×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ζέη, Άλκη - Το καπλάνι της βιτρίνας, 2. Οι Πέμπτες, το καπλάνι, ο δεσπότης και ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ.

2. Οι Πέμπτες, το καπλάνι, ο δεσπότης και ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ.

2.Οι Πέμπτες, το καπλάνι, ο δεσπότης και ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ.

Αν οι Κυριακές ήτανε οι πιο βαρετές μέρες, οι Πέμπτες είναι οι πιο διασκεδαστικές. Γιατί κάθε Πέμπτη δεχόταν επισκέψεις η θεία Δέσποινα. Τότε ανοίγει τη μεγάλη σάλα, που όλες τις άλλες μέρες είναι κλειστή και κανείς δεν πατάει κει μέσα. Έτσι, τις Πέμπτες μπορούσαμε να δούμε το καπλάνι, που στέκει βαλσαμωμένο σε μια βιτρίνα μέσα στη σάλα. Όταν ήμασταν μικρές, η θεία Δέσποινα μας φοβέριζε. «Για κάνετε καμιά ζημιά και θα σας κλείσω στη βιτρίνα με το καπλάνι!». Τότε φοβόμασταν, τώρα όμως που παρακαλούμε να μας ανοίξει τη βιτρίνα, για να τ' αγγίξουμε, να δούμε από κοντά τα παράξενα μάτια του, που το ένα είναι μαύρο και τ' άλλο καταγάλανο, δε μας κάνει τη χάρη.

Εκείνη επιμένει πως τα μάτια του καπλανιού είναι χάντρινα. Σαν το βαλσάμωσαν, έκαναν λάθος και του έβαλαν παράταιρα. Λέει έτσι, γιατί δεν ξέρει τη θαυμαστή ιστορία, που μας διηγιέται ο Νίκος.

...Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στο δάσος ένας τίγρης, ένα καπλάνι όπως το λένε στο νησί μας, (αυτό που είναι μέσα στη βιτρίνα) κι είχε ένα μαύρο μάτι κι ένα καταγάλανο. Έτσι είχε γεννηθεί. Τη μια μέρα είχε ανοιχτό το γαλάζιο μάτι και το μαύρο κοιμότανε, την άλλη μέρα έβλεπε με το μαύρο και το γαλάζιο έμενε κλειστό.

Σαν έβλεπε με το γαλάζιο μάτι, ήτανε ήμερο σαν γάτα, τριγύριζε ανάμεσα στους ανθρώπους, τους βοηθούσε κι έπαιζε με τα παιδιά και τα ζωάκια στο δάσος. Όταν όμως άνοιγε το μαύρο μάτι, γινόταν άγριο, χαλούσε τις δουλειές των ανθρώπων και τα ζωάκια έτρεχαν να κρυφτούνε στις τρύπες τους, σαν το άκουγαν να περνά. Ο Νίκος μας διηγείται ένα σωρό περιπέτειες του καπλανιού κι όχι μόνο σε μας, αλλά και σε άλλα παιδιά, όταν πηγαίνουμε στην εξοχή το καλοκαίρι.

Μόλις ξυπνήσαμε, θυμήθηκα αμέσως πως είναι Πέμπτη, γιατί η Μυρτώ με ρώτησε:

- Δε μου θυμίζεις καμιά εξυπνάδα μου;

Η Μυρτώ είναι «το καμάρι της θείας Δέσποινας». Έτσι τη φωνάζει πειραχτικά ο Νίκος. Τις Πέμπτες, η θεία Δέσποινα μας φωνάζει να κατεβούμε στο σαλόνι, όταν έρθουν οι επισκέψεις της. Τότε βάζει τη Μυρτώ να πει τις εξυπνάδες της (εμείς τις βαφτίσαμε έτσι).

- Λοιπόν, θα μου θυμήσεις καμιά εξυπνάδα; ξαναρωτά η Μυρτώ.

- Πες, της λέω, που σαν ήσουνα τεσσάρω χρονώ, ρώτησες τον δεσπότη αν κατουριότανε απάνω του, σαν ήτανε μικρός.

- Τρελάθηκες; Σήμερα θα 'ναι κι ο δεσπότης!

- Τότε, πες αυτό, που είπες στον παππού την Κυριακή, όταν σε ρώτησε, αν θέλεις να σου δώσει κι άλλα καρύδια, η να σου πει ένα μύθο κι εσύ είπες: «Φυσικά, καρύδια, αφού ο μύθος δεν τρώγεται».

- Κι αυτό είναι εξυπνάδα; απόρησε η Μυρτώ.

- Φαίνεται είναι, κάνω εγώ, γιατί άκουσα τον παππού, που το διηγιότανε στη θεία Δέσποινα κι εκείνη είπε: «Τι έξυπνο!»

- Καλά, συμφωνεί η Μυρτώ. Μια, όμως, δε φτάνει.

- Βρήκα, φώναξα. Θυμάσαι που, σαν είχε σπάσει ο μπαμπάς το πόδι του, εσύ τον ρώτησες: «Αν πεθάνεις, μπαμπά, που θα βρίσκουμε λεπτά να τρώμε;»

- Ευχαριστώ, Μέλια, που μου το θύμισες, λέει η Μυρτώ με ένα ύφος, μα τι ύφος!

Αλήθεια! Δεν είπα πως με λένε Μέλια! Ίσως γιατί ντρέπομαι λιγάκι για το όνομά μου. Όλοι με φωνάζουν Μέλια. Το πραγματικό μου όμως όνομα είναι Μέλισσα. Ο παππούς ήθελε να με βγάλουν έτσι, γιατί έλεγαν τη γιαγιά. Στο σπίτι έχουμε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Σε μια είναι ένα μωρό, με κεφάλι κουρούπι. «Η βασίλισσα Μέλισσα» γράφει από κάτω. Κι αυτή είμαι εγώ! ! Ο παππούς λέει, πως Μέλισσα ήτανε μια αρχαία βασίλισσα. Μα φαίνεται, έξω από τον παππού, κανείς δεν το ξέρει. Γιατί μικροί και μεγάλοι μόλις πω πως με λένε Μέλισσα με ρωτάνε: «Μέλι γλυκύτατο;»

Η μαμά μπήκε στο δωμάτιό μας και, σα μας είδε με τις νυχτικές ακόμα, έβαλε τις φωνές.

- Ο παππούς σας περιμένει για μάθημα κι εσείς τριγυρίζετε ακόμα με τα νυχτικά. Α ν δεν πάτε σχολείο, δε θα στρώσετε.

- Λες και δε θέλουμε να πάμε, μου λέει η Μυρτώ την ώρα που πλενόμασταν στα βιαστικά.

Κατεβαίναμε τρεχάτες τις σκάλες να πάμε στον παππού, που μας περίμενε, κι η Μυρτώ μουρμούριζε το 7X7. Μια στιγμή μπερδεύτηκε το πόδι της και πήρε κουτρουβάλα τις σκάλες.

- Είδες, της φωνάζω, που είχε δίκιο ο παππούς, Δεν πρόλαβες να μάθεις καλά καλά την προπαίδεια και πέταξες κιόλας!

- Σα-χλα-μα-ρες, λέει εκείνη φουρκισμένη. Να κοιτάς τον εαυτό σου, που δεν ξέρεις ακόμα ούτε πόσους στήμονες έχει η μηλέα.

- Μα εσύ με περνάς δυό τάξεις, γι' αυτό ξέρεις...

Καλά που με φώναξε ο παππούς, γιατί αλλιώς θα είχαμε πιαστεί στα γερά. Έτσι είναι η Μυρτώ. Άμα μάθει κάτι καινούριο, όλο κοκορεύεται. Από τότε, μάλιστα, που μαθαίνει για τα φυτά, δεν αφήνει κανένα σε ησυχία. Ως και τη Σταματίνα ρωτάει: «Ξέρεις πόσους στήμονες έχει η μηλέα η η αχλαδέα;»

Μα η Σταματίνα η καημένη ούτε το όνομά της δεν ξέρει να γράφει.

