pain or if I was afraid of the anti-tetanus term or, more, the man with the broken head, the blood, which was running and the gendarmes who were beating him.

– Πήγαινέ με σπίτι, Νίκο, σε παρακαλώ!... - Take me home, Niko, please!... έκλαιγα με λυγμούς. I was sobbing.

– Πάμε, λέει τότε ο Νίκος και σηκώνεται. - Let's go, says Nikos and gets up.

Σταμάτησα αμέσως τα κλάματα. I immediately stopped crying. Εκείνος έπιασε να με βοηθήσει να κατεβούμε τη σκαλίτσα. He started to help me down the ladder.

– Αν σε δει κανείς;... έκανε να πει ο Νώλης. – If anyone sees you?... Nolis made him say. Οι χωροφύλακες μπορεί να είναι κάπου Εδώ κοντά. The gendarmes might be somewhere around here.

– Είπατε πως πήγανε κατά την άλλη μεριά της λαγκαδιάς. – You said that they went to the other side of the lane. Εμείς θα περάσουμε μέσα από το δασάκι κι ας κάνουμε τόση μεγάλη βόλτα για να φτάσουμε. We will go through the forest, even if we take such a long walk to get there. Άρχισε να σκοτεινιάζει και δε θα μας δει κανείς. It's getting dark and no one will see us.

Θα 'θελα να μπορούσα να πω στο Νίκο να μείνει, μα φοβόμουνα. I wish I could tell Niko to stay, but I was afraid. Ξεκινήσαμε. We started.

Ο Νίκος με πήρε στα χεριά γιατί δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι μου. Nikos took me in his arms because I couldn't step on my foot.

- Να τρως πιο πολύ, αστειεύτηκε. - Eat more, he joked. Θαρρώ, πως δε σηκώνω τίποτα. I dare not lift anything. Καλά που δεν είναι η Μυρτώ στη θέση σου, γιατί θα μου κοβότανε η μέση. It's a good thing Myrto isn't in your position, because my waist would be cut.

Ο Νώλης προχωρούσε βουβός δίπλα μας. Nolis walked silently beside us. Είχε σκοτεινιάσει για καλά, μέσα στο δασάκι. It was dark for good, in the woods. Αν δεν ήτανε ο Νίκος, εγώ θα 'χα πεθάνει από το φόβο μου. If it wasn't for Nikos, I would have died of fear. Μόνο ν' ακούς τα ξεραμένα πευκοτσίγκανα να τρίζουνε χρίτς χράτς κάτω από τα πόδια, να βλέπεις τα κλαριά, που αργοκουνιούνται σαν χέρια γίγαντα έτοιμα να σ' αρπάξουν! Just to hear the dried pine gypsies creaking underfoot, to see the branches, which are swaying like giant hands ready to grab you! Πως αλλάζουν όλα τη νύχτα! How everything changes at night! Τότες φορές έχουμε παίξει στο δασάκι και ξέρουμε κάθε του δέντρο και θάμνο, τώρα, μοιάζει σαν ξένο κι άγριο μέρος. Those times we have played in the forest and know every tree and bush, now it seems like a foreign and wild place.

Κοντά, όμως, στο Νίκο ο φόβος μικραίνει και γίνεται τόσος δα, σαν μικρό καρυδάκι, που κάθεται κάπου στην καρδιά και τη σφίγγει. Close to Nikos, however, the fear diminishes and becomes so small, like a small walnut, that it sits somewhere in the heart and squeezes it.

Ο Νίκος κάνει αστεία, μιλάει για το καπλάνι, μας λέει τρέλες που έκανε, σαν ήτανε μικρός. Nikos makes jokes, talks about the chaplain, tells us crazy things he did, as if he was young. Για μια στιγμή, νόμισα πως όλα ήτανε σαν πριν. For a moment, I thought everything was as before. Πως να, τώρα θα γυρίσουμε στο σπίτι μαζί του να φάμε για βραδινό ντοματόσουπα και φουσκωτές φουσκωτές τηγανίτες με τυρί κι εκείνος με τον παππού θα πειράζουν τη θεία Δέσποινα για τον κομήτη και τους βασιλιάδες της. How about, now we're going home with him to tomato soup and puffy puffy cheese pancakes for dinner and he and grandpa are going to tease Aunt Despina about the comet and her kings.

Σα φτάσαμε στην άκρη του δάσους και φάνηκε από πέρα ο πύργος μας, ο Νίκος μ' άφησε κάτω και είπε του Νώλη να με βοηθήσει. We reached the edge of the forest and our tower was visible from beyond, Nikos let me down and told Nolis to help me. Τότε θυμήθηκα πάλι, πως όλα είχαν αλλάξει. Then I remembered again, that everything had changed. Θα 'πρεπε τώρα να πω χίλια ψέματα στη θεία Δέσποινα, κι ύστερα, άλλα τόσα στη μαμά και τον μπαμπά, για το που ήμασταν, πως χτύπησα... I would now have to tell a thousand lies to Aunt Despina, and then just as many to Mom and Dad, about where we were, how I hit...

