3.2 Το μεγάλο νέο...
3.2 Το μεγάλο νέο. Φεύγομε στην εξοχή. Πύργοι, αποθήκες και Τσαρδάκια.
Είχε δίκιο ο Νώλης! Έπλεε σαν αληθινή βάρκα η βαρέλα. Είπαμε να σκεφτούμε ένα ωραίο όνομα κι άμα έρθει ο Νίκος να κάνουμε τα βαφτίσια.
Έγινε, όμως, ένας καβγάς! Γιατί η βαρέλα μόλις που χωρούσε τρεις μέσα κι ο Νώλης με τη Μυρτώ είχανε θρονιαστεί και δε λέγανε να κουνήσουνε.
Εγώ μπήκα μόνο μια φορά μέσα. Ύστερα βαρέθηκα να περιμένω να 'ρθει πάλι η σειρά μου. Έδωσα μια βουτιά... Το πρώτο μπάνιο φέτος. Τι όμορφα που είναι να κολυμπάς! Να κάνεις μακροβούτια μ' ανοιχτά τα μάτια και να βλέπεις στο βυθό τα φύκια που κουνιούνται, σαν παράξενα χέρια, τα ψαράκια κι ακόμα τ' αλογάκια της θάλασσας που κολυμπάνε όρθια, σαν να στέκουν. Και τι ανάλαφρος που γίνεσαι, σαν να πετάς! Δεν ξέρω αν υπάρχει πιο όμορφη θάλασσα στον κόσμο από τη θάλασσα του Λαμαγαριού. Μια τη σκιάζουν τα πεύκα, που κατεβαίνουν σχεδόν ως τ' ακρογιάλι, και τότε γίνεται πράσινη πράσινη σαν αμπελόφυλλα και μια γαλάζια γαλάζια. Στο βυθό της, αλλού έχει ψιλή άμμο κι άλλού πολύχρωμα πετράδια, που μέσα στο νερό τα χρώματά τους γίνονται τόσο φανταχτερά, που θαρρείς και μόλις τα ζωγράφισαν. Και να σκεφτείς πως υπάρχουν άνθρωποι, που γεννήθηκαν και πέθαναν και δεν είδαν ποτέ τους θάλασσα! Δεν είδανε ποτέ τους το Λαμαγάρι! Ώωωπ! Τον έπιασα ένα μεγάλο κάβουρα, που έτρεχε να χωθεί μέσα στις πέτρες. Βγήκα έξω να τον δείξω στα παιδιά, μα εκείνα ήτανε μαζεμένα και κοίταζαν ένα τεράστιο ψόφιο ψάρι, ριγμένο πάνω στην άμμο. Πέταξα τον κάβουρά μου πίσω στη θάλασσα (κρίμα κι είχε μια καφετιά βούλα στη ράχη) κι έτρεξα στο ψάρι.
- Είναι δελφίνι, λέει η Άρτεμη.
Ο Νώλης επέμενε πως δεν είναι και τότε στείλαμε τη Μυρτώ να φωνάξει τον παππού.
- Βέβαια και είναι δελφίνι, είπε εκείνος, άμα το είδε.
Ύστερα μας ρώτησε:
- Ξέρετε την ιστορία του δελφινιού και του Αρίονα;
Κανείς δεν την ήξερε. Τότε ο παππούς μας πήρε λίγο παραπέρα, εκεί που τα μεγάλα βράχια και τα πεύκα ρίχνανε πυκνή σκιά, και μας διηγήθηκε για τον Αρίονα. Ο Αρίονας ήτανε τραγουδιστής (στα αρχαία χρόνια, φυσικά, γιατί ο παππούς μόνο για τους αρχαίους ξέρει παραμύθια) και ταξίδευε μ' ένα καράβι. Οι ναύτες θέλανε να του κλέψουνε ο,τι είχε και δεν είχε και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Εκείνος τότε, πριν τον πετάξουν στο νερό, παρακάλεσε να τον αφήσουν να τραγουδήσει. Πήρε την κιθάρα του, τραγούδησε κι ύστερα έπεσε στη θάλασσα. Περνούσε όμως ένα δελφίνι, και, τόσο μαγεύτηκε από το τραγούδι, που τον πήρε στη ράχη του και πήγαιναν, πήγαιναν· ώσπου βρήκε μια στεριά και τον άφησε. Η στεριά αυτή ήτανε το νησί μας.
