×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 3. VI. Ο Σμερντιακόβ

3. VI. Ο Σμερντιακόβ

Πραγματικά τον βρήκε στο τραπέζι. Είχαν συνηθίσει να τρώνε στη σάλα αν και το σπίτι είχε και τραπεζαρία. Αυτή η σάλα ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού και η επίπλωσή της είχε ένα κάπως πολύ παλιό στυλ με αξιώσεις. Τα έπιπλα ήταν πολύ παλιά, από άσπρο ξύλο, με μαλλομέταξο τριμμένο κόκκινο ντύμα. Ανάμεσα στα παράθυρα είχαν τοποθετηθεί καθρέφτες με σκαλιστές κορνίζες παλιάς μόδας, άσπρες με χρυσά ποικίλματα. Η ταπετσαρία των τοίχων ήταν άσπρη και σε μερικά μέρη το χαρτί είχε σκιστεί. Υπήρχαν και δυό πορτραίτα, ενός κάποιου πρίγκιπα που εδώ και τριάντα χρόνια ήταν νομάρχης στην περιφέρεια και κάποιου επισκόπου που αποδήμησε και αυτός προ πολλού εις Κύριον. Στη γωνιά ήταν μερικά εικονίσματα που μπροστά τους ανάβανε μια καντήλα τη νύχτα... όχι τόσο από ευλάβεια όσο για να φωτίζεται κάπως το δωμάτιο. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς πλάγιαζε πολύ αργά, κατά τις τρεις ή τέσσερεις το πρωί, κι ως τότε έκοβε βόλτες στο δωμάτιο ή καθόταν στην πολυθρόνα και βυθιζόταν σε σκέψεις. Αυτό το ’χε συνήθειο. Πότε-πότε κοιμόταν ολομόναχος στο σπίτι κι έστελνε τους υπηρέτες στην πτέρυγα. μα τις πιο πολλές φορές έμενε μαζί του ο Σμερντιακόβ που κοιμόταν στον προθάλαμο, πάνω σ’ ένα πάγκο. Όταν μπήκε ο Αλιόσα, είχαν τελειώσει πια το φαΐ και πίνανε καφέ με γλυκό. Του Φιόντορ Παύλοβιτς του άρεσε να ’χει μετά το φαΐ κάτι γλυκό με το κονιάκ του. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς καθόταν κι αυτός στο τραπέζι κι έπινε καφέ. Οι υπηρέτες, ο Γρηγόρης κι ο Σμερντιακόβ, στέκονταν κει κοντά.

Και τ' αφεντικά και οι υπηρέτες φαίνονταν πολύ καλοδιάθετοι. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς γελούσε και χαχάνιζε δυνατά. Ο Αλιόσα άκουσε το τσιριχτό του γέλιο μόλις μπήκε στο σπίτι, αυτό το τόσο γνωστό του γέλιο και κατάλαβε αμέσως απ' τον ήχο του πως ο πατέρας δεν είναι καθόλου μεθυσμένος ακόμα και πως προς το παρόν είναι μονάχα στα κέφια του.

— Νάτος κι αυτός, νάτος κι αυτός! ξεφώνισε ο Φιόντορ Παύλοβιτς που χάρηκε ξάφνου τρομερά με τον ερχομό του Αλιόσα. Έλα, έλα κάτσε δω πέρα μαζί μας να σε κεράσουμε καφέ. Νηστήσιμος είναι, νηστήσιμος και ζεστός και υπέροχος! Κονιάκ δε σου προτείνω, εσύ είσαι ασκητής. Η, μήπως θέλεις; Θέλεις; Όχι, καλύτερα να σου δώσω λικέρ. Περίφημο λικέρ! Σμερντιακόβ, πήγαινε και φέρ' το απ' το ντουλάπι, στο δεύτερο ράφι είναι, δεξιά, να τα κλειδιά, άντε κουνήσου!

Ο Αλιόσα δεν ήθελε να πάρει λικέρ.

— Ας το φέρει κι αν δεν το θες το πίνουμε μείς, έλεγε καταχαρούμενος ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Μα για στάσου. Έφαγες ή όχι;

— Έφαγα, είπε ο Αλιόσα που στην πραγματικότητα είχε φάει μονάχα ένα κομμάτι ψωμί και είχε πιει ένα ποτήρι κβας στην κουζίνα του ηγούμενου. Όμως καφέ ζεστό θα τον πιώ ευχαρίστως.

— Το καλό μου το παλικάρι! Μπράβο! Θα πιει ένα καφεδάκι. Μήπως θες να το ζεστάνουμε; Μα όχι, και τώρα ακόμα βράζει. Ο καφές του Σμερντιακόβ είναι περίφημος. Στον καφέ και στο πατέ ο Σμερντιακόβ μου είναι αρτίστας, μα και την ψαρόσουπα τη φτιάχνει υπέροχα. Αυτό είν' αλήθεια. Καμιά φορά έλα να φας ψαρόσουπα, ειδοποίησέ μας από πρώτα... Μα για στάσου, εκεί στο μοναστήρι σου 'δωσα διαταγή να μεταφερθείς οριστικά και να πάρεις το μαξιλάρι και το στρώμα σου, ε; Το στρώμα το κουβάλησες; χε-χε-χε!···

— Όχι, δεν το 'φερα, είπε ο Αλιόσα και χαμογέλασε.

— Όμως τρόμαξες όταν στο είπα, τρόμαξες. Έτσι δεν είναι; Αχ, καλέ μου, μα τάχα μπορώ να σε λυπήσω; Άκου, Ιβάν, δεν μπορώ να τον βλέπω να με κοιτάει έτσι δα στα μάτια και να χαμογελάει, δεν μπορώ. Νιώθω μιαν αγαλλίαση σ' όλα τα σωθικά μου, τον αγαπάω. Αλιόσα, στάσου να σου δώσω την πατρική ευλογία μου.

Ο Αλιόσα σηκώθηκε μα ο Φιόντορ Παύλοβιτς πρόφτασε και συνήλθε.

— Όχι, όχι, τώρα θα σε σταυρώσω και θα σ' ευλογήσω, να έτσι, κάτσε τώρα. Τώρα λοιπόν θ' ακούσεις κάτι ευχάριστο και μάλιστα για ένα θέμα που σ' ενδιαφέρει. Πολύ θα γελάσεις. Η όνος του Βαλαάμ μίλησε και πώς μάλιστα!