– Να πεις στη Σταματίνα να σε πάει, απόψε κιόλας, στη χώρα, λέει ο Νίκος πριν φύγει. – Tell Stamatina to take you, tonight, to the country, Nikos says before leaving. Είναι επικίνδυνο. It is dangerous.

Έκανε δυο βήματα κι υστέρα ξαναγύρισε και με φίλησε: He took two steps and then turned back and kissed me:

– Μη φοβάσαι, Μέλισσα, κι όλα θα περάσουνε! - Don't be afraid, Melissa, and everything will pass!

«Άμα μεγαλώσεις, μου έλεγε ο Νίκος, να σε φωνάζουν Μέλισσα. "If you grow up, Nikos used to tell me, you should be called Melissa. Μέλια δε θα πει τίποτα». Melia won't say anything." Μήπως μεγάλωσα λοιπόν; So did I grow up?

Ο Νώλης με βοήθησε να περπατήσω, μα δεν έβγαζε μιλιά. Nolis helped me walk, but he couldn't walk.

– Τι θα πούμε, που αργήσαμε; τον ρωτώ. – What shall we say, why are we late? I ask him. Που θα πούμε πως χτύπησα; Where will we say I hit?

Εκείνος μήτε λέξη. He didn't say a word.

– Γιατί δε μιλάς, Νώλη; – Why don't you speak, Noli?

– Γιατί είσαι φοβητσιάρα. - Why are you scary? Γιατί μπορεί, στο γυρισμό, να πέσει πάνω στους χωροφύλακες ο Νίκος και να τον χτυπήσουν, όπως εκείνον τον άνθρωπο. Because Nikos might, on the way back, run into the gendarmes and be beaten, just like that man. Μπορεί και να τον σκοτώσουν. They might even kill him.

– Μέλιαααα! – Honey! Μέλιαααα!

Οι φωνές της Σταματίνας, του παππού, της θείας Δέσποινας. The voices of Stamatina, grandfather, aunt Despina.

– Εδώ είμαστε! - Here we are! φωνάζει ο Νώλης. shouts Nolis.

Πρώτοι τρέξανε η Άρτεμη και η Μυρτώ. Artemis and Myrto ran first. Προλάβανε να μας πούνε, πως ανησύχησαν όλοι και κείνες είπανε, πως δε μας είδανε, γιατί η Άρτεμη ήθελε να της διαβάσει η Μυρτώ ένα βιβλίο, που εγώ με το Νώλη το ξέραμε και βαρεθήκαμε να το ξανακούσουμε και φύγαμε. They managed to tell us that everyone was worried and they said that they didn't see us, because Artemis wanted Myrto to read her a book, which Noli and I knew about and we got tired of hearing it again and left. Εγώ έκλαιγα συνέχεια και δεν μπορούσα να μιλήσω. I was crying all the time and I couldn't speak. Ο Νώλης όμως τα είπε όλα: Πως είμαι φοβητσιάρα και πως ο Νίκος κινδυνεύει, για το χατίρι μου. But Nolis said everything: How I'm a coward and how Nikos is in danger, for my sake. Περισσότερα δεν πρόλαβε να πει, γιατί έφτασαν ο παππούς, η θεία Δέσποινα κι η Σταματίνα. He didn't have time to say more, because grandfather, aunt Despina and Stamatina arrived.

Ο Νώλης δεν μπορεί να πει ψέματα, ούτε σαν είναι για το Νίκο. Nolis cannot lie, not even as it is about Niko. Εγώ έκλαιγα. I was crying. Έτσι τις ψευτιές πάλι τις είπε η Άρτεμη. So Artemis told the lies again. Τάχα, πως πήγαμε στο πέρα λιμανάκι, για πεταλίδες κι εγώ γλίστρησα σ' ένα βράχο και χτύπησα το πόδι μου, μα αργήσαμε, γιατί είναι μακριά και δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι μου. So, how we went to the far port, for pedalos, and I slipped on a rock and hit my foot, but we were late, because it's far and I couldn't step on my foot. Οι μεγάλοι αρχίσανε να μιλάνε όλοι μαζί. The adults all started talking together. Η θεία Δέσποινα έλεγε: «Τις παραφήσαμε να τριγυρνάνε! Aunt Despina used to say: "We let them roam around! Μόνο να το μάθει ο πατέρας τους!» Ο παππούς: «Παιδιά είναι και θα πέσουν και θα χτυπήσουν». Only if their father finds out!” The grandfather: "They are children and they will fall and hit." Η Σταματίνα: «Ώσπου να παντρευτείς, θα σου περάσει». Stamatina: "Until you get married, it will pass."

Με πήρε ο παππούς αγκαλιά να με πάει στο σπίτι. Grandpa took me in his arms to take me home.

