×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Ήχοι καμπάνας - Ανδρέας Καρκαβίτσας

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Ήχοι καμπάνας - Ανδρέας Καρκαβίτσας

Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!

Νταγκ!

Νταγκ!

Το χωριό γίνεται ανάστατο μεμιάς. Μέσα απ' τον αγέρα, που σαλεύει με θόρυβο τα δένδρα και μέσα απ' τα κεραμίδια, σιγά – σιγά δυναμώνουν και φτάνουν στην αρχή σαν όνειρο κι έπειτα σαν πραγματικότητα στ' αυτιά του κοιμισμένου χωρικού. Αυτός όμως είναι τόσο καλά μέσα στο καλύβι του, αισθάνεται τέτοια ζέστη κάτω από τα μάλλινα σκεπάσματά του, που δυσκολεύεται ν' αλλάξει τη ζεστασιά του με το κρύο της νύχτας. Αλλά κι οι ήχοι της καμπάνας του φέρνουν τέτοια χαρά στην καρδιά, του χύνουν τόση γαλήνη στην ψυχή, του ξυπνούν τη θρησκευτική του πίστη, που η φαντασία του παρουσιάζει μπροστά του το εκκλησάκι, που λαμποκοπάει μες στην ομορφιά και στη δόξα. Νιώθει γύρω του να ψάλλονται τα τροπάρια, που δεν καταλαβαίνει τα λόγια τους, αλλά μαντεύει τη σημασία τους με την καρδιά του. Η ψυχή του κυριεύεται από ακράτητη ορμή κι από πόθο να χαρεί την Άγια Γιορτή και διώχνει αμέσως τη νύστα του, πηδώντας ορθός και φωνάζοντας με χαρά: – Γυναίκες, παιδιά, σηκωθείτε! Μα οι γυναίκες και τα παιδιά βρίσκονται πριν απ' αυτόν στο πόδι. Ανάβουν το λυχνάρι, και σκαλίζουν τη φωτιά, που τρώει λαίμαργη μια καινούρια αγκαλιά από φρύγανα. Τα παιδιά ζητούν ανυπόμονα τα καινούρια τους ρούχα, ο χωρικός βιάζεται να καθαρίσει τη σκονισμένη απ' τη δουλειά φορεσιά του, η χωρική τρέχει παντού.

Νταγκ!

Νταγκ!

Νταγκ!

Χτυπάει, για να ξυπνήσει τους αφεντάδες του τόπου, που δεν τους ξύπνησαν οι πρώτοι ήχοι της καμπάνας. Σηκώνονται κι εκείνοι κι ενώ ετοιμάζονται για τη Λειτουργία, ρίχνουν ματιές στο γουρουνόπουλο, που κρέμεται απ' το ταβάνι. Θυσιάστηκε κι αυτό μαζί μ' όλους τους όμοιούς του στο χωριό και στα γύρω τ' απομεσήμερο της περασμένης μέρας. Από το πρωί είχαν απολυθεί όλα τα φυλαγμένα γουρούνια κι έτρεχαν κοπαδιαστά στους δρόμους του χωριού. Άξαφνα όμως ο Βόλας, ο καλύτερος σκοπευτής του χωριού, ρίχνει στο κοπάδι την πρώτη τουφεκιά. Κι ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά, κλείνονται μέσα στα σπίτια, οι χωρικοί με τα καρυοφίλλια στα χέρια πυροβολούν αλύπητα. Οι γρυλισμοί των ζώων, οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που τα κυνηγούν, τα γαυγίσματα των σκύλων κι οι αδιάκοπες ντουφεκιές γεμίζουν τον αέρα με θόρυβο κι αλαλητό. Σε λίγο όμως παύουν όλα. Οι γυναίκες βγαίνουν να ζεστάνουν νερό για το μάδημα, ενώ οι άντρες περιγράφουν ο ένας στον άλλον κοροϊδευτικά τις απελπισμένες φωνές και τα τρεχάματα των γουρουνιών για να ξεφύγουν το θάνατο…Τώρα, καθένα τους κρέμεται στο σπίτι του αφεντικού του, έχοντας στο στόμα του ακέραιο λεμόνι, που του το' βαλε η νοικοκυρά για να γίνει νόστιμο το κρέας του. Σε λίγο θα λιανιστεί. Θα βραστεί, θα παστωθεί για να γίνει παστουρμάς και πηχτή και να θρέψει όλο το χειμώνα τον αφέντη και το σπίτι του…

