×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ζέη, Άλκη - Το καπλάνι της βιτρίνας, 3.1 Το μεγάλο νέο...

3.1 Το μεγάλο νέο... Φεύγομε στην εξοχή. Πύργοι, αποθήκες και Τσαρδάκια.

Έτσι περνούσαν οι μέρες και κόντευε ο καιρός που θα φεύγαμε στην εξοχή. Εμείς περιμέναμε ανυπόμονα, πότε θ' αρχίσουν τα ξεσκονίσματα στη σάλα, για ν' ανοίξει η Σταματίνα τη βιτρίνα και να δούμε το καπλάνι. Είχε αρχίσει ζέστη για τα καλά. Η θάλασσα γέμισε βάρκες και βενζινάκατους. Τώρα πια δεν ήτανε καθόλου βαρετό, έστω κι αν καθόμασταν ολόκληρη την Κυριακή στην τζαμωτή.

Μπορούσαμε να βλέπουμε τις βάρκες να πηγαινοέρχονται —άλλες με τα κουπιά, άλλες μ' ολάνοιχτα πανιά - και να παρακολουθούμε τις βενζινάκατους που παράβγαιναν η μια την άλλη, σηκώνοντας πίσω τους αφρό. Βέβαια, στην εξοχή ήτανε άλλο πράγμα: μπορούσαμε να μπούμε κι εμείς στις βάρκες και να καθόμαστε στην πλώρη, με τα πόδια κρεμασμένα στο νερό. Μετρούσα, πως είχαμε ακόμα δέκα μέρες για να φύγουμε (γιατί κάθε χρόνο φεύγαμε την ίδια ημερομηνία), όταν άκουσα τη μαμά να λέει της θείας Δέσποινας:

- Δεν τις παίρνεις να φύγετε; Φέτος άρχισε πολύ νωρίς το καλοκαίρι.

Πέταξα από τη χαρά μου κι έτρεξα να το πω στη Μυρτώ.

- Σαχλαμάρες, λέει εκείνη. Κάθε χρόνο, φεύγουμε στις δέκα του Ιούνη.

- Η μαμά είπε, πως έχει ζέστη και...

- Σαχλαμάρες, ξανάπε η Μυρτώ.

Έτρεξε, όμως, να ρωτήσει τη θεία Δέσποινα, αν είναι αλήθεια.

Γύρισε φουριόζα και λαχανιασμένη από την τρεχάλα.

- Έχω να σου πω ένα νέο, να σε κάνω να πηδήσεις! Όχι αυτό, που είπες εσύ: Θα πάμε σχολείο! τσιρίζει τώρα η Μυρτώ και χοροπηδά στο ένα πόδι. Σε αληθινό σχολείο. Τώρα ήρθε ο μπαμπάς από τη δουλειά και το είπε. Ο κύριος Περικλής μίλησε στον κύριο Καρανάση και θα μας πάρει στο σχολείο του με έκπτωση.

- Πως με έκπτωση; τρόμαξα εγώ, γιατί δεν είχα πολυκαταλάβει τι θα πει.

- Να, θα πληρώνουμε πιο λίγο, εξηγεί η Μυρτώ. Κι έτσι θα φτάνει το βαλάντιό μας. Εσένα όμως δε θα σε πάρουνε, γιατί δεν ξέρεις ούτε πόσους στήμονες έχει η μηλέα.

Κατάλαβα πως με πείραζε, μα δεν είχα όρεξη για καβγά. Πήγαμε να βρούμε τους μεγάλους, που κάθονταν όλοι την τραπεζαρία γύρω στο μεγάλο τραπέζι. Θέλαμε να τους ρωτήσουμε λεπτομέρειες για το σχολείο, μα κανένας δε μας απάντησε, γιατί η μαμά είχε βγάλει χαρτί και μολύβι και λογάριαζε: Τόσο για τα δίδαχτρα (με την έκπτωση βέβαια), τόσο για τα εκπαιδευτικά τέλη (χωρίς έκπτωση) τόσο για ποδιές, τόσο για σάκες κι ένα σωρό άλλα βαρετά πράγματα.

- Πάμε να πούμε τα νέα στο καπλάνι, λέω σιγά στη Μυρτώ.

Όταν μπήκαμε στη σάλα, στην αρχή δε βλέπαμε καθόλου, γιατί οι βυσσινιές βελούδινες κουρτίνες ήτανε κλειστές. Σε λίγο τα μάτια μας συνήθισαν στο σκοτάδι και τότε... τρομάξαμε κι οι δυο τόσο πολύ, που πιαστήκαμε από τα χέρια και σταθήκαμε σαν μαρμαρωμένες. ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΕΙΧΕ ΓΥΡΙΣΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ! Δε στεκότανε πια, όπως πρώτα, με το κεφάλι προς τον τοίχο, αλλά έτσι που να κοιτάζει το παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα.

Δε λέγαμε τίποτα η μια στην άλλη. Μια στιγμή, σκέφτηκα, πως ίσως εμένα να μου φάνηκε έτσι, μα η Μυρτώ μου έσφιγγε δυνατά το χέρι και κατάλαβα πως φοβότανε.

- Είδες; κατάφερα να πω.

- Ναι, ψιθυρίζει εκείνη.

Βγήκαμε τρεχάτες από τη σάλα και πήγαμε στην κουζίνα να βρούμε τη Σταματίνα.

- Ξεσκόνισες τη βιτρίνα; φωνάζουμε κι οι δυο μαζί.

- Τι ξεφωνίζετε; λέει εκείνη. Αν ήτανε, θα σας το έλεγα. Μα η θεία σας δε δίνει το κλειδί. Θέλει να την ξεσκονίσει μόνη της.

Βέβαια, τη θεία Δέσποινα δεν είχαμε σκοπό να τη ρωτήσουμε, γιατί σίγουρα θα μας έλεγε:

- Ναι, εγώ το γύρισα.

Ενώ, αν ρωτούσαμε το Νίκο, μπορεί να μας άρχιζε καμιά καινούρια ιστορία του καπλανιού, καμιά περιπέτεια - πως τάχατες γύρισε προς το παράθυρο, για να βλέπει το μαγικό καράβι που θα 'φτανε να το πάρει σε μακρινές χώρες.

*

Η εξοχή που πηγαίνουμε είναι απέναντι στη χώρα, στην άλλη μεριά της θάλασσας. Τη νύχτα μπορούμε να βλέπουμε από κει όλα τα φώτα της χώρας κι άμα έχει γαλήνη ακούγονται απόμακρα οι φωνές. Η εξοχή μας λεγόταν Λαμαγάρι, δεν είναι όμως καθαυτό χωριό. Εκεί ζούνε μονάχα όσοι δουλεύουνε σε κάτι στενόμακρα κτίρια, που τα λένε «αποθήκες», και φυλάγουν εκεί μέσα τα βαρέλια με τα κρασιά. Μένουνε σε κάτι μικρά χαμηλοτάβανα σπιτάκια, άλλα φτιαγμένα από πλίνθες κι άλλα από πέτρα, που τα λένε τσαρδάκια.

