×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ζέη, Άλκη - Το καπλάνι της βιτρίνας, 4.2 Η «απελπισία» μας. Η Σταματίνα. Έρχεται ο Νίκος. Τρεις λυπητερές ιστορίες

4.2 Η «απελπισία» μας. Η Σταματίνα. Έρχεται ο Νίκος. Τρεις λυπητερές ιστορίες

– Να τη! Να τη φάνηκε! ξεφώνισε ο Νώλης.

Η «Κρυσταλλία» μόλις άρχισε να ξεμυτίζει. Εμείς κουνούσαμε τα χέρια μας και τσιρίζαμε. «Νίιιικοοοοοοο! Νίιικοοοοοοο!». Σε λίγο ακούστηκε η φωνή του μέσα από τη θάλασσα.

– Εεεεεεέι! Εεεεεεέι!

Ζύγωσε η βάρκα και είδαμε την Άρτεμη που φορούσε ένα ψάθινο καπέλο· γύρω γύρω στην κορδέλα του είχε ραμμένα ψεύτικα κερασάκια. Από πέρυσι το είχε παραγγείλει του Νίκου. Είχε πάει μια μέρα με τον κυρ Αντώνη στη χώρα κι είδε ένα κοριτσάκι να φορεί τέτοιο καπέλο.

– Να δεις τι σοβαρή που θα γίνω, έλεγε στον πατέρα της. Φτάνει να φορέσω καπέλο με κερασάκια.

Είχε δίκιο, γιατί τώρα που το φορούσε καθότανε ακίνητη, με το κεφάλι στητό, σαν την κυρία νομάρχου.

Δεν πρόλαβε να πηδήξει ο Νίκος στο μουράγιο και κρεμαστήκαμε απάνω του, μπερδευτήκαμε στα πόδια του, μιλούσαμε, ρωτούσαμε όλοι μαζί. Εκείνος πάλι, μας κοίταζε έναν έναν, πόσο ψηλώσαμε από πέρυσι.

Η θεία Δέσποινα δε μας άφησε να μπούμε μαζί του στο σπίτι.

– Πα πα πα! Μ' αυτά τα πόδια! έβαλε τις φωνές. Μόλις σφουγγάρισε η Σταματίνα.

Ξεκινήσαμε τότε να πάμε στα βραχάκια μας, να τον περιμένουμε. Ο Νίκος είπε, ότι δε θ' αργήσει να 'ρθει να μας βρει. Μα, την ώρα που κάναμε να ξεκινή σουμε, τον είδαμε που κοίταζε το Νώλη και συννέ φιασε. Ο Νίκος έχει σμιχτά σμιχτά φρύδια, που του κατεβαίνουν ως τη μύτη, άμα είναι στεναχωρεμένος η θυμωμένος. Τα σουρώνει και θαρρείς του γεμίζουν όλο το πρόσωπο. Σαν πυκνά σύννεφα μοιάζουν, πριν ξεσπάσει η βροχή. Τότε εμείς λέμε: «Συννέφιασε ο Νι κος».

– Ο Νώλης ας μείνει να με βοηθήσει να ξεμπερ δέψω πιο γρήγορα, είπε κείνος.

Στο πέρα λιμανάκι ήτανε ένας μεγάλος βράχος, που σχημάτιζε μιάν άβαθη σπηλιά. Εκεί ήτανε τα δραχάκια μας. Ένας πιο μεγάλος βράχος, ίδιος θρόνος, και γύρω μικρά βραχάκια που τα 'χε λαξέψει η θάλασσα και μοιάζανε σαν πολυθρόνες. Ο Νίκος καθότανε στο θρόνο και μεις γύρω γύρω, καθένας στη δική του θέση. Όση ζέστη και να είχε, εκεί στη σπηλιά ήτανε πολύ δροσιά. Καθόμασταν και τσαλαβουτούσαμε τα πόδια μας στο νερό.

– Τι τον θέλει το Νώλη ο Νίκος; ρωτάει η Άρτεμη.

– Ίσως να του πει για το ταξίδι στην Αθήνα, λέει η Μυρτώ.