Το απόγευμα καθόμασταν στο δωμάτιό μας και περιμέναμε τη Σταματίνα να μας φωνάξει να κατέβουμε στη σάλα. Την περασμένη Πέμπτη ήμουνα άρρωστη και δεν πήγαμε. Έτσι είχαμε δεκαπέντε ολόκληρες μέρες να δούμε το καπλάνι.

Ή Σταματίνα μας είχε υποσχεθεί πως όταν ήτανε να κάνουν γενική καθαριότητα, πριν φύγουμε για την εξοχή, θα κατάφερνε τη θεία Δέσποινα να της δώσει το κλειδί της βιτρίνας, για να την ξεσκονίσει και τότε θα μας φώναζε να δούμε το καπλάνι από κοντά. Πόσα δε θα 'χουμε να διηγηθούμε στα παιδιά στην εξοχή, σαν τ' αγγίξουμε με το χέρι μας και δούμε αν τα μάτια του είναι χάντρινα η αληθινά;

Η Σταματίνα μπήκε στο δωμάτιο φουρκισμένη.

— Τι με στέλνει, λέει, αφού κάθε φορά αρνιέται να κατέβει!

Η θεία Δέσποινα, κάθε Πέμπτη, στέλνει τη Σταματίνα να πει του παππού να 'ρθει στη σάλα στις επισκέψεις της. Μα κάθε φορά ο παππούς δεν ερχόταν.

- Σήμερα, μάλιστα, συνεχίζει η Σταματίνα, που θα 'ναι κι ο τράγος! Ο παππούς σας ούτε να τον δει δεν μπορεί.

- Ποιος τράγος; πεταχτήκαμε εμείς.

- Ο δεσπότης, είπε η Σταματίνα κι αμέσως μας κοίταξε αυστηρά.

- Δείτε τώρα να το μαντατέψετε στην κυρία, πως τον είπα έτσι.

Η Μυρτώ τότε θύμωσε για καλά.

- Το ξέρεις, πως εμείς δε μαντατεύουμε!

- Καλά ντε, γέλασε η Σταματίνα. Είπα μόνο.

Ύστερα, ξέπλεξε την κοτσίδα της Μυρτώς κι άρχισε να τη χτενίζει. Η Μυρτώ έχει ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια. Είναι πολύ όμορφη. Έτσι λένε όλοι. Μοιάζει στη θεία Δέσποινα, σαν ήτανε νέα. Γι' αυτό είναι η αγαπημένη της. Σαν πεθάνει η θεία Δέσποινα, θα της αφήσει το σπίτι που μένουμε, που είναι τώρα δικό της. Εγώ έχω μαύρα σγουρά μαλλιά και μοιάζω του μπαμπά. Μα εκείνος δεν έχει τίποτα να μου αφήσει. Έξω από το χαρτοφύλακά του, που είναι πέτσινος κι έχει απάνω ανάγλυφο ένα ελάφι. Η Μυρτώ λέει πως θα μένουμε πάντα μαζί. Τι να το κάνει μόνη της ένα τόσο μεγάλο σπίτι!

- Για σκέψου, της λέω, να 'ναι ολόδικό μας το σπίτι! Θ' ανοίγουμε τη βιτρίνα, όταν το καπλάνι βλέπει με το γαλάζιο μάτι και θα τ' αφήνουμε να τριγυρνάει όσο θέλει.

---

Όταν κατεβήκαμε στη σάλα, ήτανε γεμάτη κόσμο.

Ο δεσπότης καθότανε μαζί με τρεις κυρίες και παίζανε χαρτιά. Η θεία Δέσποινα μας έγνεψε να πάμε να του φιλήσουμε το χέρι. Εμείς περιμέναμε λιγάκι, γιατί μοίραζε την τράπουλα. Ύστερα μας το έδωσε να το φιλήσουμε, χωρίς καν να μας κοιτάξει. Το χέρι του ήτανε κρύο και μαλακό σαν ψωμί.

Μετά τρυπώσαμε γρήγορα γρήγορα πίσω από τη βιτρίνα και κανείς δε θυμήθηκε, αυτή τη φορά, να ζητήσει από τη Μυρτώ να πει τις εξυπνάδες της, γιατί συζητούσανε όλοι μαζί και φωνάζανε τόσο που μια στιγμή νομίσαμε πως ζωντάνεψε το μαύρο μάτι του καπλανιού και τους κοίταζε άγρια.

Ήτανε παράξενο να κοιτάμε τις επισκέψεις μέσα από τα τζάμια της βιτρίνας. Ο νομάρχης, που είναι κοντός και αδύνατος, μια γινότανε ψηλός ψηλός, μια κοντός και παχουλός.

Έλεγε, πως η πατρίδα κινδυνεύει και πως μόνος ο βασιλιάς δεν μπορεί να τη σώσει. Ύστερα, είπε πως θα 'ρθουν οι μπολσεβίκοι. Εμάς, τα παιδιά, θα μας πάρουνε από τους γονείς μας και το δεσπότη θα τον κρεμάσουνε στη μέση της πλατείας!

Η κυρία νομάρχου φορούσε πάντα άσπρα πέτσινα γάντια, ως τους αγκώνες. Δεν τα 'βγαζε ούτε για να πιει τον καφέ της. Κουνούσε τα χέρια της κι έλεγε με ψιλή, τραγουδιστή φωνή.

- Τίιιιιι φρίιιιιικηηηη. Τίιιιιι φρίιιιιικηηηη.

- Κοίταξε, λέω στη Μυρτώ, από αυτή τη γωνιά, μέσα από το γυαλί και θα δεις πως τα χέρια της μοιάζουν με κλαδιά.

Η Μυρτώ στριμώχτηκε κοντά μου, για να δει. Τότε κάποιος μίλησε με τόσο δυνατή φωνή, που τραντάχτηκε η βιτρίνα και μας φάνηκε πως το καπλάνι σάλεψε από τη θέση του. Ήτανε ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ. Δεν είναι αυτό το όνομά του, εμείς τον βαφτίσαμε έτσι. Είναι πρόξενος της Ολλανδίας στο νησί μας και σε κάθε φράση που λέει πρέπει χωρίς άλλο να προσθέσει: «Λοιπόν που λέτε στο Άμστερνταμ...» κι ας μην έχει πάει ούτε μια φορά εκεί πέρα.

Μπορεί το Άμστερνταμ να είναι πρωτεύουσα της Ολλανδίας, μα εμάς μας θυμίζει το ακαταλαβίστικο τραγουδάκι, που λέμε, όταν τα «βγάζουμε», στο κρυφτό:

«Αμ-στρα-νταμ,

πίκι-πίκι-ραμ,

πούρι-πούρι-ρα,

Αμ-στρα-νταμ».

- Ένα Χίτλερ, ένα Χίτλερ χρειάζεται η Ελλάδα, ξεφώνιζε λοιπόν ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ.

Ύστερα ακούστηκε σιγανή η φωνή της μαμάς.

- Ε , όχι δα και Χίτλερ, κύριε πρόξενε!

Τότε, ο μπαμπάς έγνεψε της μαμάς να σωπάσει και η θεία Δέσποινα άρχισε να προσφέρει καφέ και γλυκό. Εμείς βγήκαμε πίσω από τη βιτρίνα, για να δούμε αν σερβίρισε το γλυκό στο σερβίτσιο που πάνω ήτανε ζωγραφισμένα κάτι παράξενα πολύχρωμα πουλιά. Ο μπαμπάς όμως, μόλις μας πήρε είδηση, μας είπε να πάμε στο δωμάτιό μας. Εγώ πρόλαβα και είδα τα χέρια του που τρέμανε, όπως όταν είναι πολύ θυμωμένος.

Εμείς δεν πήγαμε στην κάμαρά μας, αλλά τρέξαμε κατευθείαν στον παππού.

Ο παππούς ήτανε ανεβασμένος στο πάνω πάνω σκαλί της σκαλίτσας, που έχει για να φτάνει τα ψηλά ράφια της βιβλιοθήκης, και ξεφύλλιζε έναν αρχαίο.

- Παππού, θα κρεμάσουνε το δεσπότη στη μέση της πλατείας, λέει η Μυρτώ. Και σα φυσάει αέρας το ράσο του θ' ανεμίζει.