- Κι έτσι, να το ξέρετε, λέει ο παππούς, ο πρώτος κάτοικος του νησιού μας ήτανε ο Αρίων.
Σε ποια όμως αμμουδιά τον άφησε το δελφίνι, δεν ξέρει ο παππούς να μας πει. Σκέψου να τον άφησε στο Λαμαγάρι!
- Εγώ το 'ξερα πως στα δελφίνια αρέσει η μουσική, λέει η Άρτεμη. Μια μέρα περνούσε από πέρα ένα κότερο κι ακουγότανε από μέσα κιθάρες και τραγούδια. Τότε είδα που πίσω του έτρεχαν σύννεφο τα δελφίνια.
Ο Νώλης καβαλίκεψε το ψόφιο δελφίνι κι άρχισε να τραγουδάει. Είχε τόσο ωραία φωνή, που σίγουρα θα το μάγευε, αν ήτανε ζωντανό. Ο Νίκος είχε υποσχεθεί στο Νώλη, άμα δεν είναι τόσο σκούρα τα πράγματα, θα τον πάρει στην Αθήνα να τον στείλει σχολείο και στο Ωδείο.
Δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει όλους τους μεγάλους κι όλο λένε: Σκούρα τα πράγματα. Κάθε βράδυ, που γύριζε ο μπαμπάς από τη δουλειά, ο παππούς τον ρωτούσε:
- Τι νέα;
- Σκούρα τα πράγματα, έλεγε ο μπαμπάς.
- Δεν πιστεύω να πάνε για δικτατορία; ξαναρώταγε ο παππούς.
- Πολύ σκούρα, σας λέω, απαντούσε ο μπαμπάς.
- Ο βασιλιάς δε θα το επιτρέψει, έμπαινε η θεία Δέσποινα στην κουβέντα.
Τότε οι μεγάλοι αρχίζουν να τσακώνονται χειρότερα από μας, όταν μαλώνουμε για το ποιος θα πρωτομπεί στη βαρέλα. Όταν ρωτήσαμε τον παππού τι θα πει «σκούρα πράγματα» μας είπε πως θα πει: ότι η δημοκρατία πέθανε. Όχι κείνη του χρυσού αιώνα του Περικλή, αλλά η σημερινή. Ύστερα, μας είπε ένα αρχαίο ρητό, μα τόσο αρχαίο, που δεν καταλάβαμε τίποτα.
Έτσι, όταν γέννησε η γάτα μας δυο γατάκια, το ένα σκούρο, σκούρο γκρίζο, και το άλλο άσπρο, τα βγάλαμε με τη Μυρτώ: Σκούρα και Δημοκρατία. Ο παππούς γέλασε πολύ, όταν του το είπαμε, η θεία Δέσποινα όμως αγρίεψε:
- Εμείς φταίμε, που κάνομε συζητήσεις μπροστά στα παιδιά!
Οι μεγάλοι μας τα μπέρδεψαν πιότερο (σχεδόν έτσι πάντα γίνεται). Ένα μονάχα είχαμε καταλάβει: Πως αν δεν είναι σκούρα τα πράγματα, ο Νίκος θα πάρει το Νώλη μαζί του. Τον περίμενε, λοιπόν, κι αν τον περίμενε φέτος ο Νώλης τον ξάδελφό μας.