Εγώ δε μίλησα, μα ήξερε πως δεν τον ήθελε για το ταξίδι, γιατί ο Νίκος ποτέ δε συννεφιάζει, άμα έχει κάτι καλό να πει.

– Μπορεί να ψόφησε το καπλάνι, πετιέται η Πιπίτσα.

– Είσαι γρουσούζα, της λέει η Μυρτώ.

– Θα το πω στη θεία σου, πως με είπες γρουσούζα.

– Πες το και στο δεσπότη.

– Θα πω, πως είπες να το πω στο δεσπότη.

– Είσαι μαντατούρα, φωνάζει της Πιπίτσας η μικρούλα Αυγή, που πολύ σπάνια μιλούσε.

– Θα πω του μπαμπά να πάρει τη βαρέλα πίσω, κλαψούρισε η Πιπίτσα.

Αν δεν ερχότανε κείνη την ώρα ο Νίκος με το Νώλη, ξέρω πως θα τέλειωνε ο καβγάς. Θα πιανότανε η Πιπίτσα με τη Μυρτώ, η Μυρτώ θα νικούσε και η Πιπίτσα θα 'φευγε, για να γυρίσει σε λίγο με τη μαμά της. Η μαμά της όμως δε μάλωνε ποτέ τη Μυρτώ και μένα, κι ας την είχαμε πειράξει εμείς. Μάλωνε πάντα τα παιδιά από τα τσαρδάκια, ως και την Αυγή ακόμα. Όσο κι αν φωνάζαμε μείς με τη Μυρτώ, πως δε φταίνε τα παιδιά, αλλά η Μυρτώ, η μαμά της Πιπίτσας δε μας άκουε. Γι' αυτό καλά έκανε ο Οδυσσέας που, μόλις γύριζε εκείνη την πλάτη, της έβγαζε τη γλώσσα. Είχε που είχε φάει την κατσάδα.

Ο Νίκος κάθισε στο θρόνο. Κοίταζα το Νώλη και μου φάνηκαν τα μάτια του κόκκινα, σαν να είχε κλάψει.

– Λοιπόν, θα μας πεις για το καπλάνι; ρώτησε η Μυρτώ.

Ο Νίκος έβαλε τα γέλια.

– Κοίταξες, λέει στη Μυρτώ, τα κανιά σου που γινανε δυό μέτρα το καθένα, και ζητάς ακόμα παραμύθια. Φέτος, θα σας λέω μονάχα αληθινές ιστορίες. Μα τώρα πάμε πρώτα να κολυμπήσουμε.

Πόσο διασκεδαστικά είναι σαν κολυμπάμε με το Νίκο! Άρχισε να μας μαθαίνει ένα κολύμπι, μ' ένα παράξενο όνομα: το λένε κρόουλ. Μεγαλώσαμε, λέει, για να κολυμπάμε ακόμα σαν σκυλάκια.

Ύστερα ξαπλώσαμε πάνω στην άμμο και τότε ο Νώλης ρώτησε:

– Τι αληθινές ιστορίες θα μας πεις φέτος, Νίκο;

Ο Νίκος δε απάντησε αμέσως, μόνο κοιτούσε πέρα, κατά το πέλαγος, σαν να συλλογιότανε κάτι. Έσμιξε πάλι τα φρύδια, «συννέφιασε», και τέλος είπε:

– Θα σας έλεγα αληθινές ιστορίες για χώρες μακρινές· ιστορίες για σοφούς και για ανθρώπους σαν κι εμάς· για πράγματα, που ούτε τα βάνει ο νους σας. Μα δεν μπορώ. 'Ίσως του χρόνου... Ίσως αργότερα...

– Πες μας, πες μας! Γιατί δεν μπορείς; παρακαλούμε κι ανυπομονούμε μαζί.

– Όχι, επιμένει εκείνος. Θα σας μιλήσω για άλλα πράγματα.

