×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 3. ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΟΙ ΦΙΛΗΔΟΝΟΙ Ι. Οι Υπηρέτες

3. ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΟΙ ΦΙΛΗΔΟΝΟΙ Ι. Οι Υπηρέτες

Ι. Οι Υπηρέτες

ΤΟ ΣΠΙΤΙ του Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ ήταν αρκετά μακριά απ' το κέντρο της πολιτείας, όχι όμως κι εντελώς στο προάστιο. Ήταν αρκετά παλιό μα με εμφάνιση ευχάριστη: μονώροφο, με σοφίτα, βαμμένο γκρίζο, η σκεπή από λαμαρίνα, βαμμένη κόκκινη. Όπως και να 'ναι κρατιόταν καλά ακόμα, ήταν ευρύχωρο κι άνετο. Είχε πολλά κελάρια, πολλές μικρές αποθήκες και πολλές αναπάντεχες σκαλίτσες. Είχε και ποντικούς, μα ο Φιόντορ Παύλοβιτς δε θύμωνε και πολύ μ' αυτούς, «όσο και να 'ναι θα 'χεις μια συντροφιά τα βράδια όταν μένεις μονάχος». Γιατί πραγματικά είχε, το συνήθειο ν' αφήνει τους υπηρέτες να πηγαίνουν στην πτέρυγα και κλειδωνόταν στο σπίτι μονάχος όλη νύχτα. Αυτή η πτέρυγα ήταν στην αυλή. Ένα κτίριο μεγάλο και καλοφτιαγμένο. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς διέταξε να γίνει εκεί και η κουζίνα αν και υπήρχε κουζίνα στο σπίτι. Δεν του άρεσε η μυρουδιά της κουζίνας. Έτσι τα φαγητά τα κουβαλούσαν απ' την αυλή χειμώνα-καλοκαίρι. Γενικά το σπίτι ήταν χτισμένο για μεγάλη οικογένεια και θα μπορούσε να χωρέσει πέντε φορές περισσότερους αφεντάδες και υπηρέτες. Μα τον καιρό της ιστορίας μας στο σπίτι ζούσαν μονάχα ο Φιόντορ Παύλοβιτς με τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και στην πτέρυγα τρεις όλοι κι όλοι υπηρέτες. Ο γερο-Γρηγόρης, η γρια-Μάρθα, η γυναίκα του, κι ο λακές Σμερντιακόβ που ήταν νέος ακόμα. Είναι ανάγκη να μιλήσουμε κάπως πιο λεπτομερειακά γι' αυτούς τους τρεις. Βέβαια για το γερο-Γρηγόρη Βασίλιεβιτς Κουτούζοβ έχουμε πει κιόλας αρκετά. Ήταν ένας άνθρωπος σταθερός, που τράβαγε ίσα στο σκοπό του, φτάνει μονάχα, για κάποια αιτία (πολλές φορές εκπληχτικά παράλογη), ο σκοπός αυτός να του φαντάζει σαν μια αναμφισβήτητη αλήθεια. Γενικά μπορούσε να πει κανείς πως ήταν τίμιος κι αδιάφθορος. Η γυναίκα του, η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, παρ' όλο που υποταζόταν πάντοτε απεριόριστα στη θέληση του άντρα της, του 'γινε τσιμπούρι αμέσως μετά την απελευθέρωση των χωρικών και του 'λεγε να φύγουν απ' του Φιόντορ Παύλοβιτς, να πάνε στη Μόσχα και κει ν' αρχίσουν κάνα μικρεμπόριο— είχαν ένα μικρό κομπόδεμα. Μα ο Γρηγόρης αποφάσισε τότε μια για πάντα πως η γυναίκα του έχει άδικο «γιατί όλες οι γυναίκες είναι άτιμες». Και πως δεν είναι καθόλου πρέπον να παρατήσουν τον πρώην αφέντη του, κι ας είναι αυτός ό,τι θέλει «γιατί τούτο είναι το χρέος μας τη σήμερον ημέρα».

— Καταλαβαίνεις τι θα πει χρέος; είπε στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα.

— Το χρέος το καταλαβαίνω, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς, μα τι σόι χρέος έχουμε να μείνουμε σώνει και καλά δω πέρα, αυτό ποτέ μου δεν θα το καταλάβω, απάντησε σταθερά η Μάρθα Ιγνάτιεβνα.

— Δεν πα να μην το καταλάβεις. Θα γίνει αυτό που σου λέω. Από δω και πέρα λοιπόν, τσιμουδιά.

Έτσι κι έγινε: δε φύγανε, κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς τους όρισε ένα μικρό μισθό, μα τους το πλήρωνε ταχτικά. Ο Γρηγόρης ήξερε εξάλλου πως έχει μιαν αναμφισβήτητη επιρροή στ' αφεντικό του. Το αισθανόταν αυτό και ήταν σωστό: ο πονηρός και πεισματάρης μασκαράς, ο Φιόντορ Παύλοβιτς, που 'χε έναν πολύ δυνατό χαρακτήρα «σε μερικά πράματα της ζωής» — όπως εκφραζόταν ο ίδιος — συνέβαινε καμιά φορά — κι αυτό τον έκανε και τον ίδιον ν' απορεί — να δείχνει αδυναμία σε μερικά άλλα «πράματα της ζωής». Και ήξερε και μόνος του ποια ήταν αυτά, τα 'ξερε και τα φοβόταν. Σε μερικά πράματα της ζωής έπρεπε να 'ναι πολύ ανοιχτομάτης κι αυτό δύσκολα γίνεται δίχως τη βοήθεια ενός πιστού ανθρώπου. Κι ο Γρηγόρης ήταν πιστότατος. Πολλές φορές στη διάρκεια της καριέρας του θα τις έτρωγε ο Φιόντορ Παύλοβιτς και θα τις έτρωγε στα γεμάτα, αν δεν τον γλύτωνε ο Γρηγόρης. Μονάχα που ύστερα, κάθε φορά, του διάβαζε κι έναν εξάψαλμο. Μα το ξύλο μονάχα δε θα τρόμαζε τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Υπήρχαν κάποιες περιπτώσεις πιο σημαντικές γι' αυτόν, πολύ λεπτές και πολύπλοκες, που κι ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς δε θα μπορούσε ίσως να καθορίσει κείνη την εξαιρετική ανάγκη που αισθανόταν να 'χει δίπλα του έναν πιστό και δικό του άνθρωπο και που την ένιωθε καμιά φορά ξαφνικά κι ακατανίκητα. Αυτές οι κρίσεις ήταν σχεδόν νοσηρές: ο ακόλαστος και μέσα στη φιληδονία του άκαρδος, πολλές φορές σαν αιμοβόρο έντομο, Φιόντορ Παύλοβιτς, αισθανόταν καμιά φορά, τις ώρες που ήταν μεθυσμένος, ένα φόβο κι έναν ηθικό κλονισμό που 'χε, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, κι έναν υλικό αντίχτυπο στην ψυχή του. «Λες και η ψυχή μου φτεροκοπάει στο λαρύγγι μου τούτες τις φορές», έλεγε πού και πού ο ίδιος. Κάτι τέτοιες ακριβώς στιγμές ένιωθε την ανάγκη να 'χει δίπλα του, κοντά κάπου κει, έστω κι όχι στο σπίτι μα στην πτέρυγα, έναν άνθρωπο αφοσιωμένο, σταθερό, εντελώς αντίθετον απ' αυτόν, καθόλου διεφθαρμένο που, αν κι έβλεπε όλες αυτές τις ακολασίες που γίνονταν κει πέρα και ήξερε όλα τα μυστικά του, να τα παραδεχόταν από αφοσίωση, να μην εναντιωνόταν και, το κυριότερο, να μην τον κατηγορούσε και να μην τον απειλούσε με καμιά τιμωρία είτε σε τούτον είτε στον άλλο κόσμο. Κι αν χρειαζόταν, να τον υπεράσπιζε κιόλας. Από ποιόν; Από κάποιον που του ήταν άγνωστος μα φοβερός κι επικίνδυνος. Το σπουδαίο ήταν να υπάρξει ένας άλλος άνθρωπος με παλιές αντιλήψεις, μα φίλος, που να μπορείς να τον φωνάξεις σε μια στιγμή ανάγκης, μόνο και μόνο για να καλοκοιτάξεις το πρόσωπό του, ίσως να του πεις κιόλας καμιά κουβέντα, ας είναι κι εντελώς άσχετη. Κι αν αυτός δε θυμώσει, ξαλαφρώνει η καρδιά σου. Αν όχι, ε, τί να γίνει; Η καρδιά θλίβεται περισσότερο. Πού και πού — πολύ σπάνια είν' αλήθεια — ο Φιόντορ Παύλοβιτς σηκωνόταν τη νύχτα, πήγαινε στην πτέρυγα να ξυπνήσει τον Γρηγόρη και τον φώναζε να του κάνει λίγο συντροφιά. Εκείνος ερχόταν κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς άρχιζε να του μιλάει για τα πιο ασήμαντα πράματα και γρήγορα τον άφηνε να φύγει, μερικές φορές μάλιστα με καμιά κοροϊδία ή κανένα χωρατό. Ύστερα, ξαλαφρωμένος πια, έπεφτε στο κρεβάτι και κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Κάτι τέτοιο συνέβη με τον Φιόντορ Παύλοβιτς κι όταν ήρθε ο Αλιόσα. Ο Αλιόσα «τον σκλάβωσε» γιατί «έμενε κει μαζί του, τα 'βλεπε όλα, κι όμως τίποτα δεν καταδίκασε».

