×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ζέη, Άλκη - Το καπλάνι της βιτρίνας, 11. Το καναρίνι και η Ισπανία...

11. Το καναρίνι και η Ισπανία...

Όταν ξύπνησα το άλλο πρωί, μου φάνηκε, πως όλα τα 'χα δει στον ύπνο μου. Η Μυρτώ κοιμότανε ακόμα. Μας πήρε ο ύπνος και δε μας ξύπνησε κανένας! Θα 'ναι πιά αργά για το σχολείο! Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα και μπήκε η μαμά στις μύτες των ποδιών.

– Μέλια, είπε ψιθυριστά, μην ξυπνήσει τη Μυρτώ. Μην πας και σήμερα σχολείο, μείνε να κάνεις συντροφιά στην αδελφούλα σου.

– Ξέρεις; ρώτησα.

– Ναι, μας τα είπε η Σταματίνα όλα.

– Και τώρα τι θα γίνει, μαμά;

– Τι να γίνει, Μέλια;

– Να... με τη Μυρτώ, με τους φαλαγγίτες, με το σχολείο;

– Δεν ξέρω, Μέλια. Θα σκεφτούμε.

Παράξενο μου φαίνεται να 'ναι η Μυρτώ στο κρεβάτι! Αυτή σχεδόν ποτέ της δεν αρρωσταίνει. Τώρα κάθεται ξαπλωμένη, κοιτάζει το ταβάνι κι ούτε να φάει θέλει,

Η θεία Δέσποινα άνοιξε το ντουλάπι της και της κουβάλησε ένα σωρό γλυκά, μα κείνη δεν τ' άγγιξε. Εγώ κάθομαι δίπλα της, της λέω αστεία - τίποτε όμως, ούτε χαμογελούσε καν. Ξαφνικά σηκώθηκε από το κρεβάτι και φόρεσε τα παντοφλάκια της.

– Θέλεις τίποτα; ρώτησα.

– Κάτι να πω στον παππού και στη μαμά.

– Στάσου να τους φωνάξω.

– Θα πάω εγώ.

Κατέβηκα μαζί της τις σκάλες και πήγαμε στην τραπεζαρία, όπου ήτανε όλοι μαζεμένοι, ως κι ο μπαμπάς! Δεν είχε πάει στη δουλειά του.

– Μυρτώ!! τρομάξανε μόλις την είδανε, έτσι με τις πιτζάμες και χλωμή χλωμή.

Εκείνη στάθηκε στην πόρτα και τους λέει με φωνή που έτρεμε:

– Σ' αυτό το βρωμοσχολείο εγώ δεν ξαναπηγαίνω! Ας μη μάθω ποτέ γράμματα κι ας γίνω άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο, που λέει κι ο παππούς!

Χλόμιασε ακόμα πιο πολύ, τόσο που φοβήθηκα πως θα λιποθυμούσε. Η μαμά την πήρε στην αγκαλιά της και ο παππούς είπε:

– Ησύχασε, Μυρτούλα. Σ' αυτό το «βρωμοσχολείο», όπως το λες, δε θα ξαναπάς. Θα πάρουμε χαρτί από το γιατρό πως αρρώστησες και θα κάνεις μάθημα στο σπίτι μαζί μου.

– Τότε να κάνω κι εγώ μαζί σου κι ο Αλέξης! χάρηκα εγώ.

– Όχι, Μέλισσα, είπε ο παππούς σοβαρά. Εσύ πρέπει να τελειώσεις εκεί φέτος την τάξη, να μην κάνει φασαρίες ο κύριος Καρανάσης στον μπαμπά σου. Και του χρόνου, πάτε όλοι μαζί - κι ο Αλέξης - στο δημόσιο. Ας είναι κι εκατό παιδιά σε κάθε τάξη. Θα σας βοηθώ εγώ στα μαθήματα. Κι αν γίνει υποχρεωτικό να γίνετε φαλαγγίτισσες και δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς θα πάτε, μα στην ψυχή σας μέσα δε θα 'σαστε φαλαγγίτισσες.

Ύστερα ο παππούς χαμογέλασε και μας κοίταξε χαρούμενα, σαν να μη είχε γίνει τίποτα.

– Παρακαλάτε να κάνει λιακάδα την Κυριακή! Θα πάρουμε τον Αλέξη μαζί μας, θα νοικιάσουμε μια βενζίνα και θα πάμε όλη μέρα εκδρομή στο Λαμαγάρι.

– Σταματίνα, δώσε μου σε παρακαλώ να φάω τα αυγά που άφησα το πρωί, είπε ξαφνικά η Μυρτώ κι όλοι γέλασαν.

Είχαν περάσει πέντε μέρες, που έγιναν όλα αυτά και που έφυγε για πάντα ο Νίκος. Πήγα στην κυρα-Αγγελική ν' αγοράσω ένα ψεύτικο «ολόχρυσο» ρολογάκι, να το χαρίσω στην Άρτεμη, αν πηγαίναμε στο Λαμαγάρι. Άραγε, να 'ξερε η κυρα-Αγγελική για τον άθλο της Μυρτώς; Μόλις με είδε, χαμογέλασε και μου λέει:

– Περίμενε.

Ανέβηκε σε μια καρέκλα και ξεκρέμασε από το μεσιανό γάντζο ένα κλουβί με ένα καναρίνι. Ήτανε κατακίτρινο, με μια μονάχα μαύρη βούλα στο κεφάλι.

– Είναι δικό σου, μου κάνει. Εσένα και της Μυρτώς.

Εγώ τα 'χασα και δεν τολμούσα ν' απλώσω το χέρι να το πάρω.

– Παρ' το! συνέχισε κείνη.

Ύστερα χαμήλωσε τη φωνή της, που έγινε σχεδόν ψιθυριστή.

– Σας τ' άφησε δώρο ο Νίκος.

Περπατώ στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια μ' ένα μεγάλο πράσινο κλουβί, που μέσα πηδάει φοβισμένο το καναρίνι.

– Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι, του λέω. Σε λίγο, θα μας γνωρίσεις και θα γίνεις ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, μαζί μας. Θα σου βρω ένα όμορφο, πολύ όμορφο όνομα. Θα μιλάμε για το Νίκο μαζί σου (εσύ τον ξέρεις) και για το καπλάνι. Κοίτα τι δύσκολο που είναι να μην πατώ γραμμές, σαν κρατώ το κλουβί σου. Δε θα πατήσω όμως. Πες κι εσύ την ευχή! Να 'χει φτάσει καλά ο Νίκος, καβάλα στο καπλάνι του.

Η Σταματίνα μόλις με είδε με το κλουβί στα χέρια, φώναξε τη Μυρτώ κι είπε να την περιμένουμε στην τζαμωτή, που θα φέρει γάντζο να το κρεμάσουμε. Λες και το περίμενε, πως θα φέρω το καναρίνι στο σπίτι!