– Να πεις να σε πάνε στη χώρα, μου ψιθύρισε ο Νώλης. - Tell them to take you to the country, Nolis whispered to me.

Εγώ όμως το πήρα απόφαση: Δε θα πω τίποτα. But I made up my mind: I won't say anything. Κι ας είναι να πεθάνω. Even if I die. Για να μη λέει ο Νώλης, πως είμαι φοβητσιάρα. So that Nolis doesn't say that I'm a coward.

Μου πλύνανε το πόδι, βάλανε ιώδιο κι έσφιγγα τα δόντια, να μην ξεφωνίσω. They washed my foot, applied iodine and I clenched my teeth, so I wouldn't shout.

– Καλά, λέει ο παππούς, που χτύπησε η Μέλια στα βράχια, αλλιώς, θα 'πρεπε να της κάνουμε αντιτετανικό όρο. - Good, says the grandfather, that Melia hit the rocks, otherwise, we would have to give her an anti-tetanus.

– Γιατί κάνουν αντιτετανικό όρο; ρώτησα. – Why do they make an anti-tetanus term? I asked.

– Γιατί, άμα χτυπήσει κανείς σε μέρος βρώμικο, είναι επικίνδυνο. – Because if one hits a dirty place, it is dangerous.

– Μπορεί και να πεθάνει άμα δεν του κάνουν; – Can he die if they don't treat him?

– Μη φοβάσαι, Μέλια, γέλασε ο παππούς. - Don't be afraid, Melia, laughed the grandfather. Εσύ χτύπησες στη θάλασσα κι η θάλασσα έχει ιώδιο και το ιώδιο είναι το καλύτερο απολυμαντικό. You hit the sea and the sea has iodine and iodine is the best disinfectant.

Θα πέθαινα λοιπόν! So I would die! Τώρα πιά ήμουνα σίγουρη. Now I was sure. Αφού χτύπησα σε τόσες βρωμιές! After hitting so many dirts! Κι ίσως, άμα το μάθει, ο Νίκος να πει: «Ήτανε γενναίο κοριτσάκι η Μέλια, που δε φοβήθηκε να πεθάνει». And maybe, if he finds out, Nikos will say: "Melia was a brave little girl, who wasn't afraid to die." Για να μάθει ο Νώλης... Μα αν έπαθε ο Νίκος τίποτα στο γυρισμό; Αν τον είδε κανείς από τους χωροφύλακες; Τότε τι ωφελεί που θα πεθάνω; Κι όλα αυτά, γιατί είμαι φοβητσιάρα. For Nolis to know... What if Nikos got hurt during the shoot? Did any of the gendarmes see him? Then what is the use that I shall die? And all this, because I'm a coward. Τα παιδιά δε θα μ' αγαπούνε πιά και θα μ' έχουνε σαν την Πιπίτσα. The children will not love me anymore and will have me like Pipitsa. Όχι, καλύτερα να πεθάνω! No, I'd rather die!

Με βάλανε στο κρεβάτι κι όταν είπα στη Μυρτώ: «ΛΥ-ΠΟ», συλλογίστηκα πως δεν θα 'χει πιά κανένα να της λέει ΛΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ και τη λυπήθηκα. They put me to bed and when I said to Myrto: "SORRY", I thought that there will be no one to say "SORRY" to her anymore and I felt sorry for her.

Όλη τη νύχτα είχα πυρετό... Μέσα σε μια χαράδρα περπατούσε ένας άνθρωπος... τον έδερναν οι χωροφύλακες... έτρεχαν αίματα. All night I had a fever... A man was walking in a ravine... the gendarmes were beating him... blood was flowing. Ήτανε ο Νίκος! It was Nikos! «Η Μέλισσα, η Μέλισσα φταίει» φώναζε... Ύστερα πρόβαλε το καπλάνι μ' ανοιχτό το μαύρο του μάτι κι ερχότανε καταπάνω μου... Ξεφώνισα! "Melissa, the bee is to blame" he shouted... Then he showed the chaplain with his black eye open and he was coming at me... I screamed!

– Μέλια, Μέλια, τι έχεις;

Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τη Μυρτώ δίπλα μου. I opened my eyes and saw Myrto next to me. Καιγόμουνα στον πυρετό. I was burning with fever.

– Μη, της λέω, μη φωνάξεις κανένα! – Don't, I tell her, don't call anyone! Θα κοιμηθώ. I will sleep. Κοιμήθηκα και ως το πρωί δεν είχα πεθάνει! I fell asleep and by morning I hadn't died! Έπεσε μάλιστα κι ο πυρετός. The fever even went down. Το πόδι μου δεν πονούσε σχεδόν καθόλου, μόνο που δεν μπορούσα να το πατήσω. My foot hardly hurt at all, except that I couldn't step on it. Ο παππούς στερέωσε την αμάκα κάτω από τα πεύκα. Grandpa fixed the hammock under the pines.