Μα και κάτι άλλο: έφερε μαζί του κάτι πρωτοφανές: μιαν απόλυτη απουσία περιφρόνησης γι' αυτόν το γέρο. Και του φερόταν μάλιστα πάντα στοργικά, με μιαν εντελώς φυσική, ανοιχτόκαρδη φιλία που αυτός τόσο λίγο την άξιζε. Όλ' αυτά ήταν μια μεγάλη έκπληξη γι' αυτόν τον γέρο ακόλαστο μαγκούφη που ως τα τώρα είχε συνηθίσει στις «βρωμιές». Όταν έφυγε ο Αλιόσα, παραδέχτηκε μέσα του πως ένιωσε μερικά πράματα που ως τα τότε δεν ήθελε να τα καταλάβει.

Έχω πει πια στην αρχή της διήγησής μου πως ο Γρηγόρης δε χώνευε την Αδελαΐδα Ιβάνοβνα, την πρώτη γυναίκα του Φιόντορ Παύλοβιτς, τη μητέρα του πρώτου γιου του, του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, και πως αντίθετα υπεράσπιζε τη δεύτερη γυναίκα του, τη σεληνιασμένη, τη Σοφία Ιβάνοβνα, τόσο που αντιμιλούσε στ' αφεντικό του και γινόταν εχθρός μ' όποιον έβαζε στο νου να πει γι' αυτήν μια κακή ή ελαφρόμυαλη κουβέντα. Αυτή η συμπάθεια για κείνη τη δυστυχισμένη κατάντησε να του γίνει κάτι το ιερό, τόσο που και ύστερ ' από είκοσι χρόνια δε θα μπορούσε να υποφέρει ούτε έναν υπαινιγμό γι ' αυτήν, απ' όποιον κι αν προερχόταν και θα τσακωνόταν αμέσως με κείνον που θα την κακολογούσε.

Εξωτερικά ο Γρηγόρης ήταν άνθρωπος ψυχρός και ποζάτος, λιγομίλητος, και τα λόγια του ήταν πάντα επίσημα και καλοζυγιασμένα. Γι' αυτό ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς με την πρώτη ματιά αν αγαπούσε ή όχι την αφοσιωμένη και υπάκουη γυναίκα του. Όμως αυτός την αγαπούσε πραγματικά και κείνη φυσικά το καταλάβαινε. Αυτή η Μάρθα Ιγνάτιεβνα όχι μονάχα δεν ήταν ανόητη γυναίκα, μα ίσως να 'ταν και πιο έξυπνη απ' τον άντρα της· τουλάχιστον στα πραχτικά ζητήματα σκεφτόταν πιο σωστά, κι όμως υποταζόταν σ' αυτόν αγόγγυστα και απεριόριστα, απ' την πρώτη μέρα του γάμου τους, και τον σεβόταν χωρίς συζήτηση για την ψυχική του ανωτερότητα. Είναι αξιοπαρατήρητο πως και οι δυό, όλη τους τη ζωή, πολύ λίγο μίλαγαν κι αυτό μονάχα για τις πιο απαραίτητες και τις τρέχουσες δουλειές. Ο περήφανος και μεγαλοπρεπής

Γρηγόρης σκεφτόταν τις δουλειές του και τις φροντίδες του πάντα μονάχος, έτσι που η Μάρθα Ιγνάτιεβνα είχε καταλάβει από καιρό πως οι συμβουλές της δεν του χρειάζονταν καθόλου. Ένιωθε πως ο άντρας της εχτιμάει τούτη τη σιωπή της και παραδέχεται πως έτσι δείχνει ότι είναι μυαλωμένη. Ποτέ δεν την είχε χτυπήσει, εκτός μονάχα μια φορά, μα και τότε πολύ ελαφριά. Τον πρώτο χρόνο του γάμου τους μάζεψαν μια φορά τις κοπέλες του χωριού και τις γυναίκες, που ήταν ακόμα τότε δουλοπάροικες, στην αυλή του αφέντη για να χορέψουν και να τραγουδήσουν. Άρχισαν με το τραγούδι Στα χωράφια και ξαφνικά η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, που ήταν νέα τότε, βγήκε μπροστά απ' τη χορωδία και χόρεψε «ρούσικο» μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, όχι σαν τις χωριάτισσες, μα όπως το χόρευε όταν ήταν υπηρέτρια στους Μιούσοβ, που 'χαν στο σπίτι τους θέατρο κι όπου ένας χοροδιδάσκαλος φερμένος απ' τη Μόσχα μάθαινε τους ηθοποιούς χορό. Ο Γρηγόρης είδε τούτο το χορό της γυναίκας του κι ύστερ ' από μιαν ώρα, σαν γυρίσανε σπίτι τους, της τράβηξε λίγο τα μαλλιά για να της δώσει ένα μάθημα. Όμως από δω και πέρα, σ ' όλη του τη ζωή, δεν την ξανάδειρε και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ορκίστηκε να μην ξαναχορέψει.