– Τώρα, αντί καπλάνι θα 'χουμε το καναρίνι, λέει η Μυρτώ.

– Άραγε, θα μας φέρνει κι αυτό μήνυμα από το Νίκο;

Το μήνυμα, όμως, τούτη τη φορά μας το 'φερε η Σταματίνα. Έψαξε στις τσέπες της κι έβγαλε ένα γράμμα.

– Διαβάστε το, λέει, και δώστε το μετά να το κάψω. Ήτανε από το Νίκο!

«Αγαπητές ξαδελφούλες, έγραφε. Καβάλησα το καπλάνι και πάω στην Ισπανία. Θυμάστε που σας έλεγα πως πολεμάνε εκεί. Πάω να πολεμήσω μαζί μ' αυτούς που τραγουδάνε. Θα γυρίσω μια μέρα, θα πάμε πάλι στο Λαμαγάρι μας, το πιο όμορφο μέρος της γης, και θα σας διηγιέμαι τις θαυμαστές περιπέτειες, που θα περάσουμε το καπλάνι κι εγώ. Θα πολεμήσουμε για τη Δημοκρατία. Θα νικήσουμε και θα τη φέρουμε στο νησί μας. Τότε πιά κανείς δε θα μας χαλάει τα παιχνίδια μας. Τότε θα πάει κι ο Νώλης σχολείο και θα γίνει μουσικός. Ν' αγαπάτε πάντα τα παιδιά του Λαμαγαριού. Γειά σας, κοριτσάκια!».

... Να βγάζαμε άραγε Ισπανία το καναρίνι;

– Σαχλαμάρες, είπε η Μυρτώ. Δεν είναι πουλίσιο όνομα.

Την Κυριακή, είναι λιακάδα! Κι η θάλασσα λάδι. Θαρρείς κι ήτανε κατακαλόκαιρο. Χαιρόμουνα πολύ που θα γνωρίσει ο Αλέξης το Λαμαγάρι. Σκέψου, να 'ναι τόσο κοντά στη χώρα και να μην έχει πάει ποτέ, στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου!

Ο Αλέξης όμως δεν είχε πάει ποτέ έξοχή το καλοκαίρι. Ερχότανε ο μπαμπάς του από την Αθήνα και μένανε στη χώρα. Από φέτος, είπε ο παππούς, θα τον παίρνουμε το καλοκαίρι μαζί μας στο Λαμαγάρι. Η μαμά του θα ταξιδέψει στο μακρινό νησί, να δει τον μπαμπά του.

– Μα δεν είναι ευθύνη ένα αγόρι στο σπίτι; κατατρόμαξε η θεία Δέσποινα, σαν άκουσε, πως ο παππούς κάλεσε τον Αλέξη.

– Λες ανοησίες, Δέσποινα! της είπε ο παππούς, για τρίτη φορά, από τότε που έγινε δικτατορία.

Με τη βενζινάκατο θαρρείς και πετούσαμε προς το Λαμαγάρι. Πριν πηδήσουμε ακόμα στο μουράγιο, αρχίσαμε τις φωνές:

– Νώωωληηη! Άρτεμηηη! Οδυσσέεεα! Αυγήηη!

Άλλος μέσα από τα πεύκα, άλλος από τα βραχάκια άλλος από την αμμουδιά, ένας ένας ξεπροβάλαν οι φίλοι μας.

– Αυτός ο ντροπαλός ποιος είναι; αστειεύτηκε η Άρτεμη, σαν είδε τον Αλέξη να στέκεται παράμερα.

– Ο πιο καλός μας φίλος στη χώρα, της είπα.

– Έχετε ακόμα νοικάρηδες; ρώτησε ο παππούς το Νώλη.

– Τους πήρανε, κάνει λυπημένα εκείνος. Τους πήγανε σ' άλλο νησί.

– Κι Εσύ γιατί δεν ήρθες για μάθημα; τον ψευτομάλωσε ο παππούς. Τόσες μέρες είχε λιακάδες.

– Βρήκα δουλειά στο πέρα χωριό. Στους στρατώνες... Πλένω άλογα.

Ο παππούς του χάιδεψε το κεφάλι και κίνησε να πάει να βρει τον κυρ Αντώνη. Ο Νώλης όλο με τράβαγε, ήθελε να μάθει για το Νίκο.

– Έφυγε, του ψιθυρίζω. Θα σας πούμε ύστερα. Να τ' ακούσουν όλα τα παιδιά.

Αρχίσαμε να τρέχουμε σ' όλο το Λαμαγάρι. Πόσο αλλιώτικο είναι το χειμώνα! Οι πύργοι κι αποθήκες κατάκλειστα και τα τσαρδάκια μοιάζουν πιο φτωχά ακόμα. Μονάχα τα χαλίκια, πλυμένα και ξαναπλυμένα από τις τρικυμίες και τις βροχές, λαμποκοπάνε κάτω από τον ήλιο στις αμμουδιές. Σε μιάν άκρη ξεχασμένος ο «Αρίονας», η βαρέλα της Πιπίτσας. Χωρίς πάτο, με τα σιδερένια στεφάνια ξεχαρβαλωμένα, μας έκανε να θυμηθούμε το «μεγάλο μπελά».

– «Να νεκροφιλήσω τη μαμά και το μπαμπά, θέλω και δε θέλω». «Να με μαζέψουν κομματάκια στο ζεμπίλι», τη μιμήθηκε η Άρτεμη και βάλαμε όλοι τα γέλια.

Πήγαμε στα βραχάκια μας κι εγώ είπα στο Νώλη:

– Να καθίσεις στο θρόνο. Είσαι ο πιο μεγάλος μας. Ο Νώλης κάθισε. Κανείς μας δε μιλούσε. Ήτανε τόση ησυχία, που ακουγόταν το τίκι τακ του ρολογιού του Νίκου, που φορούσε ο Νώλης στο χέρι του. Βρήκαμε και μια καβουροφωνιά. Σηκώσαμε κάτι πέτρες, μια μεγάλη καβουρομάνα, με τα καβουράκια της, αρχίσαν να τρέχουν σαν παλαβά, με το λοξό τους βάδισμα. Η Μυρτώ κάτι κρατούσε στη χούφτα της, την άνοιξε κι ακούστηκε ένα ελαφρό πλατσούρισμα στη θάλασσα. Τρία ολόχρυσα αστέρια γυάλισαν μέσα στο νερό, πλάι στα χρωματιστά χαλίκια. Η Άρτεμη έκανε να τα πιάσει.

– Μη! ξεφώνισε η Μυρτώ, κι εκείνη τραβήχτηκε.