Σ' αυτήν την περίπτωση η όνος του Βαλαάμ δεν ήταν άλλος απ' τον λακέ Σμερντιακόβ. Αυτός ήταν νέος ακόμα, όλο κι όλο κάπου εικοσιτεσσάρων χρονών, τρομερά ακοινώνητος κι αμίλητος. Όχι πως ήταν άγριος ή πως ντρεπόταν κανέναν, όχι. Είχε όμως αλαζονικό χαρακτήρα και φαινόταν να τους περιφρονεί όλους. Να λοιπόν η στιγμή που δεν μπορούμε ν' αποφύγουμε να πούμε και γι' αυτόν δυο λόγια: Τον ανάθρεψαν η Μάρθα Ιγνάτιεβνα κι ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς, μα τ' αγόρι μεγάλωνε «χωρίς καμιάν ευγνωμοσύνη» όπως έλεγε γι' αυτό ο Γρηγόρης, και γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο άγριο κι όλα τα 'βλεπε με κακό μάτι. Στα παιδικά του χρόνια του άρεσε πολύ να κρεμάει τις γάτες και ύστερα να τις θάβει μ' ολάκερη ιεροτελεστία. Έβαζε πάνω του ένα σεντόνι, που ήταν τάχα τ' άμφιά του, και τραγουδούσε χειρονομώντας πάνω απ' την ψόφια γάτα, σαν να τη λιβάνιζε. Όλ' αυτά τα 'κανε στα κλεφτά, με μεγάλη μυστικότητα. Ο Γρηγόρης τον έπιασε μια φορά επ' αυτοφώρω και του τις έβρεξε για τα καλά με μια βέργα. Κείνος κουλουριάστηκε σε μια γωνιά κι από κει τους στραβοκοίταζε όλους κάπου μια βδομάδα. «Δε μας αγαπάει αυτό το τέρας», έλεγε ο Γρηγόρης στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα, «μα κι ούτε κανέναν άλλον αγαπάει. Μπας και νομίζεις πως είσαι άνθρωπος;» γύρισε άξαφνα κι είπε στον Σμερντιακόβ, «εσύ δεν είσαι άνθρωπος, εσύ γεννήθηκες απ' τη μούχλα και την υγρασία του μπάνιου. Ναι, αυτό είσαι...» Ο Σμερντιακόβ, όπως αποδείχτηκε αργότερα, ποτέ δεν μπόρεσε να του συγχωρέσει τούτα τα λόγια. Ο Γρηγόρης τον έμαθε να διαβάζει κι όταν έγινε δώδεκα χρονών άρχισε να του κάνει θρησκευτικά. Μα τα μαθήματα διακόπηκαν αμέσως σχεδόν. Μια φορά, στο δεύτερο μόλις ή στο τρίτο μάθημα, ο μικρός ξαφνικά χασκογέλασε.

— Τι έπαθες; ρώτησε ο Γρηγόρης και τον κοίταξε θυμωμένα κάτω απ' τα γυαλιά του.

— Μπα τίποτα. Τον κόσμο τον έπλασε ο Κύριος ο Θεός μας την πρώτη μέρα και τον ήλιο, το φεγγάρι και τ' άστρα την τέταρτη μέρα. Από πού λοιπόν φωτιζόταν ο κόσμος την πρώτη μέρα;

Ο Γρηγόρης κοκάλωσε. Το παιδί κοίταξε ειρωνικά το δάσκαλο. Το βλέμμα του μάλιστα είχε κάτι υπεροπτικό. Ο Γρηγόρης δε βάσταξε. «Να από πού!» φώναξε κι έδωσε ένα γερό χαστούκι στο μαθητή. Το παιδί κατάπιε τον μπάτσο, δεν έβγαλε λέξη, μα κουλουριάστηκε και πάλι στη γωνιά του για κάμποσες μέρες. Συνέβη τότε να του 'ρθει, ύστερ' από μια βδομάδα, η πρώτη προσβολή της επιληψίας που του 'μείνε σ' όλη του τη ζωή. Όταν το 'μαθε αυτό ο Φιόντορ Παύλοβιτς, σαν ν' άλλαξε ξαφνικά γνώμη για τ' αγόρι. Πριν απ' αυτό τον κοίταζε κάπως αδιάφορα, αν και ποτέ δεν τον μάλωνε κι όταν τον συναντούσε του 'δινε πάντα ένα καπίκι. Όταν ήταν καλοδιάθετος έστελνε καμιά φορά στο παιδί κανένα γλύκισμα. Μα τότε, όταν έμαθε την αρρώστια του, άρχισε να τον φροντίζει συστηματικά, φώναξε γιατρό, του άρχισε θεραπεία μα αποδείχτηκε πως ήταν αδύνατο να γιατρευτεί. Κατά μέσον όρο οι κρίσεις έρχονταν μια φορά το μήνα σ' ακανόνιστα διαστήματα με διαφορετική ένταση, άλλες ελαφρές, άλλες πολύ δυνατές. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς απαγόρευσε αυστηρότατα στον Γρηγόρη να τιμωρεί σωματικά το παιδί κι άρχισε να του επιτρέπει να 'ρχεται στο σπίτι του. Απαγόρεψε ακόμα προς το παρόν και κάθε μάθημα. Όμως μια φορά, όταν πια τ' αγόρι ήταν δεκαπέντε χρονών, ο Φιόντορ Παύλοβιτς παρατήρησε πως τριγυρνάει δίπλα στη βιβλιοθήκη και διαβάζει μεσ' απ' το τζάμι τους τίτλους. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς είχε αρκετά βιβλία, πάνω από εκατό τόμους, μα κανένας δεν τον είδε ποτέ να διαβάζει. Έδωσε αμέσως το κλειδί της βιβλιοθήκης στον Σμερντιακόβ: «Διάβασε, συ θα' σαι ο βιβλιοθηκάριος. Παρά να σουρτουκεύεις στην αυλή, κάτσε και διάβασε. Να, διάβασε τούτο δω», κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς έβγαλε τις Νύχτες στο Μετόχι, κοντά στην Ντικάνκα(* Έργο του Γκόγκολ με χιουμοριστικά διηγήματα γεμάτα λαϊκούς θρύλους και φαντάσματα. Σ.τ.Μ. ).

Ο μικρός το διάβασε μα δεν έμεινε ευχαριστημένος, ούτε μια φορά δε χαμογέλασε, μα απεναντίας το τέλειωσε σκυθρωπός.

— Λοιπόν; Δεν είναι διασκεδαστικό; ρώτησε ο Φιόντορ Παύλοβιτς.

Ο Σμερντιακόβ σώπαινε.

— Απάντησε λοιπόν, βλάκα.

— Όλο ψέματα γράφει, σαλιάρισε χαμογελώντας ο Σμερντιακόβ.

— Ε, ‘άει στο διάολο λοιπόν, ψυχή λακέ. Στάσου, να, πάρε τη Γενική Ιστορία του Σμαράγκντοβ εδώ πια είναι όλο αλήθειες, διάβασε.