Παιδιά δεν τους έδωσε ο Θεός, εκτός από ένα που πέθανε κι αυτό. Ο Γρηγόρης αγαπούσε πολύ τα παιδιά, κι ούτε το 'κρύβε μάλιστα, και δε ντρεπότανε να το λέει και να το ξαναλέει. Τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τον πήρε όταν ήταν τριών χρονών ακόμα —τότε που το ' σκάσε η Αδελαΐδα Ιβάνοβνα— και τον ντάντευε ένα χρόνο, τον χτένιζε μάλιστα και τον έλουζε ο ίδιος σε μια σκάφη. Ύστερα φρόντιζε και τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και τον Αλιόσα και για το ευχαριστώ έφαγε κι ένα χαστούκι. Μα όλ' αυτά τα 'χω πια ιστορήσει. Όσο για το δικό του το παιδί, χάρηκε μονάχα όσο το περίμενε, όσο η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ήταν έγκυος.

Μα όταν γεννήθηκε, του γέμισε την καρδιά με θλίψη και φρίκη. Και τούτο γιατί κείνο τ' αγοράκι γεννήθηκε με έξη δάχτυλα. Βλέποντάς το αυτό ο Γρηγόρης απελπίστηκε τόσο που όχι μονάχα δεν έβγαλε λέξη ίσαμε τη μέρα που 'γιναν τα βαφτίσια, μα πήγαινε ξεπίτηδες στον κήπο για να μένει μονάχος, αμίλητος. Ήταν άνοιξη κι όλες κείνες τις τρεις μέρες σκάλιζε τις αυλακιές στο μποστάνι. Την τρίτη μέρα έπρεπε το μωρό να βαφτιστεί. Μπαίνοντας στην ίζμπα του, όπου είχαν μαζευτεί ο παπάς και οι καλεσμένοι και είχε έρθει κι ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς που θα 'ταν ο νουνός, είπε ξαφνικά πως το παιδί «καλό θα 'ταν να μην το βαφτίζανε καθόλου». Αυτό δεν το 'πε δυνατά κι ούτε έδωσε πολλές εξηγήσεις· έβγαζε τις λέξεις σαν να του τις τράβαγε κανείς με το τσιγκέλι και κοίταζε επίμονα κι ανέκφραστα τον παπά.

— Γιατί αυτό; ρώτησε ο παπάς με μιαν εύθυμη απορία.

— Γιατί αυτός είναι... δράκοντας... πρόφερε με τρεμάμενη φωνή ο Γρηγόρης.

— Τι δράκοντας είναι; Πώς είναι δράκοντας; Ο Γρηγόρης έμεινε για λίγο σιωπηλός.

— Η φύση έπαθε σύγχυση... πρόφερε αυτός και τα λόγια του δεν ακούστηκαν καθαρά. Όμως μίλαγε με σταθερότητα και ήταν φανερό πως δεν ήθελε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις.

Οι άλλοι γελάσανε και φυσικά βαφτίσανε το καημένο το μωρό. Ο Γρηγόρης προσευχήθηκε από καρδιάς μπροστά στην κολυμπήθρα μα δεν άλλαξε τη γνώμη του για το νιογέννητο. Να λέμε την αλήθεια, δεν ανακατεύτηκε σε τίποτα όλες κείνες τις δυό βδομάδες πού 'ζησε το αρρωστιάρικο αγοράκι, ούτε καν το κοίταζε, δεν ήθελε μάλιστα να το ξέρει και τον περισσότερο καιρό του τον πέρναγε έξω απ' την ίζμπα. Μα όταν το μωρό σε δυό βδομάδες πέθανε, από άφτρα, το 'βαλε ο ίδιος στο μικρό του φέρετρο, το κοίταζε βαθιά θλιμμένος κι όταν σκεπάσανε με χώμα το μικρό, ρηχό του μνήμα, έπεσε στα γόνατα και το προσκύνησε. Από τότε, πολλά χρόνια, δεν πρόφερε ούτε μια φορά τ ' όνομά του μα και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα δεν έλεγε λέξη για τ' αγόρι της μπροστά του κι αν τύχαινε να κουβεντιάσει με κανέναν για το «μωρουδάκι» της, μίλαγε ψιθυριστά, έστω κι αν δεν ήταν κει πέρα ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς. Όπως έλεγε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, άρχισε από τότε ν' ασχολείται με τα «θεία», διάβαζε τα Συναξάρια, τις περισσότερες φορές σιωπηλός και μονάχος, φορώντας κάθε φορά τα μεγάλα, στρογγυλά, με τον ασημένιο σκελετό γυαλιά του. Σπάνια διάβαζε δυνατά κι αυτό τη μεγάλη σαρακοστή. Αγαπούσε το βιβλίο του Ιώβ, βρήκε κάπου μια φυλλάδα με τους λόγους και τα κηρύγματα του «θεοφόρου ημών πατρός Ισαάκ του Συρίου», τη διάβαζε επίμονα πολλά χρόνια, χωρίς να καταλαβαίνει σχεδόν τίποτα, μα ίσως γι' αυτό κιόλας εχτιμούσε κι αγαπούσε περισσότερο αυτό το βιβλίο. Τον τελευταίο καιρό άρχισε ν' ακούει διδαχές και να προσηλυτίζεται στην αίρεση των αυτομαστιγούμενων, γιατί έτυχε μερικοί γείτονες να 'ναι μυημένοι φαίνεται πως αυτό του 'κανε μεγάλη εντύπωση, μα δεν το βρήκε σωστό ν' αλλάξει την πίστη του. Φυσικά όλ' αυτά τα «θεία» αναγνώσματα προσδώσανε στην έκφραση του προσώπου του ακόμα πιο επιβλητικό ύφος.