Βγήκε πάλι η καβουρομάνα, πήρε ένα αστέρι με τις δαγκάνες της και το τράβηξε στη φωλιά της. Τα μικρά καβουράκια ξοπίσω προσπαθούσανε να πιάσουνε κι αυτά τ' αστέρια με τις δικές τους δαγκάνες.

– Αχ , θα τα πάρουνε και τα δυο, που απομείνανε! φωνάζει η Άρτεμη. Τέτοια λαμπερά αστεράκια!

– Είναι σιχαμένα, της λέει η Μυρτώ. Ασ' τα να τα κρύψει η καβουρομάνα βαθιά βαθιά, που να μην ξαναφανούνε πιά.

– Πάμε στο Μύλο με το Μισό Φτερό; πρότεινε ο Νώλης και βάλαμε όλοι την τρεχάλα κατακεί.

Σπρώξαμε τη μισοανοιγμένη πόρτα, έτριξε πάλι σαν και τότε, φάνηκε η στριφογυριστή σκαλίτσα, μονάχα που δεν ακούστηκαν βήματα και δεν παρουσιάστηκε μπροστά μας ο Νίκος να χαμογελά. Ανεβήκαμε στο καμαράκι του. Μια στάμνα, μισογεμάτη νερό, είχε απομείνει σε μια γωνιά.

– Παιδιά, τους λέμε τότε, η Μυρτώ κι εγώ, ο Νίκος πάει στην Ισπανία.

Και τους είπαμε για το γράμμα του, που το είχαμε μάθει απέξω. Έτσι έμαθε, για πρώτη φορά, ο Αλέξης για το Νίκο και το καπλάνι,

Αν είχα γεννηθεί συγγραφέας, θα 'γραφα μια πολύ χαρούμενη ιστορία. Θα 'γραφα για το Νίκο και το καπλάνι. Όχι, όμως, για το Νίκο που κρυβότανε στο Μύλο με το Μισό Φτερό και στο καμαράκι με τα άδεια κλουβιά. Ούτε για το καπλάνι, που κειτόταν πληγωμένο στη μεγάλη σάλα. Θα 'γραφα πως γύρισε ο Νίκος καβάλα στο καπλάνι, που 'χε τώρα και τα δυό μάτια γαλάζια. Μπορεί κιόλας να γύριζαν πετώντας, να 'χει ανακαλυφτεί πως να πετάνε οι άνθρωποι και τα καπλάνια. Θα 'ρχονταν πρώτα σε μας, στο Λαμαγάρι, Ύστερα θα πετούσαν σ' όλες τις χώρες κι όπου πήγαιναν θα 'καναν όλα τα παιδιά του κόσμου ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ!

– Κατά που πέφτει η Ισπανία; ρώτησε ο Οδυσσέας, σαν καθίσαμε σ' ένα βράχο να ξαποστάσουμε από τις πολλές τρεχάλες.

– Κατακεί, λέει η Μυρτώ και δείχνει κάπου, πέρα στη θάλασσα.

Τότε, θαρρείς κι είχαμε συνεννοηθεί, σταθήκαμε όρθιοι πάνω στο βράχο, κάναμε χωνί τα χέρια μας και .φωνάξαμε:

– Γειά σου, Νίκοοοο!... Μας ακούς; Γειά σου, Νίκοοοο!

Ο αγέρας έπαιρνε τις φωνές μας και τις έχανε μακριά στη θάλασσα. Φώναζε κι ο Αλέξης κι ας μην είχε γνωρίσει ποτέ το Νίκο και το καπλάνι της βιτρίνας...


11. Το καναρίνι και η Ισπανία... 11\. Die Kanaren und Spanien ... 11\. The canary and Spain ... 11. Il canarino e la Spagna...

Όταν ξύπνησα το άλλο πρωί, μου φάνηκε, πως όλα τα 'χα δει στον ύπνο μου. Als ich am nächsten Morgen aufwachte, schien es mir, als hätte er alles im Schlaf gesehen. When I woke up the next morning, it seemed to me that he had seen everything in my sleep. Quando mi svegliai la mattina dopo, mi sembrò di aver visto tutto nel sonno. Η Μυρτώ κοιμότανε ακόμα. Myrto schlief noch. Myrto was still asleep. Myrtle stava ancora dormendo. Μας πήρε ο ύπνος και δε μας ξύπνησε κανένας! Wir sind eingeschlafen und niemand hat uns geweckt! We fell asleep and no one woke us up! Ci siamo addormentati e nessuno ci ha svegliato! Θα 'ναι πιά αργά για το σχολείο! Für die Schule wird es zu spät sein! It will be late for school! Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα και μπήκε η μαμά στις μύτες των ποδιών. Die Tür öffnete sich lautlos und Mama betrat die Zehen. The door opened quietly and Mom tiptoed in.

– Μέλια, είπε ψιθυριστά, μην ξυπνήσει τη Μυρτώ. - Liebling, sagte er flüsternd, weck Myrto nicht auf. – Melia, he whispered, don't wake up Myrto. Μην πας και σήμερα σχολείο, μείνε να κάνεις συντροφιά στην αδελφούλα σου. Geh heute nicht zur Schule, bleib bei deiner Schwester. Don't go to school today either, stay and keep your little sister company.

– Ξέρεις; ρώτησα. - Du weisst; Ich fragte. - You know; I asked.

– Ναι, μας τα είπε η Σταματίνα όλα. - Ja, Stamatina hat uns alles erzählt. – Yes, Stamatina told us everything.

– Και τώρα τι θα γίνει, μαμά; - Und jetzt, was wird passieren, Mama? – And now what will happen, mom?

– Τι να γίνει, Μέλια; - Was tun, Schatz? – What to do, Melia?

– Να... με τη Μυρτώ, με τους φαλαγγίτες, με το σχολείο; - Ja ... mit Myrto, mit den Falangisten, mit der Schule? - Yes... with Myrto, with the Phalangites, with the school?

– Δεν ξέρω, Μέλια. - Ich weiß nicht, Schatz. – I don't know, Melia. Θα σκεφτούμε. Wir werden denken. We will think.

Παράξενο μου φαίνεται να 'ναι η Μυρτώ στο κρεβάτι! Es kommt mir seltsam vor, dass Myrto im Bett liegt! It seems strange to me that Myrto should be in bed! Αυτή σχεδόν ποτέ της δεν αρρωσταίνει. Sie wird fast nie krank. She almost never gets sick. Τώρα κάθεται ξαπλωμένη, κοιτάζει το ταβάνι κι ούτε να φάει θέλει, Jetzt sitzt er liegend, schaut an die Decke und will nicht einmal essen, Now she's lying down, staring at the ceiling and doesn't even want to eat,

Η θεία Δέσποινα άνοιξε το ντουλάπι της και της κουβάλησε ένα σωρό γλυκά, μα κείνη δεν τ' άγγιξε. Tante Despina öffnete ihren Schrank und trug ein Bündel Süßigkeiten, aber sie rührte es nicht an. Aunt Despina opened her cupboard and brought her a bunch of sweets, but she didn't touch them. Εγώ κάθομαι δίπλα της, της λέω αστεία - τίποτε όμως, ούτε χαμογελούσε καν. Ich sitze neben ihr, ich erzähle ihr Witze - aber nichts, sie hat nicht einmal gelächelt. I sit next to her, tell her jokes - but nothing, she didn't even smile. Ξαφνικά σηκώθηκε από το κρεβάτι και φόρεσε τα παντοφλάκια της. Plötzlich stand sie auf und zog ihre Hausschuhe an. Suddenly she got out of bed and put on her slippers.