Εμείς απομείναμε να τον κοιτάμε, να δούμε τι θ' άποφασίσει να μας διηγηθεί, κι εκείνος πήρε με τη φούχτα του άμμο, την κοσκίνισε, έτσι που να πέφτει ψιλή ψιλή, ανάμεσα από τα δάχτυλά του και, τέλος, έμεινε στην παλάμη του ένα κομματάκι γυαλί, από σπασμένη μποτίλια, στρογγυλεμένο από τη θάλασσα. Έμοιαζε με πετράδι. Ο Νίκος το κοίταζε, το 'παιζε στο χέρι του και ξαφνικά «ξεσυννέφιασε» και μας λέει χαρούμενα:

– Θέλετε να σας μάθω πως γίνεται τούτο το γυαλί... Η, άμα θέλετε... (πήρε από το κεφάλι του Νώλη το δίκοχο, που είχε φτιάξει από εφημερίδα)... πως γίνεται και το χαρτί.

– Γιατί; Το χαρτί γίνεται; απόρησε ο Οδυσσέας.

– Όλα τα πράγματα από κάτι γίνονται, εξηγεί ο Νίκος. Θα σας πω, λοιπόν, πως το καπλάνι έφτιαξε χαρτί.

Μια μέρα που το καπλάνι έβλεπε με το γαλάζιο μάτι και το μαύρο είχε αποκοιμηθεί για καλά, άρχισε να τριγυρνάει στις πολιτείες και τα σοκάκια και να μαζεύει παλιοκούρελα. Πήγαινε στους κήπους, μάζευε φλούδες από τους κορμούς των δέντρων και τις έχωνε σε μεγάλα σακούλια. Τα 'φερε και τ' απίθωσε μπροστα σ' ένα μακρύ κτίριο με καμινάδες. Στην πρόσοψη κρεμότανε μια πινακίδα με μεγάλα γράμματα, που έλεγε: χαρτοποιία.

– Τι θα πει αυτό; ρωτήσαμε μείς.

– Θα πει «ποιώ χάρτην», που θα 'λεγε κι ο παππούς. Δηλαδή, φτιάχνω χαρτί.

Τότε βγήκε ένας άνθρωπος στην πόρτα, μάζεψε τα σακούλια, τα πήρε μέσα, τ' άδειασε σ' ένα μεγάλο καζάνι κι αρχίσανε να βράζουνε μαζί: κουρέλια και φλούδες κι ένα σωρό σκουπιδάκια, που είχε μαζέψει το καπλάνι. Έγινε ένας πηχτός πολτός. Ο άνθρωπος τον ξάπλωσε, ανάμεσα σε κάτι κυλίνδρους, που τον πατίκωναν, ώσπου έγινε σαν... φύλλο χαρτί.

– Μα τι; το χαρτί γίνεται από κουρέλια και σκουπίδια; ξαφνιάστηκε ο 'Οδυσσέας.

– Ναι, απαντά ο Νίκος.

– Και το τρύπιο μου το βρακί μπορεί να γίνει... τετράδιο;

– Βέβαια μπορεί, γελάει ο Νίκος.

– Βαρετικό παραμύθι, χασμουρήθηκε η Πιπίτσα.

Σ' όλους μας, όμως, άρεσε. Τώρα, άμα διαβάζουμε κανένα βιβλίο, θα ξέρουμε πως μπορεί να 'χει κι ένα κομματάκι από το τρύπιο βρακί του Οδυσσέα.

Το μεσημέρι, στο τραπέζι, μάθαμε πως ο Νίκος δεν μπορεί να πάρει το Νώλη στην Αθήνα, γιατί είναι πολύ σκούρα τα πράγματα.

– Γιατί, σαν είναι σκούρα τα πράγματα, δεν μπορείς να πάρει το Νώλη; ρώτησα εγώ.

Τότε ο Νίκος είπε ένα μεγάλο ψέμα.

– Γιατί, μπορεί... να πάω ταξίδι.

Το καταλάβαμε αμέσως πως ήτανε ψέμα, γιατί, πριν απαντήσει, η θεία Δέσποινα τον κοίταξε με κείνο το «καρφωτό» βλέμμα, όπως λέγαμε με τη Μυρτώ, κι εκείνος κόμπιασε για ν' απαντήσει. Ύστερα η θεία Δέσποινα του είπε:

– Θα το φας το κεφάλι σου.

– Ο βασιλιάς σας να 'ναι καλά κι η δικτατορία που θα φέρει, είπε ο Νίκος.

– Σούτ..., τον έκοψε η θεία Δέσποινα.