Η Μυρτώ κουβάλησε τρεις τόμους βιβλία. Myrto carried three volumes of books.

– Ούτε εγώ θα πάω για μπάνιο, λέει. - I won't go for a bath either, he says. Θα σου κάνω συντροφιά. I'll keep you company.

Δεν προλάβαμε να καλοανοίξουμε τα βιβλία κι είδαμε το Νώλη να πηγαίνει τρεχάτος κατά τον πύργο μας. We didn't have time to open the books and saw Noli running towards our tower. Τι πάει να κάνει; αναρωτήθηκα. What is he going to do? I wondered. Σε λίγο ξαναβγήκε μαζί με τη Σταματίνα κι ήρθαν κοντά μας. In a little while he went out again with Stamatina and they came to us. Εκείνη έβαλε το χέρι της στο μέτωπό μου και με ρώτησε ανήσυχα: She put her hand on my forehead and asked me anxiously:

– Πως είσαι, πουλάκι μου; Ύστερα αγρίεψε: – How are you, my little bird? Then he went wild:

– Γιατί δεν είπες να σε πάμε στη χώρα; Ξέρεις πως μπορούσες να πεθάνεις; Αχ , αυτή η βρωμοδικτατορία, που έκανε να μπλέξετε σε τέτοιες ιστορίες, μικρά παιδιά! – Why didn't you say to take you to the country? Do you know how you could die? Ah, this stinking dictatorship, that got you involved in such stories, little children!

– Θα πέθαινε η Μέλια; τρόμαξε η Μυρτώ. – Would Melia die? Myrto was startled.

Ο Νώλης τότε είπε πως έφταιγε εκείνος, που με είχε πει φοβητσιάρα. Nolis then said that it was his fault, that he had called me a coward. Άνοιξε τη χούφτα του και μας έδειξε μια πολύχρωμη αχιβάδα. He opened his fist and showed us a colorful clam. Ήτανε ροζωπή, με χρυσές και πράσινες ραβδωτές γραμμές. It was pink, with gold and green striped lines. Τόσο όμορφη αχιβάδα δεν ξανάδα ποτέ!

– Σου τη χαρίζω, λέει ο Νώλης και μου τη δίνει. - I give it to you, says Nolis and gives it to me.

Τι καλά που δεν πέθανα! Good thing I didn't die! Όλοι με χαϊδεύουνε, μου χαρίζουνε πράματα! Everyone is petting me, giving me things! Καλό είναι, καμιά φορά, να κοντεύεις να πεθάνεις, μόνο να μην πεθαίνεις στ' αλήθεια... Ξαφνικά πετάχτηκα. It's good, sometimes, to be close to dying, but not really dying... Suddenly I was thrown.

– Ο Νίκος; ρώτησα το Νώλη.

– Είναι καλά, χαμογελάει εκείνος. – It's fine, he smiles. Και σου εύχεται περαστικά. And he wishes you good bye.

Θα πει, πως ο Νώλης γύρισε χτες το βράδυ στο Μύλο με το Μισό Φτερό, να δει μην είχε συμβεί τίποτα στο Νίκο. He will say that Nolis went back to the Mill with the Half Feather last night, to see that nothing had happened to Nikos. Και δε φοβήθηκε! And he wasn't afraid! Ολομόναχος, μέσα στη νύχτα! All alone, in the middle of the night!

Στο Νίκο δεν ξαναπήγα. Στην αρχή, γιατί πονούσε το πόδι μου κι ύστερα, γιατί σε λίγο εκείνος έφυγε από το Λαμαγάρι. At first, because my leg hurt and then, because he left Lamagari shortly after. Πήγε «κάπου» στη χώρα, όπως έλεγε η Σταματίνα. He went "somewhere" in the country, as Stamatina used to say.

Κάθε μέρα τριγύριζαν στο Λαμαγάρι χωροφύλακες, μια μέρα μάλιστα ήρθαν και στον Πύργο μας κι έψαχναν, ως και στο κουτί που βάζουμε το αλάτι ακόμα. Every day there were gendarmes in Lamagari, one day they even came to our Tower and searched, even in the box where we still put the salt. Τον έναν απ' αυτούς τον ήξερε η Σταματίνα. Stamatina knew one of them. Ήτανε χοντρός χοντρός και τον λέγανε κυρ Παντελή! He was a fat fat man and they called him Mr. Pantelis! Σαν βγήκαν οι άλλοι δυο, που ήτανε μαζί του, ο κυρ Παντελής έμεινε λιγάκι στην κουζίνα, να τον κεράσει καφέ η Σταματίνα. When the other two who were with him left, Mr. Pantelis stayed in the kitchen for a while, so that Stamatina could treat him to coffee.

– Δε ντρέπεσαι, μωρέ, του λέει εκείνη, να ψάχνεις τα ξένα σπίτια; - Aren't you ashamed, child, she tells him, to look for foreign houses?