– Θέλεις τίποτα; ρώτησα. - Willst du etwas; Ich fragte. - Do you want anything; I asked.

– Κάτι να πω στον παππού και στη μαμά. - Etwas zu Opa und Mama zu sagen. – Something to say to grandpa and mom.

– Στάσου να τους φωνάξω. - Hör auf, sie anzuschreien. – Wait, let me call them.

– Θα πάω εγώ. - Ich werde gehen. - I'll go.

Κατέβηκα μαζί της τις σκάλες και πήγαμε στην τραπεζαρία, όπου ήτανε όλοι μαζεμένοι, ως κι ο μπαμπάς! Ich ging mit ihr nach unten und wir gingen ins Esszimmer, wo alle versammelt waren, sogar Dad! I went down stairs with her and we went to the dining room, where everyone was gathered, including dad! Δεν είχε πάει στη δουλειά του. Er war nicht zur Arbeit gegangen. He hadn't gone to work.

– Μυρτώ!! - Myrto!! – Myrtle!! τρομάξανε μόλις την είδανε, έτσι με τις πιτζάμες και χλωμή χλωμή. Sie erschraken, sobald sie sie sahen, so mit ihrem Schlafanzug und blass blass. they were scared as soon as they saw her, like that in her pajamas and pale.

Εκείνη στάθηκε στην πόρτα και τους λέει με φωνή που έτρεμε: Sie stand an der Tür und sagte mit zitternder Stimme zu ihnen: She stood at the door and said to them in a trembling voice:

– Σ' αυτό το βρωμοσχολείο εγώ δεν ξαναπηγαίνω! - Ich werde nie wieder in diese dreckige Schule gehen! – I'm not going to this dirty school again! Ας μη μάθω ποτέ γράμματα κι ας γίνω άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο, που λέει κι ο παππούς! Lass mich niemals Buchstaben lernen und ein Analphabet werden, unbehauenes Holz, wie mein Großvater sagt! Let me never learn letters, even if I become an illiterate person, unchosen wood, as my grandfather says!

Χλόμιασε ακόμα πιο πολύ, τόσο που φοβήθηκα πως θα λιποθυμούσε. Er wurde noch blasser, so sehr, dass ich Angst hatte, er würde ohnmächtig werden. He grew even more pale, so much so that I was afraid he would pass out. Η μαμά την πήρε στην αγκαλιά της και ο παππούς είπε: Mama nahm sie in die Arme und Großvater sagte: Mom took her in her arms and grandpa said:

– Ησύχασε, Μυρτούλα. - Halt die Klappe, Myrtoula. - Calm down, Myrtula. Σ' αυτό το «βρωμοσχολείο», όπως το λες, δε θα ξαναπάς. In diese "schmutzige Schule", wie du sagst, wirst du nicht mehr gehen. You will never go to this "dirty school", as you call it. Θα πάρουμε χαρτί από το γιατρό πως αρρώστησες και θα κάνεις μάθημα στο σπίτι μαζί μου. Wir werden vom Arzt ein Papier bekommen, dass du krank geworden bist und du wirst eine Lektion zu Hause bei mir machen. We'll get a note from the doctor saying you got sick and you'll study at home with me.

– Τότε να κάνω κι εγώ μαζί σου κι ο Αλέξης! - Dann kann ich es mit dir und Alexis machen! – Then let me do the same with you and Alexis! χάρηκα εγώ. Ich war glücklich. I was happy.

– Όχι, Μέλισσα, είπε ο παππούς σοβαρά. - Nein, Melissa, sagte der Großvater ernst. – No, Melissa, said the grandfather seriously. Εσύ πρέπει να τελειώσεις εκεί φέτος την τάξη, να μην κάνει φασαρίες ο κύριος Καρανάσης στον μπαμπά σου. Dort musst du dieses Jahr die Klasse beenden, damit Mr. Karanasis kein Aufhebens um deinen Vater macht. You have to finish the class there this year, don't let Mr. Karanasis make a fuss about your dad. Και του χρόνου, πάτε όλοι μαζί - κι ο Αλέξης - στο δημόσιο. Und nächstes Jahr gehen alle zusammen – und Alexis – an die Öffentlichkeit. And next year, go all together - and Alexis - to the public. Ας είναι κι εκατό παιδιά σε κάθε τάξη. Lassen Sie in jeder Klasse hundert Kinder sein. Let there be a hundred children in each class. Θα σας βοηθώ εγώ στα μαθήματα. Ich helfe dir beim Unterricht. I will help you in the lessons. Κι αν γίνει υποχρεωτικό να γίνετε φαλαγγίτισσες και δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς θα πάτε, μα στην ψυχή σας μέσα δε θα 'σαστε φαλαγγίτισσες. Und wenn es für euch zur Pflicht wird, Phalangisten zu werden, und wir nicht anders können, werdet ihr gehen, aber in eurer Seele werdet ihr keine Phalangisten werden. And if it becomes mandatory for you to become Falangites and we cannot do otherwise, you will go, but in your soul you will not be Falangites.

Ύστερα ο παππούς χαμογέλασε και μας κοίταξε χαρούμενα, σαν να μη είχε γίνει τίποτα. Dann lächelte der Großvater und sah uns glücklich an, als wäre nichts gewesen. Then the grandfather smiled and looked at us happily, as if nothing had happened.

– Παρακαλάτε να κάνει λιακάδα την Κυριακή! - Bitte lasst am Sonntag die Sonne scheinen! – Please let it be sunny on Sunday! Θα πάρουμε τον Αλέξη μαζί μας, θα νοικιάσουμε μια βενζίνα και θα πάμε όλη μέρα εκδρομή στο Λαμαγάρι. Wir werden Alexis mitnehmen, eine Tankstelle mieten und den ganzen Tag einen Ausflug nach Lamagari machen. We will take Alexis with us, rent a gas car and go on a day trip to Lamagari.

– Σταματίνα, δώσε μου σε παρακαλώ να φάω τα αυγά που άφησα το πρωί, είπε ξαφνικά η Μυρτώ κι όλοι γέλασαν. - Stamatina, gib mir bitte die Eier zu essen, die ich morgens liegen gelassen habe, sagte Myrto plötzlich und alle lachten. - Stamatina, please give me to eat the eggs I left in the morning, suddenly said Myrto and everyone laughed.