- Παππού, λέω κι εγώ με τη σειρά μου, εμάς τα παιδιά θα μας πάρουνε από σας κι ίσως μας ρίξουνε σ' ένα λάκκο με ασβέστη και...

Δε μ' άφησε ο παππούς ν' αποτελειώσω κι έκλεισε θυμωμένα τον αρχαίο του.

- Τι κουταμάρες είναι αυτές που λέτε!

- Δεν τις λέμε μεις, ο νομάρχης τις λέει, έκανε η Μυρτώ. Είπε μάλιστα πως θα γίνουνε όλα αυτά, σαν έρθουν οι μπολσεβίκοι.

Ο παππούς τότε αγρίεψε πάρα πολύ · ποτέ δεν τον είχαμε δει έτσι. Κατέβηκε από τη σκαλίτσα και ήρθε κοντά μας. Ύστερα μας είπε πολύ σοβαρά:

- Αυτά όλα είναι κουταμάρες κι ας τα είπε ο νομάρχης! Δεν τους φτάνει, βλέπεις, ο βασιλιάς, θένε και χειρότερα.

- Τι χειρότερα, παππού;

Τότε, ο παππούς άρχισε να μιλάει για τους αρχαίους Έλληνες, που είχανε έναν αρχηγό και τον λέγανε Περικλή (σκέψου: σαν τον διευθυντή του μπαμπά!) κι είχανε δημοκρατία κι όλοι οι άνθρωποι ζούσανε καλά κι ευτυχισμένα. Γι' αυτό, κείνη η εποχή λέγεται: ο χρυσούς αιών του Περικλεούς. Έτσι και μεις είχαμε δημοκρατία, μα τώρα είναι ο βασιλιάς. Το χειρότερο όμως απ' όλα είναι η δικτατορία... Θα 'λεγε κι άλλα ο παππούς, μα εμείς νυστάξαμε και χασμουριόμασταν τόσο, που μας είπε:

- Τρεχάτε τώρα στα κρεβάτια σας κι όνειρα γλυκά!

Την ώρα που πλέναμε τα δόντια μας, πριν κοιμηθούμε, η Μυρτώ είπε να πλύνουμε τα χείλια μας με σαπούνι, γιατί είχαμε φιλήσει το χέρι του δεσπότη. Ύστερα κάναμε «χου» και ρωτούσαμε η μια την άλλη: «Μυρίζω δεσποτίλα;»

Όταν ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε η Μυρτώ μου λέει:

- Ας λέει ο παππούς για τον Περικλή του, εγώ αγαπώ τους βασιλιάδες. Η θεία Δέσποινα είπε πως, αν δεν ήτανε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, η Ελλάδα θα 'τανε ακόμα σκλάβα στους Τούρκους.

- Τι λες, καλέ, θύμωσα εγώ. Ο παππούς είπε πως, αν δεν ήτανε ο Βενιζέλος, θα 'χαμε ακόμα τουρκοκρατία.

- Όχι, ο βασιλιάς, πεισμώνει εκείνη.

- Ο Νίκος είπε, πως όλοι οι βασιλιάδες είναι βλάκες.

- Στα παραμύθια!

- Όχι, στ' αλήθεια!

- Είσαι μικρή και δεν καταλαβαίνεις τίποτα!

- Κι εσύ είσαι ζαβολιάρα, ζαβολιάρα, ζαβολιάρα, της λέω όλο θυμό. Πέρυσι ήσουνα Βενιζελικιά, έκοβες τις φωτογραφίες του Βενιζέλου κι έλεγες μάλιστα πως ήθελες να τον είχες παππού.

- Ε, και τι μ' αυτό; Τώρα θέλω το βασιλιά! φωνάζει η Μυρτώ.

- Ξέχασες, συνεχίζω, που σαν ήμασταν μικρές κι ήρθε ο Βενιζέλος στο νησί μας, στα εγκαίνια του ταχυδρομείου, έδωσε το χέρι του στον παππού κι εμάς μας χάιδεψε τα κεφάλια. Θυμάσαι, που ύστερα τα μαλλιά μας μυρίζανε σαπούνι «Κοτικούρα»... όχι δεσποτίλας.

- Σπουδαίο το πράγμα, λέει κοροϊδευτικά η Μυρτώ. Ο βασιλιάς θα πλένεται με τριανταφυλλόνερο και γιασεμόνερο και θα 'χει ολόχρυση κορόνα στο κεφάλι.

Εκείνη την ώρα μπήκε η Σταματίνα στην κάμαρά μας να κλείσει τα παραθυρόφυλα και τη ρωτήσαμε:

- Σταματίνα, εσύ με ποιόν είσαι; Με το Βενιζέλο η το βασιλιά;

- Με τον κακό μου τον καιρό είμαι, απάντησε εκείνη. Ορίστε κουβέντες που βρήκατε να κάνετε βραδιάτικα.

Ύστερα έκλεισε τα παράθυρα βροντώντας τα με δύναμη και συνέχισε:

- Ο ποιος και να 'ρθει, μονάχα εμένα που δε θα ρωτήσει. Εγώ έτσι κι αλλιώς δούλα κι αγράμματη θα 'μαι.

Πολύ μπερδεμένα κι ακαταλαβίστικα είναι όλα, συλλογίστηκα σαν έφυγε η Σταματίνα.

- ΕΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ; φωνάζει η Μυρτώ από το κρεβάτι της.

- ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, λέω εγώ πεισμωμένα και ρωτώ με τη σειρά μου:

- ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;

- ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, σχεδόν τραγουδιστά, απαντάει η Μυρτώ.

2. Οι Πέμπτες, το καπλάνι, ο δεσπότης και ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ. 2\. Die Fünften, der Kaplan, der Despot und Herr Amstradam Pikipikiram. 2\. The Thursdays, the chaplain, the despot and Mr. Amsterdam Pikipiram. 2. Jueves, el caplan, el déspota y el Sr. Amstradam Pikipikiram. 2. Les jeudis, le caplan, le despote et M. Amstradam Pikipikiram. 2. Giovedì, il caplan, il despota e il signor Amstradam Pikipikiram. 2. Czwartki, kaplan, despota i pan Amstradam Pikipikiram. 2. Quintas-feiras, o caplan, o déspota e o Sr. Amstradam Pikipikiram. 2. 第五家族,牧师,暴君和阿姆斯特拉丹·皮基皮基拉姆先生。

2.Οι Πέμπτες, το καπλάνι, ο δεσπότης και ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ. 2\. Die Donnerstage, der Kaplan, der Despot und Herr Amstradam Pikipikiram. 2\. Thursdays, the chaplain, the despot and Mr. Amsterdam Pikipikiram.