Είναι και μερικά πέτρινα δίπατα σπίτια, με βεράντες και αυλές, που τα λένε «Πύργους» κι ας έχουνε τρία δωμάτια μονάχα, όπως το δικό μας. Εκεί παραθερίζουνε όσοι έχουνε δικές τους τις αποθήκες. Εκτός από μας, που δεν έχουμε μήτε ένα βαρέλι, που να μπορούμε σαν παλιώσει να το βάλουμε στη θάλασσα και να πλέμε μέσα σ' αυτό, σαν σε αληθινή βάρκα. Έχουμε όμως τον Πύργο μας στο Λαμαγάρι, γιατί κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ο μπαμπάς του παππού είχε αποθήκες, μα τις πούλησε για να σπουδάσει ο παππούς και ν' αγοράσει τους Αρχαίους του.

Μισή ώρα με τη βάρκα από τη χώρα και φτάναμε στο Λαμαγάρι. Κάθε χρόνο μηνούμε του κυρ Αντώνη, του βαρκάρη, κι έρχεται να μας πάρει με την «Κρυσταλλία» του. Έτσι λένε τη βάρκα του - μ' αυτό το παράξενο όνομα. Σαν τη γυναίκα του που πνίγηκε στη θάλασσα. Πολλές φορές, ο κυρ Αντώνης σαν ερχότανε να μας πάρει έφερνε μαζί και την κόρη του την Άρτεμη, που είναι η καλύτερη φιλενάδα μας στο Λαμαγάρι.

Φεύγουμε με τη θεία Δέσποινα και τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά έρχονται μόνο τα Σαββατοκύριακα. Ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί ο μπαμπάς, που δεν έχει γεννηθεί σε νησί, φοβάται τόσο πολύ τη θάλασσα που δε μας αφήνει βήμα να κάνουμε μόνες μας. Και μας νομίζει τόσο κουτές, να πάμε να γλιστρήσουμε από το μουράγιο και να πέσουμε κατευθείαν με το κεφάλι στη θάλασσα, να πνιγούμε.

Η θεία Δέσποινα, πάλι, φτάνει να μη γεμίζουμε άμμους το σπίτι, να πλένουμε κάθε βράδυ τα πόδια μας πριν κοιμηθούμε —κι όσο για θάλασσα... «Καλό κάνει να ψηθεί το πετσί σας στο αλάτι». Κι ο παππούς, το μόνο που ζητάει από μας είναι να θυμόμαστε το βράδυ το αρχαίο ρητό που μας μαθαίνει κάθε πρωί, την ώρα που τρώμε.

Ήμασταν πια έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το Λαμαγάρι και την παραμονή το βράδυ ο μπαμπάς μας φώναξε να μας πει τις δέκα εντολές, όπως λέγαμε με τη Μυρτώ. Κάθε χρόνο μας έλεγε τα ίδια και τα είχαμε μάθει πια απέξω.

Οι δέκα εντολές [του μπαμπά]

1) Να μην κολυμπάμε στα βαθιά.

2) Να μην περπατούμε ξιπόλητες.

3) Να μη μένουμε πολλές ώρες μέσα στη θάλασσα.

4) Να μην ανεβαίνουμε στα δέντρα.

5) Να μην τρώμε αγουρίδες.

6) Να μην τρώμε άπλυτα σταφύλια.

7) Να μην μπαίνουμε στις βάρκες χωρίς μεγάλους.

8) Να μην σκαρφαλώνουμε στα βράχια.

9) Να μην πηγαίνουμε πιο μακριά απ' όσο ακούγεται η φωνή της θείας Δέσποινας.

10) Να μην τσακωνόμαστε.

Εμείς τις ακούγαμε και λέγαμε: Ναι, μπαμπά.

Μα, σα φτάναμε στο Λαμαγάρι, τα ξεχνούσαμε όλα. Πως να κάνουμε όλα αυτά τα «Μη» που ήθελε ο μπαμπάς! Τότε, γιατί πηγαίναμε εξοχή; Έτσι, οι δέκα εντολές ήτανε μονάχα για τα Σαββατοκύριακα. Αυτές τις μέρες τις έχουμε βγάλει η «απελπισία» μας. Όταν συμφωνούνε τ' άλλα παιδιά να πάνε στα πέρα βραχάκια για καβούρια η πεταλίδες, εμείς τους λέμε: «Δε μπορούμε. Άρχισε η απελπισία μας».

Καθόμασταν στην τζαμωτή και περιμέναμε να φανεί ο κυρ Αντώνης να μας πάρει. Ένα σωρό βάρκες στη θάλασσα, μα την «Κρυσταλλία» την ξεχωρίσαμε αμέσως.

- Έρχεται, έρχεται! βάλαμε τις φωνές και κρεμαστήκαμε να δούμε αν είναι κι η Άρτεμη μαζί.

Σε λίγο, στο πλάι του κυρ Αντώνη, ξεχωρίσαμε μία κόκκινη κουκκίδα, που κουνιότανε πέρα δώθε. Ύστερα ακούστηκαν μακριές φωνές, μέσα από τη θάλασσα.

- Μυρτώωωωω! Μεεεελιά.

- Άρτεμηηηηη, ξελαρυγγιαζόμαστε μεις και τώρα πια τη βλέπουμε ξεκάθαρα τη φιλενάδα μας, με το κόκκινο φουστάνι της, να μας κουνάει χέρια και πόδια.

Μόλις μπήκαμε στη βάρκα, αρχίσαμε τ' αγκαλιάσματα.

- Σιγά θα μου μπατάρετε το σπίτι!

Έτσι λέει ο κυρ Αντώνης τη βάρκα του: «το σπίτι». Ίσως, γιατί, το καλοκαίρι κοιμάται κει μέσα.

Η Άρτεμη είναι ένα χρόνο πιο μεγάλη από μένα κι ένα πιο μικρή από τη Μυρτώ. Έτσι την έχομε κι οι δυο μας φιλενάδα. Δεν έχει πάει ποτέ της σχολείο κι ο κυρ Αντώνης δεν ξέρει γράμματα για να της μάθει. Ξέρει όμως ένα σωρό πράγματα η Άρτεμη: Πως λένε το κάθε ψάρι, με τ' όνομά του, ως και κάτι μικρούτσικα ακόμα! Τι δόλωμα χρειάζεται το καθένα. Σε ποια βραχάκια έχει πεταλίδες και σε ποια κοντά πάνε τα γαριδάκια. Ψαρεύει μόνη της, ως και χταπόδια. Κι αν την άφηνε ο κυρ Αντώνης, θα μπορούσε και βάρκα με πανί να μανουβράρει.

- Τι κάνει το καπλάνι; μας ψιθύρισε η Άρτεμη.

Τότε μείς τα είπαμε πια όλα: πως γύρισε κατά τη θάλασσα!