Είχαν περάσει πέντε μέρες, που έγιναν όλα αυτά και που έφυγε για πάντα ο Νίκος. Fünf Tage waren vergangen, als all dies geschah und Nikos für immer ging. Five days had passed since all this happened and since Nikos left forever. Πήγα στην κυρα-Αγγελική ν' αγοράσω ένα ψεύτικο «ολόχρυσο» ρολογάκι, να το χαρίσω στην Άρτεμη, αν πηγαίναμε στο Λαμαγάρι. Ich ging zu Mrs. Angeliki, um eine gefälschte "ganz goldene" Uhr zu kaufen, um sie Artemis zu geben, wenn wir nach Lamagari gingen. I went to Mrs. Angeliki to buy a fake "all-gold" watch, to give it to Artemis, if we were going to Lamagari. Άραγε, να 'ξερε η κυρα-Αγγελική για τον άθλο της Μυρτώς; Μόλις με είδε, χαμογέλασε και μου λέει: Wusste Frau Angeliki von Myrtos Kunststück? Als er mich sah, lächelte er und sagte zu mir: Did Mrs. Angeliki know about Myrto's feat? As soon as he saw me, he smiled and said:

– Περίμενε. - Warte ab. - Wait.

Ανέβηκε σε μια καρέκλα και ξεκρέμασε από το μεσιανό γάντζο ένα κλουβί με ένα καναρίνι. Er kletterte auf einen Stuhl und hängte einen Käfig mit einem Kanarienvogel an den mittleren Haken. He climbed into a chair and hung from the middle hook a cage with a canary. Ήτανε κατακίτρινο, με μια μονάχα μαύρη βούλα στο κεφάλι. Es war gelblich und hatte nur einen schwarzen Punkt auf dem Kopf. It was pale yellow, with a single black mark on its head.

– Είναι δικό σου, μου κάνει. – It's yours, it works for me. Εσένα και της Μυρτώς. Du und Myrto. You and Myrto's.

Εγώ τα 'χασα και δεν τολμούσα ν' απλώσω το χέρι να το πάρω. Ich habe sie verloren und ich wagte es nicht, die Hand auszustrecken, um sie zu nehmen. I lost them and didn't dare reach out to take it.

– Παρ' το! – In spite of that! συνέχισε κείνη. Sie fuhr fort. she continued.

Ύστερα χαμήλωσε τη φωνή της, που έγινε σχεδόν ψιθυριστή. Dann senkte sie ihre Stimme, die fast zu einem Flüstern wurde. Then she lowered her voice to almost a whisper.

– Σας τ' άφησε δώρο ο Νίκος. - Nikos hat dir ein Geschenk hinterlassen. – Nikos left it for you as a gift.

Περπατώ στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια μ' ένα μεγάλο πράσινο κλουβί, που μέσα πηδάει φοβισμένο το καναρίνι. Ich gehe durch die engen Kopfsteinpflasterstraßen mit einem großen grünen Käfig, in den der Kanarienvogel vor Angst springt. I walk through the narrow cobbled streets with a big green cage, inside which the canary jumps in fear.

– Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι, του λέω. - Fürchte dich nicht, fürchte dich nicht, sage ich ihm. – Don't be afraid, don't be afraid, I tell him. Σε λίγο, θα μας γνωρίσεις και θα γίνεις ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, μαζί μας. In Kürze lernst du uns kennen und wirst mit uns zu EY-PO, EY-PO. In a little while, you will get to know us and become EY-PO, EY-PO, with us. Θα σου βρω ένα όμορφο, πολύ όμορφο όνομα. Ich werde dir einen schönen, sehr schönen Namen finden. I will find you a beautiful, very beautiful name. Θα μιλάμε για το Νίκο μαζί σου (εσύ τον ξέρεις) και για το καπλάνι. Wir werden mit Ihnen über Nikos (Sie kennen ihn) und über die Kaplani sprechen. We will talk about Niko with you (you know him) and about the chaplain. Κοίτα τι δύσκολο που είναι να μην πατώ γραμμές, σαν κρατώ το κλουβί σου. Schau, wie schwierig es ist, keine Linien zu drücken, als würde ich deinen Käfig halten. Look how hard it is not to step on lines, like I'm holding your cage. Δε θα πατήσω όμως. Aber ich werde nicht drücken. But I won't press. Πες κι εσύ την ευχή! Sagen Sie auch den Wunsch! Say the wish too! Να 'χει φτάσει καλά ο Νίκος, καβάλα στο καπλάνι του. Nikos war gut angekommen und ritt auf seiner Kaplani. May Nikos have arrived safely, riding his chaplain.

Η Σταματίνα μόλις με είδε με το κλουβί στα χέρια, φώναξε τη Μυρτώ κι είπε να την περιμένουμε στην τζαμωτή, που θα φέρει γάντζο να το κρεμάσουμε. Sobald Stamatina mich mit dem Käfig in ihren Händen sah, rief sie Myrto an und sagte, wir sollten an der Verglasung auf sie warten, die einen Haken zum Aufhängen haben wird. As soon as Stamatina saw me with the cage in my hands, she called Myrto and said to wait for her in the window, where she will bring a hook to hang it. Λες και το περίμενε, πως θα φέρω το καναρίνι στο σπίτι! Als ob er darauf gewartet hätte, wie soll ich den Kanarienvogel nach Hause bringen! As if you were waiting for it, how am I going to bring the canary home!

– Τώρα, αντί καπλάνι θα 'χουμε το καναρίνι, λέει η Μυρτώ. „Jetzt haben wir statt Kaplani den Kanarienvogel“, sagt Myrto. - Now, instead of capons, we will have the canary, says Myrto.

– Άραγε, θα μας φέρνει κι αυτό μήνυμα από το Νίκο; - Wird uns das auch eine Nachricht von Nikos bringen? – Will this also bring us a message from Nikos?

Το μήνυμα, όμως, τούτη τη φορά μας το 'φερε η Σταματίνα. Die Nachricht wurde uns diesmal jedoch von Stamatina überbracht. The message, however, this time was brought to us by Stamatina. Έψαξε στις τσέπες της κι έβγαλε ένα γράμμα. Sie sah in ihre Taschen und nahm einen Brief heraus. She looked in her pockets and took out a letter.

– Διαβάστε το, λέει, και δώστε το μετά να το κάψω. - Lies es, sagt er, und dann gib es mir zum Verbrennen. – Read it, he says, and then give it to me to burn. Ήτανε από το Νίκο! Es war von Nikos! It was from Nikos!