Αν οι Κυριακές ήτανε οι πιο βαρετές μέρες, οι Πέμπτες είναι οι πιο διασκεδαστικές. Wenn Sonntage die langweiligsten Tage waren, macht Donnerstag am meisten Spaß. If Sundays were the most boring days, Thursdays are the most fun. Se la domenica era il giorno più noioso, il giovedì è il più divertente. Γιατί κάθε Πέμπτη δεχόταν επισκέψεις η θεία Δέσποινα. Denn jeden Donnerstag empfing Tante Despina Besuch. Because every Thursday Aunt Despina received visits. Perché ogni giovedì zia Despina riceveva visite. Τότε ανοίγει τη μεγάλη σάλα, που όλες τις άλλες μέρες είναι κλειστή και κανείς δεν πατάει κει μέσα. Dann öffnet er die große Halle, die an allen anderen Tagen geschlossen ist und niemand hineingeht. Then he opens the big hall, which is closed every other day and no one steps in. Poi apre la sala grande, che negli altri giorni è chiusa e nessuno vi entra. Έτσι, τις Πέμπτες μπορούσαμε να δούμε το καπλάνι, που στέκει βαλσαμωμένο σε μια βιτρίνα μέσα στη σάλα. So konnten wir donnerstags den Kaplan sehen, der einbalsamiert in einer Vitrine im Saal steht. So, on Thursdays we could see the chaplain standing embalmed in a shop window in the hall. Così, il giovedì potevamo vedere i caplani, in piedi, impagliati in una finestra della sala. Όταν ήμασταν μικρές, η θεία Δέσποινα μας φοβέριζε. Als wir klein waren, hat Tante Despina uns gemobbt. When we were little, Aunt Despina bullied us. Quando eravamo piccoli, zia Despina ci maltrattava. «Για κάνετε καμιά ζημιά και θα σας κλείσω στη βιτρίνα με το καπλάνι!». „Denn du tust nichts und ich sperre dich mit dem Kaplan ins Schaufenster!“. "For you do no harm and I will lock you in the shop window with the chaplain!". Τότε φοβόμασταν, τώρα όμως που παρακαλούμε να μας ανοίξει τη βιτρίνα, για να τ' αγγίξουμε, να δούμε από κοντά τα παράξενα μάτια του, που το ένα είναι μαύρο και τ' άλλο καταγάλανο, δε μας κάνει τη χάρη. Wir hatten damals Angst, aber jetzt, wo wir ihn bitten, das Fenster für uns zu öffnen, damit wir ihn berühren können, um seine seltsamen Augen aus der Nähe zu sehen, von denen eines schwarz und das andere blau ist, tut er uns keinen Gefallen . Then we were afraid, but now that we ask him to open the window for us, to touch it, to see up close his strange eyes, one of which is black and the other blue, he does us no favors. Allora avevamo paura, ma ora che gli chiediamo di aprire la finestra per toccarlo, per vedere i suoi strani occhi, uno nero e l'altro blu, non ci fa un favore.

Εκείνη επιμένει πως τα μάτια του καπλανιού είναι χάντρινα. Sie besteht darauf, dass die Augen der Hirsche Knopfaugen sind. She insists that the kaplani's eyes are beaded. Insiste sul fatto che gli occhi dell'impiallacciatura sono fissi. Σαν το βαλσάμωσαν, έκαναν λάθος και του έβαλαν παράταιρα. Als hätten sie es einbalsamiert, machten sie einen Fehler und legten es an die falsche Stelle. As if they embalmed it, they made a mistake and put it in the wrong place. Mentre lo impagliavano, hanno commesso un errore e lo hanno messo fuori posto. Λέει έτσι, γιατί δεν ξέρει τη θαυμαστή ιστορία, που μας διηγιέται ο Νίκος. Er sagt es, weil er die wunderbare Geschichte nicht kennt, die uns Nikos erzählt. He says so, because he does not know the wonderful story that Nikos tells us.

...Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στο δάσος ένας τίγρης, ένα καπλάνι όπως το λένε στο νησί μας, (αυτό που είναι μέσα στη βιτρίνα) κι είχε ένα μαύρο μάτι κι ένα καταγάλανο. ... Es war einmal im Wald ein Tiger, ein Kaplani, wie man ihn auf unserer Insel nennt, (der in der Vitrine) und er hatte ein blaues und ein blaues Auge. ... Once upon a time, a tiger lived in the forest, a chaplain as they say on our island, (what is in the shop window) and had a black eye and a deep blue. Έτσι είχε γεννηθεί. Er wurde so geboren. That's how he was born. Τη μια μέρα είχε ανοιχτό το γαλάζιο μάτι και το μαύρο κοιμότανε, την άλλη μέρα έβλεπε με το μαύρο και το γαλάζιο έμενε κλειστό. An einem Tag war sein blaues Auge offen und das schwarze schlief, am nächsten Tag sah er mit dem blauen Auge und das blaue war geschlossen. One day he had the blue eye open and the black one was asleep, the next day he was looking with the black one and the blue one was closed.

Σαν έβλεπε με το γαλάζιο μάτι, ήτανε ήμερο σαν γάτα, τριγύριζε ανάμεσα στους ανθρώπους, τους βοηθούσε κι έπαιζε με τα παιδιά και τα ζωάκια στο δάσος. Als könnte er mit dem blauen Auge sehen, war er zahm wie eine Katze, wanderte unter Menschen umher, half ihnen und spielte mit den Kindern und Tieren im Wald. As if looking with the blue eye, he was tame like a cat, wandering among people, helping them and playing with children and animals in the forest. Όταν όμως άνοιγε το μαύρο μάτι, γινόταν άγριο, χαλούσε τις δουλειές των ανθρώπων και τα ζωάκια έτρεχαν να κρυφτούνε στις τρύπες τους, σαν το άκουγαν να περνά. Aber als sich das blaue Auge öffnete, wurde es wild, es verdarb die Arbeit der Menschen und die Tiere rannten, um sich in ihren Löchern zu verstecken, als ob sie es vorbeiziehen hörten. But when the black eye opened, it became wild, it spoiled the work of people and the animals ran to hide in their holes, as if they heard it passing. Ma quando l'occhio nero fu aperto, divenne selvaggio, rovinò gli affari della gente e gli animaletti corsero a nascondersi nelle loro tane, come se l'avessero sentito passare. Ο Νίκος μας διηγείται ένα σωρό περιπέτειες του καπλανιού κι όχι μόνο σε μας, αλλά και σε άλλα παιδιά, όταν πηγαίνουμε στην εξοχή το καλοκαίρι. Nikos erzählt uns viele Abenteuer der Ziege und nicht nur uns, sondern auch anderen Kindern, wenn wir im Sommer aufs Land gehen. Nikos tells us a lot of adventures of the kaplani not only to us, but also to other children, when we go to the countryside in the summer.

Μόλις ξυπνήσαμε, θυμήθηκα αμέσως πως είναι Πέμπτη, γιατί η Μυρτώ με ρώτησε: Als wir aufwachten, erinnerte ich mich sofort daran, dass es Donnerstag war, denn Myrto fragte mich: As soon as we woke up, I immediately remembered that it was Thursday, because Myrto asked me:

- Δε μου θυμίζεις καμιά εξυπνάδα μου; - Erinnerst du mich nicht an meine Intelligenz? - Do not you remind me of any of my cleverness? - Non mi ricorda nessuna delle mie battute?

Η Μυρτώ είναι «το καμάρι της θείας Δέσποινας». Myrto ist „der ganze Stolz von Tante Despina“. Myrto is "the pride of Aunt Despina". Myrto è "l'orgoglio di zia Despina". Έτσι τη φωνάζει πειραχτικά ο Νίκος. So nennt Nikos sie neckend. This is how Nikos teases her. È così che Nikos la chiama scherzosamente. Τις Πέμπτες, η θεία Δέσποινα μας φωνάζει να κατεβούμε στο σαλόνι, όταν έρθουν οι επισκέψεις της. Donnerstags ruft uns Tante Despina ins Wohnzimmer, wenn ihre Besucher kommen. On Thursdays, Aunt Despina yells at us to go down to the living room, when her visits come. Τότε βάζει τη Μυρτώ να πει τις εξυπνάδες της (εμείς τις βαφτίσαμε έτσι). Dann bringt er Myrto dazu, ihre Klugheit zu sagen (so haben wir sie getauft). Then he puts Myrto to say her cleverness (that's how we christened them). Sonra Myrto'ya espriler (biz öyle derdik) söyletir.

- Λοιπόν, θα μου θυμήσεις καμιά εξυπνάδα; ξαναρωτά η Μυρτώ. - Also, wirst du mich an irgendeinen Witz erinnern? fragt Myrto erneut. - Well, will you remind me of any cleverness? Myrto asks again.

- Πες, της λέω, που σαν ήσουνα τεσσάρω χρονώ, ρώτησες τον δεσπότη αν κατουριότανε απάνω του, σαν ήτανε μικρός. - Sagen Sie mir, ich sage ihr, dass Sie den Despoten gefragt haben, ob er ihn anpinkelt, als ob Sie vier Jahre alt wären, als wäre er klein. - Tell me, I tell her, that as if you were four years old, you asked the despot if he peed on him, as if he were small. - Dite, dico, che quando avevate quattro anni avete chiesto al despota se da bambino gli aveva fatto la pipì addosso.

- Τρελάθηκες; Σήμερα θα 'ναι κι ο δεσπότης! - Du bist von Sinnen; Heute wird er auch der Despot sein! - Are you out of your mind; Today he will be the despot too!