– Σάμπως το θέλω κι εγώ, της απάντησε. - As I want it too, he answered her. Μας υποχρεώνουνε. They force us. Αύριο, είπανε να πάρουμε και τα παιδιά από πίσω, να δούμε τι παίζουνε και που πηγαίνουνε. Tomorrow, they said to take the children from behind, to see what they are playing and where they are going.

Ο Νίκος ήτανε να φύγει για τη χώρα σε λίγες μέρες. Nikos was to leave the country in a few days. Εμείς θα φυλάγαμε τσίλιες, ώσπου να τον παραλάβει ο κυρ Αντώνης με τη βάρκα από ένα απόμερο λιμανάκι. We would save chilies, until Mr. Antonis would pick him up by boat from a secluded port. Έπρεπε να τον φευγατίσει μέρα, γιατί τη νύχτα, μπορούσε να τους κάνει έλεγχο η μπενζίνα του λιμεναρχείου, μήπως ψαρεύουνε με δυναμίτη. He had to avoid him during the day, because at night, they could be checked by the petrol station of the port authority, in case they were fishing with dynamite.

Σαν έμαθε όμως τα νέα ο κυρ Αντώνης είπε, πως δε σηκώνει αναβολή κι ο Νίκος πρέπει να φύγει αύριο κιόλας για τη Χώρα. But when Mr. Antonis heard the news, he said that he does not want to delay and Nikos must leave tomorrow for the country. Κι η Άρτεμη σκέφτηκε πως να ξεγελάσουμε τους χωροφύλακες: να κάνουμε, τάχατες, πως προσέχουμε μη μας δούνε και να πάμε προς το γκρεμισμένο κάστρο, που ήτανε στην αντίθετη μεριά από κει που θα περνούσε το Νίκο με τη βάρκα ο κυρ Αντώνης. And Artemis thought of how to trick the gendarmes: to be careful not to be seen, and to go towards the ruined castle, which was on the opposite side from where Mr. Antonis would pass Nikos in the boat.

Στο γκρεμισμένο κάστρο δεν παίζαμε και πολύ συχνά, γιατί είναι μακριά από τη θάλασσα κι ύστερα φοβόμασταν και λιγάκι, γιατί όλοι λέγανε πως έβγαιναν φαντάσματα. We didn't play in the ruined castle very often, because it's far from the sea, and then we were a little scared, because everyone said that ghosts came out. Ξεκινήσαμε καταμεσήμερο, ντάλα ο ήλιος, και σαν βεβαιωθήκαμε πως ο κυρ Παντελής κι ένας άλλος χωροφύλακας έρχονταν από πίσω μας, βαδίσαμε κατά το κάστρο. We started at noon, the sun was shining, and when we were sure that Mr. Pantelis and another constable were coming behind us, we marched towards the castle. Εξήντα οχτώ πέτρινα σκαλιά πρέπει ν' ανεβεί κανείς, για να φτάσει στο κάστρο. Sixty-eight stone steps must be climbed to reach the castle.

– Έεεεεε, παιδιά! – Eeeeeee, guys! Για που το βάλατε; φώναξε ο κυρ Παντελής, από τα μισά της σκάλας. Where did you put it? shouted Mr. Pantelis, from halfway up the stairs. Κάθισε ξεφυσώντας σ' ένα σκαλί. He sat panting on a step.

– Και που πάτε την καλαθούναααααα; ξαναφώναξε ο κυρ Παντελής. – And where are you going to take the basket? shouted Mr. Pantelis again.

Είχαμε πάρει μαζί το καλάθι, που βάζαμε τα τρόφιμα του Νίκου και το σέρναμε έτσι, πάνω στις σκάλες, που να μπορεί όλο το Λαμαγάρι να το βλέπει. We had taken together the basket in which we put Nikos' food and dragged it up the stairs so that the whole of Lamagari could see it.

– Πάμε δώρα στο φάντασμα του κάααααστρου! – Let's give presents to the ghost of the kaaaaastro! απάντησε ο Νώλης. replied Nolis.

Ο κυρ Παντελής κι ο άλλος χωροφύλακας κοιτάχτηκαν κι άρχισαν ξανά ν' ανεβαίνουν ξεφυσώντας. Mr. Pantelis and the other gendarme looked at each other and started to climb again, blowing their breath. Από το κάστρο είχανε μείνει ψηλοί πέτρινοι τοίχοι και μια σκάλα που έβγαζε σε μια ταράτσα με πυργάκια και πολεμίστρες. All that remained of the castle were high stone walls and a staircase leading to a terrace with turrets and battlements. Στη μέση της σκάλας ήταν ένα πλατύσκαλο, κι από τη μεριά του τοίχου ένα άνοιγμα, με σκουριασμένο σιδερένιο κιγκλίδωμα. In the middle of the staircase was a landing, and on the side of the wall an opening, with a rusted iron railing. Που έβγαζε, κανείς δεν ήξερε. Where it came from, no one knew. Δυο βήματα πιο μέσα από το άνοιγμα, ερχότανε ένας κρύος αέρας και ήτανε τόσο σκοτάδι που δεν μπορούσες να δεις τη μύτη σου. Two steps through the opening, a cold wind was coming and it was so dark you couldn't see your nose.