Ο παππούς είπε πάλι κάτι για τον «χρυσούν αιώνα», τη Δημοκρατία και τον Περικλή κι όταν ο Νίκος ξανάπε κάτι για δικτατορία, η θεία Δέσποινα σηκώθηκε βιαστικά κι έκλεισε το παράθυρο.

– Να περάσει και κανείς απέξω! λέει έξω φρένων.

– Αυτές κουτουλάνε στο πιάτο τους! μας ξύπνησε η φωνή της Σταματίνας.

– Γιατί θα φάει το κεφάλι του ο Νίκος; ρώτησα τη Μυρτώ, μόλις πέσαμε στα κρεβάτια μας.

Μα κείνη την είχε πάρει κιόλας ο ύπνος.


4.2 Η «απελπισία» μας. Η Σταματίνα. Έρχεται ο Νίκος. Τρεις λυπητερές ιστορίες 4.2 Our "despair". Stamatina. Nikos is coming. Three sad stories

– Να τη! Να τη φάνηκε! Sehe sie! It seemed to her! ξεφώνισε ο Νώλης. exclaimed Nolis.

Η «Κρυσταλλία» μόλις άρχισε να ξεμυτίζει. "Krystallia" hat gerade begonnen, sich zu entwickeln. "Krystallia" just started to unravel. Εμείς κουνούσαμε τα χέρια μας και τσιρίζαμε. «Νίιιικοοοοοοο! Νίιικοοοοοοο!». Σε λίγο ακούστηκε η φωνή του μέσα από τη θάλασσα. Soon his voice was heard through the sea.

– Εεεεεεέι! Εεεεεεέι!

Ζύγωσε η βάρκα και είδαμε την Άρτεμη που φορούσε ένα ψάθινο καπέλο· γύρω γύρω στην κορδέλα του είχε ραμμένα ψεύτικα κερασάκια. Από πέρυσι το είχε παραγγείλει του Νίκου. Since last year he had ordered it from Nikos. Είχε πάει μια μέρα με τον κυρ Αντώνη στη χώρα κι είδε ένα κοριτσάκι να φορεί τέτοιο καπέλο.

– Να δεις τι σοβαρή που θα γίνω, έλεγε στον πατέρα της. - Look how serious I'm going to be, she said to her father. Φτάνει να φορέσω καπέλο με κερασάκια.

Είχε δίκιο, γιατί τώρα που το φορούσε καθότανε ακίνητη, με το κεφάλι στητό, σαν την κυρία νομάρχου. Sie hatte recht, denn jetzt, da sie es trug, saß sie regungslos da, mit geradem Kopf, wie die Vertrauensschülerin. She was right, because now that she was wearing it she sat motionless, her head held high, like the prefect's lady.

Δεν πρόλαβε να πηδήξει ο Νίκος στο μουράγιο και κρεμαστήκαμε απάνω του, μπερδευτήκαμε στα πόδια του, μιλούσαμε, ρωτούσαμε όλοι μαζί. Nikos hatte keine Zeit, an die Wand zu springen, und wir hingen an ihm, standen verwirrt zu seinen Füßen, unterhielten uns, stellten alle zusammen Fragen. Nikos didn't have time to jump to the wall and we hung on him, got confused at his feet, talked, asked questions all together. Εκείνος πάλι, μας κοίταζε έναν έναν, πόσο ψηλώσαμε από πέρυσι. He, again, was looking at us one by one, how tall we were from last year.

Η θεία Δέσποινα δε μας άφησε να μπούμε μαζί του στο σπίτι. Tante Despina ließ uns nicht mit ins Haus. Aunt Despina didn't let us enter the house with him.

– Πα πα πα! Μ' αυτά τα πόδια! Mit diesen Beinen! With those legs! έβαλε τις φωνές. die Stimmen aufstellen. put up the voices. Μόλις σφουγγάρισε η Σταματίνα.