- Τότε, πες αυτό, που είπες στον παππού την Κυριακή, όταν σε ρώτησε, αν θέλεις να σου δώσει κι άλλα καρύδια, η να σου πει ένα μύθο κι εσύ είπες: «Φυσικά, καρύδια, αφού ο μύθος δεν τρώγεται». - Sagen Sie dann, was Sie am Sonntag zu Ihrem Großvater gesagt haben, als er Sie gefragt hat, ob er Ihnen mehr Nüsse geben oder Ihnen einen Mythos erzählen möchte, und Sie sagten: "Natürlich Nüsse, da der Mythos nicht gegessen wird". - Then, say what you said to your grandfather on Sunday, when he asked you if he wanted to give you more nuts, or to tell you a myth and you said: "Of course, nuts, since the myth is not eaten".

- Κι αυτό είναι εξυπνάδα; απόρησε η Μυρτώ. - And this is cleverness? Myrto wondered.

- Φαίνεται είναι, κάνω εγώ, γιατί άκουσα τον παππού, που το διηγιότανε στη θεία Δέσποινα κι εκείνη είπε: «Τι έξυπνο!» - Anscheinend ja, denn ich hörte meinen Großvater, der es Tante Despina erzählte und sie sagte: "Wie schlau!" - It seems it is, I do, because I heard my grandfather, who was telling it to Aunt Despina and she said: "How clever!" - Öyle görünüyor, çünkü büyükbabanın Despina Teyze'ye anlattıklarını duydum ve o da şöyle dedi: "Ne kadar zekice!"

- Καλά, συμφωνεί η Μυρτώ. - Well, Myrto agrees. Μια, όμως, δε φτάνει. Einer reicht jedoch nicht. One, however, is not enough.

- Βρήκα, φώναξα. - Ich habe es gefunden, rief ich. - I found it, I shouted. Θυμάσαι που, σαν είχε σπάσει ο μπαμπάς το πόδι του, εσύ τον ρώτησες: «Αν πεθάνεις, μπαμπά, που θα βρίσκουμε λεπτά να τρώμε;» Erinnerst du dich daran, dass du ihn gefragt hast, als ob Dad sich das Bein gebrochen hätte: "Wenn du stirbst, Dad, wo finden wir Minuten zum Essen?" Do you remember that, as if Dad had broken his leg, you asked him: "If you die, Dad, where will we find minutes to eat?" Ricordi quando papà si ruppe una gamba e tu gli chiedesti: "Se muori, papà, dove troveremo i minuti per mangiare?".

- Ευχαριστώ, Μέλια, που μου το θύμισες, λέει η Μυρτώ με ένα ύφος, μα τι ύφος! - Thank you, Melia, for reminding me, says Myrto in one style, but what a style! - "Grazie, Melia, per avermelo ricordato", dice Myrto con uno sguardo, ma che sguardo!

Αλήθεια! Truth! Δεν είπα πως με λένε Μέλια! I did not say that my name is Melia! Ίσως γιατί ντρέπομαι λιγάκι για το όνομά μου. Maybe because I'm a little ashamed of my name. Όλοι με φωνάζουν Μέλια. Everyone calls me Melia. Το πραγματικό μου όμως όνομα είναι Μέλισσα. But my real name is Melissa. Ο παππούς ήθελε να με βγάλουν έτσι, γιατί έλεγαν τη γιαγιά. Grandpa wanted to take me out like that, because they called her grandma. Il nonno voleva che mi chiamassi così perché la chiamavano nonna. Στο σπίτι έχουμε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. At home we have a photo album. Σε μια είναι ένα μωρό, με κεφάλι κουρούπι. In one is a baby, with a crib head. In uno c'è un bambino, con la testa di un nano. «Η βασίλισσα Μέλισσα» γράφει από κάτω. "Queen Melissa" writes below. Κι αυτή είμαι εγώ! And this is me! ! Ο παππούς λέει, πως Μέλισσα ήτανε μια αρχαία βασίλισσα. ! The grandfather says that Melissa was an ancient queen. Μα φαίνεται, έξω από τον παππού, κανείς δεν το ξέρει. Aber außer dem Großvater scheint es niemand zu wissen. But it seems that, apart from the grandfather, no one knows. Γιατί μικροί και μεγάλοι μόλις πω πως με λένε Μέλισσα με ρωτάνε: «Μέλι γλυκύτατο;» Warum, jung und alt, sobald ich sage, dass ich Melissa heiße, fragen sie mich: "Süßer Honig?" Why, young and old, as soon as I say my name is Melissa, they ask me: "Sweet honey?" Perché appena dico che mi chiamo Bee, giovani e meno giovani mi chiedono: "Dolcezza?" Çünkü adımın Arı olduğunu söyler söylemez, genç yaşlı herkes bana soruyor: "Tatlı bal?"

Η μαμά μπήκε στο δωμάτιό μας και, σα μας είδε με τις νυχτικές ακόμα, έβαλε τις φωνές. Mama kam in unser Zimmer und sobald sie uns in den Nachthemden sah, wurde sie lauter. Η μαμά μπήκε στο δωμάτιό μας και, σα μας είδε με τις νυχτικές ακόμα, έβαλε τις φωνές. Mom entered our room and, seeing us still in our nightgowns, started shouting. La mamma entrò nella nostra stanza e, vedendoci ancora in camicia da notte, iniziò a urlare.

- Ο παππούς σας περιμένει για μάθημα κι εσείς τριγυρίζετε ακόμα με τα νυχτικά. - Grandpa is waiting for you for class and you're still walking around in your nightgowns. Α ν δεν πάτε σχολείο, δε θα στρώσετε. Wenn du nicht zur Schule gehst, wirst du nicht lügen. If you don't go to school, you won't get laid. Se non si va a scuola, non si riesce a lavorare. Okula gitmezseniz, hiçbir iş yapamazsınız.

- Λες και δε θέλουμε να πάμε, μου λέει η Μυρτώ την ώρα που πλενόμασταν στα βιαστικά. - Als ob wir nicht gehen wollten, sagt mir Myrto, während wir uns in Eile waschen. - As if we don't want to go, Myrto tells me while we were washing in a hurry. - Come se non volessimo andarcene, mi dice Myrto mentre ci laviamo di corsa.

Κατεβαίναμε τρεχάτες τις σκάλες να πάμε στον παππού, που μας περίμενε, κι η Μυρτώ μουρμούριζε το 7X7. We were running down the stairs to go to the grandfather, who was waiting for us, and Myrto was mumbling 7X7. Stavamo correndo giù per le scale verso il nonno, che ci stava aspettando, e Myrtle borbottava 7X7. Μια στιγμή μπερδεύτηκε το πόδι της και πήρε κουτρουβάλα τις σκάλες. At one point her foot got confused and she stumbled up the stairs. A un certo punto il suo piede si è impigliato e lei è scesa dalle scale.

- Είδες, της φωνάζω, που είχε δίκιο ο παππούς, Δεν πρόλαβες να μάθεις καλά καλά την προπαίδεια και πέταξες κιόλας! - Du hast gesehen, rufe ich ihr zu, dass ihr Großvater recht hatte, Du hast es nicht geschafft, Propaedy gut zu lernen, und du hast es sogar geworfen! - You see, I shout to her, that grandpa was right, You didn't have time to learn the pre-school properly and you already flew away! - Vedi, le grido, il nonno aveva ragione, non hai avuto il tempo di imparare la scuola di preparazione e sei già volata via!

- Σα-χλα-μα-ρες, λέει εκείνη φουρκισμένη. - Sa-hla-ma-res, she says in a huff. - "Sa-ha-ma-mes", dice sbuffando. Να κοιτάς τον εαυτό σου, που δεν ξέρεις ακόμα ούτε πόσους στήμονες έχει η μηλέα. Look at yourself, who still don't even know how many stamens the apple tree has. Guardati, non sai nemmeno quanti stami ha la mela.

- Μα εσύ με περνάς δυό τάξεις, γι' αυτό ξέρεις... - But you pass me two classes, that's why you know...