Μα ο Σμερντιακόβ δε διάβασε ούτε δέκα σελίδες απ' τον Σμαράγκντοβ. Τον βρήκε πληχτικό. Από τότε η βιβλιοθήκη έμεινε για πάντα κλειστή. Σε λίγο η Μάρθα κι ο Γρηγόρης ανακοίνωσαν στον Φιόντορ Παύλοβιτς πως ο Σμερντιακόβ αρχίζει σιγά-σιγά να δείχνει μια παράξενη σιχασιά για όλα: Καθώς τρώει τη σούπα του, την ανακατεύει με το κουτάλι και ψάχνει, ψάχνει, σκύβει, την καλοκοιτάζει, γεμίζει το κουτάλι και το σηκώνει για να το δει στο φως.

— Μπας και είναι καμιά κατσαρίδα; ρώταγε ο Γρηγόρης.

— Μύγα ίσως, έλεγε η Μάρθα.

Ο άλλος δεν απαντούσε ποτέ- όμως και με το ψωμί και με το κρέας και μ' όλα τ' άλλα φαγητά το ίδιο έκανε: Κάρφωνε καμιά φορά ένα κομμάτι με το πιρούνι και το κοίταζε στο φως σαν να του 'κανε μικροσκοπική εξέταση, έκανε πολλήν ώρα να πάρει την απόφασή του και τέλος αποφάσιζε να το βάλει στο στόμα του. «Για κοίτα τον που θέλει να μας κάνει και τ' αρχοντόπουλο», έλεγε βλέποντας τούτα τα καμώματα ο Γρηγόρης. Όταν ο Φιόντορ Παύλοβιτς άκουσε τη νέα τούτη ιδιοτροπία του Σμερντιακόβ, αποφάσισε αμέσως πως πρέπει να τον κάνει μάγειρα και τον έστειλε να μαθητέψει στη Μόσχα. Έμεινε στο σχολείο αρκετά χρόνια κι όταν γύρισε, το πρόσωπό του είχε αλλάξει πολύ. Γέρασε κάπως αναπάντεχα, το μούτρο του γέμισε με ζάρες έτσι που δε θα το περίμενε κανείς για τα χρόνια του, κιτρίνισε, άρχισε να μοιάζει με ευνούχο. Ηθικά όμως γύρισε σχεδόν ο ίδιος: Εξακολουθούσε να ζει απομονωμένος και δεν αισθανόταν την ανάγκη να κάνει με κανέναν παρέα. Και στη Μόσχα, όπως λέγανε αργότερα, ήταν πάντα σιωπηλός. Και η ίδια η Μόσχα πολύ λίγο του κίνησε το ενδιαφέρον, έτσι που ελάχιστα πράματα έμαθε γι' αυτήν κι όλα τ' άλλα, ούτε τα πρόσεξε καθόλου. Πήγε και στο θέατρο μια φορά, μα βγήκε σιωπηλός και δυσαρεστημένος. Όμως γύρισε στην πολιτεία μας καλοντυμένος, με καθαρό κουστούμι κι εσώρουχα, ξεσκόνιζε μονάχος του με τη βούρτσα το σακάκι του δυό φορές τη μέρα οπωσδήποτε και τις υπέρκομψες λουστρινένιες μπότες του του άρεσε τρομερά να τις γυαλίζει με ειδικό εγγλέζικο βερνίκι, έτσι που να λαμποκοπάνε σαν καθρέφτες. Αποδείχτηκε θαυμάσιος μάγειρας. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς του 'κοψε μισθό κι αυτόν το μισθό ο Σμερντιακόβ τον ξόδευε όλον σχεδόν για ν' αγοράζει κουστούμια, μπριγιαντίνη, αρώματα κ.τ.λ. Φαίνεται όμως πως τις γυναίκες τις περιφρονούσε τόσο όσο και τους άντρες, και σχεδόν δεν τις πλησίαζε. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς άρχισε να βάζει κι άλλα πράματα με το νου του. Και τούτο γιατί οι κρίσεις της επιληψίας γίνονταν συχνότερες, και κείνες τις μέρες το φαΐ το μαγείρευε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, πράμα που δεν άρεσε καθόλου στον Φιόντορ Παύλοβιτς.

— Γιατί σου γίνανε συχνότερες οι κρίσεις; γκρίνιαζε καμιά φορά με το μάγειρά του και κοίταζε προσεχτικά το πρόσωπό του. Τουλάχιστον να παντρευόσουνα καμιά. Θέλεις να σε παντρέψω;...

Μα ο Σμερντιακόβ χλόμιαζε μονάχα απ' το πείσμα του και δεν απαντούσε τίποτα. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς τον παράταγε κουνώντας το κεφάλι του. Το σπουδαιότερο ήταν πως πίστευε απόλυτα στην τιμιότητά του και ήταν βέβαιος πως δε θα του πάρει κι ούτε θα του κλέψει τίποτα. Μια φορά συνέβη τούτο: Ο Φιόντορ Παύλοβιτς γύριζε πιωμένος στο σπίτι του και του πέσανε στην αυλή, μέσα στη λάσπη, τρία κατοστάρικα. Μονάχα την άλλη μέρα τα θυμήθηκε: Μόλις άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του, είδε ξαφνικά πως ήταν και τα τρία κατοστάρικα πάνω στο τραπέζι του. Πώς βρέθηκαν εκεί; Ο Σμερντιακόβ τα 'χε βρει από χτες και τα 'χε φέρει. «Α, μα τέτοιον άνθρωπο σαν και σένα δεν έχω ξαναδεί», είπε τότε ο Φιόντορ Παύλοβιτς και του χάρισε δέκα ρούβλια. Πρέπει να προσθέσουμε πως όχι μονάχα ήταν βέβαιος για την τιμιότητά του μα, για κάποιαν ανεξήγητη αιτία, τον αγαπούσε κιόλας αν και κείνος τον στραβοκοίταζε όπως και τους άλλους και δεν έβγαζε λέξη απ' το στόμα του. Πολύ σπάνια μιλούσε. Αν αναρωτιόταν κανείς κοιτάζοντάς τον για ποιο πράμα ενδιαφέρεται πιο πολύ αυτός ο νεαρός και τι να σκέφτεται τον περισσότερο καιρό, θα 'ταν αδύνατο να βρει μιαν απάντηση. Κι όμως αυτός, καμιά φορά και μέσα στο σπίτι ή και στο δρόμο ή στην αυλή, τύχαινε να σταματήσει, να βυθιστεί σε σκέψεις και να μείνει έτσι και δέκα λεπτά συνέχεια. Ένας φυσιογνωμιστής που θα τον έβλεπε, θα 'λεγε πως εδώ ούτε σκέψη ούτε διαλογισμός υπάρχει, μα μονάχα κάποια ενόραση. Ο ζωγράφος Κραμσκόη έχει φτιάξει έναν θαυμάσιο πίνακα με τον τίτλο Ενοραματιστής: Ένα δάσος χειμωνιάτικο και μέσα στο δάσος, στο δρόμο, μ' ένα σκισμένο καφτάνι και με σαντάλια από φλούδες δέντρου, στέκεται μονάχος, ολομόναχοι, μέσα στην απόλυτη μοναξιά, ένας μουζικάκος· στέκεται και σάμπως κάτι να σκέφτεται, όμως δε σκέφτεται παρά μονάχα κάτι «ενοραματίζεται». Αν τον σκουντούσατε θ' ανατρίχιαζε και θα σας κοίταζε σαν να 'χε μόλις ξυπνήσει, χωρίς να καταλαβαίνει τι του συμβαίνει, Η αλήθεια είναι πως θα ερχόταν αμέσως στα συγκαλά του, μα αν τον ρωτούσατε τι στεκόταν και σκεφτότανε δω πέρα, σίγουρα δε θα θυμόταν τίποτα να σας πει. Μα δε θα 'ταν λιγότερο σίγουρο πως θα 'χε κρύψει μέσα του εκείνη την εντύπωση που 'χε την ώρα της ενόρασής του. Οι εντυπώσεις αυτές του είναι πολύτιμες και τις μαζεύει χωρίς να το καταλαβαίνει και μάλιστα χωρίς να συνειδητοποιεί για ποιο σκοπό και ποια αιτία το κάνει αυτό. Ίσως, αφού μαζέψει τις εντυπώσεις πολλών χρόνων, τα παρατήσει όλα και τραβήξει προσκυνητής στην Ιερουσαλήμ για να σώσει την ψυχή του. Ίσως όμως να βάλει φωτιά στο χωριό του. Ίσως πάλι να γίνει και το 'να και τ' άλλο. Μέσα στο λαό υπάρχουν αρκετοί ενοραματιστές. Ένας απ' αυτούς ήταν κι ο Σμερντιακόβ και σίγουρα μάζευε φιλάργυρα τις εντυπώσεις του, σχεδόν χωρίς; κι ο ίδιος να ξέρει σε τι θα του χρησίμευαν.