Στο μουράγιο ήτανε μαζεμένα τα παιδιά και μας περίμεναν. Ο Νώλης, ο Οδυσσέας και η μικρούλα Αυγή. Ξεφώνιζαν όλοι μαζί και, μόλις πατήσαμε το πόδι μας στη στεριά, βγάλανε κάτι σφυρίχτρες από καλάμι κι αρχίσανε να σφυρίζουν. Η θεία Δέσποινα, ο παππούς κι ο κυρ Αντώνης τραβήξανε μπροστά, με τα πράγματα, για τον Πύργο μας και μεις ξοπίσω με τα παιδιά.

Στον πύργο μας περίμενε η Σταματίνα, που είχε έρθει μια μέρα πριν να καθαρίσει το σπίτι. Γρήγορα γρήγορα βγάλαμε τα πέδιλά μας. Η Μυρτώ μάλιστα έδωσε μια στο δικό της, που πήγε και στάθηκε πάνω σ' ένα ράφι.

- Πάνε κι οι δέκα εντολές του μπαμπά, λέει.

Τρέξαμε κάτω «στ' αμπέλι του παππού» (το λέγανε έτσι, γιατί ο παππούς το σκάλιζε και το πότιζε μόνος του), όπου μας περίμεναν τα παιδιά. Δεν μπορούσαμε να τρέξουμε, γιατί τις πρώτες μέρες, ώσπου να σκληραίνουν οι πατούσες, τα πόδια πονούσαν από τις πέτρες και τ' αγκάθια. Δε θέλαμε όμως να φοράμε παπούτσια, για να μοιάζουμε πιότερο με τα παιδιά από τα τσαρδάκια. Πάρα πολύ τ' αγαπούμε τα παιδιά κι ας λένε: «Μαρή Μυρτώ! Μαρή Μέλια!». Όταν βλέπουμε κανέναν ξένο στο δρόμο και μας ρωτάει κάτι, απαντούμε χωριάτικα, για να νομίζει πως είμαστε από τα τσαρδάκια.

Τα παιδιά, κάτω στ' αμπέλι, είχαν θρονιαστεί πάνω σε μια μεγάλη μυγδαλιά και μας περίμεναν. Τ' αμπέλι του παππού δεν έχει ούτε ένα τσαμπί σταφύλι: Είναι σπαρμένο ντοματιές. Στη μέση βρίσκεται μια τεράστια μυγδαλιά. Ο Νίκος μας είχε πει ολόκληρο παραμύθι για τούτο τ' αμπέλι. Μια φορά ήτανε γεμάτο κλήματα, που κάνανε ολόμαυρα σταφύλια. Η μυγδαλιά όμως στεναχωριότανε, που έβλεπε γύρω της όλο μαύρα χρώματα και σκοτεινά. Τότε μια νύχτα το καπλάνι, που είχε κοιμισμένο το μαύρο του μάτι κι έβλεπε με το γαλάζιο, ήρθε, ξερίζωσε τα σταφύλια και φύτεψε στ' αμπέλι κόκκινες, χαρούμενες ντομάτες, για να χαρεί η μυγδαλιά.

Σκαρφαλώσαμε κι εμείς στο δέντρο κι όλοι ρώταγαν για το καπλάνι, που τους το 'χε κιόλας προλάβει η Άρτεμη, πως γύρισε μέσα στη βιτρίνα, να κοιτάζει κατά τη θάλασσα.

— Ύστερα; ρωτά ο Νώλης.

— Τι ύστερα; λέμε μείς.

— Αχ, ας το 'βλεπα μια φορά το καπλάνι! στενάζει ο Νώλης. Κι ας ήτανε μέσα από τη βιτρίνα.

Μα για το καπλάνι δε μιλήσαμε άλλο. Γιατί ποιος, έκτος από το Νίκο, μπορούσε να διηγηθεί τις ιστορίες του; Κι ο Νίκος σε λίγες μέρες θα έφτανε στο Λαμαγάρι.

Αρχίσαμε τα χοροπηδήματα και τα κλαδιά της μυγδαλιάς ανεβοκατέβαιναν σαν κούνια. Αν μας έβλεπε κανείς θα ξεχώριζε, πως η Μυρτώ κι εγώ δεν είμαστε από τα τσαρδάκια. Τ' άλλα παιδιά είχανε κιόλας μαυρίσει. Τα χέρια τους και τα πόδια τους ξάσπριζαν από την αλμύρα της θάλασσας. Τα κατάμαυρα μαλλιά της Άρτεμης, εκεί κοντά στις ρίζες, είχανε γίνει σχεδόν ξανθά από τους ήλιους. Σε λίγες, όμως, μέρες θα 'μασταν και μείς έτσι, σαν «μαυροτσούκαλα», που λέει κι ο μπαμπάς, και θα μιλούσαμε όπως μιλάνε στο Λαμαγάρι. Θα λέγαμε: Προύν', κταλ', σαπάν', σακατ'...

- Έρχεται, έρχεται ξεφώνισε ο Νώλης, στ' άξαφνα, κι όλοι γυρίσαμε το κεφάλι.

Ήτανε η Πιπίτσα! Ένα άλλο κοριτσάκι από τη χώρα, που μένει κι αυτή σε Πύργο. Πιπίτσα! Μα μπορεί να υπάρξει πιο γελοίο όνομα; Δεν τη χωνεύουμε καθόλου. Ο μπαμπάς της έχει σχεδόν όλες τις αποθήκες του κρασιού δικές του κι η Πιπίτσα φουσκώνει σαν διάνος όταν λέει τη λέξη: αποθήκες. Είναι σαν και μένα στα χρόνια, μα ούτε κολύμπι δεν ξέρει. Την έχουμε βγάλει «μεγάλο μπελά», γιατί, όπου πάμε, η μαμά της μας τη φορτώνει. Φάνηκε από πέρα, σειστή και λυγιστή. Είναι χοντρή χοντρή σαν βαρελάκι κι έχει μια ψιλή ψιλή, κλαψιάρικη φωνή.

- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; παραπονέθηκε στη Μυρτώ και σε μένα, σαν έφτασε κοντά.

- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; κορόιδεψε ο Οδυσσέας και κάνει τη φωνή του ολόιδια σαν της Πιπίτσας.

- Καλά, τσιρίζει εκείνη. Κοροϊδεύετε σείς κι εγώ δε θα σας βάλω στη βαρέλα.

Στη βαρέλα! Μεμιάς πηδήξαμε όλοι από το δέντρο κάτω. Από πέρυσι την παρακάλαγε ο Νώλης να ζητήσει από τον μπαμπά της μια παλιά βαρέλα του κρασιού. Ο Νώλης μας είχε πει, πως μπορούσε η βαρέλα να πλέει, σαν αληθινή βάρκα. Γι' αυτό και μεις λέγαμε, πως ήτανε κρίμα, που ο πατέρας του παππού πούλησε τις αποθήκες του. Δεν κράταγε μια βαρέλα τουλάχιστον!

- Μαρή, δε λες ψέματα; αγρίεψε ο Νώλης.