«Αγαπητές ξαδελφούλες, έγραφε. „Liebe Cousins“, schrieb er. Καβάλησα το καπλάνι και πάω στην Ισπανία. Ich ritt den Kaplan und ging nach Spanien. I rode the goat and I'm going to Spain. Θυμάστε που σας έλεγα πως πολεμάνε εκεί. Denken Sie daran, ich habe Ihnen gesagt, dass sie dort kämpfen. You remember I told you they were fighting there. Πάω να πολεμήσω μαζί μ' αυτούς που τραγουδάνε. Ich werde mit denen kämpfen, die singen. I go to fight with those who sing. Θα γυρίσω μια μέρα, θα πάμε πάλι στο Λαμαγάρι μας, το πιο όμορφο μέρος της γης, και θα σας διηγιέμαι τις θαυμαστές περιπέτειες, που θα περάσουμε το καπλάνι κι εγώ. Ich werde eines Tages zurückkehren, wir werden wieder zu unserem Lamagari gehen, dem schönsten Teil der Erde, und ich werde Ihnen die wunderbaren Abenteuer erzählen, die ich auch als Kaplan verbringen werde. I will return one day, we will go again to our Lamagari, the most beautiful place on earth, and I will tell you about the wonderful adventures that the chaplain and I will have. Θα πολεμήσουμε για τη Δημοκρατία. Wir werden für die Demokratie kämpfen. We will fight for the Republic. Θα νικήσουμε και θα τη φέρουμε στο νησί μας. Wir werden gewinnen und es auf unsere Insel bringen. We will win and bring her to our island. Τότε πιά κανείς δε θα μας χαλάει τα παιχνίδια μας. Dann wird niemand mehr unsere Spiele verderben. Then no one will spoil our games anymore. Τότε θα πάει κι ο Νώλης σχολείο και θα γίνει μουσικός. Dann wird Nolis zur Schule gehen und Musiker werden. Then Nolis will also go to school and become a musician. Ν' αγαπάτε πάντα τα παιδιά του Λαμαγαριού. Liebe immer die Kinder von Lamagari. Always love the children of Lamagari. Γειά σας, κοριτσάκια!». Hello, little girls!'

... Να βγάζαμε άραγε Ισπανία το καναρίνι; ... Sollen wir den Kanarienvogel nach Spanien exportieren? ... Should we take the canary out of Spain?

– Σαχλαμάρες, είπε η Μυρτώ. „Sachlamares“, sagte Myrto. - Chessmen, said Myrto. Δεν είναι πουλίσιο όνομα. It's not a bird name.

Την Κυριακή, είναι λιακάδα! Am Sonntag ist es sonnig! On Sunday, it's sunny! Κι η θάλασσα λάδι. Und das Meeresöl. And the sea is oil. Θαρρείς κι ήτανε κατακαλόκαιρο. Tharris und es war Sommer. Be brave and it was hot summer. Χαιρόμουνα πολύ που θα γνωρίσει ο Αλέξης το Λαμαγάρι. Ich habe mich sehr gefreut, dass Alexis Lamagari treffen wird. I was very happy that Alexis will get to know Lamagari. Σκέψου, να 'ναι τόσο κοντά στη χώρα και να μην έχει πάει ποτέ, στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου! Think of him being so close to the country and never having been to the most beautiful part of the world!

Ο Αλέξης όμως δεν είχε πάει ποτέ έξοχή το καλοκαίρι. Alexis hingegen war im Sommer noch nie großartig gewesen. But Alexis had never been out in the summer. Ερχότανε ο μπαμπάς του από την Αθήνα και μένανε στη χώρα. Sein Vater stammte aus Athen und lebte auf dem Land. His father used to come from Athens and they lived in the country. Από φέτος, είπε ο παππούς, θα τον παίρνουμε το καλοκαίρι μαζί μας στο Λαμαγάρι. From this year, said the grandfather, we will take him with us in the summer to Lamagari. Η μαμά του θα ταξιδέψει στο μακρινό νησί, να δει τον μπαμπά του. Seine Mutter wird auf die ferne Insel reisen, um seinen Vater zu sehen. His mom will travel to the far island to see his dad.

– Μα δεν είναι ευθύνη ένα αγόρι στο σπίτι; κατατρόμαξε η θεία Δέσποινα, σαν άκουσε, πως ο παππούς κάλεσε τον Αλέξη. - Aber ist ein Junge nicht eine Verantwortung zu Hause? Tante Despina war schockiert, als hätte sie gehört, dass ihr Großvater Alexis hieß. – But isn't a boy at home a responsibility? Aunt Despina was horrified, as if she heard that grandpa called Alexis.

– Λες ανοησίες, Δέσποινα! - Du redest Unsinn, Despina! – You are talking nonsense, Despina! της είπε ο παππούς, για τρίτη φορά, από τότε που έγινε δικτατορία. Ihr Großvater hat es ihr gesagt, zum dritten Mal, seit es eine Diktatur wurde. her grandfather told her, for the third time since the dictatorship.

Με τη βενζινάκατο θαρρείς και πετούσαμε προς το Λαμαγάρι. Mit der Tankstelle waren wir beruhigt und wir flogen nach Lamagari. We flew to Lamagari with the gas tank. Πριν πηδήσουμε ακόμα στο μουράγιο, αρχίσαμε τις φωνές: Noch bevor wir ins Mouragio sprangen, fingen wir an zu schreien: Before we even jumped into the swamp, we started chanting:

– Νώωωληηη! - Νώωωληηη! – Noooooo! Άρτεμηηη! Artemini! Οδυσσέεεα! Οδυσσέεεα! Αυγήηη!

Άλλος μέσα από τα πεύκα, άλλος από τα βραχάκια άλλος από την αμμουδιά, ένας ένας ξεπροβάλαν οι φίλοι μας. Ein anderer durch die Pinien, ein anderer von den Felsen, ein anderer vom Strand, einer nach dem anderen tauchten unsere Freunde auf. One through the pines, another from the rocks, another from the sandy beach, one by one our friends emerged.

– Αυτός ο ντροπαλός ποιος είναι; αστειεύτηκε η Άρτεμη, σαν είδε τον Αλέξη να στέκεται παράμερα. - Wer ist diese schüchterne Person? Artemis scherzte, als ob sie Alexis beiseite stehen sah. – Who is this shy guy? joked Artemis, as if seeing Alexis standing aside.

– Ο πιο καλός μας φίλος στη χώρα, της είπα. - Unser bester Freund auf dem Land, sagte ich ihr. – Our best friend in the country, I told her.

– Έχετε ακόμα νοικάρηδες; ρώτησε ο παππούς το Νώλη. - Haben Sie noch Mieter? Opa fragte Nolis. – Do you still have housekeepers? Grandpa Noli asked.

– Τους πήρανε, κάνει λυπημένα εκείνος. „Sie haben sie mitgenommen“, sagt er traurig. – They were taken, he says sadly. Τους πήγανε σ' άλλο νησί. They took them to another island.