– Εδώ μέσα είναι το φάντασμά μας, λέμε στον Παντελή και του δείχνομε την ολοσκότεινη τρύπα που έχασκε. – In here is our ghost, we say to Pantelis and show him the completely dark hole he was missing.

Πρώτη έχωσε η Μυρτώ το κεφάλι της στην τρύπα. Myrto stuck her head in the hole first.

– Πες τα ξόρκια! – Say the spells! της λέει η Άρτεμη. Artemis tells her.

Κι η Μυρτώ άρχισε ν' απαγγέλνει: And Myrto began to recite:

«ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ...» "PA VOU GA DE KE ZO NI..."

– Τι λέει, μωρέ, αυτή! – What does she say, baby! φωνάζει του κυρ Παντελή ο άλλος χωροφύλακας. shouts the other gendarme to Mr. Pantelis. Σταμάτα τη! Stop her! Δίνει σύνθημα αυτουνού που είναι μέσα να φύγει. He signals to the one inside to leave.

– Αστειεύεσαι, κυρ χωροφύλακα; κάνει η Άρτεμη. – Are you kidding, Mister Constable? Artemis does. Αυτά είναι ξόρκια για καλόπιασμα. These are catch spells. Το φάντασμα δε φεύγει ποτέ από τον Πύργο! The ghost never leaves the Tower!

– Πάμε να ψάξουμε, λέει πάλι εκείνος στον κυρ Παντελή. - Let's go look, he says again to Mr. Pantelis.

Ο κυρ Παντελής δε φαινότανε να 'χει και μεγάλη όρεξη να χωθεί στην τρύπα. Mr. Pantelis didn't seem to have much of an appetite to push himself into the hole. Ο άλλος όμως είχε κιόλας χαθεί μέσα. But the other had already disappeared inside. Ο κυρ Παντελής έκανε ν' ανάψει ένα σπίρτο. Mr. Pantelis lit a match.

– Άδικα τ' ανάβεις, του λέει ο Νώλης, θα το σβήσει ο αέρας από την τρύπα. - You're lighting it unfairly, Nolis tells him, the wind from the hole will blow it out. Το φάντασμα δεν αγαπάει το φως! The ghost does not like the light!

– Παντελήηηηη. Έρχεσαι; ακούστηκε από τα βάθη η φωνή του χωροφύλακα. Are you coming; came the voice of the gendarme from the depths.

– Ακολουθώ, φωνάζει ο κυρ Παντελής. - I'm following, shouts Mr. Pantelis.

Έκανε το σταυρό του και χώθηκε κι αυτός μέσα. He made the sign of the cross and got in too.

Εμείς ανεβήκαμε γρήγορα γρήγορα τη σκάλα και βγήκαμε στην ταράτσα. We quickly quickly climbed the ladder and went out on the roof.

Κάτω, πέρα μακριά, απλωνόταν η θάλασσα. Below, far away, stretched the sea. Μια βαρκούλα με κάτασπρο πανί αρμένιζε κιόλας. A boat with a white sail was already Armenian. Είχε κι ένα κόκκινο πανί για την «Κρυσταλλία» ο κυρ Αντώνης, μα μείς τα 'χαμε συμφωνήσει, αν όλα πάνε καλά, να σηκώσει το άσπρο. Mr. Antonis also had a red sail for "Krystallia", but we have agreed that if everything goes well, he will raise the white one. Κι ο κυρ Αντώνης δε λάθεψε σαν το Θησέα. And Mr. Antonis was not wrong like Theseus. Σε λίγο από κάτω ακούσαμε δυνατά φτερνίσματα. Shortly below we heard loud sneezing.

Ήτανε ο κυρ Παντελής κι ο χωροφύλακας που είχανε βγει από την τρύπα. It was Mr. Pantelis and the gendarme who had come out of the hole. Ακούσαμε τις αρβύλες τους στο πλακόστρωτο της αυλής να βροντάνε γκράπ γκράπ. We heard their hooves on the pavement of the yard thundering grapp grapp. Σκύψαμε από μια πολεμίστρα και κρυφοκοιτάζαμε. We crouched down from a battlement and peeped. Ο κυρ Παντελής είχε βγάλει ένα τεράστιο καρό κόκκινο μαντίλι και φύσαγε τη μύτη του. Mr. Pantelis had taken out a huge checkered red scarf and was blowing his nose.

– Φάντασμα δε βρήκαμε, μα ο Παντελής την άρπαξε την πούντα! – We didn't find a ghost, but Pantelis grabbed her! τον ακούμε που λέει. we hear him say.