3. VI. Ο Σμερντιακόβ 3. VI. Smerdiakov 3. VI. Smerdiakov

Πραγματικά τον βρήκε στο τραπέζι. Είχαν συνηθίσει να τρώνε στη σάλα αν και το σπίτι είχε και τραπεζαρία. Αυτή η σάλα ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού και η επίπλωσή της είχε ένα κάπως πολύ παλιό στυλ με αξιώσεις. Τα έπιπλα ήταν πολύ παλιά, από άσπρο ξύλο, με μαλλομέταξο τριμμένο κόκκινο ντύμα. Ανάμεσα στα παράθυρα είχαν τοποθετηθεί καθρέφτες με σκαλιστές κορνίζες παλιάς μόδας, άσπρες με χρυσά ποικίλματα. Η ταπετσαρία των τοίχων ήταν άσπρη και σε μερικά μέρη το χαρτί είχε σκιστεί. Υπήρχαν και δυό πορτραίτα, ενός κάποιου πρίγκιπα που εδώ και τριάντα χρόνια ήταν νομάρχης στην περιφέρεια και κάποιου επισκόπου που αποδήμησε και αυτός προ πολλού εις Κύριον. Στη γωνιά ήταν μερικά εικονίσματα που μπροστά τους ανάβανε μια καντήλα τη νύχτα... όχι τόσο από ευλάβεια όσο για να φωτίζεται κάπως το δωμάτιο. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς πλάγιαζε πολύ αργά, κατά τις τρεις ή τέσσερεις το πρωί, κι ως τότε έκοβε βόλτες στο δωμάτιο ή καθόταν στην πολυθρόνα και βυθιζόταν σε σκέψεις. Αυτό το ’χε συνήθειο. Πότε-πότε κοιμόταν ολομόναχος στο σπίτι κι έστελνε τους υπηρέτες στην πτέρυγα. μα τις πιο πολλές φορές έμενε μαζί του ο Σμερντιακόβ που κοιμόταν στον προθάλαμο, πάνω σ’ ένα πάγκο. Όταν μπήκε ο Αλιόσα, είχαν τελειώσει πια το φαΐ και πίνανε καφέ με γλυκό. Του Φιόντορ Παύλοβιτς του άρεσε να ’χει μετά το φαΐ κάτι γλυκό με το κονιάκ του. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς καθόταν κι αυτός στο τραπέζι κι έπινε καφέ. Οι υπηρέτες, ο Γρηγόρης κι ο Σμερντιακόβ, στέκονταν κει κοντά. She really found him on the table. They were used to eating in the parlor, although the house had a dining room. This parlor was the largest room in the house and its furnishings had a somewhat very old style with pretensions. The furniture was very old, made of white wood, with a woolly, rubbed red dressing. Between the windows were mirrors with carved old-fashioned frames, white with gold variegated frames. The wallpaper on the walls was white and in some places the paper was torn. There were two portraits, one of a certain prince who had been prefect in the district for thirty years, and the other of a bishop who had also long ago departed to the Lord. In the corner were some icons in front of which a candle was lit at night not so much out of reverence as to light the room somehow. Fyodor Pavlovitch went to bed very late, about three or four in the morning, and until then he would stroll about the room or sit in the armchair and sink into thought. That was his habit. Now and then he slept all alone in the house and sent the servants to the wing; but most often he was joined by Smerdiakov, who slept in the anteroom on a bench. When Alyosha came in, they had finished eating and were drinking coffee and cake. Fyodor Pavlovich liked to have something sweet with his brandy after the meal. Ivan Fyodorovich was also sitting at the table and drinking coffee. The servants, Gregory and Smerdiakov, were standing nearby.

Και τ' αφεντικά και οι υπηρέτες φαίνονταν πολύ καλοδιάθετοι. Both the bosses and the servants seemed to be in a very good mood. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς γελούσε και χαχάνιζε δυνατά. Fiodor Pavlovic was laughing and giggling loudly. Ο Αλιόσα άκουσε το τσιριχτό του γέλιο μόλις μπήκε στο σπίτι, αυτό το τόσο γνωστό του γέλιο και κατάλαβε αμέσως απ' τον ήχο του πως ο πατέρας δεν είναι καθόλου μεθυσμένος ακόμα και πως προς το παρόν είναι μονάχα στα κέφια του. Alyosha heard his shrill laugh as soon as he entered the house, that so familiar laugh, and knew at once by the sound of it that the father was not at all drunk yet, and that for the moment he was only in good spirits.

— Νάτος κι αυτός, νάτος κι αυτός! - There he is, there he is, there he is! ξεφώνισε ο Φιόντορ Παύλοβιτς που χάρηκε ξάφνου τρομερά με τον ερχομό του Αλιόσα. Έλα, έλα κάτσε δω πέρα μαζί μας να σε κεράσουμε καφέ. Come on, come sit over here with us and we'll buy you a cup of coffee. Νηστήσιμος είναι, νηστήσιμος και ζεστός και υπέροχος! It's edible, edible and warm and delicious! Κονιάκ δε σου προτείνω, εσύ είσαι ασκητής. I don't recommend cognac, you're an ascetic. Η, μήπως θέλεις; Θέλεις; Όχι, καλύτερα να σου δώσω λικέρ. Or do you want to? Do you? No, I'd better give you some liqueur. Περίφημο λικέρ! Famous liqueur! Σμερντιακόβ, πήγαινε και φέρ' το απ' το ντουλάπι, στο δεύτερο ράφι είναι, δεξιά, να τα κλειδιά, άντε κουνήσου! Smerdyakov, go and get it from the cupboard, it's on the second shelf, on the right, there are the keys, move it!