Ξεκινήσαμε τότε να πάμε στα βραχάκια μας, να τον περιμένουμε. Wir fingen dann an, zu unseren Felsen zu gehen, um auf ihn zu warten. Ο Νίκος είπε, ότι δε θ' αργήσει να 'ρθει να μας βρει. Nikos sagte, dass es nicht lange dauern wird, bis er uns finden wird. Μα, την ώρα που κάναμε να ξεκινή σουμε, τον είδαμε που κοίταζε το Νώλη και συννέ φιασε. Aber als wir gerade anfangen wollten, sahen wir, wie er Noli ansah, und es trübte sich. But, at the time we were about to start, we saw him looking at Noli and it clouded. Ο Νίκος έχει σμιχτά σμιχτά φρύδια, που του κατεβαίνουν ως τη μύτη, άμα είναι στεναχωρεμένος η θυμωμένος. Nikos hat dicke Augenbrauen, die bis zur Nase reichen, wenn er traurig oder wütend ist. Nikos has thick eyebrows that go down to his nose when he is sad or angry. Τα σουρώνει και θαρρείς του γεμίζουν όλο το πρόσωπο. Er leckt sie ab und sie scheinen sein ganzes Gesicht auszufüllen. He licks them off and they seem to fill his entire face. Σαν πυκνά σύννεφα μοιάζουν, πριν ξεσπάσει η βροχή. Like thick clouds they look, before the rain breaks out. Τότε εμείς λέμε: «Συννέφιασε ο Νι κος».

– Ο Νώλης ας μείνει να με βοηθήσει να ξεμπερ δέψω πιο γρήγορα, είπε κείνος. - Lass Nolis bleiben, damit ich schneller rauskomme, sagte er. - Let Nolis stay to help me get out faster, he said.

Στο πέρα λιμανάκι ήτανε ένας μεγάλος βράχος, που σχημάτιζε μιάν άβαθη σπηλιά. At the far end of the harbor was a large rock, which formed a bottomless cave. Εκεί ήτανε τα δραχάκια μας. There were our little dragons. Ένας πιο μεγάλος βράχος, ίδιος θρόνος, και γύρω μικρά βραχάκια που τα 'χε λαξέψει η θάλασσα και μοιάζανε σαν πολυθρόνες. A larger rock, the same throne, and surrounding small rocks that had been carved by the sea and looked like armchairs. Ο Νίκος καθότανε στο θρόνο και μεις γύρω γύρω, καθένας στη δική του θέση. Nikos was sitting on the throne and we were all around, each in his own place. Όση ζέστη και να είχε, εκεί στη σπηλιά ήτανε πολύ δροσιά. As hot as it was, it was very cool there in the cave. Καθόμασταν και τσαλαβουτούσαμε τα πόδια μας στο νερό. We sat and dipped our feet in the water.

– Τι τον θέλει το Νώλη ο Νίκος; ρωτάει η Άρτεμη. - Was will Nikos von Noli? fragt Artemis. - What does Nikos want from Noli? Artemis asks.

– Ίσως να του πει για το ταξίδι στην Αθήνα, λέει η Μυρτώ. - Maybe he should tell him about the trip to Athens, says Myrto.

Εγώ δε μίλησα, μα ήξερε πως δεν τον ήθελε για το ταξίδι, γιατί ο Νίκος ποτέ δε συννεφιάζει, άμα έχει κάτι καλό να πει. I didn't speak, but he knew that he didn't want him for the trip, because Nikos never gives a damn if he has something good to say.

– Μπορεί να ψόφησε το καπλάνι, πετιέται η Πιπίτσα. – The goat may have died, Pipitsa is thrown.

– Είσαι γρουσούζα, της λέει η Μυρτώ. - You're a bigot, Myrto tells her.

– Θα το πω στη θεία σου, πως με είπες γρουσούζα. – I'll tell your aunt that you called me a grouse.

– Πες το και στο δεσπότη. – Tell that to the despot too.

– Θα πω, πως είπες να το πω στο δεσπότη. – I will say, how did you tell me to tell the despot.

– Είσαι μαντατούρα, φωνάζει της Πιπίτσας η μικρούλα Αυγή, που πολύ σπάνια μιλούσε. - You are a witch, little Avgi, who very rarely spoke, shouts at Pipitsa.

– Θα πω του μπαμπά να πάρει τη βαρέλα πίσω, κλαψούρισε η Πιπίτσα. – Ich sage Papa, er soll das Fass zurückbringen, jammerte Pipitsa. – I'll tell dad to take the barrel back, Pipitsa whined.