- Να νεκροφιλήσω τη μαμά και τον μπαμπά, θέλω και δε θέλω, λέει η Πιπίτσα και φιλάει σταυρό τα χέρια.

Γι' αυτό δεν τη χωνεύουμε! Δε λέει σαν όλα τα παιδιά: «Λόγω τιμής» Μα: «Να νεκροφιλήσω τη μαμά». «Να με μαζέψουν κομματάκια στο ζεμπίλι», κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες.

Αρχίσαμε να τη ρωτάμε για τη βαρέλα, πόσο μεγάλη είναι, που βρίσκεται, πότε μπορούμε να την πάρουμε... Εκείνη μας κοίταζε αμίλητη, για να μας κάνει να σκάσουμε κι αφού έφαγε τα νύχια της από το ένα χέρι, είπε:

- Είναι, στην αποθήκη μας. Ο μπαμπάς είπε πως και τώρα, αν θέμε, μπορούμε να την πάρουμε.

Μόλις όμως κάναμε να ξεκινήσουμε, μας σταμάτησε:

- Θα με ξανακοροϊδέψετε; Αλλιώς δεν πάμε πουθενά!

- Όοοχι. Όοοοχι! φωνάζουμε όλο μαζί.

- Ορκιστείτε.

- Ορκιζόμαστε!

- Όχι, όχι, διαμαρτύρεται κείνη. Να πείτε: Να μας δεις με τη γλώσσα κρεμασμένη και τ' άντερα χυμένα έξω!

- Τέτοιες σαχλαμάρες δε λέμε, θύμωσε για καλά ο Νώλης. Μη μας δώσεις την ψωροβαρέλα σου.

- Κι όλο το καλοκαίρι μην έρθεις, ούτε μια φορά, να παρακαλέσεις να σε παίξουμε, απειλεί η Μυρτώ.

- Θα σου βάλουμε και τσούχτρα στην πλάτη, της φωνάζει ο Οδυσσέας.

- Καλέ, δεν την παρατάτε! λέει η Άρτεμη.

- Καλά, υποχωρεί κλαψουρίζοντας η Πιπίτσα. Πείτε μόνο: «Λόγω τιμής».

Έτσι είπαμε «Λόγω τιμής», μας έβαλε όμως να το πούμε από τρεις φορές ο καθένας.


3.1 Το μεγάλο νέο... 3.1 Die große Neuigkeit... 3.1 The great new... 3.1 A grande novidade... 3.1 大新闻... Φεύγομε στην εξοχή. Wir fahren aufs Land. Πύργοι, αποθήκες και Τσαρδάκια. Türme, Lagerhäuser und Chardakia. Towers, warehouses and Chardakia.

Έτσι περνούσαν οι μέρες και κόντευε ο καιρός που θα φεύγαμε στην εξοχή. So vergingen die Tage und die Zeit nahte, wo wir aufs Land gehen würden. Thus the days passed and the time was approaching when we would leave for the countryside. Εμείς περιμέναμε ανυπόμονα, πότε θ' αρχίσουν τα ξεσκονίσματα στη σάλα, για ν' ανοίξει η Σταματίνα τη βιτρίνα και να δούμε το καπλάνι. Wir warteten ungeduldig, als das Abstauben der Halle beginnen würde, damit Stamatina das Fenster öffnen und den Kaplan sehen würde. We waited impatiently, when the dusting in the hall would start, so that Stamatina would open the window and see the chaplain. Είχε αρχίσει ζέστη για τα καλά. It was getting really hot. Η θάλασσα γέμισε βάρκες και βενζινάκατους. The sea was filled with boats and petrol trucks. Τώρα πια δεν ήτανε καθόλου βαρετό, έστω κι αν καθόμασταν ολόκληρη την Κυριακή στην τζαμωτή. Now it wasn't boring at all, even if we sat all Sunday in the glass window.

Μπορούσαμε να βλέπουμε τις βάρκες να πηγαινοέρχονται —άλλες με τα κουπιά, άλλες μ' ολάνοιχτα πανιά - και να παρακολουθούμε τις βενζινάκατους που παράβγαιναν η μια την άλλη, σηκώνοντας πίσω τους αφρό. We could see the boats coming and going—some with oars, others with sails wide open—and we could watch the petrol boats as they passed each other, foaming up behind them. Βέβαια, στην εξοχή ήτανε άλλο πράγμα: μπορούσαμε να μπούμε κι εμείς στις βάρκες και να καθόμαστε στην πλώρη, με τα πόδια κρεμασμένα στο νερό. Of course, in the countryside it was a different matter: we could also get into the boats and sit in the bow, with our feet dangling in the water. Μετρούσα, πως είχαμε ακόμα δέκα μέρες για να φύγουμε (γιατί κάθε χρόνο φεύγαμε την ίδια ημερομηνία), όταν άκουσα τη μαμά να λέει της θείας Δέσποινας: I was counting that we still had ten days to leave (because every year we left on the same date), when I heard mom say to Aunt Despina:

- Δεν τις παίρνεις να φύγετε; Φέτος άρχισε πολύ νωρίς το καλοκαίρι. - Don't you take them to leave? Summer started very early this year.

Πέταξα από τη χαρά μου κι έτρεξα να το πω στη Μυρτώ. I jumped for joy and ran to tell Myrto.

- Σαχλαμάρες, λέει εκείνη. Κάθε χρόνο, φεύγουμε στις δέκα του Ιούνη.

- Η μαμά είπε, πως έχει ζέστη και... - Mama sagte, dass es heiß ist und ...

- Σαχλαμάρες, ξανάπε η Μυρτώ.

Έτρεξε, όμως, να ρωτήσει τη θεία Δέσποινα, αν είναι αλήθεια.

Γύρισε φουριόζα και λαχανιασμένη από την τρεχάλα. She came back, furious and out of breath from the run.

- Έχω να σου πω ένα νέο, να σε κάνω να πηδήσεις! - I have something new to tell you, to make you jump! Όχι αυτό, που είπες εσύ: Θα πάμε σχολείο! Not what you said: We're going to school! τσιρίζει τώρα η Μυρτώ και χοροπηδά στο ένα πόδι. Myrto squeals now and hops on one leg. Σε αληθινό σχολείο. In a real school. Τώρα ήρθε ο μπαμπάς από τη δουλειά και το είπε. Now dad came from work and said it. Ο κύριος Περικλής μίλησε στον κύριο Καρανάση και θα μας πάρει στο σχολείο του με έκπτωση.

- Πως με έκπτωση; τρόμαξα εγώ, γιατί δεν είχα πολυκαταλάβει τι θα πει. - How about a discount? I was scared, because I didn't quite understand what he was going to say.

- Να, θα πληρώνουμε πιο λίγο, εξηγεί η Μυρτώ. Κι έτσι θα φτάνει το βαλάντιό μας. And this is how our valantio will arrive. Εσένα όμως δε θα σε πάρουνε, γιατί δεν ξέρεις ούτε πόσους στήμονες έχει η μηλέα. But they won't take you, because you don't even know how many stamens the apple tree has.