Ωραιότερο παιχνίδι δεν είχαμε παίξει κανένα καλοκαίρι! The nicest game we haven't played in a summer! Αυτό ήτανε και το τελευταίο παιχνίδι μας στο Λαμαγάρι. This was also our last game in Lamagari. Ώσπου να φύγουμε για τη χώρα, για να πάμε σχολείο, περάσαμε πολύ βαρετά. Until we left for the country, to go to school, we had a very boring time. Χωρίς το Νίκο, χωρίς το καπλάνι, χωρίς ούτε ένα μυστικό! Without Niko, without the chaplain, without a single secret! Κι ως την ώρα που μπήκαμε στην «Κρυσταλλία», για να γυρίσουμε στη χώρα, δεν έγινε τίποτε το σπουδαίο, έκτος που πήρε η θάλασσα το καπέλο με τα κερασάκια της Άρτεμης και τα κύματα το πήγανε τόσο βαθιά, που δεν μπορέσαμε να το πιάσουμε. And until the time we entered the "Krystallia", to return to the country, nothing important happened, except that the sea took the hat with the cherries of Artemis and the waves took it so deep that we could not catch it. Το κοιτάζαμε μονάχα από μακριά, που έπλεε σαν μια μεγάλη τσούχτρα. We only looked at it from a distance, which floated like a large barbel.

Το Νώλη και την Άρτεμη θα τους βλέπαμε όλο το χειμώνα, γιατί ο παππούς θα έκανε μέρα παραμέρα μάθημα στο Νώλη, που έτσι θα μπορούσε να δίνει κάθε χρόνο εξετάσεις ως «διδαχθείς κατ' οίκον». We would see Noli and Artemis throughout the winter, because the grandfather would teach Noli every day, so that he could take exams every year as "home-schooled". Θα 'τανε, βέβαια, δύσκολο να πηγαινοέρχεται με τις βροχές και τα κρύα, μα ο Νώλης δε φοβάται τίποτα κι άμα μεγαλώσει, θα γίνει σαν το Νίκο. It would, of course, be difficult to come and go with the rains and the cold, but Nolis is not afraid of anything and if he grows up, he will become like Nikos. Αυτό το ξέρουμε μόνο εγώ κι ο Νώλης. Only Nolis and I know this. Από τότε που χτύπησα το πόδι μου γίναμε πολύ φίλοι με το Νώλη. Since I hit my leg, Noli and I have become very good friends. Μου λέει όλα του τα μυστικά. He tells me all his secrets. Τον κάλεσαν κι αυτόν στη χωροφυλακή μια μέρα και τον ρωτούσανε για το Νίκο. They also called him to the gendarmerie one day and asked him about Nikos. Εκεί του είπαν τι είναι αυτό το «κάτι άλλο», που έλεγε η Σταματίνα πως είναι ο Νίκος. There they told him what this "something else" was that Stamatina said was Nikos.

– Ε, αφού είναι ο Νίκος επαναστάτης, έτσι του είπαν οι χωροφύλακες, θα γίνω κι εγώ το ίδιο, άμα μεγαλώσω, μου είπε ο Νώλης και μ' έβαλε να ορκιστώ, πως δε θα το πω σε κανέναν, ούτε στη Μυρτώ. - Well, since Nikos is a rebel, that's what the gendarmes told him, I'll be the same when I grow up, Nolis told me and made me swear that I won't tell anyone, not even Myrto.

Η αλήθεια είναι πως πολύ στεναχωρέθηκα, που δεν μπορούσα να το πω στη Μυρτώ. The truth is that I was very sad, that I could not tell Myrto. Ήτανε η πρώτη φορά στη ζωή μου που είχα μυστικά από κείνη. It was the first time in my life that I had secrets from her.

Είναι πολύ ωραίο να 'χεις μυστικά από τους μεγάλους που να τα ξέρουν μονάχα τα παιδιά. It is very nice to have secrets from adults that only children know. Αλλά να ξέρεις κάτι Εσύ μόνο και να 'χεις δώσει το λόγο σου, πώς δε θα πεις ούτε στην αδελφή σου, δε μ' αρέσει καθόλου αυτό! But you know something, even if you have given your word, how can you not even tell your sister, I don't like this at all! Όταν πέφταμε στα κρεβάτια μας, πριν μας πάρει o ύπνος και πριν πούμε ΛΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, φοβόμουνα, πάντα μήπως, χωρίς να το θέλω, μού ξεφύγει και φα νερώσω το μυστικό στη Μυρτώ. When we fell into our beds, before we fell asleep and before we said SORRY, YEAH, I was always afraid that, without wanting it, I would slip away and reveal the secret to Myrto. Γι' αυτό, για να ξαλαφρώσω λίγο, έκανα σαν τον κουρέα του Μίδα, Έσκαψα ένα λακκουβάκι στην άμμο και φώναξα εκεί μέσα τρεις φορές. So, to lighten up a little, I did like the barber of Midas, I dug a hole in the sand and cried in there three times. «O Νώλης θα γίνει επαναστάτης». Ύστερα, σκέπασα καλά καλά το λακκουβάκι με βρεγμένη άμμο και το πατίκωσα με τα πόδια μου. Then, I covered the puddle well with wet sand and patted it down with my feet.