Αν δεν ερχότανε κείνη την ώρα ο Νίκος με το Νώλη, ξέρω πως θα τέλειωνε ο καβγάς. Wenn Nikos damals nicht mit Noli gekommen wäre, weiß ich, wie der Kampf ausgegangen wäre. If Nikos hadn't come with Noli at that time, I know how the fight would have ended. Θα πιανότανε η Πιπίτσα με τη Μυρτώ, η Μυρτώ θα νικούσε και η Πιπίτσα θα 'φευγε, για να γυρίσει σε λίγο με τη μαμά της. Pipitsa would be caught with Myrto, Myrto would win and Pipitsa would leave, to return shortly with her mother. Η μαμά της όμως δε μάλωνε ποτέ τη Μυρτώ και μένα, κι ας την είχαμε πειράξει εμείς. But her mother never argued with Myrto and me, even if we had teased her. Μάλωνε πάντα τα παιδιά από τα τσαρδάκια, ως και την Αυγή ακόμα. He was always arguing with the children from nursery school until Dawn. Όσο κι αν φωνάζαμε μείς με τη Μυρτώ, πως δε φταίνε τα παιδιά, αλλά η Μυρτώ, η μαμά της Πιπίτσας δε μας άκουε. No matter how much Myrto and I shouted that it was not the children's fault, Myrto, Pipitsa's mother, did not listen to us. Γι' αυτό καλά έκανε ο Οδυσσέας που, μόλις γύριζε εκείνη την πλάτη, της έβγαζε τη γλώσσα. That is why Odysseus did well when, as soon as she turned her back, he stuck out her tongue. Είχε που είχε φάει την κατσάδα. Er hatte den Kuchen gegessen. He had eaten the cake.

Ο Νίκος κάθισε στο θρόνο. Nikos sat on the throne. Κοίταζα το Νώλη και μου φάνηκαν τα μάτια του κόκκινα, σαν να είχε κλάψει. I was looking at Noli and I saw his eyes were red, as if he had cried.

– Λοιπόν, θα μας πεις για το καπλάνι; ρώτησε η Μυρτώ. – Also, werden Sie uns etwas über den Kaplan erzählen? fragte Myrto. – So, will you tell us about the chaplain? Myrto asked.

Ο Νίκος έβαλε τα γέλια. Nicos lachte. Nikos laughed.

– Κοίταξες, λέει στη Μυρτώ, τα κανιά σου που γινανε δυό μέτρα το καθένα, και ζητάς ακόμα παραμύθια. - Du hast, sagt er zu Myrto, deine zwei Meter langen Eckzähne angeschaut, und du fragst immer noch nach Märchen. - You looked, he says to Myrto, at your canines that were two meters each, and you are still asking for fairy tales. Φέτος, θα σας λέω μονάχα αληθινές ιστορίες. Μα τώρα πάμε πρώτα να κολυμπήσουμε. But now let's go swimming first.

Πόσο διασκεδαστικά είναι σαν κολυμπάμε με το Νίκο! Άρχισε να μας μαθαίνει ένα κολύμπι, μ' ένα παράξενο όνομα: το λένε κρόουλ. Μεγαλώσαμε, λέει, για να κολυμπάμε ακόμα σαν σκυλάκια.

Ύστερα ξαπλώσαμε πάνω στην άμμο και τότε ο Νώλης ρώτησε:

– Τι αληθινές ιστορίες θα μας πεις φέτος, Νίκο; – What true stories will you tell us this year, Niko?

Ο Νίκος δε απάντησε αμέσως, μόνο κοιτούσε πέρα, κατά το πέλαγος, σαν να συλλογιότανε κάτι. Nikos didn't answer right away, he just looked away, towards the sea, as if he was pondering something. Έσμιξε πάλι τα φρύδια, «συννέφιασε», και τέλος είπε: He frowned again, "clouded", and finally said:

– Θα σας έλεγα αληθινές ιστορίες για χώρες μακρινές· ιστορίες για σοφούς και για ανθρώπους σαν κι εμάς· για πράγματα, που ούτε τα βάνει ο νους σας. – I would tell you true stories about countries far away; stories about wise men and people like us; about things your mind can't even imagine. Μα δεν μπορώ. 'Ίσως του χρόνου... Ίσως αργότερα... Maybe next year... Maybe later...