Κατάλαβα πως με πείραζε, μα δεν είχα όρεξη για καβγά. I understood that he was annoying me, but I didn't feel like arguing. Πήγαμε να βρούμε τους μεγάλους, που κάθονταν όλοι την τραπεζαρία γύρω στο μεγάλο τραπέζι. Θέλαμε να τους ρωτήσουμε λεπτομέρειες για το σχολείο, μα κανένας δε μας απάντησε, γιατί η μαμά είχε βγάλει χαρτί και μολύβι και λογάριαζε: Τόσο για τα δίδαχτρα (με την έκπτωση βέβαια), τόσο για τα εκπαιδευτικά τέλη (χωρίς έκπτωση) τόσο για ποδιές, τόσο για σάκες κι ένα σωρό άλλα βαρετά πράγματα. We wanted to ask them details about the school, but no one answered us, because mom had taken out a paper and a pencil and was calculating: Both for the tuition (with the discount, of course), both for the educational fees (without the discount) and for aprons, so much for sacks and a bunch of other boring stuff.

- Πάμε να πούμε τα νέα στο καπλάνι, λέω σιγά στη Μυρτώ. - Let's go tell the news to the chaplain, I say quietly to Myrto.

Όταν μπήκαμε στη σάλα, στην αρχή δε βλέπαμε καθόλου, γιατί οι βυσσινιές βελούδινες κουρτίνες ήτανε κλειστές. When we entered the hall, at first we could not see at all, because the crimson velvet curtains were closed. Σε λίγο τα μάτια μας συνήθισαν στο σκοτάδι και τότε... τρομάξαμε κι οι δυο τόσο πολύ, που πιαστήκαμε από τα χέρια και σταθήκαμε σαν μαρμαρωμένες. Nach einer Weile gewöhnten sich unsere Augen an die Dunkelheit und dann ... wir waren beide so erschrocken, dass wir unsere Hände ergriffen und wie Murmeln dastanden. ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΕΙΧΕ ΓΥΡΙΣΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ! Δε στεκότανε πια, όπως πρώτα, με το κεφάλι προς τον τοίχο, αλλά έτσι που να κοιτάζει το παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα. Er stand nicht mehr wie früher mit dem Kopf an der Wand, sondern so, dass er aus dem Fenster aufs Meer blickte. He was no longer standing, as before, with his head towards the wall, but so that he was looking at the window that looked out at the sea.

Δε λέγαμε τίποτα η μια στην άλλη. We didn't say anything to each other. Μια στιγμή, σκέφτηκα, πως ίσως εμένα να μου φάνηκε έτσι, μα η Μυρτώ μου έσφιγγε δυνατά το χέρι και κατάλαβα πως φοβότανε. For a moment, I thought that maybe it seemed that way to me, but Myrto was squeezing my hand tightly and I understood that she was afraid.

- Είδες; κατάφερα να πω. - Saw; I managed to say.

- Ναι, ψιθυρίζει εκείνη. - Yes, she whispers.

Βγήκαμε τρεχάτες από τη σάλα και πήγαμε στην κουζίνα να βρούμε τη Σταματίνα. We ran out of the hall and went to the kitchen to find Stamatina.

- Ξεσκόνισες τη βιτρίνα; φωνάζουμε κι οι δυο μαζί. - Did you dust the window? we both shout together.

- Τι ξεφωνίζετε; λέει εκείνη. Αν ήτανε, θα σας το έλεγα. Μα η θεία σας δε δίνει το κλειδί. Θέλει να την ξεσκονίσει μόνη της. Sie will sie alleine abstauben.

Βέβαια, τη θεία Δέσποινα δεν είχαμε σκοπό να τη ρωτήσουμε, γιατί σίγουρα θα μας έλεγε:

- Ναι, εγώ το γύρισα.

Ενώ, αν ρωτούσαμε το Νίκο, μπορεί να μας άρχιζε καμιά καινούρια ιστορία του καπλανιού, καμιά περιπέτεια - πως τάχατες γύρισε προς το παράθυρο, για να βλέπει το μαγικό καράβι που θα 'φτανε να το πάρει σε μακρινές χώρες. Whereas, if we asked Niko, he might have started some new story of the goat, some adventure - how he suddenly turned towards the window, to see the magical ship that would arrive to take him to distant lands.

***

Η εξοχή που πηγαίνουμε είναι απέναντι στη χώρα, στην άλλη μεριά της θάλασσας. The countryside we are going to is opposite the country, on the other side of the sea. Τη νύχτα μπορούμε να  βλέπουμε από κει όλα τα φώτα της χώρας κι άμα έχει γαλήνη ακούγονται απόμακρα οι φωνές. At night, we can see all the lights of the country from here, and if it's calm, voices can be heard in the distance. Η εξοχή μας λεγόταν Λαμαγάρι, δεν είναι όμως καθαυτό χωριό. Our countryside was called Lamagari, but it is not a village per se. Εκεί ζούνε μονάχα όσοι δουλεύουνε σε κάτι στενόμακρα κτίρια, που τα λένε «αποθήκες», και φυλάγουν εκεί μέσα τα βαρέλια με τα κρασιά. Dort wohnen nur diejenigen, die in engen Gebäuden, den sogenannten Lagerhäusern, arbeiten und die Weinfässer darin aufbewahren. Μένουνε σε κάτι μικρά χαμηλοτάβανα σπιτάκια, άλλα φτιαγμένα από πλίνθες κι άλλα από πέτρα, που τα λένε τσαρδάκια. Sie leben in einigen kleinen Häusern mit niedrigen Decken, einige aus Ziegeln und andere aus Stein, die Zelte genannt werden. They live in some small low-ceilinged houses, some made of bricks and others of stone, which they call tsardaki.

Είναι και μερικά πέτρινα δίπατα σπίτια, με βεράντες και αυλές, που τα λένε «Πύργους» κι ας έχουνε τρία δωμάτια μονάχα, όπως το δικό μας. There are also some stone two-story houses, with terraces and courtyards, which are called "Towers" even if they only have three rooms, like ours. Εκεί παραθερίζουνε όσοι έχουνε δικές τους τις αποθήκες. Those who have their own warehouses vacation there. Εκτός από μας, που δεν έχουμε μήτε ένα βαρέλι, που να μπορούμε σαν παλιώσει να το βάλουμε στη θάλασσα και να πλέμε μέσα σ' αυτό, σαν σε αληθινή βάρκα. Except for us, who don't even have a barrel that we can put into the sea when it gets old and sail in it, like in a real boat. Έχουμε όμως τον Πύργο μας στο Λαμαγάρι, γιατί κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ο μπαμπάς του παππού είχε αποθήκες, μα τις πούλησε για να σπουδάσει ο παππούς και ν' αγοράσει τους Αρχαίους του. Aber wir haben unseren Turm in Lamagari, weil der Vater meines Großvaters vor vielen Jahren Lagerhäuser hatte, aber er hat sie verkauft, damit sein Großvater studieren und seine Antiker kaufen konnte. But we have our Tower in Lamagari, because once, many years ago, the grandfather's father had warehouses, but he sold them so that the grandfather could study and buy his Ancients.