– Κι Εσύ γιατί δεν ήρθες για μάθημα; τον ψευτομάλωσε ο παππούς. - Und du, warum bist du nicht zum Unterricht gekommen? sein Großvater hat ihn angelogen. - And why didn't you come to class? grandfather lied to him. Τόσες μέρες είχε λιακάδες. Es war so viele Tage lang sonnig gewesen. That's how many days it was sunny.

– Βρήκα δουλειά στο πέρα χωριό. - Ich habe einen Job im fernen Dorf gefunden. – I found a job in the far village. Στους στρατώνες... Πλένω άλογα. In der Kaserne ... wasche ich Pferde. In the barracks... I wash horses.

Ο παππούς του χάιδεψε το κεφάλι και κίνησε να πάει να βρει τον κυρ Αντώνη. Sein Großvater strich ihm über den Kopf und machte sich auf die Suche nach Mr. Antonis. The grandfather patted his head and started to go find Mr. Antonis. Ο Νώλης όλο με τράβαγε, ήθελε να μάθει για το Νίκο. Nolis fühlte sich immer zu mir hingezogen, er wollte etwas über Nikos wissen. Nolis always attracted me, he wanted to know about Nikos.

– Έφυγε, του ψιθυρίζω. - Er ist weg, flüstere ich ihm zu. – He's gone, I whisper to him. Θα σας πούμε ύστερα. We'll tell you later. Να τ' ακούσουν όλα τα παιδιά. Lass es alle Kinder hören. Let all the children hear it.

Αρχίσαμε να τρέχουμε σ' όλο το Λαμαγάρι. Wir fingen an, durch ganz Lamagari zu rennen. We started running all over Lamagari. Πόσο αλλιώτικο είναι το χειμώνα! Wie anders ist der Winter! How different it is in winter! Οι πύργοι κι αποθήκες κατάκλειστα και τα τσαρδάκια μοιάζουν πιο φτωχά ακόμα. Die Türme und Lagerhäuser sind geschlossen und die Zelte sehen noch ärmlicher aus. The towers and warehouses closed and the tsardaki look even poorer. Μονάχα τα χαλίκια, πλυμένα και ξαναπλυμένα από τις τρικυμίες και τις βροχές, λαμποκοπάνε κάτω από τον ήλιο στις αμμουδιές. An den Sandstränden glänzen nur die von Stürmen und Regen gewaschenen und immer wieder gewaschenen Kieselsteine in der Sonne. Only the pebbles, washed and rewashed by storms and rains, glisten under the sun on the sandy beaches. Σε μιάν άκρη ξεχασμένος ο «Αρίονας», η βαρέλα της Πιπίτσας. An einem Ende vergessen "Arion", das Fass von Pipitsa. At one end, "Arionas", the barrel of Pipitsa, is forgotten. Χωρίς πάτο, με τα σιδερένια στεφάνια ξεχαρβαλωμένα, μας έκανε να θυμηθούμε το «μεγάλο μπελά». Ohne Boden, mit zerzausten Eisenkränzen erinnerte es uns an den "großen Ärger". Without a bottom, with the iron rims rickety, it made us remember the "big trouble".

– «Να νεκροφιλήσω τη μαμά και το μπαμπά, θέλω και δε θέλω». - "Mama und Papa zu nekrophilisieren, ich will und ich will nicht". - "To euthanize mom and dad, I want and I don't want." «Να με μαζέψουν κομματάκια στο ζεμπίλι», τη μιμήθηκε η Άρτεμη και βάλαμε όλοι τα γέλια. "Put me to pieces in the zembili", Artemis imitated her and we all laughed.

Πήγαμε στα βραχάκια μας κι εγώ είπα στο Νώλη: We went to our rocks and I said to Noli:

– Να καθίσεις στο θρόνο. - Setzen Sie sich auf den Thron. – To sit on the throne. Είσαι ο πιο μεγάλος μας. You are our greatest. Ο Νώλης κάθισε. Nolis setzte sich. Nolis sat down. Κανείς μας δε μιλούσε. Keiner von uns sprach. No one was talking to us. Ήτανε τόση ησυχία, που ακουγόταν το τίκι τακ του ρολογιού του Νίκου, που φορούσε ο Νώλης στο χέρι του. Es war so still, dass man das Ticken von Nikos' Uhr hören konnte, die Nolis in der Hand trug. It was so quiet that you could hear the ticking of Nikos's watch, which Nolis wore on his hand. Βρήκαμε και μια καβουροφωνιά. Wir haben auch eine Krabbe gefunden. We also found a hermit crab. Σηκώσαμε κάτι πέτρες, μια μεγάλη καβουρομάνα, με τα καβουράκια της, αρχίσαν να τρέχουν σαν παλαβά, με το λοξό τους βάδισμα. Wir hoben ein paar Steine auf, einen großen Krabbenmann, mit ihren Krabben, sie fingen an zu rennen wie verrückt, mit ihrem schrägen Gang. We picked up some stones, a big crab woman, with her little crabs, they started running like crazy, with their crooked gait. Η Μυρτώ κάτι κρατούσε στη χούφτα της, την άνοιξε κι ακούστηκε ένα ελαφρό πλατσούρισμα στη θάλασσα. Myrto hielt etwas in ihrer Hand, sie öffnete es und ein leichtes Plätschern war im Meer zu hören. Myrto was holding something in her hand, she opened it and a slight splash was heard in the sea. Τρία ολόχρυσα αστέρια γυάλισαν μέσα στο νερό, πλάι στα χρωματιστά χαλίκια. Drei ganz goldene Sterne leuchteten neben den farbigen Kieselsteinen im Wasser. Three all-gold stars glistened in the water, next to the colored pebbles. Η Άρτεμη έκανε να τα πιάσει. Artemis ließ sie sie fangen. Artemis caught them.

– Μη! – Don't! ξεφώνισε η Μυρτώ, κι εκείνη τραβήχτηκε. rief Myrto und sie zog sich zurück. Myrto exclaimed, and she pulled away.

Βγήκε πάλι η καβουρομάνα, πήρε ένα αστέρι με τις δαγκάνες της και το τράβηξε στη φωλιά της. Die Krabbenmutter kam wieder heraus, nahm mit ihrer Zange einen Stern und zog ihn in ihr Nest. The crab-eater came out again, took a star with her pincers, and drew it into her nest. Τα μικρά καβουράκια ξοπίσω προσπαθούσανε να πιάσουνε κι αυτά τ' αστέρια με τις δικές τους δαγκάνες. Die kleinen Krabben versuchten verzweifelt, die Sterne mit ihren eigenen Greifzangen zu fangen. The little crabs behind were trying to catch these stars with their own pincers.