– Πες μας, πες μας! Γιατί δεν μπορείς; παρακαλούμε κι ανυπομονούμε μαζί. Because you can not; please and look forward to it together.

– Όχι, επιμένει εκείνος. – No, he insists. Θα σας μιλήσω για άλλα πράγματα. I will talk to you about other things.

Εμείς απομείναμε να τον κοιτάμε, να δούμε τι θ' άποφασίσει να μας διηγηθεί, κι εκείνος πήρε με τη φούχτα του άμμο, την κοσκίνισε, έτσι που να πέφτει ψιλή ψιλή, ανάμεσα από τα δάχτυλά του και, τέλος, έμεινε στην παλάμη του ένα κομματάκι γυαλί, από σπασμένη μποτίλια, στρογγυλεμένο από τη θάλασσα. We remained to look at him, to see what he would decide to tell us, and he took sand with his fist, sifted it so that it fell fine, between his fingers, and finally, a small piece remained in his palm glass, from a broken bottle, rounded by the sea. Έμοιαζε με πετράδι. Ο Νίκος το κοίταζε, το 'παιζε στο χέρι του και ξαφνικά «ξεσυννέφιασε» και μας λέει χαρούμενα: Nikos was looking at it, playing with it in his hand and suddenly it "cleared" and happily tells us:

– Θέλετε να σας μάθω πως γίνεται τούτο το γυαλί... Η, άμα θέλετε... (πήρε από το κεφάλι του Νώλη το δίκοχο, που είχε φτιάξει από εφημερίδα)... πως γίνεται και το χαρτί. - Do you want me to teach you how this glass is made... Or, if you want... (he took the bisque, which he had made from a newspaper) from Nolis's head)... how paper is also made.

– Γιατί; Το χαρτί γίνεται; απόρησε ο Οδυσσέας. - Why; Is the paper done? asked Odysseus.

– Όλα τα πράγματα από κάτι γίνονται, εξηγεί ο Νίκος. – All things are made from something, Nikos explains. Θα σας πω, λοιπόν, πως το καπλάνι έφτιαξε χαρτί. I will tell you, then, how the chaplain made paper.

Μια μέρα που το καπλάνι έβλεπε με το γαλάζιο μάτι και το μαύρο είχε αποκοιμηθεί για καλά, άρχισε να τριγυρνάει στις πολιτείες και τα σοκάκια και να μαζεύει παλιοκούρελα. One day when the chaplain could see with the blue eye and the black one was sound asleep, he began to roam the streets and alleys and pick up old rags. Πήγαινε στους κήπους, μάζευε φλούδες από τους κορμούς των δέντρων και τις έχωνε σε μεγάλα σακούλια. He went to the gardens, collected barks from the trunks of the trees and put them in big bags. Τα 'φερε και τ' απίθωσε μπροστα σ' ένα μακρύ κτίριο με καμινάδες. Er brachte sie und stellte sie vor ein langes Gebäude mit Schornsteinen. He brought them and placed them in front of a long building with chimneys. Στην πρόσοψη κρεμότανε μια πινακίδα με μεγάλα γράμματα, που έλεγε: χαρτοποιία.

– Τι θα πει αυτό; ρωτήσαμε μείς. - What does this mean; we asked.

– Θα πει «ποιώ χάρτην», που θα 'λεγε κι ο παππούς. – Er wird sagen "Wer ist die Karte", was der Großvater auch sagen würde. – He will say "who is the map", which is what the grandfather would say too. Δηλαδή, φτιάχνω χαρτί. I mean, I make paper.

Τότε βγήκε ένας άνθρωπος στην πόρτα, μάζεψε τα σακούλια, τα πήρε μέσα, τ' άδειασε σ' ένα μεγάλο καζάνι κι αρχίσανε να βράζουνε μαζί: κουρέλια και φλούδες κι ένα σωρό σκουπιδάκια, που είχε μαζέψει το καπλάνι. Then a man came to the door, collected the bags, took them inside, emptied them into a large cauldron and they began to boil together: rags and skins and a pile of rubbish, which the chaplain had collected. Έγινε ένας πηχτός πολτός. It became a thick paste. Ο άνθρωπος τον ξάπλωσε, ανάμεσα σε κάτι κυλίνδρους, που τον πατίκωναν, ώσπου έγινε σαν... φύλλο χαρτί. The man laid him down, between some rollers, which crushed him, until he became like... a sheet of paper.