Μισή ώρα με τη βάρκα από τη χώρα και φτάναμε στο Λαμαγάρι. Half an hour by boat from the country and we arrived at Lamagari. Κάθε χρόνο μηνούμε του κυρ Αντώνη, του βαρκάρη, κι έρχεται να μας πάρει με την «Κρυσταλλία» του. Every year we ask Mr. Antonis, the boatman, and he comes to pick us up with his "Krystallia". Έτσι λένε τη βάρκα του - μ' αυτό το παράξενο όνομα. That's what they call his boat - with that strange name. Σαν τη γυναίκα του που πνίγηκε στη θάλασσα. Like his wife who drowned in the sea. Πολλές φορές, ο κυρ Αντώνης σαν ερχότανε να μας πάρει έφερνε μαζί και την κόρη του την Άρτεμη, που είναι η καλύτερη φιλενάδα μας στο Λαμαγάρι. Many times, when Mr. Antonis came to pick us up, he also brought his daughter Artemis, who is our best friend in Lamagari.

Φεύγουμε με τη θεία Δέσποινα και τον παππού. We leave with Aunt Despina and Grandpa. Ο μπαμπάς κι η μαμά έρχονται μόνο τα Σαββατοκύριακα. Ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί ο μπαμπάς, που δεν έχει γεννηθεί σε νησί, φοβάται τόσο πολύ τη θάλασσα που δε μας αφήνει βήμα να κάνουμε μόνες μας. Because dad, who was not born on an island, is so afraid of the sea that he won't let us take a step alone. Και μας νομίζει τόσο κουτές, να πάμε να γλιστρήσουμε από το μουράγιο και να πέσουμε κατευθείαν με το κεφάλι στη θάλασσα, να πνιγούμε. And it seems so silly to us, to go and slip off the moor and fall straight headfirst into the sea, to drown.

Η θεία Δέσποινα, πάλι, φτάνει να μη γεμίζουμε άμμους το σπίτι, να πλένουμε κάθε βράδυ τα πόδια μας πριν κοιμηθούμε —κι όσο για θάλασσα... «Καλό κάνει να ψηθεί το πετσί σας στο αλάτι». Aunt Despina, again, is enough not to fill the house with sand, to wash our feet every night before going to sleep - and as for the sea... "It's good to bake your skin in salt". Κι ο παππούς, το μόνο που ζητάει από μας είναι να θυμόμαστε το βράδυ το αρχαίο ρητό που μας μαθαίνει κάθε πρωί, την ώρα που τρώμε. Und Großvater, alles, was er von uns verlangt, ist, sich nachts an den alten Spruch zu erinnern, den er uns jeden Morgen beim Essen beibringt. And grandpa, the only thing he asks of us is to remember at night the ancient saying he teaches us every morning, while we eat.

Ήμασταν πια έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το Λαμαγάρι και την παραμονή το βράδυ ο μπαμπάς μας φώναξε να μας πει τις δέκα εντολές, όπως λέγαμε με τη Μυρτώ. Wir waren bereit, nach Lamagari aufzubrechen, und am Vorabend der Nacht rief uns unser Vater an, um uns die zehn Gebote zu sagen, wie wir es mit Myrto gesagt hatten. We were ready to leave for Lamagari and on the eve of the evening, dad called us to tell us the ten commandments, as Myrto and I used to say. Κάθε χρόνο μας έλεγε τα ίδια και τα είχαμε μάθει πια απέξω. Every year he told us the same things and we had already learned them by heart.

Οι δέκα εντολές [του μπαμπά]

1) Να μην κολυμπάμε στα βαθιά. 1) Don't swim in the deep.

2) Να μην περπατούμε ξιπόλητες. 2) Don't walk barefoot.

3) Να μη μένουμε πολλές ώρες μέσα στη θάλασσα.

4) Να μην ανεβαίνουμε στα δέντρα.

5) Να μην τρώμε αγουρίδες. 5) Don't eat cucumbers.

6) Να μην τρώμε άπλυτα σταφύλια.

7) Να μην μπαίνουμε στις βάρκες χωρίς μεγάλους. 7) Not to enter the boats without adults.

8) Να μην σκαρφαλώνουμε στα βράχια. 8) Do not climb the rocks.

9) Να μην πηγαίνουμε πιο μακριά απ' όσο ακούγεται η φωνή της θείας Δέσποινας. 9) Let's not go further than Aunt Despina's voice is heard.

10) Να μην τσακωνόμαστε. 10) Let's not fight.

Εμείς τις ακούγαμε και λέγαμε: Ναι, μπαμπά.

Μα, σα φτάναμε στο Λαμαγάρι, τα ξεχνούσαμε όλα. Πως να κάνουμε όλα αυτά τα «Μη» που ήθελε ο μπαμπάς! Wie man all dieses "Nein" macht, das Papa wollte! How to do all these "Don'ts" that dad wanted! Τότε, γιατί πηγαίναμε εξοχή; Έτσι, οι δέκα εντολές ήτανε μονάχα για τα Σαββατοκύριακα. Then why were we going to the countryside? So the ten commandments were only for the weekends. Αυτές τις μέρες τις έχουμε βγάλει η «απελπισία» μας. Our "desperation" has brought us these days. Όταν συμφωνούνε τ' άλλα παιδιά να πάνε στα πέρα βραχάκια για καβούρια η πεταλίδες, εμείς τους λέμε: «Δε μπορούμε. Άρχισε η απελπισία μας». Our despair has begun."

Καθόμασταν στην τζαμωτή και περιμέναμε να φανεί ο κυρ Αντώνης να μας πάρει. We were sitting in the window and waiting for Mr. Antonis to show up to pick us up. Ένα σωρό βάρκες στη θάλασσα, μα την «Κρυσταλλία» την ξεχωρίσαμε αμέσως. A lot of boats in the sea, but we immediately distinguished "Krystallia".

- Έρχεται, έρχεται! βάλαμε τις φωνές και κρεμαστήκαμε να δούμε αν είναι κι η Άρτεμη μαζί. we raised our voices and hung out to see if Artemis is also with us.

Σε λίγο, στο πλάι του κυρ Αντώνη, ξεχωρίσαμε μία κόκκινη κουκκίδα, που κουνιότανε πέρα δώθε. In a little while, at the side of Mr. Antonis, we distinguished a red dot, which was moving back and forth. Ύστερα ακούστηκαν μακριές φωνές, μέσα από τη θάλασσα. Then long voices were heard, through the sea.

- Μυρτώωωωω! Μεεεελιά.

- Άρτεμηηηηη, ξελαρυγγιαζόμαστε μεις και τώρα πια τη βλέπουμε ξεκάθαρα τη φιλενάδα μας, με το κόκκινο φουστάνι της, να μας κουνάει χέρια και πόδια.