Ο Αλιόσα δεν ήθελε να πάρει λικέρ. Alyosha didn't want to take liquor.

— Ας το φέρει κι αν δεν το θες το πίνουμε μείς, έλεγε καταχαρούμενος ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Μα για στάσου. But wait a minute. Έφαγες ή όχι;

— Έφαγα, είπε ο Αλιόσα που στην πραγματικότητα είχε φάει μονάχα ένα κομμάτι ψωμί και είχε πιει ένα ποτήρι κβας στην κουζίνα του ηγούμενου. - I have eaten, said Alyosha, who had actually eaten only a piece of bread and drunk a glass of kvass in the abbot's kitchen. Όμως καφέ ζεστό θα τον πιώ ευχαρίστως. But I will gladly drink hot coffee.

— Το καλό μου το παλικάρι! - My good lad! Μπράβο! Θα πιει ένα καφεδάκι. He'll have a cup of coffee. Μήπως θες να το ζεστάνουμε; Μα όχι, και τώρα ακόμα βράζει. Do you want to warm it up? But no, and now it's still boiling. Ο καφές του Σμερντιακόβ είναι περίφημος. Smerdiakov's coffee is famous. Στον καφέ και στο πατέ ο Σμερντιακόβ μου είναι αρτίστας, μα και την ψαρόσουπα τη φτιάχνει υπέροχα. In coffee and pate, my Smerdiakov is an artisan, but he also makes a wonderful fish soup. Αυτό είν' αλήθεια. Καμιά φορά έλα να φας ψαρόσουπα, ειδοποίησέ μας από πρώτα... Μα για στάσου, εκεί στο μοναστήρι σου 'δωσα διαταγή να μεταφερθείς οριστικά και να πάρεις το μαξιλάρι και το στρώμα σου, ε; Το στρώμα το κουβάλησες; χε-χε-χε!··· Sometimes you come to eat fish soup, you let us know first... But wait a minute, back at the monastery I gave you an order to transfer permanently and take your pillow and mattress, didn't I? You carried the mattress? heh-heh-heh!

— Όχι, δεν το 'φερα, είπε ο Αλιόσα και χαμογέλασε. - No, I didn't bring it, said Aliosha and smiled.

— Όμως τρόμαξες όταν στο είπα, τρόμαξες. - But you got scared when I told you, you got scared. Έτσι δεν είναι; Αχ, καλέ μου, μα τάχα μπορώ να σε λυπήσω; Άκου, Ιβάν, δεν μπορώ να τον βλέπω να με κοιτάει έτσι δα στα μάτια και να χαμογελάει, δεν μπορώ. Isn't it? Oh, dear, but can I spare you? Listen, Ivan, I can't see him looking into my eyes and smiling like that, I can't. Νιώθω μιαν αγαλλίαση σ' όλα τα σωθικά μου, τον αγαπάω. I feel a jubilation in all my insides, I love him. Αλιόσα, στάσου να σου δώσω την πατρική ευλογία μου. Alyosha, let me give you my paternal blessing.

Ο Αλιόσα σηκώθηκε μα ο Φιόντορ Παύλοβιτς πρόφτασε και συνήλθε. Aliosa got up but Fiodor Pavlovic caught up and recovered.

— Όχι, όχι, τώρα θα σε σταυρώσω και θα σ' ευλογήσω, να έτσι, κάτσε τώρα. - No, no, now I'm going to crucify you and bless you, there you go, now sit down. Τώρα λοιπόν θ' ακούσεις κάτι ευχάριστο και μάλιστα για ένα θέμα που σ' ενδιαφέρει. So now you will hear something pleasant and even on a subject that interests you. Πολύ θα γελάσεις. Η όνος του Βαλαάμ μίλησε και πώς μάλιστα! Balaam's onos has spoken and how!

Σ' αυτήν την περίπτωση η όνος του Βαλαάμ δεν ήταν άλλος απ' τον λακέ Σμερντιακόβ. In this case, Balaam's onos was none other than the lackey Smerdiakov. Αυτός ήταν νέος ακόμα, όλο κι όλο κάπου εικοσιτεσσάρων χρονών, τρομερά ακοινώνητος κι αμίλητος. He was still young, all of about twenty-four years old, terribly uncommunicative and silent. Όχι πως ήταν άγριος ή πως ντρεπόταν κανέναν, όχι. Not that he was wild or that he was ashamed of anyone, no. Είχε όμως αλαζονικό χαρακτήρα και φαινόταν να τους περιφρονεί όλους. But he had an arrogant character and seemed to despise everyone. Να λοιπόν η στιγμή που δεν μπορούμε ν' αποφύγουμε να πούμε και γι' αυτόν δυο λόγια: Τον ανάθρεψαν η Μάρθα Ιγνάτιεβνα κι ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς, μα τ' αγόρι μεγάλωνε «χωρίς καμιάν ευγνωμοσύνη» όπως έλεγε γι' αυτό ο Γρηγόρης, και γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο άγριο κι όλα τα 'βλεπε με κακό μάτι. So this is the moment when we cannot avoid saying a few words about him: He was brought up by Martha Ignatievna and Gregory Vasilievich, but the boy grew up "without any gratitude" as Gregory said of him, and he grew wilder and wilder every day and saw everything in a bad light. Στα παιδικά του χρόνια του άρεσε πολύ να κρεμάει τις γάτες και ύστερα να τις θάβει μ' ολάκερη ιεροτελεστία. In his childhood he loved to hang the cats and then bury them with a complete ritual. Έβαζε πάνω του ένα σεντόνι, που ήταν τάχα τ' άμφιά του, και τραγουδούσε χειρονομώντας πάνω απ' την ψόφια γάτα, σαν να τη λιβάνιζε. He put a sheet on it, which was supposed to be his vestments, and sang gesticulating over the dead cat, as if he were incensing it. Όλ' αυτά τα 'κανε στα κλεφτά, με μεγάλη μυστικότητα. He did all this in secret, with great secrecy. Ο Γρηγόρης τον έπιασε μια φορά επ' αυτοφώρω και του τις έβρεξε για τα καλά με μια βέργα. Gregory caught him in the act once and spanked him good and proper with a stick. Κείνος κουλουριάστηκε σε μια γωνιά κι από κει τους στραβοκοίταζε όλους κάπου μια βδομάδα. Kinos curled up in a corner and from there he squinted at everyone for a week or so. «Δε μας αγαπάει αυτό το τέρας», έλεγε ο Γρηγόρης στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα, «μα κι ούτε κανέναν άλλον αγαπάει. "This monster doesn't love us," Gregory was saying to Martha Ignatievna, "and he doesn't love anyone else either. Μπας και νομίζεις πως είσαι άνθρωπος;» γύρισε άξαφνα κι είπε στον Σμερντιακόβ, «εσύ δεν είσαι άνθρωπος, εσύ γεννήθηκες απ' τη μούχλα και την υγρασία του μπάνιου. You think you're human?" he turned abruptly and said to Smerdiakov, "You are not human, you were born of the mould and dampness of the bathroom. Ναι, αυτό είσαι...» Ο Σμερντιακόβ, όπως αποδείχτηκε αργότερα, ποτέ δεν μπόρεσε να του συγχωρέσει τούτα τα λόγια. Yes, that's what you are..." Smerdyakov, as it turned out later, could never forgive him for those words. Ο Γρηγόρης τον έμαθε να διαβάζει κι όταν έγινε δώδεκα χρονών άρχισε να του κάνει θρησκευτικά. Gregory taught him to read and when he was twelve years old he began to teach him religion. Μα τα μαθήματα διακόπηκαν αμέσως σχεδόν. But the classes were almost immediately stopped. Μια φορά, στο δεύτερο μόλις ή στο τρίτο μάθημα, ο μικρός ξαφνικά χασκογέλασε. Once, in only the second or third lesson, the boy suddenly giggled.