– Αχ , θα τα πάρουνε και τα δυο, που απομείνανε! - Ah, sie nehmen die zwei, die noch übrig sind! - Ah, they will take both of them that were left! φωνάζει η Άρτεμη. Artemis schreit. Artemis shouts. Τέτοια λαμπερά αστεράκια! So leuchtende Sterne! Such bright stars!

– Είναι σιχαμένα, της λέει η Μυρτώ. - Sie sind angewidert, sagt Myrto zu ihr. - They are disgusting, Myrto tells her. Ασ' τα να τα κρύψει η καβουρομάνα βαθιά βαθιά, που να μην ξαναφανούνε πιά. Der Krabbenmann soll sie tief verstecken, damit sie nicht wieder auftauchen. Let the crab woman hide them deep down, never to be seen again.

– Πάμε στο Μύλο με το Μισό Φτερό; πρότεινε ο Νώλης και βάλαμε όλοι την τρεχάλα κατακεί. - Sollen wir mit dem Halbflügel zur Mühle gehen? schlug Nolis vor und wir rannten alle und legten uns hin. – Shall we go to the Half Feather Mill? suggested Nolis and we all put the trehala down.

Σπρώξαμε τη μισοανοιγμένη πόρτα, έτριξε πάλι σαν και τότε, φάνηκε η στριφογυριστή σκαλίτσα, μονάχα που δεν ακούστηκαν βήματα και δεν παρουσιάστηκε μπροστά μας ο Νίκος να χαμογελά. Wir stießen die halb geöffnete Tür auf, es knarrte wieder wie damals, die wirbelnde Treppe war zu sehen, nur keine Schritte waren zu hören und Nikos erschien nicht lächelnd vor uns. We pushed the half-opened door, it creaked again like before, the spiral staircase appeared, only no footsteps were heard and Nikos didn't appear in front of us smiling. Ανεβήκαμε στο καμαράκι του. Wir gingen hinauf zu seiner Kabine. We went up to his arch. Μια στάμνα, μισογεμάτη νερό, είχε απομείνει σε μια γωνιά. Ein Krug, halb voll Wasser, stand in einer Ecke. A pitcher, half full of water, was left in a corner.

– Παιδιά, τους λέμε τότε, η Μυρτώ κι εγώ, ο Νίκος πάει στην Ισπανία. - Jungs, nennen wir sie dann, Myrto und ich, Nikos geht nach Spanien. – Children, we call them then, Myrto and I, Nikos is going to Spain.

Και τους είπαμε για το γράμμα του, που το είχαμε μάθει απέξω. Und wir erzählten ihnen von seinem Brief, den wir draußen erfahren hatten. And we told them about his letter, which we had learned by heart. Έτσι έμαθε, για πρώτη φορά, ο Αλέξης για το Νίκο και το καπλάνι, So erfuhr Alexis zum ersten Mal von Nikos und Kaplani, This is how Alexis learned, for the first time, about Nikos and the chaplain,

Αν είχα γεννηθεί συγγραφέας, θα 'γραφα μια πολύ χαρούμενη ιστορία. Wenn ich als Schriftsteller geboren worden wäre, hätte ich eine sehr glückliche Geschichte geschrieben. If I had been born a writer, I would have written a very happy story. Θα 'γραφα για το Νίκο και το καπλάνι. Ich würde über Nikos und Kaplani schreiben. I would write about Nikos and the chaplain. Όχι, όμως, για το Νίκο που κρυβότανε στο Μύλο με το Μισό Φτερό και στο καμαράκι με τα άδεια κλουβιά. Nicht jedoch für Nikos, der sich in der Mühle mit dem Halbflügel und in der Hütte mit den leeren Käfigen versteckte. But not for Nikos who was hiding in the Mill with the Half Feather and in the archway with the empty cages. Ούτε για το καπλάνι, που κειτόταν πληγωμένο στη μεγάλη σάλα. Auch nicht für den Kaplan, der verwundet in der großen Halle lag. Not even for the chaplain, who was lying wounded in the great hall. Θα 'γραφα πως γύρισε ο Νίκος καβάλα στο καπλάνι, που 'χε τώρα και τα δυό μάτια γαλάζια. Ich würde schreiben, dass Nikos zum Kaplan zurückgeritten ist, der jetzt beide blauen Augen hat. I would write how Nikos came back riding the chaplain, who now has both blue eyes. Μπορεί κιόλας να γύριζαν πετώντας, να 'χει ανακαλυφτεί πως να πετάνε οι άνθρωποι και τα καπλάνια. Vielleicht sind sie sogar zurückgeflogen, vielleicht wurde entdeckt, wie Menschen und Kaplans fliegen. They may even have been flying around, it has been discovered how humans and chameleons can fly. Θα 'ρχονταν πρώτα σε μας, στο Λαμαγάρι, Ύστερα θα πετούσαν σ' όλες τις χώρες κι όπου πήγαιναν θα 'καναν όλα τα παιδιά του κόσμου ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ! Sie kamen zuerst zu uns nach Lamagari, dann flogen sie in alle Länder und wo immer sie hingingen, machten sie alle Kinder der Welt zu EV-PO, EV-PO! They would first come to us, in Lamagari, Then they would fly to all the countries and wherever they went, all the children of the world would say EY-PO, EY-PO!

– Κατά που πέφτει η Ισπανία; ρώτησε ο Οδυσσέας, σαν καθίσαμε σ' ένα βράχο να ξαποστάσουμε από τις πολλές τρεχάλες. - Wohin fällt Spanien? fragte Odysseus, als säßen wir auf einem Felsen, um uns von den vielen Trehals auszuruhen. – Where does Spain fall? asked Odysseus, as if we sat down on a rock to rest from the many troubles.

– Κατακεί, λέει η Μυρτώ και δείχνει κάπου, πέρα στη θάλασσα. - Es fällt, sagt Myrto und zeigt irgendwo hin, über das Meer. - Down there, Myrto says and points somewhere, across the sea.

Τότε, θαρρείς κι είχαμε συνεννοηθεί, σταθήκαμε όρθιοι πάνω στο βράχο, κάναμε χωνί τα χέρια μας και .φωνάξαμε: Then, as if we had come to an agreement, we stood up on the rock, clapped our hands and shouted:

– Γειά σου, Νίκοοοο!... – Hello, Nikooooo!... Μας ακούς; Γειά σου, Νίκοοοο! can you hear us Hello, Nikooooo!

Ο αγέρας έπαιρνε τις φωνές μας και τις έχανε μακριά στη θάλασσα. Der alte Mann nahm unsere Stimmen und verlor sie weit im Meer. The wind took our voices and lost them far to the sea. Φώναζε κι ο Αλέξης κι ας μην είχε γνωρίσει ποτέ το Νίκο και το καπλάνι της βιτρίνας... Alexis schrie, obwohl er Nikos und den Kaplan des Schaufensters noch nie getroffen hatte ... Alexis was also shouting, even though he had never met Nikos and the shopkeeper...