Μόλις μπήκαμε στη βάρκα, αρχίσαμε τ' αγκαλιάσματα.

- Σιγά θα μου μπατάρετε το σπίτι!

Έτσι λέει ο κυρ Αντώνης τη βάρκα του: «το σπίτι». Ίσως, γιατί, το καλοκαίρι κοιμάται κει μέσα.

Η Άρτεμη είναι ένα χρόνο πιο μεγάλη από μένα κι ένα πιο μικρή από τη Μυρτώ. Έτσι την έχομε κι οι δυο μας φιλενάδα. So haben wir beide unsere Freundin. Δεν έχει πάει ποτέ της σχολείο κι ο κυρ Αντώνης δεν ξέρει γράμματα για να της μάθει. Ξέρει όμως ένα σωρό πράγματα η Άρτεμη: Πως λένε το κάθε ψάρι, με τ' όνομά του, ως και κάτι μικρούτσικα ακόμα! Τι δόλωμα χρειάζεται το καθένα. Welche Köder braucht jeder? Σε ποια βραχάκια έχει πεταλίδες και σε ποια κοντά πάνε τα γαριδάκια. Ψαρεύει μόνη της, ως και χταπόδια. Sie fischt alleine, sowie Tintenfische. Κι αν την άφηνε ο κυρ Αντώνης, θα μπορούσε και βάρκα με πανί να μανουβράρει.

- Τι κάνει το καπλάνι; μας ψιθύρισε η Άρτεμη.

Τότε μείς τα είπαμε πια όλα: πως γύρισε κατά τη θάλασσα! Dann sagten wir alles: wie er zurück ans Meer kam!

Στο μουράγιο ήτανε μαζεμένα τα παιδιά και μας περίμεναν. Ο Νώλης, ο Οδυσσέας και η μικρούλα Αυγή. Ξεφώνιζαν όλοι μαζί και, μόλις πατήσαμε το πόδι μας στη στεριά, βγάλανε κάτι σφυρίχτρες από καλάμι κι αρχίσανε να σφυρίζουν. Sie schrien alle zusammen und sobald wir an Land gingen, holten sie ein paar Pfeifen aus einem Rohr und fingen an zu pfeifen. Η θεία Δέσποινα, ο παππούς κι ο κυρ Αντώνης τραβήξανε μπροστά, με τα πράγματα, για τον Πύργο μας και μεις ξοπίσω με τα παιδιά. Aunt Despina, grandfather and Mr. Antonis pulled ahead, with the things, for our Tower and we left with the children.

Στον πύργο μας περίμενε η Σταματίνα, που είχε έρθει μια μέρα πριν να καθαρίσει το σπίτι. Am Turm erwartete uns Stamatina, die am Vortag gekommen war, um das Haus zu putzen. Γρήγορα γρήγορα βγάλαμε τα πέδιλά μας. Η Μυρτώ μάλιστα έδωσε μια στο δικό της, που πήγε και στάθηκε πάνω σ' ένα ράφι.

- Πάνε κι οι δέκα εντολές του μπαμπά, λέει.

Τρέξαμε κάτω «στ' αμπέλι του παππού» (το λέγανε έτσι, γιατί ο παππούς το σκάλιζε και το πότιζε μόνος του), όπου μας περίμεναν τα παιδιά. Δεν μπορούσαμε να τρέξουμε, γιατί τις πρώτες μέρες, ώσπου να σκληραίνουν οι πατούσες, τα πόδια πονούσαν από τις πέτρες και τ' αγκάθια. We could not run, because in the first days, until the soles hardened, the feet hurt from the stones and thorns. Δε θέλαμε όμως να φοράμε παπούτσια, για να μοιάζουμε πιότερο με τα παιδιά από τα τσαρδάκια. But we didn't want to wear shoes, to look more like the children from the tsardaki. Πάρα πολύ τ' αγαπούμε τα παιδιά κι ας λένε: «Μαρή Μυρτώ! We love children too much, even if they say: "Mary Myrto! Μαρή Μέλια!». Mary Melia!". Όταν βλέπουμε κανέναν ξένο στο δρόμο και μας ρωτάει κάτι, απαντούμε χωριάτικα, για να νομίζει πως είμαστε από τα τσαρδάκια. Wenn wir auf der Straße einen Fremden sehen und er uns etwas fragt, antworten wir so rustikal, dass er denkt, wir wären aus den Zelten.

Τα παιδιά, κάτω στ' αμπέλι, είχαν θρονιαστεί πάνω σε μια μεγάλη μυγδαλιά και μας περίμεναν. Τ' αμπέλι του παππού δεν έχει ούτε ένα τσαμπί σταφύλι: Είναι σπαρμένο ντοματιές. Opas Weinberg hat keine einzige Weintraube: Er ist mit Tomaten besät. Στη μέση βρίσκεται μια τεράστια μυγδαλιά. Ο Νίκος μας είχε πει ολόκληρο παραμύθι για τούτο τ' αμπέλι. Μια φορά ήτανε γεμάτο κλήματα, που κάνανε ολόμαυρα σταφύλια. Η μυγδαλιά όμως στεναχωριότανε, που έβλεπε γύρω της όλο μαύρα χρώματα και σκοτεινά. Aber der Mandelbaum war traurig, als er ringsum schwarze Farben und Dunkelheit sah. But the almond tree was saddened, seeing all black and dark colors around it. Τότε μια νύχτα το καπλάνι, που είχε κοιμισμένο το μαύρο του μάτι κι έβλεπε με το γαλάζιο, ήρθε, ξερίζωσε τα σταφύλια και φύτεψε στ' αμπέλι κόκκινες, χαρούμενες ντομάτες, για να χαρεί η μυγδαλιά.

Σκαρφαλώσαμε κι εμείς στο δέντρο κι όλοι ρώταγαν για το καπλάνι, που τους το 'χε κιόλας προλάβει η Άρτεμη, πως γύρισε μέσα στη βιτρίνα, να κοιτάζει κατά τη θάλασσα. Wir kletterten auch auf den Baum und alle fragten nach dem Kaplan, den Artemis schon eingefangen hatte, wie er sich im Schaufenster drehte und aufs Meer blickte. We also climbed the tree and everyone was asking about the goat, which Artemis had already caught up to them, how it turned inside the window, looking towards the sea.

— Ύστερα; ρωτά ο Νώλης. — Later? Nolis asks.

— Τι ύστερα; λέμε μείς. — What next? we say

— Αχ, ας το 'βλεπα μια φορά το καπλάνι! — Ah, let me see the chaplain once! στενάζει ο Νώλης. Κι ας ήτανε μέσα από τη βιτρίνα. Even if it was through the window.

Μα για το καπλάνι δε μιλήσαμε άλλο. Aber wir sprachen nicht mehr über den Kaplan. Γιατί ποιος, έκτος από το Νίκο, μπορούσε να διηγηθεί τις ιστορίες του; Κι ο Νίκος σε λίγες μέρες θα έφτανε στο Λαμαγάρι. Because who, apart from Nikos, could tell his stories? And Nikos would arrive in Lamagari in a few days.