Ίσως να 'χε κάποια κλίση στο μυστικισμό. Και τότε, λες και τούτο έγινε ξεπίτηδες, η γέννηση του εξαδάχτυλου παιδιού του κι ο θάνατός του συμπέσανε μ' ένα άλλο εξαιρετικά παράξενο κι απρόσμενο περιστατικό, που άφησε στην ψυχή του —όπως το 'πε στο τέλος ο ίδιος— «μια σφραγίδα». Συνέβη τούτο: την ίδια κείνη μέρα που θάψανε το εξαδάχτυλο μωρό, η Μάρθα Ιγνάτιεβνα καθώς ξύπνησε μια στιγμή τη νύχτα, άκουσε κάτι σαν κλάμα νιογέννητου. Τρόμαξε και ξύπνησε τον άντρα της. Κείνος αφουγκράστηκε και είπε πως είναι μάλλον κάποιος που στενάζει" «σαν να μοιάζει με γυναίκα μού φαίνεται». Σηκώθηκε και ντύθηκε. Ήταν μια αρκετά ζεστή μαγιάτικη νύχτα. Βγαίνοντας στο κατώφλι άκουσε καθαρά πως οι στεναγμοί έρχονταν απ' τον κήπο. Μα τη νύχτα κλειδώνανε με λουκέτο την πόρτα που οδηγούσε απ' τον κήπο στην αυλή και κανείς δεν μπορούσε να μπει κει μέσα γιατί γύρω-γύρω είχε έναν ψηλό και γερό φράχτη. Ο Γρηγόρης γύρισε σπίτι, άναψε ένα φανάρι, πήρε το κλειδί της πόρτας της αυλής και χωρίς να δίνει προσοχή στον υστερικό τρόμο της γυναίκας του, που βεβαίωνε ακόμα πως ακούει κλάματα μωρού και πως αυτό το κλάμα φαίνεται πως είναι του παιδιού της που τη φωνάζει κοντά του, βγήκε σιωπηλός στον κήπο. Τότε κατάλαβε πως οι στεναγμοί έρχονταν απ' το μπάνιο που βρισκότανε στον κήπο, κοντά στην εξώπορτα, και πως πραγματικά στενάζει κάποια γυναίκα. Άνοιξε το μπάνιο και βρέθηκε μπροστά σ' ένα θέαμα που τον έκανε να μείνει καρφωμένος στη θέση του: η παλαβή που αλήτευε στην πολιτεία και που την ήξερε όλος ο κόσμος με το παρατσούκλι Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια* (* Βρωμιάρα. Σ.τ.Μ.) είχε μπει στο μπάνιο τους και κει μόλις είχε γεννήσει ένα μωρό. Το μωρό κοιτόταν δίπλα της κι αυτή ήταν στα τελευταία της. Δεν έλεγε τίποτα, κι αυτό, πρώτα-πρώτα, γιατί δεν ήξερε να μιλήσει. Μα ολ' αυτά πρέπει να τα ιστορήσω ξεχωριστά...


3. ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΟΙ ΦΙΛΗΔΟΝΟΙ Ι. Οι Υπηρέτες 3. BOOK THREE: THE FRIENDS I. The Servants 3. LIBRO TRES: LOS AMIGOS I. Los criados

Ι. Οι Υπηρέτες Ι. The Servants

ΤΟ ΣΠΙΤΙ του Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ ήταν αρκετά μακριά απ' το κέντρο της πολιτείας, όχι όμως κι εντελώς στο προάστιο. THE HOME of Fyodor Pavlovich Karamazov was quite far from the center of the state, but not entirely in the suburbs. Ήταν αρκετά παλιό μα με εμφάνιση ευχάριστη: μονώροφο, με σοφίτα, βαμμένο γκρίζο, η σκεπή από λαμαρίνα, βαμμένη κόκκινη. It was quite old but pleasant-looking: one-storey, with a loft, painted grey, the roof of sheet metal, painted red. Όπως και να 'ναι κρατιόταν καλά ακόμα, ήταν ευρύχωρο κι άνετο. As it was still holding up well, it was spacious and comfortable. Είχε πολλά κελάρια, πολλές μικρές αποθήκες και πολλές αναπάντεχες σκαλίτσες. Είχε και ποντικούς, μα ο Φιόντορ Παύλοβιτς δε θύμωνε και πολύ μ' αυτούς, «όσο και να 'ναι θα 'χεις μια συντροφιά τα βράδια όταν μένεις μονάχος». He had rats too, but Fiodor Pavlovitch was not very angry with them, "no matter how much you have a companion in the evenings when you are alone". Γιατί πραγματικά είχε, το συνήθειο ν' αφήνει τους υπηρέτες να πηγαίνουν στην πτέρυγα και κλειδωνόταν στο σπίτι μονάχος όλη νύχτα. Because he really had a habit of letting the servants go to the wing and he locked himself in the house all night. Αυτή η πτέρυγα ήταν στην αυλή. This wing was in the courtyard. Ένα κτίριο μεγάλο και καλοφτιαγμένο. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς διέταξε να γίνει εκεί και η κουζίνα αν και υπήρχε κουζίνα στο σπίτι. Fiodor Pavlovic ordered the kitchen to be there, even though there was a kitchen in the house. Δεν του άρεσε η μυρουδιά της κουζίνας. He didn't like the smell of the kitchen. Έτσι τα φαγητά τα κουβαλούσαν απ' την αυλή χειμώνα-καλοκαίρι. So the food was carried from the courtyard in winter and summer. Γενικά το σπίτι ήταν χτισμένο για μεγάλη οικογένεια και θα μπορούσε να χωρέσει πέντε φορές περισσότερους αφεντάδες και υπηρέτες. Generally the house was built for a large family and could accommodate five times as many masters and servants. Μα τον καιρό της ιστορίας μας στο σπίτι ζούσαν μονάχα ο Φιόντορ Παύλοβιτς με τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και στην πτέρυγα τρεις όλοι κι όλοι υπηρέτες. But at the time of our story only Fyodor Pavlovic and Ivan Fyodorovich lived in the house, and in the ward there were three servants. Ο γερο-Γρηγόρης, η γρια-Μάρθα, η γυναίκα του, κι ο λακές Σμερντιακόβ που ήταν νέος ακόμα. Old Gregory, old Martha, his wife, and the lackey Smerdiakov, who was still young. Είναι ανάγκη να μιλήσουμε κάπως πιο λεπτομερειακά γι' αυτούς τους τρεις. We need to talk about these three in a little more detail. Βέβαια για το γερο-Γρηγόρη Βασίλιεβιτς Κουτούζοβ έχουμε πει κιόλας αρκετά. Of course, we have already said enough about old Gregory Vasilievich Kutuzov. Ήταν ένας άνθρωπος σταθερός, που τράβαγε ίσα στο σκοπό του, φτάνει μονάχα, για κάποια αιτία (πολλές φορές εκπληχτικά παράλογη), ο σκοπός αυτός να του φαντάζει σαν μια αναμφισβήτητη αλήθεια. He was a steady man, pulling straight to his purpose, only to the point where, for some reason (often surprisingly absurd), that purpose seemed to him to be an undeniable truth. Γενικά μπορούσε να πει κανείς πως ήταν τίμιος κι αδιάφθορος. In general, one could say that he was honest and incorruptible. Η γυναίκα του, η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, παρ' όλο που υποταζόταν πάντοτε απεριόριστα στη θέληση του άντρα της, του 'γινε τσιμπούρι αμέσως μετά την απελευθέρωση των χωρικών και του 'λεγε να φύγουν απ' του Φιόντορ Παύλοβιτς, να πάνε στη Μόσχα και κει ν' αρχίσουν κάνα μικρεμπόριο— είχαν ένα μικρό κομπόδεμα. His wife, Martha Ignatievna, although she always submitted to her husband's will without limit, became a tick to him right after the liberation of the peasants and told him to leave Fyodor Pavlovich, go to Moscow and start a small trade there; they had a small bundle. Μα ο Γρηγόρης αποφάσισε τότε μια για πάντα πως η γυναίκα του έχει άδικο «γιατί όλες οι γυναίκες είναι άτιμες». But Gregory decided once and for all that his wife was wrong "because all women are dishonest". Και πως δεν είναι καθόλου πρέπον να παρατήσουν τον πρώην αφέντη του, κι ας είναι αυτός ό,τι θέλει «γιατί τούτο είναι το χρέος μας τη σήμερον ημέρα». And that it is not at all appropriate to abandon his former master, even if he is whatever he wants "because this is our duty today".