— Τι έπαθες; ρώτησε ο Γρηγόρης και τον κοίταξε θυμωμένα κάτω απ' τα γυαλιά του. - What's wrong with you?Gregory asked and looked at him angrily under his glasses.

— Μπα τίποτα. Τον κόσμο τον έπλασε ο Κύριος ο Θεός μας την πρώτη μέρα και τον ήλιο, το φεγγάρι και τ' άστρα την τέταρτη μέρα. The world was created by the Lord our God on the first day, and the sun, the moon, and the stars on the fourth day. Από πού λοιπόν φωτιζόταν ο κόσμος την πρώτη μέρα; So where did the world light up on the first day?

Ο Γρηγόρης κοκάλωσε. Gregory blushed. Το παιδί κοίταξε ειρωνικά το δάσκαλο. The child looked ironically at the teacher. Το βλέμμα του μάλιστα είχε κάτι υπεροπτικό. There was even something haughty in his gaze. Ο Γρηγόρης δε βάσταξε. Gregory did not baptize. «Να από πού!» φώναξε κι έδωσε ένα γερό χαστούκι στο μαθητή. "That's where!" he shouted and gave the student a good slap. Το παιδί κατάπιε τον μπάτσο, δεν έβγαλε λέξη, μα κουλουριάστηκε και πάλι στη γωνιά του για κάμποσες μέρες. The kid swallowed the cop, didn't say a word, but curled up in his corner again for a few days. Συνέβη τότε να του 'ρθει, ύστερ' από μια βδομάδα, η πρώτη προσβολή της επιληψίας που του 'μείνε σ' όλη του τη ζωή. It then happened that, after a week, he had his first attack of epilepsy, which stayed with him for the rest of his life. Όταν το 'μαθε αυτό ο Φιόντορ Παύλοβιτς, σαν ν' άλλαξε ξαφνικά γνώμη για τ' αγόρι. When Fyodor Pavlovitch heard this, it was as if he suddenly changed his mind about the boy. Πριν απ' αυτό τον κοίταζε κάπως αδιάφορα, αν και ποτέ δεν τον μάλωνε κι όταν τον συναντούσε του 'δινε πάντα ένα καπίκι. Before that she looked at him somewhat indifferently, though she never scolded him, and when she met him she always gave him a match. Όταν ήταν καλοδιάθετος έστελνε καμιά φορά στο παιδί κανένα γλύκισμα. When he was in a good mood he would sometimes send the child a sweet. Μα τότε, όταν έμαθε την αρρώστια του, άρχισε να τον φροντίζει συστηματικά, φώναξε γιατρό, του άρχισε θεραπεία μα αποδείχτηκε πως ήταν αδύνατο να γιατρευτεί. But then, when she found out about his illness, she started to take care of him systematically, called a doctor, started treatment but it turned out that it was impossible to cure him. Κατά μέσον όρο οι κρίσεις έρχονταν μια φορά το μήνα σ' ακανόνιστα διαστήματα με διαφορετική ένταση, άλλες ελαφρές, άλλες πολύ δυνατές. On average the attacks came once a month at irregular intervals with varying intensity, some light, some very strong. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς απαγόρευσε αυστηρότατα στον Γρηγόρη να τιμωρεί σωματικά το παιδί κι άρχισε να του επιτρέπει να 'ρχεται στο σπίτι του. Fyodor Pavlovich strictly forbade Gregory to physically punish the child and began to allow him to come to his house. Απαγόρεψε ακόμα προς το παρόν και κάθε μάθημα. He even banned all lessons for the time being. Όμως μια φορά, όταν πια τ' αγόρι ήταν δεκαπέντε χρονών, ο Φιόντορ Παύλοβιτς παρατήρησε πως τριγυρνάει δίπλα στη βιβλιοθήκη και διαβάζει μεσ' απ' το τζάμι τους τίτλους. But once, when the boy was fifteen years old, Fiodor Pavlovic noticed him walking around the library and reading the titles through the glass. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς είχε αρκετά βιβλία, πάνω από εκατό τόμους, μα κανένας δεν τον είδε ποτέ να διαβάζει. Fyodor Pavlovich had several books, over a hundred volumes, but no one ever saw him read. Έδωσε αμέσως το κλειδί της βιβλιοθήκης στον Σμερντιακόβ: «Διάβασε, συ θα' σαι ο βιβλιοθηκάριος. He immediately gave the key to the library to Smerdiakov: "Read, you'll be the librarian. Παρά να σουρτουκεύεις στην αυλή, κάτσε και διάβασε. Instead of sitting in the yard, sit and read. Να, διάβασε τούτο δω», κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς έβγαλε τις Νύχτες στο Μετόχι, κοντά στην Ντικάνκα(* Έργο του Γκόγκολ με χιουμοριστικά διηγήματα γεμάτα λαϊκούς θρύλους και φαντάσματα. Here, read this here", and Fyodor Pavlovich published Nights in the Metochi, near Dikanka (* Gogol's work of humorous short stories full of folk legends and ghosts. Σ.τ.Μ. ).

Ο μικρός το διάβασε μα δεν έμεινε ευχαριστημένος, ούτε μια φορά δε χαμογέλασε, μα απεναντίας το τέλειωσε σκυθρωπός. The boy read it but he was not happy, he did not smile once, but on the contrary he finished it with a frown.

— Λοιπόν; Δεν είναι διασκεδαστικό; ρώτησε ο Φιόντορ Παύλοβιτς. - So? Isn't it fun?" asked Fiodor Pavlovic.