Αρχίσαμε τα χοροπηδήματα και τα κλαδιά της μυγδαλιάς ανεβοκατέβαιναν σαν κούνια. Αν μας έβλεπε κανείς θα ξεχώριζε, πως η Μυρτώ κι εγώ δεν είμαστε από τα τσαρδάκια. Τ' άλλα παιδιά είχανε κιόλας  μαυρίσει. Τα χέρια τους και τα πόδια τους ξάσπριζαν από την αλμύρα της θάλασσας. Ihre Hände und Füße zitterten vom Salz des Meeres. Τα κατάμαυρα μαλλιά της Άρτεμης, εκεί κοντά στις ρίζες, είχανε γίνει σχεδόν ξανθά από τους ήλιους. Σε λίγες, όμως, μέρες θα 'μασταν και μείς έτσι, σαν «μαυροτσούκαλα», που λέει κι ο μπαμπάς, και θα μιλούσαμε όπως μιλάνε στο Λαμαγάρι. Θα λέγαμε: Προύν', κταλ', σαπάν', σακατ'...

- Έρχεται, έρχεται ξεφώνισε ο Νώλης, στ' άξαφνα, κι όλοι γυρίσαμε το κεφάλι. - Es kommt, es kommt, rief Nolis plötzlich, und wir drehten uns alle um.

Ήτανε η Πιπίτσα! Ένα άλλο κοριτσάκι από τη χώρα, που μένει κι αυτή σε Πύργο. Πιπίτσα! Μα μπορεί να υπάρξει πιο γελοίο όνομα; Δεν τη χωνεύουμε καθόλου. Ο μπαμπάς της έχει σχεδόν όλες τις αποθήκες του κρασιού δικές του κι η Πιπίτσα φουσκώνει σαν διάνος όταν λέει τη λέξη: αποθήκες. Ihr Vater hat fast alle Weinläden selbst und Pipitsa schwillt an wie ein Teufel, wenn sie das Wort sagt: Lagerhäuser. Είναι σαν και μένα στα χρόνια, μα ούτε κολύμπι δεν ξέρει. Er ist wie ich im Laufe der Jahre, aber er kann nicht einmal schwimmen. Την έχουμε βγάλει «μεγάλο μπελά», γιατί, όπου πάμε, η μαμά της μας τη φορτώνει. Wir haben ihr "großen Ärger" bereitet, denn wohin wir auch gehen, ihre Mama lädt uns ein. We have gotten her into "big trouble" because wherever we go, her mom charges her. Φάνηκε από πέρα, σειστή και λυγιστή. Είναι χοντρή χοντρή σαν βαρελάκι κι έχει μια ψιλή ψιλή, κλαψιάρικη φωνή.

- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; παραπονέθηκε στη Μυρτώ και σε μένα, σαν έφτασε κοντά. - Warum bist du nicht zu mir gekommen? beschwerte er sich bei Myrto und mir, als wäre er nahe dran.

- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; κορόιδεψε ο Οδυσσέας και κάνει τη φωνή του ολόιδια σαν της Πιπίτσας.

- Καλά, τσιρίζει εκείνη. Κοροϊδεύετε σείς κι εγώ δε θα σας βάλω στη βαρέλα.

Στη βαρέλα! Μεμιάς πηδήξαμε όλοι από το δέντρο κάτω. Από πέρυσι την παρακάλαγε ο Νώλης να ζητήσει από τον μπαμπά της μια παλιά βαρέλα του κρασιού. Ο Νώλης μας είχε πει, πως μπορούσε η βαρέλα  να πλέει, σαν αληθινή βάρκα. Γι' αυτό και μεις λέγαμε, πως ήτανε κρίμα, που ο πατέρας του παππού πούλησε τις αποθήκες του. Deshalb haben wir früher gesagt, dass es schade ist, dass der Vater meines Großvaters seine Lager verkauft hat. Δεν κράταγε μια βαρέλα τουλάχιστον! Es hielt zumindest kein Fass!

- Μαρή, δε λες ψέματα; αγρίεψε ο Νώλης.

- Να νεκροφιλήσω τη μαμά και τον μπαμπά, θέλω και δε θέλω, λέει η Πιπίτσα και φιλάει σταυρό τα χέρια. - Mama und Papa zu nekrophilisieren, ich will und ich will nicht, sagt Pipitsa und küsst ihre Hände quer.

Γι' αυτό δεν τη χωνεύουμε! Δε λέει σαν όλα τα παιδιά: «Λόγω τιμής» Μα: «Να νεκροφιλήσω τη μαμά». «Να με μαζέψουν κομματάκια στο ζεμπίλι», κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες.

Αρχίσαμε να τη ρωτάμε για τη βαρέλα, πόσο μεγάλη είναι, που βρίσκεται, πότε μπορούμε να την πάρουμε... Εκείνη μας κοίταζε αμίλητη, για να μας κάνει να σκάσουμε κι αφού έφαγε τα νύχια της από το ένα χέρι, είπε: Wir fingen an, sie nach dem Fass zu fragen, wie groß es ist, wo es ist, wann wir es bekommen können ... Sie sah uns sprachlos an, um uns zum Platzen zu bringen, und nachdem sie mit einer Hand ihre Fingernägel gegessen hatte, sagte sie:

- Είναι, στην αποθήκη μας. Ο μπαμπάς είπε πως και τώρα, αν θέμε, μπορούμε να την πάρουμε.

Μόλις όμως κάναμε να ξεκινήσουμε, μας σταμάτησε: Aber sobald wir anfingen, stoppte er uns:

- Θα με ξανακοροϊδέψετε; Αλλιώς δεν πάμε πουθενά!

- Όοοχι. Όοοοχι! φωνάζουμε όλο μαζί.

- Ορκιστείτε.

- Ορκιζόμαστε!

- Όχι, όχι, διαμαρτύρεται κείνη. Να πείτε: Να μας δεις με τη γλώσσα κρεμασμένη και τ' άντερα χυμένα έξω!

- Τέτοιες σαχλαμάρες δε λέμε, θύμωσε για καλά ο Νώλης. Μη μας δώσεις την ψωροβαρέλα σου.

- Κι όλο το καλοκαίρι μην έρθεις, ούτε μια φορά, να παρακαλέσεις να σε παίξουμε, απειλεί η Μυρτώ.

- Θα σου βάλουμε και τσούχτρα στην πλάτη, της φωνάζει ο Οδυσσέας.

- Καλέ, δεν την παρατάτε! λέει η Άρτεμη.

- Καλά, υποχωρεί κλαψουρίζοντας η Πιπίτσα. Πείτε μόνο: «Λόγω τιμής».

Έτσι είπαμε «Λόγω τιμής», μας έβαλε όμως να το πούμε από τρεις φορές ο καθένας. So we said "Out of honor", but he made us say it three times each.