— Καταλαβαίνεις τι θα πει χρέος; είπε στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα. - Do you understand what debt is?" he said to Martha Ignatievna.

— Το χρέος το καταλαβαίνω, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς, μα τι σόι χρέος έχουμε να μείνουμε σώνει και καλά δω πέρα, αυτό ποτέ μου δεν θα το καταλάβω, απάντησε σταθερά η Μάρθα Ιγνάτιεβνα. - "I understand the debt, Gregory Vasilievich, but what kind of debt we have to stay here, I'll never understand that," replied Martha Ignatievna firmly.

— Δεν πα να μην το καταλάβεις. - You can't miss it. Θα γίνει αυτό που σου λέω. What I'm telling you will happen. Από δω και πέρα λοιπόν, τσιμουδιά. So from now on, keep quiet.

Έτσι κι έγινε: δε φύγανε, κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς τους όρισε ένα μικρό μισθό, μα τους το πλήρωνε ταχτικά. And so they did: they didn't leave, and Fyodor Pavlovich gave them a small salary, but he paid them regularly. Ο Γρηγόρης ήξερε εξάλλου πως έχει μιαν αναμφισβήτητη επιρροή στ' αφεντικό του. Gregory knew, after all, that he had an undeniable influence on his boss. Το αισθανόταν αυτό και ήταν σωστό: ο πονηρός και πεισματάρης μασκαράς, ο Φιόντορ Παύλοβιτς, που 'χε έναν πολύ δυνατό χαρακτήρα «σε μερικά πράματα της ζωής» — όπως εκφραζόταν ο ίδιος — συνέβαινε καμιά φορά — κι αυτό τον έκανε και τον ίδιον ν' απορεί — να δείχνει αδυναμία σε μερικά άλλα «πράματα της ζωής». He felt this and it was right: the cunning and stubborn masked man, Fyodor Pavlovitch, who had a very strong character "in some things of life" - as he expressed himself - sometimes happened - and this made him wonder - to show weakness in some other "things of life". Και ήξερε και μόνος του ποια ήταν αυτά, τα 'ξερε και τα φοβόταν. And he himself knew what they were, he knew and feared them. Σε μερικά πράματα της ζωής έπρεπε να 'ναι πολύ ανοιχτομάτης κι αυτό δύσκολα γίνεται δίχως τη βοήθεια ενός πιστού ανθρώπου. In some things in life he had to be very open-minded and that is hard to do without the help of a faithful man. Κι ο Γρηγόρης ήταν πιστότατος. And Gregory was faithful. Πολλές φορές στη διάρκεια της καριέρας του θα τις έτρωγε ο Φιόντορ Παύλοβιτς και θα τις έτρωγε στα γεμάτα, αν δεν τον γλύτωνε ο Γρηγόρης. Many times during his career, Fiodor Pavlovic would have gotten his ass kicked and would have gotten his ass kicked if Gregory hadn't gotten away with it. Μονάχα που ύστερα, κάθε φορά, του διάβαζε κι έναν εξάψαλμο. Only that afterwards, each time, he would read him a hexagram. Μα το ξύλο μονάχα δε θα τρόμαζε τον Φιόντορ Παύλοβιτς. But only a beating wouldn't scare Fiodor Pavlovic. Υπήρχαν κάποιες περιπτώσεις πιο σημαντικές γι' αυτόν, πολύ λεπτές και πολύπλοκες, που κι ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς δε θα μπορούσε ίσως να καθορίσει κείνη την εξαιρετική ανάγκη που αισθανόταν να 'χει δίπλα του έναν πιστό και δικό του άνθρωπο και που την ένιωθε καμιά φορά ξαφνικά κι ακατανίκητα. There were some cases more important to him, very delicate and complex, that even Fyodor Pavlovitch himself could not perhaps define the extraordinary need he felt to have a loyal and devoted man by his side, and which he sometimes felt suddenly and irresistibly. Αυτές οι κρίσεις ήταν σχεδόν νοσηρές: ο ακόλαστος και μέσα στη φιληδονία του άκαρδος, πολλές φορές σαν αιμοβόρο έντομο, Φιόντορ Παύλοβιτς, αισθανόταν καμιά φορά, τις ώρες που ήταν μεθυσμένος, ένα φόβο κι έναν ηθικό κλονισμό που 'χε, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, κι έναν υλικό αντίχτυπο στην ψυχή του. These fits were almost morbid: the licentious and in his sensuality heartless, often like a blood-sucking insect, Fyodor Pavlovitch, sometimes felt, in his drunken hours, a fear and a moral shock that had, if we may say so, a material counterpoint in his soul. «Λες και η ψυχή μου φτεροκοπάει στο λαρύγγι μου τούτες τις φορές», έλεγε πού και πού ο ίδιος. "It's as if my soul is fluttering in my throat these days," he used to say from time to time. Κάτι τέτοιες ακριβώς στιγμές ένιωθε την ανάγκη να 'χει δίπλα του, κοντά κάπου κει, έστω κι όχι στο σπίτι μα στην πτέρυγα, έναν άνθρωπο αφοσιωμένο, σταθερό, εντελώς αντίθετον απ' αυτόν, καθόλου διεφθαρμένο που, αν κι έβλεπε όλες αυτές τις ακολασίες που γίνονταν κει πέρα και ήξερε όλα τα μυστικά του, να τα παραδεχόταν από αφοσίωση, να μην εναντιωνόταν και, το κυριότερο, να μην τον κατηγορούσε και να μην τον απειλούσε με καμιά τιμωρία είτε σε τούτον είτε στον άλλο κόσμο. It was precisely at such moments that he felt the need to have by his side, somewhere close to him, even if not at home but in the ward, a man who was devoted, stable, completely unlike him, not at all corrupt, who, though he saw all the debauchery going on there and knew all his secrets, would admit them out of loyalty, not oppose them and, above all, not accuse him and threaten him with any punishment either in this world or the next. Κι αν χρειαζόταν, να τον υπεράσπιζε κιόλας. And if necessary, defend him. Από ποιόν; Από κάποιον που του ήταν άγνωστος μα φοβερός κι επικίνδυνος. By who? Someone he didn't know, but who was fearsome and dangerous. Το σπουδαίο ήταν να υπάρξει ένας άλλος άνθρωπος με παλιές αντιλήψεις, μα φίλος, που να μπορείς να τον φωνάξεις σε μια στιγμή ανάγκης, μόνο και μόνο για να καλοκοιτάξεις το πρόσωπό του, ίσως να του πεις κιόλας καμιά κουβέντα, ας είναι κι εντελώς άσχετη. The great thing was to have another person with old perceptions, but a friend, who you could call on in a moment of need, just to look at his face, maybe even say a word, even if it was completely irrelevant. Κι αν αυτός δε θυμώσει, ξαλαφρώνει η καρδιά σου. And if he doesn't get angry, your heart is loosened. Αν όχι, ε, τί να γίνει; Η καρδιά θλίβεται περισσότερο. If not, well, what can be done? The heart grieves more. Πού και πού — πολύ σπάνια είν' αλήθεια — ο Φιόντορ Παύλοβιτς σηκωνόταν τη νύχτα, πήγαινε στην πτέρυγα να ξυπνήσει τον Γρηγόρη και τον φώναζε να του κάνει λίγο συντροφιά. Now and then - very rarely, it's true - Fyodor Pavlovich would get up at night, go to the ward to wake up Gregory and call him to join him for a bit of company. Εκείνος ερχόταν κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς άρχιζε να του μιλάει για τα πιο ασήμαντα πράματα και γρήγορα τον άφηνε να φύγει, μερικές φορές μάλιστα με καμιά κοροϊδία ή κανένα χωρατό. He would come and Fyodor Pavlovitch would start talking to him about the most trivial things and quickly let him go, sometimes even with a mockery or a pout. Ύστερα, ξαλαφρωμένος πια, έπεφτε στο κρεβάτι και κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Then, now relaxed, he would fall into bed and sleep the sleep of the righteous. Κάτι τέτοιο συνέβη με τον Φιόντορ Παύλοβιτς κι όταν ήρθε ο Αλιόσα. Something like that happened with Fiodor Pavlovic and when Aliosa came. Ο Αλιόσα «τον σκλάβωσε» γιατί «έμενε κει μαζί του, τα 'βλεπε όλα, κι όμως τίποτα δεν καταδίκασε». Alyosha "enslaved him" because "he stayed there with him, he saw everything, and yet he condemned nothing".