Ο Σμερντιακόβ σώπαινε.

— Απάντησε λοιπόν, βλάκα.

— Όλο ψέματα γράφει, σαλιάρισε χαμογελώντας ο Σμερντιακόβ. - "He always lies," drooled Smerdiakov with a smile.

— Ε, ‘άει στο διάολο λοιπόν, ψυχή λακέ. - Well, to hell with it, you lackey. Στάσου, να, πάρε τη Γενική Ιστορία του Σμαράγκντοβ εδώ πια είναι όλο αλήθειες, διάβασε. Wait, here, take the General History of Smaragdov, it's all true now, read it.

Μα ο Σμερντιακόβ δε διάβασε ούτε δέκα σελίδες απ' τον Σμαράγκντοβ. But Smerdyakov did not read even ten pages of Smaragdov. Τον βρήκε πληχτικό. She found him boring. Από τότε η βιβλιοθήκη έμεινε για πάντα κλειστή. Since then the library has been closed forever. Σε λίγο η Μάρθα κι ο Γρηγόρης ανακοίνωσαν στον Φιόντορ Παύλοβιτς πως ο Σμερντιακόβ αρχίζει σιγά-σιγά να δείχνει μια παράξενη σιχασιά για όλα: Καθώς τρώει τη σούπα του, την ανακατεύει με το κουτάλι και ψάχνει, ψάχνει, σκύβει, την καλοκοιτάζει, γεμίζει το κουτάλι και το σηκώνει για να το δει στο φως. Soon Martha and Gregory announced to Fyodor Pavlovich that Smerdiakov was slowly beginning to show a strange disgust for everything: As he eats his soup, he stirs it with his spoon and searches, searches, bends down, looks at it, fills the spoon and lifts it up to look at it in the light.

— Μπας και είναι καμιά κατσαρίδα; ρώταγε ο Γρηγόρης. - Maybe it's a cockroach?Gregory was asking.

— Μύγα ίσως, έλεγε η Μάρθα. - A fly perhaps, Martha was saying.

Ο άλλος δεν απαντούσε ποτέ- όμως και με το ψωμί και με το κρέας και μ' όλα τ' άλλα φαγητά το ίδιο έκανε: Κάρφωνε καμιά φορά ένα κομμάτι με το πιρούνι και το κοίταζε στο φως σαν να του 'κανε μικροσκοπική εξέταση, έκανε πολλήν ώρα να πάρει την απόφασή του και τέλος αποφάσιζε να το βάλει στο στόμα του. The other never answered; but with bread and meat and all other foods he did the same: He would sometimes carve a piece with his fork and look at it in the light as if he were making a microscopic examination; he would take a long time to make up his mind and finally decide to put it in his mouth. «Για κοίτα τον που θέλει να μας κάνει και τ' αρχοντόπουλο», έλεγε βλέποντας τούτα τα καμώματα ο Γρηγόρης. "Look at him, who wants to make us the little brat," said Gregory, seeing these antics. Όταν ο Φιόντορ Παύλοβιτς άκουσε τη νέα τούτη ιδιοτροπία του Σμερντιακόβ, αποφάσισε αμέσως πως πρέπει να τον κάνει μάγειρα και τον έστειλε να μαθητέψει στη Μόσχα. When Fyodor Pavlovich heard of this new whim of Smerdyakov's, he immediately decided that he should make him a cook and sent him to Moscow to apprentice. Έμεινε στο σχολείο αρκετά χρόνια κι όταν γύρισε, το πρόσωπό του είχε αλλάξει πολύ. He stayed at the school for several years and when he came back, his face had changed a lot. Γέρασε κάπως αναπάντεχα, το μούτρο του γέμισε με ζάρες έτσι που δε θα το περίμενε κανείς για τα χρόνια του, κιτρίνισε, άρχισε να μοιάζει με ευνούχο. He aged somewhat unexpectedly, his face filled with wrinkles in a way that one would not expect for his age, he turned yellow, he began to look like a eunuch. Ηθικά όμως γύρισε σχεδόν ο ίδιος: Εξακολουθούσε να ζει απομονωμένος και δεν αισθανόταν την ανάγκη να κάνει με κανέναν παρέα. Morally, however, he was almost the same: he still lived in isolation and felt no need to associate with anyone. Και στη Μόσχα, όπως λέγανε αργότερα, ήταν πάντα σιωπηλός. And in Moscow, as they said later, he was always silent. Και η ίδια η Μόσχα πολύ λίγο του κίνησε το ενδιαφέρον, έτσι που ελάχιστα πράματα έμαθε γι' αυτήν κι όλα τ' άλλα, ούτε τα πρόσεξε καθόλου. And Moscow itself was of very little interest to him, so that he learned very little about it, and all the rest he did not even notice at all. Πήγε και στο θέατρο μια φορά, μα βγήκε σιωπηλός και δυσαρεστημένος. He even went to the theatre once, but came out silent and dissatisfied. Όμως γύρισε στην πολιτεία μας καλοντυμένος, με καθαρό κουστούμι κι εσώρουχα, ξεσκόνιζε μονάχος του με τη βούρτσα το σακάκι του δυό φορές τη μέρα οπωσδήποτε και τις υπέρκομψες λουστρινένιες μπότες του του άρεσε τρομερά να τις γυαλίζει με ειδικό εγγλέζικο βερνίκι, έτσι που να λαμποκοπάνε σαν καθρέφτες. But he returned to our state well-dressed, in a clean suit and underwear, dusting his jacket twice a day with a brush, and he loved to polish his super-high patent leather boots with a special English polish, so that they shone like mirrors. Αποδείχτηκε θαυμάσιος μάγειρας. He turned out to be a wonderful cook. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς του 'κοψε μισθό κι αυτόν το μισθό ο Σμερντιακόβ τον ξόδευε όλον σχεδόν για ν' αγοράζει κουστούμια, μπριγιαντίνη, αρώματα κ.τ.λ. Fyodor Pavlovich cut his salary and Smerdiakov spent almost all of it on buying suits, brilliantine, perfume, etc. Φαίνεται όμως πως τις γυναίκες τις περιφρονούσε τόσο όσο και τους άντρες, και σχεδόν δεν τις πλησίαζε. But it seems that he despised women as much as men, and hardly approached them. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς άρχισε να βάζει κι άλλα πράματα με το νου του. Fiodor Pavlovic began to put other things on his mind. Και τούτο γιατί οι κρίσεις της επιληψίας γίνονταν συχνότερες, και κείνες τις μέρες το φαΐ το μαγείρευε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, πράμα που δεν άρεσε καθόλου στον Φιόντορ Παύλοβιτς. This was because the epileptic seizures were becoming more frequent, and in those days the food was cooked by Martha Ignatievna, which did not please Fyodor Pavlovich at all.