Νταγκ!

Νταγκ!

Νταγκ!

Ακούγεται ξανά η καμπάνα, που αντηχεί δυνατά σαν να της μεταδίνει όλη του την ανυπομονησία ο κωδωνοκρούστης. Το νιό αντρόγυνο θέλει να πάει στη Λειτουργία, αλλά πρέπει να πάει καθώς του ταιριάζει μια τέτοια επίσημη μέρα. Η λυγερή θυμάται καλά τα λόγια, που της είχαν πει από βραδίς τα παιδιά, που τραγουδούσαν:

Σήκω κυρά μ' να στολιστείς, σήκω κυρά μ' ν' αλλάξεις, βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι και τον καθάριο αυγερινό βάλτονε δαχτυλίδι… Γι' αυτό στέκεται ορθή μπρος σ' ένα μικρό κομμάτι από καθρέφτη, κολλημένο με λάσπη στον τοίχο, και βάνει όλη της τη φροντίδα για να δώσει περισσότερη λάμψη στο φυσικό κάλλος του προσώπου της. Μα κι ο άντρας της, λεβέντης με το μαύρο μουστάκι στριμμένο, με το φέσι του λίγο στραβά, με τη φουστανέλλα τη χιονάτη, φοράει τα παπούτσια του και τραβούν για την εκκλησία.

Νταγκ!

Νταγκ!

Νταγκ!

Ας έρθει ο κόσμος όλος! Όλους τους θέλει η εκκλησιά. Κι ολοένα μαζεύονται από δω κι από κει απ' όλα τα μονοπάτια του χωριού προβάλουν συντροφιές από γυναίκες κι άντρες και παιδιά. Κι η χαμηλή και στενόχωρη εκκλησιά με τις θαμπόθωρες εικόνες της, με το ξύλινο ταβάνι και με το πλακόστρωτο χώμα, όλους τους καρτερεί και όλους τους υποδέχεται, θαρρείς με τις προσευχές του παπά και τις φωνές του ψάλτη. Κι η ψυχή τους φτερουγίζει στο Θρόνο του Πλάστη. Τα πρόσωπα όλα γελούν, οι καρδιές βροντοχτυπούν στα στήθη συγκινημένες, το θρησκευτικό αίσθημα μεγαλώνει. Οι παράτονες φωνές του ψάλτη φαίνονται θεία λόγια και η ιεροτελεστία του παπά σαν φύσημα δροσιστικό, που βαλσαμώνει τους κόπους της καθημερινής ζωής.

Νταγκ!

Νταγκ!

Νταγκ!

Η Λειτουργία τελείωσε, απόλυσε η εκκλησιά. Οι χωριανοί ασπάζονται τις εικόνες, φιλούν το χέρι του παπά, άλλοι μεταλαβαίνουν κι άλλοι φεύγουν μασώντας τ' αντίδωρο και κάνοντας το σταυρό τους. Στα σπίτια τους, εκεί ακούν με προσοχή κανένα γέρο αγωνιστή, που παραβάλλει τη φυγή της Παρθένου και του Ιησού με τα άτυχα ανδρόγυνα στην εποχή της Επαναστάσεως. Και η απλοϊκή παράσταση της γεννήσεως ενός Θεανθρώπου τόσο αρμονικά συνταιριάζεται με τη φαντασία και τα αγνά έθιμα των χωρικών, που καθένας τους φέρνει αμέσως στο νου του το εσωτερικό του στάβλου του και τοποθετεί μέσα σ' αυτόν μια γυναίκα πανέμορφη, λυμένη από τους πόνους της γέννας, κι ένα απλοϊκό χωρικό γονατισμένο μπροστά της, πρόθυμο να την υπηρετήσει και ένα βρέφος καταγής που τις περισσότερες φορές έχει τη μορφή του πρώτου γιου του, και τα δεμάτια τ' άχυρο τριγύρω και το βόδι και τ' άλογα από τη μια μεριά κι από την άλλη και δυο – τρεις γέρους τσοπάνηδες που τρέχουν να προσκυνήσουν το νεογέννητο Βασιλιά…