Καλά που με φώναξε ο παππούς, γιατί αλλιώς θα είχαμε πιαστεί στα γερά. Gut, dass mein Großvater mich angerufen hat, denn sonst wären wir auf frischer Tat ertappt worden. Good thing grandpa called me, because otherwise we would have been caught in the act. Per fortuna il nonno mi ha chiamato, altrimenti saremmo stati scoperti. Έτσι είναι η Μυρτώ. That's how Myrtle is. Άμα μάθει κάτι καινούριο, όλο κοκορεύεται. If he learns something new, he gets excited. Quando impara qualcosa di nuovo, si vanta sempre. Από τότε, μάλιστα, που μαθαίνει για τα φυτά, δεν αφήνει κανένα σε ησυχία. Ever since he learned about plants, he doesn't leave anyone alone. Ως και τη Σταματίνα ρωτάει: «Ξέρεις πόσους στήμονες έχει η μηλέα η η αχλαδέα;» Even Stamatina he asks: "Do you know how many stamens an apple or a pear has?"

Μα η Σταματίνα η καημένη ούτε το όνομά της δεν ξέρει να γράφει. Aber die arme Stamatina weiß nicht einmal, wie man ihren Namen schreibt. But poor Stamatina doesn't even know how to write her name.

Το απόγευμα καθόμασταν στο δωμάτιό μας και περιμέναμε τη Σταματίνα να μας φωνάξει να κατέβουμε στη σάλα. In the afternoon we sat in our room and waited for Stamatina to call us to come down to the hall. Την περασμένη Πέμπτη ήμουνα άρρωστη και δεν πήγαμε. Last Thursday I was sick and we didn't go. Έτσι είχαμε δεκαπέντε ολόκληρες μέρες να δούμε το καπλάνι. So we had fifteen full days to see the chaplain.

Ή Σταματίνα μας είχε υποσχεθεί πως όταν ήτανε να κάνουν γενική καθαριότητα, πριν φύγουμε για την εξοχή, θα κατάφερνε τη θεία Δέσποινα να της δώσει το κλειδί της βιτρίνας, για να την ξεσκονίσει και τότε θα μας φώναζε να δούμε το καπλάνι από κοντά. Stamatina had promised us that when they were doing general cleaning, before we left for the countryside, she would manage to get Aunt Despina to give her the key to the display case, to dust it and then she would call us to see the chaplain up close. Πόσα δε θα 'χουμε να διηγηθούμε στα παιδιά στην εξοχή, σαν τ' αγγίξουμε με το χέρι μας και δούμε αν τα μάτια του είναι χάντρινα η αληθινά; How much will we have to tell the children in the country, as if we touch him with our hand and see if his eyes are pearls or real? Quante cose non dovremo dire ai bambini del paese, quando lo toccheremo con la mano e vedremo se i suoi occhi sono fissi o veri?

Η Σταματίνα μπήκε στο δωμάτιο φουρκισμένη. Stamatina entered the room in a huff.

— Τι με στέλνει, λέει, αφού κάθε φορά αρνιέται να κατέβει! — What is he sending me, he says, since every time he refuses to come down! - Cosa mi manda, dice, visto che si rifiuta di scendere ogni volta!

Η θεία Δέσποινα, κάθε Πέμπτη, στέλνει τη Σταματίνα να πει του παππού να 'ρθει στη σάλα στις επισκέψεις της. Aunt Despina, every Thursday, sends Stamatina to tell grandpa to come to the hall for her visits. Μα κάθε φορά ο παππούς δεν ερχόταν. But each time the grandfather did not come.

- Σήμερα, μάλιστα, συνεχίζει η Σταματίνα, που θα 'ναι κι ο τράγος! - Heute macht Stamatina tatsächlich weiter, wo die Ziege sein wird! - Today, in fact, Stamatina continues, where the goat will be! Ο παππούς σας ούτε να τον δει δεν μπορεί. Ihr Großvater kann ihn nicht einmal sehen. Your grandfather can't even see him.

- Ποιος τράγος; πεταχτήκαμε εμείς. - Welche Ziege? wir wurden geworfen. - Which goat? we flew. - Quale capra? Siamo entrati.

- Ο δεσπότης, είπε η Σταματίνα κι αμέσως μας κοίταξε αυστηρά. - The despot, said Stamatina and immediately looked at us sternly.

- Δείτε τώρα να το μαντατέψετε στην κυρία, πως τον είπα έτσι. - Schauen Sie jetzt, um es der Dame zu erraten, wie ich es so gesagt habe. - Now try to guess the lady, how I called him that. - Vede, può indovinare la signora che l'ho chiamato così.

Η Μυρτώ τότε θύμωσε για καλά. Myrto then got really angry. Myrto si arrabbiò molto.

- Το ξέρεις, πως εμείς δε μαντατεύουμε! - Wissen Sie, wir raten nicht! - You know that we don't guess! - Sai che non tiriamo a indovinare!

- Καλά ντε, γέλασε η Σταματίνα. - Well done, laughed Stamatina. - Ebbene, Stamatina ha riso. Είπα μόνο. I just said. Sadece söyledim.

Ύστερα, ξέπλεξε την κοτσίδα της Μυρτώς κι άρχισε να τη χτενίζει. Dann entwirrte er Myrtos Zopf und fing an, ihn zu kämmen. Then, he unbraided Myrtle's braid and began combing it. Poi sciolse la treccia di Myrto e cominciò a pettinarla. Η Μυρτώ έχει ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια. Myrto has blonde hair and green eyes. Είναι πολύ όμορφη. Έτσι λένε όλοι. Μοιάζει στη θεία Δέσποινα, σαν ήτανε νέα. She looks like Aunt Despina, like she was young. Γι' αυτό είναι η αγαπημένη της. That's why she's her favorite. Σαν πεθάνει η θεία Δέσποινα, θα της αφήσει το σπίτι που μένουμε, που είναι τώρα δικό της. Wenn Tante Despina stirbt, hinterlässt er ihr das Haus, in dem wir leben, das jetzt ihr gehört. When Aunt Despina dies, she will leave her the house we live in, which is now hers. Εγώ έχω μαύρα σγουρά μαλλιά και μοιάζω του μπαμπά. Ich habe schwarze Locken und sehe aus wie Dad. I have black curly hair and I look like dad. Μα εκείνος δεν έχει τίποτα να μου αφήσει. Aber er hat mir nichts zu hinterlassen. But he has nothing to leave me. Έξω από το χαρτοφύλακά του, που είναι πέτσινος κι έχει απάνω ανάγλυφο ένα ελάφι. Outside his briefcase, which is made of leather and has a deer embossed on it. Η Μυρτώ λέει πως θα μένουμε πάντα μαζί. Myrto says that we will always stay together. Τι να το κάνει μόνη της ένα τόσο μεγάλο σπίτι! What can she do alone in such a big house!

- Για σκέψου, της λέω, να 'ναι ολόδικό μας το σπίτι! - Just think, I tell her, let the house be all ours! Θ' ανοίγουμε τη βιτρίνα, όταν το καπλάνι βλέπει με το γαλάζιο μάτι και θα τ' αφήνουμε να τριγυρνάει όσο θέλει. We'll open the window when the chaplain sees with the blue eye and let him roam around as much as he wants.

--- ---

Όταν κατεβήκαμε στη σάλα, ήτανε γεμάτη κόσμο. When we got down to the hall, it was full of people.

Ο δεσπότης καθότανε μαζί με τρεις κυρίες και παίζανε χαρτιά. The despot was sitting with three ladies and they were playing cards. Η θεία Δέσποινα μας έγνεψε να πάμε να του φιλήσουμε το χέρι. Εμείς περιμέναμε λιγάκι, γιατί μοίραζε την τράπουλα. We waited a bit, because he was dealing the deck. Bir süre bekledik, çünkü desteyi dağıtıyordu. Ύστερα μας το έδωσε να το φιλήσουμε, χωρίς καν να μας κοιτάξει. Dann gab er es uns zum Küssen, ohne uns auch nur anzusehen. Then he gave it to us to kiss, without even looking at us. Το χέρι του ήτανε κρύο και μαλακό σαν ψωμί. His hand was cold and soft as bread.