Σα βαρεθήκαμε να παίζουμε με το δελφίνι, ξαναπήγαμε στη βαρέλα κι ύστερα στα βράχια και πάλι στην αμμουδιά. Τι δεν κάναμε την πρώτη μέρα στο Λαμαγάρι, θαρρείς κι ήτανε να φεύγαμε γρήγορα κι έπρεπε όλα να τα προλάβουμε.
Μαζέψαμε καβούρια, κοχύλια, ως κι ένα ολόκληρο καλάθι αχινούς. Σπούσαμε από κάτω το καβούκι τους, όπως μας είχε μάθει η Άρτεμη, και ρουφούσαμε τα αυγά τους χωρίς να τρυπηθούμε από τ' αγκάθια τους.
Το βράδυ, δεν κρατιόμασταν από τη νύστα και σα μας είπε η θεία Δέσποινα: «Εμπρός, πλύντε τα πόδια σας», εμείς πολύ θα θέλαμε να ήμασταν σαν τ' άλλα παιδιά από τα τσαρδάκια, που ξάπλωναν έτσι, όπως ήτανε, πάνω σε μια κουρελού.
Ώσπου να πλυθούμε, ξενυστάξαμε και σαν ξαπλώσαμε αρχίσαμε τον καβγά με τη Μυρτώ, για το πως θα βγάλουμε τη βαρέλα. Εγώ ήθελα τόσο πολύ να την πούμε «Δαβίδ Κόπερφηλδ»...
- Σαχλαμάρες, θυμώνει η Μυρτώ. Καλά λέω εγώ πως όλο μωρουδίστικα πράγματα σκέφτεσαι. Ακούς εκεί: «Δαβίδ Κόπερφηλδ» τη βαρέλα!
- Γιατί, επιμένω εγώ. Είναι τόσο όμορφο! Θα το γράψουμε, με κόκκινη μπογιά, πάνω στη βαρέλα κι άμα τη βλέπουν από μακριά, θα λένε: «Κοιτάξτε! Έρχεται ο Δαβίδ Κόπερφηλδ»!
- Ούτε να το πεις στα παιδιά, λέει η Μυρτώ, γιατί θα γίνεις ρεζίλι.
Αρχίσαμε τότε, φαίνεται, να φωνάζουμε τόσο δυνατά, που ανέβηκε πάνω ο παππούς να δει τι τρέχει.
- Οι αρχαίοι έλεγαν «Θυμού κράτει», μας λέει. Που θα πει: Να κρατάς το θυμό σου. Όταν θυμώνει η μια, η άλλη να μετρά ως το δέκα πριν απαντήσει και τότε ο θυμός θα περνάει.
Βγήκε ο παππούς, μα η Μυρτώ συνέχιζε ακόμα.
- Πως τη σκέφτηκες τέτοια κουταμάρα!
- Ένα... δύο... τρία..., μετράω μέσα μου εγώ.
- 'Ως κι η μικρούλα η Αυγή θα γελάσει, επιμένει η Μυρτώ όσο δεν απαντώ.
- Τέσσερα... πέντε... έξι...
- Βέβαια τι να πεις; δεν απαντάς!
- Εφτά... οχτώ... εννιά...
Η Μυρτώ μου πετάει το μαξιλάρι της κι η κόχη του με βρήκε στο μάτι.
- Ύστερα σου λέει ο παππούς «θυμού κράτει» και μέτρα ως το δέκα.
Σηκώθηκα και της έδωσα μια τσιμπιά, εκείνη μου 'δωσε μια κλοτσιά, μετά πλαγιάσαμε στα κρεβάτια μας, λέγοντας πεισμωμένα: ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ!
Έγινε ησυχία. Πολύ θα 'θελα να ξέρω, αν την πήρε ο ύπνος τη Μυρτώ. Μα, σε λίγο, ακούστηκε ψιθυριστή η φωνή της:
- ΕΥ-ΠΟ! Αρίονα να βγάλουμε τη βαρέλα!
- ΕΥ-ΠΟ... Και με πήρε ο ύπνος.