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Ήχοι καμπάνας - Ανδρέας Καρκαβίτσας |contes|||| Christmas|stories|sounds|of the bell|Andreas|Karkavitsas Weihnachts-Kurzgeschichten | Glockenklänge - Andreas Karkavitsas Cuentos de Navidad | Sonidos de campana - Andreas Karkavitsas Christmas Stories | Sounds of the Bell - Andreas Karkavitsas

Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ! dong|| Dong! Dong! Dong!

Νταγκ! dong Dong!

Νταγκ! dong Dong!

Το χωριό γίνεται ανάστατο μεμιάς. the|village|becomes|restless|all at once The village becomes restless all at once. Μέσα απ' τον αγέρα, που σαλεύει με θόρυβο τα δένδρα και μέσα απ' τα κεραμίδια, σιγά – σιγά δυναμώνουν και φτάνουν στην αρχή σαν όνειρο κι έπειτα σαν πραγματικότητα στ' αυτιά του κοιμισμένου χωρικού. inside|from|the|wind|that|stirs|with|noise|the|trees|and|inside|from|the|tiles|slowly|slowly|grow stronger|and|reach|to the|beginning|like|dream|and|then|like|reality|in the|ears|of the|sleeping|villager Through the air, which rustles the trees noisily and through the tiles, slowly - slowly they grow stronger and reach first like a dream and then like a reality to the ears of the sleeping villager. Αυτός όμως είναι τόσο καλά μέσα στο καλύβι του, αισθάνεται τέτοια ζέστη κάτω από τα μάλλινα σκεπάσματά του, που δυσκολεύεται ν' αλλάξει τη ζεστασιά του με το κρύο της νύχτας. he|however|is|so|well|inside|in the|hut|his|he feels|such|warmth|under|from|the|woolen||his|that|he struggles|to|change|the|warmth|his|with|the|cold|of the|night However, he is so well inside his cabin, feeling such warmth under his woolen blankets, that he struggles to change the warmth with the cold of the night. Αλλά κι οι ήχοι της καμπάνας του φέρνουν τέτοια χαρά στην καρδιά, του χύνουν τόση γαλήνη στην ψυχή, του ξυπνούν τη θρησκευτική του πίστη, που η φαντασία του παρουσιάζει μπροστά του το εκκλησάκι, που λαμποκοπάει μες στην ομορφιά και στη δόξα. but|and|the|sounds|of the|bell|to him|they bring|such|joy|to the|heart|his|they pour|so much|peace|to the|soul|his|they awaken|the|religious|his|faith|that|the|imagination|his|it presents|in front|to him|the|chapel|that|it shines|in|in the|beauty|and|in the|glory But the sounds of the bell also bring such joy to his heart, pour so much peace into his soul, awaken his religious faith, that his imagination presents before him the little church, shining with beauty and glory. Νιώθει γύρω του να ψάλλονται τα τροπάρια, που δεν καταλαβαίνει τα λόγια τους, αλλά μαντεύει τη σημασία τους με την καρδιά του. he feels|around|him|that|are sung|the|hymns|that|not|he understands|the|words|their|but|he guesses|the|meaning|their|with|the|heart|his He feels around him the hymns being sung, which he does not understand the words of, but he guesses their meaning with his heart. Η ψυχή του κυριεύεται από ακράτητη ορμή κι από πόθο να χαρεί την Άγια Γιορτή και διώχνει αμέσως τη νύστα του, πηδώντας ορθός και φωνάζοντας με χαρά: – Γυναίκες, παιδιά, σηκωθείτε! the|soul|his|is overtaken|by|uncontrollable|urge|and|by|desire|to|he enjoys|the|Holy|Feast|and|he drives away|immediately|the|drowsiness|his|jumping|upright|and|shouting|with|joy|Women|children|get up His soul is overtaken by uncontrollable urge and desire to enjoy the Holy Feast and he immediately shakes off his drowsiness, jumping up and shouting with joy: – Women, children, get up! Μα οι γυναίκες και τα παιδιά βρίσκονται πριν απ' αυτόν στο πόδι. but|the|women|and|the|children|they are|before|from|him|on|feet But the women and children are already on their feet before him. Ανάβουν το λυχνάρι, και σκαλίζουν τη φωτιά, που τρώει λαίμαργη μια καινούρια αγκαλιά από φρύγανα. they light|the|lamp|and|they stir|the|fire|that|it consumes|ravenous|a|new|handful|of|twigs They light the lamp, and stir the fire, which greedily consumes a new bundle of brushwood. Τα παιδιά ζητούν ανυπόμονα τα καινούρια τους ρούχα, ο χωρικός βιάζεται να καθαρίσει τη σκονισμένη απ' τη δουλειά φορεσιά του, η χωρική τρέχει παντού. the|children|they ask for|impatiently|the|new|their|clothes|the|farmer|he is in a hurry|to|he cleans|the|dusty|from|the|work|outfit|his|the|farmer's wife|she runs|everywhere The children eagerly ask for their new clothes, the villager is in a hurry to clean his dusty work outfit, the villager woman is running everywhere.