Εκείνη τη νύχτα, όμως, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ από το φόβο μου. That night, however, I could not sleep because of my fear. Έλεγα, μη φυτρώσει καμιά καλαμιά και μουρμουρίζουν το μυστικό μου τα καλάμια. I used to say, let no reed grow, and the reeds murmur my secret. Το άλλο πρωί πετάχτηκα άπλυτη ακόμα στην αμμουδιά κι ησύχασα, σαν είδα την άμμο γυμνή, όπως πάντα. The other morning I threw myself on the beach, still unwashed, and calmed down, as if I saw the sand naked, as always. Η θεία Δέσποινα με είδε που γύριζα και με κατσάδιασε. Aunt Despina saw me coming back and scolded me.

– Δεν ντρέπεσαι να παίρνεις, άνιφτη ακόμα, τα σοκάκια! – You are not ashamed to take the streets, still unmarried!

– Αλήθεια, που ήσουνα; ρώτησε ύστερα η Μυρτώ. - Really, where have you been? Myrto then asked.

– Είπα ένα μυστικό, σ' ένα λακκουβάκι στην άμμο κι ήθελα να δω, αν φύτρωσε καλάμια. – I told a secret, in a puddle in the sand and I wanted to see if reeds grew.

– Θα κλείσεις τα οχτώ λέει εκείνη, κι όλο μωρουδίστικα πράγματα κάνεις. - You're about to turn eight, she says, and you're still doing childish things.

– Γιατί μωρουδίστικα; θύμωσα εγώ. – Why babyish? I got angry. Ο κουρέας του Μίδα έτσι δεν έκανε; Didn't the barber of Midas do that?

– Αυτά είναι παραμύθια. – These are fairy tales.

– Όχι, δεν είναι! - No it is not!

Ύστερα από μερικές μέρες, με ρώτησε ένα βράδυ η Μυρτώ: After a few days, Myrto asked me one evening:

– Τί μυστικό είπες στο λακκουβάκι; Εγώ έκανα την κοιμισμένη, μα ήμουνα ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, που είχα μυστικά από κείνη. – What secret did you tell the puddle? I pretended to be asleep, but I was LY-PO, LY-PO, that I had secrets from her.

Έκτος από το Νώλη, θα 'ρχότανε κι η Άρτεμη πότε πότε το χειμώνα στη χώρα, να της μαθαίνει ράψιμο η θεία Δέσποινα. Apart from Noli, Artemis would also come to the country every now and then in the winter, to be taught sewing by Aunt Despina. Έτσι έλεγε. That's what he said. Δεν ξέρω αν της άρεσε να ράβει. I don't know if she liked to sew. Θαρρώ, πως ζήλεψε, σαν άκουσε πως θα 'ρχεται ο Νώλης. I dare say he was jealous, as if he heard that Nolis was coming. Έτσι, ο χειμώνας που θα 'ρχότανε δε θα 'τανε καθόλου βαρετός. Θα πηγαίναμε σχολείο, θα 'χαμε καινούριες φιλενάδες, θα βλέπαμε το Νώλη και την Άρτεμη κι ίσως άρχιζε καμιά παράξενη ιστορία με το Νίκο και το καπλάνι. We would go to school, we would have new girlfriends, we would see Noli and Artemis and maybe some strange story would begin with Nikos and the chaplain.

Παρ' όλα αυτά, ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται, καθώς ξεμακραίναμε με την «Κρυσταλλία» και το Λαμαγάρι άρχισε να χάνεται από τα μάτια μας. Nevertheless, I felt my heart tighten as we pulled away with the "Krystallia" and the Lamagari began to disappear from our sight. Στάθηκα όρθια κοντά στο κατάρτι και το αποχαιρετούσα, λέγοντας από μέσα μου: I stood up near the mast and bade it farewell, saying to myself:

– Γειά σου, γειά σου, καλό μου Λαμαγάρι. – Hello, hello, my dear Lamagari. Ομορφότερο μέρος του κόσμου! Most beautiful part of the world! Καλύτερο σ' όλη τη γη! Best in all the land!

Σηκώθηκε κι η Μυρτώ και ήρθε δίπλα μου. Myrto also got up and came next to me. Πριν χαθεί και η τελευταία μύτη του Λαμαγαριού, κάναμε χωνί τα χέρια και φωνάξαμε μ' όλη μας τη δύναμη: Before the last nose of the Lamagario was lost, we cupped our hands and shouted with all our might:

– Καλή αντάμωση, Λαμαγάρι! – Good luck, Lamagari!

– Λαμαγάριιιιι! απάντησε η ηχώ. echo replied.