– Μα τι; το χαρτί γίνεται από κουρέλια και σκουπίδια; ξαφνιάστηκε ο 'Οδυσσέας. – But what? is paper made from rags and trash? Odysseus was surprised.

– Ναι, απαντά ο Νίκος. – Yes, answers Nikos.

– Και το τρύπιο μου το βρακί μπορεί να γίνει... τετράδιο; – And my breech hole can become... a notebook?

– Βέβαια μπορεί, γελάει ο Νίκος. - Of course it can, Nikos laughs.

– Βαρετικό παραμύθι, χασμουρήθηκε η Πιπίτσα. – Boring fairy tale, Pipitsa yawned.

Σ' όλους μας, όμως, άρεσε. But we all liked it. Τώρα, άμα διαβάζουμε κανένα βιβλίο, θα ξέρουμε πως μπορεί να 'χει κι ένα κομματάκι από το τρύπιο βρακί του Οδυσσέα. Now, if we read any book, we will know that there may be a piece of Odysseus' holey breeches.

Το μεσημέρι, στο τραπέζι, μάθαμε πως ο Νίκος δεν μπορεί να πάρει το Νώλη στην Αθήνα, γιατί είναι πολύ σκούρα τα πράγματα. At noon, at the table, we learned that Nikos cannot take Noli to Athens, because things are too dark.

– Γιατί, σαν είναι σκούρα τα πράγματα, δεν μπορείς να πάρει το Νώλη; ρώτησα εγώ. – Why, if things are dark, can't you take Noli? I asked.

Τότε ο Νίκος είπε ένα μεγάλο ψέμα. Then Nikos told a big lie.

– Γιατί, μπορεί... να πάω ταξίδι. – Why, I might... go on a trip.

Το καταλάβαμε αμέσως πως ήτανε ψέμα, γιατί, πριν απαντήσει, η θεία Δέσποινα τον κοίταξε με κείνο το «καρφωτό» βλέμμα, όπως λέγαμε με τη Μυρτώ, κι εκείνος κόμπιασε για ν' απαντήσει. We immediately understood that it was a lie, because, before answering, Aunt Despina looked at him with that "staring" look, as we used to say with Myrto, and he hesitated to answer. Ύστερα η θεία Δέσποινα του είπε: Then Aunt Despina said to him:

– Θα το φας το κεφάλι σου. – You'll eat your head off.

– Ο βασιλιάς σας να 'ναι καλά κι η δικτατορία που θα φέρει, είπε ο Νίκος. - May your king be well and the dictatorship he will bring, said Nikos.

– Σούτ..., τον έκοψε η θεία Δέσποινα. – Shoot..., Aunt Despina cut him off.

Ο παππούς είπε πάλι κάτι για τον «χρυσούν αιώνα», τη Δημοκρατία και τον Περικλή κι όταν ο Νίκος ξανάπε κάτι για δικτατορία, η θεία Δέσποινα σηκώθηκε βιαστικά κι έκλεισε το παράθυρο. Grandfather said something again about the "golden age", Democracy and Pericles and when Nikos said something about dictatorship again, Aunt Despina got up hastily and closed the window.

– Να περάσει και κανείς απέξω! - Let someone pass outside! λέει έξω φρένων. says brake out.

– Αυτές κουτουλάνε στο πιάτο τους! – These are dripping on their plate! μας ξύπνησε η φωνή της Σταματίνας. Stamatina's voice woke us up.

– Γιατί θα φάει το κεφάλι του ο Νίκος; ρώτησα τη Μυρτώ, μόλις πέσαμε στα κρεβάτια μας. – Why will Nikos eat his head? I asked Myrto, as soon as we fell into our beds.

Μα κείνη την είχε πάρει κιόλας ο ύπνος. But she had already fallen asleep.