— Γιατί σου γίνανε συχνότερες οι κρίσεις; γκρίνιαζε καμιά φορά με το μάγειρά του και κοίταζε προσεχτικά το πρόσωπό του. - Why are your seizures becoming more frequent? he sometimes grumbled with his cook and looked carefully at his face. Τουλάχιστον να παντρευόσουνα καμιά. At least marry someone. Θέλεις να σε παντρέψω;... Do you want me to marry you?

Μα ο Σμερντιακόβ χλόμιαζε μονάχα απ' το πείσμα του και δεν απαντούσε τίποτα. But Smerdiakov only glowered with stubbornness and made no reply. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς τον παράταγε κουνώντας το κεφάλι του. Fiodor Pavlovic was shaking his head and shaking his head. Το σπουδαιότερο ήταν πως πίστευε απόλυτα στην τιμιότητά του και ήταν βέβαιος πως δε θα του πάρει κι ούτε θα του κλέψει τίποτα. The most important thing was that he believed completely in his honesty and was sure that he would not take or steal anything from him. Μια φορά συνέβη τούτο: Ο Φιόντορ Παύλοβιτς γύριζε πιωμένος στο σπίτι του και του πέσανε στην αυλή, μέσα στη λάσπη, τρία κατοστάρικα. Once this happened: Fyodor Pavlovich was returning home drunk and three hundredweight fell on him in the mud in the yard. Μονάχα την άλλη μέρα τα θυμήθηκε: Μόλις άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του, είδε ξαφνικά πως ήταν και τα τρία κατοστάρικα πάνω στο τραπέζι του. It was only the next day that he remembered them: Just as he began to search his pockets, he suddenly saw that all three hundreds were on his table. Πώς βρέθηκαν εκεί; Ο Σμερντιακόβ τα 'χε βρει από χτες και τα 'χε φέρει. How did they get there? Smerdiakov found them yesterday and brought them here. «Α, μα τέτοιον άνθρωπο σαν και σένα δεν έχω ξαναδεί», είπε τότε ο Φιόντορ Παύλοβιτς και του χάρισε δέκα ρούβλια. "Ah, but I have never seen such a man as you," said Fyodor Pavlovitch, and gave him ten rubles. Πρέπει να προσθέσουμε πως όχι μονάχα ήταν βέβαιος για την τιμιότητά του μα, για κάποιαν ανεξήγητη αιτία, τον αγαπούσε κιόλας αν και κείνος τον στραβοκοίταζε όπως και τους άλλους και δεν έβγαζε λέξη απ' το στόμα του. We must add that not only was he sure of his honesty but, for some inexplicable reason, he loved him even though he squinted at him as he did at the others and did not say a word. Πολύ σπάνια μιλούσε. Αν αναρωτιόταν κανείς κοιτάζοντάς τον για ποιο πράμα ενδιαφέρεται πιο πολύ αυτός ο νεαρός και τι να σκέφτεται τον περισσότερο καιρό, θα 'ταν αδύνατο να βρει μιαν απάντηση. If one were to ask oneself, looking at him, what this young man is most interested in and what he thinks about most of the time, it would be impossible to find an answer. Κι όμως αυτός, καμιά φορά και μέσα στο σπίτι ή και στο δρόμο ή στην αυλή, τύχαινε να σταματήσει, να βυθιστεί σε σκέψεις και να μείνει έτσι και δέκα λεπτά συνέχεια. And yet he, sometimes even in the house or in the street or in the yard, happened to stop, to sink into thought and stay like that for ten minutes at a time. Ένας φυσιογνωμιστής που θα τον έβλεπε, θα 'λεγε πως εδώ ούτε σκέψη ούτε διαλογισμός υπάρχει, μα μονάχα κάποια ενόραση. A naturalist who would see him would say that there is neither thought nor meditation here, but only some insight. Ο ζωγράφος Κραμσκόη έχει φτιάξει έναν θαυμάσιο πίνακα με τον τίτλο Ενοραματιστής: Ένα δάσος χειμωνιάτικο και μέσα στο δάσος, στο δρόμο, μ' ένα σκισμένο καφτάνι και με σαντάλια από φλούδες δέντρου, στέκεται μονάχος, ολομόναχοι, μέσα στην απόλυτη μοναξιά, ένας μουζικάκος· στέκεται και σάμπως κάτι να σκέφτεται, όμως δε σκέφτεται παρά μονάχα κάτι «ενοραματίζεται». The painter Kramskoy has made a wonderful painting entitled Enoralist: A forest in winter, and in the forest, on the road, with a torn caftan and with boards of tree-skins, stands alone, all alone, in utter solitude, a Muzakian; he stands and as if he were thinking something, but he is not thinking but only "meditating" something. Αν τον σκουντούσατε θ' ανατρίχιαζε και θα σας κοίταζε σαν να 'χε μόλις ξυπνήσει, χωρίς να καταλαβαίνει τι του συμβαίνει, Η αλήθεια είναι πως θα ερχόταν αμέσως στα συγκαλά του, μα αν τον ρωτούσατε τι στεκόταν και σκεφτότανε δω πέρα, σίγουρα δε θα θυμόταν τίποτα να σας πει. If you poked him, he would shudder and look at you as if he had just woken up, not realizing what was happening to him.The truth is that he would come to his senses immediately, but if you asked him what he was standing there thinking about, he would certainly not remember anything to tell you. Μα δε θα 'ταν λιγότερο σίγουρο πως θα 'χε κρύψει μέσα του εκείνη την εντύπωση που 'χε την ώρα της ενόρασής του. But he would not have been less sure that he would have concealed within him that impression which he had at the time of his conviction. Οι εντυπώσεις αυτές του είναι πολύτιμες και τις μαζεύει χωρίς να το καταλαβαίνει και μάλιστα χωρίς να συνειδητοποιεί για ποιο σκοπό και ποια αιτία το κάνει αυτό. These impressions are valuable to him and he collects them without realizing it and even without realizing for what purpose and reason he is doing this. Ίσως, αφού μαζέψει τις εντυπώσεις πολλών χρόνων, τα παρατήσει όλα και τραβήξει προσκυνητής στην Ιερουσαλήμ για να σώσει την ψυχή του. Perhaps, after gathering the impressions of many years, he will drop everything and make a pilgrimage to Jerusalem to save his soul. Ίσως όμως να βάλει φωτιά στο χωριό του. But he might set his village on fire. Ίσως πάλι να γίνει και το 'να και τ' άλλο. Maybe it will still be both. Μέσα στο λαό υπάρχουν αρκετοί ενοραματιστές. Among the people there are a number of insightful people. Ένας απ' αυτούς ήταν κι ο Σμερντιακόβ και σίγουρα μάζευε φιλάργυρα τις εντυπώσεις του, σχεδόν χωρίς; κι ο ίδιος να ξέρει σε τι θα του χρησίμευαν. One of them was Smerdiakov and he was certainly saving his impressions, almost without? and he himself had no idea what he could use them for.