Νταγκ! Dang Dug!

Νταγκ! Dang Dug!

Νταγκ! Dang Dug!

Χτυπάει, για να ξυπνήσει τους αφεντάδες του τόπου, που δεν τους ξύπνησαν οι πρώτοι ήχοι της καμπάνας. he hits|in order to|to|wake up|the|masters|of the|place|that|not|them|woke up|the|first|sounds|of the|bell It rings, to wake up the lords of the place, who were not awakened by the first sounds of the bell. Σηκώνονται κι εκείνοι κι ενώ ετοιμάζονται για τη Λειτουργία, ρίχνουν ματιές στο γουρουνόπουλο, που κρέμεται απ' το ταβάνι. they get up|and|they|and|while|they prepare|for|the|service|they throw|glances|at the|piglet|that|hangs|from|the|ceiling They get up too, and while preparing for the Liturgy, they cast glances at the piglet hanging from the ceiling. Θυσιάστηκε κι αυτό μαζί μ' όλους τους όμοιούς του στο χωριό και στα γύρω τ' απομεσήμερο της περασμένης μέρας. it was sacrificed|and|this|together|with|all|the|similar|of its|in the|village|and|in the|surrounding|the|afternoon|of the|last|day It was sacrificed along with all its kind in the village and the surrounding area on the afternoon of the previous day. Από το πρωί είχαν απολυθεί όλα τα φυλαγμένα γουρούνια κι έτρεχαν κοπαδιαστά στους δρόμους του χωριού. since|the|morning|they had|been released|all|the|kept|pigs|and|they were running|in herds|in the|streets|of the|village Since morning, all the kept pigs had been released and were running in herds through the village streets. Άξαφνα όμως ο Βόλας, ο καλύτερος σκοπευτής του χωριού, ρίχνει στο κοπάδι την πρώτη τουφεκιά. suddenly|but|the|Volas|the|best|shooter|of the|village|he shoots|at the|herd|the|first|shot Suddenly, however, Volas, the best marksman in the village, fires the first shot at the flock. Κι ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά, κλείνονται μέσα στα σπίτια, οι χωρικοί με τα καρυοφίλλια στα χέρια πυροβολούν αλύπητα. and|while|the|women|and|the|children|they lock themselves|inside|in the|houses|the|villagers|with|the|rifles|in the|hands|they shoot|relentlessly And while the women and children lock themselves inside the houses, the villagers with their rifles shoot mercilessly. Οι γρυλισμοί των ζώων, οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που τα κυνηγούν, τα γαυγίσματα των σκύλων κι οι αδιάκοπες ντουφεκιές γεμίζουν τον αέρα με θόρυβο κι αλαλητό. the|cries|of the|animals|the|joyful|voices|of the|men|who|them|they chase|the|barking|of the|dogs|and|the|incessant|gunshots|they fill|the|air|with|noise|and|commotion The bleating of the animals, the joyful shouts of the men chasing them, the barking of the dogs, and the continuous gunfire fill the air with noise and