Μα και κάτι άλλο: έφερε μαζί του κάτι πρωτοφανές: μιαν απόλυτη απουσία περιφρόνησης γι' αυτόν το γέρο. But something else: he brought with him something unprecedented: an absolute lack of contempt for this old man. Και του φερόταν μάλιστα πάντα στοργικά, με μιαν εντελώς φυσική, ανοιχτόκαρδη φιλία που αυτός τόσο λίγο την άξιζε. And she always treated him affectionately, with a perfectly natural, open-hearted friendship that he so little deserved. Όλ' αυτά ήταν μια μεγάλη έκπληξη γι' αυτόν τον γέρο ακόλαστο μαγκούφη που ως τα τώρα είχε συνηθίσει στις «βρωμιές». All this was a great surprise to this old lecherous old mongoose who had hitherto been accustomed to "dirt". Όταν έφυγε ο Αλιόσα, παραδέχτηκε μέσα του πως ένιωσε μερικά πράματα που ως τα τότε δεν ήθελε να τα καταλάβει. When Alyosha left, he admitted to himself that he felt some things he had not wanted to understand until then.

Έχω πει πια στην αρχή της διήγησής μου πως ο Γρηγόρης δε χώνευε την Αδελαΐδα Ιβάνοβνα, την πρώτη γυναίκα του Φιόντορ Παύλοβιτς, τη μητέρα του πρώτου γιου του, του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, και πως αντίθετα υπεράσπιζε τη δεύτερη γυναίκα του, τη σεληνιασμένη, τη Σοφία Ιβάνοβνα, τόσο που αντιμιλούσε στ' αφεντικό του και γινόταν εχθρός μ' όποιον έβαζε στο νου να πει γι' αυτήν μια κακή ή ελαφρόμυαλη κουβέντα. I have already said at the beginning of my story that Gregory did not like Adelaide Ivanovna, the first wife of Fiodor Pavlovic, the mother of his first son, Dimitri Fiodorovic, and that on the contrary he defended his second wife, the lunatic, Sophia Ivanovna, so much so that he talked back to his boss and became an enemy to anyone who thought of saying a bad or light-hearted word about her. Αυτή η συμπάθεια για κείνη τη δυστυχισμένη κατάντησε να του γίνει κάτι το ιερό, τόσο που και ύστερ ' από είκοσι χρόνια δε θα μπορούσε να υποφέρει ούτε έναν υπαινιγμό γι ' αυτήν, απ' όποιον κι αν προερχόταν και θα τσακωνόταν αμέσως με κείνον που θα την κακολογούσε. This sympathy for that unhappy woman came to be something sacred to him, so much so that even after twenty years he could not bear a single hint of her, from whomever it came, and he would immediately quarrel with the one who would badmouth her.

Εξωτερικά ο Γρηγόρης ήταν άνθρωπος ψυχρός και ποζάτος, λιγομίλητος, και τα λόγια του ήταν πάντα επίσημα και καλοζυγιασμένα. Γι' αυτό ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς με την πρώτη ματιά αν αγαπούσε ή όχι την αφοσιωμένη και υπάκουη γυναίκα του. That is why it was very difficult to tell at first glance whether or not he loved his devoted and obedient wife. Όμως αυτός την αγαπούσε πραγματικά και κείνη φυσικά το καταλάβαινε. But he really loved her and she of course understood that. Αυτή η Μάρθα Ιγνάτιεβνα όχι μονάχα δεν ήταν ανόητη γυναίκα, μα ίσως να 'ταν και πιο έξυπνη απ' τον άντρα της· τουλάχιστον στα πραχτικά ζητήματα σκεφτόταν πιο σωστά, κι όμως υποταζόταν σ' αυτόν αγόγγυστα και απεριόριστα, απ' την πρώτη μέρα του γάμου τους, και τον σεβόταν χωρίς συζήτηση για την ψυχική του ανωτερότητα. This Martha Ignatievna was not only not a foolish woman, but perhaps she was even more intelligent than her husband; at least in practical matters she thought more correctly, and yet she submitted to him unreservedly and unreservedly, from the first day of their marriage, and respected him without any discussion of his mental superiority. Είναι αξιοπαρατήρητο πως και οι δυό, όλη τους τη ζωή, πολύ λίγο μίλαγαν κι αυτό μονάχα για τις πιο απαραίτητες και τις τρέχουσες δουλειές. It is remarkable that both of them, all their lives, spoke very little, and that only about the most necessary and current business. Ο περήφανος και μεγαλοπρεπής The proud and majestic