Μετά τρυπώσαμε γρήγορα γρήγορα πίσω από τη βιτρίνα και κανείς δε θυμήθηκε, αυτή τη φορά, να ζητήσει από τη Μυρτώ να πει τις εξυπνάδες της, γιατί συζητούσανε όλοι μαζί και φωνάζανε τόσο που μια στιγμή νομίσαμε πως ζωντάνεψε το μαύρο μάτι του καπλανιού και τους κοίταζε άγρια. Then we crept quickly behind the shop-window, and no one remembered, this time, to ask Myrto to tell her wits, for they were all talking together and shouting so much that for a moment we thought the black eye of the roe came to life and was looking fiercely at them. .

Ήτανε παράξενο να κοιτάμε τις επισκέψεις μέσα από τα τζάμια της βιτρίνας. It was strange looking at the visits through the shop windows. Pencerenin camından ziyaretçilere bakmak tuhaftı. Ο νομάρχης, που είναι κοντός και αδύνατος, μια γινότανε ψηλός ψηλός, μια κοντός και παχουλός. The prefect, who is short and thin, sometimes became tall, sometimes short and chubby.

Έλεγε, πως η πατρίδα κινδυνεύει και πως μόνος ο βασιλιάς δεν μπορεί να τη σώσει. He said that the country is in danger and that the king alone cannot save it. Ύστερα, είπε πως θα 'ρθουν οι μπολσεβίκοι. Dann sagte er, die Bolschewiki würden kommen. Then he said the Bolsheviks would come. Εμάς, τα παιδιά, θα μας πάρουνε από τους γονείς μας και το δεσπότη θα τον κρεμάσουνε στη μέση της πλατείας! Wir, die Kinder, werden unseren Eltern weggenommen und der Despot mitten auf dem Platz gehängt! We, the children, will be taken from our parents and the despot will be hanged in the middle of the square! Biz çocuklar, ebeveynlerimizden koparılacağız ve despot meydanın ortasında asılacak!

Η κυρία νομάρχου φορούσε πάντα άσπρα πέτσινα γάντια, ως τους αγκώνες. Die Vertrauensschülerin trug immer weiße Lederhandschuhe, die bis zu den Ellbogen reichten. The lady prefect always wore white leather gloves, up to her elbows. Bayan kaymakam her zaman dirseklerine kadar uzanan beyaz deri eldivenler giyerdi. Δεν τα 'βγαζε ούτε για να πιει τον καφέ της. Sie nahm sie nicht einmal heraus, um ihren Kaffee zu trinken. She didn't even take them off to drink her coffee. Κουνούσε τα χέρια της κι έλεγε με ψιλή, τραγουδιστή φωνή. She waved her hands and spoke in a small, singsong voice.

- Τίιιιιι φρίιιιιικηηηη. - Τίιιιι φρίιιιιικηηηη. - Soooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooooo Τίιιιιι φρίιιιιικηηηη.

- Κοίταξε, λέω στη Μυρτώ, από αυτή τη γωνιά, μέσα από το γυαλί και θα δεις πως τα χέρια της μοιάζουν με κλαδιά. - Look, I say to Myrto, from this corner, through the glass and you will see that her hands look like branches. - Myrtle'a bu köşeden, camın arkasından bak diyorum, ellerinin dal gibi göründüğünü göreceksin.

Η Μυρτώ στριμώχτηκε κοντά μου, για να δει. Myrto snuggled up to me to see. Τότε κάποιος μίλησε με τόσο δυνατή φωνή, που τραντάχτηκε η βιτρίνα και μας φάνηκε πως το καπλάνι σάλεψε από τη θέση του. Then someone spoke in such a loud voice that the window shook and it seemed to us that the chaplain jumped from his seat. Ήτανε ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ. It was Mr. Amsterdam Pikipikiram. Δεν είναι αυτό το όνομά του, εμείς τον βαφτίσαμε έτσι. That's not his name, we named him that. Είναι πρόξενος της Ολλανδίας στο νησί μας και σε κάθε φράση που λέει πρέπει χωρίς άλλο να προσθέσει: «Λοιπόν που λέτε στο Άμστερνταμ...» κι ας μην έχει πάει ούτε μια φορά εκεί πέρα. He is consul of the Netherlands on our island and to every sentence he says he has to add without further ado: "So what do you say in Amsterdam..." even though he has never been there even once.

Μπορεί το Άμστερνταμ να είναι πρωτεύουσα της Ολλανδίας, μα εμάς μας θυμίζει το ακαταλαβίστικο τραγουδάκι, που λέμε, όταν τα «βγάζουμε», στο κρυφτό: Amsterdam may be the capital of the Netherlands, but it reminds us of the incomprehensible little song we say, when we "take it out", in the hideout: Amsterdam Hollanda'nın başkenti olabilir, ancak bize saklambaç oynarken söylediğimiz anlaşılmaz küçük şarkıyı hatırlatıyor:

«Αμ-στρα-νταμ, "Am-stra-dam,

πίκι-πίκι-ραμ,

πούρι-πούρι-ρα, puri-puri-ra,

Αμ-στρα-νταμ».

- Ένα Χίτλερ, ένα Χίτλερ χρειάζεται η Ελλάδα, ξεφώνιζε λοιπόν ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ. - Greece needs a Hitler, a Hitler, shouted Mr. Amstradam Pikipikiram.

Ύστερα ακούστηκε σιγανή η φωνή της μαμάς. Then mom's voice was heard softly.

- Ε , όχι δα και Χίτλερ, κύριε πρόξενε! - Well, not Hitler, Mr. Consul!

Τότε, ο μπαμπάς έγνεψε της μαμάς να σωπάσει και η θεία Δέσποινα άρχισε να προσφέρει καφέ και γλυκό. Εμείς βγήκαμε πίσω από τη βιτρίνα, για να δούμε αν σερβίρισε το γλυκό στο σερβίτσιο που πάνω ήτανε ζωγραφισμένα κάτι παράξενα πολύχρωμα πουλιά. We went out from behind the window to see if he served the dessert on the dish with some strange colorful birds painted on it. Ο μπαμπάς όμως, μόλις μας πήρε είδηση, μας είπε να πάμε στο δωμάτιό μας. Dad, however, as soon as he heard from us, told us to go to our room. Εγώ πρόλαβα και είδα τα χέρια του που τρέμανε, όπως όταν είναι πολύ θυμωμένος. I caught up and saw his hands shaking, like when he is very angry.

Εμείς δεν πήγαμε στην κάμαρά μας, αλλά τρέξαμε κατευθείαν στον παππού. We did not go to our chamber, but ran straight to grandfather.

Ο παππούς ήτανε ανεβασμένος στο πάνω πάνω σκαλί της σκαλίτσας, που έχει για να φτάνει τα ψηλά ράφια της βιβλιοθήκης, και ξεφύλλιζε έναν αρχαίο. The grandfather was on the top step of the ladder, which is used to reach the high shelves of the library, and he was leafing through an ancient book.

- Παππού, θα κρεμάσουνε το δεσπότη στη μέση της πλατείας, λέει η Μυρτώ. - Opa, sie werden den Despoten mitten auf dem Platz aufhängen, sagt Myrto. - Grandfather, they will hang the despot in the middle of the square, Myrto says. Και σα φυσάει αέρας το ράσο του θ' ανεμίζει. Und wenn der Wind weht, weht sein Gewand. And when the wind blows, his cassock will blow.

- Παππού, λέω κι εγώ με τη σειρά μου, εμάς τα παιδιά θα μας πάρουνε από σας κι ίσως μας ρίξουνε σ' ένα λάκκο με ασβέστη και... - Grandpa, I say in my turn, we children will be taken from you and maybe thrown into a pit with lime and...

Δε μ' άφησε ο παππούς ν' αποτελειώσω κι έκλεισε θυμωμένα τον αρχαίο του. Grandpa didn't let me finish and angrily closed his ancient book. Büyükbabam sözümü bitirmeme izin vermedi ve öfkeyle antikasını kapattı.