commotion. Σε λίγο όμως παύουν όλα. in|a little|but|they stop|everything But soon everything stops. Οι γυναίκες βγαίνουν να ζεστάνουν νερό για το μάδημα, ενώ οι άντρες περιγράφουν ο ένας στον άλλον κοροϊδευτικά τις απελπισμένες φωνές και τα τρεχάματα των γουρουνιών για να ξεφύγουν το θάνατο…Τώρα, καθένα τους κρέμεται στο σπίτι του αφεντικού του, έχοντας στο στόμα του ακέραιο λεμόνι, που του το' βαλε η νοικοκυρά για να γίνει νόστιμο το κρέας του. the|women|they go out|to|they heat|water|for|the|plucking|while|the|men|they describe|one|another|to the|other|mockingly|the|desperate|voices|and|the|running|of the|pigs|to|to|they escape|from the|death|now|each|of them|it hangs|at the|house|of his|boss|of his|having|in the|mouth|of his|whole|lemon|that|to him|it|she put|the|housewife|for|to|to become|tasty|the|meat|of his The women go out to heat water for the slaughter, while the men mockingly describe to each other the desperate cries and the frantic runs of the pigs trying to escape death... Now, each one is hanging at their master's house, with a whole lemon in its mouth, which the housewife put in to make its meat tasty. Σε λίγο θα λιανιστεί. in|a little|will|it will be cut up Soon it will be butchered. Θα βραστεί, θα παστωθεί για να γίνει παστουρμάς και πηχτή και να θρέψει όλο το χειμώνα τον αφέντη και το σπίτι του… will|it will be boiled|will|it will be salted|to|to|to become|basturma|and|potted meat|and|to|it will feed|all|the|winter|to the|master|and|the|house|of his It will be boiled, salted to become basturma and thickened to feed the master and his household all winter...

Νταγκ! Dang Bang!

Νταγκ! dang Dug!

Νταγκ! dang Dug!

Ακούγεται ξανά η καμπάνα, που αντηχεί δυνατά σαν να της μεταδίνει όλη του την ανυπομονησία ο κωδωνοκρούστης. it sounds|again|the|bell|that|it echoes|loudly|as|to|to it|it transmits|all|his|the|impatience|the|bell ringer The bell rings again, echoing loudly as if the bell ringer is transmitting all his impatience to it. Το νιό αντρόγυνο θέλει να πάει στη Λειτουργία, αλλά πρέπει να πάει καθώς του ταιριάζει μια τέτοια επίσημη μέρα. the|new|couple|it wants|to|go|to the|service|but|it must|to|go|as|to it|it suits|a|such|formal|day The young couple wants to go to the Service, but they must go as such an official day suits them. Η λυγερή θυμάται καλά τα λόγια, που της είχαν πει από βραδίς τα παιδιά, που τραγουδούσαν: the|slender|she remembers|well|the|words|that|to her|they had|said|from|evening|the|children|that|they were singing The slender one remembers well the words that the children had told her the night before, who were singing:

Σήκω κυρά μ' να στολιστείς, σήκω κυρά μ' ν' αλλάξεις, βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι και τον καθάριο αυγερινό βάλτονε δαχτυλίδι… get up|lady|my|to|you adorn yourself|get up|lady|my|to|you change|put|the|sun|face|and|the|moon|on your breast|and|the|pure|morning star|put it on|ring Get up my lady to adorn yourself, get up my lady to change, put the sun on your face and the moon on your breast and the bright morning star put it on as a ring… Γι' αυτό στέκεται ορθή μπρος σ' ένα μικρό κομμάτι από καθρέφτη, κολλημένο με λάσπη στον τοίχο, και βάνει όλη της τη φροντίδα για να δώσει περισσότερη λάμψη στο φυσικό κάλλος του προσώπου της. for that|this|she stands|upright|in front of|of|a|small|piece|of|mirror|stuck|with|mud|on the|wall|and|she puts|all|her|the|care|to|to|she gives|more|shine|to the|natural|beauty|of the|face|her That is why she stands upright in front of a small piece of mirror, stuck with mud on the wall, and puts all her care into giving more shine to the natural beauty of her face. Μα κι ο άντρας της, λεβέντης με το μαύρο μουστάκι στριμμένο, με το φέσι του λίγο στραβά, με τη φουστανέλλα τη χιονάτη, φοράει τα παπούτσια του και τραβούν για την εκκλησία. but|and|the|husband|her|brave|with|the|black|mustache|twisted|with|the|fez|his|a little|crooked|with|the|skirt|the|snowy|he wears|the|shoes|his|and|they head|to|the|church But her husband, a handsome man with a twisted black mustache, with his fez a little askew, wearing the snowy foustanella, puts on his shoes and they head for the church.

Νταγκ! dang Doug!

Νταγκ! dang Doug!

Νταγκ! dang Doug!

Ας έρθει ο κόσμος όλος! let|come|the|world|all Let the whole world come! Όλους τους θέλει η εκκλησιά. all|them|wants|the|church The church wants everyone. Κι ολοένα μαζεύονται από δω κι από κει απ' όλα τα μονοπάτια του χωριού προβάλουν συντροφιές από γυναίκες κι άντρες και παιδιά. and|evermore|gather|from|here|and|from|there|from all|all|the|paths|of the|village|emerge|groups|of|women|and|men|and|children And more and more, groups of women, men, and children are gathering from here and there, emerging from all the paths of the village. Κι η χαμηλή και στενόχωρη εκκλησιά με τις θαμπόθωρες εικόνες της, με το ξύλινο ταβάνι και με το πλακόστρωτο χώμα, όλους τους καρτερεί και όλους τους υποδέχεται, θαρρείς με τις προσευχές του παπά και τις φωνές του ψάλτη. and|the|low|and|cramped|church|with|the|dim|icons|its|with|the|wooden|ceiling|and|with|the|paved|ground|all|them|waits for|and|all|them|welcomes|as if|with|the|prayers|of the|priest|and|the|voices|of the|chanter And the low and cramped church, with its dim images, wooden ceiling, and cobbled earth, awaits everyone and welcomes them all, as if with the prayers of the priest and the voices of the chanter. Κι η ψυχή τους φτερουγίζει στο Θρόνο του Πλάστη. and|the|soul|their|flutters|to the|Throne|of the|Creator And their souls flutter at the Throne of the Creator. Τα πρόσωπα όλα γελούν, οι καρδιές βροντοχτυπούν στα στήθη συγκινημένες, το θρησκευτικό αίσθημα μεγαλώνει. the|faces|all|they laugh|the|hearts|they beat loudly|in the|chests|moved|the|religious|feeling|it grows All the faces are smiling, the hearts are pounding in their chests, moved, the religious feeling grows. Οι παράτονες φωνές του ψάλτη φαίνονται θεία λόγια και η ιεροτελεστία του παπά σαν φύσημα δροσιστικό, που βαλσαμώνει τους κόπους της καθημερινής ζωής. the|off-key|voices|of the|chanter|they seem|divine|words|and|the|ritual|of the|priest|like|breath|refreshing|that|it soothes|the|labors|of the|daily|life The loud voices of the chanter seem like divine words and the priest's ritual feels like a refreshing breeze that soothes the struggles of daily life.