Γρηγόρης σκεφτόταν τις δουλειές του και τις φροντίδες του πάντα μονάχος, έτσι που η Μάρθα Ιγνάτιεβνα είχε καταλάβει από καιρό πως οι συμβουλές της δεν του χρειάζονταν καθόλου. Gregory always thought of his business and cares alone, so that Martha Ignatievna had long understood that her advice was not needed at all. Ένιωθε πως ο άντρας της εχτιμάει τούτη τη σιωπή της και παραδέχεται πως έτσι δείχνει ότι είναι μυαλωμένη. She felt that her husband appreciated this silence and admitted that it showed that she was intelligent. Ποτέ δεν την είχε χτυπήσει, εκτός μονάχα μια φορά, μα και τότε πολύ ελαφριά. He had never hit her, except once, but then very lightly. Τον πρώτο χρόνο του γάμου τους μάζεψαν μια φορά τις κοπέλες του χωριού και τις γυναίκες, που ήταν ακόμα τότε δουλοπάροικες, στην αυλή του αφέντη για να χορέψουν και να τραγουδήσουν. In the first year of their marriage they once gathered the village girls and women, who were still serfs at that time, in the master's courtyard to dance and sing. Άρχισαν με το τραγούδι Στα χωράφια και ξαφνικά η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, που ήταν νέα τότε, βγήκε μπροστά απ' τη χορωδία και χόρεψε «ρούσικο» μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, όχι σαν τις χωριάτισσες, μα όπως το χόρευε όταν ήταν υπηρέτρια στους Μιούσοβ, που 'χαν στο σπίτι τους θέατρο κι όπου ένας χοροδιδάσκαλος φερμένος απ' τη Μόσχα μάθαινε τους ηθοποιούς χορό. They began with the song In the Fields, and suddenly Martha Ignatievna, who was young at the time, came out in front of the choir and danced "rusik" in a special way, not like the peasant girls, but as she had danced it when she was a servant at the Musov, who had a theatre in their house and where a chorus master brought from Moscow taught the actors to dance. Ο Γρηγόρης είδε τούτο το χορό της γυναίκας του κι ύστερ ' από μιαν ώρα, σαν γυρίσανε σπίτι τους, της τράβηξε λίγο τα μαλλιά για να της δώσει ένα μάθημα. Gregory saw this dance of his wife's and after an hour, when they returned home, he pulled her hair a little to teach her a lesson. Όμως από δω και πέρα, σ ' όλη του τη ζωή, δεν την ξανάδειρε και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ορκίστηκε να μην ξαναχορέψει. But from now on, for the rest of his life, he never beat her again, and Martha Ignatieva swore never to dance again.

Παιδιά δεν τους έδωσε ο Θεός, εκτός από ένα που πέθανε κι αυτό. God gave them no children, except one who died. Ο Γρηγόρης αγαπούσε πολύ τα παιδιά, κι ούτε το 'κρύβε μάλιστα, και δε ντρεπότανε να το λέει και να το ξαναλέει. Gregory loved children very much, and he didn't even hide it, and he wasn't ashamed to say it and say it again. Τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τον πήρε όταν ήταν τριών χρονών ακόμα —τότε που το ' σκάσε η Αδελαΐδα Ιβάνοβνα— και τον ντάντευε ένα χρόνο, τον χτένιζε μάλιστα και τον έλουζε ο ίδιος σε μια σκάφη. He took Dimitri Fyodorovich when he was still three years old - when Adelaide Ivanovna ran away - and babysat him for a year, even combing and bathing him himself in a tub. Ύστερα φρόντιζε και τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και τον Αλιόσα και για το ευχαριστώ έφαγε κι ένα χαστούκι. Then he took care of Ivan Fyodorovic and Aliosha and got a slap in return. Μα όλ' αυτά τα 'χω πια ιστορήσει. But I've already told you all that. Όσο για το δικό του το παιδί, χάρηκε μονάχα όσο το περίμενε, όσο η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ήταν έγκυος. As for his own child, he was only happy while Martha Ignatieva was pregnant.

Μα όταν γεννήθηκε, του γέμισε την καρδιά με θλίψη και φρίκη. But when he was born, it filled his heart with sorrow and horror. Και τούτο γιατί κείνο τ' αγοράκι γεννήθηκε με έξη δάχτυλα. And this is because that little boy was born with six fingers. Βλέποντάς το αυτό ο Γρηγόρης απελπίστηκε τόσο που όχι μονάχα δεν έβγαλε λέξη ίσαμε τη μέρα που 'γιναν τα βαφτίσια, μα πήγαινε ξεπίτηδες στον κήπο για να μένει μονάχος, αμίλητος. Seeing this, Gregory became so desperate that not only did he not utter a word until the day of the christening, but he went off to the garden to be alone and silent. Ήταν άνοιξη κι όλες κείνες τις τρεις μέρες σκάλιζε τις αυλακιές στο μποστάνι. It was spring and all those three days it was carving the grooves in the bush. Την τρίτη μέρα έπρεπε το μωρό να βαφτιστεί. On the third day the baby had to be baptised. Μπαίνοντας στην ίζμπα του, όπου είχαν μαζευτεί ο παπάς και οι καλεσμένοι και είχε έρθει κι ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς που θα 'ταν ο νουνός, είπε ξαφνικά πως το παιδί «καλό θα 'ταν να μην το βαφτίζανε καθόλου». Entering his izba, where the priest and the guests had gathered and where Fyodor Pavlovich himself, who was to be the dwarf, had come, he suddenly said that the child "would be better off if he were not baptised at all". Αυτό δεν το 'πε δυνατά κι ούτε έδωσε πολλές εξηγήσεις· έβγαζε τις λέξεις σαν να του τις τράβαγε κανείς με το τσιγκέλι και κοίταζε επίμονα κι ανέκφραστα τον παπά. He didn't say this out loud, nor did he give much explanation; he was pulling out the words as if someone were pulling them out with a pair of tongs and staring at the priest, staring and expressionless.

— Γιατί αυτό; ρώτησε ο παπάς με μιαν εύθυμη απορία. - Why is that?The priest asked with a cheerful wonder.

— Γιατί αυτός είναι... δράκοντας... πρόφερε με τρεμάμενη φωνή ο Γρηγόρης. - Because he's a... dragon... Gregory uttered in a trembling voice.

— Τι δράκοντας είναι; Πώς είναι δράκοντας; Ο Γρηγόρης έμεινε για λίγο σιωπηλός. - What kind of dragon is it? How is it a dragon? Gregory was silent for a moment.

— Η φύση έπαθε σύγχυση... πρόφερε αυτός και τα λόγια του δεν ακούστηκαν καθαρά. - Nature was confused... he uttered, and his words were not clearly heard. Όμως μίλαγε με σταθερότητα και ήταν φανερό πως δεν ήθελε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις. But he spoke firmly and it was clear that he did not want to give any further explanation.