- Τι κουταμάρες είναι αυτές που λέτε! - What rubbish are you talking about!

- Δεν τις λέμε μεις, ο νομάρχης τις λέει, έκανε η Μυρτώ. - We don't say them, the prefect says them, Myrto said. Είπε μάλιστα πως θα γίνουνε όλα αυτά, σαν έρθουν οι μπολσεβίκοι. Er sagte sogar, dass dies alles so geschehen würde, als ob die Bolschewiki kämen. He even said that all this will happen when the Bolsheviks come.

Ο παππούς τότε αγρίεψε πάρα πολύ · ποτέ δεν τον είχαμε δει έτσι. Grandfather then became very angry; we had never seen him like this. Κατέβηκε από τη σκαλίτσα και ήρθε κοντά μας. He got off the ladder and came to us. Ύστερα μας είπε πολύ σοβαρά: Then he told us very seriously:

- Αυτά όλα είναι κουταμάρες κι ας τα είπε ο νομάρχης! - Das sind alles Welpen, auch wenn der Vertrauensschüler sie gesagt hat! - All this is bullshit, even if the prefect said so! Δεν τους φτάνει, βλέπεις, ο βασιλιάς, θένε και χειρότερα. You see, the king is not enough for them, even worse. Gördüğünüz gibi, kral onlar için yeterli değil, daha kötüsünü istiyorlar.

- Τι χειρότερα, παππού;

Τότε, ο παππούς άρχισε να μιλάει για τους αρχαίους Έλληνες, που είχανε έναν αρχηγό και τον λέγανε Περικλή (σκέψου: σαν τον διευθυντή του μπαμπά!) Then, grandpa started talking about the ancient Greeks, who had a leader named Pericles (think: like dad's manager!) Sonra dedem, Perikles adında bir liderleri olan eski Yunanlılardan bahsetmeye başladı (babamın müdürü gibi düşünün!) κι είχανε δημοκρατία κι όλοι οι άνθρωποι ζούσανε καλά κι ευτυχισμένα. and they had a democracy and all the people lived well and happily. Γι' αυτό, κείνη η εποχή λέγεται: ο χρυσούς αιών του Περικλεούς. That is why that era is called: the golden age of Pericles. Έτσι και μεις είχαμε δημοκρατία, μα τώρα είναι ο βασιλιάς. So we also had a democracy, but now he is the king. Το χειρότερο όμως απ' όλα είναι η δικτατορία... Θα 'λεγε κι άλλα ο παππούς, μα εμείς νυστάξαμε και χασμουριόμασταν τόσο, που μας είπε: But the worst thing of all is the dictatorship... Grandfather would have said more, but we were sleepy and yawning so much that he told us:

- Τρεχάτε τώρα στα κρεβάτια σας κι όνειρα γλυκά! - Now run to your beds and sweet dreams!

Την ώρα που πλέναμε τα δόντια μας, πριν κοιμηθούμε, η Μυρτώ είπε να πλύνουμε τα χείλια μας με σαπούνι, γιατί είχαμε φιλήσει το χέρι του δεσπότη. While we were brushing our teeth, before going to sleep, Myrto told us to wash our lips with soap, because we had kissed the despot's hand. Ύστερα κάναμε «χου» και ρωτούσαμε η μια την άλλη: «Μυρίζω δεσποτίλα;» Then we would "hoo" and ask each other: "Do I smell despotilla?"

Όταν ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε η Μυρτώ μου λέει: When we lay down to sleep Myrto says to me:

- Ας λέει ο παππούς για τον Περικλή του, εγώ αγαπώ τους βασιλιάδες. - Let the grandfather say about his Pericles, I love kings. Η θεία Δέσποινα είπε πως, αν δεν ήτανε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, η Ελλάδα θα 'τανε ακόμα σκλάβα στους Τούρκους. Tante Despina sagte, dass Griechenland ohne König Konstantin immer noch ein Sklave der Türken sein würde.

- Τι λες, καλέ, θύμωσα εγώ. - What do you say, good, I got angry. Ο παππούς είπε πως, αν δεν ήτανε ο Βενιζέλος, θα 'χαμε ακόμα τουρκοκρατία. The grandfather said that, if it wasn't for Venizelos, we would still have Turkish rule.

- Όχι, ο βασιλιάς, πεισμώνει εκείνη. - No, the king, she insists.

- Ο Νίκος είπε, πως όλοι οι βασιλιάδες είναι βλάκες. - Nikos said that all kings are fools.

- Στα παραμύθια!

- Όχι, στ' αλήθεια!

- Είσαι μικρή και δεν καταλαβαίνεις τίποτα!

- Κι εσύ είσαι ζαβολιάρα, ζαβολιάρα, ζαβολιάρα, της λέω όλο θυμό. - Und du bist ein Idiot, ein Idiot, ein Idiot, ich sage ihr die ganze Wut. - And you're a jerk, a jerk, a jerk, I tell her angrily. Πέρυσι ήσουνα Βενιζελικιά, έκοβες τις φωτογραφίες του Βενιζέλου κι έλεγες μάλιστα πως ήθελες να τον είχες παππού. Last year you were a Venizeli girl, you cut out Venizelos' photos and even said that you wished you had him as a grandfather.

- Ε, και τι μ' αυτό; Τώρα θέλω το βασιλιά! - Well, what about this? Now I want the king! φωνάζει η Μυρτώ.

- Ξέχασες, συνεχίζω, που σαν ήμασταν μικρές κι ήρθε ο Βενιζέλος στο νησί μας, στα εγκαίνια του ταχυδρομείου, έδωσε το χέρι του στον παππού κι εμάς μας χάιδεψε τα κεφάλια. - You have forgotten, I continue, that when we were little and Venizelos came to our island, at the opening of the post office, he shook hands with grandfather and patted us on the head. - Unuttunuz mu, diye devam ediyorum, biz küçükken Venizelos adamıza geldiğinde, postanenin açılışında dedemle tokalaşmış ve başımızı okşamıştı. Θυμάσαι, που ύστερα τα μαλλιά μας μυρίζανε σαπούνι «Κοτικούρα»... όχι δεσποτίλας.

- Σπουδαίο το πράγμα, λέει κοροϊδευτικά η Μυρτώ. - Great thing, says Myrto mockingly. Ο βασιλιάς θα πλένεται με τριανταφυλλόνερο και γιασεμόνερο και θα 'χει ολόχρυση κορόνα στο κεφάλι. The king will be washed with rose water and jasmine water and will have an all gold crown on his head.

Εκείνη την ώρα μπήκε η Σταματίνα στην κάμαρά μας να κλείσει τα παραθυρόφυλα και τη ρωτήσαμε: At that time Stamatina entered our chamber to close the shutters and we asked her:

- Σταματίνα, εσύ με ποιόν είσαι; Με το Βενιζέλο η το βασιλιά;

- Με τον κακό μου τον καιρό είμαι, απάντησε εκείνη. - I'm having a bad time, she answered. - "Kötü bir zaman geçiriyorum," diye cevap verdi. Ορίστε κουβέντες που βρήκατε να κάνετε βραδιάτικα. Here are some late-night conversations you've found.

Ύστερα έκλεισε τα παράθυρα βροντώντας τα με δύναμη και συνέχισε: Then he slammed the windows shut and continued:

- Ο ποιος και να 'ρθει, μονάχα εμένα που δε θα ρωτήσει. - Whoever comes, only me who won't ask. Εγώ έτσι κι αλλιώς δούλα κι αγράμματη θα 'μαι. I will be a slave and illiterate anyway.

Πολύ μπερδεμένα κι ακαταλαβίστικα είναι όλα, συλλογίστηκα σαν έφυγε η Σταματίνα. Everything is very confusing and incomprehensible, I thought as if Stamatina had left.

- ΕΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ; φωνάζει η Μυρτώ από το κρεβάτι της.

- ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, λέω εγώ πεισμωμένα και ρωτώ με τη σειρά μου: - LY-PO, LY-PO, I say stubbornly and ask in turn:

- ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;

- ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, σχεδόν τραγουδιστά, απαντάει η Μυρτώ. - EY-PO, EY-PO, almost singing, answers Myrto.