Νταγκ! thud Thud!

Νταγκ! thud Thud!

Νταγκ! dang Dagg!

Η Λειτουργία τελείωσε, απόλυσε η εκκλησιά. the|liturgy|has finished|dismissed|the|church The service is over, the church has dismissed. Οι χωριανοί ασπάζονται τις εικόνες, φιλούν το χέρι του παπά, άλλοι μεταλαβαίνουν κι άλλοι φεύγουν μασώντας τ' αντίδωρο και κάνοντας το σταυρό τους. the|villagers|they kiss|the|icons|they kiss|the|hand|of the|priest|some|they take communion|and|others|they leave|chewing|the|blessed bread|and|making|the|cross|their The villagers kiss the icons, kiss the priest's hand, some take communion and others leave chewing the blessed bread and making the sign of the cross. Στα σπίτια τους, εκεί ακούν με προσοχή κανένα γέρο αγωνιστή, που παραβάλλει τη φυγή της Παρθένου και του Ιησού με τα άτυχα ανδρόγυνα στην εποχή της Επαναστάσεως. in the|houses|their|there|they listen|with|attention|some|old|fighter|who|he compares|the|flight|of the|Virgin|and|of the|Jesus|with|the|unfortunate|couples|in the|time|of the|Revolution At their homes, they listen attentively to some old fighter, who compares the flight of the Virgin and Jesus with the unfortunate couples during the time of the Revolution. Και η απλοϊκή παράσταση της γεννήσεως ενός Θεανθρώπου τόσο αρμονικά συνταιριάζεται με τη φαντασία και τα αγνά έθιμα των χωρικών, που καθένας τους φέρνει αμέσως στο νου του το εσωτερικό του στάβλου του και τοποθετεί μέσα σ' αυτόν μια γυναίκα πανέμορφη, λυμένη από τους πόνους της γέννας, κι ένα απλοϊκό χωρικό γονατισμένο μπροστά της, πρόθυμο να την υπηρετήσει και ένα βρέφος καταγής που τις περισσότερες φορές έχει τη μορφή του πρώτου γιου του, και τα δεμάτια τ' άχυρο τριγύρω και το βόδι και τ' άλογα από τη μια μεριά κι από την άλλη και δυο – τρεις γέρους τσοπάνηδες που τρέχουν να προσκυνήσουν το νεογέννητο Βασιλιά… and|the|simplistic|portrayal|of the|birth|of a|God-man|so|harmoniously|it is combined|with|the|imagination|and|the|pure|customs|of the|villagers|that|each|of them|he brings|immediately|to the|mind|his|the|||||and|||||||||on|||||and||||||||to|||||||||||||||||||||||||the|||||||||||||||||||||||newborn|King And the simplistic depiction of the birth of a God-man harmoniously blends with the imagination and the pure customs of the villagers, so that each of them immediately brings to mind the interior of their stable and places within it a beautiful woman, freed from the pains of childbirth, and a simple villager kneeling before her, eager to serve her, and a baby on the ground that most often resembles her first son, and the bundles of straw around, and the ox and the horses on one side and on the other, and two or three old shepherds rushing to worship the newborn King...

ai_request(all=28 err=0.00%) translation(all=53 err=0.00%) cwt(all=874 err=8.24%) en:B7ebVoGS:250528 openai.2025-02-07 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=3.71 PAR_CWT:B7ebVoGS=7.6