Οι άλλοι γελάσανε και φυσικά βαφτίσανε το καημένο το μωρό. The others laughed and of course baptized the poor baby. Ο Γρηγόρης προσευχήθηκε από καρδιάς μπροστά στην κολυμπήθρα μα δεν άλλαξε τη γνώμη του για το νιογέννητο. Gregory prayed from his heart in front of the swimming pool but he did not change his mind about the newborn. Να λέμε την αλήθεια, δεν ανακατεύτηκε σε τίποτα όλες κείνες τις δυό βδομάδες πού 'ζησε το αρρωστιάρικο αγοράκι, ούτε καν το κοίταζε, δεν ήθελε μάλιστα να το ξέρει και τον περισσότερο καιρό του τον πέρναγε έξω απ' την ίζμπα. Truth be told, he didn't get involved in anything during the two weeks he had been asking for the little sickly boy, he didn't even look at him, he didn't even want to know and most of the time he spent out of the house. Μα όταν το μωρό σε δυό βδομάδες πέθανε, από άφτρα, το 'βαλε ο ίδιος στο μικρό του φέρετρο, το κοίταζε βαθιά θλιμμένος κι όταν σκεπάσανε με χώμα το μικρό, ρηχό του μνήμα, έπεσε στα γόνατα και το προσκύνησε. But when the baby died in two weeks, of a stroke, he put it himself in its small coffin, looked at it in deep sorrow, and when they covered its small, shallow grave with earth, he fell on his knees and worshipped it. Από τότε, πολλά χρόνια, δεν πρόφερε ούτε μια φορά τ ' όνομά του μα και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα δεν έλεγε λέξη για τ' αγόρι της μπροστά του κι αν τύχαινε να κουβεντιάσει με κανέναν για το «μωρουδάκι» της, μίλαγε ψιθυριστά, έστω κι αν δεν ήταν κει πέρα ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς. Since then, for many years, he never once spoke his name, but Martha Ignatievna did not say a word about her boy in front of him, and if she happened to talk to anyone about her "little baby", she spoke in a whisper, even if Grigoris Vasilievich was not there. Όπως έλεγε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, άρχισε από τότε ν' ασχολείται με τα «θεία», διάβαζε τα Συναξάρια, τις περισσότερες φορές σιωπηλός και μονάχος, φορώντας κάθε φορά τα μεγάλα, στρογγυλά, με τον ασημένιο σκελετό γυαλιά του. As Martha Ignatievna used to say, he began to occupy himself with the "divine" from then on, reading the Synaxaries, most of the time in silence and alone, wearing his big, round, silver-rimmed glasses. Σπάνια διάβαζε δυνατά κι αυτό τη μεγάλη σαρακοστή. He seldom read aloud and that too during Lent. Αγαπούσε το βιβλίο του Ιώβ, βρήκε κάπου μια φυλλάδα με τους λόγους και τα κηρύγματα του «θεοφόρου ημών πατρός Ισαάκ του Συρίου», τη διάβαζε επίμονα πολλά χρόνια, χωρίς να καταλαβαίνει σχεδόν τίποτα, μα ίσως γι' αυτό κιόλας εχτιμούσε κι αγαπούσε περισσότερο αυτό το βιβλίο. He loved the Book of Job, he found a pamphlet somewhere with the speeches and sermons of "our godly father Isaac of Syria", he read it persistently for many years, without understanding almost anything, but perhaps that is why he cherished and loved this book the most. Τον τελευταίο καιρό άρχισε ν' ακούει διδαχές και να προσηλυτίζεται στην αίρεση των αυτομαστιγούμενων, γιατί έτυχε μερικοί γείτονες να 'ναι μυημένοι φαίνεται πως αυτό του 'κανε μεγάλη εντύπωση, μα δεν το βρήκε σωστό ν' αλλάξει την πίστη του. Lately he began to listen to teachings and to convert to the cult of the self-flagellants, because some neighbours happened to be initiates; it seems that this made a great impression on him, but he did not see fit to change his faith. Φυσικά όλ' αυτά τα «θεία» αναγνώσματα προσδώσανε στην έκφραση του προσώπου του ακόμα πιο επιβλητικό ύφος. Of course, all these "divine" readings gave his facial expression an even more imposing look.

Ίσως να 'χε κάποια κλίση στο μυστικισμό. Maybe he had a flair for mysticism. Και τότε, λες και τούτο έγινε ξεπίτηδες, η γέννηση του εξαδάχτυλου παιδιού του κι ο θάνατός του συμπέσανε μ' ένα άλλο εξαιρετικά παράξενο κι απρόσμενο περιστατικό, που άφησε στην ψυχή του —όπως το 'πε στο τέλος ο ίδιος— «μια σφραγίδα». And then, as if this had become unforgivable, the birth of his six-fingered child and his death coincided with another extremely strange and unexpected incident, which left on his soul - as he himself said at the end - "a stamp". Συνέβη τούτο: την ίδια κείνη μέρα που θάψανε το εξαδάχτυλο μωρό, η Μάρθα Ιγνάτιεβνα καθώς ξύπνησε μια στιγμή τη νύχτα, άκουσε κάτι σαν κλάμα νιογέννητου. This is what happened: on the very day that the six-fingered baby was buried, Martha Ignatieva, as she awoke one moment in the night, heard something like the crying of a newborn. Τρόμαξε και ξύπνησε τον άντρα της. She was scared and woke her husband. Κείνος αφουγκράστηκε και είπε πως είναι μάλλον κάποιος που στενάζει" «σαν να μοιάζει με γυναίκα μού φαίνεται». He listened and said that it was probably someone who was sighing" "it looks like a woman to me". Σηκώθηκε και ντύθηκε. He got up and got dressed. Ήταν μια αρκετά ζεστή μαγιάτικη νύχτα. It was a fairly warm May night. Βγαίνοντας στο κατώφλι άκουσε καθαρά πως οι στεναγμοί έρχονταν απ' τον κήπο. As he stepped out into the doorway he heard clearly that the groans were coming from the garden. Μα τη νύχτα κλειδώνανε με λουκέτο την πόρτα που οδηγούσε απ' τον κήπο στην αυλή και κανείς δεν μπορούσε να μπει κει μέσα γιατί γύρω-γύρω είχε έναν ψηλό και γερό φράχτη. But at night they locked the door that led from the garden to the courtyard with a padlock and no one could get in because there was a high and strong fence all around. Ο Γρηγόρης γύρισε σπίτι, άναψε ένα φανάρι, πήρε το κλειδί της πόρτας της αυλής και χωρίς να δίνει προσοχή στον υστερικό τρόμο της γυναίκας του, που βεβαίωνε ακόμα πως ακούει κλάματα μωρού και πως αυτό το κλάμα φαίνεται πως είναι του παιδιού της που τη φωνάζει κοντά του, βγήκε σιωπηλός στον κήπο. Gregory returned home, turned on a lantern, took the key of the yard door, and without paying attention to the hysterical terror of his wife, who was still assured that she was hearing baby cries and that this crying seemed to be that of her child calling her to him, he went out in silence into the garden. Τότε κατάλαβε πως οι στεναγμοί έρχονταν απ' το μπάνιο που βρισκότανε στον κήπο, κοντά στην εξώπορτα, και πως πραγματικά στενάζει κάποια γυναίκα. Then he realized that the groans were coming from the bathroom in the garden, near the front door, and that a woman was really groaning. Άνοιξε το μπάνιο και βρέθηκε μπροστά σ' ένα θέαμα που τον έκανε να μείνει καρφωμένος στη θέση του: η παλαβή που αλήτευε στην πολιτεία και που την ήξερε όλος ο κόσμος με το παρατσούκλι Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια* (* Βρωμιάρα. He opened the bathroom and found himself in front of a sight that made him stay riveted to his seat: the crackpot who was a tramp in the state and known to the whole world by the nickname Lizaveta Smerdiashchaya* (*Stinky. Σ.τ.Μ.) είχε μπει στο μπάνιο τους και κει μόλις είχε γεννήσει ένα μωρό. had entered their bathroom and had just given birth to a baby. Το μωρό κοιτόταν δίπλα της κι αυτή ήταν στα τελευταία της. The baby was looking at her and she was on her last legs. Δεν έλεγε τίποτα, κι αυτό, πρώτα-πρώτα, γιατί δεν ήξερε να μιλήσει. He didn't say anything, and that, first of all, because he didn't know how to speak. Μα ολ' αυτά πρέπει να τα ιστορήσω ξεχωριστά... But I have to tell all this separately...